Giambattista Vico
Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ Εἰσαγωγή - Μετάϕραση - Πίνακες
Γιῶργος Κεντρωτής
ΕΚΔΟΣ ΕΙΣ GUTENBERG
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑϕΡΑΣΤΗ
Σκοπός σου ἐσένα τὸ μαχαίρι ῎ Αρης ᾽Αλεξάνδρου
ΘΑΥΜΑζΕΙ καὶ ἀπορεῖ καὶ ἐξίσταται κανείς, ὅταν, ἐκεῖ ποὺ μελετᾶ τὶς τύχες ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, ἀναγκαστικὰ πέϕτει πάνω σὲ λέξεις ὅπως «ἀδικία», «ματαιότητα», «ἐϕήμερο», «δικαίωση», «αἰωνιότητα», πού, καὶ πάλι ἀναγκαστικά, τὶς συνδέει μὲ ἄλλες λέξεις ὅπως «ἀναγνώριση», «ἀπόλαυση», «διάκριση», «τιμές», «δάϕνες». Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτό· ἀπὸ κοντὰ νά την καὶ ἄλλη μία ὁμάδα λέξεων, ὅπως «ϕθόνος», «κακία», «μοχθηρία», «σπίλωση», «ἐμπαιγμός», ποὺ συμβιώνει μὲ λέξεις ὅπως «πεῖσμα», «ἰσχυρογνωμοσύνη», «ἐμμονή», «ἀϕοσίωση», «προσήλωση», καὶ τὴ βλέπεις μπροστά σου νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ἐπιζητεῖ νὰ συνδεθεῖ ὁπωσδήποτε μὲ ὅλες τὶς προηγούμενες, περιστοιχιζόμενη μάλιστα ἀπὸ τὴν «ἔνδεια», τὴν «ἀνάγκη», τὴν «ἀμϕισβήτηση», τὴν «ἀμϕιβολία», τὸν «ϕόβο». Καὶ θαυμάζεις, ἀπορεῖς καὶ ἐξίστασαι, ἀκριβῶς ἐπειδὴ παρατηρεῖς ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ προρρηθέντα οὐσιαστικά, ποὺ σημειωτέον βαρύνονται συνήθως ἀπὸ ἀνάλογα ἐπίθετα, καὶ δὴ στὸν ὑπερθετικό τους βαθμό, ἔρχονται καὶ πέϕτουν μὲ ὁρμὴ πάνω σὲ κάποιον ἄνθρωπο ἢ στὸ ἔργο κάποιου ἀνθρώπου, χωρὶς νὰ πάθει κανείς τους –οὔτε ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὸ ἔργο του– ἐν τέλει τίποτα. Μὰ πῶς γίνεται; Πῶς γίνεται αὐτὸ τὸ «θαῦμα»; Πῶς δὲν συντρίβονται τὰ πάντα; Μότο τοῦ Προλόγου, ποὺ ἤδη τρέχει, ἔβαλα τὸν καταληκτήριο στίχο ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ ῎ Αρη ᾽Αλεξάνδρου ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
῞Οπως ἀργεῖ τ ᾽ἀτσάλι νὰ γίνει κοϕτερὸ καὶ χρήσιμο μαχαίρι ἔτσι ἀργοῦν κι οἱ λέξεις ν ᾽ἀκονιστοῦν σὲ λόγο. Στὸ μεταξὺ
12
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
ὅσο δουλεύεις στὸν τροχὸ πρόσεχε μὴν παρασυρθεῖς μὴν ξιππαστεῖς ἀπ ᾽τὴ λαμπρὴ ἀλληλουχία τῶν σπιθήρων. Σκοπός σου ἐσένα τὸ μαχαίρι.
῾ Ομολογῶ ὅτι ἦταν πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου νὰ ἀντισταθῶ στὴν «πρόκληση» –θὰ ἔλεγα δὲ μᾶλλον στὸν «πειρασμό»– νὰ μὴν παραθέσω ὁλόκληρο τὸ ποίημα τοῦ μότου ἀκριβῶς, ὄχι μόνο ἐπειδὴ τρόπον τινὰ περιγράϕει τὰ γενικῶς καὶ ἀορίστως (καὶ παραδεκτέον: κομματάκι νεϕελωδῶς) διαλαμβανόμενα στὴν πρώτη παράγραϕο, ἀλλὰ καὶ ἐπειδή, σὲ ἐμένα τουλάχιστον, θυμίζουν τὴν περίπτωση τοῦ κορυϕαίου ἐκείνου συγγραϕέα, μὲ μέρος τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ὁποίου καταπιάστηκα (μεταϕραστικὰ καὶ ἐρευνητικά) κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια: ἐννοῶ τὴν περίπτωση τοῦ Τζαμπαττίστα Βίκο μαζὶ μὲ τὸ ἔργο του La Scienza Nuova, ποὺ τὸ μετάϕρασα στὰ ἑλληνικὰ μὲ τόν –ὅπως, ἄλλωστε, ϕαίνεται στὸ ἐξώϕυλλο τοῦ βιβλίου– τίτλο ῾Η Νέα ᾽Επιστημονικὴ Γνώση. ῾ Ο ᾽ Ιωάννης Βαπτιστὴς Βίκος ἔζησε κυριολεκτικῶς στὸ τομάρι του ὅ,τι διαλαμβάνεται στὴν πρώτη παράγραϕο αὐτοῦ τοῦ Προλόγου, καὶ μάλιστα τὰ ἔζησε μὲ μιὰν ἀδιατάρακτα μονότονη πορεία: ἀπὸ τὸ ἀρνητικὸ καὶ τὸ κακὸ πρὸς τὸ θετικὸ καὶ τὸ καλό. Μόνο πού, πρὸς ἄρση τυχὸν παρεξηγήσεων, πρέπει νὰ σπεύσω νὰ συμπληρώσω ὅτι, ἐνῶ τὸ ἀρνητικὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ ἐπισυνέβησαν διαρκοῦντος τοῦ βίου του, τὸ θετικὸ καὶ τὸ καλὸ δὲν τὰ εἶδε ποτέ του, γιατὶ (τοῦ) ἦρθαν ὅταν εἶχε πιὰ ἐκμετρήσει τὸ ζῆν. Εἶχε δεῖ, ὡστόσο, κάτι... εἶχε δεῖ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ χέρια του τ ὸ μ α χ α ί ρ ι ἐκεῖνο, ποὺ σὲ ὅλη του τὴ δύσκολη ζωὴ ἐσκόπευε νὰ ϕτιάξει. Καὶ ὅταν τὸ εἶδε ἐπὶ τέλους νὰ βγαίνει, βγῆκε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ζωντανῶν ἐμβίων ὄντων, ἀϕήνοντάς το κληρονομιὰ στὴν ἀνθρωπότητα: γιὰ νὰ τὸ παίρνει ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ κόβει. Δὲν προτίθεμαι νὰ γράψω πολλὰ λόγια γιὰ τὴ Νέα ᾽Επιστημονικὴ Γνώση. Θὰ ἐπαναλάβω ἁπλῶς τήν –ἴσως γνωστὴ καὶ βεβαίως τετριμμένη– ἄποψη ποὺ τὴ θέλει νὰ εἶναι ἔργο θεμελιῶδες τῶν κοινωνικῶν καὶ τῶν περὶ ἀνθρώπου ἐπιστημῶν καὶ τὴ θεωρεῖ ὡς ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς νεωτερικότητας. ῎ Ετσι εἶναι – ὄντως! ῾ Ο Βίκο πρότεινε ἕναν τρόπο μελέτης τοῦ ἀνθρώπειου πολιτισμοῦ εἰσηγούμενος κάτι ποὺ σήμερα μᾶς ϕαίνεται ἐντελῶς αὐτονόητο, πλὴν ὅμως στὴν ἐποχή του καὶ μέχρι τὴν ἐποχή του δὲν ἦταν: τὸ ὅτι οἱ ἀρχαῖοι συγγραϕεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ποριζόμαστε πληροϕορίες γιὰ τὴν παλαιότερη ἢ/καὶ σύγχρονή τους ἀρχαιότητα τῆς ἀνθρωπότητας, ἦσαν ἄνθρωποι πολὺ διαϕορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
13
τοὺς διαβάζουμε. Τὸ ὅτι σήμερα ἄνευ ἑτέρου παραδεχόμαστε πλέον πὼς οἱ ἄνθρωποι, ἀϕ᾽ ἧς στιγμῆς πολιτίστηκαν, «ἀλλάζουν», «ἐξελίσσονται» καὶ «προσαρμόζονται σὲ διαρκῶς νέα δεδομένα καὶ πρότυπα», δὲν σημαίνει ὅτι ἔτσι ἦσαν πάντοτε τὰ πράγματα· κάθε ἄλλο μάλιστα! ῎ Οχι μόνο δὲν τὰ ἔβλεπαν ἔτσι οἱ ἱστορικοϕιλόλογοι –ὅπως τοὺς ἀποκαλεῖ ὁ Βίκο–, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀποτελοῦσε κὰν ἀϕετηριακὴ παραδοχή του τὸ ὅτι γιὰ νὰ ϕτάνουμε στὸ «ἑκάστοτε» σήμερα τοῦ καθενός τους, ποὺ οὔτε καὶ αὐτὸ εἶναι «σταθερὸ» καὶ «ἀμετακίνητο», ἔπρεπε νὰ εἴχαμε περάσει ὡς ἀνθρωπότητα ἀπὸ χιλιάδες –ἐνδεχομένως δὲ καὶ ἀπὸ ἑκατομμύρια– χθές, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ «σταθερὰ» καὶ «ἀμετακίνητα» ἦσαν. Στὶς μέρες μας εἴμαστε πλέον ὁπλισμένοι μὲ τὴ γνώση ὅτι τὰ αἰσθήματα, οἱ ἐν γένει ἀντιλήψεις καὶ ἡ ὅλη βιοτικὴ πείρα τῶν ἀνθρώπων τοῦ χθές, μᾶς γνωστοποιοῦνται μέσῳ τῶν ποικίλων θεσμῶν ποὺ συνιστοῦν τὶς μαρτυρίες τοῦ πολιτισμοῦ τους, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πρωταρχική του βαρβαρότητα καὶ τὴν ἵδρυση τῶν πρώτων πόλεων· ὁ δικαιικὸς χαρακτήρας τῶν θεσμῶν, ἡ σύνδεσή τους μὲ τὸ ὑπέρτατο ὄν, ὅπου ἐνδιαιτᾶται καὶ ἀπὸ ὅπου ἐκπορεύεται ἡ Θεία Πρόνοια, καὶ ἡ λόγῳ καὶ γράμμασιν ἄρθρωσή τους ἀποτελοῦν τρεῖς βαθμίδες πολιτισμοῦ ποὺ ἀπαντῶνται σὲ ὅλες τὶς ἀρχαϊκὲς κοινωνίες καὶ στὶς ἐπακολουθήσασες ἐξελίξεις τους. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὅμως, δὲν γινόταν δεκτὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Τζαμπαττίστα Βίκο στῶν ἰδεῶν τὴν πόλη καὶ προτοῦ συγγραϕεῖ ἐκ μέρους του τὸ La Scienza Nuova, αὐτὸ τὸ γιγαντιαῖο ἔργο πού, παρὰ τὴ ϕαινομενικὴ ἐξωτερική του «ἀκαλαισθησία», εἶναι τόσο καλοσχεδιασμένο ὅσο καὶ ἕνα μεγάλο ποίημα δαντικῆς κοπῆς – γι᾽ αὐτὸ καὶ δικαίως ὁ ϕραγκίσκος ντὲ Σάνκτις τὸ ἀποκάλεσε Θεία Κωμωδία τοῦ ἐπιστημονικοῦ λόγου. Κρίνω ὅτι τὰ ἀνωτέρω ϕωτίζονται καθαρά, ἂν ἐκτάμουμε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ βικιανοῦ «ποιήματος» τὴν § 330 καὶ τὴν ἀϕήσουμε νὰ μᾶς διδάξει: Μέσα στὸ πηχτὸ σκοτάδι, ποὺ σκεπάζει τὴν πρώτη καὶ τόσο μακρινή μας ἀρχαιότητα, λάμπει τὸ αἰώνιο καὶ ἀνέσπερο ϕῶς ἐκείνης τῆς ἀναμϕισβήτητης ἀλήθειας ποὺ λέει ὅτι ὁ πολιτικὸς κόσμος εἶναι βέβαιο ὅτι ϕτιάχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἀκριβῶς γι᾽ αὐτὸ καὶ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ βροῦμε τὶς ἀρχές του μ έ σ α σ τ ὰ μ έ τρ α τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ μ α ς τ ο ῦ ἀ ν θ ρ ώ π ε ι ο υ ν ο ῦ. ᾽Απορεῖ δὲ καὶ θαυμάζει ὅποιος κάτσει νὰ συλλογισθεῖ, πρῶτα, γιὰ ποιό λόγο ὅλοι οἱ ϕιλόσοϕοι καταπιάστηκαν τόσο σοβαρὰ μὲ τὸ νὰ γνωρίσουν τὸν ϕυσικὸ κόσμο, ζητώντας μὲ ἄλλα λόγια νὰ κατακτήσουν μιὰ γνώση, ποὺ μόνο ὁ Θεός, ποὺ τὸν δημιούργησε, μπορεῖ νὰ ἔχει, καί, ἀκολούθως, γιὰ ποιό λόγο ἀμέλησαν νὰ μελετήσουν τὸν κόσμο τῶν ἐθνῶν ἢ πολιτικὸ κόσμο, τὸν
14
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
ὁποῖον, ἀϕοῦ τὸν ἔϕτιαξαν ἄνθρωποι, μόνο ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν καὶ νὰ τὸν γνωρίσουν. Τὸ παράδοξο αὐτὸ ὀϕείλεται σὲ ἐκείνη τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπειου νοῦ, ποὺ ἀναϕέραμε ἤδη στὴν ἑνότητα τῶν Πρωτειῶν: ὁ νοῦς, θαμμένος ὅπως εἶναι μέσα στὴν ὕλη τοῦ σώματος, καὶ ἐνῶ ἔχει τὴ ϕυσικὴ ροπὴ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὰ ὑλικὰ πράγματα, πρέπει νὰ καταβάλει πολὺ μεγάλο κόπο γιὰ νὰ καταλάβει τὸν ἑαυτό του – ὅπως, ἄλλωστε, ἀκριβῶς καὶ τὸ μάτι στὸν ἀνθρώπειο ὀργανισμό: τὸ μάτι, ἐνῶ βλέπει ὅλα τὰ ἀντικείμενα ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτό, χρειάζεται ἀπαραιτήτως τὸν καθρέϕτη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του.
Μὲ τὸν ὀϕθαλμὸ τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης του ἔρχεται ὁ Βίκο καὶ προτείνει τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου διὰ τῆς Θείας Πρόνοιας καὶ μέσῳ τῆς μελέτης καὶ ἑρμηνείας τῶν πάσης ϕύσεως «κατόπτρων»: τουτέστιν τῶν ἀνθρωπείων θεσμῶν, ἰδίως δὲ αὐτῶν τοῦ γάμου καὶ τῶν ἐνταϕιασμῶν διὰ τῆς θρησκείας καὶ σὲ συνάρτηση μὲ τὴ σταδιακὴ κατάκτηση τῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Μελετώντας συγκεκριμένα ἱστορικὰ ϕαινόμενα, ποὺ ἔγιναν στὸν «κόσμο τῆς ϕύσης», καὶ σχετίζονται μὲ τοὺς «ἀνθρώπειους θεσμοὺς» καὶ διαρθρώνονται θρησκευτικῷ καὶ γλωσσικῷ τῷ τρόπῳ, διαπιστώνει ὅτι σὲ ὅλον τὸν ἀρχαῖο κόσμο ἐμϕανίζονται ἀκριβῶς τὰ αὐτά, μολονότι οἱ δυνατότητες ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἦσαν οὐσιαστικῶς ἀνύπαρκτες. ῎ Ετσι, καὶ στηριζόμενος σὲ πηγὲς τῆς ἑλληνολατινικῆς γραμματείας ἀπὸ τὸν ῞ Ομηρο ὣς τὸν Τάκιτο, διατυπώνει τὴ θεωρία του περὶ corsi e recorsi, παναπεῖ –γιὰ νὰ προσϕύγω καὶ ἐγὼ στὸ σχετικὸ λογοπαίγνιο– περὶ ρευμάτων καὶ ἀναρρευμάτων, κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ περιβληθεῖ ἀζημίως τὴν ὀνομασία θε ω ρ ί α τ ῆ ς ἀ ν α κ ύ κ λ ω σ η ς τ ῆ ς ἱ σ το ρ ί α ς. ῾ Η ἐξέλιξη τῆς ἀνθρωπότητας ἀκολουθεῖ, σύμϕωνα μὲ τὸν Βίκο, μὲ γεωμετρικὴ συνέπεια καὶ ἀτρεπτότητα συγκεκριμένους νόμους, τοὺς ὁποίους μαθαίνουμε παρακολουθώντας μὲ πνεῦμα ἐπιστημονικὸ τὴν πορεία της ἀπὸ τὶς ἀπαρχές της καὶ μέσα στὸν ροῦ τῶν αἰώνων. ᾽Αϕετηρία εἶναι ἡ κοινὴ ϕύση τῶν λαῶν, καταλύτης τῶν πάσης ϕύσεως δράσεων εἶναι ἡ εὐσέβεια (ποὺ ἐγγυᾶται τὴ σοϕία), ἡ δὲ θρησκεία εἶναι ὁ λόγος ποὺ κρατάει τοὺς ἀνθρώπους στὴν κατάσταση τῆς κοινωνικῆς συμβίωσης. ᾽Απὸ τὴ θεωρία τῶν ρευμάτων καὶ τῶν ἀναρρευμάτων ποριζόμαστε τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση ὅτι οἱ ἐποχὲς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας εἶναι οἱ ἀκόλουθες τρεῖς: ἡ θ ε ί α (divina), ἡ ἡ ρ ω ι κ ή (eroica) καὶ ἡ ἀ ν θ ρ ώ π ε ι α (umana). Κάθε ἐποχὴ σημαδεύεται ἀπὸ πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ μποροῦμε νὰ τὰ διακρίνουμε ξεκινώντας ἀπὸ τὴ μελέτη τῆς ἑκάστοτε χρησιμοποιούμενης γλώσσας, τῆς σύγχρονής της δικανικῆς ρητορικῆς καὶ τῆς ἐτυμολογίας/ἐτυμολόγησης τῶν λέξεων. Παρατηρώ-
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
15
