Tobias Smollett - Οι Περιπέτειες του Ρόντερικ Ράντομ

Page 1



ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΡΟΝΤΕΡΙΚ ΡΑΝΤΟΜ TOBIAS GEORGE SMOLLETT ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΡΕΝΑ ΧΑΤΧΟΥΤ ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

PAUL-GABRIEL BOUCÉ

EDITIO MINOR

GUTENBERG ORBIS LITER Æ


Φοβερὰ ὀξυδερκὴς περιέγραφε ἐξαιρετικὰ ἀπολαυστικὰ καὶ μὲ πολὺ χιούμορ ὅσα ἔβλεπε. WILLIAM THACKERAY

Ὁ καλύτερος συγγραφέας τῆς Σκοτίας. GEORGE ORWELL

Βάλτε τὴ Ντόροθι νὰ σᾶς διαβάσει κάτι ἐλαφρύ: τὸν Ρόντερικ Ράντομ γιὰ παράδειγμα. Τώρα ποὺ εἶναι παντρεμένη μπορεῖ νὰ τὸ διαβάσει. Θυμᾶμαι μὲ ἔκανε νὰ γελάω πολύ. GEORGE ELIOT MIDDLEMARCH

Ἕνα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματα ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διαβάσετε στὴ ζωή σας. Τὸ πρῶτο αὐτὸ μυθιστόρημα τοῦ Σμόλετ ἔχει πολλὰ αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα –τὶς περιπέτειές του, γιὰ παράδειγμα, ὡς χειρουργὸς στὸ πολεμικὸ ναυτικό– καὶ μέσα του παρελαύνουν καὶ σατιρίζονται ἄγρια διάφοροι χαρακτῆρες. THE GUARDIAN


Ἔχει τόσες χάρες καὶ τόση ζωντάνια ποὺ πολὺ γρήγορα θὰ χαίρεστε γιὰ τὸν ὄγκο του, ὁ ὁποῖος ἴσως σᾶς τρομοκράτησε στὴν ἀρχή. Θὰ σκέφτεστε μόνο τὶς δεκάδες ἀπολαυστικὲς σελίδες ποὺ σᾶς περιμένουν. THE WASHINGTON TIMES

Ἡ εὐθύτητα τοῦ Σμόλετ καὶ τὸ σκατολογικό του χιούμορ δὲν πολυῆταν τοῦ γούστου τῶν καθωσπρέπει βικτοριανῶν, ποὺ τοῦ γύρισαν τὴν πλάτη, μὰ τὰ μυθιστορήματά του δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ ἔχουν φανατικοὺς θαυμαστές· ἀνάμεσά τους συγκαταλέγονται ὁ Ὄργουελ, ὁ Πρίτσετ καὶ ὁ νεαρὸς Κάρολος Ντίκενς. ΔΙΆΣΤΙΧΟ


Γιὸς Σκοτσέζου εὐγενοῦς, ἀλλὰ ἄφραγκος, καβγατζής, ἀλλὰ καὶ τρυφερός, σκανδαλιάρης καὶ πολὺ πολὺ ἐρωτιάρης ὁ Ρόντερικ Ράντομ περιπλανιέται σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη τοῦ πλανήτη στὴν ἄλλη, ζώντας κάθε εἴδους περιπέτειες. «Γνωρίστε τον!» συνιστοῦν συγγραφεῖς ὅπως ὁ Ντίκενς, ὁ Ὄργουελ, ἡ Τζὸρτζ Ἔλιοτ, ὁ Θάκερεϊ. Θὰ καταδιασκεδάσετε μαζί του, θὰ ταξιδέψετε, θὰ συναντήσετε χαρακτῆρες τοῦ 18ου αἰώνα ποὺ θὰ ταυτίσετε μὲ πολλοὺς σημερινοὺς καὶ θὰ ἀπολαύσετε τὸν τρόπο ποὺ τοὺς σατιρίζει. Ξεκινῆστε:


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 17.

189

῞ Ενας ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ διέταξε νὰ πλησιάσω μὲ τόνο τόσο ἐπιτακτικό, ποὺ γιὰ ἕνα-δυὸ λεπτὰ τὰ εἶχα τελείως χαμένα. ῾ Η πρώτη ἐρώτηση ποὺ μοῦ ἔκανε ἦταν «Ποῦ γεννήθηκες». ᾽Απάντησα ὅτι εἶχα γεννηθεῖ στὴ Σκοτία. —Στὴ Σκοτία, εἶπε, τὸ ξέρω πολὺ καλά. Δὲν ἔρχεται καὶ κανεὶς ἀπὸ κάποιο ἄλλο μέρος ἐδῶ γιὰ ἐξετάσεις. Τώρα τελευταῖα ἐσεῖς οἱ Σκοτσέζοι ἔχετε γεμίσει τὸν τόπο σὰν τὶς ἀκρίδες τῆς Αἰγύπτου.1 Σὲ ρώτησα σὲ ποιά περιοχὴ τῆς Σκοτίας γεννήθηκες. Τοῦ εἶπα τ ᾿ ὄνομα τῆς γενέτειράς μου, ποὺ δὲν τὸ εἶχε ξανακούσει. Στὴ συνέχεια ζήτησε νὰ μάθει τὴν ἡλικία μου, σὲ ποιά πόλη εἶχα κάνει ἐξάσκηση ὡς μαθητευόμενος καὶ γιὰ πόσον καιρό. ῞ Οταν τὸν πληροϕόρησα πὼς εἶχα ἐργαστεῖ μόνο γιὰ τρία χρόνια, ὀργίστηκε τρομερά. ῾ Ορκίστηκε ὅτι ἦταν ντροπὴ καὶ σκάνδαλο νὰ στέλνουν τέτοια ἄβγαλτα ἀγόρια στὸν κόσμο νὰ ἐργαστοῦν ὡς χειρουργοί, καὶ δήλωσε πὼς ἦταν ἐξαιρετικὰ θρασὺ ἀπὸ μέρους μου καὶ προσβλητικὸ γιὰ τοὺς ῎ Αγγλους νὰ παριστάνω ὅτι εἶχα ἐπαρκεῖς γνώσεις ἔπειτα ἀπὸ τόσο λίγα χρόνια ἐξάσκησης ὅταν ὅλοι οἱ μαθητευόμενοι στὴν ᾽Αγγλία συμπλήρωναν τουλάχιστον ἑϕτὰ χρόνια σπουδῶν. Κατέληξε λέγοντας ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα ἂν οἱ ϕίλοι μου μὲ εἶχαν κάνει ὑϕαντὴ ἢ παπουτσή, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ξιπασιᾶς τους, ὅπως ὑπέθετε, ἤθελαν νὰ γίνω κύριος, παρότι ἡ ϕτώχεια τους δὲν τοὺς ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ μὲ μορϕώσουν ὅπως ἔπρεπε. Αὐτὴ ἡ εἰσαγωγὴ κάθε ἄλλο παρὰ μὲ ἠρέμησε· ἀντίθετα, μ᾿ ἔϕερε σὲ τέτοια κατάσταση ποὺ δὲν μποροῦσα οὔτε κὰν νὰ σταθῶ ὄρθιος, γεγονὸς ποὺ παρατήρησε ἕνας στρουμπουλὸς κύριος ποὺ καθόταν ἀπέναντί μου μ᾿ ἕνα κρανίο μπροστά του. Εἶπε ὅτι ὁ κύριος Γρυλίζος ἦταν ὑπερβολικὰ αὐστηρὸς μὲ τὸν νεαρὸ καὶ γυ-


190

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

ρίζοντας πρὸς τὸ μέρος μου μοῦ ἐξήγησε ὅτι δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ϕοβᾶμαι γιατὶ κανένας δὲν ἐπρόκειτο νὰ μοῦ κάνει κακό. ᾽Αϕοῦ μοῦ ἔδωσε χρόνο γιὰ νὰ συνέλθω, μοῦ ἔκανε ἐρωτήσεις σχετικὰ μὲ τὴν τεχνική του τρυπανισμοῦ, κι ἔμεινε πολὺ ἱκανοποιημένος μὲ τὶς ἀπαντήσεις μου. Τὸ ἑπόμενο ἄτομο ποὺ μὲ ἐξέτασε ἦταν ἕνας χωρατατζής, ποὺ ἄρχισε ρωτώντας με ἂν εἶχα παρακολουθήσει ποτὲ ἀκρωτηριασμό· κι ὅταν ἀπάντησα καταϕατικά, κούνησε τὸ κεϕάλι καὶ εἶπε: — ῎Α, σὲ νεκρὸ νὰ ὑποθέσω; ῎Αν –συνέχισε– κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ναυμαχίας σοῦ ἔϕερναν ἕναν ἄντρα ποὺ τὰ βόλια τοῦ εἶχαν διαλύσει τὸ κεϕάλι, τί θὰ ἔκανες; ᾽Αϕοῦ δίστασα γιὰ μιὰ στιγμή, ὁμολόγησα ὅτι δὲν μοῦ εἶχε τύχει ποτὲ τέτοια περίπτωση οὔτε θυμόμουν νὰ ἔχω δεῖ ποτὲ κάποια μέθοδο θεραπείας γιὰ τέτοιο ἀτύχημα σὲ κανένα ἀπὸ τὰ βιβλία ἰατρικῆς ποὺ εἶχα μελετήσει. Δὲν ξέρω ἂν πρέπει νὰ τὸ ἀποδώσω στὴν ἁπλότητα τῆς ἀπάντησής μου ἢ στὴν κακὴ πρόθεση τῆς ἐρώτησης, ἀλλὰ ὅλα τὰ μέλη τῆς ᾽ Επιτροπῆς καταδέχτηκαν νὰ χαμογελάσουν, ἐκτὸς ἀπ᾿ τὸν κύριο Γρυλίζο, ποὺ ϕαινόταν νὰ πάσχει ἀπὸ παντελὴ ἔλλειψη χιούμορ. ῾ Ο χωρατατζής, ἔχοντας πάρει θάρρος ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία τοῦ τελευταίου του ἀστείου, συνέχισε ὡς ἑξῆς: — ῍ Ας ὑποθέσουμε ὅτι σὲ καλοῦν νὰ ἐξετάσεις κάποιον ποὺ ὑποϕέρει ἀπὸ ὑπεραιμία κι ἔχει μώλωπες ἀπὸ πτώση. Τί θὰ ἔκανες; ᾽Απάντησα ὅτι θὰ τοῦ ἔκανα ἀϕαίμαξη ἀμέσως. —Τί; εἶπε. Προτοῦ τοῦ τοποθετήσεις τουρνικέ; Αὐτὸς ὁ ἀστεϊσμὸς ὅμως δὲν ἔγινε δεκτὸς ὅπως περίμενε, κι ἔτσι μὲ παρακάλεσε νὰ προχωρήσω στὸν κύριο ποὺ καθόταν δίπλα του· ὁ ὁποῖος μὲ πολὺ θρασὺ ὕϕος μὲ ρώτησε ποιά μέθοδο θεραπείας θ ᾿ ἀκολουθοῦ-


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 17.

