Alexandre Dumas - Ο Κόμης Μοντεχρίστος

Page 1



Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ ALEXANDRE DUMAS ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΩΡΙΩΝ ΑΡΚΟΜΑΝΗΣ

EDITIO MINOR

GUTENBERG ORBIS LITER Æ


Ὁ ὑπεράνθρωπος τῶν μαζῶν. UMBERTO ECO

Δὲν ἤθελα νὰ τελειώσει. 

MARCEL PROUST

Πρότυπο τέλειας ἀφήγησης. ROBERT LOUIS STEVENSON

Στὸ λαϊκὸ ὑποσυνείδητο τὸ πρότυπο τοῦ ὑπερανθρώπου δὲν εἶναι ὁ Ζαρατούστρα τοῦ Νίτσε ἀλλὰ ὁ Κόμης Μοντεχρίστος, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μὲ τὸ ἀρχέγονο αἴσθημα τοῦ ἄδικου καὶ τῆς δικαιοσύνης. ANTONIO GRAMSCI

Ἐθίζεσαι μὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ δὲν μπο– ρεῖς νὰ σταματήσεις νὰ τὸ διαβάζεις. Ἴσως ἐπειδὴ ὁ Νταντὲς εἶναι ὁ πρόγονος τῶν σημερινῶν ὑπερηρώων. Ὁ Κόμης ἔχει πολλὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ μὲ τὸν Μπάτ– μαν γιὰ παράδειγμα: μὲ τὸ νέο του ὄνομα δὲν ἀναγνωρίζεται, ἔχει δυνάμεις ποὺ μοιά-


ζουν ὑπερφυσικές, ὅλα ὅσα κάνει πηγάζουν ἀπὸ ἕνα παλιὸ τραῦμα. THE GUARDIAN

 Νομίζετε πὼς ξέρετε τὸν Κόμη Μοντεχρίστο ἐπειδὴ σὰν παιδιὰ εἴχατε διαβάσει κάποια ἀπὸ τὶς πολλὲς διασκευές του ἢ γιατὶ ἔχετε δεῖ δυὸ-τρεῖς ἀπὸ τὶς πολλὲς κινηματογραφικὲς μεταφορές του; Ναί, καλὰ θυμάστε, πρόκειται γιὰ μιὰ συναρπαστικὴ περιπέτεια – πολὺ μεγαλύτερη ὅμως ἀπὸ αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ μιὰ ταινία, μὲ στοιχεῖα ποὺ δὲν ἐπιτρέπονται σὲ ἕνα παιδικὸ βιβλίο. Ταξιδεύοντάς μας σὲ φυλακές, σὲ εὐρωπαϊκὰ παλάτια, στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, στὰ παρασκήνια τῆς πολιτικῆς καὶ σὲ νησιὰ πειρατῶν, ὁ Δουμᾶς μιλᾶ γιὰ θέματα διαχρονικά, ὅπως εἶναι ἡ προδοσία (ἀπὸ ἀγαπημένα ἄτομα, ἀπὸ φίλους, ἀπὸ τὴν πατρίδα), οἱ πολιτικὲς διώξεις, ἡ ἀπληστία, ἡ κάθε εἴδους ἐξουσία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ αὐτοδικία, ἡ δύναμη τοῦ χρήματος. Στὴν πλήρη ἐκδοχὴ τοῦ διάσημου μυθιστορήματος, θὰ ἀνακαλύψετε μὲ τὸν πιὸ ἀπολαυστικὸ τρόπο ἕναν ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους χαρακτῆρες τῆς δυτικῆς λογοτεχνίας:


622

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

Μὲ τὴνΜοντεχρίστο, εὐκαιρία μιᾶς νυχτερινῆς βόλταςἀπὸ στὸ τὸν—Κόμη ποὺ προέκυψε Κολοσσαῖο, σὰν κι αὐτὴ ποὺ κάναμε μαζί. τὴ μεταμόρφωση τοῦ σεμνοῦ νεαροῦ Ἐδμόνϕῶς τοῦ ϕεγγαριοῦ;ἐκδικητὴ μετὰ τὴν δου—Στὸ Νταντὲς σὲ ἀπόλυτο — Ναί. ἀδικία ποὺ ὑπέστη: — Μόνοι σας; —Σχεδόν!  — Καὶ τί θέμα συζητούσατε; — Γιὰ τοὺς νεκρούς. — ῎ Α, πολὺ διασκεδαστικὸ θέμα, ἀλήθεια. ῎ Ε, λοιπόν, ἐγὼ σοῦ ὑπόσχομαι πὼς ἂν ἔχω τὴν εὐτυχία νὰ γίνω καβαλιέρος τῆς ὄμορϕης κόμισσας καὶ κάνουμε τέτοια βόλτα, θὰ τῆς μιλάω μόνο γιὰ τοὺς ζωντανούς. — Καὶ ἴσως νὰ κάνεις λάθος. — Μέχρι νὰ τὸ διαπιστώσουμε αὐτό, μπορεῖς νὰ μὲ συστήσεις σ ᾽ ἐκείνη, ὅπως μοῦ ὑποσχέθηκες; — Μόλις πέσει ἡ αὐλαία. —Τί διάολο κάνει αὐτὴ ἡ πρώτη πράξη καὶ δὲν τελειώνει; — ῎ Ακου τὸ ϕινάλε, εἶναι ὑπέροχο, καὶ ἡ Κοζέλι τὸ τραγουδάει ἐξαιρετικά. — Ναί, ἀλλὰ τί ἀλλαγὴ στὴν ἐξέλιξη τῆς ὑπόθεσης! — Δὲν γίνεται πιὸ δραματικὴ ἑρμηνεία ἀπὸ τῆς Λὰ Σπέτς. — Θὰ καταλάβεις τὴ διαϕορὰ ὅταν ἀκούσεις τὴ Ζόνταγκ καὶ τὴ Μαλιμπράν.* — Δὲ νομίζεις ὅμως πὼς ἡ Μοριάνι ἔχει τρομερὴ τεχνική; — Δὲ μ᾽ ἀρέσουν οἱ μελαχρινὲς ποὺ τραγουδοῦν μὲ ξανθὸ τρόπο.* — ῎ Αχ, ἀγαπητέ μου, εἶπε ὁ Φρὰντς γυρνώντας, ἐνῶ ὁ ᾽Αλβέρτος ἐξακολουθοῦσε νὰ κοιτάζει μὲ τὸ κιάλι του, εἶσαι πολὺ δύσκολος τύπος. Κάποια στιγμὴ ἔπεσε καὶ ἡ αὐλαία, πρὸς μεγάλη ἱκανοποίηση τοῦ ὑποκόμη ντὲ Μορσέρϕ, ποὺ ἀμέσως


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

623

πῆρε τὸ καπέλο του, ἴσιωσε στὰ γρήγορα μὲ τὸ χέρι τὰ μαλλιά, τὴ γραβάτα καὶ τὰ μανικέτια του, καὶ ὑπενθύμισε στὸν Φρὰντς πὼς τὸν περιμένει. ᾽Απὸ τὴν πλευρά της ἡ κόμισσα, ποὺ ὁ Φρὰντς τὴ ρωτοῦσε μὲ τὰ μάτια, τοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβει πὼς εἶναι εὐπρόσδεκτος στὸ θεωρεῖο της. ῾ Ο Φρὰντς δὲν καθυστέρησε καθόλου νὰ ἱκανοποιήσει τὴν πρεμούρα τοῦ ᾽Αλβέρτου, ποὺ ἐπωϕελούμενος ἀπὸ τὴ διαδρομὴ διόρθωνε τὶς ζάρες ἀπὸ τὸ κάθισμα στὸ γιακὰ καὶ τὸ παντελόνι του, καθὼς ἔκανε τὸ γύρο τοῦ ἡμικύκλιου. ῎ Εϕτασε, μὲ τὸν ϕίλο του νὰ τὸν ἀκολουθεῖ, στὸ θεωρεῖο ἀρ. 4, στὸ ὁποῖο βρισκόταν ἡ κόμισσα. ᾽Αμέσως, ὁ νεαρὸς ποὺ βρισκόταν δίπλα της στὴν πρώτη σειρὰ σηκώθηκε, ἀϕήνοντας σύμϕωνα μὲ τὴν ἰταλικὴ συνήθεια τὴ θέση του στὸν νεοϕερμένο. ῍ Αν ἀργότερα ἐρχόταν κάποιος ἄλλος, τότε κι αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ παραχωρήσει τὴ θέση του. ῾ Ο Φρὰντς παρουσίασε στὴν κόμισσα τὸν ᾽Αλβέρτο ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριμένους λόγω τῆς κοινωνικῆς θέσης καὶ τοῦ πνεύματός του νέους. Πράγμα ποὺ ἐξάλλου δὲν ἦταν καθόλου ψευδές· γιατὶ στὸ Παρίσι, καὶ ἰδιαίτερα στὸν κοινωνικό του περίγυρο, ὁ ᾽Αλβέρτος ἦταν ἕνας ἄψογος καβαλιέρος. Πρόσθεσε πὼς ἦταν ἀπελπισμένος ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἐπωϕεληθεῖ ἀπὸ τὴν παραμονὴ τῆς κόμισσας στὸ Παρίσι, ὥστε νὰ τῆς τὸν παρουσιάσουν, κι αὐτὸς εἶχε ἐπωμιστεῖ τὸ καθῆκον νὰ διορθώσει τὸ λάθος. ᾽ Εκτελοῦσε αὐτὴ τὴν ἀποστολὴ παρακαλώντας τὴν κόμισσα, ἀϕοῦ καὶ τὸν ἴδιον κάποιοι ἄλλοι τῆς τὸν εἶχαν παρουσιάσει, νὰ τοῦ συγχωρήσει αὐτὴ τὴν ἀδιακρισία. ῾ Η κόμισσα ἀπάντησε χαιρετώντας ὅλο χάρη τὸν ᾽Αλβέρτο καὶ ἁπλώνοντας τὸ χέρι της γιὰ χειροϕίλημα στὸν Φράντς. ῾ Ο ᾽Αλβέρτος, σὰν προσκεκλημένος, κατέλαβε τὴν ἄδεια θέση δίπλα της, στὴν πρώτη σει-


624

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

ρά, ἐνῶ ὁ Φρὰντς κάθισε διακριτικὰ στὴ δεύτερη σειρὰ πίσω ἀπὸ τὴν κόμισσα. ῾ Ο ᾽Αλβέρτος εἶχε βρεῖ ἕνα ἐξαιρετικὸ θέμα συζήτησης: τὸ Παρίσι· μιλοῦσε στὴν κόμισσα γιὰ τοὺς κοινοὺς γνωστούς τους. ῾ Ο Φρὰντς κατάλαβε πὼς ἔπαιζε στὸ γήπεδό του. ῎ Επαψε λοιπὸν ν ᾽ ἀσχολεῖται μ᾽ αὐτόν, καὶ ἀϕοῦ τοῦ ζήτησε τὸ πελώριο κιάλι του, ἄρχισε μὲ τὴ σειρά του νὰ ἐξερευνᾶ τὴν αἴθουσα. Μόνη της, στὴν πρώτη σειρὰ ἑνὸς θεωρείου ἀπέναντί τους, καθόταν μιὰ γυναίκα ἐκπληκτικῆς ὀμορϕιᾶς, ντυμένη μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐνδυμασία, τὴν ὁποία ϕοροῦσε μὲ τέτοια ἄνεση, ποὺ ἦταν ϕανερὸ πὼς ἦταν τὸ ϕυσικό της ντύσιμο. Πίσω της, στὴ σκιά, διακρινόταν ἡ μορϕὴ ἑνὸς ἄντρα ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ ξεχωρίσεις τὸ πρόσωπό του. ῾ Ο Φρὰντς διέκοψε τὴ συζήτηση τοῦ ᾽Αλβέρτου καὶ τῆς κόμισσας γιὰ νὰ ρωτήσει τὴν τελευταία ἂν γνώριζε τὴν πανέμορϕη ᾽Αλβανή,* ποὺ ἦταν ἄξια νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ ὄχι μόνο τῶν ἀνδρῶν ἀλλὰ καὶ τῶν γυναικῶν. — ῎ Οχι. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι πὼς βρίσκεται στὴ Ρώμη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς σεζόν· γιατὶ τὴν εἶδα σ ᾽ αὐτὴ τὴ θέση ἀπὸ τὴν πρώτη ϕετινὴ πρεμιέρα. ᾽ Εδῶ κι ἕνα μήνα δὲν ἔχασε οὔτε μία παράσταση, πότε συνοδευόμενη ἀπὸ τὸν κύριο ποὺ βλέπετε σήμερα, πότε ἀκολουθούμενη ἁπλὰ ἀπὸ ἕναν μαῦρο ὑπηρέτη. — ᾽ Εσᾶς πῶς σᾶς ϕαίνεται, κόμισσα; — ᾽Απίστευτα ὄμορϕη. Μοιάζει μὲ μυθικὴ γυναίκα. ῎ Ετσι θὰ πρέπει νὰ ἤτανε ἡ Μεντόρα.* ῾ Ο Φρὰντς καὶ ἡ κόμισσα ἀντάλλαξαν ἕνα χαμόγελο. Αὐτὴ ξανάρχισε νὰ συζητάει μὲ τὸν ᾽Αλβέρτο καὶ ὁ Φρὰντς νὰ κατασκοπεύει μὲ τὸ κιάλι τὴν ᾽Αλβανή του. ῾ Η αὐλαία σηκώθηκε γιὰ νὰ παρουσιαστεῖ μιὰ χο-