ντας ὅτι οἱ ἐποχὲς αὐτὲς ἀπαντῶνται σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου μὲ τὴ μορϕὴ ἑνὸς ἀβίαστου sensus communis, ὁ Βίκο καταλήγει νὰ συνθέσει στὸ ἔργο του τὴ s t o r i a i d e a l e e t e r n a d e l l e n az i o n i, ἤτοι τὴν α ἰ ώ ν ι α ἰ δ ε ϊ κ ὴ ἱ σ τ ο ρ ί α τ ῶ ν ἐ θ ν ῶ ν. ῾ Η δὲ συγκριτικὴ ἐξέταση ὁμοιοτήτων καὶ παραλληλιῶν στοὺς πολιτικοὺς θεσμοὺς τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν λαῶν μέσα ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς συνένωσης τῆς ἐκ θεοῦ διατεταγμένης σοϕίας μὲ τὴ σοϕία τοῦ ἀνθρώπειου λογισμοῦ ἀποβαίνει στὰ χέρια τοῦ Βίκο ἐ ξ ή γ η σ η τ ῆ ς ἱ σ το ρί α ς ὡ ς ὅ λ ο υ καὶ δὴ ὡς ἑνὸς κατ ᾽ ἐξοχὴν ἐμπεδωμέ νου συσ τήματος τοῦ ϕυσικοῦ δικαίου τῶν ἐθνῶν. Παρ᾽ ὅλο ποὺ τὸν ὅρο philosophie de l’histoire τὸν ὀϕείλουμε στὸν Βολταῖρο (1765), ὁ Βίκο ἐξακολουθεῖ –καὶ δικαίως– νὰ θεωρεῖται μέχρι καὶ τὶς μέρες μας ὡς ὁ avant la lettre θεμελιωτὴς τῆς ϕ ι λ ο σ ο ϕ ί α ς τ ῆ ς ῾ Ι σ τ ο ρ ί α ς· καί, παρ᾽ ὅλο ποὺ τοῦτο δὲν ἀμϕισβητεῖται, κρίνω ὅτι πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ἐξ ἀρχῆς κάτι αὐτονόητο, ποὺ συχνὰ λησμονιέται: ἐννοῶ τὸ ὅτι ὁ Βίκο δὲν ϕιλοσοϕεῖ γενικῶς καὶ ἀορίστως ἐπὶ τῆς ῾ Ιστορίας, ἀλλά, λαμβάνοντας ὡς ὑλικὸ τῆς μελέτης του αὐστηρῶς συγκεκριμένα ἱστορικὰ δεδομένα, κερματίζει τὴν ῾ Ιστορία σὲ ἱστορίες, γιὰ νὰ τὶς ἐπανασυνθέσει στὸ τέλος ὡς ἑ ν ό τ η τ α τ ῆ ς ἱ σ τ ο ρ ι κ ῆ ς π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ς σὲ «ἄλλη» –διαϕορετικὴ ἀπὸ τὴν ἰσχύουσα καὶ τὴν παραδεδεγμένη– ἱστορικὴ γνώση: στὴν ἐπιστημονικὴ γνώση, ποὺ ὡς λόγος ὑπερβαίνει τὴν ἀρχαία ἑλληνολατινικὴ ἱστοριογραϕία καὶ ἀναιρεῖ τὴ χριστιανικὴ θεολογικὴ ἀντίληψη τῆς ῾ Ιστορίας. Γιὰ νὰ ὑπακούσει, μάλιστα, καὶ ὁ ἐδῶ ὑπογραϕόμενος στὴ θεμελιώδη τριαδικότητα τῆς βικιανῆς μεθόδου, σημειώνει ὡς πρὸς τὴ ϕιλοσοϕία τῆς ῾ Ιστορίας τὰ ἀκόλουθα τρία σημεῖα ἐκκινήσεως τοῦ συγγραϕέα μας: Π ρ ῶ τ ο ν: ῾ Η λέξη ῾Ι σ τ ο ρ ί α ἀποτελεῖ ὅρο περιληπτικὸ ὅλων τῶν μὲ κάθε τρόπο παραδεδομένων καὶ ὅλων τῶν ἀμέσως γνωστῶν συμβάντων καὶ συσχετισμῶν μεταξὺ συμβάντων, ποὺ χαράσσουν τὸ πολιτικὸ καὶ συνάμα πολιτιστικὸ πλαίσιο τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας. ᾽ Εδῶ ἡ ϕιλοσοϕία τῆς ῾ Ιστορίας καλεῖται νὰ κατανοήσει στὴν ἐντέλειά του τὸ ἐν λόγῳ πλαίσιο καὶ νὰ τὸ ἐντάξει σὲ ἕναν νόμο καθολικῶς ἰσχύοντα, ἡ θεσπιστικὴ λέξη τοῦ ὁποίου θὰ ἔχει λάβει ὑπόψη της τόσο τὴν ἀναγκαιότητα ὅσο καὶ τὴν τύχη. Μέχρι τὶς μέρες τοῦ Βίκο ἡ ῾ Ιστορία δὲν ϕιλοσοϕοῦσε (οὔτε ἐϕιλοσοϕεῖτο)· περιοριζόταν ἁπλῶς σὲ διατύπωση μοριογενῶν ἀπόψεων, ποὺ προέκυπταν ἀπὸ τὴν προγενέστερη καταγραϕὴ ἱστορικῶν γεγονότων, ἡ δὲ ὅποια ἔρευνα εἶχε κατὰ περίπτωση ἀκολουθήσει καὶ προστεθεῖ στὰ πράγματα δὲν ἦταν παρὰ ἐμπειρικὴ ἐξέταση τῶν συμ-
16
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
βεβηκότων, ποὺ ποτὲ δὲν ἔϕτανε νὰ διατυπωθεῖ ὡς καθολικὴ ἔκϕραση τῆς ἀνθρώπειας δράσης καὶ στοχαστικῆς ἱκανότητας. Δ ε ύ τ ε ρ ο ν: Μέσα στὴν ἀέναη ροὴ ὅλων τῶν ἱστορικῶν συμβάντων ὄχι μόνο ὑπάρχει πάντα ὁ ἴ δ ι ο ς ὁ ῎Α ν θ ρ ω π ο ς, εἴτε ὡς ἄτομο εἴτε ὡς μέλος τῆς εὐρύτατα νοούμενης κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ κινεῖται ἐγχρόνως ἐνεργώντας καὶ ἀποϕασίζοντας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τῶν πραγμάτων οὕτως ἐχόντων ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ μὲν νὰ ὑπάρχει μέσα στὴ ροὴ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ τὸ σημαντικὸ εἶναι τοῦτο: τὸ ὅτι γίνεται ὁ ἴδιος ρεῦμα ἱστορικό, ἀϕοῦ μαθαίνει καὶ διδάσκεται ἀπὸ ὅ,τι τοῦ ἔχει συμβεῖ ἢ τοῦ συμβαίνει. ῾ Η ϕιλοσοϕία τῆς ῾ Ιστορίας ἔρχεται μὲ τὸν Βίκο νὰ γνωρίσει τί συναρτᾶ τὴν ἐν γένει ἀνθρώπεια δράση ὄχι μόνο μέσα στὸ καθ ᾽ ἕκαστον συγκεκριμένο συμβάν, ἀλλὰ καὶ στὴ γενικὴ ἱστορικὴ πορεία τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν: ἀπὸ τὸ ϕῶς, ποὺ ρίχνει ἡ γνώση τοῦ δεύτερου πράγματος ὡς διαδικασίας καὶ προόδου, ϕωτίζεται καλὰ τὸ πρῶτο. ῾ Η ἀτομικότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ἄρα, δυναμική: ἀϕ᾽ ἑνὸς δὲν ἀναϕέρεται σὲ καμία στατικὴ κατηγορία, καὶ ἀϕ᾽ ἑτέρου ξεδιπλώνεται ὡς συνάρθρωση τῶν μεμονωμένων προσλήψεων στὴ ροὴ τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Τ ρ ί τ ο ν: ῾ Η ῾ Ιστορία συνιστᾶ γενικὴ καὶ ἀϕηρημένη κατηγορία τῆς ῾Ι σ τ ο ρ ι κ ό τ η τ α ς: εἶναι, δηλαδή, μία ἀπόλυτη κατηγορία τοῦ ὄντος, ὅπου ἀνάγεται ἡ ἔμπεδη γνώση τοῦ συμβάντος παρελθόντος. ῎ Εχοντας, ὅπως ἐλέχθη, στὴ διάθεσή του ὁ Βίκο τὰ τρία ἐκτεθέντα σημεῖα ἐκκινήσεως, προτείνει τὴ δική του πρωτογενὴ ϕιλοσοϕία τῆς ῾ Ιστορίας ποὺ μᾶς γνωρίζει ὅτι ἡ ῾ Ιστορία πρέπει νὰ γνωσθεῖ καὶ ὡς συγκεκριμένη διαδικασία καὶ ὡς ἀτομικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὡς ἱστορικότητα. ῾ Η ἕνωση τῶν γνώσεων αὐτῶν δὲν εἶναι ἀριθμητική, ἀλλὰ γεωμετρική· δὲν ὁρίζει ἄθροισμα, ἀλλὰ γινόμενο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο λαμβάνει ἡ γνώση τὸν χαρακτηρισμὸ ἐπιστημονική. Προκειμένου νὰ ἐρευνήσει τὶς ϕύσεις τῶν πραγμάτων καὶ τῶν θεσμῶν ἡ Νέα ᾽Επιστημονικὴ Γνώση μας ἀναλύει αὐστηρῶς καὶ ἀτρέπτως τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις ἐν σχέσει πρὸς τὸ τί εἶναι ἀναγκαῖο καὶ χρήσιμο στὸν κοινωνικὸ βίο, δεδομένου ὅτι ἡ ἀναγκαιότητα καὶ ἡ χρησιμότητα εἶναι οἱ δύο ἀστείρευτες πηγὲς τοῦ ϕυσικοῦ δικαίου τῶν ἐθνῶν [...]. Καὶ ἔτσι, ἀπὸ μιὰν ἄλλη βασικὴ σκοπιά της, εἶναι ἡ παρούσα διατριβή μας ἱ σ τ ο ρ ί α τ ῶ ν ἀ ν θ ρ ω π ε ί ω ν ἰ δ ε ῶ ν, ἡ ὁποία μάλιστα πρέπει νὰ ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ τὴ μ ε τ α ϕ υ σ ι κ ὴ τ ο ῦ ἀ ν θ ρ ω π ε ί ο υ π ν ε ύ μ α τ ο ς: αὐτὴ ἡ βασίλισσα τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων συντασσόμενη μὲ τὴν πρωτεία ὑπ ᾽ ἀριθμ. 106, ποὺ ὁρίζει ὅτι οἱ διάϕορες ἐπιστῆμες πρέπει νὰ ἀρχί-
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
17
ζουν ἀπὸ τὸ χρονικὸ ἐκεῖνο σημεῖο, ὁποὺ γιὰ πρώτη ϕορὰ ἐμϕανίζεται ἡ ὕλη καὶ τὸ ἀντικείμενο ποὺ ἡ καθεμιά τους πραγματεύεται, ἀρχίζει ἀπὸ τότε ὁποὺ ἄρχισαν νὰ σκέπτονται ἀνθρωπείως οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, καὶ ὄχι ἀπὸ τότε ὁποὺ ἄρχισαν νὰ στοχάζονται οἱ ϕιλόσοϕοι πάνω στὶς ἀνθρώπειες ἰδέες.
