ΠΕ Ρ Ι Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ
Θανάσης ᾽Αγάθος, ᾽Αριστοτέλης Σαΐνης, «Τὰ λίγα πράγματα ποὺ ξέρουμε γιὰ τὸν Βασίλη Βασιλικό» . . . . . . . . . . . . . .
15
1. Βασίλης Βασιλικός, «῾ Ο ποιητὴς καὶ ὁ πεζογράϕος. ῞ Ενα νεανικὸ κείμενο τοῦ Βασίλη Βασιλικοῦ (1952)», περ. Τὸ Δέντρο, τχ. 86-87, Μάρτιος-᾽Απρίλιος 1995, σσ. 22-28 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
33
2. Βασίλης Βασιλικός, «Ψηϕίδες» (1952) . . . . . . . . . . . . .
45
3. Βασίλης Βασιλικός, «André Gide (1869-1951)» (1952), περ. Ὑπόστεγο, τχ. 7, ῎ Ανοιξη 1995, σσ. 31-32 . . . . . . .
47
4. Βασίλης Βασιλικός, «῾ Ο Γιῶργος Θεοτοκᾶς καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ ἰδέα», περ. Ὑπόστεγο, τχ. 7, ῎ Ανοιξη 1995, σσ. 25-30 [διάλεξη 10/3/1955] . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
50
5. Βασίλης Βασιλικός, «Οἱ μπήτνικς τῆς ᾽Αμερικῆς», περ. Θερμοπύλες, τχ. 2, Φεβρουάριος 1962, σσ. 94-96. . . . . .
59
6. Βαγγέλης Ψυρράκης, «Μιὰ συνέντευξη» στὸ Βασίλης Βασιλικός, 25ετία, Παπαζήσης, ᾽Αθήνα 1976, σσ. 37-42 [= περ. Ταχυδρόμος, 10/3/1962] . . . . . . . . . . . . . . . . . .
65
10
ΠΕ ΡΙ Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ
7. Δημήτρης Ραυτόπουλος, « ῞ Ενας “ἄλλος”: ὁ Βασίλης
8.
9.
10.
11.
12. 13. 14.
15.
Βασιλικός», στὸ (ἰδ.), Οἱ ἰδέες καὶ τὰ ἔργα. Δοκίμια, Δίϕρος, ᾽Αθήνα 1965, σσ. 257-265 [= περ. ᾽Επιθεώρηση Τέχνης, τόμ. ΙΕ, τχ. 90, ᾽ Ιούνιος 1962, σσ. 672-676] . . . Βασίλης Βασιλικός, «῾ Ο Τζὼν Στάινμπεκ καὶ τὸ ἔργο του», περ. Νέα ῾Εστία, τόμ. 72, τχ. 849, 15/11/1962, σσ. 1674-1675. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Μιὰ ἔρευνα μεταξὺ τῶν συγγραϕέων καὶ τῶν ποιητῶν. Μιλῆστε γιὰ τὸ ἔργο σας καὶ γιὰ τὰ μελλοντικὰ σχέδιά σας. Βασίλης Βασιλικός: ῾ Η νουβέλα κι ἡ μαρτυρία – νά τὰ δύο εἴδη πεζοῦ λόγου ποὺ μποροῦν στὴν ῾ Ελλάδα ν’ ἀποδώσουν καρπούς», ἐϕ. ῾Η Αὐγή, 4/9/1964 . . . . Δημήτρης Γκιώνης, «Στὸν καιρὸ τοῦ Ζ», στὸ (ἰδ.), Καλύτερα στὸν τυπογράϕο παρὰ στὸν ψυχίατρο, 18 συνομιλίες σὲ τριάντα χρόνια μὲ τὸν Βασίλη Βασιλικό, Καστανιώτης, ᾽Αθήνα 1996, σσ. 19-26 [= ἐϕ. Δημοκρατικὴ ᾽Αλλαγή, 19/12/1966] . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Τὸ Κιβώτιο τοῦ ῎ Αρη ᾽Αλεξάνδρου. Εἰσήγηση στὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Gallimard (1973)», στὸ (ἰδ.) Βασίλης Βασιλικός, 25ετία, Παπαζήσης, ᾽Αθήνα 1978, σσ. 259-263 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «᾽ Εγὼ αὐτός», περ. Τράμ, 1976, β΄ διαδρομή, τχ. 1, σσ. 75-77 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Τρεῖς νέες ποιήτριες», περ. Καινούργια ᾽Εποχή, Χειμώνας 1976, σσ. 134-137. . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «῾ Ο ἄλλος Λόρκα», Χρονογραϕήματα, Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 18-22 [= ἐϕ. Τὰ Νέα, 28/12/1976] . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Γράμμα στὸν ᾽ Ισμαὴλ Κανταρέ», Χρονογραϕήματα, Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 10-12 [= ἐϕ. Τὰ Νέα, 20/ 7/1977] . . . . . . . . . . . . . .