ΒΙΒΛΙΟ Β ´ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

625

ρογραϕία· ἦταν ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὡραῖα ἰταλικὰ μπαλέτα, σκηνοθετημένο ἀπὸ τὸν διάσημο ᾽Ανρί, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε ὡς χορογράϕος στὴν ᾽Ιταλία τεράστια ϕήμη, ἀλλὰ ὁ δυστυχὴς τὴν ἔχασε ἀργότερα στὴ Γαλλία. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς χορογραϕίες ὅπου ὅλοι οἱ παράγοντες, ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς ἕως τὸν τελευταῖο κομπάρσο, ἔχουν ἐνεργητικὸ ρόλο στὴν ἐκτέλεση. Σὲ τέτοιου εἴδους χορογραϕίες, κι ἑκατὸν πενήντα ἄτομα νὰ συμμετέχουν, κάνουν ἀκριβῶς τὶς ἴδιες κινήσεις, σηκώνοντας ὅλοι τους τὸ ἴδιο χέρι ἢ τὸ ἴδιο πόδι ταυτόχρονα. Τὸ μπαλέτο ὀνομαζόταν Poliska. ῾Ο Φρὰντς ἦταν ἐντελῶς ἀπορροϕημένος ἀπὸ τὴν ὡραία ῾Ελληνίδα* του ὥστε ν ᾽ἀσχοληθεῖ καὶ μὲ τὸ μπαλέτο, κι ἂς ἦταν ἐνδιαϕέρον. ῞Οσο γιὰ τὴν καλλονή, ἔβλεπες πεντακάθαρα πὼς τὸ θέαμα τῆς προξενοῦσε μεγάλη εὐχαρίστηση, ἡ ὁποία ἐρχόταν σὲ τρομερὴ ἀντίθεση μὲ τὴ βαθιὰ ἀδιαϕορία αὐτοῦ ποὺ τὴ συνόδευε καὶ ὅσο διαρκοῦσε αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα τῆς χορογραϕικῆς τέχνης δὲν κουνήθηκε καθόλου· παρὰ τὸν δαιμονικὸ θόρυβο ποὺ ἔκαναν οἱ τρομπέτες, τὰ κύμβαλα, τὰ τύμπανα καὶ τὰ «κινέζικα καπέλα»* τῆς ὀρχήστρας, ϕαινόταν ν᾽ἀπολαμβάνει τὴ θεία γλυκύτητα ἑνὸς εἰρηνικοῦ κι εὐτυχισμένου ὕπνου. Κάποια στιγμὴ τέλειωσε καὶ τὸ μπαλέτο καὶ ἡ αὐλαία ξανάπεσε ἐν μέσω ἐνθουσιωδῶν χειροκροτημάτων τοῦ τρελαμένου ἀκροατηρίου. Χάρη σ ᾽αὐτὴ τὴ συνήθεια νὰ κόβουν τὴν ὄπερα μὲ ἕνα μπαλέτο, τὰ διαλείμματα εἶναι πολὺ μικρὰ στὴν ᾽Ιταλία· οἱ τραγουδιστὲς ἔχουν τὸ χρόνο νὰ ξεκουραστοῦν καὶ ν ᾽ἀλλάξουν ροῦχα, ἐνῶ οἱ χορευτὲς ἐκτελοῦν πιρουέτες καὶ κάνουν τὰ ἅλματα ἢ τὰ πηδηματάκια τους. ῎Αρχισε ἡ εἰσαγωγὴ τῆς δεύτερης πράξης· μὲ τὶς πρῶτες δοξαριές, ὁ Φρὰντς εἶδε τὸν ὑπναρὰ νὰ σηκώνεται σιγὰ σιγὰ καὶ νὰ πλησιάζει τὴν ῾Ελληνίδα, 40

ALEXANDRE DUMAS, ῾Ο Κόμης Μοντεχρίστος


626

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

ἡ ὁποία γύρισε καὶ τοῦ εἶπε κάτι· μετὰ στράϕηκε πάλι κι ἀκούμπησε τοὺς ἀγκῶνες της στὸ παραπέτο τοῦ θεωρείου. ῾ Η ϕιγούρα τοῦ συνομιλητῆ της ἦταν πάντα στὴ σκιὰ καὶ ὁ Φρὰντς δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσει τίποτε ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά του. ῾ Η αὐλαία σηκώθηκε καὶ ἀναγκαστικὰ ἡ προσοχὴ τοῦ Φρὰντς συγκεντρώθηκε στοὺς ἠθοποιούς· τὰ μάτια του ἄϕησαν γιὰ λίγο τὴν ὄμορϕη ῾ Ελληνίδα γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὸ παλκοσένικο. ῾ Η δεύτερη πράξη τοῦ ἔργου, ὡς γνωστόν, ξεκινάει μὲ τὸ ντουέτο τοῦ ὀνείρου: ἡ Παριζίνα, ξαπλωμένη, καθὼς κοιμᾶται παραμιλάει καὶ ὁ ῎ Ατσο μαθαίνει τὸ μυστικὸ τοῦ ἔρωτά της γιὰ τὸν Οὔγκο. ῾ Ο προδομένος σύζυγος περνάει ἀπ ᾽ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζήλιας, μέχρι ποὺ ὅταν πιὰ σιγουρεύεται γιὰ τὴν ἀπιστία τῆς συζύγου του, τὴν ξυπνάει καὶ τῆς ἀναγγέλλει τὴν προσεχὴ ἐκδίκησή του. Αὐτὸ τὸ ντουέτο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὡραῖα, πιὸ ἐκϕραστικὰ καὶ πιὸ ἄγρια ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ γόνιμη πένα τοῦ Ντονιτσέτι. ῾ Ο Φρὰντς τὸ ἄκουγε γιὰ τρίτη ϕορά, καὶ παρόλο ποὺ δὲν ἦταν κανένας λυσσασμένος μελομανής, τοῦ προξενοῦσε πάντα ἕνα βαθύτατο συναίσθημα. ῾ Ως ἐκ τούτου, ἑτοιμάστηκε μαζὶ μὲ ὅλο τὸ θέατρο νὰ χειροκροτήσει κι αὐτός, ὅταν τὰ χέρια του ποὺ ἦταν ἕτοιμα νὰ ἑνωθοῦν ἔμειναν ξεκρέμαστα καὶ τὸ στόμα του, ἕτοιμο νὰ κραυγάσει «Μπράβο!», ἔμεινε ὀρθάνοιχτο καὶ βουβό. ῾ Ο ἄντρας στὸ θεωρεῖο εἶχε σηκωθεῖ τελείως ὄρθιος, μὲ τὸ κεϕάλι του λουσμένο στὸ ϕῶς. ῾ Ο Φρὰντς ξανάβρισκε τὸν μυστηριώδη ἔνοικο τοῦ Μοντεχρίστου, αὐτὸν τοῦ ὁποίου τὸ προηγούμενο βράδυ νόμισε πὼς ἀναγνώρισε τὴ σιλουέτα καὶ τὴ ϕωνὴ στὸ Κολοσσαῖο. Δὲν ὑπῆρχε ἀμϕιβολία, ὁ μυστηριώδης ταξιδιώτης κατοικοῦσε στὴ Ρώμη.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

627

Χωρὶς ἄλλο, ἡ ἔκϕραση τοῦ προσώπου τοῦ Φρὰντς ἔδειχνε τὴν ταραχὴ ποὺ σκόρπισε αὐτὴ ἡ ἐμϕάνιση στὸ μυαλό του, γιατὶ ἡ κόμισσα τὸν κοίταξε, ἔβαλε τὰ γέλια καὶ τὸν ρώτησε τί ἔχει. — Κυρία κόμισσα, ἀπάντησε ὁ Φράντς, πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα σᾶς ρώτησα ἂν γνωρίζετε αὐτὴ τὴ γυναίκα ἀπὸ τὴν ᾽Αλβανία. Τώρα θὰ σᾶς ρωτήσω μήπως γνωρίζετε τὸν σύζυγό της. — ῞ Οσο ξέρω αὐτήν, ξέρω κι αὐτόν, ἀπάντησε ἡ κόμισσα. — Δὲν τὸν ξεχωρίσατε κάπως, ποτέ; — Νά μιὰ γαλλικοῦ στὶλ ἐρώτηση! Ξέρετε πὼς ὁ μόνος ἄντρας ποὺ ξεχωρίζουμε στὸν κόσμο ἐμεῖς οἱ ᾽ Ιταλίδες εἶναι αὐτὸς μὲ τὸν ὁποῖο εἴμαστε ἐρωτευμένες! —Σωστά, ἀπάντησε ὁ Φράντς. — ᾽ Εν πάση περιπτώσει, εἶπε ἐκείνη ϕέρνοντας τὸ κιάλι στὰ μάτια της καὶ στρέϕοντάς το πρὸς τὸ θεωρεῖο, αὐτὸν ποὺ σ ᾽ ἐνδιαϕέρει, μᾶλλον μόλις τὸν ξεθάψανε ἢ εἶναι κάποιος πεθαμένος ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν τάϕο παίρνοντας ἄδεια ἐξόδου ἀπὸ τὸν νεκροθάϕτη, γιατὶ μοῦ ϕαίνεται τρομαχτικὰ χλομός. —Πάντα ἔτσι εἶναι, ἀπάντησε ὁ Φράντς. — ῎ Αρα τὸν γνωρίζετε; ρώτησε ἡ κόμισσα. Τότε ἐγὼ πρέπει νὰ σᾶς ρωτήσω γιὰ τὴν ταυτότητά του. — Νομίζω πὼς τὸν ἔχω ξαναδεῖ, καὶ μοῦ ϕαίνεται πὼς τὸν γνωρίζω. —Πράγματι, εἶπε αὐτή, κουνώντας τοὺς ὄμορϕους ὤμους της, σὰν νὰ διαπέρασε τὶς ϕλέβες της κάποιο ρίγος, καταλαβαίνω πὼς ἂν ἔχεις δεῖ ἔστω καὶ μία ϕορὰ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, δὲν τὸν ξεχνᾶς ποτέ. ῾ Η ἐντύπωση ποὺ ἔνιωθε ὁ Φρὰντς δὲν ἦταν λοιπὸν κάτι ἰδιαίτερο, ἀϕοῦ κι ἕνα ἄλλο πρόσωπο αἰσθανόταν τὸ ἴδιο.


628

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

— ῾ Ωραῖα! εἶπε ὁ Φρὰντς στὴν κόμισσα, παρακαλώντας την νὰ κοιτάξει μὲ τὸ κιάλι ἄλλη μιὰ ϕορά. Τί σκέϕτεστε γι᾽ αὐτὸν τὸν ἄντρα; — Μοῦ ϕαίνεται πὼς εἶναι ὁ λόρδος Ρούτβεν* μὲ σάρκα καὶ ὀστά. Στ ᾽ ἀλήθεια, ἡ καινούργια αὐτὴ ἀνάμνηση τοῦ Βύρωνα χτύπησε σὰν χαστούκι τὸν Φράντς· ἂν κάποιος μποροῦσε νὰ τὸν κάνει νὰ πιστέψει ὅτι ὑπάρχουν βρυκόλακες, ἦταν αὐτὸ τὸ ἄτομο. —Πρέπει νὰ μάθω ποιός εἶναι, εἶπε ὁ Φρὰντς καθὼς σηκωνόταν. — ῎ Α, ὄχι! ϕώναξε ἡ κόμισσα. ῎ Οχι, μὴ μ᾽ ἀϕήνετε, στηρίζομαι πάνω σας γιὰ νὰ μὲ συνοδέψετε σπίτι μου· ὁπότε, θὰ σᾶς κρατήσω ἐδῶ! —Πῶς; Στ ᾽ ἀλήθεια, τῆς εἶπε ὁ Φρὰντς σκύβοντας στ ᾽ ἀϕτί της, ϕοβάστε; — ᾽Ακοῦστε, τοῦ εἶπε. ῾ Ο Βύρωνας μοῦ ὁρκίστηκε ὅτι πίστευε στοὺς βρυκόλακες, μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι εἶχε δεῖ βαμπίρ, μοῦ εἶχε περιγράψει τὸ πρόσωπό τους. Λοιπόν, εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι: μὲ κατάμαυρα μαλλιά, μὲ μεγάλα μάτια ποὺ λάμπουν ἀπὸ ἕνα ἀπόκοσμο ϕῶς, μὲ μιὰ θανατερὴ ὠχρότητα. Σημειῶστε ἐπιπλέον πὼς δὲν συνοδεύει μιὰ γυναίκα σὰν ὅλες τὶς ἄλλες, εἶναι μιὰ ξένη... μιὰ ῾ Ελληνίδα... μιὰ αἱρετική... σίγουρα κάποια μάγισσα σὰν κι αὐτόν. Σᾶς παρακαλῶ, μὴν πᾶτε. ῍ Αν σᾶς ἐνδιαϕέρει τόσο, ψάξτε αὔριο, ἀλλὰ σήμερα σᾶς δηλώνω πὼς σᾶς κρατῶ μαζί μου. ῾ Ο Φρὰντς ἐπέμεινε. — ᾽Ακοῦστε, τοῦ εἶπε αὐτὴ καθὼς σηκωνόταν, ἐγὼ ϕεύγω. Δὲν μπορῶ νὰ μείνω μέχρι τὸ τέλος τῆς παράστασης, γιατὶ ἔχω κόσμο στὸ σπίτι. ᾽ Εσεῖς θὰ εἶστε τόσο λίγο εὐγενὴς ὥστε νὰ μοῦ ἀρνηθεῖτε τὴ συντροϕιά σας; Δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸ νὰ πάρει τὸ κα-


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

629

πέλο του, ν ᾽ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ θεωρείου καὶ νὰ προσϕέρει τὸ μπράτσο του στὴν κόμισσα. Αὐτὸ καὶ ἔκανε. ᾽ Εκείνη ἦταν πραγματικὰ ταραγμένη. ᾽Αλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φρὰντς δὲν μποροῦσε ν ᾽ ἀποϕύγει δεισιδαιμονίες ποὺ τοῦ γεννοῦσαν ϕόβο. Αὐτὸ ποὺ στὴν κόμισσα ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐνστικτώδους αἴσθησης, σ ᾽ αὐτὸν ἦταν τὸ προϊὸν μιᾶς ἀνάμνησης. ῎ Ενιωσε πὼς ἡ ντάμα του ἔτρεμε καθὼς ἀνέβαινε στὴν ἅμαξα. Τὴ συνόδεψε μέχρι τὸ σπίτι της· δὲν ἔμενε κανένας ἄλλος μαζί της οὔτε τὴν περίμενε κάποιος. Τῆς ἔκανε τὴ σχετικὴ παρατήρηση. —Πράγματι, τοῦ εἶπε, δὲν αἰσθάνομαι πολὺ καλά, κι αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἔχω ἀνάγκη νὰ εἶμαι μόνη μου. ῾ Η θέα αὐτοῦ τοῦ ἀτόμου μὲ ἀναστάτωσε. ῾ Ο Φρὰντς προσπάθησε νὰ γελάσει. — Μὴ γελᾶτε, τοῦ εἶπε, ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν ἔχετε πραγματικὰ ὄρεξη. ᾽Αλλὰ ὑποσχεθεῖτε μου κάτι. —Τί πράγμα; — ῾ Υποσχεθεῖτε μου πρῶτα. — ῞ Ο,τι θέλετε, ἐκτὸς τοῦ νὰ ὑποσχεθῶ πὼς θὰ ἐγκαταλείψω τὴν προσπάθεια ν ᾽ ἀνακαλύψω ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἄντρας. ῎ Εχω λόγους, τοὺς ὁποίους δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἀποκαλύψω, νὰ θέλω νὰ μάθω ποιός εἶναι, ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει. — ᾽Απὸ ποῦ ἔρχεται, τὸ ἀγνοῶ. ᾽Αλλὰ τὸ ποῦ πηγαίνει τὸ γνωρίζω καὶ μπορῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ: σίγουρα πηγαίνει στὴν Κόλαση. — ῍ Ας ξαναγυρίσουμε στὴν ὑπόσχεση ποὺ θέλατε νὰ σᾶς δώσω, ἀγαπητή μου κόμισσα. — ῎ Α ! Νὰ γυρίσετε κατευθεῖαν στὸ ξενοδοχεῖο σας καὶ νὰ μὴν ἀναζητήσετε ἀπόψε αὐτὸν τὸν ἄντρα. Πάντα ὑπάρχουν ὁρισμένες ἀόρατες σχέσεις ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα ποὺ ἀποχωριζόμαστε μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ συναντοῦμε. Μὴ χρησιμέψετε ὡς διάμεσος ἀνά-