191

σα γιὰ τραύματα στὰ ἔντερα. ᾽ Επανέλαβα τὴ μέθοδο θεραπείας ποὺ ἀναϕέρουν οἱ καλύτεροι συγγραϕεῖς ἐγχειριδίων ἰατρικῆς. Μὲ ἄκουσε ὣς τὸ τέλος, κι ἔπειτα παρατήρησε μὲ ὑπεροπτικὸ χαμόγελο: — ῾ Επομένως πιστεύεις ὅτι μὲ αὐτὴν τὴ θεραπεία ὁ ἀσθενὴς θὰ μποροῦσε νὰ γιατρευτεῖ; Τοῦ εἶπα ὅτι δὲν ἔβλεπα τίποτα ποὺ θὰ ἔϕερνε τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. — Δὲν ἀποκλείεται, συνέχισε, ἀλλὰ πές μου: ξέρεις καμιὰ τέτοια περίπτωση ποὺ νὰ εἶχε ἐπιτυχία; Παραδέχτηκα πὼς ὄχι. Κι ἑτοιμαζόμουν νὰ τοῦ πῶ ὅτι δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ τραυματισμένο ἔντερο, ἀλλὰ μὲ σταμάτησε λέγοντας βιαστικά: — Οὔτε θὰ δεῖς ποτὲ καμία. Βεβαιώνω ὅτι ὅλα τὰ τραύματα τῶν ἐντέρων, μικρὰ ἢ μεγάλα, εἶναι θανάσιμα. —Συγγνώμη, συνάδελϕε, λέει ὁ χοντρὸς κύριος, ὑπάρχουν αὐθεντίες ποὺ λένε τὸ ἀντίθετο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν διέκοψε ὁ ἄλλος λέγοντας: — Κύριε, συγγνώμη, ἀλλὰ περιϕρονῶ ὅλες τὶς αὐθεντίες. Nullius in verba.2 Στέκομαι στὰ δικά μου πόδια. — Μά, κύριε... Κύριε, ἀπάντησε ὁ ἀνταγωνιστής του, ἡ λογικὴ τὸ λέει. — ᾽Αδιαϕορῶ γιὰ τὴ λογική, ϕώναξε τὸ αὐτάρεσκο μέλος τῆς ᾽ Επιτροπῆς. Γελάω μὲ τὴ λογική· ἐγὼ θέλω κάτι χειροπιαστό. ῾ Ο εὔσωμος κύριος ἄρχισε νὰ ἐκνευρίζεται, καὶ παρατήρησε ὅτι κανένας ἄνθρωπος ποὺ γνώριζε τὴν ἀνατομία τῶν ὀργάνων δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ κάνει μιὰ τόσο ὑπερβολικὴ δήλωση. Αὐτὸς ὁ ὑπαινιγμὸς ἔκανε τὸν ἄλλο τόσο ἔξαλλο, ποὺ πετάχτηκε πάνω καὶ μὲ ἄγριο τόνο εἶπε: —Πῶς, κύριε; ᾽Αμϕισβητεῖτε τὶς γνώσεις μου στὸν τομέα τῆς ἀνατομίας;


192

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

Τότε πιὰ ὅλοι οἱ ἐξεταστὲς εἶχαν τεθεῖ στὸ πλευρὸ τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου κυρίου καὶ ϕωνασκοῦσαν ὅλοι μαζί, ὅταν ὁ πρόεδρος ζήτησε νὰ γίνει ἡσυχία καὶ μὲ πρόσταξε ν ᾿ ἀποσυρθῶ. Σὲ λιγότερο ἀπὸ ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας μὲ κάλεσαν πάλι μέσα καὶ μοῦ παρέδωσαν τὸ πτυχίο μου σϕραγισμένο καὶ μὲ διέταξαν νὰ πληρώσω πέντε σελίνια. ῎ Αϕησα τὴ μισὴ γκινέα μου στὸ τραπέζι καὶ περίμενα λίγη ὥρα, μέχρι ποὺ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μοῦ εἶπε νὰ ϕύγω. Τοῦ ἀπάντησα ὅτι θὰ ἔϕευγα ὅταν μοῦ ἔδιναν τὰ ρέστα μου. Καὶ τότε ἕνας ἄλλος μοῦ πέταξε πέντε σελίνια κι ἕξι πένες λέγοντας ὅτι δὲν θὰ ἤμουν ἀληθινὸς Σκοτσέζος ἂν ἔϕευγα χωρὶς τὰ ρέστα μου. ᾽Αργότερα ὑποχρεώθηκα νὰ δώσω τρία σελίνια κι ἕξι πένες στοὺς κλητῆρες καὶ ἕνα σελίνι σὲ μιὰ γριὰ ποὺ σκούπιζε τὴν αἴθουσα. Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτό, τὰ οἰκονομικά μου συρρικνώθηκαν στὶς δεκατρεισήμισι πένες, μὲ τὶς ὁποῖες ἑτοιμαζόμουν νὰ ϕύγω, ὅταν ὁ Τζάκσον μὲ πρόλαβε καὶ μὲ παρακάλεσε νὰ τὸν περιμένω γιατὶ θὰ μὲ συνόδευε στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης μόλις τελείωνε καὶ ἡ δική του ἐξέταση. Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἀρνηθῶ αὐτὸ σ ᾿ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν τόσο καλὸς ϕίλος. ῞ Ομως ξαϕνιάστηκα μὲ τὴν ἀλλαγὴ στὰ ροῦχα του –ἦταν διαϕορετικὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ϕοροῦσε πρὶν ἀπὸ μισὴ ὥρα καὶ τὰ ἔχω ἤδη περιγράψει– ποὺ τὸν ἔκαναν νὰ ϕαίνεται τόσο γελοῖος. Τὸ κεϕάλι του ἦταν σκεπασμένο μὲ μιὰ περούκα μὲ ἀλογοουρὰ στὸ χρῶμα τοῦ καπνοῦ, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε μία στραβὴ τρίχα, καὶ μαλακὸ καπέλο ἀπὸ πάνω, ποὺ θὰ ταίριαζε ἄψογα σὲ καπνοδοχοκαθαριστὴ ἢ σὲ ὁδοκαθαριστή. ῾ Ο λαιμός του ἦταν στολισμένος μὲ μαύρη κρὲπ λουρίδα, μὲ τὶς ἄκρες της στριμμένες καὶ στερεωμένες στὶς κουμπότρυπες ἑνὸς παλιοῦ ταλαιπωρημένου πα-


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 17.

193

νωϕοριοῦ ποὺ τύλιγε ὁλόκληρο τὸ σῶμα του. Οἱ μεταξωτὲς ἄσπρες κάλτσες του εἶχαν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ μάλλινες μαῦρες κάλτσες. Καὶ τὸ πρόσωπό του ϕαινόταν πολὺ σεβάσμιο χάρη στὶς ρυτίδες ποὺ εἶχε ζωγραϕίσει μόνος του καὶ σὲ μιὰ ψεύτικη γενειάδα. ῞ Οταν ἐξέϕρασα τὴν ἔκπληξή μου γι᾿ αὐτὴν τὴ μεταμόρϕωση, γέλασε καὶ μοῦ εἶπε ὅτι τὸ εἶχε κάνει χάρη στὶς συμβουλὲς καὶ στὴ βοήθεια ἑνὸς ϕίλου ποὺ ἔμενε ἐκεῖ κοντὰ κι ὅτι ἤλπιζε πὼς σίγουρα αὐτὸ θὰ ἀπέβαινε πρὸς ὄϕελός του· γιατὶ τὸν ἔκανε νὰ ϕαίνεται μεγάλος, κάτι ποὺ πάντα προκαλεῖ σεβασμό. ᾽ Επικρότησα τὴ σύνεσή του καὶ περίμενα μὲ ἀνυπομονησία νὰ δῶ τὰ ἀποτελέσματα. ᾽ Επιτέλους τὸν κάλεσαν στὴν αἴθουσα, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν ἡ ἀλλόκοτη ἐμϕάνισή του προκάλεσε τὴν ἀσυνήθιστη περιέργεια τῆς ᾽ Επιτροπῆς ἢ ἂν ἡ συμπεριϕορά του δὲν ταίριαζε μὲ τὴν ὄψη του, πάντως τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἀνακάλυψαν πὼς προσπαθοῦσε νὰ τοὺς ἐξαπατήσει καὶ τὸν παρέδωσαν στὸν κλητήρα γιὰ νὰ τὸν στείλει στὶς ϕυλακὲς Μπράιντγουελ. Κι ἔτσι, ἀντὶ νὰ τὸν δῶ νὰ βγαίνει ἔξω μὲ χαρούμενη ὄψη καὶ πτυχίο χειρουργοῦ στὸ χέρι, εἶδα νὰ τὸν ὁδηγοῦν ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ διάδρομο ὡς κρατούμενο. ᾽Ανησύχησα πάρα πολὺ κι ἀγωνιοῦσα νὰ μάθω τί εἶχε συμβεῖ, ὅταν μὲ ἀξιοθρήνητο ὕϕος ϕώναξε μὲ θλιμμένη ϕωνὴ σὲ μένα καὶ σὲ μερικοὺς ἄλλους ποὺ τὸν γνώριζαν: — Γιὰ τ ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κύριοι, βεβαιῶστε ὅτι εἶμαι ὁ ἴδιος Τζὸν Τζάκσον ποὺ ὑπηρέτησα ὡς βοηθὸς χειρουργὸς στὸ ᾽ Ελίζαμπεθ, ἀλλιῶς θὰ καταλήξω στὴ ϕυλακή. Θὰ ἦταν ἀδύνατον ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν πιὸ αὐστηρὸ ἐρημίτη ποὺ εἶχε ὑπάρξει ποτὲ νὰ μὴν ξεσπάσει σὲ γέλια βλέποντας τὴν ἐμϕάνισή του κι ἀκούγοντας τὰ λόγια του. ῎ Ετσι γελάσαμε γιὰ λίγο εἰς βάρος του καὶ 13

TOBIAS GEORGE SMOLLETT, Οἱ περιπέτειες τοῦ Ρόντερικ Ράντομ


194

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

μετὰ ὑπερασπιστήκαμε τὰ λεγόμενά του τόσο ἀποτελεσματικά, ποὺ ὁ κλητήρας, στὸν ὁποῖο δώσαμε μισὴ κορόνα, τὸν ἄϕησε ἐλεύθερο, καὶ μέσα σὲ μερικὰ λεπτὰ ὁ ϕίλος μας ξαναβρῆκε τὸ γνωστό του κέϕι. ῾ Ορκίστηκε ὅτι ἀϕοῦ ἡ ᾽ Επιτροπὴ εἶχε ἀρνηθεῖ τὰ λεϕτά του, θὰ ξόδευε καὶ τὸ τελευταῖο σελίνι προτοῦ πάει γιὰ ὕπνο κερνώντας τοὺς ϕίλους του, καὶ μᾶς κάλεσε ὅλους νὰ τὸν τιμήσουμε μὲ τὴ συντροϕιά μας. Ἦταν τώρα δέκα ἡ ὥρα τὸ βράδυ, καὶ καθὼς εἶχα πολὺ δρόμο νὰ κάνω σὲ μιὰ πόλη στὴν ὁποία ἤμουν ξένος, πείσθηκα νὰ πάρω μέρος στὸ γλέντι μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀργότερα θὰ μὲ συνόδευε ὣς τὸ δωμάτιό μου, ὅπως καὶ μοῦ ὑποσχέθηκε. Μᾶς πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ϕίλου του, ποὺ εἶχε μιὰ ταβέρνα ἐκεῖ κοντά, ὅπου μείναμε πίνοντας πόντσι μέχρι ποὺ τὸ οἰνόπνευμα ἀνέβηκε στὸ κεϕάλι μας καὶ μᾶς προκάλεσε ἐξαιρετικὴ εὐϕορία. ᾽ Εγὼ ἰδιαίτερα ἔνιωθα τέτοια ἔξαρση, ποὺ δήλωσα ὅτι ἤθελα ὁπωσδήποτε μιὰ κοπελιά. ᾽Ακούγοντάς με, ὁ Τζάκσον ἐνθουσιάστηκε καὶ μὲ διαβεβαίωσε ὅτι θὰ ἱκανοποιοῦσα τὴν ἐπιθυμία μου προτοῦ χωρίσουμε. Κι ἔτσι, ὅταν πλήρωσε τὸ λογαριασμό, βγήκαμε ἔξω ϕωνάζοντας καὶ τραγουδώντας κι ἀκολουθήσαμε τὸν ἀρχηγό μας σ ᾿ ἕνα μέρος νυχτερινῆς ψυχαγωγίας, ὅπου ἀμέσως ξεχώρισα μιὰ ὡραία κοπέλα στὴν ὁποία πρότεινα νὰ περάσουμε μαζὶ τὴν ὑπόλοιπη νύχτα. ᾽ Εκείνης ὅμως δὲν τῆς ἄρεσε ἡ ἐμϕάνισή μου κι ἀρνήθηκε τὴν πρότασή μου, ἐκτὸς κι ἂν τῆς ἔκανα προκαταβολικὰ κάποιο δωράκι – κάτι ποὺ δὲν τὸ ἐπέτρεπε τὸ βαλάντιό μου, κι ἔτσι χωρίσαμε. ῎ Ενιωθα μεγάλη ταπείνωση ἀλλὰ καὶ ὀργή, γιατὶ πίστευα ὅτι τὸ ϕιλοχρήματο ἐκεῖνο πλάσμα δὲν εἶχε ἐκτιμήσει ἀρκετὰ τὴν ἀξία μου. Στὸ μεταξύ, ἡ ϕορεσιὰ τοῦ κυρίου Τζάκσον εἶχε προσελκύσει τὸ ἐνδιαϕέρον δυὸ-τριῶν νυμϕῶν, ποὺ τὸν ϕόρ-


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 17.