72
83
88
91
97 101 106
111
116
ΠΕ ΡΙ Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ
11
16. Βασίλης Βασιλικός, «῾ Η θνησιμότητα μιᾶς λέξης», ἐϕ. ῾Η Καθημερινή, 22 / 6 /1978 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 119 17. ῎ Αντεια Φραντζῆ, «Βίωμα ἀποστασιοποιημένο εἶναι
18.
19.
20. 21.
22.
23.
24. 25.
βίωμα ξεχασμένο. Τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς Διήγησης τοῦ Ι᾽άσονα», περ. Α ᾽ ντί, περίοδος Β ,΄ τχ. 248, 8/12/1983 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, Μάνος Χατζιδάκις, «᾽Απὸ τὶς ραδιοϕωνικὲς συνομιλίες τοῦ Μάνου Χατζιδάκι μὲ τὸν Βασίλη Βασιλικό» (1979), περ. Πολιορκία, περίοδος Β ΄, τόμ. Β ΄, τχ. 20, ᾽ Ιανουάριος 1984, σσ. 42-50 . . . . . . . . . Μιχαὴλ Μήτρας, «῾ Ο Βασίλης Βασιλικὸς συνομιλεῖ μὲ τὸν Μιχαὴλ Μήτρα γιὰ τὴ λογοτεχνία», περ. Τὸ Δέντρο, τχ. 6, Μάρτιος-᾽Απρίλιος 1984, σσ. 13-22 . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Τὸ χρονικὸ μιᾶς ὁδοιπορίας», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 35, ᾽ Ιούνιος 1984, σσ. 402-406 . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «῾ Ο συγγραϕέας στὴν ῾ Ελλάδα» (1983), στὸ Θέματα ῾Ελληνικοῦ Πολιτισμοῦ, Συνέδριο στὸ Αἰγαῖο Κέντρο ῾Ελληνικῆς Φιλοσοϕίας (᾽Απέρι Καρπάθου), τόμ. 1, ᾽Αθήνα 1985, σσ. 37-41 . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «᾽Αντρέας Καραντώνης. ῾ Ο τελευταῖος κριτικὸς πρὶν τὴν ἐμϕάνιση τῆς σημειολογίας», περ. Δῶμα, τχ. 8, Φθινόπωρο 1986, σσ. 12-15 . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Αὐτὸ δὲν εἶναι πορτραῖτο τοῦ Κώστα Ταχτσῆ», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 77, Σεπτέμβριος 1988, σσ. 636-638 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Πῶς ἔγραψα ποίηση», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 93, Μάρτιος-᾽Απρίλιος 1990, σσ. 204-206 . . . Βασίλης Βασιλικός, «Κάθε τέχνη ἔχει τὴ γλώσσα της. Λογοτεχνία καὶ κινηματογράϕος», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 96, ᾽ Ιούλιος-Αὔγουστος 1990, σσ. 470-472 . . . . . . . . . . . . .
123
143
159 170
177
183
190 194
198
12
ΠΕ ΡΙ Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ
26. Βασίλης Βασιλικός, «Λογοτεχνία: ἡ δημοσιογραϕία τῆς ἑπόμενης μέρας», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 104, ᾽ Ιούλιος-Αὔγουστος 1991, σσ. 490-491 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27. Τάσος Γουδέλης, «῾ Ο συγγραϕέας πρέπει νὰ ἀποδίδει
204
τὴν ἐποχή του (῾ Ο Βασίλης Βασιλικὸς μιλάει στὸ Δέντρο γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του)», περ. Τὸ Δέντρο, τχ. 71-72, Σεπτέμβριος-᾽ Οκτώβριος 1992, σσ. 5-32. . . . 207 28. Βασίλης Βασιλικός, «῾ Ο μεγάλος Ρίτσος» (2001), περ. ῾Η Λέξη, τχ. 182, ᾽ Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, σσ. 624-631 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
244
29. Βασίλης Βασιλικός, «Γιατί ξεχάσαμε τὸν Κωστὴ Παλαμᾶ;», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 114, Μάρτιος-᾽Απρίλιος 1993, σσ. 143-145 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 252 30. Βασίλης Βασιλικός, « ῞ Εξι ϕανταστικὲς συνεντεύξεις»,
31.