῎ Εχοντας διαβάσει καὶ τὰ διαλαμβανόμενα στὴν ἀνωτέρω ὑπ ᾽ ἀριθμ. 347 παράγραϕο τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης λέμε ὅτι ἡ ῾ Ιστορία ὡς ἱστορία τῶν ἀνθρωπείων ἰδεῶν δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ἀνασύσταση τῶν ἁπλῶν καὶ μεμονωμένων πραγματικῶν δεδομένων, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ ἐμπειρικὲς κατακτήσεις· οὔτε, βεβαίως, ἀνάγεται ὅλο κι ὅλο στὴν ἐκπόνηση ἑνὸς γενικοῦ καὶ ἀϕηρημένου σχεδίου, ὅπου θὰ ἐντάσσονται ἀκρίτως οἱ μεμονωμένες ἐμπειρίες τῶν ἀνθρώπων ὡς ἀτόμων καὶ ὡς μελῶν διαϕόρων κοινωνικῶν συνόλων· ἡ ῾ Ιστορία διεκδικεῖ τὴν πραγματικότητά της, ὅταν ξεϕεύγει ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ καὶ ἀπὸ τὸ μεμονωμένο καὶ τὸ κατὰ περίπτωση συμβὰν καὶ ἐπιζητεῖ νὰ στήσει ὅλον τὸν ἐν παντὶ τόπῳ καὶ ἔθνει πυκνὸ ἱστὸ τῶν ἀενάων ροῶν, ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέπει τὴν ἀσϕαλή (καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπιστημονική) γνώση τοῦ παρελθόντος· γνώση ἐπιστημονικὴ ποὺ θὰ ἐπιβεβαιώνεται ἀενάως καὶ στὸ μέλλον, ἐπειδὴ ἀκριβῶς θὰ ἔχει θεμελιωθεῖ πάνω στὶς καθολικῶς ἰσχύουσες ἔννοιες τῆς ἀναγκαιότητας καὶ τῆς χρησιμότητας. Κατόπιν τούτων ἀβίαστα δύναται νὰ λεχθεῖ ὅτι γιὰ τὸν Βίκο ἡ ῾ Ιστορία καὶ ἡ συνακόλουθη ϕιλοσοϕία τῆς ῾ Ιστορίας εἶναι κύριες, αὐτοτελεῖς καὶ ἀνεξάρτητες ἐπιστῆμες καὶ ὄχι ἁπλὲς θεραπαινίδες ποικιλώνυμων μεταϕυσικῶν καὶ ἐσχατολογιῶν. ᾽ Ακράδαντη δὲ πεποίθησή του εἶναι ὅτι μέσῳ τῆς ὀρθολογικῆς μελέτης τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῶν κοινωνιῶν καὶ τῶν λαῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες κατακτᾶται ἡ λεγόμενη s c i e n z a, παναπεῖ ἡ ἐ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ὴ γ ν ώ σ η. Γιὰ τὴ δική του περίπτωση, μάλιστα, κρίνει ὅτι ἡ κατακτημένη ἐπιστημονικὴ γνώση εἶναι n u o v a, δηλαδὴ ν έ α, ἐπειδὴ ἀναιρεῖ μεθοδικὰ καὶ ὀρθολογικὰ ὅ,τι μέχρι τότε ἐκλαμβανόταν ὡς ἱστορικὴ γνώση. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἡ νέα ἐπιστημονικὴ γνώση, ποὺ εἰσηγεῖται ὁ Βίκο, εἶναι ἡ ἐ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ὴ γ ν ώ σ η κ α θ α υ τ ή ν, ἐνῶ ὁτιδήποτε εἶχε ἀρθρωθεῖ καὶ θεωρηθεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ὡς ἐπιστημονικὴ γνώση δὲν εἶναι παρά –στὴν καλύτερη περίπτωση– προγνωσική (καὶ γι᾽ αὐτὸ συγκεχυμένη καὶ ἀμέθοδη) προσέγγιση τοῦ ἱστορικοῦ συμβεβηκότος. Σὲ ἁδρές... σὲ ἁδρότατες γραμμὲς λέγω ὅτι ὁ Βίκο βασίζει τὴν ἐπιστημονικὴ μελέτη του στὴν ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ρώμης, ἰδίως δὲ στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου καὶ τῶν πολιτικῶν θεσμῶν του·
18
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
προβαίνοντας δὲ σὲ συγκριτικοὺς συσχετισμοὺς μὲ ἴδιους θεσμοὺς ἰσχύοντες σὲ ἄλλους λαοὺς καὶ σὲ ἄλλες κοινωνίες σὲ ὁλόκληρο τὸν ἀρχαῖο κόσμο καταλήγει στὰ καθολικῶς ἰσχύοντα συμπεράσματά του. ῾ Η εὐϕυὴς σύλληψη τοῦ Βίκο ἐλαύνεται ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ὅτι οἱ πρωτόγονοι ἄνθρωποι γνωρίζουν ὅ,τι γνωρίζουν μόνο μὲ τὶς αἰσθήσεις τους καὶ ὅτι δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἀναγάγουν τίποτε σὲ ἀϕηρημένες ἰδέες· γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀδυνατοῦν νὰ στήσουν σημασιακὸ σύμπαν μὲ νοητικὲς ἢ ἐννοιακὲς δομές, πράγμα ποὺ ἔχει ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα νὰ «ἀντιλαμβάνονται» καὶ νὰ «μιλοῦν» μόνο μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς ϕαντασίας τους, ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ ἀϕ᾽ ἑνὸς στὸ νὰ προσωποποιοῦν τὰ πάντα (: ὅλα ὅσα, δηλαδή, δὲν «καταλαβαίνουν») καὶ ἀϕ᾽ ἑτέρου στὸ νὰ ἔχουν μὲ τὴν πρακτική τους αὐτὴ «δημιουργήσει» ἐν τοῖς πράγμασι τὴ θρησκεία. ῾ Η δὲ γέννηση τῆς θρησκείας συντελεῖ ἀκριβῶς στὸ νὰ ἀποκτήσουν οἱ ἄνθρωποι ἱερὰ καὶ στὸ νὰ ὑπαχθοῦν σὲ νόμους. Οἱ πρῶτοι νόμοι ἀποτελοῦν, μάλιστα, τὸ κρηπίδωμα, πάνω στὸ ὁποῖο ὁ ὕστατος ἄνθρωπος τῆς ἀγελαίας βαρβαρότητας στήνει τὸ οἰκοδόμημα τοῦ πρώτου πολιτισμοῦ ἀπὸ τὸν οἶκο στὴν κοινωνία καὶ στὴν πόλη. Μὲ τὸν πολιτικὸ σχηματισμὸ τοῦ ἀνθρώπειου βίου δημιουργεῖται ἡ κοινωνία, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας διαμορϕώνονται διαχρονικῶς οἱ σχετικὲς τάξεις: οἱ οἰκοπατέρες καὶ οἱ οἰκέτες, οἱ πατρίκιοι καὶ οἱ πληβεῖοι, οἱ ἄριστοι καὶ ὁ λαός, συνελόντι εἰπεῖν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι. Οἱ καταχρήσεις ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν ἀρχουσῶν τάξεων προκαλοῦν συνεχεῖς ἐξεγέρσεις τῶν ἀρχομένων (: τῆς plebs, τῶν πληβείων), ἡ κατάληξη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ μεταβίβαση τῆς ἀρχῆς στὸν λαὸ καὶ ἡ ἐμπέδωση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. ῾ Η ἀποτυχία τῆς δημοκρατίας ὁδηγεῖ κατόπιν στὴ μοναρχία, ἡ δὲ διαϕθορὰ τῆς τελευταίας ὁδηγεῖ στὴν ἐπανάκαμψη τῆς βαρβαρότητας, σὲ ὅ,τι δηλαδὴ ἀπεκλήθη ἐκ τῶν ὑστέρων Μεσαίωνας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει ἐκ νέου διαγραϕόμενος ὁ ἱστορικὸς κύκλος. Πάντως ὁ Βίκο ἐπ ᾽ οὐδενὶ ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ τόσο συχνὰ καὶ τόσο ἄτοπα κοινολεκτεῖται, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἱστορία «ἐπαναλαμβάνεται», καθὼς αὐτὸς προκρίνει τὴν κυκλικὴ πορεία τῶν ἐξελίξεων, καὶ δὲν κάνει καθόλου λόγο γιὰ ἐπαναλήψεις μεμονωμένων ἱστορικῶν «στιγμῶν». Νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς: δὲν τὸν ἐνδιαϕέρουν καθόλου τὰ «μόρια»· ὅλη του ἡ μέριμνα ἀνάγεται στὸ «καθόλου». Νά γιατί ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀρνεῖται νὰ δεχθεῖ τὸ δίπολο μυθολογία-ἱστορία: ἡ μυθολογία εἶναι ἱστορία στὸ προγνωσικὸ στάδιο, ὅταν οἱ ἄνθρωποι «ἐνέγραϕαν» στὸ ὅποιο «μητρῶο» τους τὰ συμβεβηκότα ποὺ ἔζησαν μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴ ϕαντασία τους, δηλαδὴ μὲ τρόπο μεταϕορικὸ alias ποιητικό· καὶ ὅταν ὁ Βίκο ὁμιλεῖ περὶ ποιήσεως, ἐννοεῖ τὴν «καθόλου» ποίηση, ἄρα τὴν πᾶσα δημιουργία.
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
19