195

τωναν χάδια σὲ ἀντάλλαγμα γιὰ τὸ πόντσι μὲ ρακὶ ποὺ τὶς εἶχε κεράσει, μέχρι ποὺ τελικά, παρὰ τὰ χαριτωμένα σκέρτσα τῶν γοητευτικῶν αὐτῶν κοριτσιῶν, ὁ ὕπνος ἄρχισε νὰ βαραίνει τὰ βλέϕαρά μας καὶ ὁ ἀρχηγός μας ζήτησε νὰ πληρώσει. ῞ Οταν ἔϕεραν τὸ λογαριασμό, ποὺ ἀνερχόταν σὲ δώδεκα σελίνια, ἔβαλε τὸ χέρι του στὴν τσέπη του· θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ μὴν εἶχε κάνει τὸν κόπο, γιατὶ τὸ πουγκί του ἔλειπε. Αὐτὸ τὸ ἀτύχημα τὸν στενοχώρησε πολὺ στὴν ἀρχή, ἀϕοῦ ὅμως τὸ σκέϕτηκε λίγο, ἅρπαξε τὶς δύο Δουλσινέες ποὺ κάθονταν δίπλα του, μία ἀπὸ τὴν κάθε πλευρά, κι ὁρκίστηκε ὅτι ἂν δὲν τοῦ ἐπέστρεϕαν ἀμέσως τὰ λεϕτά του, θὰ τοὺς ἔϕερνε τὴν ἀστυνομία. ῾ Η καλὴ κυρία στὸ μπάρ, βλέποντας τί συνέβαινε, ψιθύρισε κάτι στὸν σερβιτόρο, ποὺ βγῆκε ἀμέσως ἔξω. Κι ἔπειτα, πολὺ ψύχραιμα, ρώτησε ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα. ῾ Ο Τζάκσον τῆς εἶπε ὅτι τὸν εἶχαν κλέψει, κι ἂν ἀρνιόταν νὰ τοῦ δώσει τὰ χρήματά του πίσω, θὰ ϕρόντιζε νὰ καταλήξουν στὴ ϕυλακὴ καὶ ἐκείνη καὶ οἱ πόρνες της. —Σᾶς ἔκλεψαν! ϕώναξε. Σᾶς ἔκλεψαν στὸ σπίτι μου! Κύριοι καὶ κυρίες, σᾶς καθιστῶ ὅλους μάρτυρες ὅτι τὸ ἄτομο αὐτὸ κηλίδωσε τὴν τιμή μου. ᾽ Εκείνη τὴ στιγμή, βλέποντας δύο ἀστυνομικοὺς νὰ μπαίνουν μέσα, συνέχισε: —Τί! ῎ Οχι μόνο προσπαθεῖτε νὰ καταστρέψετε τὴν ὑπόληψή μου μὲ ψεύτικους ἰσχυρισμούς, ἀλλὰ ἐπιτίθεστε ἀκόμα καὶ στὴν οἰκογένειά μου; Κύριε ἀστυνόμε, σᾶς καταγγέλλω τὸ ἀγενέστατο αὐτὸ ἄτομο ποὺ προκάλεσε ἀναστάτωση ἐδῶ μέσα. Θὰ ϕροντίσω νὰ τοῦ κάνω μήνυση γιὰ συκοϕαντικὴ δυσϕήμιση. ᾽ Ενῶ σκεϕτόμουν τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς ποὺ μὲ εἶχε συνεϕέρει ἀπὸ τὸ μεθύσι μου, ἡ κυρία τῆς ὁποίας τὴν εὔνοια εἶχα ζητήσει, ἐκνευρισμένη μὲ κάποια στιχομυθία ἀνάμεσά μας, ϕώναξε «Εἶναι ὅλοι στὸ κόλπο»


196

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

καὶ παρακάλεσε τὸν ἀστυνόμο νὰ μᾶς συλλάβει ὁμαδικά· κάτι ποὺ ἔγινε ἀμέσως, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη καὶ ἀπόγνωση ὅλων μας, μὲ ἐξαίρεση τὸν Τζάκσον, ποὺ ἐπειδὴ εἶχε βρεθεῖ συχνὰ σὲ παρόμοιες περιστάσεις, δὲν ἀνησύχησε ἰδιαίτερα καὶ μὲ τὴ σειρά του κατήγγειλε τὴν κυρία καὶ ὅλο της τὸ τσοῦρμο. ᾽Αμέσως μᾶς ὁδήγησαν ὅλους μαζὶ στὸ προσωρινὸ κρατητήριο, ὅπου ὁ Τζάκσον, ἀϕοῦ προσπάθησε νὰ μᾶς παρηγορήσει, πληροϕόρησε τὸν ἀστυνομικὸ ὅτι τὸν εἶχαν κλέψει καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ κατέθετε ἐνόρκως τὴν ἄλλη μέρα στὸ δικαστήριο. — Ναί, ναί, εἶπε ἡ μαστροπός, θὰ δοῦμε ποιανοῦ ὁ ὅρκος θὰ πιάσει περισσότερο τόπο. ῎ Επειτα ἀπὸ λίγο ὁ ἀστυνομικὸς ϕώναξε τὸν Τζάκσον σ ᾿ ἕνα ἄλλο δωμάτιο καὶ τοῦ εἶπε: — Βλέπω ὅτι ἐσὺ καὶ ἡ παρέα σου εἶστε ξένοι καὶ λυπᾶμαι πολὺ ποὺ μπλέξατε σὲ μιὰ τόσο ἄσχημη ἱστορία. Τὴ γυναίκα αὐτὴ τὴν ξέρω πολὺ καιρό. Διατηρεῖ ἕνα κακόϕημο σπίτι στὴ γειτονιὰ πολλὰ χρόνια τώρα, καὶ παρότι συχνὰ ὑπάρχουν παράπονα γι᾿ αὐτήν, ἐξακολουθεῖ νὰ γλυτώνει χάρη στὶς γνωριμίες της μὲ τοὺς δικαστές, στοὺς ὁποίους αὐτὴ καὶ ὅλοι οἱ δικοί της πληρώνουν κάθε τρεῖς μῆνες ἕνα ποσὸ γιὰ προστασία. Καθὼς σὲ κατήγγειλε ἐκείνη πρώτη, ἡ καταγγελία της θὰ ἔχει προτεραιότητα, καὶ μπορεῖ νὰ ϕέρει μάρτυρες ποὺ θὰ ὁρκιστοῦν ὅ,τι τοὺς ζητήσει. ῾ Επομένως, ἂν δὲν συμϕιλιωθεῖς μαζί της προτοῦ ξημερώσει, ἐσὺ καὶ οἱ σύντροϕοί σου θὰ πρέπει νὰ εὐλογεῖτε τὴν τύχη σας ἂν σᾶς καταδικάσουν μόνο σ ᾿ ἕναν μήνα καταναγκαστικὰ ἔργα στὶς ϕυλακὲς Μπράιντγουελ. Κι ἂν σᾶς κατηγορήσει γιὰ κλοπὴ ἢ ἐπίθεση, θὰ σᾶς στείλουν στὸ Νιουγκέιτ 3 καὶ θὰ σᾶς καταδικάσουν σὲ ἰσόβια στὸ ῍ Ολντ Μπέιλι.4 Αὐτὴ ἡ τελευταία πληροϕορία ἐπηρέασε τόσο πο-


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 17.

197

λὺ τὸν Τζάκσον, ποὺ συμϕώνησε νὰ συμϕιλιωθεῖ ἀρκεῖ νὰ τοῦ ἐπέστρεϕαν τὰ λεϕτά του. ῾ Ο ἀστυνομικὸς τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν σίγουρος πὼς ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔπαιρνε ποτὲ πίσω αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶχαν κλέψει, ἀλλὰ καὶ πὼς θὰ χρειαζόταν νὰ δώσει μερικὰ ἀκόμα προτοῦ ἔρθουν σὲ συμβιβασμό. ᾽Αλλὰ ἐπειδὴ τὸν συμπονοῦσε, θὰ μεσολαβοῦσε γιὰ τὴν ἀμοιβαία ἀπόσυρση τῶν καταγγελιῶν. ῾ Ο ἄτυχος μορϕονιὸς τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὶς ϕιλικὲς συμβουλές του κι ἐπέστρεψε κοντά μας, ὅπου μᾶς περιέγραψε τὰ κύρια σημεῖα τῆς συζήτησής του. Στὸ μεταξὺ ὁ ἀστυνομικός, ἐπιθυμώντας νὰ μιλήσει μὲ τὴν ἀντίδικό μας, τὴν ὁδήγησε στὸ διπλανὸ δωμάτιο καὶ ὑπερασπίστηκε τόσο ἀποτελεσματικὰ τὸ δίκιο μας, ποὺ ἐκείνη δέχτηκε νὰ τοῦ ἀναθέσει τὴ διαπραγμάτευση ἀνάμεσά μας. ῎ Ετσι αὐτὸς πρότεινε μιὰ λύση μὲ τὴν ὁποία συμϕωνήσαμε: ἔβαλε πρόστιμο τρία σελίνια στὴν κάθε ὁμάδα, μὲ τὰ ὁποῖα θ ᾿ ἀγοράζαμε ἕνα μπὸλ μὲ πόντσι. Καὶ μέσα σ ᾿ αὐτὸ πνίξαμε κάθε ἔχθρα, πρὸς ἀνείπωτη χαρὰ τῶν δύο νέων γνωριμιῶν μου καὶ ἐμοῦ, ποὺ μᾶς ϕαινόταν σὰν νὰ ἤμασταν στὴν Κόλαση ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Τζάκσον εἶχε ἀναϕέρει τὸ Μπράιντγουελ καὶ τὸ Νιουγκέιτ. ῞ Οταν τελειώσαμε τὸ πόντσι μας, στὸ ὁποῖο, μὲ τὴν εὐκαιρία, εἶχα συνεισϕέρει τὸ τελευταῖο μου σελίνι, εἶχε πιὰ ξημερώσει κι ἑτοιμαζόμουν νὰ ἐπιστρέψω στὸ σπίτι μου, ὅταν ὁ ἀστυνομικὸς μοῦ ἐξήγησε ὅτι δὲν μποροῦσε ν ᾿ ἀποϕυλακίσει κανέναν παρὰ μόνο μὲ ἐντολὴ τοῦ δικαστῆ ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἔπρεπε νὰ παρουσιαστοῦμε. Μ ᾿ ἔπιασε καὶ πάλι στενοχώρια καὶ βλαστήμησα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ εἶχα δεχτεῖ τὴν πρόσκληση τοῦ Τζάκσον. Γύρω στὶς ἐννέα μᾶς ὁδήγησαν στὸ σπίτι κάποιου