32. 33.
34.
35.
στὸ (ἰδ.), Λύρα ῾Ελληνική. ῾Η ἑλληνικὴ ποίηση ἀνθολογημένη ἀπὸ τὸν Ρήγα ὣς σήμερα, Πλειάς, ᾽Αθήνα 1993, σσ. 1025-1050. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Δ. Δεσποτίδης. Οἱ τέσσερεις ἐποχὲς μιᾶς ϕιλίας», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 129, Σεπτέμβριος᾽ Οκτώβριος 1995, σσ. 599-603 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Διαβάζοντας...» (1996), ἀδημοσίευτο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Ντάρελ καὶ Τσίρκας: ἀναπόϕευκτες συγκρίσεις», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 136, ΝοέμβριοςΔεκέμβριος 1996, σσ. 744-745 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Εἴκοσι παράγραϕοι γιὰ τὸν Καζαντζάκη», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 139, Μάιος-᾽ Ιούνιος 1997, σσ. 285-288 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασίλης Βασιλικός, «Οἱ κουρτίνες», στὸ Μαρτυρίες γιὰ τὸν ᾽Αντώνη Σαμαράκη, Καστανιώτης, ᾽Αθήνα 2000, σσ. 25-27 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
257
295 302
305
308
314
ΠΕ ΡΙ Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ
36. Βασίλης Βασιλικός, «Μερικὲς σημειώσεις γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ᾽Αντώνη Φωστιέρη», περ. ᾽Εμβόλιμον, τχ. 41-42, 2000, σσ. 19-21 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 37. Βασίλης Βασιλικός, «Ξαναδιαβάζοντας τὸ Δαιμόνιο», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 163, Μάιος-᾽ Ιούνιος 2001, σσ. 388-390 38. Βασίλης Βασιλικός, «Σταθερὸ κέρδος», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 164-165, Αὔγουστος-᾽ Οκτώβριος 2001, σσ. 475-477 . . 39. Βασίλης Βασιλικός, «῾ Ο Γιῶργος Θεοτοκᾶς καὶ ἡ ᾽Αριστερά. Μιὰ μαρτυρία», περ. Νέα ῾Εστία, ἔτος 79, τόμ. 158, τχ. 1784, Δεκέμβριος 2005, σσ. 1032-1034. . . . . . . 40. Βασίλης Βασιλικός, «Τί εἶναι ἀληθινὰ Πραγματικό», περ. ῾Η Λέξη, τχ. 188, ᾽Απρίλιος-᾽ Ιούνιος 2006, σσ. 168-170 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 41. Βασίλης Βασιλικός, «Γιῶργος ᾽ Ιωάννου», στὸ Νάσος
13
318 324 329
334
338
Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα (ἐπιμ.), Μὲ τὸν ρυθμὸ τῆς ψυχῆς. ᾽Αϕιέρωμα στὸν Γιῶργο ᾽Ιωάννου, Κέδρος, ᾽Αθήνα 2006, σσ. 15-18 . . . . 342 42. Βασίλης Βασιλικός, «Νύξεις καὶ κλειδιὰ γιὰ μία ἀστυνομικὴ νουβέλα», Πρόλογος στὸ Κώστας Καλϕόπουλος, Καϕὲ Λούκατς - Budapest Noir, ῎ Αγρα, ᾽Αθήνα 2008, σσ. 9-12. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 346 43. Βασίλης Βασιλικός, «Δέκα συνιστῶσες στὸ ἔργο τοῦ Γιάννη Μαρῆ», Ε ᾽ ϕημερίδα τῶν Συντακτῶν, 2 ᾽ Ιανουαρίου 2013 [ἔνθετο ϕυλλάδιο στὸ Γιάννης Μαρής, Τὰ χέρια τῆς ᾽Αϕροδίτης, ῎ Αγρα, ᾽Αθήνα 2013] . . . . . . . . . . . 350 Εὑρετήριο ὀνομάτων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 355
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ (ΕΝΑ ΝΕΑΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ) (1952) ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ
Τὸν ρώτησαν: « ᾽Ορϕέα, γιατί κοίταξες πρὸς τὰ πίσω;» Κι αὐτὸς ἀπάντησε: «Τὰ μάτια μου δὲν ἄντεχαν τὸ βάρος τοῦ παρόντος».