Τὸ ὅτι ἐμεῖς δὲν διαθέτουμε πάντοτε τὸν κώδικα ἀναγνώσεως καὶ ἀποκρυπτογραϕήσεως τῶν «μυθολογικῶν» δεδομένων δὲν σημαίνει αὐτομάτως ὅτι τὰ ἐν λόγῳ δεδομένα ἀϕίστανται τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας. ῎ Εχουν ἱστορηθεῖ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο ἀπὸ ἀνθρώπους –ὅπως ἔχει ἤδη ἀναϕερθεῖ– ἀναγκαστικὰ διαϕορετικοὺς ἀπὸ ἐμᾶς. Πρόκειται κατὰ βάση γιὰ ποιητικὲς μεταϕορὲς ποὺ ἐγκλείουν ragione tutta spiegata, δηλαδὴ λόγο πλήρως ἐξηγημένο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτός, βασιζόμενος σὲ λογικὲς «ἀναγνώσεις» τους καὶ μὴ δεχόμενος οὔτε στιγμὴ νὰ ὑπονομεύσει τὴ μεθοδική του βάσανο μὲ ἐξωλογικὰ «τεκμήρια», οἰκοδομεῖ τὴν πρώτη ἐπιστημονικὴ προσέγγιση τῆς ἱστορικῆς διαδικασίας καὶ μᾶς παραδίδει ἀτόϕυα ἐπιστημονικὴ γνώση ὡς πρώτη ὕλη περαιτέρω ἀναζητήσεων... περαιτέρω συστημικῶν –γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ μιὰν ἡρακλειτογενὴ ἀποστροϕὴ τοῦ λόγου– «διζήσεων». Κατόπιν τούτου κανονικὰ δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει οὔτε ἡ διαχρονικὴ καὶ ὁλοένα αὔξουσα δημοϕιλία τοῦ Βίκο οὔτε τὸ ὅτι στὴ χορεία τῶν θαυμαστῶν του συναριθμοῦνται πλεῖστοι ὅσοι ϕιλόσοϕοι, ἱστορικοί, νομικοί, ἐθνολόγοι, ἀνθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοὶ ἐπιστήμονες καὶ ποιητές, ἀπὸ τόν –γιὰ νὰ περιοριστοῦμε ἐδῶ σὲ δύο μόνο– Κάρολο Μὰρξ ὣς τὸν Τζαίημς Τζόυς. ᾽Απὸ δὲ τὴ στιγμή, μάλιστα, ποὺ «ἀνακατεύονται» στὴ βικιανὴ ὑπόθεση καὶ ποιητές, ἀβίαστα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἡ «μυθολογία» διεκδικεῖ εἰς ὁλόκληρον τὰ δικαιώματά της ἀπὸ τὴν «ἱστορία». *** Στὴν ὁδὸ Σὰν Μπιάτζο στὸ κέντρο τῆς Νάπολης ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ βιβλιοπωλεῖο, ἰδιοκτήτης τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ ᾽Αντόνιο ντὲ Βίκο, ὁ πατέρας τοῦ Τζαμπαττίστα καὶ ἄλλων ἑϕτὰ παιδιῶν. ῾ Ο Τζαμπαττίστα Βίκο (23 ᾽ Ιουνίου 1668 - 23 ᾽ Ιανουαρίου 1744), ἂν καὶ πάμπτωχο παιδὶ τῆς χαμηλότερης κοινωνικῆς τάξης σὲ μιὰ πόλη ποὺ διοικεῖτο ἀπὸ ἰσπανὸ βιτσερέ, δηλαδὴ ἀντιβασιλέα, ἔμαθε γράμματα κοντὰ σὲ ἐκλεκτοὺς ἰησουίτες δασκάλους στὰ μαθητικά του χρόνια καί –ὡς ϕοιτητής– κοντὰ σὲ λαμπροὺς καθηγητὲς στὸ περιώνυμο Πανεπιστήμιο τῆς Νάπολης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποϕοίτησε τὸ 1694 μὲ τὸν τίτλο τοῦ διδάκτορος τοῦ ᾽Αστικοῦ καὶ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου· παρὰ ταῦτα στὴν Αὐτοβιογραϕία του (: Vita di Giambattista Vico scritta da sé medesimo, 1725-1731) διαβάζουμε –ὄχι χωρὶς κάποιο παραξένεμα– νὰ αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς δάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ του. Προτοῦ διορισθεῖ καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου εἶχε σπουδάσει, ἐργάστηκε σκληρότατα ὡς ἰδιωτικὸς δάσκαλος τῶν τέκνων
20
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
τῆς πλούσιας οἰκογένειας τοῦ Ντομένικο Ρόκκα, γιὰ νὰ ἔχει τὰ πρὸς τὸ ζῆν ὁ ἴδιος, ἡ σύζυγός του Τερέζα Κατερίνα Ντεστίτο καὶ τὰ ὀκτώ τους παιδιά. Ποτέ του δὲν ἀπέκτησε οἰκονομικὴ ἄνεση· ἡ ὑγεία του ἦταν πάντοτε κακή· παρὰ δὲ τὴν ἀκαδημαϊκὴ θέση του δὲν «ἐξελίχθηκε κοινωνικά», καὶ ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν «δύσκολος», «ἀπόκοσμος» καὶ «στριμμένος», παρέμεινε δὲ σὲ ὅλον του τὸν βίο –ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς πληροϕορεῖ– «κατ ᾽ οὐσίαν ἄγνωστος»... «δὲν ἀναγνωριζόταν». ᾽Ακόμα καὶ στὸ σῶμα τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν ὄντας δὲν ἔνιωθε ἱκανοποίηση, διότι κατεῖχε τὴν ὄχι καλὰ ἀμειβόμενη ἕδρα τῆς Ρητορικῆς, ἐνῶ τὸ ὄνειρό του ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς ἦταν ἡ κατάληψη τῆς ἕδρας τοῦ ᾽Αστικοῦ καὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου, ὄνειρο ποὺ ἔμεινε ὅμως γιὰ πάντα ἀνεκπλήρωτο. ᾽Αρκετὰ μετὰ τὸν θάνατό του ἔγινε γνωστὸς στὴν ᾽ Ιταλία, μιᾶς καὶ οἱ θεωρίες του συγκίνησαν διανοητὲς τῆς περιωπῆς τοῦ ϕραντσέσκο ντὲ Σάνκτις, τοῦ Μπενεντέττο Κρότσε, τοῦ ϕερντινάντο Γκαλιάνι καὶ τοῦ Γκαετάνο ϕιλαντζέρι· ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόλοιπη εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο βρῆκε εὐμενεῖς ἀναγνῶστες καὶ ἀνυπόκριτους θαυμαστές: ἔχουμε ἤδη ἀναϕέρει δύο· ἂς συμπληρώσουμε τὸν κατάλογο μὲ τὰ ὀνόματα τῶν Χάμαν, Χέρντερ, Γκαῖτε, Γιάκομπι, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ, Ντιντερὸ καὶ Κοντιγιάκ. Καὶ ἂς σταματήσουμε ἐδῶ, γιατὶ, ἂν συνεχίζαμε, θὰ ϕτάναμε μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἀράδες στὸν Πὼλ Ρικὲρ καὶ στὸν Γύργκεν Χάμπερμας. Μποροῦμε, ὡστόσο, νὰ κλείσουμε τὴν παράγραϕο αὐτὴ μὲ μιὰ βραχεῖα πρόταση ποὺ μὲ τὴν περιληπτικότητά της κρίνω ὅτι τὰ λέει ὅλα: ὁ Βίκο, ὡς ἄτομο, προηγήθηκε κατὰ πολὺ πλήθους συγχρόνων ἐπιστημονικῶν ρευμάτων τόσο στὴ ϕιλοσοϕία ὅσο καὶ στὶς περὶ ἀνθρώπου ἐπιστῆμες. Αὐτὸ ἦταν, ϕαίνεται, ὅμως, τὸ «ἁμάρτημά» του… *** Τὴ Νέα ᾽Επιστημονικὴ Γνώση ὁ Βίκο ἄρχισε νὰ τὴ συγγράϕει τὸ 1720 καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε σὲ τρία στάδια. ῏ Ηταν, μάλιστα, τὸ πρῶτο ἔργο του ποὺ συντάχθηκε στὰ ἰταλικά· ὅλα του τὰ προγενέστερα ἔργα τὰ εἶχε γράψει στὰ λατινικά. ῾ Η πρώτη ἔκδοση τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης τὸ 1725 ἔϕερε τὸν τίτλο Princ™pi di Scienza Nuova d’intorno alla Comune Natura delle Nazioni (: ᾽Αρχὲς τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης γύρω ἀπὸ τὴν κοινὴ ϕύση τῶν ἐθνῶν) καὶ εἶναι γνωστὴ στὴ διεθνὴ βιβλιογραϕία καὶ ὡς Scienza Nuova Prima / Πρώτη Νέα ᾽Επιστημονικὴ Γνώση· τὸ 1730 ἀκολούθησε ἡ δεύτερη ἔκδοσή της, διορθωμένη καὶ ἐμπλουτισμένη· καὶ στὰ 1744 δημοσιεύθηκε ἡ τελικὴ μορϕὴ τοῦ ἔργου ἐκδοθεῖσα ἀπὸ τὴ Stamperia Muziana ἀναλώμασι τῶν Gaetano καὶ Steffano
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
21
Elia. ῾ Ο τίτλος ποὺ ἐπικράτησε στὴ διεθνὴ βιβλιογραϕία (: La Scienza Nuova), δὲν ὀϕείλεται στὸν Βίκο – καὶ ναὶ μὲν εἶναι «ἱστορικοϕιλολογι-
κός», ἀλλά, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀνταποκρίνεται ὀρθῶς καὶ πλήρως στὰ πράγματα. ᾽ πιστημονικῆς Γνώσης ἀποτελεῖ τὸ πρω῾ Η τρίτη ἔκδοση τῆς Νέας Ε τότυπο τοῦ ἀνὰ χεῖρας μεταϕράσματος, καὶ δὴ κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ ϕάουστο Νικολίνι ποὺ ἐξέδωσε τὸ ἔργο κριτικὰ τὸ 1928 στὸ Μπάρι ἀπὸ τὶς ὀνομαστὲς ἐκδόσεις Λατέρτσα καὶ ποὺ τὸ χώρισε σὲ βιβλία, ἑνότητες καὶ ἀριθμημένες παραγράϕους. Τὸ ἔργο, ποὺ ἁπλώνεται σὲ 1.112 παραγράϕους, ξεκινᾶ μὲ μιὰν ἐκτενὴ Εἰσαγωγή, ποὺ ἐπιγράϕεται ῾Η ἰ δ έ α τ ο ῦ ἔ ρ γ ο υ [§§ 1-42], καὶ ὁλοκληρώνεται σὲ ἕξι βιβλία. ᾽Αμέσως μετὰ τὸ εἰσαγωγικὸ κεϕάλαιο παρατίθεται ἕνας Χ ρ ο ν ο λ ο γ ι κ ὸ ς Π ί ν α κ α ς, ὅπου εἶναι καταστρωμένο ὅλο τὸ ἱστορικὸ ὑλικὸ ποὺ μελετᾶ ὁ Βίκο, προκειμένου νὰ συνθέσει τὴ Νέα Ε ᾽ πιστημονικὴ Γνώση. Στὸ Πρῶτο Βιβλίο [§§ 43-360], ποὺ ἐπιγράϕεται ῾Η ἀ π ο κ α τ ά σ τ α σ η τ ῶ ν ἀ ρ χ ῶ ν κ α ὶ τ ῶ ν ἀ π α ρ χ ῶ ν, καὶ ἀϕοῦ παρατεθοῦν σύντομες παρατηρήσεις πάνω στὸν εἰρημένο Χρονολογικὸ Πίνακα, γίνεται λόγος περὶ στοιχείων (μὲ ἔμϕαση στὰ ἀξιώματα, στὶς πρωτεῖες, στὰ ζητήματα καὶ στοὺς ὁρισμούς), περὶ ἀρχῶν καὶ ἀπαρχῶν, καὶ περὶ μεθόδου. Στὸ Δεύτερο Βιβλίο [§§ 361-779], τὸ τιτλοϕορούμενο Π ε ρ ὶ π ο ι η τ ι κ ῆ ς σ ο ϕ ί α ς, τῶν πυκνῶν Προλεγομένων ἕπονται ἕνδεκα ἐξαντλητικὰ τεκμηριωμένες ἑνότητες· ἐκεῖ προσεγγίζονται ἡ ποιητικὴ μεταϕυσική, ἡ ποιητικὴ λογική, ἡ ποιητικὴ ἠθική, ἡ ποιητικὴ τάξη τῆς οἰκογένειας, ἡ ποιητικὴ πολιτική, ἡ ποιητικὴ ἱστορία, ἡ ποιητικὴ ϕυσική, ἡ ποιητικὴ κοσμογραϕία, ἡ ποιητικὴ ἀστρονομία, ἡ ποιητικὴ χρονολογία καὶ ἡ ποιητικὴ γεωγραϕία. Τὸ Τρίτο Βιβλίο [§§ 780-914], ἐπιγραϕόμενο ῾Η ἀ ν α κ ά λ υ ψ η τ ο ῦ ἀ λ η θ ι ν ο ῦ ῾Ο μ ή ρ ο υ, εἶναι κομβικῆς σημασίας γιὰ τὸ ἐγχείρημα τοῦ Βίκο: ἐκεῖ, καὶ βάσει τῶν προηγουμένως ἐκτεθέντων, ἀνατρέπονται μεθοδικὰ ὅλα τὰ ἕως τὶς ἡμέρες του ἄτοπα, ποὺ κρατοῦσαν στὴ μελέτη ὄχι μόνο τῆς γλώσσας, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ϕιλοσοϕίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ποιητικῆς, καὶ ποὺ ὀϕείλονταν ἀποκλειστικὰ σὲ συνδυασμὸ ἀγνοίας, αὐθαιρεσίας, κενοδοξίας καὶ μωροπιστίας τῶν πάσης ϕύσεως λογίων. Στὸ Τέταρτο Βιβλίο [§§ 915-1045], ποὺ ϕέρει τὸν τίτλο ῾Η π ο ρ ε ί α π ο ὺ κ ά ν ο υ ν ο ἱ λ α ο ί, ὁ Βίκο ἐντάσσει στὸ πλαίσιο τοῦ τριπτύχου «θεῖο - ἡρωικὸ - ἀνθρώπειο» τὴν κοινὴ πορεία ὅλων τῶν λαῶν, πάνω στὴν ὁποία βασίζεται ἡ περὶ ἀνακυκλώσεως τῆς ἱστορίας θεωρία του· ἐκεῖ προσάγει πλῆθος ἀποδείξεων καὶ τεκμηρίων, ἀπὸ ὅπου συνάγεται ἀψευδῶς ὅτι παντοῦ ὑπάρχουν τρία εἴδη ἀνθρωπείων ϕύσεων· ἐθίμων· ϕυσικῶν
22
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
δικαίων τῶν λαῶν· κυβερνήσεων ἢ πολιτειῶν· γλωσσῶν· γραϕικῶν συμβόλων ἢ χαρακτήρων· νομικῆς· ἀρχῶν ἢ αὐθεντιῶν ἢ ἐξουσιῶν· λόγου ἢ δικαίου· δικαστηρίων ἢ δικαστικῶν κρίσεων· καὶ ἐποχῶν ἢ σχολῶν ἢ πνευμάτων τῆς ἐποχῆς. Στὸ Πέμπτο Βιβλίο [§§ 1046-1096] ἐρευνᾶται ἡ ἐ π α ν ά κ α μ ψ η τ ῶ ν ἀ ν θ ρ ω π ε ί ω ν θ ε σ μ ῶ ν κ α τ ὰ τ ὴ ν ἐ π αν ε μ ϕ ά ν ι σ η τ ῶ ν λ α ῶ ν. Στὸ ῞Εκτο Βιβλίο [§§ 1097-1112], ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸν ἐ π ί λ ο γ ο τοῦ ἔργου, ὁ Βίκο καταλήγει στὸ ὅτι ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῆς τάξεως τῶν πολιτικῶν θεσμῶν ἡ σοϕία τῆς Πρόνοιας καθιστᾶ αἰσθητὴ τὴν παρουσία της στὸν κόσμο μὲ τρία κατὰ σειρὰ ἐμϕανιζόμενα συναισθήματα: μὲ τὸν θ α υ μ α σ μ ό, μὲ τὸ σ έ β α ς καὶ μὲ τὸν ζ έ ο ν τ α π ό θ ο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ϕλέγονταν ὅλοι οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ λόγιοι μέχρι τὶς μέρες του νὰ ἀναζητήσουν, νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ κατακτήσουν τὴ σοϕία αὐτή. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ τρία στάδια τῶν ἀνθρωπείων θεσμῶν εἶναι στὴν πραγματικότητα τὰ τρία ϕῶτα τῆς Θείας Πρόνοιας, ποὺ ἀϕύπνισαν στὰ ἔθνη τὰ εἰρημένα τρία ὡραιότατα καὶ δίκαια συναισθήματα. *** ῾ Η Scienza Nuova μεταϕράζεται πρώτη ϕορὰ στὰ ἑλληνικά. Στὴν ἑλληνικὴ βιβλιαγορὰ κυκλοϕοροῦν ἀπὸ παλιὰ μερικὰ ἔργα γιὰ τὸν Βίκο, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε μέχρι σήμερα τὸ κορυϕαῖο ἔργο του μεταϕρασμένο. ᾽Απὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι ὑπερβολικὸ ἂν λεχθεῖ ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ ἔρχεται νὰ συμπληρώσει ἕνα τεράστιο κενό. Γιατί, ἀλήθεια, ῾Η Νέα Ε ᾽ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ὴ Γ ν ώ σ η, ἀϕοῦ ὁ τίτλος τοῦ πρωτοτύπου εἶναι La S c i e n z a Nuova; Στὶς μέχρι τώρα ἑλληνικὲς μνεῖες τοῦ ἔργου –ἤδη ἀπὸ τὰ γυμνασιακὰ βιβλία μου τῶν ἀρχῶν τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽ 70 θυμᾶμαι ὅτι– ἡ ἀναϕορὰ ἦταν μία καὶ ἑνιαία (καί... ἐσϕαλμένη!): ῾Η Νέα ᾽Επιστήμη. ῞ Ομως οὐδόλως πρόκειται περὶ «ἐπιστήμης», καὶ δὴ περὶ «νέας»! Πιὸ πολὺ ἡ ἄγνοια τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου, χωρὶς ὡστόσο νὰ παραγνωρίζεται καὶ ἡ σχεδὸν αὐτοματικὴ καὶ ἄνευ ἑτέρου τινὸς μετάϕραση τοῦ ὅρου scienza ὡς ἐπιστήμη, διότι ἔτσι μάθαμε καὶ συνηθίσαμε («ἐξ ἐθίμου», δηλαδή) νὰ μεταϕράζουμε τὸν ὅρο science ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικά, ἦσαν οἱ δύο λόγοι τοῦ λάθους. Καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἂν δὲν εἶναι ἀκριβῶς κραυγαλέο λάθος τὸ ῾Η Νέα Ε ᾽ πιστήμη, ἐπ ᾽ οὐδενὶ διεκδικεῖ δάϕνες ὀρθότητας. ᾽ Ιδοὺ δὲ γιατί: Τὸ ἀντίστοιχο τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ οἶδα λατινικὸ ρῆμα scio, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγεται τὸ οὐσιαστικὸ scientia, σημαίνει γνωρίζω καλά. ῎ Αρα ἡ scientia εἶναι (καὶ οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ εἶναι) ἡ καλὴ γνώση. Τὸ ὅτι
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
23
ἀπὸ τὰ μαθητικά μας χρόνια μαθαίνουμε στὴν ῾ Ελλάδα ὅτι τὸ γνωρίζω καλῶς λέγεται (καί) ἐπίσταμαι καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ μνησθεῖσα καλὴ γνώση ὀνομάζεται ἐπιστήμη εἶναι ὁ πραγματικὸς λόγος τοῦ μεταϕραστικοῦ σϕάλματος ἤ, καλύτερα, τοῦ μεταϕραστικοῦ ἀστοχήματος, διότι, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, περὶ aberratio translationis πρόκειται. ῾ Επομένως ἡ scienza εἶναι ἀσϕαλῶς γνώση· καί, ἀϕοῦ ὡς γνώση εἶναι γνώση καλή, ἄρα ἐπιστήμη, πρόκειται γιὰ γνώση ἐπιστημονική. ᾽Απὸ ἐδῶ, λοιπόν, προκύπτει τὸ ῾Η Ν έ α ᾽Ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ὴ Γ ν ώ σ η. Περιττεύει, ἴσως, ἀλλὰ συνιστᾶ ἐπικουρικὸ ἐπιχείρημα, τὰ μάλιστα πειστικό, γιὰ τὴ μεταϕραστικὴ ἐπιλογή, στὴν ὁποία προέβην, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ προσκομίζω πάραυτα. ῾ Η λατινικὴ λέξη scientia ἔχει σχεδὸν ὡς ἀπόλυτο σημασιακὸ ἰσοδύναμό της τὴ γερμανικὴ λέξη Wissenschaft: ἡ λέξη αὐτή, ποὺ ἐπίσης ἐξ ἐθίμου τὴ μεταϕράζουμε σχεδὸν ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ μονοσημάντως ὡς ἐπιστήμη, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ρῆμα wissen, ποὺ σημαίνει γιγνώσκω/γνωρίζω. ῎ Αρα δὲν πρόκειται ἁπλῶς περὶ ἐπιστήμης, ἀλλὰ κυριολεκτικῶς περὶ ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Κρίνω ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ σημειώσουμε ποῦ σχετικοποιεῖται τὸ «ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ μονοσημάντως» ποὺ ἀναϕέρθηκε δυὸ-τρεῖς ἀράδες πιὸ μπροστά, καὶ ἀξίζει, ἀκριβῶς ἐπειδὴ συνιστᾶ ἐπὶ πλέον ἐπικουρικὸ ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης. Τὸ ἔργο τοῦ ϕρειδερίκου Νίτσε Die fröhliche Wissenschaft δὲν τὸ μεταϕράζουμε στὰ ἑλληνικὰ ὡς ῾Η χαρούμενη ἐπιστήμη, ἀλλὰ ὡς ῾Η χαρούμενη γνώση. Τὰ ἰταλικὰ τοῦ Βίκο εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ βέβαιο ὅτι δὲν εἶναι ἀξιοζήλευτα. ᾽ Επ ᾽ οὐδενὶ συγκαταλέγεται ὁ μονήρης καὶ δύστροπος στοχαστὴς τῆς Νάπολης στοὺς μεγάλους στυλίστες τῆς γλώσσας τοῦ Δάντη καὶ τοῦ Πετράρχη. Θὰ ἔλεγα, μάλιστα, ὅτι μᾶλλον παράδειγμα πρὸς ἀποϕυγὴ συνιστᾶ ἡ περίπτωσή του, παρὰ πρὸς μίμηση. Εἶναι τόσο μὰ τόσο «ἄτσαλος» ὁ τρόπος του! Τὴ δὲ «ἀτσαλοσύνη» τῆς γραϕῆς του ἔρχονται νὰ τὴν «ἐνισχύσουν» ἡ ἄστοχη ἀνάμειξη γλωσσικῶν τύπων (ἀκόμη καὶ ναπολιτανισμῶν!) καὶ ὁ μακροπερίοδος λόγος –τὸ τελευταῖο χαρακτηρίζει διαχρονικὰ τοὺς ἰταλοὺς διανοούμενους μέχρι καὶ σήμερα–, καθὼς συνοδεύονται καὶ ἀπὸ τὴ συχνὴ χρήση ἀσυνδέτων σχημάτων καὶ ἀτελευτήτων. Διάϕορα ρητορικὰ «τεχνάσματα», ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ κατέχει οἴκοθεν, τὰ ἐπιστρατεύει –γιὰ τὴν ἀκρίβεια: «τὰ παραχώνει»– στὸ σῶμα τῶν παραγράϕων του, μετατρέποντάς τες σὲ παραγράϕους λόγου προϕορικοῦ... κάνοντάς τες οὐσιαστικὰ λόγο προϕορικό, ὅπου ἡ εἰρημένη «ἀτσαλοσύνη» ὄχι μόνο κανονικῶς συγχωρεῖται, ἀλλὰ καὶ οὔτε κὰν κάνει ἐντύπωση σχεδὸν σὲ κανέναν, καθὼς ἐκεῖ πλέον τὰ πάντα ξεχωρίζονται καὶ διαλευκαίνονται ἀπὸ τοὺς ἐπιτονισμοὺς τῶν λέξεων, ἀπὸ τὶς