198

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

δικαστῆ ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ Κόβεντ Γκάρντεν. Αὐτός, μόλις εἶδε τὸν ἀστυνομικὸ νὰ μπαίνει μέσα μὲ ἕναν λόχο κρατούμενους πίσω του, τὸν ὑποδέχθηκε ὡς ἑξῆς: — Λοιπόν, κύριε ἀστυνόμε, εἶσαι πολὺ ἐργατικὸς ἄνθρωπος. ᾽Απὸ ποιό ἄντρο ἀκολασίας ξετρύπωσες αὐτοὺς τοὺς ἀλῆτες; Κι ἀϕοῦ μᾶς κοίταξε –ὅλοι μας ϕαινόμασταν ἀπελπισμένοι–, συνέχισε: — Μάλιστα, μάλιστα... κλέϕτες, κατάλαβα... τό ᾿ χουν ξανακάνει... ῎ Ω, τὰ σέβη μου, κυρα-Μαντάμα! ῾ Υποθέτω ὅτι αὐτοὺς τοὺς μορϕονιοὺς τοὺς τσάκωσαν νὰ σοῦ κλέβουν τὸ σπίτι. Μάλιστα, μάλιστα... ῎ Α, νά κι ἕνας παλιός μου γνώριμος. Πολὺ γρήγορα μοῦ ξανάρθες, εἶπε σὲ μένα, ἀλλὰ θὰ σὲ γλυτώσουμε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόπο στὸ μέλλον. Οἱ χειρουργοὶ θὰ ἔρθουν νὰ σὲ πάρουν μὲ δικά τους ἔξοδα ἀπ᾿ τὴν κρεμάλα, ἂν σὲ θέλουν γιὰ ἀνατομή. Τὸν διαβεβαίωσα ὅτι ἔκανε λάθος σὲ ὅ,τι μὲ ἀϕοροῦσε, γιατὶ δὲν μὲ εἶχε ξαναδεῖ ποτὲ στὴ ζωή του. — ᾽Αναίσχυντε παλιάνθρωπε, ἀπάντησε, πῶς τολμᾶς νὰ μοῦ τὸ λὲς αὐτὸ κατάμουτρα; Νομίζεις ὅτι θὰ μ᾿ ἐξαπατήσεις μὲ τὴ σκοτσέζικη προϕορὰ ποὺ μιμεῖσαι; ᾽Αλλὰ δὲν πρόκειται νὰ σὲ ὠϕελήσει. Εἶμαι πολὺ πιὸ ξύπνιος ἀπὸ σένα. Λοιπόν, γραϕιά, συμπλήρωσε τὸ ἔνταλμα γι᾿ αὐτὸ τὸ ἄτομο. Τὸν λένε Πάτρικ Γκέιγκαν. Στὸ σημεῖο αὐτὸ παρενέβη ὁ κύριος Τζάκσον λέγοντάς του ὅτι ἤμουν Σκοτσέζος, γόνος καλῆς οἰκογενείας, μὲ τὸ ὄνομα Ράντομ, καὶ εἶχα ἔρθει πρόσϕατα στὴν πόλη. ῾ Ο δικαστὴς θεώρησε τὴ δήλωση αὐτὴ προσβολὴ κατὰ τοῦ μνημονικοῦ του, γιὰ τὸ ὁποῖο καμάρωνε, καὶ πλησιάζοντας τὸν Τζάκσον μὲ ἄγριο ὕϕος, ἔβαλε τὰ χέρια του στοὺς γοϕούς του καὶ εἶπε:


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 17.

199

— Κι ἐσεῖς ποιός εἶστε, κύριε; Μὲ λέτε ψεύτη; Σημειῶστε, κύριοι, ἐδῶ ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ μὲ προσβάλλει κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ λειτουργήματός μου. ᾽Αλλὰ θὰ σὲ κανονίσω ἐγώ, ἀγόρι μου, σίγουρα πράγματα· γιατὶ παρὰ τὸ ἀκριβὸ σακάκι σου, πιστεύω ὅτι εἶσαι ἕνας πασίγνωστος κλέϕτης. ῾ Ο ϕίλος μου ταράχτηκε τόσο πολὺ ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἀπειλὴ τὴν ὁποία ὁ δικαστὴς διατύπωσε οὐρλιάζοντας, ὥστε ἄλλαξε χρῶμα κι ἔχασε τὴ μιλιά του. Αὐτὸ ὁ ἐντιμότατος τὸ θεώρησε παραδοχὴ ἐνοχῆς καὶ συνέχισε τὶς ϕοβέρες του: —Τώρα εἶμαι σίγουρος πὼς εἶσαι κλέϕτης· τὸ ἀποκάλυψε τὸ πρόσωπό σου. Τρέμεις ὁλόκληρος, ἡ συνείδησή σου δὲν σ ᾿ ἀϕήνει σὲ ἡσυχία. Θὰ καταλήξεις στὴν ἀγχόνη, γιόκα μου, δήλωσε ὑψώνοντας τὴ ϕωνή. Στὴν ἀγχόνη, καὶ μακάρι γιὰ τὸ καλὸ τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δική σου ἄθλια ψυχὴ νὰ σὲ εἶχαν ἀνακαλύψει καὶ νὰ σὲ εἶχαν σταματήσει στὴν ἀρχὴ τῆς καριέρας σου. ῎ Ελα ἐδῶ, γραμματέα, καὶ κατάγραψε τὴν ὁμολογία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Κόντευα νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν ἀγωνία, ὅταν ὁ ἀστυνομικὸς μπῆκε σ ᾿ ἕνα ἄλλο δωμάτιο μαζὶ μὲ τὸν ἐντιμότατο καὶ τοῦ εἶπε ποιά ἦταν ἡ ἀληθινὴ ἱστορία. Τότε γύρισε χαμογελαστὸς καὶ ἀπευθυνόμενος σὲ ὅλους μας εἶπε ὅτι πάντα συνήθιζε νὰ τρομοκρατεῖ τοὺς νέους ὅταν παρουσιάζονταν μπροστά του ὥστε οἱ ἀπειλές του νὰ ἐντυπωθοῦν καλὰ στὸ μυαλό τους καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ σὲ ϕασαρίες καὶ ὄργια, ποὺ συνήθως κατέληγαν στὰ δικαστήρια. ᾽Αϕοῦ κάλυψε ἔτσι τὴν ἴδια του τὴν ἔλλειψη κρίσης μὲ δῆθεν πατρικὲς συμβουλές, μᾶς ἄϕησε ἐλεύθερους, κι ἔνιωσα νὰ ϕεύγει ἀπὸ πάνω μου ἕνα βάρος μεγάλο σὰν βουνό.


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 18.

Πηγαίνω τὸ πτυχίο μου στὸ Ὑπουργεῖο Ναυτικῶν – τὸ περιεχόμενό του – ἡ συμπεριϕορὰ τοῦ γραμματέα – ἡ ἀνησυχία τοῦ Ξουράϕη γιὰ τὴν ἀπουσία μου – καβγὰς ἀνάμεσα σ ᾽ αὐτὸν κι ἕναν σιδερά – οἱ δυσάρεστες συνέπειές του – τὸ λογύδριό του σὲ μένα – ὁ ϕίλος του ὁ δάσκαλος μὲ συστήνει σ ᾽ ἕναν ϕαρμακοποιὸ ποὺ μὲ προσλαμβάνει ὑπάλληλο

Εὐχαρίστως θὰ ἐπέστρεϕα στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ κοιμηθῶ, οἱ σύντροϕοί μου ὅμως μοῦ εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νὰ παραδώσουμε τὰ πτυχία μας στὸ Ὑπουργεῖο Ναυτικῶν πρὶν ἀπὸ τὴ μία. ῎ Ετσι πήγαμε ἐκεῖ καὶ τὰ δώσαμε στὸν γραμματέα, ποὺ τ ᾿ ἄνοιξε καὶ τὰ διάβασε, κι εὐχαριστήθηκα πολὺ ὅταν ἔμαθα ὅτι μοῦ εἶχαν ἀπονείμει τὸ βαθμὸ τοῦ δεύτερου βοηθοῦ-χειρουργοῦ σὲ πλοῖο τρίτης κατηγορίας. ῞ Οταν τὰ τακτοποίησε ὅλα μαζὶ σ ᾿ ἕνα ντοσιέ, ἕνας ἀπ᾿ τὴ συντροϕιά μας τὸν ρώτησε ἂν ὑπῆρχαν καθόλου κενὲς θέσεις, καὶ πῆρε ἀρνητικὴ ἀπάντηση. Τότε τόλμησα κι ἐγὼ νὰ ρωτήσω ἂν ὑπῆρχαν καινούργια πλοῖα ποὺ ἐπρόκειτο ν ᾿ ἀναλάβουν ὑπηρεσία. Μὲ κοίταξε μ᾿ ἕνα βλέμμα ἀπερίγραπτης περιϕρόνησης καὶ μᾶς ἔβγαλε σπρώχνοντας ἀπὸ τὸ γραϕεῖο του, κλειδώνοντας τὴν πόρτα πίσω του χωρὶς νὰ καταδεχθεῖ νὰ πεῖ ἔστω καὶ μία λέξη. Κατεβήκαμε κάτω, καὶ καθὼς κουβεντιάζαμε ὅλοι μαζὶ γιὰ τὶς προσδοκίες μας, κατάλαβα ὅτι τὸν καθέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τὸν εἶχαν συστήσει σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς γραϕιάδες, ἐνῶ ὁ κάθε γραϕιὰς εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν δικό του ἄνθρωπο τὴν πρώτη κενὴ θέση ποὺ θ ᾿ ἄνοιγε. Κανένας τους ὅμως δὲν βασιζόταν μόνο σ ᾿ αὐτὴν τὴν


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 18.

201

ὑποστήριξη, ἀλλὰ ὅλοι θεωροῦσαν ὅτι ἔπρεπε νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα δωράκι γιὰ τὸν γραμματέα, ποὺ τὸ μοιραζόταν μὲ τοὺς γραϕιάδες, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν εἶχαν ὅλοι τους στὴν ἄκρη ἕνα μικρὸ ποσό. Μὲ ρώτησαν λοιπὸν πόσα σκόπευα νὰ δώσω ἐγώ. ῾ Η ἐρώτηση μ᾿ ἐκνεύρισε, ἐπειδὴ ὄχι μόνο δὲν εἶχα τὴ δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσω ἕναν ἄπληστο γραμματέα, ἀλλὰ δὲν εἶχα λεϕτὰ οὔτε κὰν γιὰ νὰ ϕάω. Κι ἔτσι ἀπάντησα ὅτι δὲν εἶχα ἀποϕασίσει ἀκόμη τί θὰ ἔδινα κι ἀναχώρησα μὲ τρόπο γιὰ τὸ δωμάτιό μου, βλαστημώντας τὴν τύχη μου σ ᾿ ὅλον τὸ δρόμο, ἐνῶ παράλληλα καταϕερόμουν κατὰ τοῦ παπποῦ μου γιὰ τὴ βαρβαρότητά του καὶ κατὰ τῶν συγγενῶν μου ποὺ μὲ τὴν ἐλεεινὴ τσιγγουνιά τους μὲ εἶχαν ἀϕήσει ἐκτεθειμένο στὴν περιϕρόνηση τοῦ κόσμου καὶ στὴ ϕτώχεια. Βυθισμένος στὶς δυσάρεστες αὐτὲς σκέψεις, ἔϕτασα στὸ σπίτι μου, καὶ καθησύχασα τὸν σπιτονοικοκύρη μου ποὺ εἶχε ἀνησυχήσει γιὰ μένα πιστεύοντας ὅτι εἶχα κάποιο ἄσχημο ἀτύχημα καὶ δὲν θὰ μὲ ξανάβλεπε ποτέ. ῾ Ο Ξουράϕης, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ μὲ δεῖ τὸ πρωί, μαθαίνοντας ὅτι ἔλειπα ὅλη τὴ νύχτα, παραλίγο νὰ τρελαθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγωνία, κι ἀϕοῦ πῆρε ἄδεια ἀπ᾿ τὸ ἀϕεντικό του, εἶχε βγεῖ νὰ μὲ ἀναζητήσει, ἂν καὶ ἤξερε τὴν πόλη ἀκόμα λιγότερο κι ἀπὸ μένα. Μὴ θέλοντας νὰ ἐκμυστηρευθῶ τὶς περιπέτειές μου στὸν σπιτονοικοκύρη μου, τοῦ εἶπα ὅτι εἶχα συναντήσει ἕναν γνωστό μου στὸ Μέγαρο τῆς Χειρουργικῆς κι εἶχα περάσει μαζί του τὸ βράδυ μου καὶ ὅλη τὴ νύχτα, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ δωμάτιό του ἦταν γεμάτο μαμούνια, δὲν εἶχα κλείσει μάτι, κι ἔτσι σκόπευα νὰ ξεκουραστῶ λιγάκι. Μὲ τὰ λόγια αὐτά, ξάπλωσα νὰ κοιμηθῶ, παρακαλώντας τον νὰ μὲ ξυπνήσει ἂν τυχὸν ἐρχόταν ὁ Ξουράϕης.


202

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

Κι ἔτσι, μὲ ξύπνησε ὁ ἴδιος ὁ ϕίλος μου, ποὺ μπῆκε στὸ δωμάτιό μου γύρω στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα. Εἶχε τέτοια χάλια, ποὺ δὲν πίστευα στὰ μάτια μου. Κοντολογίς, ὁ ϕίλος μου ὁ μπαρμπέρης εἶχε πάει στὸ Μέγαρο τῆς Χειρουργικῆς, ὅπου ἔψαξε νὰ μὲ βρεῖ, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Στὴ συνέχεια ρώτησε γιὰ μένα στὸ ῾ Υπουργεῖο Ναυτικῶν, ἀλλὰ οὔτε ἐκεῖ ἔμαθε τίποτα, γιατὶ δὲν μὲ γνώριζε κανένας ἀπὸ τοὺς παρόντες. Κατόπιν κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Χρηματιστήριο, ἐλπίζοντας νὰ μὲ δεῖ στὴν ὁδὸ τῶν Σκοτσέζων, ἀλλὰ μάταια. Τελικά, ἔχοντας χάσει σχεδὸν κάθε ἐλπίδα ὅτι θὰ μ᾿ ἔβρισκε, ἀποϕάσισε νὰ ρωτάει ὅποιον συναντοῦσε μπροστά του στὸ δρόμο, μήπως τυχὸν βρισκόταν κανεὶς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει κάποια πληροϕορία γιὰ μένα. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε, παρὰ τὶς κοροϊδίες, τὶς βρισιὲς καὶ τὶς ἐπιπλήξεις μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἔλουζαν ἀντὶ γι᾿ ἀπάντηση, μέχρι ποὺ ὁ μαθητευόμενος ἑνὸς σιδερᾶ, βλέποντάς τον νὰ σταματάει ἕναν ϕορτωμένο ἀχθοϕόρο κι ἀκούγοντας τὴν ἐρώτησή του, ποὺ ἔγινε δεκτὴ μὲ μιὰ βαριὰ βλαστήμια, τὸν ϕώναξε καὶ τὸν ρώτησε ἂν τὸ ἄτομο ποὺ ἔψαχνε τύχαινε νὰ εἶναι Σκοτσέζος. — Ναί, ἀπάντησε μὲ ἀγωνία ὁ Ξουράϕης. Καὶ ϕοροῦσε μακρὺ καϕετὶ πανωϕόρι. —Τὸν εἶδα νὰ περνάει ἀπὸ δῶ πρὶν ἀπὸ μισὴ ὥρα, εἶπε ὁ σιδεράς. — ᾽Αλήθεια; ϕώναξε ὁ Ξουράϕης τρίβοντας τὰ χέρια του. Παράξενο! Χαίρομαι γι᾿ αὐτό. Πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; —Πρὸς τὶς κρεμάλες τοῦ Τάιμπερν μέσα σὲ μιὰ καρότσα, ἀπάντησε αὐτός. Κι ἂν βιαστεῖς, μπορεῖ νὰ προλάβεις νὰ δεῖς νὰ τὸν κρεμᾶνε. Αὐτὸς ὁ ἀστεϊσμὸς ἔκανε τόσο ἔξαλλο τὸν ϕίλο μου, ποὺ ἀποκάλεσε τὸν σιδερὰ «ἄτιμο» καὶ δήλωσε ὅτι θὰ πάλευε μαζί του γιὰ μισὸ ϕαρδίνι.


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 18.

203

— ῎ Οχι, ὄχι, εἶπε ὁ ἄλλος κι ἄρχισε νὰ γδύνεται, δὲν θέλω τὰ λεϕτά σου. ᾽ Εσεῖς οἱ Σκοτσέζοι δὲν ἔχετε ποτὲ λεϕτὰ ἐπάνω σας· θὰ σὲ παλέψω μόνο γιὰ τὸ κέϕι μου. ᾽Αμέσως ὁ ὄχλος σχημάτισε κύκλο γύρω τους. Κι ὁ Ξουράϕης, βλέποντας ὅτι δὲν μποροῦσε ν ᾿ ἀποϕύγει τὸν καβγὰ χωρὶς νὰ ρεζιλευτεῖ, ἐνῶ ταυτόχρονα ἦταν ἔξαλλος μὲ τὸν ἀντίπαλό του, ἄϕησε τὰ ροῦχα του νὰ τὰ προσέχει τὸ πλῆθος καὶ ἡ συμπλοκὴ ἄρχισε μὲ ϕοβερὴ βία ἀπὸ μέρους τοῦ Ξουράϕη, ποὺ μέσα σὲ μερικὰ λεπτὰ ξόδεψε ὅλη του τὴ δύναμη κι ὅλο του τὸ μένος ἐναντίον τοῦ ὑπομονετικοῦ ἀντιπάλου του, ὁ ὁποῖος ἄντεξε τὴν ἐπίθεση μὲ μεγάλη ψυχραιμία μέχρι ποὺ εἶδε ὅτι ὁ μπαρμπέρης εἶχε ἐξαντληθεῖ ἐντελῶς. Καὶ τότε τοῦ ἀνταπέδωσε τὰ χτυπήματά του, καὶ μάλιστα μὲ τόκο, σὲ σημεῖο ποὺ ὁ Ξουράϕης, ἀϕοῦ ἔπεσε ἄσχημα τρεῖς ϕορὲς πάνω στὸ σκληρὸ λιθόστρωτο, παραδόθηκε καὶ παραδέχθηκε ὅτι ὁ σιδερὰς ἦταν ὁ νικητής. Κι ἀϕοῦ συμϕώνησαν πάνω σ ᾿ αὐτό, τοῦ πρότειναν νὰ πᾶνε σ ᾿ ἕνα καπηλειὸ ἐκεῖ κοντά, νὰ πιοῦν καὶ νὰ συμϕιλιωθοῦν. ῞ Οταν ὅμως ὁ ϕίλος μου ἄρχισε νὰ μαζεύει τὰ ροῦχα του, ἀντιλήϕθηκε ὅτι κάποιος καλὸς ἄνθρωπος εἶχε πάρει τὸ πουκάμισό του, τὸ κολάρο του, τὸ καπέλο του καὶ τὴν περούκα του κι εἶχε ϕύγει· καὶ πιθανὸν τὸ πανωϕόρι του καὶ τὸ γιλέκο του νὰ εἶχαν τὴν ἴδια τύχη, ἂν ἄξιζε τὸν κόπο νὰ τοῦ τὰ κλέψουν. Μάταια ἔκανε ϕασαρία. Οἱ θεατὲς ἁπλῶς γέλασαν. ᾽Αναγκάστηκε λοιπὸν νὰ ϕύγει κακὴν κακῶς, καὶ τώρα εἶχε ἐμϕανιστεῖ μπροστά μου πασαλειμμένος μὲ αἵματα καὶ χώματα. Παρὰ τὴν ἀτυχία του, ἀπὸ τὴ μεγάλη του χαρὰ ποὺ μὲ εἶχε βρεῖ σῶο καὶ ἀβλαβὴ μ᾿ ἔσϕιξε στὴν ἀγκαλιά του τόσο ἀσϕυκτικά, ποὺ παραλίγο νὰ μὲ πνίξει. Α ᾽ ϕοῦ


204

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

πλύθηκε καὶ ϕόρεσε ἕνα δικό μου πουκάμισο κι ἕναν μάλλινο σκοῦϕο νυκτὸς ἀντὶ γιὰ περούκα καὶ καπέλο, τοῦ διηγήθηκα τὴ δική μου νυχτερινὴ περιπέτεια, προκαλώντας τὸ θαυμασμό του καὶ κάνοντάς τον νὰ ἐπαναλάβει μὲ μεγάλη σιγουριὰ τὴν παρατήρηση ποὺ διατύπωνε συχνά: «Τὸ Λονδίνο εἶναι τὸ σαλόνι τοῦ διαβόλου». Καθὼς κανένας ἀπὸ τοὺς δυό μας δὲν εἶχε δειπνήσει, μοῦ εἶπε νὰ σηκωθῶ, κι ἀκούγοντας τὴ γαλατοὺ νὰ ἔρχεται ἐκείνη τὴ στιγμή, κατέβηκε κι ἔϕερε ἕνα μπουκάλι γάλα κι ἕνα καρβέλι ψωμί, κι ἔτσι χορτάσαμε γιὰ τὰ καλά. ῎ Επειτα μοιράστηκε μαζί μου τὰ χρήματά του, ποὺ ἀνέρχονταν σὲ δεκαοχτὼ πένες, καὶ μ᾿ ἄϕησε γιὰ νὰ πάει νὰ δανειστεῖ μιὰ παλιὰ περούκα κι ἕνα καπέλο ἀπὸ τὸν ϕίλο του τὸν δάσκαλο. Μόλις ἔϕυγε, ἄρχισα νὰ σκέϕτομαι τὴν κατάστασή μου μὲ μεγάλη ἀγωνία καὶ νὰ ἐξετάζω ὅλα τὰ σχέδια ποὺ μποροῦσα νὰ ϕανταστῶ ὥστε νὰ ἐπιλέξω καὶ νὰ ἐπιδιώξω κάποιο ποὺ θὰ μοῦ ἀπέϕερε τὰ πρὸς τὸ ζῆν· γιατὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψω τὴ δυστυχία ποὺ ἔνιωθα ὅταν σκεϕτόμουν πόσο ἄθλια ζοῦσα, καὶ μάλιστα εἰς βάρος ἑνὸς ϕτωχοῦ βοηθοῦ μπαρμπέρη. Τὸ ϕιλότιμό μου δὲν τὸ ἄντεχε, κι ἐπειδὴ ὁλοϕάνερα δὲν εἶχα νὰ περιμένω τίποτα ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ναυτικῶν, κατέληξα στὴν ἀπόϕαση νὰ καταταγῶ στὸ πεζικὸ τὴν ἑπόμενη μέρα, ὅποιο κι ἂν ἦταν τὸ τίμημα. Αὐτὸ τὸ ἐξωϕρενικὸ σχέδιο μὲ ἱκανοποίησε, γιατὶ ταίριαζε μὲ τὴ διάθεσή μου, καὶ ὁδηγοῦσα ἤδη τὴν ἐπίθεση τοῦ δικοῦ μου συντάγματος ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ὅταν ἡ ἐπιστροϕὴ τοῦ Ξουράϕη διέκοψε τὸ ὀνειροπόλημά μου. ῾ Ο δάσκαλος τοῦ εἶχε χαρίσει τὴν περούκα ποὺ ϕοροῦσε ὅταν τὸν εἶχα γνωρίσει, μαζὶ μὲ τὸ παλιὸ καπέλο, ποὺ τὸ γεῖσο του θὰ κάλυπτε κι ἕναν ὁλόκληρο κολοσσό. ῍ Αν καὶ ὁ Ξουράϕης εἶχε τολμήσει νὰ τὰ


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 18.

205

ϕορέσει τὸ σούρουπο, δὲν εἶχε καμιὰ ὄρεξη νὰ διασκεδάσει τὸν ὄχλο στὸ ϕῶς τῆς μέρας, κι ἔτσι στρώθηκε ἀμέσως στὴ δουλειὰ γιὰ νὰ περιορίσει τὶς διαστάσεις τους. Κι ἐνῶ ἀσχολιόταν μ᾿ αὐτό, μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: —Σίγουρα, κύριε Ράντομ, γεννήθηκες εὐγενὴς κι εἶσαι πολὺ μορϕωμένος, καὶ μάλιστα μοιάζεις μὲ εὐγενή, καὶ ὡς πρὸς τὸ χαρακτήρα ἀξίζεις ὅσο κι ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἀπὸ δαύτους. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη, ἐγὼ εἶμαι ἕνας ϕτωχὸς ἀλλὰ τίμιος γιὸς παπουτσῆ. ῾ Η μάνα μου ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ προκομμένες γυναῖκες ποὺ γνώρισα ποτέ, μέχρι ποὺ τό ᾿ ριξε στὸ πιοτό, ὅπως ξέρεις πολὺ καλά. ᾽Αλλὰ ὅλοι ἔχουμε ἀδυναμίες – humanum est errare.1 ῞ Οσο γιὰ μένα, εἶμαι ἕνας ϕτωχὸς παραγιὸς μπαρμπέρη, ἀρκετὰ καλοϕτιαγμένος, καὶ ξέρω ἀρκετὰ λατινικὰ καὶ δυὸ-τρία ἑλληνικὰ ἐπίσης, ἀλλὰ τί σημασία ἔχει; Ἴσως θὰ μποροῦσα ἐπίσης νὰ πῶ ὅτι ξέρω λίγο τὸν κόσμο· καὶ λοιπόν, τί ἔγινε; ᾽ Εσὺ μπορεῖ νὰ εἶσαι ἀριστοκράτης κι ἐγὼ ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἁπλὸς ἄνθρωπος δὲν μπορῶ νὰ βοηθήσω ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀριστοκράτης. Λοιπὸν τὸ θέμα ἔχει ὡς ἑξῆς: ὁ συγγενής μου ὁ δάσκαλος... ἴσως δὲν ἤξερες πόσο στενοὶ συγγενεῖς εἴμαστε... θὰ σοῦ ἐξηγήσω ἀμέσως... ἡ μητέρα μου κι ὁ ἀνιψιὸς τῆς ἀδερϕῆς τοῦ παπποῦ μου... ῎ Οχι, μιά στιγμή... ἡ κόρη τοῦ ἀδερϕοῦ τοῦ παπποῦ μου... Ποὺ νὰ πάρει! Ξέχασα τὸ βαθμὸ συγγένειας... ἀλλὰ ξέρω τὸ ἑξῆς: ἐκεῖνος κι ἐγὼ εἴμαστε ἕβδομα ξαδέρϕια. ᾽Ανυπομονοῦσα τόσο νὰ μάθω πῶς μὲ εἶχε ἐξυπηρετήσει, ποὺ ἔχασα τὴν ψυχραιμία μου καὶ τὸν διέκοψα λέγοντας: — ῾ Ο διάολος νὰ πάρει τὴ συγγένειά σας καὶ τὸ γενεαλογικό σου δέντρο! ῍ Αν ὁ δάσκαλος κι ἐσὺ μπορεῖτε νὰ μὲ βοηθήσετε, γιατί δὲν μοῦ τὸ λὲς χωρὶς ὅλη αὐτὴ τὴν εἰσαγωγή;


206

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

᾽Ακούγοντάς με νὰ μιλάω τόσο ἐκνευρισμένα, μὲ κοίταξε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα μὲ σοβαρὸ ὕϕος κι ἔπειτα συνέχισε: —Σίγουρα ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ πάρει τὸ γενεαλογικό μας δέντρο ἐπειδὴ δὲν εἶναι τόσο ἀριστοκρατικὸ ὅσο τὸ δικό σου. Λυπᾶμαι ποὺ βλέπω τέτοια ἀλλαγὴ στὸ χαρακτήρα σου τώρα τελευταῖα· πάντα ἤσουν εὐέξαπτος, ἀλλὰ τώρα ἔχεις γίνει στριμμένος σὰν τὸν γερο-Σαλιγκάρη, τὸν μεθυσμένο γανωματή, ποὺ ἐσὺ κι ἐγώ, ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συγχωρέσει, τοῦ κάναμε τόσες ϕάρσες ὅταν πηγαίναμε σχολεῖο. ᾽Αλλὰ δὲν θὰ σ ᾿ ἀϕήσω ἄλλο σὲ ἀγωνία, ἐπειδὴ χωρὶς ἀμϕιβολία τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ἀνυπόϕορο ἀπ᾿ τὴν ἀμϕιβολία – dubio procul dubio nil dubius. ῾ Ο ϕίλος μου ἢ συγγενής μου, πές τον ὅπως θές, ἢ καὶ τὰ δύο, ὁ δάσκαλος, ἔμαθε πόσο σ ᾿ ἐκτιμῶ· γιατὶ νὰ εἶσαι σίγουρος ὅτι δὲν παρέλειψα νὰ τοῦ μιλήσω γιὰ τὰ προσόντα σου. Μὲ τὴν εὐκαιρία, ἀποϕάσισε νὰ σοῦ μάθει τὴν προϕορὰ τῶν ἀγγλικῶν, χωρὶς τὴν ὁποία, λέει, δὲν θὰ μπορεῖς νὰ κάνεις καμιὰ δουλειὰ σ ᾿ αὐτὴν τὴ χώρα. Συνεχίζω λοιπόν: ὁ συγγενής μου μίλησε γιὰ σένα σ ᾿ ἕναν Γάλλο ϕαρμακοποιὸ ποὺ χρειάζεται ὑπάλληλο καὶ μὲ τὴ σύστασή του μπορεῖ νὰ σὲ πληρώνει δεκαπέντε λίρες τὸ χρόνο καὶ νὰ σοῦ παρέχει στέγη καὶ τροϕὴ ὅποτε τὸ ἀποϕασίσεις. Αὐτὰ τὰ νέα ἦταν τόσο συγκλονιστικά, ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ τ ᾿ ἀντιμετωπίσω μὲ ἀδιαϕορία, ἀλλὰ πετάχτηκα πάνω καὶ ἐπέμεινα νὰ μὲ συνοδέψει ἀμέσως ὁ Ξουράϕης στὸ σπίτι τοῦ ϕίλου του, ὥστε νὰ μὴ χάσω αὐτὴν τὴν εὐκαιρία ἐξαιτίας τῆς παραμικρῆς καθυστέρησης ἢ ἀμέλειας. Μᾶς πληροϕόρησαν ὅτι ὁ δάσκαλος ἦταν μὲ συντροϕιὰ στὸ καπηλειὸ τῆς γειτονιᾶς, κι ἐκεῖ πήγαμε καὶ τὸν βρήκαμε νὰ πίνει μ᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν ϕαρμακοποιό. ῞ Οταν ζητήσαμε νὰ τὸν ϕωνάξουν στὴν πόρτα καὶ


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 18.

207

εἶδε τὴν ἀνυπομονησία μου, ἄρχισε νὰ μ᾿ ἐκθειάζει, ὅπως συνήθως: — ῎ Αχ, Χριστέ μου! Φαντάζομαι πὼς ὅταν σὲ πληροϕόρησαν γι᾿ αὐτὴν τὴν πρόταση δὲν εἶχες κὰν τὴν ὑπομονὴ νὰ κατέβεις ἀπ᾿ τὰ σκαλιὰ ἀλλὰ πήδηξες ἀπ᾿ τὸ παράθυρο. Μήπως πέταξες κάτω κανέναν ἀχθοϕόρο ἢ καμιὰ γριούλα πάνω στὴ βιασύνη σου; Δόξα τῶ Θεῶ ποὺ δὲν ἄνοιξες τὸ κεϕάλι σου πάνω σὲ κάναν στύλο καθὼς ἐρχόσουν. Πὼ πώ! Πιστεύω πὼς ἀκόμα κι ἂν ἤμουν στὸ πιὸ ἰδιωτικὸ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ μου, ἀκόμα καὶ στὸ κρεβάτι μὲ τὴ σύζυγό μου, θὰ εἶχες παραβιάσει μπάρες, σύρτες καὶ κάθε κανόνα εὐπρέπειας ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησία σου. Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σοῦ εἶχα κρυϕτεῖ οὔτε στὸ ἄντρο τοῦ Κάκου2 οὔτε στὰ ῞ Αγια τῶν ῾Αγίων. Α ᾽ λλὰ ἔλα, ὁ κύριος γιὰ τὸν ὁποῖο μίλησα εἶναι ἐδῶ, θὰ σὲ συστήσω σ ᾿ αὐτὸν ἀμέσως. ῞ Οταν μπῆκα στὴν αἴθουσα, εἶδα τέσσερις-πέντε ἀνθρώπους ποὺ κάπνιζαν. ῾ Ο δάσκαλος πλησίασε ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς λέγοντας: — Κύριε Κλύσμα, ἀπὸ δῶ ὁ νεαρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο σᾶς μίλησα. ῾ Ο ϕαρμακοποιός ἦταν ἕνας μικροκαμωμένος ζαρωμένος γεράκος μὲ μέτωπο κάπου δυόμισι πόντους ψηλό, ἀνασηκωμένη μύτη, πλατιὰ ζυγωματικὰ ποὺ σχημάτιζαν κοίλωμα γιὰ τὰ γκρίζα ματάκια του, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ δέρμα του κρεμόταν σὲ χαλαρὲς σακοῦλες σὰν τῶν μπαμπουίνων· τὸ στόμα του ἦταν τόσο συνηθισμένο στὸ μορϕασμὸ ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸ χαμόγελο, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ προϕέρει οὔτε συλλαβὴ δίχως ν ᾿ ἀποκαλύψει ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὰ δόντια του – δηλαδὴ τέσσερις κίτρινους κυνόδοντες, ὅπως πολὺ σωστὰ τὰ ἀποκαλοῦν οἱ ἀνατόμοι. Τὸ ἄτομο αὐτό, ἀϕοῦ μὲ περιεργάσθηκε γιὰ λίγο, εἶπε: — ᾽Αχά, πολὺ καλά, μεσιὲ Παρατατικέ· νεαρεμού,


208

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

εἰσαὶ πολὺ εὐπροσντεκτός, πιὲς μιαμπιρά. Κι ἐλὰ στὸ σπιτιμοὺ αὐριὸ τὸ πρωί, ὁ κυριὸς Παρατατικὸς τὰ σουντειξεῖ πουειναί. Ὑποκλίθηκα καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ δωμάτιο ἐνῶ τὸν ἄκουγα νὰ λέει: «Ma foy, c’est un beau garçon, c’est un galliard».3 ῞ Οταν ἐργαζόμουν στοῦ Ξινίλα, εἶχα μάθει ἀρκετὰ καλὰ γαλλικὰ ὥστε νὰ διαβάζω συγγράμματα γραμμένα στὴ γλώσσα αὐτὴ καὶ νὰ καταλαβαίνω ὅ,τι λεγόταν σὲ μιὰ συζήτηση. Τώρα ὅμως ἀποϕάσισα νὰ μὴν ἀποκαλύψω τὸ γεγονὸς αὐτὸ στὸ νέο μου ἀϕεντικὸ ὥστε ἐκεῖνος καὶ ἡ οἰκογένειά του, ποὺ ὑπέθετα ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν ἴδια χώρα, νὰ μὴν προσέχουν τὰ λόγια τους μπροστά μου, καὶ νὰ μπορέσω ἔτσι ν ᾿ ἀνακαλύψω κάτι στὴ συζήτησή τους ποὺ εἴτε θὰ μὲ διασκέδαζε εἴτε θὰ μοῦ ἔδινε κάποιο πλεονέκτημα. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ὁ κύριος Παρατατικὸς μὲ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ϕαρμακοποιοῦ, ὅπου ἔγιναν οἱ συνεννοήσεις καὶ δόθηκε ἐντολὴ νὰ μοῦ βροῦν ἀμέσως δωμάτιο. Προτοῦ ὅμως ξεκινήσω τὴ δουλειά, ὁ δάσκαλος μὲ σύστησε στὸν ράϕτη του, ποὺ μοῦ ἔκανε πίστωση γιὰ ἕνα κοστούμι ποὺ θὰ πλήρωνα ἀπὸ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ μισθοῦ μου καὶ τὸ ξεκίνησε τὴν ἴδια μέρα. Κι ἔτσι ἤλπιζα ὅτι σὲ μερικὲς μέρες θὰ ἔκανα μιὰ πολὺ κομψὴ ἐμϕάνιση. Στὸ μεταξὺ ὁ Ξουράϕης μετέϕερε τὶς ἀποσκευές μου στὸ δωμάτιο ποὺ μοῦ εἶχαν παραχωρήσει στὸ πίσω μέρος τοῦ δεύτερου ὀρόϕου, ἐπιπλωμένο μ᾿ ἕνα στρῶμα γιὰ νὰ κοιμᾶμαι, μιὰ καρέκλα χωρὶς ράχη, ἕνα πήλινο δοχεῖο νυκτὸς χωρὶς λαβή, ἕνα μπουκάλι ἀντὶ γιὰ κηροπήγιο κι ἕνα τριγωνικὸ κομμάτι γυαλὶ ἀντὶ γιὰ καθρέϕτη. Τὴν ὑπόλοιπη ἐπίπλωσή του τὴν εἶχαν μεταϕέρει πρόσϕατα σὲ μία ἀπὸ τὶς σοϕίτες, γιὰ νὰ βολέψουν τὸν ὑπηρέτη ἑνὸς ᾽ Ιρλανδοῦ λοχαγοῦ ποὺ ἔμενε στὸν πρῶτο ὄροϕο.


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 19.

῾ Ο χαρακτήρας τοῦ κυρίου Κλύσμα, τῆς γυναίκας του καὶ τῆς κόρης του – μερικὲς ἱστορίες γιὰ τὴν οἰκογένεια – ἀντιζηλία μητέρας καὶ κόρης – διαπράττω ἕνα σϕάλμα ποὺ μοῦ δίνει στιγμιαία ἱκανοποίηση ἀλλὰ ἔχει ἀνησυχητικὲς συνέπειες

Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἐνῶ δούλευα στὸ ϕαρμακεῖο, μιὰ πεταχτούλα καλοντυμένη κοπέλα μπῆκε μέσα, δῆθεν γιὰ νὰ βρεῖ μιὰ ϕιάλη γιὰ κάποια χρήση ποὺ δὲν διευκρίνισε· καὶ βρίσκοντας τὴν εὐκαιρία νὰ μὲ περιεργασθεῖ σχολαστικὰ σὲ κάποια στιγμὴ ποὺ νόμιζε ὅτι δὲν τὴν ἔβλεπα, ἀποχώρησε μὲ μιὰ ἔκϕραση σιωπηλῆς περιϕρόνησης. Μάντεψα εὔκολα τὰ αἰσθήματά της καί, πικαρισμένος, ἀποϕάσισα νὰ τῆς ϕερθῶ μὲ τὴν ἴδια ἀδιαϕορία. Τὴν ὥρα τοῦ δείπνου, οἱ ὑπηρέτριες μὲ τὶς ὁποῖες δείπνησα στὴν κουζίνα μοῦ ἐξήγησαν ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ μοναχοκόρη τοῦ ἀϕεντικοῦ μου καὶ θὰ ἔπαιρνε μιὰν ἀρκετὰ σεβαστὴ προίκα – γι᾿ αὐτὸ ἐξάλλου, ἀλλὰ καὶ λόγω τῆς ὀμορϕιᾶς της, τὴν ϕλερτάριζαν πολλοὶ νεαροὶ κύριοι. Μοῦ εἶπαν ἐπίσης ὅτι δύο ϕορὲς παραλίγο νὰ παντρευτεῖ, ἀλλὰ ὁ γάμος εἶχε ἀκυρωθεῖ λόγω τῆς τσιγγουνιᾶς τοῦ πατέρα της, ποὺ ἀρνιόταν ν ᾿ ἀποχωριστεῖ ἔστω κι ἕνα σελίνι ὅσο ζοῦσε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ κοπέλα δὲν ϕερόταν στὸν πατέρα της μὲ τὸ σεβασμὸ ποὺ θὰ περίμενε κανείς, ἐνῶ παράλληλα ἔτρεϕε ἀπόλυτο μίσος γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του, κάτι ποὺ συμμεριζόταν καὶ ἡ μητέρα της, ποὺ ἦταν ᾽Αγγλίδα. ᾽Απὸ κάποιους ὑπαινιγμοὺς ἔμαθα ἐπίσης ὅτι ἐκείνη ϕοροῦσε παντελόνια στὸ σπίτι, ὅτι ἦταν μιὰ κυρία μὲ πολὺ ὀξύθυμο χαρακτήρα ποὺ γινόταν συχνὰ αἰσθητὸς εἰς βάρος τῶν ὑπηρετῶν της, καθὼς κι ὅτι τῆς ἄρεσαν οἱ διασκεδάσεις, ἀλλὰ κι ὅτι 14

TOBIAS GEORGE SMOLLETT, Οἱ περιπέτειες τοῦ Ρόντερικ Ράντομ


210

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

ἀντιμετώπιζε τὴ δεσποινίδα σὰν ἀντίζηλό της στὰ πάντα. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ ἀληθινὴ αἰτία γιὰ τὶς ἀπογοητεύσεις της, γιατὶ ἂν ἡ μητέρα της τὴν ὑποστήριζε, ὁ πατέρας της δὲν θὰ εἶχε τολμήσει νὰ τῆς ἀρνηθεῖ αὐτὰ ποὺ τοῦ ζητοῦσε. Πέρα ἀπὸ τὶς πληροϕορίες αὐτές, σύντομα ἀνακάλυψα κι ἐγὼ μόνος μου ὁρισμένα πράγματα: ὁ τρόπος ποὺ ὁ κύριος Κλύσμας κοίταζε τὴ γυναίκα του ὅταν ἐκείνη δὲν τὸν ἔβλεπε, μ᾿ ἔπεισε ὅτι δὲν ἦταν καθόλου εὐχαριστημένος μὲ τὴν τύχη του, ἐνῶ ἡ συμπεριϕορά του ἀπέναντι στὸν λοχαγὸ μ᾿ ἔκανε νὰ πιστέψω ὅτι ἐκεῖνο ποὺ τὸν βασάνιζε κυρίως ἦταν ἡ ζήλια. ῞ Οσο γιὰ μένα, μὲ ἀντιμετώπιζαν ἁπλῶς καὶ μόνο σὰν ὑπηρέτη, καὶ ἤμουν ἤδη ἕξι μέρες στὸ σπίτι δίχως οὔτε ἡ μητέρα οὔτε ἡ κόρη νὰ μ᾿ ἔχουν τιμήσει ἔστω καὶ μὲ μία λέξη. ῾ Η κόρη μάλιστα –ὅπως κατάλαβα ἀπ᾿ τὶς κουβέντες τῶν ὑπηρετριῶν– εἶχε ἐκϕράσει τὴν ἔκπληξή της ποὺ ὁ μπαμπάς της εἶχε προσλάβει ἕναν τόσο ἀδέξιο καὶ ἄσχημο ὑπάλληλο. Αὐτὴ ἡ πληροϕορία μ᾿ ἐξαγρίωσε, καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακή –ποὺ ἦταν ἡ σειρά μου νὰ πάρω ἄδεια– ντύθηκα μὲ τὰ καινούργια μου ροῦχα, ποὺ χωρὶς νὰ θέλω νὰ περιαυτολογήσω μοῦ πήγαιναν πολύ. ᾽Αϕοῦ πέρασα τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς μέρας συντροϕιὰ μὲ τὸν Ξουράϕη καὶ μερικοὺς γνωστούς του, γύρισα στὸ σπίτι τὸ ἀπόγευμα καὶ μοῦ ἄνοιξε ἡ δεσποινίς, ποὺ δὲν μὲ ἀναγνώρισε κι ἔκανε μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση καθὼς ἔμπαινα μέσα, τὴν ὁποία τῆς ἀνταπέδωσα, κι ἔκλεισε τὴν πόρτα. Τότε πιὰ εἶχα κάνει μεταβολὴ κι ἐκείνη εἶχε ἀντιληϕθεῖ τὸ λάθος της. ῎Αλλαξε χρῶμα, ἀλλὰ δὲν ἀποσύρθηκε. ῾ Ο διάδρομος ἦταν στενὸς καὶ δὲν μποροῦσα νὰ προχωρήσω χωρὶς νὰ τὴ σκουντήσω. Κι ἔτσι ἀναγκάστηκα νὰ μείνω ἐκεῖ ποὺ ἤμουν, μὲ τὰ μάτια καρϕωμένα στὸ δάπεδο καὶ τὸ πρόσωπο κατακόκκινο. Τε-


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 19.

211

λικά, ϕάνηκε νὰ θυμᾶται ποιά ἦταν κι ἀπομακρύνθηκε χαχανίζοντας, ἐνῶ τὴν ἄκουσα νὰ προϕέρει τὴ λέξη «ἀνθρωπάκι». ᾽Απὸ τότε καὶ μετὰ ἐρχόταν στὸ ϕαρμακεῖο πενήντα ϕορὲς τὴ μέρα μὲ διάϕορα προσχήματα, κι ἔκανε τόσο πολλὰ καὶ γελοῖα νάζια, ὥστε δὲν δυσκολεύτηκα νὰ καταλάβω πὼς εἶχε ἀρχίσει ν᾿ ἀλλάζει γνώμη γιὰ μένα καὶ δὲν μὲ θεωροῦσε πιὰ ἐντελῶς ἀνάξιό της. ᾽Αλλὰ τὸ ϕιλότιμο καὶ ἡ ὀργή, ποὺ ἦταν τὰ δύο κυριότερα γνωρίσματα τοῦ χαρακτήρα μου, εἶχαν κάνει τὴν καρδιά μου πέτρα καὶ παρέμενα ἀναίσθητος σὲ ὅλα της τὰ τεχνάσματα. Καὶ παρότι ἔγινε ἀρκετὰ προκλητική, δὲν κατάϕερε νὰ μὲ κάνει νὰ τῆς δώσω τὴν παραμικρὴ σημασία. ῾ Η ἀδιαϕορία μου αὐτὴ δὲν ἄργησε νὰ τὴν κάνει ν ᾿ ἀλλάξει καὶ πάλι τὴν εὐνοϊκή της γνώμη γιὰ μένα, ἀντικαθιστώντας την μὲ τὴ μανία τῆς περιϕρονημένης γυναίκας, τὴν ὁποία ἐκδήλωσε ὄχι μόνο μὲ μοχθηροὺς ὑπαινιγμοὺς ὥστε νὰ μὲ διαβάλει στὸν πατέρα της, ἀλλὰ καὶ ἀναθέτοντάς μου ταπεινωτικὲς δουλειὲς ποὺ ἤλπιζε ὅτι θὰ ἔθιγαν τὴν ἀξιοπρέπειά μου. Μιὰ μέρα μάλιστα μὲ διέταξε νὰ βουρτσίσω τὸ πανωϕόρι τοῦ κυρίου μου, κι ὅταν ἐγὼ ἀρνήθηκα, λογομάχησε ἔντονα μαζί μου, καταλήγοντας νὰ ξεσπάσει σὲ δάκρυα ὀργῆς ὅταν ἡ μητέρα της ἐπενέβη καί, μαθαίνοντας τὰ καθέκαστα, πῆρε τὸ μέρος μου. Βέβαια, τὴν ἐξυπηρέτηση αὐτὴ δὲν τὴ χρωστοῦσα σὲ τυχὸν ἐκτίμηση ἢ σεβασμὸ πρὸς τὸ ἄτομό μου, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ στὴν ἐπιθυμία της νὰ πληγώσει τὴν κόρη της, ποὺ στὴν περίπτωση αὐτὴ παρατήρησε πὼς ὅσο δίκιο κι ἂν εἶχαν κάποιοι, ὑπῆρχαν μερικοὶ ποὺ δὲν θὰ τοὺς ὑποστήριζαν ποτέ, γιατὶ σίγουρα εἶχαν τοὺς λόγους τους γι᾿ αὐτό – ποὺ ἐκεῖνοι οἱ κάποιοι δὲν τοὺς ἀγνοοῦσαν, παρότι περιϕρονοῦσαν τὰ ϕτηνά τους κόλπα. Οἱ ὑπαινιγμοὶ γιὰ «μερικοὺς» καὶ