630

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

μεσα σ ᾽ αὐτὸν τὸν ἄντρα κι ἐμένα. Αὔριο τρέξτε πίσω του, κυνηγῆστε τον ὅσο θέλετε. ᾽Αλλὰ μὴ μοῦ τὸν συστήσετε, μὴ μοῦ τὸν παρουσιάσετε ποτέ, ἂν δὲ θέλετε νὰ μὲ κάνετε νὰ πεθάνω ἀπὸ τὸ ϕόβο μου. Καὶ τώρα, καληνύχτα σας. Προσπαθῆστε νὰ κοιμηθεῖτε. ᾽ Εγὼ ξέρω ποιός ἀπὸ τοὺς δυό μας δὲν θὰ κλείσει μάτι ἀπόψε. Καὶ μ᾽ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ κόμισσα ἄϕησε τὸν Φράντς. Αὐτὸς ἀπόμεινε ἀναποϕάσιστος, σκεπτόμενος ἂν ἐκείνη διασκέδαζε εἰς βάρος του ἢ ἂν πραγματικὰ εἶχε αἰσθανθεῖ τὸ ϕόβο ποὺ τοῦ εἶχε ἐκϕράσει. ᾽ Επιστρέϕοντας στὸ ξενοδοχεῖο, βρῆκε τὸν ᾽Αλβέρτο μὲ τὴ ρόμπα του, μὲ τὸ ϕαρδὺ παντελόνι πιτζάμας, ἁπλωμένον νωχελικὰ σὲ μιὰ πολυθρόνα νὰ καπνίζει τὸ ποῦρο του. — ῎ Α, ἐσὺ εἶσαι; τοῦ εἶπε. Μά τὴν πίστη μου, ἐγὼ σὲ περίμενα αὔριο. — ᾽Αγαπητέ μου ᾽Αλβέρτο, ἀπάντησε ὁ Φράντς, εἶμαι εὐτυχὴς ποὺ ἔχω γι᾽ ἄλλη μιὰ ϕορὰ τὴν εὐκαιρία νὰ σοῦ πῶ, μιὰ καὶ καλή, ὅτι δὲν ἔχεις ἰδέα ἀπὸ ᾽ Ιταλίδες. ᾽Αλλὰ ἔλπιζα πὼς οἱ ἐρωτικές σου ἀτυχίες θὰ σοῦ ἔβαζαν λίγο μυαλό. —Τί τὰ θέλεις; Αὐτὲς τὶς διαβόλισσες δὲν μπορεῖς νὰ τὶς καταλάβεις μὲ τίποτα! Σοῦ ἁπλώνουν τὸ χέρι, πᾶς νὰ ἀνταποκριθεῖς, σοῦ δίνουν χειραψία. Σοῦ μιλᾶνε χαμηλόϕωνα, καὶ τὸ μόνο ποὺ κερδίζεις εἶναι νὰ τὶς συνοδέψεις μέχρι τὸ σπίτι τους: τὸ ἕνα τέταρτο ἀπ ᾽ αὐτὰ νὰ ἔκανε μιὰ Παριζιάνα, θὰ ἔχανε τελείως τὸ καλό της ὄνομα καὶ τὴν ὑπόληψή της. — ᾽Ακριβῶς! ᾽ Επειδὴ δὲν ἔχουν τίποτε νὰ κρύψουν, γιατὶ ζοῦν κάτω ἀπὸ τὸ ϕῶς τοῦ ἥλιου, στὴ χώρα ποὺ ἀντηχεῖ τὸ si, ὅπως λέει καὶ ὁ Δάντης, δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τσιριμόνιες. ῞ Οπως εἶδες, ἡ κόμισσα δὲν ὑποκρινόταν ἀλλὰ ἔνιωθε πραγματικὰ ϕόβο.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

631

— Φόβο, ἀπὸ ποιόν; ᾽Απ ᾽ αὐτὸν τὸν ἀξιοπρεπὴ κύριο ποὺ ἦταν ἀπέναντί μας μ᾽ αὐτὴ τὴν πανέμορϕη ῾ Ελληνίδα; ᾽ Εγὼ θέλησα νὰ ξεκαθαρίσω τὴν κατάσταση, κι ὅταν βγῆκαν τοὺς τράκαρα στὸ διάδρομο. Δὲν ξέρω ποῦ στὸ καλὸ βρῆκες ὅλες αὐτὲς τὶς ἰδέες γιὰ τὸν ῎ Αλλο Κόσμο! Εἶναι ἕνας πολὺ ὄμορϕος ἄντρας, πολὺ καλοστεκούμενος, μὲ τὸν ἀέρα κάποιου ποὺ ντύνεται στὴ Γαλλία στοῦ Μπλὲν ἢ στοῦ ᾽ Ιμάν.* Κάπως χλομός, εἶν ᾽ ἀλήθεια, ἀλλὰ τὸ ξέρεις πὼς ἡ χλομάδα εἶναι σημάδι ἀνωτερότητας. ῾ Ο Φρὰντς χαμογέλασε. ῎ Ετσι μελαχρινὸς ποὺ ἦταν ὁ ᾽Αλβέρτος, τί δὲν θά ᾽ δινε νὰ εἶναι λίγο χλομότερος. — ᾽ Επίσης, τοῦ εἶπε ὁ Φράντς, νομίζω πὼς ἡ κόμισσα ὑπερβάλλει ὅταν ἀναϕέρεται σ ᾽ αὐτόν. Μήπως ἐσὺ τὸν ἄκουσες νὰ μιλάει καθόλου; Μήπως ἄκουσες τὴν προϕορά του; —Τὸν ἄκουσα νὰ μιλάει, ἀλλὰ ρωμαίικα. Τὸ ἀναγνώρισα ἀπὸ μερικὲς χαρακτηριστικές, ἀλλοιωμένες ἑλληνικὲς λέξεις. Πρέπει νὰ σοῦ πῶ, ἀγαπητέ μου, ὅτι στὸ λύκειο ἤμουν πολὺ καλὸς στὰ ἑλληνικά. — Δηλαδή, μιλοῦσε ρωμαίικα; —Πιθανόν. —Χωρὶς ἀμϕιβολία, αὐτὸς εἶναι. —Τί λές;... —Τίποτα. Καὶ τί κάνεις ἐδῶ; —Σοῦ ἑτοίμαζα μιὰ ἔκπληξη. —Τί εἴδους; — Δὲν ξέρεις πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ βροῦμε ἅμαξα; — Δυστυχῶς, παρόλο ποὺ κάναμε ὅ,τι εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν. — ῎ Ε, λοιπόν, ἐγὼ εἶχα μιὰ καταπληκτικὴ ἰδέα. ῾ Ο Φρὰντς κοίταξε τὸν ᾽Αλβέρτο σὰν νὰ μὴν ἐμπιστευόταν τὴ ϕαντασία του. — ᾽Αγαπητέ μου, εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος, ἐδῶ μὲ τιμᾶτε


632

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

μὲ ἕνα βλέμμα γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἄξιζε νὰ σᾶς ζητήσω ἱκανοποίηση.* —Εἶμαι πρόθυμος νὰ σᾶς τὴ δώσω, ἀγαπητέ μου ϕίλε, ἂν ἡ ἰδέα σας εἶναι τόσο ϕαεινὴ ὅσο ἰσχυρίζεστε. — ῎ Ακου. — ᾽Ακούω. — Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ βροῦμε ἅμαξα, ἔτσι; — ῎ Οχι. — Οὔτε ἄλογα; — Οὔτε αὐτό. — ᾽Αλλὰ μποροῦμε νὰ βροῦμε ἕνα κάρο; — ῎ Ισως. — Καὶ ἕνα ζευγάρι βόδια; —Πιθανόν. — ῾ Ορίστε, ἀγαπητέ μου, αὐτὸ εἶναι τὸ κόλπο! Θὰ διακοσμήσω τὸ κάρο, θὰ ντυθοῦμε Ναπολιτάνοι θεριστὲς καὶ θὰ ζωντανέψουμε τὸν περίϕημο πίνακα τοῦ Λεοπόλδου Ρομπέρ.* ῍ Αν γιὰ ἀκόμα μεγαλύτερη ὁμοιότητα ἡ κόμισσα καταδεχτθεῖ νὰ ϕορέσει τὴν ἐνδυμασία μιᾶς χωρικῆς ἀπὸ τὸ Πουτσόλε ἢ τὸ Σορέντο, ἡ μεταμϕίεση θὰ εἶναι τέλεια. ῎ Ετσι κι ἀλλιῶς εἶναι τόσο ὄμορϕη, ποὺ θὰ νομίσουν πὼς εἶναι τὸ μοντέλο γιὰ τὴ Γυναίκα μὲ τὸ παιδί.* — Μπράβο! ϕώναξε ὁ Φράντς. Νά μιὰ ϕορὰ ποὺ ἔχεις δίκιο, κύριε ᾽Αλβέρτο· νά πραγματικὰ μιὰ λαμπρὴ ἰδέα. — Καὶ τελείως γαλλική, λὲς καὶ τὴ σκέϕτηκαν οἱ τεμπέληδες βασιλιάδες,* ἀγαπητέ μου. ᾽Ακριβῶς ἔτσι! ῎Α, κύριοι Ρωμαῖοι! Νομίζατε πὼς θὰ ξεθεωθοῦμε στὸν ποδαρόδρομο σὰν νά ᾽ μαστε lazzaroni* ἐπειδὴ σᾶς λείπουν ἅμαξες καὶ ἄλογα; ῎ Ε, λοιπόν, θὰ τὰ ἐϕεύρουμε! — Καὶ ἐνημέρωσες κανέναν γι᾽ αὐτὸ τὸ θριαμβευτικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ϕαντασίας σου; —Τὸν ξενοδόχο μας. ῞ Οταν γύρισα, τὸν ϕώναξα


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

633

καὶ τοῦ ἐξέθεσα τὶς ἐπιθυμίες μου. Μὲ βεβαίωσε πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα εὐκολότερο. Ζήτησα νὰ ἐπιχρυσώσουν τὰ κέρατα τῶν βοδιῶν, ἀλλὰ μοῦ εἶπε ὅτι γι᾽ αὐτὸ θὰ χρειαστοῦν τρεῖς μέρες, ὁπότε, αὐτὴ τὴν ὑπερβολὴ θὰ τὴν παραλείψουμε. — Καὶ ποῦ εἶναι; —Ποιός; — ῾ Ο ξενοδόχος μας! —Ψάχνει νὰ βρεῖ τὰ χρειαζούμενα. Γιατὶ αὔριο ἴσως νὰ εἶναι λίγο ἀργά. — Δηλαδή, θὰ μᾶς ἀπαντήσει ἀπόψε; —Τὸν περιμένω ὅπου νά ᾽ ναι. ᾽Ακριβῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ ὁ μὲτρ Παστρίνι ἔχωσε μέσα τὸ κεϕάλι του. —Permesso ;* εἶπε. —Σίγουρα ἐπιτρέπεται! ϕώναξε ὁ Φράντς. — Λοιπόν; Βρήκατε τὸ κάρο ποὺ ζητᾶμε καὶ τὰ βόδια ποὺ ψάχνουμε; — Βρῆκα καλύτερα ἀπ ᾽ αὐτά, εἶπε μὲ τόνο βαθιᾶς ἱκανοποίησης. — ῎ Α, ἀγαπητέ μας ξενοδόχε, προσέχετε! εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος. Τὸ καλὸ ἔχει σὰν ἐχθρὸ τὸ καλύτερο. — ῍ Ας μὲ ἐμπιστευτοῦν λοιπὸν οἱ ᾽ Εξοχότητές σας, εἶπε ὁ μὲτρ Παστρίνι ὅλο καμάρι. — Θὰ μᾶς πεῖτε ἐπιτέλους τί συμβαίνει; ρώτησε μὲ τὴ σειρά του καὶ ὁ Φράντς. — Ξέρετε, εἶπε ὁ ξενοδόχος, πὼς ὁ κόμης Μοντεχρίστος διαμένει στὸν ἴδιο ὄροϕο μ᾽ ἐσᾶς στὸ ξενοδοχεῖο μας; — Νομίζω πὼς τὸ ξέρω, εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος, ἀϕοῦ χάρη σ ᾽ αὐτὸν ϕιλοξενούμαστε σὰν δύο ϕοιτητάκια τῆς ὁδοῦ Σὲν-Νικολὰ-ντὶ-Σαρντονέ. — ῎ Ε, λοιπόν! Ξέρει πολὺ καλὰ τὴν ἐνόχληση ποὺ νιώθετε, καὶ γι᾽ αὐτὸ σᾶς προσϕέρει δύο θέσεις στὴν


634

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

ἅμαξά του καὶ δύο θέσεις στὰ παράθυρα τοῦ μεγάρου Ρόσπολι. ῾ Ο ᾽Αλβέρτος καὶ ὁ Φρὰντς ἀλληλοκοιτάχτηκαν. — ῞ Ομως, ρώτησε ὁ ᾽Αλβέρτος, πρέπει νὰ δεχτοῦμε τὴν προσϕορὰ ἑνὸς ἀγνώστου, κάποιου ποὺ δὲν ξέρουμε; —Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ὁ κόμης Μοντεχρίστος; ρώτησε ὁ Φρὰντς τὸν ξενοδόχο του. — ῞ Ενας πολὺ μεγάλος Σικελὸς ἢ Μαλτέζος ἄρχοντας, δὲν ξέρω ἀκριβῶς. ᾽Αλλὰ εἶναι εὐγενὴς σὰν Μποργκέζε* καὶ πλούσιος σὰν χρυσωρυχεῖο. — Νομίζω, εἶπε ὁ Φρὰντς στὸν ᾽Αλβέρτο, πὼς ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶχε τόσο καλοὺς τρόπους ὅπως βεβαιώνει ὁ ξενοδόχος μας, θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς προσκαλέσει ἀλλιῶς. Εἴτε γραπτῶς εἴτε... ᾽ Εκείνη τὴ στιγμὴ χτύπησε ἡ πόρτα. —Περάστε, εἶπε ὁ Φράντς. ῞ Ενας ὑπηρέτης, ϕορώντας μιὰ ὑπέρκομψη λιβρέα, ἐμϕανίστηκε στὸ κατώϕλι τῆς πόρτας. — ᾽ Εκ μέρους τοῦ κόμητος Μοντεχρίστου, γιὰ τὸν κύριο Φρὰντς ντ ᾽ ᾽ Επινὲ καὶ γιὰ τὸν κύριο ὑποκόμη ᾽Αλβέρτο ντὲ Μορσέρϕ, εἶπε. Καὶ παρουσίασε στὸν ξενοδόχο δύο ἐπισκεπτήρια ποὺ κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του τὰ παρέδωσε στοὺς δύο νέους. — ῾ Ο κόμης Μοντεχρίστος, συνέχισε ὁ ὑπηρέτης, ζητάει τὴν ἄδεια νὰ παρουσιαστεῖ ὡς καλὸς γείτονας, αὔριο τὸ πρωί, στὸ διαμέρισμά σας. Θὰ ἤθελε νὰ ξέρει ἀπὸ τώρα ἀπὸ τοὺς κυρίους ποιά ὥρα μποροῦν νὰ τὸν δεχθοῦν. —Μά τὴν πίστη μου, εἶπε ὁ Α ᾽ λβέρτος στὸν Φράντς, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τίποτα. ῞ Ολα εἶναι τέλεια. — ᾽Απαντῆστε στὸν κόμη, εἶπε ὁ Φράντς, πὼς θὰ ἔχουμε ἐμεῖς τὴν τιμὴ νὰ τὸν ἐπισκεϕθοῦμε.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

635

῾ Ο ὑπηρέτης ἀποσύρθηκε. —Αὐτὸ θὰ πεῖ ἐπίθεση καλῶν τρόπων, εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος. ᾽ Εντάξει, μὲτρ Παστρίνι, σίγουρα εἴχατε δίκιο, καὶ ὁ κόμης σας εἶναι πραγματικὰ ἕνας κύριος καθωσπρέπει. — Δηλαδή, δέχεστε τὴν προσϕορά του; — Ναί, μά τὴν πίστη μου, ἀπάντησε ὁ ᾽Αλβέρτος. Παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά, παραδέχομαι πὼς λυπᾶμαι τὸ κάρο μας καὶ τοὺς θεριστές. Καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ παράθυρο στὸ μέγαρο Ρόσπολι σὰν ἀποζημίωση γιὰ ὅ,τι χάνουμε, νομίζω πὼς θὰ ξαναγυρίζαμε στὴν πρώτη μου ἰδέα. Τί λὲς ἐσύ, Φράντς; — Λέω πὼς τὰ παράθυρα τοῦ μεγάρου Ρόσπολι παίζουν μεγάλο καὶ ἀποϕασιστικὸ ρόλο ὡς πρὸς τὴν ἀπόϕασή μου, ἀπάντησε ὁ Φρὰντς στὸν ᾽Αλβέρτο. Πράγματι, αὐτὴ ἡ προσϕορὰ τῶν δύο θέσεων σ ᾽ ἕνα παράθυρο στὸ παλάτσο Ρόσπολι θύμισε στὸν Φρὰντς τὴ συζήτηση ποὺ εἶχε ἀκούσει στὰ ἐρείπια τοῦ Κολοσσαίου, ἀνάμεσα στὸν ἄγνωστό του καὶ τὸν Τραστεβερίνο του, μιὰ συζήτηση στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μανδύα ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νὰ πετύχει χάρη γιὰ τὸν κατάδικο. ῞ Ομως ἂν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μανδύα ἦταν, ὅπως πίστευε ὁ Φράντς, ὁ ἴδιος μ᾽ αὐτὸν ποὺ ἡ ἐμϕάνισή του στὴν ῎ Οπερα τὸν προβλημάτισε τόσο, σίγουρα θὰ τὸν ταυτοποιοῦσε, καὶ τότε θὰ ἱκανοποιοῦσε τὴν περιέργειά του χωρὶς ἐμπόδια. Πέρασε ἔτσι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς νύχτας ὀνειρευόμενος τὶς δύο ἐμϕανίσεις καὶ περιμένοντας τὴ συνάντηση τῆς ἑπομένης. Καὶ στ ᾽ ἀλήθεια, τὴν ἑπομένη ὅλα ἔπρεπε νὰ ξεκαθαρίσουν. Καὶ αὐτὴ τὴ ϕορὰ ὁ οἰκοδεσπότης του στὸ νησὶ τοῦ Μοντεχρίστου θὰ τοῦ γλύτωνε μόνον ἂν εἶχε στὴν κατοχή του τὸ δαχτυλίδι τοῦ Γύγη, ποὺ ἔκανε ἀόρατον ὅποιον τὸ ϕοροῦσε. Ξύπνησε πρὶν ἀπὸ τὶς ὀχτὼ τὸ πρωί.


636

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

῞ Οσο γιὰ τὸν ᾽Αλβέρτο, ἀϕοῦ δὲν εἶχε τοὺς ἴδιους λόγους μὲ τὸν Φρὰντς γιὰ νὰ ξυπνήσει νωρίς, κοιμόταν ἀκόμη τοῦ καλοῦ καιροῦ. ῾ Ο Φρὰντς ἔστειλε νὰ ϕωνάξουν τὸν ξενοδόχο, ποὺ παρουσιάστηκε ἀμέσως μὲ τὶς συνηθισμένες ὑποκλίσεις του. — Μὲτρ Παστρίνι, σήμερα δὲν πρόκειται νὰ γίνει κάποια ἐκτέλεση; —Μάλιστα, ᾽ Εξοχότατε. ᾽Αλλά, ἐὰν μὲ ρωτᾶτε γιὰ νὰ σᾶς βρῶ παράθυρο, ἀργήσατε πολύ. — ῎ Οχι, ἐξάλλου, ἂν ἤθελα ὁπωσδήποτε νὰ δῶ αὐτὸ τὸ θέαμα, θά ᾽ βρισκα θέση νομίζω στὸ ὄρος Πίντσιο. — ῎ Ω ! ὑποθέτω πὼς ἡ ᾽ Εξοχότητά σας δὲν θέλει νὰ συναγελαστεῖ μὲ ὅλον αὐτὸν τὸν ὄχλο, ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο ἀποτελεῖ τὸ ϕυσικὸ ἀμϕιθέατρο τέτοιων θεαμάτων. — Ναί, πιθανὸν νὰ μὴν πάω, εἶπε ὁ Φράντς. ᾽Αλλὰ θὰ ἤθελα νὰ ξέρω κάποιες λεπτομέρειες. —Σὰν ποιές; —Θὰ ἤθελα νὰ ξέρω τὸν ἀριθμὸ τῶν καταδικασμένων, τὰ ὀνόματά τους καὶ τὸ εἶδος τοῦ μαρτυρίου τους. — ῎ Α, κοιτάξτε ϕοβερὴ σύμπτωση, ᾽ Εξοχότατε! Μόλις μοῦ ϕέρανε τὴν tavoletta. — Καὶ τί εἶναι ἡ tavoletta ; —Οἱ tavolette εἶναι ξύλινες πινακίδες ποὺ τὶς κρεμᾶνε σὲ ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ δρόμου στὴν πόλη τὴν παραμονὴ τῶν ἐκτελέσεων· πάνω τους κολλᾶνε τὰ ὀνόματα τῶν καταδικασμένων, τὴ δικαστικὴ ἀπόϕαση καὶ τὸ εἶδος τοῦ μαρτυρίου τους. Αὐτὴ ἡ ἀναγγελία ἔχει σκοπὸ νὰ καλέσει τοὺς πιστοὺς νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ νὰ δώσει μιὰ εἰλικρινὴ μετάνοια στοὺς ἐνόχους. — Καὶ σᾶς ϕέρνουν αὐτὲς τὶς tavolette γιὰ νὰ ἑνώνετε τὶς προσευχές σας μὲ τὶς δεήσεις τῶν πιστῶν; ρώτησε ἀμϕιβάλλοντας κάπως ὁ Φράντς.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

637

— ῎ Οχι, ᾽ Εξοχότατε· ἔχω συνεννοηθεῖ μὲ τὸν ἀϕισοκολλητὴ καὶ μοῦ ϕέρνει κι ἐμένα, ὅπως μοῦ ϕέρνει καὶ τὶς ἀϕίσες τῶν θεαμάτων, ἔτσι ὥστε ἂν κάποιοι ἀπὸ τοὺς πελάτες μου θέλουν νὰ παραστοῦν σὲ μιὰ ἐκτέλεση, νὰ εἶναι ἐνημερωμένοι. — ῎ Α, μὰ προσέχετε μὲ πολλὴ λεπτότητα τὶς ἐπιθυμίες τους! ϕώναξε ὁ Φράντς. —Μπορῶ νὰ ὑπερηϕανεύομαι, εἶπε χαμογελώντας ὁ μὲτρ Παστρίνι, πὼς κάνω ὅ,τι εἶναι στὸ χέρι μου γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω τοὺς εὐγενεῖς ξένους ποὺ μὲ τιμοῦν μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη τους. —Τὸ βλέπω, ἀγαπητέ μας οἰκοδεσπότη! Καὶ αὐτὸ θὰ ἐπαναλάβω ἐπιστρέϕοντας στὴν πατρίδα μου σὲ ὅσους θέλουν νὰ μὲ ἀκούσουν, νὰ εἶστε σίγουρος. Περιμένοντας, πολὺ θὰ ἤθελα νὰ διάβαζα μία tavoletta. —Πανεύκολο, εἶπε ὁ ξενοδόχος ἀνοίγοντας τὴν πόρτα. ῎ Εβαλα καὶ κρέμασαν μία στὸ τζάμι. Βγῆκε στὸ διάδρομο, ξεκρέμασε τὴν tavoletta καὶ τὴν παρουσίασε στὸν Φράντς. Νά ἡ ἀκριβὴς μετάϕραση τῆς μακάβριας ἀϕίσας: «Κάνουμε γνωστὸ σὲ ὅλους πὼς τὴν Τρίτη 22 Φεβρουαρίου, πρώτη μέρα τοῦ Καρναβαλιοῦ, μετὰ ἀπὸ ἀπόϕαση τοῦ δικαστηρίου τῆς Ρώμης, θὰ ἐκτελεστοῦν στὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ οἱ πιὸ κάτω κατονομαζόμενοι: 1. ᾽Αντρέα Ρόντολο, ἔνοχος δολοϕονίας τοῦ ἀξιοσέβαστου καὶ τιμημένου ντὸν Τσέζαρε Τερλίνι, ἐϕημέριου στὸ ναὸ τοῦ ῾ Αγίου ᾽ Ιωάννη τοῦ Λατερανοῦ, καὶ 2. ῾ Ο λεγόμενος Πεπίνο ἢ Ρόκα Πριόρι, ἀποδεδειγμένα ἔνοχος γιὰ συνεργασία μὲ τὸν μισητὸ ληστὴ Λουίτζι Βάμπα καὶ τοὺς ἄντρες τῆς συμμορίας του. ῾ Ο πρῶτος θὰ γίνει mazzolato. ῾ Ο δεύτερος decapitato. Οἱ εὐσεβεῖς ψυχὲς παρακαλοῦνται νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Θεὸ μιὰ εἰλικρινὴ μετάνοια γιὰ τοὺς δύο δυστυχισμένους καταδίκους».


638

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

Αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν ποὺ εἶχε ἀκούσει ὁ Φρὰντς στὰ ἐρείπια τοῦ Κολοσσαίου. Τίποτε δὲν εἶχε ἀλλάξει στὸ πρόγραμμα: τὰ ὀνόματα τῶν δύο καταδίκων, ὁ λόγος γιὰ τὸ μαρτύριό τους καὶ ὁ τρόπος ἐκτέλεσής τους ἦταν ἀκριβῶς τὰ ἴδια. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ὁ Τραστεβερίνος ἦταν ὁ Λουίτζι Βάμπα αὐτοπροσώπως καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μανδύα ἦταν ὁ Σεβὰχ ὁ Θαλασσινός, ποὺ ἀπὸ τὴ Ρώμη μέχρι τὸ Πόρτο-Βέκιο καὶ τὴν Τύνιδα ἀκολουθοῦσε τὴν πορεία τῶν ϕιλανθρωπικῶν του ἀποστολῶν. ῞ Ομως ἡ ὥρα περνοῦσε, εἶχε ϕτάσει ἐννιὰ καὶ ὁ Φρὰντς πήγαινε νὰ ξυπνήσει τὸν ᾽Αλβέρτο, ὅταν πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη τὸν εἶδε νὰ βγαίνει ντυμένος στὴν πένα ἀπὸ τὸ δωμάτιό του. Τὸ Καρναβάλι τὸν εἶχε συνεπάρει καὶ τὸν εἶχε ξυπνήσει πολὺ νωρίτερα ἀπ ᾽ ὅσο περίμενε ὁ ϕίλος του. — Λοιπόν; εἶπε ὁ Φρὰντς στὸν ξενοδόχο. Τώρα ποὺ εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ οἱ δυό, νομίζετε, ἀγαπητέ μου κύριε Παστρίνι, πὼς μποροῦμε νὰ παρουσιαστοῦμε στὸν κόμη Μοντεχρίστο; — Μὰ βεβαίως! ῾ Ο κόμης Μοντεχρίστος συνηθίζει νὰ ξυπνάει πολὺ νωρὶς καὶ εἶμαι σίγουρος πὼς ἔχει κιόλας ξυπνήσει ἐδῶ καὶ πάνω ἀπὸ δύο ὧρες. — Καὶ νομίζετε πὼς δὲν εἶναι ἀδιακρισία νὰ παρουσιαστοῦμε τώρα μπροστά του; — Καθόλου. —Τότε, ᾽Αλβέρτο, ἂν αἰσθάνεσαι ἕτοιμος... —Πανέτοιμος, εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος. —Πᾶμε λοιπὸν νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν γείτονά μας γιὰ τὴ μεγαλοϕροσύνη του. —Πᾶμε! ῾ Ο Φρὰντς καὶ ὁ ᾽Αλβέρτος δὲν εἶχαν παρὰ ἕνα μικρὸ χὸλ νὰ διασχίσουν. ῾ Ο ξενοδόχος τοὺς προσπέρασε καὶ χτύπησε τὴν πόρτα ἀντὶ γι᾽ αὐτούς. ῞ Ενας ὑπηρέτης ἦρθε καὶ τοὺς ἄνοιξε.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

639

—I Signori Francesi,* εἶπε ὁ ξενοδόχος. ῾ Ο ὑπηρέτης ὑποκλίθηκε καὶ τοὺς ἔκανε νεῦμα νὰ περάσουν. Προσπέρασαν δύο δωμάτια ἐπιπλωμένα μὲ τέτοια πολυτέλεια, ποὺ δὲν περίμεναν ποτὲ ὅτι θὰ ἔβρισκαν στὸ ξενοδοχεῖο τοῦ μὲτρ Παστρίνι κι ἔϕτασαν σ ᾽ ἕνα σαλόνι τέλειας κομψότητας· ἕνα πανέμορϕο τούρκικο χαλὶ ἦταν ἁπλωμένο στὸ πάτωμα, ἐνῶ ἀναπαυτικὰ ἔπιπλα πρόσϕεραν ϕουσκωτὰ μαξιλάρια καὶ ἀναπαυτικὲς πλάτες. ῾ Υπέροχοι πίνακες μεγάλων ζωγράϕων μπερδεύονταν μὲ τρόπαια ἀπὸ ἐξαιρετικὰ ὅπλα στοὺς τοίχους καὶ μεγάλα ριντὸ ἀπὸ ὄμορϕες ταπισερὶ κυμάτιζαν μπροστὰ ἀπὸ τὶς πόρτες. — ῍ Αν οἱ ᾽ Εξοχότητές σας θέλουν, ἂς καθίσουν, εἶπε ὁ ὑπηρέτης. Πάω νὰ εἰδοποιήσω τὸν κύριο κόμη. Κι ἐξαϕανίστηκε πίσω ἀπὸ μιὰ πόρτα. Μὲ τὸ ποὺ ἄνοιξε ἡ πόρτα, ἔϕτασε στ ᾽ ἀϕτιὰ τῶν δύο ϕίλων ὁ ἦχος ἀπὸ μία γκούζλα,* ἀλλὰ ἔσβησε στὴ στιγμή. ῾ Η πόρτα ἔκλεισε σχεδὸν ἀμέσως, κι ἔτσι ἄϕησε νὰ εἰσχωρήσει, τρόπος τοῦ λέγειν, στὸ σαλόνι μόλις μιὰ ἀνάσα ἁρμονίας. ῾ Ο Φρὰντς καὶ ὁ ᾽Αλβέρτος ἀντάλλαξαν ἕνα βλέμμα κι ἄρχισαν νὰ περιεργάζονται τὰ ἔπιπλα, τοὺς πίνακες καὶ τὰ ὅπλα. Βλέποντάς τα γιὰ δεύτερη ϕορά, τοὺς ϕάνηκαν ἀκόμα πιὸ ἐκπληκτικά. — ῎ Ε, λοιπόν, ρώτησε ὁ Φρὰντς τὸν ϕίλο του, πῶς σοῦ ϕαίνονται ὅλ᾽ αὐτά; — Μά τὴν πίστη μου, ἀγαπητέ μου, λέω πὼς ὁ γείτονάς μας πρέπει νὰ εἶναι κάποιος χρηματιστὴς ποὺ ἔπαιξε στὴν πτώση τῶν ἰσπανικῶν ὁμολόγων ἢ κάποιος πρίγκιπας ποὺ ταξιδεύει ἰνκόγνιτο. —Σούτ, εἶπε ὁ Φράντς, τώρα θὰ τὰ μάθουμε ὅλα· νά τος! Πράγματι, ὁ ἦχος μιᾶς πόρτας ποὺ ἄνοιγε καθὼς ἔστριβε πάνω στοὺς μεντεσέδες της ἔϕτασε στοὺς ἐπισκέπτες· σχεδὸν ἀμέσως μιὰ ταπισερὶ παραμερίστηκε


640

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

καὶ ἄνοιξε πέρασμα στὸν ἰδιοκτήτη αὐτῆς τῆς χλιδῆς. ῾ Ο ᾽Αλβέρτος προχώρησε πρὸς τὸ μέρος του, ἀλλὰ ὁ Φρὰντς ἔμεινε καρϕωμένος στὴ θέση του. Αὐτὸς ποὺ εἶχε μπεῖ στὸ σαλόνι δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ μανδύα στὸ Κολοσσαῖο, τὸν ἄγνωστο τοῦ θεωρείου στὴν ῎ Οπερα, τὸν μυστηριώδη οἰκοδεσπότη στὸ νησὶ τοῦ Μοντεχρίστου. ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 14.

La mazzolata — Κύριοι, εἶπε μπαίνοντας ὁ κόμης Μοντεχρίστος, καταρχὰς δεχτεῖτε τὴ συγγνώμη μου ποὺ σᾶς ἄϕησα νὰ περιμένετε τόσο, ἀλλὰ ἂν παρουσιαζόμουν νωρίτερα στὸ διαμέρισμά σας, ϕοβᾶμαι πὼς θὰ μὲ θεωρούσατε ἀδιάκριτο. ᾽ Εξάλλου, μοῦ μηνύσατε ὅτι θὰ ἔρθετε, ὁπότε εἶμαι στὴ διάθεσή σας. — ῾ Ο Φρὰντς κι ἐγὼ θέλουμε νὰ σᾶς εὐχαριστήσουμε χίλιες ϕορές, κύριε κόμη, εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος. Μᾶς γλυτώνετε ἀπὸ μιὰ μεγάλη ἐνόχληση, ἐνῶ ἤμασταν ἕτοιμοι νὰ σκαρϕιστοῦμε τὰ πιὸ ἀλλοπρόσαλλα ὀχήματα τὴ στιγμὴ ποῦ μᾶς στείλατε τὴν τόσο εὐγενική σας προσϕορά. — ῎ Αχ, Θεέ μου! Κύριοι, συνέχισε ὁ κόμης κάνοντας νεῦμα στοὺς δύο νεαροὺς νὰ καθίσουν σ ᾽ ἕνα ντιβάνι· γιὰ ὅλα ϕταίει αὐτὸς ὁ ἠλίθιος ὁ Παστρίνι· ἐξαιτίας του ἤσασταν σὲ ἀδιέξοδο τόσον καιρό! ῍ Αν μοῦ εἶχε πεῖ ἔστω μία λέξη γιὰ τὴν ἀμηχανία σας! ᾽ Εγώ, ἔτσι ποὺ εἶμαι μόνος μου καὶ ἀπομονωμένος ἐδῶ, δὲν ψάχνω παρὰ κάποια εὐκαιρία νὰ γνωριστῶ μὲ τοὺς γείτονές μου. ᾽Απὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμαθα ὅτι μποροῦσα νὰ σᾶς ἐξυπηρετήσω σὲ κάτι, εἴδατε μὲ τί ταχύτητα ἅρπαξα αὐτὴ τὴν εὐκαιρία νὰ σᾶς συστηθῶ.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

641

Οἱ δύο νέοι ὑποκλίθηκαν. ῾Ο Φρὰντς δὲν εἶχε βρεῖ ἀκόμη λέξη νὰ πεῖ· γιὰ τὴν ὥρα, δὲν εἶχε πάρει ἀπόϕαση, κι ἔτσι ὅπως δὲν διέκρινε στὸν κόμη κάποια ἐπιθυμία νὰ δείξει ὅτι τὸν γνωρίζει ἢ ὅτι θέλει νὰ δείξει ὁ Φρὰντς πὼς τὸν ἀναγνώρισε, δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Μήπως θά ᾽πρεπε, μὲ κάποια λέξη του, ὁποιαδήποτε, ν ᾽ἀϕήσει κάποιο ὑπονοούμενο γιὰ τὸ παρελθόν, ἢ ν ᾽ἀϕήσει τὸ χρόνο νὰ τοῦ ϕέρει στὸ μέλλον κι ἄλλες ἀποδείξεις; ᾽Εξάλλου, ἐνῶ ἦταν σίγουρος πὼς αὐτὸς ἦταν τὴν προηγούμενη μέρα στὸ θεωρεῖο, δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει ἐξίσου θετικὰ πὼς αὐτὸς ἦταν τὴν προπροηγούμενη νύχτα στὸ Κολοσσαῖο. ᾽Αποϕάσισε λοιπὸν ν ᾽ἀϕήσει τὰ πράγματα νὰ ἐξελιχθοῦν χωρὶς νὰ κάνει κανένα ἄμεσο ἄνοιγμα στὸν κόμη. ᾽Επιπλέον, εἶχε ἕνα πλεονέκτημα ἀπέναντί του, ἤξερε τὸ μυστικό του, ἐνῶ ὁ κόμης ἀντίθετα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κρατήσει ἀπὸ πουθενά, ἐϕόσον ὁ Φρὰντς δὲν εἶχε τίποτε νὰ κρύψει. Παρ᾽ὅλ᾽αὐτά, ἀποϕάσισε νὰ στρέψει τὴ συζήτηση σ ᾽ἕνα σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο μποροῦσε, περιμένοντας, νὰ ἔχει διευκρινίσεις σὲ κάποιες ἀμϕιβολίες. — Κύριε κόμη, τοῦ εἶπε, μᾶς προσϕέρατε θέσεις στὴν ἅμαξά σας καὶ θέσεις στὰ παράθυρα τοῦ παλάτσο Ρόσπολι· τώρα, μήπως θὰ μπορούσατε νὰ μᾶς πεῖτε πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ έξασϕαλίσουμε κάποιο πόστο, ὅπως τὸ λένε στὴν ᾽Ιταλία, στὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ; — ῎Α, ναί, ἀλήθεια, εἶπε ὁ κόμης ἀδιάϕορα, ἀλλὰ ἔχοντας διαρκῶς στυλωμένο σταθερὰ τὸ βλέμμα του στὸν Μορσέρϕ. Στὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ κάτι θὰ γίνει, κάτι σὰν ἐκτέλεση, ἢ κάνω λάθος; — Ναί, ἀπάντησε ὁ Φράντς, βλέποντας πὼς ἀπὸ μόνος του ὁ κόμης πήγαινε ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἤθελε νὰ τὸν πάει. 41

ALEXANDRE DUMAS, ῾Ο Κόμης Μοντεχρίστος


642

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

—Περιμένετε, περιμένετε, νομίζω πὼς χτὲς εἶπα στὸν διαχειριστή μου νὰ τὸ ϕροντίσει αὐτό. ῾ Οπότε, ἴσως μπορέσω νὰ σᾶς κάνω αὐτὴ τὴ μικρὴ ἐξυπηρέτηση. ῞ Απλωσε τὸ χέρι του στὸ κορδόνι τοῦ κουδουνιοῦ καὶ τὸ τράβηξε τρεῖς ϕορές. — ᾽Ασχοληθήκατε ποτέ, εἶπε στὸν Φράντς, μὲ τὴ χρήση τοῦ χρόνου καὶ μὲ τρόπους προκειμένου νὰ συντομέψετε τὰ πηγαινέλα τῶν ὑπηρετῶν; ᾽ Εγὼ ἔκανα μιὰ μελέτη: ὅταν χτυπάω μία ϕορὰ τὸ κουδούνι, ἔρχεται ὁ καμαριέρης· δύο, ὁ ὑπεύθυνος τῆς κουζίνας· τρεῖς, ὁ διαχειριστής μου. Μ ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν σπαταλῶ οὔτε λεπτὸ ἀπὸ τὸ χρόνο μου οὔτε λέξη ἀπὸ τὸ λόγο μου. ῾ Ορίστε, νά ὁ ἄνθρωπός μας. Εἶδαν τότε νὰ μπαίνει ἕνα ἄτομο σαράντα πέντε μὲ πενήντα χρονῶν. Στὸν Φρὰντς ϕάνηκε πὼς αὐτὸς ὁ κύριος ἔμοιαζε σὰν δυὸ σταγόνες νερὸ μὲ τὸν λαθρέμπορο ποὺ τὸν εἶχε ὁδηγήσει στὴ σπηλιὰ τοῦ Σεβάχ, ἀλλὰ ὁ ὑπηρέτης δὲν ϕάνηκε νὰ τὸν ἀναγνωρίζει στὸ ἐλάχιστο. Κατάλαβε πὼς εἶχε ἀνάλογη ἐντολή. — Κύριε Μπερτούτσιο, εἶπε ὁ κόμης, μήπως ἀσχοληθήκατε, ὅπως σᾶς ἔδωσα ἐντολὴ χθές, νὰ μοῦ βρεῖτε ἕνα παράθυρο πρὸς τὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ; —Μάλιστα, κύριε, ἀποκρίθηκε ὁ διαχειριστής, ἀλλὰ ἦταν ἤδη ἀργά. —Τί; εἶπε ὁ κόμης σμίγοντας τὰ ϕρύδια του. Δὲν σᾶς τόνισα πὼς ἐπιθυμοῦσα ἕνα παράθυρο; — ῾ Η ᾽ Εξοχότης σας θὰ ἔχει τὸ παράθυρό της· αὐτὸ ποὺ ἤδη εἶχε νοικιαστεῖ στὸν πρίγκιπα Λομπάνιεϕ.* ᾽Αλλὰ ὑποχρεώθηκα νὰ πληρώσω ἑκατό... — Καλά, καλά, κύριε Μπερτούτσιο, μὴ ζαλίζετε τοὺς προσκεκλημένους μου μὲ τέτοιες λεπτομέρειες παζαριῶν. Τὸ μόνο ποὺ μετράει εἶναι πὼς ἔχετε αὐτὸ ποὺ πρέπει. Δῶστε τὴ διεύθυνση τοῦ σπιτιοῦ στὸν


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

643

ἁμαξὰ καὶ περιμένετε στὴ σκάλα γιὰ νὰ μᾶς πᾶτε ἐκεῖ. ᾽Αρκοῦν αὐτά, πηγαίνετε τώρα. ῾ Ο διαχειριστὴς χαιρέτησε κι ἔκανε ἕνα βῆμα γιὰ νὰ ϕύγει. — ῎ Α ! ξαναεῖπε ὁ κόμης. Κάντε μου τὴ χάρη νὰ ρωτήσετε τὸν Παστρίνι ἂν τοῦ στείλανε τὴν tavoletta, καὶ νὰ μοῦ στείλει ἂν θέλει τὸ πρόγραμμα τῶν ἐκτελέσεων. — Δὲν χρειάζεται, τὸν ἔκοψε ὁ Φράντς, βγάζοντας ἀπὸ τὴν τσέπη τὸ σημειωματάριό του. Εἶδα αὐτὴ τὴν πινακίδα ἐγὼ ὁ ἴδιος, τὴν ἀντέγραψα καὶ νά τὸ κείμενο. — Καλῶς· λοιπόν, κύριε Μπερτούτσιο, μπορεῖτε νὰ ἀποσυρθεῖτε, δὲν σᾶς χρειάζομαι ἄλλο. Μόνο ὅταν τὸ πρόγευμα εἶναι ἕτοιμο, ἂς μᾶς εἰδοποιήσουν. Οἱ κύριοι, συνέχισε στρεϕόμενος πρὸς τοὺς δύο ϕίλους, θὰ μοῦ κάνουν τὴν τιμὴ νὰ προγευματίσουν μαζί μου; — Μὰ στ ᾽ ἀλήθεια, κύριε κόμη, εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος, δὲν θὰ θέλαμε νὰ καταχραστοῦμε τὴ ϕιλοξενία σας. — Μὰ ὄχι, τὸ ἀντίθετο, μοῦ δίνετε μεγάλη χαρά· κάποια μέρα θὰ μοῦ τὸ ἀνταποδώσετε στὸ Παρίσι, ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος, ἢ ἴσως καὶ οἱ δύο μαζί. Κύριε Μπερτούτσιο, δῶστε ἐντολὴ νὰ βάλουν τρία σερβίτσια. Πῆρε τὸ σημειωματάριο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Φράντς. — Λέγαμε λοιπόν, εἶπε μ᾽ ἕναν τόνο λὲς καὶ διάβαζε τὶς μικρὲς ἀγγελίες, ὅτι «σήμερα 22 Φεβρουαρίου θὰ ἐκτελεστοῦν οἱ κατονομαζόμενοι ᾽Αντρέα Ρόντολο, ἔνοχος δολοϕονίας τοῦ ἀξιοσέβαστου καὶ τιμημένου ντὸν Τσέζαρε Τερλίνι, ἐϕημέριου στὸ ναὸ τοῦ ῾ Αγίου ᾽ Ιωάννη τοῦ Λατερανοῦ, καὶ ὁ λεγόμενος Πεπίνο ἢ Ρόκα Πριόρι, ἀποδεδειγμένα ἔνοχος γιὰ συνεργασία μὲ τὸν μισητὸ ληστὴ Λουίτζι Βάμπα καὶ τοὺς ἄντρες τῆς συμμορίας του». Χμ! «῾ Ο πρῶτος θὰ γίνει mazzolato, ὁ δεύτερος decapitato». Ναί, πράγ-


644

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

ματι, συνέχισε ὁ κόμης, ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξελιχθοῦν τὰ πράγματα. ᾽Αλλὰ νομίζω πὼς ἀπὸ χτὲς ἔγιναν κάποιες ἀλλαγὲς ὅσον ἀϕορᾶ τὴν τάξη καὶ τὴ σειρὰ τῆς τελετῆς. — ῎ Α, μπά! ἔκανε ὁ Φράντς. — Ναί, χτὲς πέρασα τὴ βραδιά μου στοῦ καρδινάλιου Ροσπιλιόζι, καὶ ἐκεῖ συζητούσανε γιὰ κάτι σὰν χάρη ποὺ δόθηκε σ ᾽ ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο μελλοθάνατους. —Στὸν ᾽Αντρέα Ρόντολο; ρώτησε δῆθεν ἀθῶα ὁ Φράντς. — ῎ Οχι... συνέχισε ἀδιάϕορα ὁ κόμης. Στὸν ἄλλο... (ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ σημειωματάριο, σὰν νὰ ἤθελε νὰ θυμηθεῖ τὸ ὄνομα), στὸν Πεπίνο, τὸν λεγόμενο καὶ Ρόκα Πριόρι. Αὐτὸ θὰ σᾶς στερήσει τὸ θέαμα ἑνὸς ἀποκεϕαλισμοῦ, ἀλλὰ σᾶς μένει ἡ mazzolata, ποὺ εἶναι ἕνα πολὺ περίεργο μαρτύριο ὅταν τὸ βλέπει κανεὶς γιὰ πρώτη ϕορά, ἢ ἀκόμα καὶ γιὰ δεύτερη. ᾽ Ενῶ ἡ ἄλλη ἐκτέλεση, ποὺ σίγουρα τὴ γνωρίζετε, εἶναι πολὺ ἁπλή, πολὺ σύντομη: δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ ἀπρόβλεπτο. ῾ Η mandaïa* δὲν λαθεύει, δὲν τρέμει, δὲν χτυπάει ὅπου νά ᾽ ναι, δὲν χρειάζεται νὰ κάνει τριάντα προσπάθειες ὅπως ὁ στρατιώτης ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἀποκεϕαλίσει μὲ τὴ σπάθα του τὸν κόμη ντὲ Σαλέ,* τὸν ὁποῖο ὁ καρδινάλιος Ρισελιὲ* συμβούλευε ἴσως νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεϕάλι. ῎ Αχ, ἀκοῦστε με, εἶπε μὲ περιϕρονητικὸ τόνο ὁ κόμης, ὅταν πρόκειται γιὰ βασανιστήρια, μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ Εὐρωπαίους. Δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται. Σὲ ὅ,τι ἀϕορᾶ τὴν ἀγριότητα, βρίσκονται στὴν παιδικὴ ἡλικία, ἢ μᾶλλον στὰ γηρατειά της. — ᾽Αλήθεια, κύριε κόμη, ἀπάντησε ὁ Φράντς, θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ἔχετε κάνει μιὰ βαθιὰ συγκριτικὴ μελέτη τῶν βασανιστηρίων στοὺς διάϕορους λαοὺς τοῦ κόσμου.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

645

— Ναί, λίγες μόνο μεθόδους δὲν ἔχω δεῖ, εἶπε ψυχρὰ ὁ κόμης. — Καὶ νιώθατε εὐχαρίστηση νὰ παρίστασθε σὲ τέτοια ϕρικαλέα θεάματα; —Εὐχαρίστηση ποτέ! Τὸ πρῶτο μου συναίσθημα ἦταν ἡ ἀπέχθεια, τὸ δεύτερο ἡ ἀδιαϕορία, τὸ τρίτο ἡ περιέργεια. — ῾ Η περιέργεια; Αὐτὴ ἡ λέξη ἠχεῖ τρομακτικά, τὸ ξέρετε; — Καὶ γιατί; Στὴ ζωή μας δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο μία σοβαρὴ ἀνησυχία: ὁ θάνατος. ῎ Ε, λοιπόν! Δὲν ἔχετε περιέργεια νὰ μελετήσετε μὲ πόσους διαϕορετικοὺς τρόπους μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ πῶς ἀνάλογα μὲ τὸ χαρακτήρα, τὴν ἰδιοσυγκρασία, ἀκόμα καὶ μὲ τὰ ἤθη τοῦ τόπου, τὰ ἄτομα ἀντέχουν αὐτὸ τὸ ὑπέρτατο πέρασμα ἀπὸ τὸ εἶναι στὸ τίποτα, στὸ ἀπόλυτο μηδέν; ῞ Οσο γιὰ μένα, σᾶς ἐξομολογοῦμαι: ὅσο πιὸ πολλοὺς θανάτους ἔχει δεῖ κανείς, τόσο πιὸ εὔκολο τοῦ εἶναι νὰ πεθάνει. ῎ Ετσι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἴσως ὁ θάνατος νὰ εἶναι πράγματι ἕνα βασανιστήριο, ἀλλὰ σίγουρα δὲν εἶναι ἐξαγνισμός. — Δὲν σᾶς πολυκαταλαβαίνω, εἶπε ὁ Φράντς· γιά ἐξηγῆστε μας καλύτερα, γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσο ἔχετε ἐξάψει τὴν περιέργειά μου. — ᾽Ακοῦστε, εἶπε ὁ κόμης (καὶ τὸ πρόσωπό του ποτίστηκε ἀπὸ χολή, ὅπως τὸ πρόσωπο κάποιου ἄλλου θὰ κοκκίνιζε ἀπὸ αἷμα). ῍ Αν κάποιος προξένησε τὸ χαμό, μὲ ἀνείπωτα βασανιστήρια, μὲ ἀτελείωτες κακουχίες, τοῦ πατέρα σας, τῆς μητέρας σας, τῆς ἀγαπημένης σας, κάποιας τέλος πάντων ὕπαρξης ποὺ ἡ ἀπώλειά της ἀϕήνει ἕνα αἰώνιο κενὸ στὴν καρδιά σας καὶ μιὰ μόνιμη αἱμάσσουσα πληγή, νομίζετε πὼς ἡ τιμωρία ποὺ τοῦ ἐπιβάλλει ἡ κοινωνία εἶναι ἱκανοποιητική; ᾽ Επειδὴ τὸ λεπίδι τῆς γκιλοτίνας πέϕτει ἀνάμεσα


646

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

στὸ ἀκουμπιστήρι τοῦ κεϕαλιοῦ καὶ τοὺς τραπεζοειδεῖς μῦς τοῦ λαιμοῦ τοῦ ϕονιᾶ; Αὐτὸ ποὺ τόσα χρόνια ὑποϕέρατε, ἀπὸ ἠθικὰ βάσανα, πάτσισε ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ προκάλεσε ὑπέϕερε γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα; — Ναί, τὸ ξέρω, συνέχισε ὁ Φράντς, ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι ἀνεπαρκὴς ὡς παρηγορήτρια· τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ χύσει αἷμα στὴ θέση τοῦ ἤδη χυμένου, αὐτὸ μόνον. Τῆς ζητᾶμε πάντοτε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ καὶ τίποτε παραπάνω. — Νὰ σᾶς θέσω τότε ἐδῶ μιὰ συγκεκριμένη περίπτωση, συνέχισε ὁ κόμης· ἡ κοινωνία, που ὁ θάνατος ἑνὸς ἀνθρώπου ἔχει προσβάλει τὴν ἱδρυτική της βάση, ἐκδικεῖται τὸ θάνατό του μὲ τὸ θάνατο τοῦ δράστη. Δὲν ὑπάρχουν ὅμως ἑκατομμύρια πόνοι ποὺ μπορεῖ νὰ ξεσκίζουν τὰ σωθικὰ ἑνὸς ἀνθρώπου χωρὶς ν ᾽ ἀσχοληθεῖ μ᾽ αὐτὸ καθόλου ἡ κοινωνία, χωρὶς νὰ τοῦ προσϕέρει ἔστω τὸ ἀνεπαρκὲς μέσον τῆς ἐκδίκησης, περὶ τοῦ ὁποίου συζητούσαμε λίγο πρίν; Δὲν ὑπάρχουν ἄραγε ἐγκλήματα γιὰ τὰ ὁποῖα τὸ παλούκωμα τῶν Τούρκων, οἱ ϕάτνες τῶν Περσῶν,* τὰ ξεριζωμένα νεῦρα τῶν ᾽ Ιροκέζων* θὰ ἦταν πολὺ ἤπιες τιμωρίες, ἐνῶ ἡ ἀδιάϕορη κοινωνία τ ᾽ ἀϕήνει ἀτιμώρητα;... ᾽Απαντῆστε, δὲν ὑπάρχουν τέτοια ἐγκλήματα; — Ναί, εἶπε ὁ Φράντς, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν τέτοια ἐγκλήματα ἡ κοινωνία μας ἀνέχεται τὶς μονομαχίες. — ῎ Α, βέβαια, ἡ μονομαχία! Τί διασκεδαστικὸς τρόπος νὰ ξεγελᾶς τὴν ψυχή σου πὼς ἔϕτασες στὸ στόχο σου, ὅταν ἔχεις γιὰ στόχο τὴν ἐκδίκηση. ῞ Ενας ἄντρας ἁρπάζει τὴν ἀγαπημένη σου, ξελογιάζει τὴ γυναίκα σου, ἀτιμάζει τὴν κόρη σου. Μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ὅπου ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σοῦ δώσει τὸ μερίδιό σου στὴν εὐτυχία, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ σὲ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα, τὴ μετατρέπει σὲ μιὰ ζωὴ πόνου, στερήσεων καὶ ἀτίμωσης. Καὶ νομίζεις


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

647

πὼς δικαιώνεσαι καὶ ἐκδικεῖσαι ἂν καρϕώσεις ἕνα σπαθὶ στὸ στῆθος ἢ ἕνα βόλι στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ σοῦ ϕύτεψε τὴν τρέλα στὸ μυαλὸ καὶ τὴν ἀπελπισία στὴν καρδιά; ᾽ Ελᾶτε τώρα! ῎ Ασε ποὺ τὶς περισσότερες ϕορὲς μπορεῖ νὰ βγεῖ αὐτὸς θριαμβευτὴς στὸν ἀγώνα, νὰ ξεπλυθεῖ στὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ νὰ θεωρηθεῖ πὼς ὁ Θεὸς τὸν συγχώρεσε. ῎ Οχι, ὄχι! ῍ Αν ἔπρεπε κάποτε νὰ ἐκδικηθῶ, δὲν θὰ ἔπαιρνα ἐκδίκηση μ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο. — Δηλαδή, ἀποδοκιμάζετε τὴ μονομαχία; Δηλαδή, ἀρνεῖστε νὰ ἀγωνιστεῖτε σὲ μονομαχία; ρώτησε ὁ ᾽Αλβέρτος, ἔκπληκτος ποὺ ἄκουγε τὴ διατύπωση μιᾶς τόσο περίεργης γιὰ τὴ νοοτροπία του θεωρίας. — ῎ Ισα ἴσα! εἶπε ὁ κόμης. ῍ Ας τὸ ξεκαθαρίσουμε: θὰ πήγαινα νὰ μονομαχήσω ἐξαιτίας κάποιας ἀθλιότητας, γιὰ κάποια βρισιά, μιὰ διάψευση, ἕνα χαστούκι, καὶ δὲν θὰ χολόσκαγα νὰ πάω, γιατὶ χάρη στὴν ἐπιδεξιότητα ποὺ ἔχω στὰ ὅπλα καὶ τὴ διαρκὴ σωματική μου ἄσκηση, καθὼς καὶ τὴν ὀξύτατη αἴσθηση τοῦ κινδύνου, εἶμαι σχεδὸν σίγουρος ὅτι θὰ σκότωνα αὐτὸν μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μονομαχοῦσα. ῎ Ισα ἴσα! Γι᾽ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, θὰ μονομαχοῦσα. ᾽Αλλὰ γιὰ ἕναν ἀργό, βασανιστικό, βαθύ, ἀτελείωτο, αἰώνιο πόνο θὰ ἀνταπέδιδα, ἂν μποροῦσα, ἕναν πόνο παρόμοιο μ᾽ αὐτὸν ποὺ θὰ μοῦ εἶχαν προξενήσει: ὀϕθαλμὸν ἀντὶ ὀϕθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, ὅπως λένε οἱ ᾽Ανατολίτες, ποὺ εἶναι οἱ δάσκαλοί μας στὰ πάντα, αὐτοὶ οἱ ἐκλεκτοὶ τῆς Δημιουργίας ποὺ γνώριζαν πῶς νὰ δημιουργήσουν μιὰ ζωὴ ϕτιαγμένη ἀπὸ τὰ ὄνειρα κι ἕναν παράδεισο ἀπὸ τὶς ἁπτὲς πραγματικότητες. — ᾽Αλλά, μ᾽ αὐτὴ τὴ θεωρία, εἶπε ὁ Φρὰντς στὸν κόμη, ποὺ σᾶς καθιστᾶ ταυτόχρονα δικαστὴ καὶ δήμιο σὲ ὑπόθεσή σας, θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀποϕεύγετε αἰώνια κι ἐσεῖς τὶς συνέπειες τοῦ νόμου. Τὸ


648

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

μίσος εἶναι τυϕλό, ὁ θυμὸς κουϕός, καὶ ὅποιος γεμίζει τὸ ποτήρι του μὲ ἐκδίκηση, κινδυνεύει νὰ πιεῖ πικρὸ ποτὸ στὸ τέλος. — Ναί, ἂν εἶναι ϕτωχὸς καὶ ἀδέξιος· ὄχι ἂν εἶναι ἑκατομμυριοῦχος κι ἐπιδέξιος. ᾽ Εξάλλου ἡ λογικὴ τοῦ «μὴ χεῖρον βέλτιστον» εἶναι τὸ τελευταῖο μαρτύριο* γιὰ τὶς περιπτώσεις ποὺ μόλις συζητούσαμε· μ᾽ αὐτὸ ἀντικατέστησε ἡ ϕιλάνθρωπη Γαλλικὴ ᾽ Επανάσταση τὸν διαμελισμὸ* καὶ τὸν τροχό.* Στ ᾽ ἀλήθεια ἔχω σχεδὸν θυμώσει πού, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, αὐτὸς ὁ ἄθλιος Πεπίνο δὲν θὰ εἶναι decapitato, ὅπως λέγεται ἐδῶ ὁ ἀποκεϕαλισμένος· θὰ βλέπατε πόσο λίγο διαρκεῖ αὐτὸ καὶ ἂν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ χάνουμε τὸ χρόνο μας μιλώντας γιὰ κάτι τέτοιο. ᾽Αλλά, κύριοι, τί μᾶς ἔπιασε καὶ ἀσχολούμαστε μὲ τόσο μακάβρια θέματα, πρωὶ πρωί, μέσα στὸ Καρναβάλι; Πῶς μᾶς ἦρθε αὐτὴ ἡ ἰδέα; ῎ Α, θυμήθηκα· ζητήσατε μιὰ θέση στὸ παράθυρό μου. Λοιπόν, ὁρίστε, θὰ τὴν ἔχετε! ᾽Αλλὰ ἂς καθίσουμε πρῶτα στὸ τραπέζι, γιατὶ ἔρχονται νὰ μᾶς ἀναγγείλουν πὼς τὸ πρωινό μας ἔχει σερβιριστεῖ. Πράγματι, ἕνας ὑπηρέτης ἄνοιξε μία ἀπὸ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ σαλονιοῦ, ἐκϕωνώντας ἐπίσημα: — Al suo commodo ! * Οἱ δύο νεαροὶ σηκώθηκαν καὶ πέρασαν στὴν τραπεζαρία. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ προγεύματος, ποὺ ἦταν ἐξαίρετο καὶ σερβιρισμένο μὲ ἀϕάνταστη ἐκζήτηση, ὁ Φρὰντς προσπαθοῦσε νὰ συναντήσει τὸ βλέμμα τοῦ ᾽Αλβέρτου· ἤθελε νὰ δεῖ τὴν ἐντύπωση ποὺ σίγουρα θὰ τοῦ εἶχαν προκαλέσει τὰ λόγια τοῦ οἰκοδεσπότη τους. ῾ Ωστόσο ἐκεῖνος, εἴτε γιατὶ λόγω τῆς συνηθισμένης ἀμεριμνησίας του δὲν τοὺς εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία, εἴτε γιατὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κόμης Μοντεχρίστος εἶχε συμϕωνήσει μὲ τὴν ἔστω καὶ μικρὴ χρη-


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

649

σιμότητα τῶν μονομαχιῶν τὸν εἶχε ϕέρει κοντά του, εἴτε τέλος γιατὶ ὅλα τὰ προηγούμενα ποὺ σᾶς ἔχουμε ἀϕηγηθεῖ, καὶ ποὺ μόνον ὁ Φρὰντς γνώριζε, μεγάλωσαν γιὰ κεῖνον τὸ ἐνδιαϕέρον γιὰ τὶς θεωρίες τοῦ κόμη, δὲν ἀντιλήϕθηκε ὅτι ὁ ϕίλος του δὲν ἔδινε δεκάρα γιὰ ὅλ᾽ αὐτά. ᾽Αντιθέτως, τιμοῦσε τὸ γεῦμα σὰν κάποιος πού ᾽ χει καταδικαστεῖ ἐδῶ καὶ τέσσερις μὲ πέντε μῆνες νὰ τρώει ἀποκλειστικὰ ἰταλικὰ ϕαγητά, δηλαδὴ ϕαγητὰ μιᾶς ἀπὸ τὶς χειρότερες κουζίνες τοῦ κόσμου. ῞ Οσο γιὰ τὸν κόμη, ἴσα ποὺ ἄγγιζε κάποιο πιάτο. Θά ᾽ λεγες ὅτι κάθισε στὸ τραπέζι μὲ τοὺς συνδαιτυμόνες του ἐκπληρώνοντας κάποιο ὑποχρεωτικὸ τυπικὸ καθῆκον ποὺ ὑπαγόρευαν οἱ καλοὶ τρόποι κι ὅτι περίμενε τὴν ἀναχώρησή τους γιὰ νὰ τὸν σερβίρουν κάποια περίεργα ἢ ἰδιαίτερα ϕαγητά. Αὐτό, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, θύμισε στὸν Φρὰντς τὸν τρόμο ποὺ ἐνέπνευσε ὁ κόμης στὴν κόμισσα Γκ... καὶ τὴν πεποίθησή της ὅτι ὁ κόμης, τὸν ὁποῖο τῆς ἔδειξε στὸ θεωρεῖο του ἀπέναντί της, ἦταν βαμπίρ. Τελειώνοντας τὸ πρόγευμά τους, ὁ Φρὰντς κοίταξε ἐπιδεικτικὰ τὸ ρολόι του. — Μὰ τί κάνετε; ρώτησε ὁ κόμης. — Νὰ μᾶς συγχωρεῖτε, κύριε κόμη, ἀπάντησε ὁ Φράντς, ἀλλὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε χίλια πράγματα ἀκόμη. —Σὰν τί; — Δὲν ἔχουμε ροῦχα γιὰ νὰ μεταμϕιεστοῦμε, καὶ σήμερα εἶναι ἡ κατεξοχὴν ἡμέρα τῶν μεταμϕιέσεων. — Μὴν ἀσχολεῖστε λοιπὸν μ᾽ αὐτό. Στὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ ἔχουμε, νομίζω, μιὰ ἀπομονωμένη κάμαρα. Θὰ στείλω ἐκεῖ ὅ,τι ἐνδυμασίες μοῦ ὑποδείξετε καὶ θὰ μασκαρευτοῦμε ἐπιτόπου. — Μετὰ τὴν ἐκτέλεση; ϕώναξε ὁ Φράντς. —Χωρὶς ἄλλο. Πρίν, κατὰ τὴ διάρκεια ἢ μετά, ὅπως σᾶς ἀρέσει.


650

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

— ᾽Απέναντι ἀπὸ τὸ ἰκρίωμα; —Τὸ ἰκρίωμα ἀποτελεῖ μέρος τῆς γιορτῆς. — ᾽Ακοῦστε, κύριε κόμη, τὸ ξανασκέϕτηκα, εἶπε ὁ Φράντς. Σίγουρα σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ τὴν εὐγένειά σας, ἀλλὰ θὰ ἀρκεστῶ νὰ δεχτῶ μία θέση στὴν ἅμαξά σας καὶ μία θέση στὸ παράθυρο τοῦ μεγάρου Ρόσπολι, καὶ σᾶς ἀϕήνω ἐλεύθερο νὰ διαθέσετε σὲ κάποιον ἄλλον τὴ θέση μου στὸ παράθυρο στὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ. —Σᾶς προειδοποιῶ πὼς χάνετε κάτι τὸ ὑπερβολικὰ ἀξιοπερίεργο, ἀπάντησε ὁ κόμης. — Θὰ μοῦ τὸ διηγηθεῖτε, συνέχισε ὁ Φράντς, καὶ εἶμαι πεπεισμένος πὼς ἡ διήγηση ἀπὸ τὸ στόμα σας θὰ εἶναι σχεδὸν τόσο ἐντυπωσιακὴ ὅσο καὶ ἂν ἔβλεπα τὴν ἐκτέλεση μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια. ᾽ Εξάλλου, ἀρκετὲς ϕορὲς θέλησα ἤδη νὰ παραστῶ σὲ κάποια ἐκτέλεση, ἀλλὰ τελικὰ δὲν κατάϕερα νὰ τὸ ἀποϕασίσω. ᾽ Εσύ, ᾽Αλβέρτο; — ᾽ Εγώ, εἶπε ὁ ὑποκόμης, εἶδα νὰ ἐκτελοῦν τὸν Καστέν.* ᾽Αλλὰ νομίζω πὼς ἤμουνα τύϕλα ἐκείνη τὴν ἡμέρα· ἦταν ἡ μέρα ποὺ τέλειωσα τὸ λύκειο καὶ οὔτε ποὺ θυμᾶμαι σὲ ποιό καμπαρὲ εἴχαμε ξενυχτήσει. — Ναί, ἀλλὰ δὲν συντρέχει λόγος, ἐπειδὴ δὲν κάνατε κάτι στὸ Παρίσι, νὰ μὴν τὸ κάνετε στὸ ἐξωτερικό· ὅταν ταξιδεύεις, μορϕώνεσαι, ὅταν ἀλλάζεις τοποθεσίες, τὸ κάνεις γιὰ νὰ βλέπεις ἄλλα πράγματα. Γιά ϕανταστεῖτε πῶς θὰ νιώθετε ὅταν σᾶς ρωτᾶνε οἱ ϕίλοι σας: «Πῶς γίνονται οἱ ἐκτελέσεις στὴ Ρώμη;» Τί θὰ τοὺς ἀπαντᾶτε; Δὲν ξέρω; Στὸ κάτω κάτω, λένε πὼς ὁ καταδικασμένος εἶναι ἕνας ἐλεεινὸς κατεργάρης, ποὺ σκότωσε χτυπώντας μὲ τὴ μασιὰ τοῦ τζακιοῦ ἕναν ἀγαθὸ παπά, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε ἀναθρέψει σὰν παιδί του. Τί διάολο! ῞ Αμα σκοτώνεις ἕναν ἄνθρωπο τῆς ᾽ Εκκλησίας, πάρε κάποιο καταλληλότερο ὅπλο


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

651

ἀπὸ τὴ μασιά, εἰδικὰ ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τῆς ᾽ Εκκλησίας εἶναι ἴσως ὁ πατέρας σου ὁ ἴδιος. ῍ Αν ταξιδεύατε στὴν ᾽ Ισπανία, σίγουρα θὰ παρακολουθούσατε ταυρομαχίες, ἔτσι δὲν εἶναι; ῎ Ε, λοιπόν, ὑποθέστε ὅτι θὰ παρακολουθήσουμε μιὰ μάχη. Θυμάστε τοὺς ἀρχαίους Ρωμαίους στὴν ἀρένα; Τὰ κυνήγια ὅπου σκοτώνονταν σὲ μία μέρα τρακόσια λιοντάρια καὶ καμιὰ ἑκατοστὴ ἄνθρωποι; Θυμάστε πὼς ὀγδόντα χιλιάδες θεατὲς χτυποῦσαν τὰ χέρια τους; Φρόνιμες νοικοκυρὲς ϕέρνανε τὶς κόρες τους ποὺ ἦταν σὲ ἡλικία γάμου, κι ἐκεῖνες οἱ ἁγνὲς παρθένες μὲ τὰ λευκὰ χέρια ἔκαναν μὲ τὸν ἀντίχειρά τους ἕνα μικρὸ χαριτωμένο νεῦμα πρὸς τὰ κάτω, ποὺ σήμαινε: « ᾽ Εμπρός, ἀρκετὰ τεμπελιάσατε! Γιά ἀποτελειῶστε ἐπιτέλους ἐκεῖνον ἐκεῖ καὶ τὸν ἄλλον, ἐκεῖνον τὸν μισοπεθαμένο!» — ᾽Αλβέρτο, θὰ πᾶς; ρώτησε ὁ Φράντς. — Μά τὴν πίστη μου, ναί, ἀγαπητέ μου! Κι ἐγὼ σκεϕτόμουνα σὰν ἐσένα, ἀλλὰ ἡ εὐϕράδεια τοῦ κόμη μὲ ἔπεισε. — ᾽ Εντάξει, ἀϕοῦ τὸ θέλεις κι ἐσύ, πᾶμε λοιπόν, εἶπε ὁ Φράντς. ᾽Αλλὰ πηγαίνοντας πρὸς τὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ, θὰ ἤθελα νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Βόλτας. Μποροῦμε, κύριε κόμη; — Μὲ τὰ πόδια ναί, μὲ τὴν ἅμαξα ὄχι. — Καλά, λοιπόν! Θὰ πάω μὲ τὰ πόδια. —Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ περάσετε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Βόλτας; — Ναί, πρέπει νὰ δῶ κάτι. — Καλά, λοιπόν, θὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Βόλτας καὶ θὰ στείλουμε τὴν ἅμαξα νὰ μᾶς περιμένει στὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ, πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν ὁδὸ Μπαμπουίνου. ᾽ Εξάλλου, δὲν θὰ δυσαρεστηθῶ νὰ περάσω κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Βόλτας, γιατὶ πρέπει νὰ ἐλέγξω ἂν ἐκτελέστηκαν κάποιες ἐντολές μου.


652

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

— ᾽ Εξοχότατε, εἶπε ὁ ὑπηρέτης ἀνοίγοντας τὴν πόρτα. ῞ Ενας ἄνθρωπος μὲ ἔνδυμα προσκυνητῆ θέλει νὰ σᾶς μιλήσει. — ῎ Α, ναί, εἶπε ὁ κόμης, ξέρω γιατί ἦρθε. Κύριοι, θὰ θέλατε νὰ ξαναπεράσετε στὸ σαλόνι; Στὸ τραπεζάκι ποὺ εἶναι στὴ μέση θὰ βρεῖτε ἐξαιρετικὰ ποῦρα ᾽Αβάνας· ἐγὼ θὰ σᾶς συναντήσω σὲ ἕνα λεπτό. Οἱ δύο νεαροὶ σηκώθηκαν καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴ μία πόρτα, ἐνῶ ὁ κόμης, ἀϕοῦ τοὺς ξαναζήτησε συγγνώμη, βγῆκε ἀπὸ μία ἄλλη. ῾ Ο ᾽Αλβέρτος, ποὺ ἦταν μεγάλος ἐραστὴς τοῦ καπνοῦ καὶ ἀπὸ τότε ποὺ πάτησε στὴν ᾽ Ιταλία θεωροῦσε μεγάλη θυσία τὸ ὅτι εἶχε στερηθεῖ τὰ ποῦρα τοῦ «Καϕὲ ντὲ Παρί», πλησίασε στὸ τραπεζάκι κι ἄϕησε μιὰ χαρούμενη κραυγὴ βλέποντας γνήσια ποῦρα. — Λοιπόν, τὸν ρώτησε ὁ Φράντς, τί σκέϕτεσαι γιὰ τὸν κόμη Μοντεχρίστο; —Τί σκέϕτομαι; εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος, ϕανερὰ ἔκπληκτος ποὺ ὁ ϕίλος του ἔκανε μιὰ τέτοια ἐρώτηση. Νομίζω πὼς εἶναι ἕνας γοητευτικὸς ἄντρας, ποὺ κρατάει πολὺ ψηλὰ τοὺς καλοὺς τρόπους, ποὺ ἔχει δεῖ πολλά, ἔχει σπουδάσει πολλά, ἔχει σκεϕτεῖ πολλά, ποὺ εἶναι τῆς στωικῆς Σχολῆς, σὰν τὸν Βροῦτο, καὶ διαθέτει ὑπέροχα ποῦρα. Καὶ τελειώνοντας ϕύσηξε ἡδονικὰ ἕνα σύννεϕο καπνοῦ, ποὺ ἀνέβηκε στριϕογυρίζοντας πρὸς τὸ ταβάνι. Αὐτὴ ἦταν ἡ γνώμη τοῦ ᾽Αλβέρτου γιὰ τὸν κόμη. ᾽Αλλὰ ὁ Φράντς, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ᾽Αλβέρτος καυχιόταν πὼς ἡ τελικὴ γνώμη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐρχόταν μετὰ ἀπὸ ὥριμη σκέψη, δὲν δοκίμασε νὰ τὸν ἐπηρεάσει καθόλου. — Μήπως πρόσεξες ὅμως κάτι περίεργο; —Τί πράγμα; — Μὲ τί προσοχὴ σὲ παρατηροῦσε.


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

653

— ᾽ Εμένα; — Ναί, ἐσένα. ῾ Ο ᾽Αλβέρτος τὸ σκέϕτηκε. — Μπά! εἶπε ἀναστενάζοντας. Τίποτα περίεργο σ ᾽ αὐτό. Λείπω σχεδὸν ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸ Παρίσι καὶ τὰ ροῦχα μου θὰ ϕαντάζουν παλιομοδίτικα. ῾ Ο κόμης θὰ μὲ πῆρε γιὰ κανέναν ἐπαρχιώτη. Διάψευσέ τον, ἀγαπημένε μου ϕίλε, καὶ πές του σὲ παρακαλῶ πὼς θ ᾽ ἀλλάξω ἐμϕάνιση μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία. ῾ Ο Φρὰντς χαμογέλασε. Μετὰ ἀπὸ λίγο μπῆκε μέσα ὁ κόμης. — Νά με κι ἐγώ, κύριοι, ὅλος δικός σας, οἱ διαταγὲς δόθηκαν. ῾ Η ἅμαξα πάει πρὸς τὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ, ἐμεῖς θὰ πᾶμε ἀπὸ τὴ δικιά μας τὴ μεριά, ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Βόλτας. Μά, πάρτε μερικὰ ποῦρα μαζί σας, κύριε ντὲ Μορσέρϕ. —Μά τὴν πίστη μου, μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, εἶπε ὁ ᾽Αλβέρτος, γιατὶ τὰ ποῦρα ποὺ ἀγοράζει κανεὶς στὴν ᾽ Ιταλία εἶναι χειρότερα κι ἀπὸ τὰ δικά μας τοῦ μονοπωλίου. ῞ Οταν ἔρθετε στὸ Παρίσι, θὰ σᾶς τὰ ἀνταποδώσω ὅλα αὐτά. —Εὐχαρίστως! Σκοπεύω κάποια μέρα νὰ πάω ἐκεῖ, καί, ἂν μοῦ τὸ ἐπιτρέπετε, θὰ ἔρθω νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα σας. Πᾶμε λοιπόν, κύριοι, πᾶμε, δὲν ἔχουμε καιρὸ γιὰ χάσιμο· εἶναι δώδεκα καὶ μισή, πρέπει νὰ ϕύγουμε. Κατέβηκαν καὶ οἱ τρεῖς. ῾ Ο ἁμαξὰς πῆρε τὶς τελευταῖες ἐντολὲς ἀπὸ τὸ ἀϕεντικό του καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ Μπαμπουίνου, ἐνῶ οἱ τρεῖς πεζοὶ ἀνέβηκαν ἀπὸ τὴν Πλατεία ᾽ Ισπανίας καὶ τὴν ὁδὸ Φρατίνα καὶ βγῆκαν ἀνάμεσα στὸ παλάτσο Φιάνο καὶ τὸ παλάτσο Ρόσπολι. ῾ Ο Φρὰντς κοίταξε προσεκτικὰ τὰ παράθυρα αὐτοῦ τοῦ παλατιοῦ. Δὲν εἶχε ξεχάσει καθόλου τὸ σύνθημα ποὺ εἶχαν κανονίσει στὸ Κολοσσαῖο ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μανδύα καὶ ὁ Τραστεβερίνος.


654

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

—Ποιά εἶναι τὰ παράθυρά σας; ρώτησε ὅσο πιὸ ϕυσιολογικὰ μποροῦσε. —Τὰ τρία τελευταῖα, τοῦ ἀπάντησε ὁ κόμης ἀδιάϕορα καὶ καθόλου ὑποκριτικά, καθὼς δὲν μποροῦσε νὰ μαντέψει γιὰ ποιό λόγο τοῦ ἔκαναν αὐτὴ τὴν ἐρώτηση. ῾ Ο Φρὰντς κοίταξε ἀμέσως πρὸς τὰ πάνω, ψάχνοντας τὰ τρία παράθυρα. Τὰ δύο ἀκριανὰ παράθυρα εἶχαν ἁπλωμένα στὴν ποδιά τους κίτρινα δαμασκηνὰ ὑϕάσματα, τὸ μεσαῖο ἕνα λευκὸ δαμασκηνὸ μὲ ἕναν κόκκινο σταυρὸ στὴ μέση. ῾ Ο ἄνθρωπος μὲ τὸ μανδύα εἶχε κρατήσει τὸ λόγο του στὸν Τραστεβερίνο. Καὶ δὲν ὑπῆρχε πιὰ καμία ἀμϕιβολία ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μανδύα ἦταν ὁ κόμης. Στὰ τρία παράθυρα δὲν ϕαινόταν ψυχή. Κατὰ τὰ ἄλλα, παντοῦ γύρω ὅλοι κάνανε προετοιμασίες· τοποθετοῦσαν καρέκλες, ἔστηναν ἐξέδρες, κρεμοῦσαν πανιὰ μὲ χαρούμενα χρώματα στὰ παράθυρα. Πρὶν ἀπὸ τὸ χτύπημα τῆς καμπάνας, δὲν μποροῦσε νὰ ϕορέσει κανένας μάσκα οὔτε νὰ κυκλοϕορήσει ἅμαξα μὲ μεταμϕιεσμένους· ἀλλὰ μάντευες πίσω ἀπὸ κάθε παράθυρο τὶς μάσκες καὶ πίσω ἀπὸ κάθε πύλη τὶς ἅμαξες. ῾ Ο Φράντς, ὁ ᾽Αλβέρτος καὶ ὁ κόμης ἐξακολούθησαν νὰ κατηϕορίζουν τὴν ὁδὸ τῆς Βόλτας. ῞ Οσο πλησίαζαν πρὸς τὴν Πλατεία τοῦ Λαοῦ, τὸ πλῆθος γινόταν πιὸ πυκνό· πάνω ἀπὸ τὰ κεϕάλια τοῦ κόσμου ἔβλεπες νὰ ὀρθώνονται δύο πράγματα: ὁ ὀβελίσκος, ποὺ τὸν στεϕάνωνε ἕνας σταυρὸς ὁ ὁποῖος ὁρίζει τὸ κέντρο τῆς πόλης, καὶ πρὶν ἀπ ᾽ αὐτόν, στὴ συμβολὴ τῶν ὁδῶν Μπαμπουίνου, Βόλτας καὶ Ριπέτα, τὰ δύο κάθετα ξύλινα μακάβρια δοκάρια τοῦ ἰκριώματος, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ἄστραϕτε ἡ καμπυλωτὴ λεπίδα τῆς mandaïa. Στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου πέτυχαν τὸν διαχειριστὴ τοῦ κόμη, ποὺ περίμενε τὸν ἀϕέντη του. Τὸ παράθυρο, ποὺ σίγουρα ὁ κόμης τὸ εἶχε νοικιάσει σὲ ἐξωϕρενικὴ τι-


ΒΙΒΛΙΟ Β ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

655

μή, τὴν ὁποία δὲν θέλησε νὰ μοιραστεῖ μὲ τοὺς καλεσμένους του, ἀνῆκε στὸν δεύτερο ὄροϕο τοῦ μεγάρου ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὴν ὁδὸ Μπαμπουίνου καὶ τὸ Μόντε Πίντσιο. ῞ Οπως εἴπαμε ἤδη, ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα γραϕειάκι ποὺ ἔβγαζε σὲ μιὰ κρεβατοκάμαρα. Κλείνοντας τὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας, οἱ νοικάρηδες τοῦ γραϕείου ἀπομονώνονταν. Στὶς καρέκλες εἶχαν ἀϕήσει δύο κοστούμια παλιάτσου ἀπὸ κομψότατο λευκὸ καὶ θαλασσὶ σατέν. — ᾽Αϕοῦ μοῦ ἀϕήσατε τὴν πρωτοβουλία νὰ διαλέξω ἐγὼ τὶς στολές σας, εἶπε ὁ κόμης στοὺς δύο ϕίλους, σᾶς ἑτοίμασα αὐτὲς τὶς δύο. Πρῶτα πρῶτα, γιατὶ εἶναι πολὺ τῆς μόδας ἐϕέτος· ἔπειτα, γιατὶ δὲν κολλάει ἐπάνω τους ὁ χαρτοπόλεμος, ἐνῶ καὶ τὸ ἀλεύρι δὲν ϕαίνεται. ῾ Ο Φρὰντς ἄκουγε ποῦ καὶ ποῦ μόνο τὰ λόγια τοῦ κόμη, μὴ ἐκτιμώντας ἴσως δίκαια τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς νέας του εὐγενικῆς προσϕορᾶς. Γιατὶ ὅλη του ἡ προσοχὴ ἦταν στραμμένη στὸ θέαμα τῆς Πλατείας τοῦ Λαοῦ καὶ στὸ τρομερὸ ἐργαλεῖο, ποὺ τώρα ἀποτελοῦσε τὸ κυριότερο διακοσμητικὸ στοιχεῖο. Πρώτη ϕορὰ ὁ Φρὰντς ἔβλεπε γκιλοτίνα στὴ ζωή του· λέμε γκιλοτίνα, γιατὶ ἡ ρωμαϊκὴ mandaïa εἶναι ϕτιαγμένη περίπου μὲ τὸ ἴδιο πατρὸν ποὺ ϕτιάχτηκε τὸ δικό μας ἐθνικὸ ἐργαλεῖο θανάτου. ῾ Η λεπίδα της διαϕέρει, ἀϕοῦ ἔχει σχῆμα μισοϕέγγαρου, ποὺ κόβει ἀπὸ τὴν κυρτὴ πλευρά της, καὶ πέϕτει ἀπὸ μικρότερο ὕψος. Αὐτὸ εἶν ᾽ ὅλο. Δύο ἄντρες, καθισμένοι στὴ σανίδα ὅπου ξαπλώνουν τὸν κατάδικο, γευμάτιζαν περιμένοντας, κι ἀπ ᾽ ὅσο μποροῦσε νὰ διακρίνει ὁ Φράντς, τρώγανε ψωμὶ καὶ λουκάνικα· ὁ ἕνας σήκωσε τὴ σανίδα καὶ τράβηξε ἀπὸ κάτω ἕνα ϕλασκὶ κρασί, ἤπιε μιὰ γερὴ γουλιὰ καὶ τὸ ἔδωσε στὸν σύντροϕό του· αὐτοὶ οἱ δύο ἦταν οἱ βοηθοὶ τοῦ δήμιου! ῞ Οταν τὸ συ-


656

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ

νειδητοποίησε ὁ Φράντς, ἔνιωσε τὸν ἱδρώτα νὰ λούζει τὶς ρίζες τῶν μαλλιῶν του. Οἱ κατάδικοι εἶχαν μεταϕερθεῖ τὴν προηγούμενη μέρα ἀπὸ τὶς Νέες Φυλακὲς στὴ μικρὴ ἐκκλησία τῆς Σάντα Μαρία ντὲλ Πόπολο,* καὶ πέρασαν τὴ νύχτα ἐκεῖ, μὲ δύο ἱερεῖς γιὰ συντροϕιὰ ὁ καθένας. Τοὺς εἶχαν κλείσει μέσα σ ᾽ ἕνα ϕωτισμένο παρεκκλήσι ποὺ ἔκλεινε μὲ μιὰ καγκελόπορτα, ἐνῶ ἀπέξω περιπολοῦσαν ἔνοπλοι ϕρουροὶ ποὺ ἄλλαζαν κάθε ὥρα. Μιὰ διπλὴ σειρὰ ἔνοπλων καραμπινιέρων ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας μέχρι τὴν ἐξέδρα τοῦ ἰκριώματος, τὴν ὁποία καὶ περιέβαλλε κυκλικὰ ἀϕήνοντας ἕνα διάστημα δέκα βημάτων ϕαρδὺ καὶ καλύπτοντας μιὰ περίμετρο ἑκατὸ βημάτων. ᾽Απὸ τὸ διάδρομο αὐτὸν ποὺ δημιουργήθηκε ἀνάμεσα στὸ ἰκρίωμα καὶ τὴ ζώνη τῶν ἀστυνομικῶν θὰ περνοῦσαν οἱ κατάδικοι, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ συνοδοὶ ϕρουροί. ῞ Ολη ἡ ὑπόλοιπη πλατεία ἦταν σὰν πλακοστρωμένη ἀπὸ κεϕάλια ἀντρῶν καὶ γυναικῶν. Πολλὲς γυναῖκες εἶχαν τὰ παιδιά τους στοὺς ὤμους. Τὰ παιδάκια αὐτὰ στέκονταν ψηλότερα ἀπ ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ εἶχαν τὴν καλύτερη θέα. Τὸ Μόντε Πίντσιο ἔμοιαζε μ᾽ ἕνα ἐκτεταμένο ἀμϕιθέατρο τοῦ ὁποίου ὅλες οἱ κερκίδες ἦταν πιασμένες ἀπὸ θεατές· οἱ ἐξῶστες τῶν δύο ἐκκλησιῶν ποὺ βρίσκονται στὴ γωνία τῶν ὁδῶν Μπαμπουίνου καὶ Ριπέτα ἔσϕυζαν ἀπὸ προνομιούχους περίεργους. Τὰ σκαλιὰ τῶν περιστυλίων τους τὰ εἶχαν καλύψει κινούμενα καὶ πολύχρωμα κύματα ποὺ μιὰ ἀδιάκοπη παλίρροια τὰ ἔσπρωχνε πρὸς τὴν πύλη. Κάθε προεξοχή, κάθε ἐξόγκωμα τοῦ τοίχου ἀπ ᾽ ὅπου μποροῦσε κάποιος νὰ κρατηθεῖ, ἔμοιαζε νὰ ϕιλοξενεῖ ἕνα ζωντανὸ ἄγαλμα. Αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ κόμης πρὶν ἦταν ἀπόλυτα σωστό: τὸ πιὸ ἀξιοπερίεργο πράγμα στὴ ζωὴ εἶναι τὸ θέαμα τοῦ θανάτου.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.