24
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
παύσεις ἀνάμεσα στὶς ϕράσεις, ἀπὸ τὴ μιμικὴ τοῦ σώματος καὶ τὴν ἐν γένει κινησιολογία του, ἀπὸ τὴν κοινῶς ἀποδεκτὴ ἀϕαιρετικότητα τῆς ρηματικῆς ἐκϕορᾶς, καὶ ἀπὸ τόσα ἄλλα συναϕῆ. Πάντως, τό –ἐπίσης προϕορικό– στερεότυπο ὑπόγειο χιοῦμορ του στὶς κατακλεῖδες τῶν παραγράϕων του, ποὺ εἶναι μᾶλλον «κοροϊδία» καὶ «χλευασμός», ἁπαλύνει ἁπλῶς λιγάκι τὴ γρετζάδα τῆς λέξης του. Γι᾽ αὐτὸ μπορῶ νὰ πῶ ἄϕοβα ὅτι τὸν Βίκο, γιὰ νὰ τὸν καταλάβεις, καλύτερα εἶναι νὰ τὸν «ἀκοῦς» παρὰ νὰ τὸν «διαβάζεις». Κατὰ τὴ μετάϕραση τοῦ ἔργου ἀπέϕυγα να μεταϕέρω τήν –ὅπως τὴ χαρακτήρισα– «ἀτσαλοσύνη» τοῦ βικιανοῦ ὕϕους μὲ τὸν πυκνὸ ἐλλειπτικὸ λόγο. Θὰ ἦταν ἀνώϕελο, ἄλλωστε, καὶ θὰ περιέπλεκε τὰ πράγματα. Κράτησα, ὅμως, τὸν σχοινοτενῶς μακροπερίοδο λόγο του, ἀπαλλαγμένον ἀπὸ τὶς «ἀνωμαλίες» τῶν ἀσυνδέτων καὶ τῶν ἀτελευτήτων· καὶ ἀπὸ τὴν «προϕορικότητα» διατήρησα μόνο ὅσα στοιχεῖα της μποροῦν νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ σημαίνουν ὅ,τι τέλος πάντων σημαίνουν ἀκόμα κ α ὶ γραπτῶς. ῞ Οποτε ὁ Βίκο –καὶ τὸ κάνει συχνά– παραθέτει ὁμάδες δεδομένων ἢ καταλόγους ἐπιχειρημάτων, στὴ μετάϕραση προτίμησα νὰ συνοδεύεται ἡ παράθεση τῶν στοιχείων αὐτῶν ἀπὸ τὴν ἀπαρίθμησή τους (: τοῦ τύπου, λ.χ., κατὰ πρῶτον, ...· κατὰ δεύτερον, ...· κατὰ τρίτον, ...). Σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις, ποὺ κρίθηκε ἀπαραίτητο, ἔδωσα διευκρινίσεις σχετικὰ μὲ τὸ τί, τὸ γιατί καὶ τὸ πῶς τῶν μεταϕραστικῶν ἐπιλογῶν μου παραθέτοντας σὲ ὑποσημείωση τὸν ἰταλικὸ πρωτότυπο ὅρο. ᾽ Επισημειώνω, πάντως, ὅτι δὲν ἄλλαξα σὲ κανένα σημεῖο τὴ ροὴ τοῦ βικιανοῦ λόγου, οὔτε ἔβγαλα ϕράσεις ἢ προτάσεις ἀπὸ τὴ «ϕυσική» τους θέση στὸ κείμενο, γιὰ νὰ τὶς μεταθέσω ἀλλοῦ, προκειμένου νὰ διευκολυνθεῖ ἡ πρόσβαση στὸ κείμενο καὶ ἡ κατανόησή του. Οἱ μὴ ἰταλικὲς ἀναϕορὲς τοῦ συγγραϕέα παρατίθενται πάντοτε στὸ πρωτότυπό τους καὶ ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετὰ μετάϕρασή τους στὰ ἑλληνικά· μερικὲς ϕορὲς χρειάστηκε νὰ προσϕύγω σιωπηρῶς σὲ πρωθύστερα, ἰδίως δὲ ἐκεῖ, ὅπου ὁ συγγραϕέας μεταϕράζει λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἢ/καὶ τῆς λατινικῆς στὰ σύγχρονά του ἰταλικά: τότε ἔπρεπε κατ ᾽ ἀναλογίαν νὰ τονίσω πῶς μεταϕράζονται οἱ λέξεις αὐτὲς καὶ στὰ νέα ἑλληνικά, καὶ ἂς μὴν τὰ ἤξερε ὁ Βίκο! Μεταϕράζοντας στοιχεῖα ἰδίως ἀπὸ τὸν λεκτικὸ πλοῦτο τῆς λατινικῆς πρὸς τὰ ἑλληνικὰ χρειάστηκε τὶς περισσότερες ϕορὲς νὰ παραθέσω πλείονες τῆς μιᾶς ἀποδόσεις εἴτε ἀρχαιοτρόπως εἴτε στὰ νέα ἑλληνικά· ἐδῶ δὲν θὰ πῶ περισσότερα, παρὰ μόνο ὅτι ἡ ὅποια ἐπιλογὴ δικαιολογεῖται πάντα ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε περίπτωση. Περιττεύει ἴσως ἡ ἀναϕορά, ἀλλὰ ἡ προσϕυγὴ σὲ παλαιὰ λεξικά, ὅπως στὰ λατινοελληνικὰ λεξικὰ τῶν ᾽ Ενρίκου Οὐλερίχου & Στεϕάνου
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
25
Κουμανούδη (1873) καὶ Εὐστρατίου Δ. Τσακαλώτου (11889, 21894), ἦταν συχνή, ὡς πρακτικὴ δὲ ἀπέβη πολύτιμη. Πολύτιμες –ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ προσθέσω, καθ ᾽ ὅσον κρίνω ὅτι αὐτὸ δὲν περιττεύει– ἀποδείχθηκαν οἱ γνώσεις μου στὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο, ποὺ τὶς ὀϕείλω στὸν ἀείμνηστο Δημήτριο Γκόϕα, καθηγητὴ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου στὸ ᾽ Εθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο ᾽Αθηνῶν, καθὼς διετέλεσα ϕοιτητής του ἀπὸ τὸ 1976 ὣς τὸ 1980. Συμπληρωματικὰ σημειώνω ὅτι ἀπέϕυγα συστηματικὰ νὰ ϕορτώσω τὶς ἤδη παραϕορτωμένες ὑποσημειώσεις μὲ ἀναϕορὲς στὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο – θὰ ἦσαν, ἄλλωστε, πάρα πολλὲς καὶ ἀνώϕελες· ὅπου ἔκρινα ὅτι χρειαζόταν νὰ γίνει βιβλιογραϕικὴ ἀναϕορά, τὸ ἔπραξα παραπέμποντας στὸ ἔργο ἑνὸς σημαντικότατου ναπολιτάνου νομομαθοῦς, δασκάλου, διανοούμενου καὶ πολιτικοῦ: ἐννοῶ τὸ ἔργο τοῦ ἀείμνηστου Antonio Guarino Diritto Privato Romano, σύγγραμμα παγκόσμιας ἐμβέλειας ποὺ περιέχει καὶ ϕωτίζει –ὄχι, δὲν εἶναι ὑπερβολή– τὰ πάντα. *** Χάριν τῆς ἱστορίας τοῦ πράγματος ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀναϕέρω ὅτι τὴ μετάϕραση τῆς Νέας Ε ᾽ πιστημονικῆς Γνώσης τὴν ξεκίνησα στὶς 21 Νοεμβρίου 2005 καὶ τὴν τελείωσα, στὴν πρώτη της μορϕή, στὶς 31 ᾽ Ιουλίου 2012. Παράλληλα μὲ τὴ μετάϕραση μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ ὁ ὑπομνηματιστικὸς σχολιασμός της, πού, ὅπως εὐχερῶς διαπιστώνεται, εἶναι πλουσιότατος. ᾽Απὸ τὸν ᾽ Οκτώβριο τοῦ 2006 ἕως καὶ τὸν Μάιο τοῦ 2008, στὴ διάρκεια τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀδείας μου ἀπὸ τὸ ᾽ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, βρέθηκα στὴ Νάπολη, ὅπου καὶ ἐργάστηκα τόσο πάνω στὴ μετάϕραση ὅσο καὶ στὸν ὑπομνηματισμὸ τοῦ ἔργου. Χάρις δὲ στὶς συμβουλὲς τῶν ἐκεῖ εἰδημόνων τοῦ βικιανοῦ ἔργου ἀποσαϕηνίστηκαν σημεῖα «σκοτεινὰ» καὶ ἐπιλύθηκαν προβλήματα «ἄλλως δισεπίλυτα». ᾽ Εκ περισσοῦ βέβαια τὸ ἀναϕέρω, ἀλλά, ναί, ἐννοεῖται ὅτι γιὰ τυχὸν σϕάλματα, ἐμϕιλοχωρήσαντα στὸ παρὸν βιβλίο, ὑπεύθυνος εἶναι ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ὁ ὑπογραϕόμενος. Γιὰ τὴ μετάϕραση τῆς Scienza Nuova χρησιμοποίησα, ὅπως προεῖπα, κατὰ βάση τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Fausto Nicolini (: Vico, Opere, Casa editrice Ricciardi, Milano-Napoli 1953), ἀλλὰ προσέτρεξα σιωπηρὰ καὶ στὴν ἔκδοση τοῦ Francesco Flora (: Vico, La Scienza Nuova, Mondadori, Milano 1957). ῾ Η ἀρίθμηση τῶν παραγράϕων, ποὺ εἶναι ἡ διεθνῶς καθιερωμένη, μᾶς βοηθᾶ στὸ νὰ προβαίνουμε σὲ ἀσϕαλεῖς παραπομπὲς καὶ ἐντὸς τοῦ βικιανοῦ κειμένου καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἔκδοση τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης σὲ ὁποιαδήποτε γλώσσα.
26
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
Γιὰ τὴν εὐχερέστερη ἀνάγνωση καὶ μελέτη τοῦ ἔργου προτίμησα, ἀντὶ τῆς μεταϕορᾶς τοῦ συνόλου τῶν σημειώσεων στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, τὸν ὑποσελίδιο ὑπομνηματισμό του μὲ χρήση ὑποσημειώσεων. Οἱ ὑποσημειώσεις αὐτὲς χωρίζονται μορϕικῶς σὲ δύο κατηγορίες: σὲ ὑποσημειώσεις παραπομπῆς ἐντὸς τοῦ ἔργου καὶ σὲ ὑποσημειώσεις, οὕτως εἰπεῖν, «οὐσιαστικές». Τὶς πρῶτες τὶς προκαλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Βίκο μὲ αὐταναϕορὲς τοῦ τύπου «ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐκθέσει/πεῖ/ἀναϕέρει (κ.τ.ὅ)» καὶ «ὅπως θὰ ἐκθέσουμε/ποῦμε/ἀναϕέρουμε (κ.τ.ὅ.) σὲ οἰκεία θέση παρακάτω»· παρ᾽ ὅλο ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ «ἐκτάμω» τὶς ἐν λόγῳ ἀναϕορικὲς προτάσεις ἀβλαβῶς, χωρὶς νὰ «πειραχτεῖ», δηλαδή, καθόλου ἡ οὐσία τοῦ βικιανοῦ κειμένου, προτίμησα ὄχι μόνο νὰ τὶς κρατήσω, ἀλλὰ καὶ νὰ βρῶ (ἐννοεῖται: στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ) τοὺς «τόπους», στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Βίκο. Οἱ λοιπὲς ὑποσημειώσεις, αὐτὲς ποὺ χαρακτήρισα «οὐσιαστικές», θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πολὺ περισσότερες, ἂν ἤθελα, παραδείγματος χάριν, νὰ ἐντάξω ἐκεῖ καὶ στοιχεῖα ἀπὸ τὴ λεγόμενη «δευτεροταγὴ γραμματεία»· κάτι τέτοιο –χρησιμότατο κατ ᾽ ἀρχὴν ἄνευ ἑτέρου– θὰ ἀλλοίωνε, ἂν δὲν ἀναιροῦσε κιόλας, τὸν χαρακτήρα τοῦ παρόντος ἔργου ὡς μεταϕράσματος. Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ἀπέκλεισα συλλήβδην ὁποιονδήποτε σχολιασμὸ δὲν προκαλεῖται ἀμέσως καὶ κατ ᾽ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ βικιανὸ κείμενο, ἀλλὰ ὀϕείλεται στήν –ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ– «ἀνάγνωσή» του ἀπὸ νομικούς, ἱστορικοὺς ἢ/καὶ ϕιλόσοϕους. Πρὸς αὐτὴ τὴν ἐπιλογὴ μὲ ὤθησε, μάλιστα, τὸ δεδομένο ὅτι ἡ παρούσα εἶναι ἡ πρώτη ἑλληνικὴ ἔκδοση τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης· ἂν ὑπῆρχε ἄλλη, στὴν ὁποία θὰ ἀπαντῶντο τὰ ἀπαραίτητα συνοδευτικὰ στοιχεῖα ἐκ τῆς «πρωτοταγοῦς γραμματείας», τότε μιὰ νέα μετάϕρασή της θὰ ἦταν ἐνδεχομένως ἕως καὶ ἐπιβεβλημένο νὰ πλουτισθεῖ μὲ ἀναϕορὲς στὴ σχετικὴ βιβλιογραϕία· μὴ ὑπαρχούσης, ὅμως, παλαιοτέρας μεταϕράσως ἔκρινα ὅτι κάτι τέτοιο (καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω: χρησιμότατο κατ ᾽ἀρχὴν ἄνευ ἑτέρου) θὰ βάραινε πάρα πολὺ τὸ ἔργο καὶ θὰ τοῦ χαλοῦσε τὸν χαρακτήρα του ὡς ἑλληνικοῦ μεταϕράσματος. Τὸ πραγματικὸ πρόβλημα, ὡστόσο, μὲ τὸν ὑπομνηματισμὸ τῆς παρούσας Νέας Ε ᾽ πιστημονικῆς Γνώσης εἶναι ἄλλο: ὁ Βίκο εἶναι πολλὲς ϕορὲς ἀνακριβὴς ὡς πρὸς τὶς ἀναϕορές του, πράγμα εὐεξήγητο, ἂν ἀναλογισθοῦμε ὅτι συνέγραϕε μὲ ὅσες γνώσεις διέθετε καὶ μὲ μόνη τὴ βοήθεια τῆς μνήμης του, δίχως νὰ προστρέχει μὲ πνεῦμα ἐπαληθευτικὸ σὲ ὑπάρχοντα βοηθήματα καὶ ποικίλες ἐκδόσεις. Προσπάθησα (καὶ πάλι ἐννοεῖται: στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ) νὰ ἀποκαταστήσω τὴν ὀρθότητα τῶν ὅποιων ἐσϕαλμένων πληροϕοριῶν. Τὶς περισσότερες ϕορές, ὅταν παραθέτω τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἢ τὸ λατινικὸ πρωτότυπο, στὸ ὁποῖο ἀναϕέρεται ὁ Βίκο, δίνω
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑϕΡΑ Σ Τ Η
27
καὶ μιὰ μετάϕρασή του στὰ ἑλληνικὰ εἴτε προστρέχοντας σὲ ἤδη γνωστὴ εἴτε κάνοντάς την ὁ ἴδιος. Στὶς τελευταῖες σελίδες τοῦ βιβλίου παρατίθεται βιβλιογραϕία πλήρης, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ὑποσημειώσεων. Μολονότι ἐννοεῖται καί, ὡς ἐκ τούτου, θὰ μποροῦσα νὰ μὴν τὸ γράψω, θὰ πῶ ὅτι παράλληλα μὲ τὸ ἰταλικὸ πρωτότυπο συμβουλευόμουν ξενόγλωσσες μεταϕράσεις, καὶ δὴ τὶς ἀκόλουθες τρεῖς μεταϕράσεις τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης: τὴ γ α λ λ ι κ ὴ Giambattista Vico, La science nouvelle (1725), traduit de l’italien par Christina Trivulzio princesse de Belgiojoso, préface de Philippe Paynaud, Gallimard, Paris 1993· τὴν ἀ γ γ λ ι κ ὴ Giambattista Vico, New Science. Principles of the New Science
Concerning the Common Nature of Nations, Third Edition thoroughly Corrected, Revised, and Expanded by the Author, translated by David Marsh with an introduction by Anthony Crafton, Penguin Books, London 1999, 2001· καὶ τὴ γ ε ρ μ α ν ι κ ὴ Giovanni Battista Vico, Prinzpien einer neuen Wissenschaft über die gemeinsame Natur der Völker, übersetzt von Vittorio Hösle und Christoph Jermann und mit Textverweisen von Christoph Jermann, mit einer Einleitung «Vico und die Idee der Kulturwissenschaft», 2 Bände, Felix Meiner Verlag, Hamburg 1990. ᾽ Επισημειώνοντας ὅτι οἱ ἐν
λόγῳ μεταϕράσεις διαϕέρουν μεταξύ τους ὡς πρὸς τὸν χαρακτήρα καὶ ὡς πρὸς τὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐκπονήθηκαν καὶ ἐκδόθηκαν, ὀϕείλω, πάντως, νὰ πῶ ὅτι ἡ τελευταία, ἡ γερμανική, μὲ βοήθησε ἰδιαίτερα στὴν ἀρτίωση τοῦ «αὐταναϕορικοῦ» ὑπομνηματισμοῦ τοῦ μεταϕράσματός μου. *** Εὐχαριστίες ἀπὸ καρδιᾶς ὀϕείλονται στὸν συνάδελϕο Filippo D’Oria, καθηγητὴ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Νάπολης «Federico Secondo», καὶ σὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του, γιὰ τὴν ἐν γένει καὶ πάσης ϕύσεως μεγάλη καὶ ἀνεκτίμητη βοήθεια ποὺ μοῦ πρόσϕεραν, κυρίως δὲ κατὰ τὴ διετία 20062008, ὅταν βρέθηκα μὲ ἐκπαιδευτικὴ ἄδεια στὴν ᾽ Ιταλία, στὴ γενέτειρα τοῦ Τζαμπαττίστα Βίκο, νὰ μελετῶ ὄχι μόνο στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ παραπάνω ἀναϕερθέντος ἱστορικοῦ Πανεπιστημίου, ἀλλὰ καὶ στὸ Istituto Filosofico Italiano, ποὺ ὁμοίως ἑδρεύει στὴ Νάπολη, καὶ στὴ Biblioteca Provenciale di Avellino. Χάρις καὶ στὶς «πρεσβεῖες» τοῦ Filippo D’Oria οἱ ἄνθρωποι τῶν ἱδρυμάτων αὐτῶν ἔθεταν πάντοτε, προθύμως καὶ ἀόκνως, στὴ διάθεσή μου ὅ,τι χρειαζόμουν, προκειμένου νὰ διευκολυνθεῖ ἡ ἔρευνα καὶ ἡ μελέτη μου στὴν «ὡραία χερσόνησο». Γιὰ ποικίλους καὶ ἐδῶ μὴ ἀναϕερόμενους λόγους ἂς δεχθοῦν τὶς εὐχαριστίες μου οἱ ϕίλοι μου Δημήτρης ᾽Αρμάος, Θανάσης Εὐσταθίου, ῏Αγις
28
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ Τ ΟΥ Μ Ε ΤΑΦΡΑ Σ Τ Η
Μαρίνης, ᾽Αθηνᾶ Μπαλοπούλου καὶ Νίκος Παπαδημητρίου. ᾽Ιδιαίτερες εὐχαριστίες ἐκϕράζονται στὴ Μαρία Ράμμου, ποὺ μὲ ἄκρα ἐπιμέλεια διόρθωσε τὰ τυπογραϕικὰ δοκίμια, καὶ στὸν Γιάννη Μαμάη, ποὺ μὲ ἀπαράμιλλη μαεστρία ἔστησε τυποτεχνικὰ τὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο. Στὸν Γιῶργο καὶ στὸν Κώστα Δαρδανὸ ἀπευθύνονται, τέλος, εὐχαριστίες ἐκ μέρους μου, ὄχι μόνο γιατὶ ἐνέταξαν στὸ πρόγραμμα τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου τους ἄλλο ἕνα συγγραϕικὸ/μεταϕραστικὸ πόνημά μου, ἀλλὰ καὶ πρωτίστως γιατὶ μὲ τιμοῦν ἐπὶ ἔτη πολλὰ μὲ τὴν πολύτιμη ϕιλία τους. Τὴ μετάϕραση τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης τὴν ἀϕιερώνω σὲ τρεῖς. ᾽Εν πρώτοις στὴ σύζυγό μου Πολυξένη καὶ στὸν γιό μας Δημήτρη, καὶ δή: στὴν Π ο λ υ ξ έ ν η, γιὰ τὴ βαθιὰ πνευματικότητα καὶ τὴ συμβουλευτικὴ δεινότητά της, ἀλλὰ καὶ γιατὶ, ἂν δὲν ἦταν αὐτὴ νὰ διαχειρίζεται τὰ τῶν καθημερινῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, δὲν θὰ εἶχα ἐγὼ τὴν ἀπὸ πάσης ἀπόψεως ἄνεση νὰ ἀσχοληθῶ ἀπερίσπαστος μὲ τὴ μετάϕραση καὶ τὸν σχολιασμὸ ἑνὸς τόσο ἀπαιτητικοῦ ἔργου σὰν τὸ ἐδῶ ἐκδιδόμενο· καὶ στὸν Δ η μ ή τ ρ η, ἐπειδὴ ἤδη ἀπὸ τὰ μαθητικά του χρόνια εἶχε ϕανερώσει ἔντονο ἐνδιαϕέρον γιὰ τὰ κλασικὰ γράμματα καὶ τὴ ϕιλοσοϕία καὶ ἐπειδή, μετὰ τὶς σχετικὲς σπουδές του στὴν ᾽Αγγλία, συνεχίζει τὴν ἔρευνά του στὴν ᾽Ολλανδία, σὲ ἀκόμη ὑψηλότερο ἐπίπεδο καὶ σὲ σχέση μὲ τὴ σύγχρονη λογοτεχνία· τοῦ εὔχομαι δέ, μάλιστα, νὰ δοῦμε σύντομα ἐκδεδομένα τὰ δικά του πονήματα. ῾Ο Ν τ ά γ κ λ α ς, βέρος Ναπολιτάνος (ἀσχέτως τοῦ ἂν βρετανοϕέρνει τὸ ὄνομά του), μοῦ παραστάθηκε ὅσο κανένας μὲ τὴν ἀϕοσίωση καὶ τὴ συντροϕικότητα, ποὺ χαρακτηρίζει «τοὺς καλύτερους ϕίλους τοῦ ἀνθρώπου», τόσο στὴν πατρίδα του ὅσο καὶ στὴν ἡμεδαπὴ καθ ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐκπόνησης τοῦ παρόντος ἔργου καὶ μέχρι τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του· κατὰ δίκαιο λόγο, λοιπόν, ἀνήκει καὶ σὲ αὐτὸν τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ τὴν ἀϕιέρωση τῆς Νέας ᾽Επιστημονικῆς Γνώσης τοῦ Τζαμπαττίστα Βίκο. Κέρκυρα, 24 Μαΐου 2015
Γιῶργος Κεντρωτής
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks