Τὸ λέγω καὶ θὰ τὸ ξαναπῶ πολλάκις, εἶναι μεγάλος ποιητὴς ὁ Κώστας Καρυωτάκης. ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Κάποιες βραδινὲς ὧρες, ποὺ ἡ πικρία καὶ ἡ μοναξιὰ δεσπόζουν στὴν ψυχή μας, τὰ Ἐλεγεῖα καὶ Σάτιρες μᾶς περιμένουν κάτω ἀπὸ τὴν ἀρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμὲς δὲ θὰ λείψουν ποτὲ ἀπ’ τὴ ζωή μας. Μαζὶ μ’ αὐτὲς θὰ ζεῖ γιὰ πάντα κι ὁ Καρυωτάκης. ΓΙAΝΝΗΣ ΡIΤΣΟΣ
Μᾶς ἐξεπέρασεν ὅλους, ἀμέσως κι ἐξακολουθητικά. ΤEΛΛΟΣ AΓΡΑΣ
Νικήθηκε σὰν ἄνθρωπος μὰ νίκησε σὰν καλλιτέχνης, γιατὶ ὄντας ἀληθινὸς ποιητὴς κατόρθωσε νὰ μεταμορφώσει σὲ ποίηση τὴν πάλη πρῶτα καὶ τὴν ὑποταγὴ ἔπειτα τῆς ψυχῆς του στὸ δαίμονα ποὺ τὴ θανάτωνε σιγὰ-σιγά. AΝΔΡEΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
Ὁ Καρυωτάκης εἶναι ἀπελπισμένος σὰν ὅλους ὅσους ἀντίκρισαν στὴν οὐσία της τὴ ζωή, καὶ δὲ θέλουν (ἢ δὲν μποροῦν) νὰ ξεγελοῦν τὸν ἑαυτό τους. ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
Ἀνέσυρε τοὺς πέπλους τῆς μονοτονίας καὶ τοὺς ἀνέμισε μὲ σαρκασμό, μὲ τόλμη καὶ μὲ πρωτοτυπία. ΝIΚΟΣ ΠΑΠΠΆΣ
Ὁ Καρυωτάκης ἀντιπροσωπεύει μέσα στὴν φιλολογία μας τὴν γενεά του ὁλόκληρη. Κ. Θ. ΔΗΜΑΡAΣ
Δὲ ζήτησε νὰ καταχτήσει μὲ τὴν ἐπίδειξη προσόντων, ἀλλὰ ἔδειξε διακριτικὰ τὶς πληγές του, τὶς πίκρες του, ποὺ τὶς εἴχαμε ὅλοι μας. ΓΙῶΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
Μέχρι τὰ Ἐλεγεῖα καὶ Σάτιρες οἱ περισσότεροι ἐξακολουθοῦσαν νὰ γράφουν ἀνυποψίαστοι πὼς μποροῦσε νὰ εἶχε κάτι συμβεῖ, ποὺ ἐρχόταν νὰ ἀμφισβητήσει ἢ καὶ νὰ ὑπονομέψει ἀκόμα τὰ θεμέλια τῆς ἴδιας τῆς ποίησης. ZΉΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ
Ὅμως κάθε φορὰ ποὺ ἡ ἑλληνικὴ ποίηση ἀπελπίζεται, δηλαδὴ κάθε φορὰ ποὺ γίνεται ποίηση, ὁ Καρυωτάκης εἶναι ἐξακολουθητικὰ παρών. ΒΎΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ
Ἕνας ποιητὴς μὲ ἐξαιρετικὴ εὐαισθησία, πού, μολονότι πέθανε τρομερὰ νέος, εἶχε τὴν τύχη ν’ ἀφήσει ἕνα ἔργο ποὺ λογαριάζει ὡσὰν σταθμὸς στὴ λογοτεχνία μας. ΓΙῶΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Ἔσμιγα μὲ τρεῖς-τέσσερις φίλους ποὺ αὐτοί, ἀνήκανε σὲ μιὰν ἄλλη φυλή. Χλομοί, ὀνειροπαρμένοι, ἔγραφαν ὅλοι τους ποιήματα ποὺ μοιάζανε καὶ ποὺ ὁμολογούσανε πίστη σ’ ἕναν καὶ μόνο θεό: τὸν Καρυωτάκη. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Ξανανακαλύψτε τὸν Καρυωτάκη! Χαρεῖτε τὰ ὑπέροχα ποιήματά του ὅπως ὁ ἴδιος τὰ ἔγραψε (χωρὶς τὶς κατοπινὲς διορθώσεις). Δεῖτε τί σημαίνει ἄψογη μετάφραση διαβάζοντας τὶς δικές του. Ἀπολαῦστε τὰ πεζά του. Μάθετε τὰ πάντα γιὰ τὴ ζωή, τὸ ἔργο του, τὶς ἀπόψεις του, γιὰ ὅσους τὸν θαύμασαν καὶ ὅσους προσπάθησαν νὰ τὸν μειώσουν, μέσα ἀπὸ ἐπιστολές, κριτικές, ἀντιπαραθέσεις, χρονολόγια, σημειώσεις καὶ τὴν κατατοπιστικότατη εἰσαγωγὴ τοῦ καθηγητῆ Δημήτρη Δημηρούλη ἡ ὁποία ἐπανατοποθετεῖ τὸν Καρυωτάκη στὴ θέση ποὺ τοῦ ἀνήκει: ἐκείνου ποὺ ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ἑλληνικῆς ποίησης.