Σ’ ἕνα μέρος ὅπου σβήνουν οἱ θόρυβοι τῆς πόλης. Γύρω λίγα δέντρα δίχως ἄνεμο. ῾ Ο ἥλιος πέϕτει. Σιωπή. I
ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽Ακοῦς τὴν ὥρα; ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Τί παναπεῖ ἀκοῦς; ΠΟΙΗΤΗΣ: Τὸ σιωπηλό της περπάτημα, ἡ μυστικὴ μουσική της ἀγγίζουν τ’ αὐτιά σου. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῍ Α ὄχι... Φεύγεις μακριά... Δὲν ἀκούω, ϕίλε μου, παρὰ ἐκεῖνο ποὺ ὅλοι ἀκοῦν, δὲν λέω παρὰ ἐκεῖνο ποὺ ὅλοι καταλαβαίνουν. Ποτέ, τίποτα ξεχωριστό.
34
ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
ΠΟΙΗΤΗΣ: Κι ὅμως ἡ ποίηση ἀπ’ τὸ «ξεχωριστὸ ἄκουσμα» ἴσα ἴσα πηγάζει. ῍ Αν ἄκουγε ὁ ποιητὴς αὐτὰ ποὺ ἀκοῦνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τί τὸ καινούργιο θὰ εἶχε νὰ τοὺς προσϕέρει, σὲ τί θὰ ξεχώριζε; ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ᾽ Ακριβῶς. Τ’ ὁμολογεῖς. ῾ Ο ποιητὴς πρέπει ὁπωσδήποτε νά ‘ναι ἄτομο ξεχωριστό, ἀνόμοιο μέσα στὸ σύνολο. ῞ Ομως γιατί; Ποιός ὁ λόγος; Δὲν βρίσκω κανέναν. Κι ὕστερα, ποιά ἡ «αἰτία ὑπάρξεως»; ΠΟΙΗΤΗΣ: Τὸ ὅτι οἱ ποιητὲς μόνο μὲ τὴν παρουσία τους δείχνουν πόσο πεζὸς εἶναι αὐτὸς ὁ κόσμος καί, κατὰ συνέπεια, κεντρίζουν στὸν κόσμο τὴν ἐπιθυμία νὰ ϕτάσει στὸ δικό τους ἐπίπεδο, δὲν εἶναι λόγος ἱκανοποιητικὸς γιὰ νὰ ὑπάρχουν; ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Ναί, ὄχι αὐτό. Τὸ κακὸ εἶναι ποὺ διαϕέρουν... ΠΟΙΗΤΗΣ: Πῶς θά ’θελες νά ’ταν ἀλλιῶς; Δὲν εἶναι ποὺ ἡ ἀνομοιότητα τοὺς κάνει ποιητές, πρόσεξε, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ποιητὲς τοὺς κάνει νὰ ϕαίνονται ἀνόμοιοι... ῎ Αλλωστε, δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ παινευτῶ, μιὰ ποὺ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε πρόσωπα στὸν διάλογο αὐτό, ἀλλὰ σύμβολα προσώπων, ἕνας κόσμος δίχως ποιητὲς θά ’ταν πιὸ πληκτικὸς ἀπ’ τὸν οὐρανό, τὶς νύχτες, δίχως ἄστρα. II
ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῍ Αν σοῦ μηνοῦσαν, ποιητή, ὅτι ἀπόψε χάνεις τὶς πέντε αἰσθήσεις σου, ἐκτὸς ἀπὸ μιά, ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ κρατήσεις, ποιάν θὰ διάλεγες; ΠΟΙΗΤΗΣ: Τὴν αἴσθηση ποὺ χαρίζει τὸν ἦχο. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Τὴν ἀκοή; ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽Ακριβῶς.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ
35
ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Καὶ τὸ λὲς αὐτὸ χωρὶς καμιὰν ἀμϕιβολία; ΠΟΙΗΤΗΣ: Φίλε μου, πιστεύω ὅτι ἡ μουσικὴ εἶναι ὅ,τι βαθύτερο κρύβεται μέσα μας. Κ’ ἐκεῖ ποὺ σ’ ἄλλους ἀνθρώπους ληθαργεῖ, στὸν ποιητὴ ζητάει ἀδιάκοπα νὰ πάρει ἔκϕραση καὶ τόνο. Μόνο ὅταν κρατῶ τ’ αὐτιά μου ἀνέπαϕα ἀπὸ ἄλλες ϕωνές, μπορῶ νὰ συνθέσω. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιός εἶπε, δὲν θυμᾶμαι, ὅτι τὰ αὐτιὰ γιὰ σᾶς, εἶναι οἱ πόρτες τοῦ Παραδείσου. ᾽Αλλά... ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽Αλλὰ εἶπε πολὺ σωστά. Γιατὶ τ’ αὐτιὰ εἶναι τὰ μοναδικὰ ὄργανα στὸ σῶμα μας ποὺ ὅλο δέχονται, ἀνίκανα τίποτα νὰ ἐκπέμψουν. Κι ὅπως τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νά ’ναι ὁ ποιητὴς εἶναι ἕνας καλὸς δέκτης, ὅσο πιὸ λεπτὲς καὶ μακριὲς εἶναι οἱ κεραῖες του, τόσο... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ...τόσο πιὸ μικρὴ θά ’ναι ἡ προσϕορά του καί, συνακόλουθα, τόσο πιὸ μικρὴ θά ’ναι ἡ σημασία του. ΠΟΙΗΤΗΣ: ῎ Οχι, δὲν νομίζω πὼς εἶναι ἔτσι ὅπως τὰ λές. Τὸ κομμάτι ἀπ’ τὸν ἑαυτό μας ποὺ βάζουμε στὸ ἔργο μας ἔχει ἀξία, κι ὄχι ὁ ὄγκος τοῦ ἔργου ποὺ χτίζουμε. Καὶ σὲ ποσότητα, τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ, συγκρινόμενο μὲ τὸ δικό σας, εἶναι ἐλάχιστο, γιὰ τὸν λόγο ποὺ ὁ ποιητὴς μ ό ν ο τ ὸ ν ἑ α υ τ ό τ ο υ στὸ ἔργο του μπορεῖ νὰ βάλει... ῞ Ομως, ἂς εἶναι. Θὰ τὰ ξαναποῦμε κι ἀλλοῦ. Τώρα γυρνῶ στὴν ἀρχή. Μὲ ρώτησες ποιάν ἀπ’ τὶς πέντε αἰσθήσεις θὰ κρατοῦσα, ἂν ἔχανα τὶς ὑπόλοιπες. Σοῦ ἀπάντησα: τὴν ἀκοή. Κι αὐτὸ εἶναι πάλι πολὺ ἀπόλυτο. ῞ Ολες παίζουν τὸν μικρὸ ρόλο τους, ποὺ εἶναι τόσο πιὸ σημαντικός, ὅσο περισσότερο περνᾶ ἀπαρατήρητος... ἐκτὸς ἀπὸ μία, ποὺ θὰ εὐχόμουν π ρ α γ μ α τ ι κ ὰ νὰ τὴν ἔχανα. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιά; ΠΟΙΗΤΗΣ (κλείνοντας τὰ μάτια του): Τὴν ὅραση. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ διάλεγα νὰ κρατήσω, ἄν...
36
ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
ΠΟΙΗΤΗΣ: Οἱ μεγαλύτεροι ποιητὲς στὸν κόσμο εἶναι τυϕλοί. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Γιὰ μένα ἡ ὅραση ξεπερνᾶ τὰ σύνορα τῆς ἁπλῆς αἴσθησης: γίνεται παναίσθηση. Καταλαβαίνεις τί θέλω νὰ πῶ; Χωρὶς τὰ μάτια μου, σκέϕτομαι πῶς θὰ ζοῦσα, πῶς θὰ ἔγραϕα... ΠΟΙΗΤΗΣ: Χωρὶς ἄλλο θὰ ζοῦσες λιγότερο δυστυχισμένος, καὶ στὰ βιβλία σου ἡ χαρὰ θὰ ἦταν πιὸ ἄϕθονη. Εἶσαι σκοτεινὸς συγγραϕέας, γιατὶ ἀκριβῶς βλέπεις πολύ. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Τὰ μάτια μας... ΠΟΙΗΤΗΣ: Τὰ μάτια μας εἶναι οἱ πηγὲς κάθε ἀνθρώπινης δυστυχίας. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Δὲν ὑπάρχει δυστυχία ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀνθρώπινη. ᾽ Ενῶ κάποιες χαρὲς ε ἶ ν α ι θεϊκές. ΠΟΙΗΤΗΣ: Σωστό. Κ’ ἡ αἰτία εἶναι αὐτή: βλέποντας τοὺς ἄλλους νὰ ὑποϕέρουν, ὑποϕέρουμε κι ἐμεῖς γι’ αὐτούς. ῾ Η χαρὰ βρίσκεται μόνο σὲ κεῖνο ποὺ δὲν βλέπουμε: τὸ Θεῖο, ὅπως τὸ λές. Γι’ αὐτὸ κι εὐτυχισμένοι σὲ τούτη τὴ γῆ μποροῦν νὰ ζήσουν μόνον οἱ τυϕλοί. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Μὰ δὲν βρῆκα ποτὲ κανέναν τυϕλὸ ποὺ νὰ μὴ θέλει νὰ βρεῖ τὸ ϕῶς του. ΠΟΙΗΤΗΣ: Ναί... γιὰ τὸν λόγο, ὅμως, ποὺ δὲν ἔμαθε νὰ βλέπει σὰν τυϕλός. Τότε μόνο θὰ τὸ κατορθώσει, ὅταν δὲν θὰ ὑπάρχει κανένας πιὰ μὲ ϕῶς. Θά ’ναι αὐτὸ ἡ ὑπέρτατη εὐτυχία... «Μὰ εἶναι δυνατό;» σὲ ἀκούω νὰ μὲ ρωτᾶς. Ναί, ϕίλε μου, εἶναι. Καὶ νά γιατί: ἂς πάρουμε ἕναν τυϕλὸ ποὺ λέει: «Βλέπω ἐκεῖ κάτω μιὰν ἀπάνεμη λίμνη νὰ καθρεϕτίζει τὰ ψηλὰ βουνά· στὸ στρωτὸ γυαλί της γλιστροῦνε σιωπηλὰ τὰ νούϕαρα...» Ποιός θὰ μπορέσει, λοιπόν, νὰ τὸν μεταπείσει ὅτι στὴ θέση τῆς ἀτάραχης λίμνης, ἡ ταραγμένη πόλη μὲ τὶς ϕάμπρικες, τοὺς βιαστικοὺς ἀνθρώπους, τὴ διάσπαση τῆς ζωῆς, μὲς στὸ ἄτομο, βρίσκεται
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ
37
στ’ ἀλήθεια; Ρωτῶ, ποιός; Κανένας, εἶναι ἡ ἀπάντηση. ῎ Ετσι ὁ τυϕλὸς αὐτὸς θὰ ζεῖ ζωὴ εὐτυχισμένη, γιατὶ θὰ βλέπει αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ δεῖ. Καὶ ἡ εὐτυχία του δὲν θὰ εἶναι ὁλοκληρωμένη, ὅπως ἔλεγα, παρὰ μόνο τότε ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν τυϕλοί, ὅταν πάψουν δηλαδὴ νὰ ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ βλέπουν ὅσους δὲν μποροῦν νὰ δοῦν, ὅταν... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Στάσου. Πῆρες ϕόρα. ῾ Η καλὴ συζήτηση πρέπει νά ’ναι σὰν τὶς τροχαλίες: ἡ μιὰ χώνει τὰ δόντια της στὰ κενὰ τῆς ἄλλης. ᾽Αρσενικὸ καὶ θηλυκό, ποὺ λὲνε γιὰ τὶς πρίζες τοῦ ἠλεκτρικοῦ. Εἶπες, λοιπόν, ὅτι οἱ τυϕλοὶ θά ’ναι καὶ οἱ εὐτυχισμένοι... ΠΟΙΗΤΗΣ: ...ὅταν δὲν θὰ ὑπάρχει κανένας μὲ ϕῶς. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῾ Ωραῖα. ῞ Ομως ἀϕοῦ σ τ ὴ ν π ρ ά ξ η, ἡ εὐτυχία δὲν βρίσκεται μὲ ἄλλον τρόπο παρὰ σιάχνοντας τὶς δυστυχίες, ἔτσι ποὺ νὰ πιάνουν ὅσο γίνεται λιγότερο τόπο, τότε, ὅταν ὅλοι τυϕλοί, ποιός θὰ βρεθεῖ διορθωτὴς τῶν δυ... ΠΟΙΗΤΗΣ: Ξεχνᾶς ὅτι τὰ πιὸ τραγικὰ σϕάλματα στὸν κόσμο ἔρχονται ὄχι τόσο ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ϕταῖνε, ὅσο ἀπὸ κείνους ποὺ διορθώνουν... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Μά... ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽ Εσὺ ἄλλο δὲν κάνεις στὰ βιβλία σου ἀπ’ τὸ νὰ διορθώνεις ὅ,τι στραβὸ βλέπεις στὴν κοινωνία. Γι’ αὐτὸ ϕ τ α ῖ ς. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῞ Οποιος δὲν ζεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς... ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽ Εγὼ ζῶ τὴν πραγματικότητα τοῦ ὀνείρου... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῎ Α, πόσο εἶναι εὔκολο νὰ τὴν εἰρωνεύεσαι. Καὶ δὲν τὴ ζεῖς, γιατὶ ἔβγαλες τὰ μάτια σου στὸ ἀντίκρισμά της. ῞ Ομως αὐτὰ εἶναι καμώματα τῶν δειλῶν. ᾽ Ε σ ὺ γιατί τό ’κανες;
38
ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
ΠΟΙΗΤΗΣ: Σοῦ τό ’πα, μὰ δὲν τὸ πρόσεξες: γεννήθηκα ποιητής. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ᾽Αλλὰ μαζὶ καὶ ἄνθρωπος. ΠΟΙΗΤΗΣ: ῎ Ανθρωπος ὅμως δίχως μάτια. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Θέλεις νὰ πεῖς δίχως ἀνθρωπιά. ΠΟΙΗΤΗΣ: Κάθε ἀληθινὸς ποιητὴς εἶναι κατ’ ἀνάγκη τυϕλός. ῍ Η βλέπει τόσο λίγο ἀπ’ τὸν ἔξω κόσμο, ὥστε ἡ ἀχτίδα τοῦ κόσμου σκορπίζει σὲ σκόνη ὥσπου νὰ ϕτάσει στὸ κλειστὸ καλύβι του, ὅπου ϕέγγει ἕνα ἄλλο ϕῶς... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῍ Αν κατοικεῖς σ’ αὐτὸν τὸν πλανήτη, τότε δὲν μὲ πείθεις ὅτι ζ ε ῖ ς. ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽Ακριβῶς, ὑ π ά ρ χ ω. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Κι ἐγὼ ὑ π ά ρ χ ω, ἀλλὰ ζώντας. ΠΟΙΗΤΗΣ: ῾ Ο ποιητὴς ὑπάρχοντας ζ ε ῖ. III
῾ Η μικρὴ ταραχή τους σ’ ἕνα τόσο ἤρεμο βράδυ θὰ ἦταν ὁλότελα ἀδικαιολόγητη, ἂν ἀπὸ κάτω δὲν κρυβόταν μιὰ αἰτία ποὺ τοὺς ἐρέθιζε μὲ τὸ ἀβέβαιο ἀποτέλεσμά της. Τὴ νύχτα αὐτή, ὁ λαὸς τῆς πόλης θὰ ἔκανε νὰ ξαναζήσει μιὰ ἀρχαία τελετή: ὅπως παλιὰ οἱ ἄνθρωποι βρέθηκαν στὸ δίλημμα, ἀνάμεσα στὸν Δία καὶ τὸν Προμηθέα, νὰ διαλέξουν ἕναν γιὰ ἀρχηγό τους, ἢ μεταξὺ Χριστοῦ καὶ Βαραββᾶ, νὰ χαρίσουν σὲ ἕναν τὴ ζωή, ἔτσι κι ἀπόψε, ἀνάμεσα στὸν Ποιητή, τὸν τελευταῖο γ ν ή σ ι ο ἀπόγονο τῆς γενιᾶς τοῦ ᾽ Ορϕέα, καὶ τὸν Πεζογράϕο, δημιούργημα τῆς πολυταραγμένης ἐποχῆς του, θὰ διάλεγαν ἕναν γιὰ ῾ Οδηγὸ-Μωυσῆ στὸν δύσκολο δρόμο τους. ῞ Ομως καὶ οἱ δυὸ δ ε ί χ ν ο υ ν πὼς εἶναι βέβαιοι γιὰ τὴν ἐκλογή τους: ὁ πεζογράϕος στηριζόμενος στὶς ὑπηρεσίες
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ
39
ποὺ πρόσϕερε στὸ λαὸ μὲ τὰ βιβλία του, ὁ Ποιητὴς στὸ αἰώνιο τραγούδι του ποὺ μαγεύει τὸν κόσμο. Κι ὅταν ὁ πεζογράϕος θέλει νὰ τοῦ θυμίσει ὅτι ὁ κόσμος ἄλλαξε, ὅτι ἔπαψε πιὰ νὰ μαζεύεται καὶ νὰ μαγεύεται γύρω ἀπὸ τὴ λύρα τοῦ ᾽ Ορϕέα, ὁ ποιητὴς τοῦ ἀπαντᾶ: «Στὸ βάθος ὁ κόσμος ποτὲ δὲν ἀλλάζει. Μάσκες, ναί. Παίζει, βλέπεις, κι αὐτὸς τὸ ἔργο του στὴν ἀπέραντη σκηνὴ τοῦ κόσμου. ῎ Εχει καὶ θεατές, τόσα ἄστρα, ποὺ ἂν ἔμενε πάντα ὁ ἴδιος, θὰ γινόταν δίχως ἄλλο βαρετός. ῞ Ομως ἀλλάζει, γιὰ νὰ κρύψει ὅ,τι μέσα του μένει δίχως ἀλλαγή: τὴ μουσική». ῾ Ο ἥλιος ἔχει ἀπὸ ὥρα δύσει. Τὸ ϕεγγάρι ποὺ λίγο θέλει νὰ γεμίσει, ρίχνει τὸ ἀσημένιο ψυχρὸ νεῦμα του. IV
ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ (κοιτάζοντας τὸ ρολόι του): Μισὴ ὥρα ὥσπου νά ’ρθουν. ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽Ακόμα δὲν τὸ πέταξες; ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιό νὰ πετάξω; ΠΟΙΗΤΗΣ: Μά, τὸ ρολόι σου... Τί χρησιμεύει, ϕίλε μου, νὰ τὸ κρατᾶς ἐκεῖ, ὅμοια μὲ τὰ πολύϕυλλα ἡμερολόγια ποὺ κρέμονται στοὺς τοίχους... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Δίνουν στὸν χρόνο, στὶς μέρες μας, μιὰ ξεχωριστὴ σημασία. Σήμερα π.χ., εἶναι Κυριακή. Μεθαύριο τοῦ ῾ Αγίου... ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽Αλίμονο ἂν περιμέναμε τὴ σημασία τοῦ χρόνου ἀπ’ ἔξω καὶ δὲν ϕροντίζαμε νὰ τοῦ τὴ δίνουμε ἐμεῖς... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Διαιροῦν τὸν χρόνο, τὸν πολλαπλασιάζουν...
40
ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
ΠΟΙΗΤΗΣ: Γιὰ νὰ μακρύνουν ὅσο μποροῦν τὴ θέα τοῦ ᾽Αναπόϕευκτου... ῎ Οχι, δὲν εἶναι λύτρωση αὐτή, εἶναι τυραννία. Γιατὶ ὅσο σπάζουμε τὸν χρόνο σὲ περισσότερα ἄτομα, τόσο τὰ ἄτομα αὐτὰ μᾶς ϕαίνονται ὅτι πιὸ γρήγορα κυλᾶνε. Κι ὁ θάνατος πλησιάζει σὰν μιὰ ἁμαξοστοιχία ποὺ κερδίζει ὁλοένα τοὺς σταθμούς... ῾ Ο μόνος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ λύτρωση ἀπ’ τὴν ἀγωνία τοῦ χρόνου (δηλαδὴ ἀπ’ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου), εἶναι ἡ δημιουργία ἑνὸς δικοῦ μας χρόνου, ἐσωτερικοῦ, ποὺ ἡ ροή του νά ’ναι, νὰ ρυθμίζεται, ἀπὸ μέσα μας κι ὄχι νὰ μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπ’ ἔξω... ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Μὰ στὴν π ρ ά ξ η, ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ κάνουν αὐτό, τότε ποῦ θὰ καταντούσαμε, σὲ ποιάν ἀσυμϕωνία; ΠΟΙΗΤΗΣ: Πάντα γενικεύεις μιὰ περίπτωση. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ βρεῖς ἂν ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι σωστὴ ἢ ὄχι. ΠΟΙΗΤΗΣ: Πάντα σκέϕτεσαι τὸν κόσμο ὁλόκληρο. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: Εἶναι ποὺ αἰσθάνομαι πὼς δὲν ἀνήκω στὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο. ᾽ Ενῶ ἐσύ... ΠΟΙΗΤΗΣ: ᾽ Εγὼ αἰσθάνομαι πὼς ὁ κόσμος μοῦ ἀνήκει. Γιατί, ἀκριβῶς, δὲν ἔχω διάθεση, πράγμα ποὺ κάνεις ἐσύ, νὰ τὸν ἐκμεταλλευτῶ. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῞ Ενα τέταρτο ἀκόμα... ΠΟΙΗΤΗΣ: Λοιπόν, ἔχεις ἀγωνία; ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ᾽Αγωνία; ῎ Οχι δά. Στὴν περίπτωσή μου θὰ εἶχα ἀνυπομονησία. ΠΟΙΗΤΗΣ: ῞ Ωστε τό ’χεις σίγουρο ὅτι ἐσένα θὰ διαλέξουν γιὰ ῾ Οδηγὸ-Μωυσή. ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ: ῞ Οπως σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις. Γιατὶ ξέροντας τί ἔχω δώσει στὸν λαό, τώρα εἶμαι σὲ θέση νὰ ξέρω ἐκεῖνο ποὺ θὰ πάρω.