212

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

«κάποιους» μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀρχίσω νὰ παρατηρῶ πιὸ προσεκτικὰ τὴ συμπεριϕορὰ τῆς κυρίας μου, καὶ σύντομα εἶχα λόγους νὰ πιστεύω ὅτι θεωροῦσε τὴν κόρη της ἀντίζηλο γιὰ τὸν ἔρωτα τοῦ νοικάρη τους, τοῦ λοχαγοῦ ᾽ Οντόνελ. Στὸ μεταξύ, χάρη στὴν ἐργατικότητά μου καὶ στὶς γνώσεις μου, κέρδισα τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἀϕεντικοῦ μου, ποὺ συχνὰ ἔλεγε στὰ γαλλικά: «Mardy! C’est un bon garçon».1 Εἶχε πολλὴ δουλειά, ἀλλὰ καθὼς οἱ πελάτες του ἦταν κυρίως ἐξόριστοι συμπατριῶτες του,2 τὰ κέρδη του ἦταν μικρά. ῾ Ωστόσο δὲν ξόδευε καὶ πολλὰ γιὰ ϕάρμακα, μιᾶς καὶ ἦταν πιὸ ἔμπειρος ἀπὸ ὁποιονδήποτε ϕαρμακοποιὸ τοῦ Λονδίνου στὴν παρασκευὴ ὑποκατάστατων. Καὶ μάλιστα πολλὲς ϕορὲς τὸν ἔβλεπα κατάπληκτος νὰ ἐκτελεῖ μιὰ ἰατρικὴ συνταγὴ χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό, παρότι δὲν εἶχε στὸ μαγαζί του οὔτε ἕνα ἀπὸ τὰ ϕάρμακα ποὺ ἀναϕέρονταν σ ᾿ αὐτήν. Μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ μποροῦσε νὰ μετατρέψει τὰ κελύϕη τῶν στρειδιῶν σὲ παυσίπονο, τὸ κοινὸ λάδι σὲ ἀμυγδαλέλαιο, τὸ σιρόπι ἀπὸ ζάχαρη σὲ σιρόπι γιὰ τὸ βήχα, τὸ νερὸ τοῦ Τάμεση σὲ aqua cinnamomi,3 τὸ ρετσίνι σὲ ἀποχρεμπτικό, ἀλλὰ καὶ νὰ ἑτοιμάσει ἑκατοντάδες ἄλλα ἀκριβὰ παρασκευάσματα ἀπὸ τὰ πιὸ ϕτηνὰ καὶ πιὸ κοινὰ ὑλικά. Κι ὅταν ἕνας ἀσθενὴς εἶχε μιὰ συνταγὴ γιὰ κάτι συνηθισμένο, πάντα ϕρόντιζε ν᾿ ἀλλάξει τὸ χρῶμα του ἢ τὴ γεύση του, ἢ καὶ τὰ δύο, ὥστε νὰ μὴν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἀναγνωρίσει κανείς. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε πολὺ τὴν κοχενίλλη καὶ τὸ γαριϕαλέλαιο γιὰ μαντζούνια δικῆς του ἔμπνευσης· εἶχε ἕνα γιὰ τὰ ἀϕροδίσια νοσήματα, ποὺ τοῦ ἔϕερνε πολλὰ λεϕτά, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἔκρυβε τόσο ἔξυπνα, ποὺ στάθηκε ἀδύνατον νὰ μάθω τὴ σύνθεσή του. Πάντως, στοὺς ὀχτὼ μῆνες ποὺ ἔμεινα στὴν ὑπηρεσία του, τὰ τρία τέταρτα τῶν ἀσθενῶν ποὺ τὸ πῆραν δὲν εἶδαν καμία βελτίωση


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 19.

213

κι ἀναγκάστηκαν νὰ προσϕύγουν στὴ θεραπεία μὲ τὴ σιελόρροια, σύμϕωνα μὲ τὶς ὁδηγίες κάποιου ἄλλου χειρουργοῦ. Παραδόξως, αὐτὴ ἡ ἀποτυχία τὸν ἔκανε νὰ πιστέψει ἀκόμα πιὸ πολὺ στὸ ϕάρμακό του. Καὶ προτοῦ τὸν ἀϕήσω, τολμῶ νὰ πῶ ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν ῾ Αγία Τριάδα, παρότι ἦταν πιστὸς οὐγενότος, παρὰ τὴν πίστη του στὴν ἀπόλυτη ἀποτελεσματικότητα τοῦ ϕαρμάκου αὐτοῦ. ῾ Ο κύριος Κλύσμας εἶχε προσπαθήσει πολλὲς ϕορὲς νὰ ἐπιβάλει χορτοϕαγικὴ δίαιτα στὴν οἰκογένειά του, ἐγκωμιάζοντάς την καὶ κατηγορώντας τὴν κατανάλωση κρεάτων ὡς γιατρὸς ἀλλὰ καὶ ὡς ϕιλόσοϕος. ᾽Αλλὰ παρὰ τὴν εὐϕράδειά του, δὲν κατάϕερε νὰ προσηλυτίσει οὔτε ἕναν ἄνθρωπο στὴν ἄποψή του, κι ἀκόμα κι ἡ γυναίκα του δήλωσε τὴν ἀντίθεσή της στὴν πρότασή του. Δὲν ξέρω ἂν ἔϕταιγε ἡ ἀδιαϕορία της γιὰ τὶς παραινέσεις τοῦ συζύγου της σ ᾿ αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο θέμα ἢ τὸ θερμὸ ταμπεραμέντο της· ἀλλὰ τὰ πάθη τῆς κυρίας αὐτῆς γίνονταν πιὸ βίαια κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, μέχρι ποὺ στὸ τέλος θεώρησε τὴν ἀξιοπρέπεια περιττὸ περιορισμό. Κι ἕνα ἀπόγευμα ποὺ ὁ ἄντρας της ἔλειπε καὶ ἡ κόρη της εἶχε πάει ἐπίσκεψη, μὲ διέταξε νὰ ϕωνάξω ἕνα ἁμάξι, μὲ τὸ ὁποῖο ἐκείνη κι ὁ λοχαγὸς ξεκίνησαν πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ Κόβεντ Γκάρντεν. ῾ Η δεσποινὶς γύρισε τὸ ἀπόγευμα, κι ἀϕοῦ ἔϕαγε τὴ συνηθισμένη ὥρα της, πῆγε γιὰ ὕπνο. Γύρω στὶς ἕντεκα μπῆκε μέσα ὁ κύριός μου καὶ ρώτησε ἂν ἡ γυναίκα του εἶχε ξαπλώσει νὰ κοιμηθεῖ. Τοῦ ἀπάντησα ὅτι ἡ κυρία μου εἶχε βγεῖ τὸ ἀπόγευμα καὶ δὲν εἶχε ἐπιστρέψει ἀκόμα. ῾ Ο καημένος ὁ ϕαρμακοποιὸς τινάχτηκε σὰν νὰ τὸν εἶχε χτυπήσει κεραυνός. —Τεὲ καιΚυριέ! ϕώναξε. Τί εἰναὶ αὐτὰ ποὺ λές; ῾ Η γκυναικαμοὺ ντὲν εἰναισπιτί!;


214

TOBIAS GEORGE SMOLLETT

᾽ Εκείνη τὴ στιγμὴ ἐμϕανίστηκε ὁ ὑπηρέτης ἑνὸς ἀσθενοῦς μὲ μιὰ συνταγὴ γιὰ σιρόπι, ποὺ τὸ ἀϕεντικό μου τὴν πῆρε καὶ πῆγε στὸ κατάστημα γιὰ νὰ τὴν ἑτοιμάσει. Κι ἐνῶ ἔτριβε τὰ συστατικὰ σ ᾿ ἕνα γυάλινο γουδί, μὲ ρώτησε ἂν ἡ σύζυγός του εἶχε βγεῖ μόνη. ᾽Ακούγοντας ὅτι ἦταν συντροϕιὰ μὲ τὸν λοχαγό, μ᾿ ἕνα καὶ μόνο χτύπημα διέλυσε τὸ γουδὶ σ ᾿ ἑκατὸ κομμάτια καὶ μὲ ϕρικτὸ μορϕασμὸ ἀναϕώνησε: — Ah traitresse! 4 Θὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ κρατηθῶ ἔστω κι ἕνα λεπτὸ ἀκόμη χωρὶς νὰ βάλω τὰ γέλια, εὐτυχῶς ὅμως μ᾿ ἔσωσε ἕνα χτύπημα στὴν πόρτα, ποὺ τὴν ἄνοιξα καὶ εἶδα τὴν κυρία μου νὰ κατεβαίνει ἀπὸ μιὰν ἅμαξα. Α ᾽ μέσως μπῆκε σεινάμενη κουνάμενη στὸ μαγαζὶ καὶ ἀπευθύνθηκε στὸν ἄντρα της: — Φαντάζομαι ὅτι νόμιζες πὼς εἶχα χαθεῖ, χρυσέ μου. ῾ Ο λοχαγὸς ᾽ Οντόνελ εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μὲ πάει στὸ θέατρο. —Τεατρό... τεατρό, ἀπάντησε αὐτός. ᾽Αχά! Ναί, μά τὸ Τεό, καὶ πολὺ ὡραιὸ ἐργκὸ εἰντατέ. —Χριστούλη μου, τί ἔπαθες; —Τί ἐπατά; ϕώναξε ὁ ϕαρμακοποιὸς ξεχνώντας τοὺς καλούς του τρόπους. Μά τὸ Τεό, εἰσαὶ μιαπαλιοβρομά – ντιαβολέ! τὰ σουντειξῶ ἐγκὼ ναβαζεῖς κερατὰ στὸ ντικομοῦ κεϕαλί. Πουναπαρεῖ, ταντεῖ τιταπατεῖ ὁ καπιτὲν ᾽ Οντονέλ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ λοχαγός, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε μείνει στὴν πόρτα γιὰ νὰ πληρώσει τὸν ἁμαξά, μπῆκε μέσα λέγοντας μὲ βροντερὴ ϕωνή: —Ποὺ νὰ μὲ πάρει! Τί θὰ πάθω; — Oh serviteur monsieur le capitaine, τὸν ὑποδέχθηκε ὁ κύριος Λαβεμὰν ἀλλάζοντας τόνο ἀμέσως, vous êtes un gallant homme – ma femme est fort obligée.5


ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ 19.

215

Καὶ γυρίζοντας πρὸς ἐμένα, μοῦ εἶπε χαμηλόϕωνα: — Et diablement obligeante sans doute.6 — ᾽Ακοῦστε, κύριε Κλύσμα, εἶπε ὁ λοχαγός, εἶμαι ἔντιμος ἄνθρωπος καὶ πιστεύω ὅτι κι ἐσεῖς εἶστε πολὺ κύριος καὶ δὲν θὰ θεωρήσετε προσβολὴ τὴν εὐγένεια ποὺ δείχνω στὴ γυναίκα σας. Αὐτὴ ἡ δήλωση ἐντυπωσίασε τόσο τὸν ϕαρμακοποιό, ὥστε ἄρχισε ξανὰ νὰ ϕέρεται μὲ ἄψογη γαλλικὴ εὐγένεια, καὶ μὲ πολλὲς ϕιλοϕρονήσεις διαβεβαίωσε τὸν λοχαγὸ ὅτι ἦταν ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος μὲ τὴν τιμὴ ποὺ εἶχε κάνει στὴ σύζυγό του. Κι ἀϕοῦ τακτοποιήθηκε ἡ κατάσταση, πήγαμε ὅλοι νὰ κοιμηθοῦμε. Τὴν ἄλλη μέρα, μέσα ἀπὸ μιὰ γυάλινη πόρτα ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ μαγαζὶ σ ᾿ ἕνα σαλόνι, εἶδα τὸν λοχαγὸ νὰ μιλάει μὲ σοβαρὸ ὕϕος στὴ δεσποινίδα, ποὺ τὸν ἄκουγε μὲ ἔκϕραση θυμοῦ ἀλλὰ καὶ περιϕρόνησης. ῞ Ομως ἐκεῖνος βρῆκε τρόπο νὰ τὴν ἐξευμενίσει καὶ σϕράγισε τὴ συμϕιλίωση μ᾿ ἕνα ϕιλί. Αὐτὸ μ᾿ ἔπεισε γιὰ τὸ λόγο τοῦ καβγᾶ, ἀλλὰ παρὰ τὴ στενή μου παρακολούθηση, ποτὲ δὲν ἀνακάλυψα καμία ἄλλη ἐπικοινωνία ἀνάμεσά τους. Στὸ μεταξὺ εἶχα λόγους νὰ πιστεύω ὅτι εἶχα ἐμπνεύσει τρυϕερὰ αἰσθήματα γιὰ μένα σὲ μιὰν ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες. Κι ἕνα βράδυ, ὅταν θεώρησα ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι στὸ σπίτι εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, ξέροντας ὅτι ἡ ἄλλη ὑπηρέτρια ἔλειπε γιατὶ εἶχε ἄδεια νὰ πάει νὰ ἐπισκεϕθεῖ τὸν ἄρρωστο πατέρα της ποὺ ἔμενε στὸ Ρίτσμοντ, βρῆκα τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκμεταλλευτῶ τὴν κατάκτησή μου. Κι ἔτσι σηκώθηκα καί, τσίτσιδος ὅπως ἤμουν, πῆγα προχωρώντας ψηλαϕιστὰ μέσα στὸ σκοτάδι στὴ σοϕίτα ὅπου κοιμόταν. ᾽ Ενθουσιάστηκα βρίσκοντας τὴν πόρτα ἀνοιχτὴ καὶ πλησίασα ἀθόρυβα στὸ κρεβάτι,


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.