Ἕνα μικρὸ δεῖγμα ἀπὸ μιὰ ἔκδοση-σταθμό:
I. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΚΔΟΣΗ, στὴν προκειμένη περίπτωση τῶν ποιημάτων καὶ τῶν πεζῶν τοῦ Καρυωτάκη, ἐπαναϕέρει ἀναγκαστικὰ στὸ προσκήνιο τὸ ἐρώτημα: τί σημαίνει τὸ ἔργο του σήμερα; Τὸ ἐρώτημα συνδέεται μὲ δύο τουλάχιστον σημαντικὲς παραμέτρους: α) τὴ θέση τοῦ ποιητῆ στὴ διαχρονία, καὶ β) τὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο κατανόησης τοῦ ἔργου του. Πρόκειται γιὰ ζητήματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται ἡ ἱστορία καὶ ἡ θεωρία τῆς λογοτεχνίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ βρισκόμαστε ἤδη στὸ κατώϕλι τοῦ Καρυωτάκη, σὲ ἕναν χῶρο ὅπου περιμένουμε νὰ συναντήσουμε τὸν ποιητὴ καὶ τὸ ἔργο του, ὅπου μποροῦμε νὰ ἐξοικειωθοῦμε μὲ τὸν ποιητὴ καὶ τὸ ἔργο του. Τὸ κατώϕλι προσϕέρεται ὡς δυνατότητα καὶ ὄχι ὡς ὑποχρεωτικὴ στάση. ᾽Ανταποκρίνεται σὲ πιθανὲς ἀνάγκες· δὲν ἐπιβάλλει συμπεριϕορές. Στὴ διαδικασία αὐτῆς τῆς ϕιλοξενίας εἶναι κυρίαρχη ἡ εἰκόνα τοῦ ποιητῆ, ἐκείνη δηλαδὴ ἡ προβολὴ στὸν δημόσιο χῶρο ποὺ συγκεντρώνει καὶ συνυϕαίνει ὑπὸ τὸ ὄνομα «Καρυωτάκης» βιογραϕικὲς ἰδιαιτερότητες, λογοτεχνικὲς παραδόσεις, αἰσθητικὲς ἐξιδανικεύσεις καὶ διαδεδομένες προκαταλήψεις. ᾽Απὸ αὐτὸ τὸ μεῖγμα προκύπτει ἡ εἰκόνα τοῦ ποιητῆ ποὺ συνοδεύει τὸ ἔργο του. Πρόκειται γιὰ σύντονη δράση πολλῶν δεδομένων, τὰ ὁποῖα συστεγάζονται τελικὰ καὶ δημιουργοῦν, σὲ μιὰ ἐθνικὴ ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, τὸ εἴδωλο ἐκεῖνο ποὺ ὑποστηρίζει τὴ μυθολογία τοῦ μεγάλου ποιητῆ ὡς συναίρεση τοῦ πραγματικοῦ μὲ τὸ συμβολικό. ῍ Αν δὲν λειτουργοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ σύστημα τῆς πολιτισμικῆς ἀξιολογίας, δὲν θὰ εἶχαν διαρκέσει ὡς κοινοὶ τόποι στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας ὁ Σολωμὸς ὡς ἐθνικὸς ποιητὴς καὶ αὐτοκαταστροϕικὸς ρομαντικός, ὁ Κάλβος ὡς ϕλογερὸς ὑμνωδὸς καὶ μονομανὴς τεχνίτης, ὁ Καβάϕης ὡς κα11
θρέϕτης τοῦ διαχρονικοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ὡς ἀντισυμβατικὸς εἴρων, ὁ Σεϕέρης ὡς Εὐρωπαῖος κοσμοπολίτης καὶ ὡς ἐπίκαιρος μύστης στὴν ἀστικὴ ᾽Αθήνα τῶν ἀρχαίων ἐρειπίων, ὁ Ρίτσος ὡς ποιητὴς τῆς ἐπαναστατικῆς οὐτοπίας καὶ ὡς τρυϕερὸς ἰδεαλιστὴς τῆς Ρωμιοσύνης, ὁ ᾽ Ελύτης ὡς λάτρης τοῦ ἐϕηβικοῦ ἔρωτα καὶ ὡς ἀρχιερέας τῆς μεταϕυσικῆς τοῦ Αἰγαίου. ῞ Ολα αὐτὰ τὰ γνωρίσματα, καθὼς καὶ ἄλλα ποὺ δὲν ἀναϕέρονται ἐδῶ, διοχετεύονται καὶ ἀϕομοιώνονται στὴν καθιερωμένη εἰκόνα κάθε ποιητῆ. Σὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα στηρίζονται τὰ περισσότερα στερεότυπα ποὺ ἐπιβιώνουν καὶ διακινοῦνται μὲ τὴ βοήθεια τῆς συμβατικῆς ἐκπαίδευσης καὶ μὲ τὴν παρέμβαση τῶν πολιτισμικῶν ἐπενδυτῶν. Εἶναι μιὰ εἰκόνα ποὺ ὑπηρετεῖ στοιχειωδῶς τὴν ποίηση, ἐνῶ ἐξυπηρετεῖ ἐπωϕελῶς τὴν παραγωγὴ συλλογικῶν ψευδαισθήσεων καὶ ἐμπορικῶν ὁμοιωμάτων. ᾽ Ελάχιστα στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐνδιαϕέρει τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ· ἀρκοῦν λίγοι πασίγνωστοι στίχοι καὶ κάποιες ἐπιδερμικὲς πληροϕορίες, κατάλληλα ἀναμασημένες γιὰ τοὺς περαστικοὺς ἀναγνῶστες ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ϕιλισταίους τῆς τέχνης: «Τὰ ἐμβλήματα ἐπανέρχονται ὡς ἐμπορεύματα», διαπιστώνει ὁ Μπένγιαμιν.1 Φιλόλογοι καὶ κριτικοί, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες (πόσο μᾶλλον δημοσιογράϕοι καὶ ἀτζέντηδες τοῦ πολιτισμοῦ) ἀνακυκλώνουν τὸν ἴδιο χιλιοπατημένο Καρυωτάκη, ὅταν ἀποδέχονται τὸ κατεστημένο καὶ ϕθαρμένο εἴδωλο. Τὸ κοινό, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἔχει τόσο πολὺ ἐθιστεῖ σὲ αὐτό, ὥστε τελικὰ ἡ κυρίαρχη εἰκόνα τοῦ ποιητῆ ταυτίζεται μὲ τὴν ποίηση, ἂν δὲν τὴν ὑποκαθιστᾶ. ᾽Ακόμη καὶ ὅταν ἐντοπίζεται μιὰ ἀλλαγὴ κατεύθυνσης ἢ μιὰ διεύρυνση τῆς ἑρμηνείας, ἔχουμε συνήθως νὰ κάνουμε μὲ τὸν ἐπαναπροσδιορισμὸ γραμματολογικῶν δεδομένων καὶ τὴν προσκόμιση πραγματολογικῶν πληροϕοριῶν, ὄχι μὲ τὴν ἐκ νέου τοποθέτηση τῆς γραϕῆς τοῦ ποιητῆ ἐντὸς τῆς ἱστορικῆς προοπτικῆς καὶ τῆς κριτικῆς διεκδίκησης. ῞ Ολες αὐτὲς οἱ ἐπισημάνσεις συγκλίνουν στὸ ἴδιο πάντα ἐρώτημα, ὅπως τέθηκε στὴν ἀρχή: τί σημαίνει τὸ ὄνομα «Καρυω1. Walter Benjamin, Σὰρλ Μπωντλαίρ. ῞Ενας λυρικὸς στὴν ἀκμὴ τοῦ καπιταλισμοῦ, μτϕρ. Γ. Γκουζούλης, ᾽Αλεξάνδρεια, ᾽Αθήνα 1994, σ. 203.
12
τάκης» σήμερα; Σὲ σχέση μὲ συλλογικὲς ἀντιδράσεις, δύο λέξεις ἀναπηδοῦν αὐτόματα: «αὐτοκτονία» καὶ «Πολυδούρη». Μὲ τὴν πρώτη ἀνοίγει ἡ περιοχὴ τῆς περιέργειας καὶ τοῦ σκανδάλου. Μὲ τὴ δεύτερη ὀργιάζει τὸ παρασκήνιο τῆς παραϕιλολογίας καὶ τῆς λογοτεχνικῆς σαπουνόπερας. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς λέξεις ἔχουν κάτι κοινό: συνεχίζουν νὰ ἐξάπτουν τὴ ϕαντασία τῶν ἀναγνωστῶν, συντηρώντας ἐρεθιστικὲς ὑποψίες καὶ καλλιεργώντας νοσηρὲς εἰκασίες. ῍ Αν ἐξαιρέσουμε τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο καὶ τὸν Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ὀνόματα μᾶλλον ἄγνωστα στοὺς καταναλωτὲς τέχνης, ὁ Καρυωτάκης εἶναι ἡ πιὸ διάσημη λογοτεχνικὴ αὐτοκτονία στὴν ῾ Ελλάδα, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία ἀκόμη πλέκονται εὐϕάνταστα σενάρια. Τὸ περίεργο, στὴν περίπτωση αὐτή, δὲν εἶναι ἡ συνεχιζόμενη ἐπίδραση τῆς «αὐτοκτονίας» στὴν ὑστεροϕημία τοῦ ποιητῆ ἀλλὰ ἡ ἐντελῶς ἐπιϕανειακὴ χρήση της. Οἱ περισσότερες ἀντιδράσεις, ἀκόμη καὶ ἀπὸ εἰδήμονες, ἐπιχειροῦν νὰ ἀπαντήσουν στὸ ἀναπάντητο ἐρώτημα «γιατί αὐτοκτόνησε ὁ ποιητής;» καὶ ὄχι νὰ ἐρευνήσουν τὴ σχέση τῆς αὐτοκτονίας μὲ τὴν ποιητικὴ πράξη. ῍ Αν εἶχαν ἐπιδιώξει τὸ τελευταῖο, πιθανῶς νὰ διαπίστωναν ὅτι ἡ αὐτοκτονία προετοιμαζόταν ὡς ὁρίζοντας ἐξαρχῆς καὶ ὅτι ἡ ποίηση ἦταν τὸ ἀναπόϕευκτο ὄχημά της. ῾ Ωστόσο ἡ ἀναζήτηση τῆς αἰτίας (γιατί αὐτοκτόνησε ἕνας νέος καὶ πολλὰ ὑποσχόμενος ποιητὴς στὰ τριάντα δύο του χρόνια) ἀποδείχτηκε πολὺ ἰσχυρότερη καὶ διαρκέστερη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ποιητικοῦ νοήματος. Νὰ ἔπασχε ἄραγε ἀπὸ σοβαρὸ ἀϕροδίσιο; Νὰ εἶχε μπλέξει μὲ ναρκωτικὰ καὶ ὑποθέσεις τοῦ ὑποκόσμου; Νὰ εἶχε διαπράξει κάποιο ἄλλο ἀδίκημα ποὺ τὸν βασάνιζε; Νὰ ὑπῆρξε θύμα πολιτικῆς καταδίωξης; Νὰ ἦταν ἄρρωστος ψυχικά; ῍ Η μήπως…; Καὶ ἡ ἀτέρμονη ἀναζήτηση συνεχίζεται ἀκάθεκτη ἕως σήμερα, χωρὶς ϕυσικὰ ἀποτέλεσμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διακίνηση σαθρῶν εἰκασιῶν ποὺ ἐμϕανίζονται ὡς λογικὲς ὑποθέσεις. Τὸ ἄτομο ὅμως καὶ οἱ συμπεριϕορές του στὸ πεδίο τῆς τέχνης δὲν μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν αἰτιοκρατικὰ σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ϕυσικὸ ϕαινόμενο. ῍ Αν ἦταν ἔτσι, ἡ τέχνη δὲν θὰ χρειαζόταν. ῾ Η τέχνη εἶναι ὁ χῶρος ὅπου δροῦν σύνθετες καὶ ἀντιϕα13
τικὲς ὑποκειμενικότητες. ῾ Ο τόπος ὅπου τὸ ἐγὼ διατυπώνει τὸν λόγο του γιὰ νὰ δηλώσει ὑπαινικτικὰ τὴν ἔϕοδό του στὸ σκοτάδι. ῾ Επομένως, ὅταν ἔχουμε εἰδήμονες ποὺ συγχέουν τὸν βίο μὲ τὸ ἔργο, εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ μετατεθεῖ ἡ εὐθύνη στοὺς ἀναγνῶστες. ῾ Η αὐτοκτονία ἀνήκει στὸν Καρυωτάκη, ἡ ποίησή του ὅμως ἀνήκει στὴν κοινωνία. Τὸ βιογραϕικὸ ἴχνος προβάλλεται σὲ μιὰ παράλληλη ὀθόνη, χωρὶς νὰ ταυτίζεται ποτὲ μὲ τὴν πραγματικὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ. Βοηθάει στὴν πρόσληψη τοῦ ἔργου ἀλλὰ μόνο συμπληρωματικά, ὡς ἀπείκασμα ἀλήθειας ποὺ χάθηκε γιὰ πάντα. Μὲ τὴν «Πολυδούρη» ἔχουμε μία ἀκόμη ἀϕορμὴ ἀναδρομικῆς μυθοποίησης. Πόσο ἀγαπήθηκαν; Ποιός ἀγάπησε περισσότερο; ῏ Ηταν πραγματικὰ ἐρωτευμένοι; Ζῆσαν τὸν ἔρωτά τους; ῾ Υπῆρξε σεξουαλικὴ σχέση; Ποιός εὐθύνεται γιὰ τὸν χωρισμό; Γιατί ὁ Καρυωτάκης εἶναι τόσο ψυχρὸς ἀπέναντι στὶς ϕλογερὲς ἐκδηλώσεις τῆς Πολυδούρη; Μήπως ἐπειδὴ ἔπασχε ἀπὸ σύϕιλη; ῍ Η μήπως γιατὶ ϕοβήθηκε τὴ δέσμευση; ῍ Η μήπως ἐπειδὴ εἶχε σχέση ἐξάρτησης μὲ «κοινὲς» γυναῖκες; Γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀναδύθηκαν καὶ ἀναδύονται ἀπίθανα σενάρια, ποὺ ὑπερβαίνουν ἀκόμη καὶ τὰ βιογραϕικὰ δεδομένα, γιὰ νὰ καταλήξουν στὴ μυθοπλαστικὴ ἀϕήγηση ἑνὸς ἀνολοκλήρωτου ἔρωτα. Στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς ἀντίδρασης εἶναι πάντα τὸ ρομαντικὸ ἐρωτικὸ ζευγάρι, ὅπως ταιριάζει στὶς προσδοκίες ἑνὸς κοινοῦ ποὺ ρέπει στὰ δράματα. ῞ Ομως, ἂν ἡ σχέση αὐτὴ ὑπαχθεῖ στὴν ποίηση, τότε εἶναι πολὺ πιθανὸ ὅτι καὶ οἱ δύο ζῆσαν μιὰ ἱστορία ποὺ τροϕοδότησε τὴ γραϕή τους ἢ μᾶλλον μοιάζει σὰν ἡ ἴδια ἡ τέχνη νὰ εἶχε προκαλέσει, γιατὶ τὴν εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη, μιὰ τέτοια δύσκολη σχέση ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ξυπνᾶ τὴ διαμαρτυρία τῶν αἰσθηματικῶν ἀναγνωστῶν: «μὰ γιατί δὲν παντρεύτηκαν;». ῾ Η ἀπορία αὐτὴ ὁρίζει ἀκριβῶς τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ποίηση καὶ τῶν δύο ἀκυρώνεται γιὰ ἄλλη μιὰ ϕορά. Γιατὶ ἡ ποίηση κατέστη δυνατὴ ἐπειδὴ ἡ συνύπαρξή τους στὴ ζωὴ κατέστη ἀδύνατη. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ αὐτὲς τὶς αὐτόματες ἀντιδράσεις, ἔχουμε καὶ τὴν καθιέρωση ἐμβληματικῶν ποιημάτων ὅπως «Πρέβεζα», «Δὸν Κιχῶτες», «Εἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «Μπαλλάντα στοὺς ἄδοξους ποιητὲς τῶν αἰώνων». Ποιήματα σὰν κι αὐτὰ ἐνισχύθηκαν ἀπὸ τὴ χρήση τους στὴν ἐκπαίδευση, ἀπὸ τὴν 14
εὐρύτερη διάχυσή τους στὸν κοινωνικὸ χῶρο καί, πρωτίστως, ἀπὸ τὴ μελοποίησή τους. ῞ Οπως συμβαίνει μὲ ὅλους τοὺς ποιητὲς τοῦ λογοτεχνικοῦ κανόνα, τὸ κοινὸ ἀρκεῖται στὸ «δεῖγμα» καὶ ἀδιαϕορεῖ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα. ῾ Η μελοποίηση ἀποτελεῖ βέβαια ξεχωριστὸ ϕαινόμενο, ἀμιγῶς ἑλληνικὸ ὑπὸ τὴ συγκεκριμένη μορϕή, ποὺ χρήζει εἰδικῆς πραγμάτευσης. ᾽ Εδῶ ἂς περιοριστοῦμε νὰ σημειώσουμε ὅτι στὸ σύνολό της ἡ ἑλληνικὴ ποίηση γνώρισε τὸ ἑλληνικὸ κοινό, σὲ ἀτομικὸ καὶ συλλογικὸ ἐπίπεδο, μέσα ἀπὸ τὰ ϕίλτρα τῆς λαϊκῆς καὶ τῆς ἔντεχνης μουσικῆς. ῾ Ο Καρυωτάκης ἤδη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1970 ὑπῆρξε παραδόξως προσϕιλὴς στοὺς συνθέτες καὶ τραγουδοποιούς, ὄχι βέβαια στὴν κλίμακα τοῦ Ρίτσου, τοῦ Σεϕέρη καὶ τοῦ ᾽ Ελύτη, πάντως μὲ διάρκεια ἕως σήμερα σὲ πιὸ ἰδιωτικές, πιὸ χαμηλόϕωνες, μελοποιήσεις. ῍ Αν σὲ ὅλα αὐτὰ προσθέσουμε ὅρους ὅπως παρακμή, ἀπελπισία, θανατολογία, μελαγχολία, ἀπαισιοδοξία καὶ ἄλλους παρόμοιους, τότε ἔχουμε ἁδρομερῶς μπροστά μας τὴ λογοτεχνικὴ προσωπογραϕία τοῦ Καρυωτάκη, ὅπως ἐπιβιώνει ἕως τὶς μέρες μας. Εἶναι μιὰ προσωπογραϕία θεμιτὴ μὲ τοὺς ὅρους τῆς ἐπιϕανειακῆς πραγματικότητας, ἀϕήνει ὅμως σὲ ἐκκρεμότητα τὸ πιὸ σημαντικὸ ζήτημα: ἀναδεικνύεται ἄραγε τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ, στὴν πολυμορϕία καὶ πολυσημία του, μὲ τὸν τρόπο αὐτό; ᾽Ανανεώνεται ἡ ϕήμη του, προσϕέροντας καινούριες δυνατότητες γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ποίησής του, ἢ τὸν περιορίζει ἀσϕυκτικὰ σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ κοινότοπες χαλκομανίες; Κάθε ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ θεωρητική της θεμελίωση, δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει δύο τουλάχιστον δεδομένα ποὺ τίθενται ὡς προϋποθέσεις. Στὴν πρώτη, οἱ ἐπιστρώσεις τῆς καρυωτακολογίας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀπήχησή τους, συνοδεύουν τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ· δὲν εἶναι δηλαδὴ ἁπλὰ ἐπιθέματα τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ τὰ ἀϕαιρέσει κανεὶς καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν ποίηση στὴν ἀρχική της κατάσταση· κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε ὅτι ἡ διαδρομὴ στὸν χρόνο δὲν ἀϕήνει σημάδια καὶ ὅτι ἕνα ἔργο μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἐκτὸς τοῦ πεδίου τῆς πρόσληψης. ᾽Ακόμη καὶ ἂν θεωρήσουμε ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Καρυωτάκη ἔχει ταλαιπωρηθεῖ ἀνεπανόρθωτα 15
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ ΑΠΟΨΕ…
Τὸ ϕεγγαράκι ἀπόψε στὸ γιαλὸ θὰ πέσῃ, ἕνα βαρὺ μαργαριτάρι. Κι ἀπάνω μου θὰ παίζῃ τὸ τρελὸ τρελὸ ϕεγγάρι. ῞ Ολο θὰ σπάῃ τὸ κῦμα ρουμπινὶ στὰ πόδια μου σκορπίζοντας ἀστέρια. Οἱ παλάμες μου θἄχουνε γενεῖ δυὸ περιστέρια· Θ ᾽ ἀνεβοῦν—ἀσημένια δυὸ πουλιά—, μὲ ϕεγγάρι—δυὸ κοῦπες—θὰ γεμίζουν, μὲ ϕεγγάρι τοὺς ὤμους, τὰ μαλλιὰ θὰ μοῦ ραντίζουν. Τὸ πέλαγο χρυσάϕι ἀναλυτό. Θὰ βάλω τὄνειρό μου σὲ καΐκι ν ᾽ ἀρμενίσῃ. Διαμάντι θὰ πατῶ λαμπρὸ χαλίκι. Τὸ γύρω ϕῶς ὡς θὰν τὴ διαπερνᾶ, ἡ καρδιά μου βαρὺ μαργαριτάρι. Καὶ θὰ γελῶ. Καὶ θὲ νὰ κλαίω… Καὶ νά, νὰ τὸ ϕεγγάρι!
5 ρουμπινί: πορϕυρὸ χρῶμα ὅπως τοῦ ρουμπινιοῦ. 13 ἀναλυτό: διαλυμένο, σκορπισμένο. 17 ὡς θάν: καθὼς θά.
213
5
10
15
20
ΜΟΝΟ
῎ Αχ, ὅλα ἔπρεπε νἄρθουν καθὼς ἦρθαν! Οἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ρόδα νὰ μαδήσουν. Βαρκοῦλες, νὰ μοῦ ϕύγουνε τὰ χρόνια, νὰ ϕύγουνε, νὰ σβύσουν. ῎ Ετσι ὅπως ἐχωρίζαμε τὰ βράδια, γιὰ πάντα νὰ χαθοῦνε τόσοι ϕίλοι. Τὸν τόπο ποὺ μεγάλονα παιδάκι ν ᾽ ἀϕίσω κάποιο δείλι. Τὰ ὡραῖα κι᾽ ἁπλὰ κορίτσια—ὦ ἀγαποῦλες!— ἡ ζωὴ νὰ μοῦ τὰ πάρῃ, χοροῦ γῦρος. ᾽Ακόμη ὁ πόνος, ἄλλοτε ποὺ εὐώδα, νὰ μὲ βαραίνῃ στεῖρος. ῞ Ολα ἔπρεπε νὰ γίνουν. Μόνο ἡ νύχτα δὲν ἔπρεπε γλυκειὰ ἔτσι τώρα νἆναι, νὰ παίζουνε τἀστέρια ἐκεῖ σὰ μάτια καὶ σὰ νὰ μοῦ γελάνε.
221
5
10
15
ΥΠΝΟΣ
Θὰ μᾶς δοθῆ τὸ χάρισμα καὶ ἡ μοῖρα νὰ πᾶμε νὰ πεθάνουμε μιὰ νύχτα στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας; Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια γλυκά. Κι ἀπάνωθέ μας θὲ νὰ ϕεύγουν, στὸν οὐρανό, τ ᾽ ἀστέρια καὶ τὰ ἐγκόσμια. Θὰ μᾶς χαϊδεύῃ ὡς ὄνειρο τὸ κῦμα. Καὶ γαλανὸ σὰν κῦμα τὄνειρό μας θὰ μᾶς τραβάῃ σὲ χῶρες ποὺ δὲν εἶναι. ᾽Αγάπες θἆναι στὰ μαλλιά μας οἱ αὖρες, ἡ ἀνάσα τῶν ϕυκιῶν θὰ μᾶς μυρόνῃ, καὶ κάτου ἀπ ᾽ τὰ μεγάλα βλέϕαρά μας, χωρὶς νὰν τὸ γροικοῦμε, θὰ γελᾶμε. Τὰ ρόδα θὰ κινήσουν ἀπ ᾽ τοὺς ϕράχτες καὶ θἄρθουν νὰ μᾶς γίνουν προσκεϕάλι. Γιὰ νὰ μᾶς κάνουν ἁρμονία τὸν ὕπνο, θ ᾽ ἀϕίσουνε τὸν ὕπνο τους ἀηδόνια.
Τὸ ποίημα: πρώτη δημοσίευση στὸ περ. ῾Ο Λόγος τῆς Πόλης (τχ. 3, ᾽ Ιανουάριος 1920, σ. 88), χωρὶς τοὺς τρεῖς πρώτους στίχους καὶ μὲ τίτλο: «Στὸ χωριό μας νὰ πᾶμε νὰ πεθάνουμε». Παραλλαγὲς πρώτης δημοσίευσης: στ. 1: «κι᾽», στ. 9: «τραβάει», στ. 11: «τῶν ϕικιῶν θὰ μᾶς μυρόνει», στ. 17: «τὸν ὕπνο τους θἀϕίσουν οἱ σπουργίτες», στ. 20: «θὰ στέκουνται τριγῦρο», στ. 21: «Καὶ σκύβοντας κρυϕά», στ. 23: «τῆς Κυριακῆς, γιὰ τὶς ὁλάσπρες γλάστρες», στ. 25: «ἡ κυρούλα», στ. 27: «θὰ μᾶς δηγιέται ὠχρή,» στ. 29: «θὰ κατεβεῖ,», στ. 33: «κι᾽ ἀποστάσαν». 9 ποὺ δὲν εἶναι: ποὺ δὲν ὑπάρχουν. 11 μυρόνῃ: ἀρωματίζει. 13 γροικοῦμε (ἀντὶ «γρικοῦμε»): ἀκοῦμε. 227
5
10
15
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια γλυκά. Καὶ τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ μας, ἀγριαπιδιές, θὰ στέκουνε τριγύρω καί, σκύβοντας, κρυϕὰ θὰ μᾶς μιλοῦνε γιὰ τὰ χρυσὰ καλύβια, γιὰ τὸν ἥλιο τῆς κυριακῆς, γιὰ τὶς ὁλάσπρες γάστρες, γιὰ τὰ καλὰ τὰ χρόνια μας ποὺ πᾶνε. Τὸ χέρι μας κρατῶντας ἡ κυρούλα, κι᾽ ὅπως ἀργὰ θὰ κλείνουμε τὰ μάτια, θὰ μᾶς δηγιέται—ὠχρὴ—σὰν παραμύθι τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ ϕεγγάρι θὰ κατεβῇ στὰ πόδια μας λαμπάδα τὴν ὥρα ποὺ στερνὰ θὰ κοιμηθοῦμε στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας. Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἐκλάψαν καὶ ἀποστάσαν.
20
25
30
20 23 23 33
ἀγριαπιδιές: ἀγριαχλαδιές. κυριακῆς: ἀντὶ «Κυριακῆς». γάστρες: γλάστρες. ἀποστάσαν: κουράστηκαν.
228
῞ Ενα ξερὸ δαϕνόϕυλλο τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ πέση, τὸ πρόσχημα τοῦ βίου σου, καὶ θ ᾽ ἀπογυμνωθῆς. Μὲ δέντρο δίχως ϕύλλωμα θὰ παρομοιωθῆς, ποὺ τὸ χειμώνα ἀπάντησε στοῦ δρόμου ἐκεῖ τὴ μέση. 5
Κι ἀϕοῦ πιὰ τότε θἆναι ἀργὰ νέες χίμαιρες νὰ πλάσης ἢ ἀκόμη μιὰ ἐπιπόλαιη καὶ συμβατικὴ χαρά, θ ᾽ ἀνοίξης τὸ παράθυρο γιὰ τελευταία ϕορά, κι ὅλη σου τὴ ζωὴ κοιτάζοντας, ἥρεμα θὰ γελάσης.
Τὸ ποίημα: πρώτη δημοσίευση στὸ περ. Νεοελληνικὴ Τέχνη (τχ. 2, Μάρτιος 1927), μὲ τίτλο «Τὴν ὥρα αὐτή…» 8 ἥρεμα: ἀντὶ «ἤρεμα». 276
Σὰν δέσμη ἀπὸ τριαντάϕυλλα
5
10
15
εἶδα τὸ βράδυ αὐτό. Κάποια χρυσή, λεπτότατη, στοὺς δρόμους εὐωδιά. Καὶ στὴν καρδιὰ αἰϕνίδια καλοσύνη. Στὰ χέρια τὸ παλτό, στἀνεστραμμένο πρόσωπο ἡ σελήνη. ᾽ Ηλεκτρισμένη ἀπὸ ϕιλήματα θἄλεγες τὴν ἀτμόσϕαιρα. ῾ Η σκέψις, τὰ ποιήματα, βάρος περιττό. ῎ Εχω κάτι σπασμένα ϕτερά. Δὲν ξέρω κὰν γιατί μᾶς ἦρθε τὸ καλοκαίρι αὐτό. Γιὰ ποιάν ἀνέλπιστη χαρά, γιὰ ποιές ἀγάπες, γιὰ ποιό ταξίδι ὀνειρευτό. Τὸ ποίημα: πρώτη δημοσίευση στὴν ἐϕ. ῾Η Κυριακὴ τοῦ ᾽Ελευθέρου Βήματος (18 Δεκεμβρίου 1927) μὲ τίτλο « ᾽ Ελεγεῖα». Σημειώνει γιὰ τὴ μετρικορυθμικὴ μορϕολογία του ὁ Χρ. Παπάζογλου (Παρατονισμένη μουσική, σ. 183): «Ξεχωρίζουμε τὸ ποίημα αὐτὸ ὡς τὴ μοναδικὴ στὴν καρυωτακικὴ ποίηση προσπάθεια γιὰ μιὰ ἐλεύθερη σύνθεση σὲ ἐλεύθερους στίχους (ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν συλλαβῶν καὶ τὴν ἀκολουθία τους) καὶ σ ᾽ ἐλεύθερες στροϕές (ὡς πρὸς τὴν ἰσοστιχία μεταξύ τους καὶ τὶς καθέκαστα ἀναλογίες), ὄχι ὅμως καὶ σὲ ἐλεύθερο ρυθμό, ὁ ὁποῖος, κι ὅταν ἀκόμη κατ ᾽ ἐξαίρεσιν δὲν εἶναι ὁ κανονικὸς καὶ σταθερὸς σ ᾽ ὅλο τὸ ποίημα ἰαμβικός, εἶναι πάντα σωστὰ τονισμένος…». 18 ὀνειρευτό: ὀνειρεμένο, παραμυθένιο. 286
Ε ἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. ῾ Ο ἄνεμος, ὅταν περνάει, στίχους, ἤχους παράϕωνους ξυπνάει στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες. 5
10
Εἴμαστε κάτι ἀπίστευτες ἀντέννες. ῾ Υψώνονται σὰ δάχτυλα στὰ χάη, στὴν κορυϕή τους τἄπειρο ἀντηχάει, μὰ γρήγορα θὰ πέσουνε σπασμένες. Εἴμαστε κάτι διάχυτες αἰσθήσεις, χωρὶς ἐλπίδα νὰ συγκεντρωθοῦμε. Στὰ νεῦρα μας μπερδεύεται ὅλη ἡ ϕύσις. Στὸ σῶμα, στὴν ἐνθύμηση πονοῦμε. Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα, κ᾽ ἡ ποίησις εἶναι τὸ καταϕύγιο ποὺ ϕθονοῦμε.
4 καδένες: ἁλυσίδες (ρολογιοῦ τσέπης). 5 ἀντέννες (ἀντὶ «ἀντένες»): κεραία πλοίου ἢ ἀσύρματου τηλέγραϕου.
290
ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ
῎ Ηταν ὡραῖα ὡς σύνολο τὰ ἐπιστημονικὰ βιβλία, οἱ αἱματόχρωμες εἰκόνες τους, ἡ ϕίλη ποὺ ἀμϕίβολα κοιτάζοντας ἐγέλα μυστικά, ὡραῖο κι ὅ,τι μᾶς ἔδιναν τὰ ϕευγαλέα της χείλη… Τὸ μέτωπό μας ἔκρουσε τόσο ἁπαλά, μὲ τόση ἐπιμονή, ποὺ ἀνοίξαμε γιὰ νἄμπη σὰν κυρία ἡ Τρέλα στὸ κεϕάλι μας, ἔπειτα νὰ κλειδώση. Τώρα ἡ ζωή μας γίνεται ξένη, παλιὰ ἱστορία.
Τὸ ποίημα: πρώτη δημοσίευση στὸ περ. ῞Εσπερος τῆς Σύρου (τχ. 1314, ᾽ Ιούνιος- ᾽ Ιούλιος 1923, σ. 129), μὲ τίτλο «Τραγούδι παραϕροσύνης» καὶ μὲ μνεία τόπου καὶ χρόνου στὸ τέλος: «( ᾽Αθῆναι, ᾽Απρίλιος 1923)»· στὴ δημοσίευση αὐτή, σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ, ἔχουμε τὶς ἑξῆς διαϕορές: α) ῾ Υπάρχει μία παραπάνω στροϕή, στὴν ἀρχὴ τοῦ ποιήματος, ποὺ παραλείϕθηκε μετά: «Καὶ πάντα ἐδαπανούσαμε τὸν ἔρωτα, τὴν ἥβη. / ῎ Εμοιαζε τὸ ᾽ Ενδεχόμενο σὰ μιὰ μεθυστικὴ / ἄβυσσος, ὅταν ἔρημος διαβάτης ὅλος σκύβει / μόνο γιὰ νὰ ϕαντάζεται τὸ πέσιμό του ἐκεῖ». β) Τὸ «η» ὅλων τῶν ὑποτακτικῶν ἔχει ὑπογεγραμμένη (ῃ). γ) Στὸ τέλος τοῦ στίχου 10 ὑπάρχει ἄνω τελεία καὶ ἡ ἑπόμενη λέξη, στὸν στίχο 11, ἀρχίζει μὲ μικρὸ γράμμα. δ) Οἱ παρενθετικὲς προτάσεις στοὺς στίχους 14 καὶ 19 εἶναι ἀνάμεσα σὲ κόμματα. ε) Τὸ «ἐνδεχόμενο», στὸν στίχο 20, γράϕεται μὲ κεϕαλαῖο ἔψιλον. στ) ᾽Αντὶ γιὰ τελεία στὸ τέλος τοῦ ποιήματος ἔχουμε ἀποσιωπητικά. Τίτλος: ὠχρὰ σπειροχαίτη: τὸ βακτήριο τῆς σύϕιλης, ὑπεύθυνο γιὰ τὸ ἀϕροδίσιο αὐτὸ νόσημα πού, ὅταν ἐπηρέαζε τὸ κεντρικὸ νευρικὸ σύστημα, μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὴν τρέλα. 5 ἔκρουσε: χτύπησε. 319
5
10
15
20
Τὸ λογικό, τὰ αἰσθήματα μᾶς εἶναι πολυτέλεια, βάρος, καὶ τὰ χαρίζουμε τοῦ κάθε συνετοῦ. Κρατοῦμε τὴν παρόρμηση, τὰ παιδικά μας γέλια, τὸ ἔνστικτο ν ᾽ ἀϕινόμεθα στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Μιὰ κωμωδία ἡ πλάση Του σὰν εἶναι ϕρικαλέα, ᾽ Εκεῖνος, ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν πρόθεση καλή, εὐδόκησε στὰ μάτια μας νὰ κατεβάση αὐλαία ―ὤ, κωμωδία!―τὸ θάμπωμα, τὄνειρο, τὴν ἀχλύ. …Κ ᾽ ἤταν ὡραία ὡς σύνολο ἡ ἀγορασμένη ϕίλη, στὸ δείλι αὐτὸ τοῦ μακρινοῦ πέρα χειμῶνος, ὅταν, γελώντας αἰνιγματικά, μᾶς ἔδινε τὰ χείλη κ᾽ ἔβλεπε τὸ ἐνδεχόμενο, τὴν ἄβυσσο ποὺ ἐρχόταν.
15 εὐδόκησε: δέχτηκε εὐμενῶς, συγκατατέθηκε. 16 ἀχλύ: καταχνιά, πούσι.
320
ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ
Στὸ ταβάνι βλέπω τοὺς γύψους. Μαίανδροι στὸ χορό τους μὲ τραβᾶνε. ῾ Η εὐτυχία μου, σκέπτομαι, θἆναι ζήτημα ὕψους. Σύμβολα ζωῆς ὑπερτέρας, ρόδα ἀναλλοίωτα, μετουσιωμένα, λευκὲς ἄκανθες ὁλόγυρα σ ᾽ ἕνα ᾽Αμάλθειο κέρας. (Ταπεινὴ τέχνη χωρὶς ὕϕος, πόσο ἀργὰ δέχομαι τὸ δίδαγμά σου!) ῎ Ονειρο ἀνάγλυϕο, θἀρθῶ κοντά σου κατακορύϕως. Οἱ ὁρίζοντες θὰ μ᾽ ἔχουν πνίξει. Σ ᾽ ὅλα τὰ κλίματα, σ ᾽ ὅλα τὰ πλάτη, ἀγῶνες γιὰ τὸ ψωμί καὶ τὸ ἁλάτι, ἔρωτες, πλήξη. ῎ Α! πρέπει τώρα νὰ ϕορέσω τὡραῖο ἐκεῖνο γύψινο στεϕάνι. ῎ Ετσι, μὲ πλαίσιο γύρω τὸ ταβάνι, πολὺ θ ᾽ ἀρέσω. Τὸ ποίημα: πρώτη δημοσίευση στὴν ἐϕ. ῾Η Κυριακὴ τοῦ ᾽Ελευθέρου Βήματος (18 Δεκεμβρίου 1927). 1 γύψους: γύψινες διακοσμήσεις. 2 μαίανδροι: σχῆμα μαιάνδρου, γεωμετρικὸ διακοσμητικὸ σχέδιο μὲ διαδοχικὲς ὀρθὲς γωνίες. 8 Α ᾽ μάλθειο κέρας: σύμβολο ἀϕθονίας ἀγαθῶν ( ᾽Αμάλθεια: κατσίκα, τροϕὸς τοῦ Δία ἀπὸ τὸ κέρατο τῆς ὁποίας τρεϕόταν ὁ Δίας μὲ γάλα καὶ μέλι). 327
5
10
15
20
SIE LIEBTEN SICH BEIDE…
᾽Αγάπαγαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε, μὰ δίχως γι᾽ αὐτὸ νὰ μιλήσουν. Μὲ μῖσος ἀλλάζανε βλέμματα, κι ἀπὸ ἔρωτα θέλαν νὰ σβύσουν. ᾽ Εχώρισαν ἔπειτα, ϕύγανε, μὲς στὄνειρο μόνο εἰδωθήκαν. Πεθάνανε πιὰ καὶ δὲν ἔμαθαν: ἐμίσησαν, ἢ ἀγαπηθήκαν;
5
Heinrich Heine
Τὸ ποίημα: πρώτη δημοσίευση στὸ περ. ῾Ο Νουμᾶς (τχ. 774, Μάης 1923, σ. 343).
Τίτλος: Sie liebten sich beide: ᾽Αγαποῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 6 εἰδωθήκαν: ἀντὶ «εἰδωθῆκαν». 8 ἀγαπηθήκαν: ἀντὶ «ἀγαπηθῆκαν». ῾ Υπογραϕή: Heinrich Heine: βλ. προηγούμενο ποίημα, σ. 241. 336
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
῍ Ας ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε ϕτάσει στὸ μαῦρο ἀδιέξοδο, στὴν ἄβυσσο τοῦ νοῦ. ῍ Ας ὑποθέσουμε πὼς ἤρθανε τὰ δάση μ᾽ αὐτοκρατορικὴν ἐξάρτηση πρωϊνοῦ θριάμβου, μὲ πουλιά, μὲ τὸ ϕῶς τοὐρανοῦ, καὶ μὲ τὸν ἥλιο ὅπου θὰ τὰ διαπεράσῃ. ῍ Ας ὑποθέσουμε πὼς εἴμαστε κεῖ πέρα, σὲ χῶρες ἄγνωστες, τῆς δύσης, τοῦ βορρᾶ, ἐνῷ πετοῦμε τὸ παλτό μας στὸν ἀέρα, οἱ ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά. Γιὰ νὰ μᾶς δεχθῆ κάποια λαίδη τρυϕερά, ἔδιωξε τοὺς ὑπηρέτες της ὁλημέρα. ῍ Ας ὑποθέσουμε πὼς τοῦ καπέλλου ὁ γῦρος ἄξαϕνα ἐϕάρδυνε, μὰ ἐστένεψαν, κολλοῦν, τὰ παντελόνια μας καί, μὲ τοῦ πτερνιστῆρος τὸ πρόσταγμα, χιλιάδες ἄλογα κινοῦν. Πηγαίνουμε—σημαῖες στὸν ἄνεμο χτυποῦν— ἥρωες σταυροϕόροι, σωτῆρες τοῦ Σωτῆρος. ῍ Ας ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε ϕτάσει ἀπὸ ἑκατὸ δρόμους τὰ ὅρια τῆς σιγῆς,
Τὸ ποίημα: ἐδῶ δὲν ἀναδημοσιεύεται τὸ πρῶτο τύπωμα (μὲ ἀρκετὲς ἀβλεψίες) στὸ περ. Νέα ῾Εστία 63 (1 Αὐγούστου 1929, σ. 595) ἀλλὰ ἡ ἐκδοχὴ ποὺ παρουσιάζει στὰ ῞Απαντα (1938) ὁ Χ. Γ. Σακελλαριάδης. Παραλλαγὲς Γ. Π. Σαββίδη (Ποιήματα, σ. 203): στ. 5: «τ ᾽ οὐρανοῦ», στ. 6: «ἥλιον», στ. 7: «ἐκειπέρα», στ. 8: «τῆς Δύσης, τοῦ Βορρᾶ·», στ. 11: «δεχτεῖ», στ. 21: «τραγουδήσουμε, τὸ τραγούδι». 4 ἐξάρτηση (ἀντὶ «ἐξάρτυση»): ἐξοπλισμό. 11 λαίδη: ἀριστοκρατικὴ οἰκοδέσποινα. 15 πτερνιστῆρος: σπιρουνιοῦ. 361
5
10
15
20
κι ἂς τραγουδήσουμε,—τὸ τραγούδι νὰ μοιάσῃ νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγῆς— τοὺς πυρροὺς δαίμονες, στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, καί, ψηλά, τοὺς ἀνθρώπους νὰ διασκεδάση. [Γραϕή: ᾽Απρίλιος-Μάιος 1928]
23 πυρρούς: ξανθοκόκκινους.
362
ΙΙΙ. ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY 6
Στὴ μέση τῆς γιορτῆς προχωροῦσε ἀργά. Καθὼς ὅλοι βιάζονταν γύρω της, ἦταν σὰν ἕνα μαῦρο στίγμα σὲ πανὶ κινηματογράϕου. Συντροϕιὲς ἀπὸ νέους περνοῦσαν. ῎ Αλλοι τὴν ἔβλεπαν κ᾽ ἐξακολουθοῦσαν τὸ δρόμο τους, ἄλλοι τῆς ἐσϕύριζαν ἕνα κομπλιμέντο, ἄλλοι τῆς ἔλεγαν διστακτικὰ μιὰ ϕράση περιμένοντας ἀπάντηση. ῞ Οπου ὁ συνωστισμὸς ἦταν μεγαλύτερος, ἡ τόλμη ἐλευθερώνοταν καὶ δὲν ἀρκοῦσαν τὰ λόγια. Κάποιος ἐστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὥρα πολλή. Ναῦτες ἐπέρασαν δίπλα, κι᾽ ὅλοι ἐπρόσεξαν νὰ τὴν σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοὶ τύποι τὴν ἀκολουθοῦσαν βῆμα πρὸς βῆμα. ῎ Ενοιωθε τὸν ἑαυτό της κέντρο ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλανόδιου ἐρωτισμοῦ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνῃ ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴν ἄγρια θέληση τόσων ἀνδρῶν. ᾽ Εκνευρισμένη ἀκόμη ἀπὸ τὸν θόρυβο, τὴ ζέστη καὶ τὴν προσπάθεια νὰ προχωρῇ, στάθηκε σ ᾽ ἕνα κύκλο ἀνθρώπων. Σὲ λίγο κάποιος ἦρθε σιμά της. Δὲν τὸν ἔβλεπε, αἰσθανόταν ὅμως νὰ σϕίγγεται ὁλοένα πάνω της. ῎ Επεϕτε ἀπότομα, ὕστερα ἔμενε ἀκίνητος, ὕστερα πάλι πλησίαζε, ἀκριβῶς ὅπως ὁ λεπτοδείχτης, στὰ μεγάλα ρολόγια τοῦ δρόμου, προχωρεῖ μὲ ἀραιὰ πηδήματα πρὸς τὸν ὡροδείχτη. Τὸ σῶμα της τώρα, ποὺ τὸ προστάτευε μόλις ἕνα λεπτὸ ϕόρεμα, ἦταν ὁλόκληρο πάνω στὸ δικό του. Μουδιασμένη, ἐκμηδενισμένη, ἔκλεισε τὰ μάτια, κ᾽ ἔγειρε ἐλαϕρά. Αὐτὸς τότε, ἁρπάζοντας μὲ βία τὸ χέρι της, τῆς μίλησε. ᾽ Εγύρισε καὶ τὸν εἶδε. ᾽Αλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια ἀναμμένα, γένεια πυρρά.7 Τὰ ροῦχα του, ξεβαμμένα, εἶχαν ἕνα κοκκινωπὸ χρῶμα. ῎ Εσκυψε τὸ κεϕάλι της κοκκινίζοντας. ῏ Ηταν λοιπὸν ὁ ῎ Ερως; ᾽ Εσυνέχισε τὸ δρόμο της χωρὶς ν ᾽ ἀπαντήσῃ. Τὴν ἔσπρωχνε μέσα στὸ πλῆθος. ῞ Οταν ἀπομακρύνθηκαν στάθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν ὁδηγήσῃ ὅπου ἤθελε. Αὐτὴ θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε σὲ μικρὴ ἀπόσταση. ᾽ Εκοίταξε δύσπιστος, ἀλλὰ ἐπροχώρησε. ῎ Εϕτα6 ᾽Αναϕορὰ στὸ μυθιστόρημα τοῦ Φλωμπὲρ Κυρία Μποβαρύ (1857). 7 πυρρά: ξανθοκόκκινα.
403
σαν σὲ δρόμους ἐρημικούς. ᾽ Εβγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τώρα περπατοῦσαν δίπλα σ ᾽ ἕνα ϕράχτη. ῏ Ηταν πανσέληνος. ῾ Η εὐωδιὰ τῶν κήπων ἐγέμιζε τὰ στήθη της. Μέσα στὴ σιωπὴ ἀκούονταν οἱ γρύλλοι καὶ τὰ γρήγορα βήματα τῶν δύο ἀνθρώπων. ᾽ Εγύριζε καὶ τὴν ἔβλεπε συχνά. Τὸ πρόσωπό του ϕωτιζόταν ἀπὸ τὸ ϕεγγάρι, παίρνοντας μιὰ ξένη ἔκϕραση. Καὶ ἡ σιλουέττα του, μὲ τὰ παλιά, σχισμένα ροῦχα, καθὼς ἐπήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, εἶχε κάποιον ἀλλιώτικο, βιβλικὸ χαρακτῆρα. ῎ Εϕταναν σ ᾽ ἕνα δάσος. — ᾽ Εδῶ, εἶπε ὁ ἄντρας βραχνά. ᾽Απὸ τὰ μάτια της ἐπέρασαν τὴν ἴδια στιγμὴ εἰκόνες παιδικῶν ἀναμνήσεων. Οἱ χαλκομανίες μὲ τὰ ξανθὰ ἀγγελούδια ποὺ κρατοῦσαν γιρλάντες8 ἀπὸ τριαντάϕυλλα καὶ χαμογελοῦσαν, ϕυλακισμένα στὰ ϕύλλα ἑνὸς βιβλίου. Οἱ Βασίλισσες καὶ οἱ ἱππότες τῶν παραμυθιῶν. Τὸ μὼβ ϕορεματάκι τῆς πρώτης κούκλας. ῾ Ο θάνατος τοῦ ἀδελϕοῦ της…῞ Υστερα, ὅταν μεγάλωσε, τὰ χρόνια ποὺ πέρασε μονάχη μὲ τὴν μητέρα της. ῎ Εχανε κανεὶς τὸν ἀριθμό τους μέσα σ ᾽ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Καὶ οἱ ἐνοικιαστές. ῎ Εχανε κανεὶς τὴ σειρά τους… ῾ Ο ἄλλος ἦταν εὐτυχής. Σὰν πρᾶγμα ἀϕέθηκε στὰ χέρια του. Τὴν ἔσχισε σὰ χαρτὶ καὶ τὴν πέταξε χάμου μὲ θυμὸ ἀσυγκράτητο, μὲ τὴν πρωτόγονη ὁρμὴ τῆς διψασμένης του νιότης. Στὶς ἀκούσιες καὶ ἄτονες ἀρνήσεις της, στὶς σβυσμένες λέξεις ποὺ ἐπρόϕερε ὄχι ἡ ἴδια ἀλλὰ τὸ ϕῦλο της, στὴν ἔνστικτο ὑποχώρηση τῆς σάρκας της, αὐτὸς εἶχε ν᾽ ἀντιτάξῃ βλαστήμιες καὶ βρισιές, ποὺ ἐσκέπαζαν, ἐξιλέωναν μὲ χυδαιότητα ὅλες τὶς ἄσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο τὸ στόμα του, μὲ μιὰ ἀποπνικτικὴ ἀνάσα, ἀληθινὴ πληγή, ἐσϕράγιζε αἱματηρὰ τοὺς ὤμους, τὰ χείλη, τὸ ἁγνὸ μέτωπο. Εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κάπου ἀλλοῦ συνέβαινε αὐτὴ ἡ ϕριχτὴ ἱστορία, κ᾽ ἔκλεισε τὰ μάτια της. ᾽ Επέρασαν ὦρες. ῾ Η αὐγὴ ἔσκυβε στὸ ἴνδαλμά της. Τὸ πελιδνὸ9 σῶμα τῆς γυναίκας ἔλαμπε σὰν ἄστρο διαρκῶς περσότερο. Μέσα στὰ δάκρυά της ἐκοίταξε γύρω ἔκπληκτη. ᾽ Εζήτησε νὰ ντυθῇ. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἀϕήσῃ. Τῆς μιλοῦσε τώρα μὲ τρυϕερό8 γιρλάντες: σειρὲς λουλουδιῶν σὲ πλέγματα. 9 πελιδνό: ὠχρό, χλωμό.
404
τητα. ῞ Υστερα ἄρχισε νὰ τραγουδάῃ. Τῆς εἶπε κάτι σὰν ἀστεῖο. Τέλος σηκώθηκε καί, χωρὶς λόγο, ἐπήδηξε τρεῖς ϕορὲς ὅσο μποροῦσε πιὸ ψηλά, ξεϕωνίζοντας ἀσυνάρτητες λέξεις. Σὲ λίγη ὥρα τὴν ἀγκάλιασε πάλι. ῏ Ηταν εὐτυχής. [Γραϕή: ᾽ Ιανουάριος 1928 Δημοσίευση: περ. Νέα ῾Εστία 62 (15 ᾽ Ιουλίου 1929), σ. 553-555]. ᾽ Επίσης, ῞Απαντα, 1938, σ. 222-225].
405
1922
᾽Ιταλία, 1 ᾽Ιουνίου 1922 (ἐπιστολὴ στὴ Μαρία Πολυδούρη στὴν ᾽Αθήνα)
Μαρίκα μου, ῎ Ελαβα χθὲς τὸ γράμμα σου τοῦ Σαββάτου. Μοῦ μετέδωσε ὅλη τὴ λύπη σου. Γιατί νὰ ὑποϕέρεις ἔτσι; Πρέπει νὰ ὑπομείνεις αὐτὸ τὸ χωρισμό, ἀϕοῦ δὲ θὰ διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε νὰ διασκεδάζεις. Βγαῖνε ὅσο μπορεῖς συχνότερα ἔξω. Πήγαινε μὲ τὶς ϕίλες σου. Θὰ ϕύγεις καὶ θὰ νοσταλγήσεις πάλι τὴν ὡραία πατρίδα σου. Χρυσή μου, γιατί μὲ ρωτᾶς ἂν πονῶ στὴ σκέψη ὅτι μ᾽ ἀγαπᾶς ἔτσι; Πονῶ ἐπειδὴ σ ᾽ ἀγαπῶ περσότερο ἀπὸ ὅσο ἐϕαντάστηκα ὅτι μποροῦσα ποτὲ ν ᾽ ἀγαπήσω. Τί ἔχω κάμει λοιπὸν γιὰ νὰ μὴ μὲ πιστεύεις ἀκόμη; Πόσο καλὸ μοῦ κάνονν τὰ γράμματά σου, ὅσο κι ἂν εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴ μελαγχολία σου ἐκείνη! Καὶ πόσο εἶναι ὄμορϕα γραμμένα! ῞ Ενα «Τάκη!» ἢ ἕνα «ποῦ εἶσαι;», καθὼς τὰ βάζεις ἐκεῖ ποὺ πρέπει, ϕτάνουν βαθιὰ ὣς τὴν καρδιά μου. ῎ Ηθελα πράγματι νὰ ἤμαστε, ἔστω καὶ πουλιά, στὸ θαυμάσιο ἐκεῖνο τοπίο, ὅπως ἤθελα νά ᾽ μαστε στὸ χωριὸ αὐτὸ τῶν ῎ Αλπεων, καλύτερα ὅμως –τὸ ὁμολογῶ– ἄνθρωποι, ἀλλὰ πιὸ ἁπλοϊκοί, πιὸ ἐλεύθεροι ἀπὸ τώρα. ᾽ Εν ἀνάγκῃ δὲ καὶ Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θὰ εἴχαμε τὴν ὄμορϕη αὐτὴ γλώσσα νὰ λέμε τὴν ἀγάπη μας. Μὲ χίλια ϕιλιὰ Κ. [Σαββίδης κ.ἄ., Χρονογραϕία, σ. 88]
452
Αναζητ�στε το εδ�
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks