᾽Εσώϕυλλο ἀπ’ τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔργου. Κοπενχάγη, 1896.
῾Ε ρρίκος ῎Ιψεν
ΙωΑννης ΓΑβΡΙηλ ΜπΟΡκΜΑν Θεατρικὸ ἔργο σὲ τέσσερεις πράξεις ΕΙςΑΓωΓη - ΜΕΤΑΦΡΑςη-ς ΧΟλΙΑ
Θεοδόσης ᾽Α. Παπαδημητρόπουλος ΕπΙΜΕλΕΙΑ
῟Ηρκος ῾Ρ. ᾽Αποστολίδης
GutenberG / ΘΕ ΑΤΡΟ ᾽Α θήνα 2014
Π ρ ΟΣ ω Π Α
ΙωΑΝΝΗΣ ΓΑβρΙΗΛ ΜΠΟρΚΜΑΝ ΓΚΟΥΝΧΙΛΝΤ ΕρΧΑρΤ ΕΛΛΑ ρΕΝΤΧΑΪΜ ΦΑΝΗ βΙΛΤΟΝ βΙΛΧΕΛΜ ΦΟΛΝΤΑΛ ΦρΙΝΤΑ ΚΑΜΑρΙΕρΑ
πρώην τραπεζικὸς διευθυντής. ἡ γυναῖκα του. ὁ γιός τους. ἡ δίδυμη ἀδερϕὴ τῆς κυρίας Μπόρκμαν. βοηθὸς γραμματέα σὲ λογιστικὸ γραϕεῖο. ἡ κόρη του. τῆς κυρίας Μπόρκμαν.1
Τὸ ἔργο ἐκτυλίσσεται κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς χειμωνιάτικης νύχτας στὸ οἰκογενεικακὸ ὑποστατικὸ τῶν Ρέντχάιμ κοντὰ στὴν πρωτεύουσα.2
Π ρΑ Ξ Η Π ρ ω Τ Η
Τὸ δωμάτιο τῆς κυρίας Μπόρκμαν. ῾Η διαρρύθμιση ἀποπνέει λάμψη περασμένων ἐποχῶν. Α ᾽ νοιχτὴ συρόμενη πόρτα ὁδηγεῖ σ’ ἕνα δωμάτιο κήπου μὲ παράθυρα καὶ γυάλινη πόρτα στὸ βάθος. Μές ἀπ’ αὐτὴν ϕαίνεται ὁ κῆπος, ὅπου στὸ ϕῶς τοῦ σούρουπου πέϕτουν οἱ νιϕάδες τοῦ χιονιοῦ. Στὴ δεξιὰ μεριὰ τοῦ τοίχου, εἴσοδος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ διάδρομο. Πιό μπροστά, μεγάλη, παλιὰ σιδερένια σόμπα, ἀναμμένη. Α ᾽ ριστερά, κάπως πρὸς τὰ πίσω, μόνο μιὰ μικρὴ πόρτα. Μπροστά, ἀπ’ τὴν ἴδια μεριά, ἕνα παράθυρο μὲ βαριὲς κουρτίνες. Μεταξὺ παράθυρου καὶ πόρτας, καναπὲς μὲ ὕϕασμα ἀπὸ ἀλογότριχα καὶ μπροστά του τραπέζι στρωμένο μὲ κάλυμμα. Πάνω του καίει μιὰ λάμπα πετρελαίου. Κοντὰ στὴ σόμπα, πολυθρόνα μὲ ψηλὴ πλάτη. ῾Η ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ κάθεται στὸν καναπὲ καὶ πλέκει μὲ βελονάκι. Εἶναι μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα μὲ ψυχρό, ἐνδιαϕέρον παρουσιαστικό, ἀγέρωχη στάση κι αὐστηρές, ἀλύγιστες κινήσεις. Τὰ πλούσια μαλλιά της εἶναι πολὺ γκρίζα. Τὰ χέρια της λεπτά, ἀπὸ μέσα τους προβάλλουν οἱ ϕλέβες. Φοράει βαρύ, σκοῦρο μεταξωτὸ ϕόρεμα, πού ’ταν κάποτε κομψό, μὰ τώρα ἔχει λιγάκι ξεθωριάσει καὶ μαζέψει. Στοὺς ὤμους της, μάλλινο σάλι. Μὲ τεντωμένη κορμοστασιὰ κάθεται ἀκίνητη γιὰ λίγο κεῖ μὲ τὸ πλεχτὸ στὰ χέρια. ᾽Απέξω ἀκούγεται τὸ κουδούνισμα ἑνὸς ἕλκηθρου ποὺ περνάει.
26
Ιω ΑΝΝΗΣ ΓΑβρΙΗΛ ΜΠΟρΚ Μ ΑΝ
(Α ᾽ ϕουγκράζεται· τὰ μάτια της λάμπουν ἀπὸ εὐτυχία καὶ ψιθυρίζει αὐθόρμητα): ῾ Ο
ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ
῎ Ερχαρτ! ῾ Ο ῎ Ερχαρτ! Σηκώνεται καὶ κοιτάει μές ἀπ’ τὶς κουρτίνες. Φαίνετ’ ἔκπληκτη. Κάθεται ξανὰ στὸν καναπὲ καὶ συνεχίζει τὸ πλεχτό της. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔρχεται ἡ καμαριέρα ἀπ’ τὴν πόρτα μὲ τὰ περιστρεϕόμενα ϕύλλα, μ’ ἕνα μπιλιέττο στὸ δίσκο της. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ
(Γοργά): ῏ Ηρθε, μήπως, ὁ κύριος
ϕοιτητής; Η ΚΑΜΑρΙΕρΑ:
῎ Οχι, κυρία. ᾽Αλλὰ μιὰ γυναῖκα εἶν’
ἔξω... (Βάζοντας τὸ πλεχτὸ στὴν ἄκρη): ῏Α, μάλιστα, ἡ κυρία βίλτον... Η ΚΑΜΑρΙΕρΑ (Πιὸ κοντά της): ῎ Οχι,.. μιὰ ξένη γυναῖκα. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Παίρνοντας τὸ μπιλιέττο): ᾽ Αϕή στε με νὰ δῶ... (Διαβάζει· ἀπότομα σηκώνεται καὶ κοιτάζει τὴν καμαριέρα προσεκτικά.) Εἶστε σ ίγ ο υ ρ η πὼς εἶναι γιὰ μένα; Η ΚΑΜΑρΙΕρΑ: Ναί. ῎ Ετσι κατάλαβα. Πὼς εἶναι γιὰ τὴν κυρία. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ῾ Η γυναῖκα αὐτὴ ἐπιθυμοῦσε νὰ μιλήσῃ μὲ τὴν κ υ ρ ί α Μπόρκμαν; Η ΚΑΜΑρΙΕρΑ: Μάλιστα, αὐτό ἐπιθυμοῦσε. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ
ΠρΑ ΞΗ Πρ ωΤΗ
27
( ᾽Απότομα κι ἀποϕασιστικά): Καλά. Πῆτε της: εἶμαι δῶ.
ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ
῾Η ΚΑΜΑρΙΕρΑ ἀνοίγει τὴν πόρτα στὴν ξένη κι ἀποχωρεῖ. ῾Η ΕΛΛΑ ρΕΝΤΧΑΪΜ μπαίνει στὸ δωμάτιο. Μοιάζει μὲ τὴν ἀδερϕή της· τὸ πρόσωπό της ὅμως ἔχει περισσότερο πονεμένη παρὰ σκληρὴ ὄψη. Ε ᾽ πίσης διατηρεῖ ἴχνη μεγάλης καὶ χαρακτηριστικῆς ὀμορϕιᾶς. Τὰ πλούσια ψαρὰ μαλλιά της εἶναι χτενισμένα κατὰ τὴ ϕυσική τους τάση πάνω ἀπ’ τὸ μέτωπο. Φοράει μαῦρο βελούδινο ϕόρεμα μ’ ἕνα καπέλλο καὶ παλτὸ μὲ γούνινη ἐπένδυση. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι ϕτειαγμένα ἀπ’ τὸ ἴδιο ὑλικό. Κ’ οἱ δυὸ ἀδερϕὲς στέκονται γιὰ μιὰ στιγμὴ σιωπηλὲς κ’ ἐξετάζουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη μὲ ματιές. ῾Η καθεμιὰ περιμένει ὁλοϕάνερα τὴν ἄλλη νὰ πῇ τὴν πρώτη λέξη.
( ῎Εχει μείνει κοντὰ στὴν πόρτα): Γιατί μὲ κοιτᾶς ἔτσι ἔκπληκτη, Γκούνχιλντ;.. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Στέκεται ὄρθια κι ἀκίνητη μεταξὺ ΕΛΛΑ
καναπὲ καὶ τραπεζιοῦ βάζοντας μὲ δύναμη τὰ δάχτυλά της πάνω στὸ κάλυμμα τοῦ τραπεζιοῦ): Μή-
πως ἦρθες σὲ λ ά θ ο ς κτήριο; ῾ Ο διαχειριστής, ξέρεις, μένει ἀπέναντι. ΕΛΛΑ: Δέν ἦρθα σήμερα γιὰ νὰ μιλήσω στὸ διαχειριστή. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ῾ Οπότε, θές ἀπὸ μ έ ν α κάτι; ΕΛΛΑ: Μάλιστα. Θάθελα νὰ συζητήσουμε μερικὰ πράματα. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Βηματίζοντας λίγο πρὸς τὰ μπρός): Λοιπόν... κάθησε.
28
Ιω ΑΝΝΗΣ ΓΑβρΙΗΛ ΜΠΟρΚ Μ ΑΝ
ΕΛΛΑ: Εὐχαριστῶ. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ:
Μπορῶ καὶ ὄρθια. ῞ Οπως ἐπιθυμῇς. Μά... βγάλε τὸ
παλτό σου. (Ξεκουμπώνοντας τὸ παλτό της): ῎ Ετσι κι ἀλλιῶς, εἶναι πολὺ ζεστὰ δῶ μέσα... ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ᾽ Εγὼ κρυώνω πάντα. ΕΛΛΑ (Στέκεται γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ τὴν παρατηρεῖ, ἐνῶ βάζει τὸ χέρι της πάνω στὴν πλάτη τῆς πολυθρόνας): Ναί,.. Γκούνχιλντ, πᾶνε ὀ χ τ ὼ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ εἰδωθήκαμε γιὰ τελευταία ϕορά. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Ψυχρά): ᾽ Εν πάσῃ περιπτώσει, ἀπὸ τότε ποὺ μιλήσαμε γιὰ τελευταία ϕορά. ΕΛΛΑ: Πιὸ σωστά: ἀπὸ τότε ποὺ μιλήσαμε... Μάλιστα... Γιατὶ κάμποσες ϕορὲς μ’ ἔχεις δεῖ... ὅταν ἔκανα τὴν ἐτήσια ἐπίσκεψή μου στὸ διαχειριστή. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Μιά-δυὸ ϕορές, νομίζω. ΕΛΛΑ: ᾽ Εγὼ κι ἄλλοτε σ’ εἶδα ϕευγαλέα. Σὲ κεῖνο τὸ παράθυρο. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Θάτανε μές ἀπ’ τὶς κουρτίνες. ῎ Εχεις κ α λ ὴ ὅραση. (Σκληρὰ κι ἀπότομα.) Μ ιλ ή σ α μ ε, ὅμως, ἐδῶ τὴν τελευταία ϕορά, στὴν κάμαρά μου... ΕΛΛΑ ( ᾽Ανταποδίδοντας): Ναί, Γκούνχιλντ, ναί! Τὸ ξέρω. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ...μιὰ βδομάδα προτοῦ αὐτός... προτοῦ βγῆ ἔξω. ΕΛΛΑ (Διασχίζοντας τὸ δωμάτιο): ῎ ω, ἄσ’ το αὐτό! ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Μὲ σταθερή, ἀλλὰ σιγανὴ ϕωνή): ΕΛΛΑ
ΠρΑ ΞΗ Πρ ωΤΗ
29
῾ Η βδομάδα, προτοῦ... ὁ διευθυντὴς τραπέζης... προτοῦ ἀϕεθῇ ἐλεύθερος ξανά. ΕΛΛΑ (Πηγαίνοντας μπροστά): Ξέρω, ξέρω! Δὲ θὰ ξεχάσω ποτέ κείνη τὴ στιγμή! Καὶ μόνον ἡ σκέψη μὲ συντρίβει. ῎ Εστω καὶ λίγο νὰ σταθῶ σ’ αὐτὴ - ὤ! ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Ὑπόκωϕα): Κι ὅμως α ὐ τ ὰ πρέπει νὰ σκέϕτωμαι συνεχῶς! (Τρομερά ἐρεθισμένη, τόσο ποὺ χτυπᾶ τόνα της χέρι πάνω στ’ ἄλλο.) ῎ Οχι, δέν τὸ καταλαβαίνω! ῞ Οσο ζῶ, ποτέ μου δὲν θὰ τὸ καταλάβω! Δέν τὸ χωράει ὁ νοῦς μου, πῶς κάτι... κάτι τόσο ϕρικιαστικὸ μπορεῖ νὰ συμβῇ σὲ μιὰ οἰκογένεια! Καὶ μόνο νὰ σκεϕτῇς: στὴ δ ι κ ι ά μας οἰκογένεια! Σὲ μιὰ τόσο ἐξέχουσα οἰκογένεια σὰν καὶ τὴ δικιά μας! Ποιός θὰ τὸ πίστευε πὼς θὰ τὴν ἔβρισκε ἐ κ ε ί ν η ν κάτι τέτοιο;! ΕΛΛΑ: ῎ Αχ, Γκούνχιλντ,.. ὑπῆρξαν κι ἄ λ λ ε ς πολ λὲς οἰκογένειες, ποὺ χτυπήθηκαν. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ῎ Ε... ναί· μὰ οἱ ἄλλες οἰκογένειες δὲ μὲ πολυνοιάζουνε. Αὐτές... αὐτὲς εἴχανε μόνο λίγα χρήματα – ἢ μερικοὺς τίτλους νὰ ξεπληρώσουνε! ᾽Αλλὰ ἐμεῖς!.. ᾽ Εγώ! Κ’ ὕστερα ὁ ῎ Ερχαρτ!.. Τότε ἤτανε μικρὸ παιδάκι ἀκόμα! (Μ’ αὐξανόμενη ἔνταση.) ῾ Η ὕβρις ποὺ στιγμάτισε ἐμᾶς τοὺς ἀθώους! Τὸ αἶσχος! Τὸ ὄνειδος! Κ’ ἔπειτα ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροϕή! ΕΛΛΑ (Προσεκτικά): Πές μου, Γκούνχιλντ... Πῶς νοιώθει μ’ ὅσα γίνανε;
30
Ιω ΑΝΝΗΣ ΓΑβρΙΗΛ ΜΠΟρΚ Μ ΑΝ
ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ᾽ Εννοεῖς τὸν ῎ Ερχαρτ; ΕΛΛΑ: ῎ Οχι,.. ὁ ἴ δ ι ο ς, πῶς νοιώθει μ’ ὅσα
συνέ-
βησαν; (Εἰρωνικά, εἰς ἔπακρον): Πιστεύεις πὼς τὸν ρωτάω; ΕΛΛΑ: ῍ Αν τὸν ρωτᾷς; Δὲ χρειάζεται νὰ τὸν ρωτήσῃς. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Τὴν κοιτάζει ἔκπληκτη): Πιστεύεις πὼς ἔχω καμμιὰ ἐπαϕὴ μαζί του; Πὼς τὸν συναναστρέϕομαι; Πὼς τὸν ἀντικρύζω κιόλας;! ΕΛΛΑ: Οὔτε κἂν αὐτό;! ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ ( ῞Οπως παραπάνω): Αὐτός! πού ’πρεπε νὰ μείνῃ πέντε χρόνια πίσω ἀπ’ τὰ κάγκελλα! (Καλύπτει τὸ πρόσωπο μὲ τὰ χέρια της.) ῎ ω, ἡ κατακραυγὴ γιὰ τὸ αἶσχος! (Σηκώνεται ὄρθια.) Κι ἂν σκεϕτῇ κανεὶς τί σήμαινε τ’ ὄνομα ᾽ Ι ω ά ν ν η ς Γ α β ρ ι ὴ λ Μ π ό ρ κ μ α ν στὴν ἐποχή του! ῎ Οχι... ὄχι, ὄχι! – δέ θέλω νὰ τὸν ξαναδῶ!.. Ποτέ! ΕΛΛΑ (Τὴν κοιτάζει μιὰ στιγμή): Εἶσαι σκληρή, Γκούνχιλντ. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Σ’ α ὐ τ ό ν, βέβαια! ΕΛΛΑ: Εἶν’ ὁ ἄντρας σου, ὅμως. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Δέν κατέθεσε στὴ δίκη πὼς ἤμουν ἐ γ ὼ ποὺ τὸν ἔσπρωξα πρώτη στὴν καταστροϕή; Πὼς ξώδευα τεράστια ποσά;! ΕΛΛΑ (Προσεκτικά): Περίπου αὐτά δέ συνέβαιναν; ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Γιατί; Μήπως ἐκεῖνος δέν ξώδευε; ῎ Επρεπε ὅλα νάναι πολυτελῆ, ἔτσι, ἄνευ λόγου καὶ αἰτίας... ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ
ΠρΑ ΞΗ Πρ ωΤΗ
31
Τὸ γνωρίζω καλά. Μάλιστα, ἀκριβῶς γι’ αὐτό θάπρεπε σὺ νὰ τὸν συγκρατῇς. Καὶ δέν τόπραξες. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Μήπως ἤξερα πὼς δέν ἤτανε δικιά του ἡ περιουσία - τὰ χρήματα ποὺ μοῦ ’δινε γιὰ νὰ ξοδέψω;! Τὰ χρήματα ποὺ κι ὁ ἴδιος σπαταλοῦσε. Δέκα ϕορὲς παραπάνω ἀπὸ μένα! ΕΛΛΑ ( ῎Ηρεμα): Ὑποθέτω πὼς αὐτό τὸν ἔϕερε στὴν τωρινή του κατάσταση. ῾ ως ἐπὶ τὸ πλεῖστον, βέβαια. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Χλευαστικά): ῎ Επρεπε πάντα νά «κάνουμε ἐπίδειξη». Κ’ ἔκανε ἐπίδειξη δίχως ὅριο! Τ έ σ σ ε ρ α ἄλογα σέρνανε τὴν ἅμαξά του - σὰ νάταν ὁ βασιλιάς. ῎ Αϕηνε τὸν κόσμο νὰ ὑποκλίνεται μπροστά του, λές καὶ βρίσκονταν μπρὸς στὸ βασιλιά... (Γελάει.) Καὶ τὸν προσϕωνοῦσαν μὲ τὸ μικρό του – σ’ ὅλη τὴ χώρα· ὁ λ ό κ λ η ρ ο τ’ ὄνομα, σὰ νάταν ὁ βασιλιὰς ὁ ἴδιος. «᾽ Ιωάννη Γαβριήλ», «᾽ Ι ω ά ν ν η Γ α β ρ ι ή λ»! ῞ ως καὶ τὰ νήπια ξέρανε πόσο μεγάλος ἦταν ὁ «᾽ Ι ω ά ν ν η ς Γ α β ρ ι ή λ»! ΕΛΛΑ (Σταθερὰ καὶ μὲ ζέση): Τότε ἤ τ α ν ε πραγματικά μεγάλος, Γκούνχιλντ. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Ναί, τοὐλάχιστον ἔτσι ϕαινόταν. Ποτέ, ὅμως, δέ μοῦ ’πε τὸ παραμικρὸ γιὰ τὴν πραγματική του κατάσταση. Τίποτα δὲν ἀνέϕερε! ποτέ! ποῦ ἔβρισκε τὰ μέσα... ΕΛΛΑ: ῎ Ισως... οὔτε κ’ οἱ ἄλλοι τὸ κατάλαβαν, ὅμως. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Τὴ στάση του ἀπέναντι στοὺς ἄλλους μποροῦμε καὶ νὰ τὴν ἀϕήσουμε στὴν ἄκρη... ΕΛΛΑ:
32
Ιω ΑΝΝΗΣ ΓΑβρΙΗΛ ΜΠΟρΚ Μ ΑΝ
Μὰ νὰ πῇ σὲ μ έ ν α τὴν ἀλήθεια – ἦταν ὑποχρέωσή του. Καὶ δὲν τόκανε ποτέ! Μονάχα ψέματα μοῦ ’λεγε – ψέματα σωρηδόν... ΕΛΛΑ (Διακόπτοντάς την): Σίγουρα δέ συνέβαινε αὐτό, Γκούνχιλντ! Μπορεῖ νὰ σιωποῦσε. ᾽Αλλὰ ψέματα – σίγουρα δέν ἔλεγε. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Πές ὅ,τι θές. Σὲ τοῦτο, ὅμως, καταλήγουμε: ἦρθε ἡ καταστροϕή. Στὸ τέλος ἔρχεται πάντα ἡ καταστροϕή. Καὶ τότε, ὅλη ἡ μεγαλοπρέπεια πηγαίνει στὸ διάολο. ΕΛΛΑ (Κατ’ ἰδίαν): Ναί, ὅλα καταστράϕηκαν: καὶ γι’ αὐτόν... καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ ( Ο ᾽ ρθώνεται ἀπειλητικά): ῞ Ενα σοῦ λέω μόνο, ῎ Ελλα: δέν τὰ παρατάω ἀκόμα! Θὰ δικαιωθῶ. Νάσαι βέβαιη! ΕΛΛΑ (Μὲ περιέργεια): Θὰ δικαιωθῇς; Τί ἐννοεῖς; ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Θὰ δικαιωθῶ γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ ὀνόματος, κ α ὶ τῆς τιμῆς, κ α ὶ τῆς δύναμης! Γιὰ ὁλάκερη τὴν ἄτυχη ζωή μου θὰ δικαιωθῶ – αὐτό ἐννοῶ! ῎ Εχω κάποιον σ’ ἐϕεδρεία, ἂν θές νὰ μάθῃς – κι αὐτὸς θὰ καθαρίσῃ ὅ,τι... ὅ,τι μᾶς ϕόρτωσε ὁ διευθυντὴς τραπέζης. ΕΛΛΑ: ῞ Ομως, Γκούνχιλντ! Γκούνχιλντ! ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ ( ᾽Ανεβάζοντας τὸν τόνο): ῎ Ακου, ζῇ ἕνας ἐ κ δ ι κ η τ ή ς! ῞ Ενας ποὺ μπορεῖ ὅλα νὰ τὰ διορθώσῃ, ὅλα τὰ ἐγκλήματα πούκανε ὁ πατέρας του σὲ μένα! ΕΛΛΑ: ῾ Ο ῎ Ερχαρτ! ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: Ναί, ὁ ῎ Ε ρ χ α ρ τ –ὁ μοναχο-
ΠρΑ ΞΗ Πρ ωΤΗ
33
γιός– τὸ μοναχοπαίδι μου! Α ὐ τ ὸ ς θ’ ἀναστήσῃ τὴν οἰκογένεια, τὸ σπίτι μας... τ’ ὄνομά μας! ῞ Ο,τι μπορεῖ νὰ ξαναζήσῃ.. – κ’ ἴσως ἀκόμα περισσότερα. ΕΛΛΑ: Καὶ πῶς νομίζεις ὅτι θὰ γίνῃ αὐτό; ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ῞ Οπως θέλει... Δέν ξέρω τὸν τρόπο... Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι πὼς μιὰ μέρα θὰ γίνῃ! Καὶ π ρ έ π ε ι νὰ γίνῃ. (Τὴν κοιτάζει μ’ ἀπορία.) ῎ Ελλα, ἀπ’ ὅταν ἤτανε μικρός, ἐσύ, περίπου αὐτά δέ σκεϕτόσουνα; ΕΛΛΑ: ῍ Αν τόλεγα, θάτανε ψέμα. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ῎ Οχι;! Καὶ γιατί τότε τὸν πῆρες μαζί σου; ῞ Οταν ἡ καταιγίδα ξέσπασε... σὲ τοῦτο δῶ τὸ σπίτι. ΕΛΛΑ: Δέ θὰ μποροῦσες νὰ τὸν μεγαλώσῃς, Γκούνχιλντ. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ: ῎ Αχ, ὄχι – ἐγὼ δέ θὰ μποροῦσα. Κι ὁ πατέρας του... δικαιολογημένα... ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν... ἔτσι ἁλυσοδεμένος... ΕΛΛΑ ( ᾽Εξωργισμένα): Πῶς μπορεῖς νὰ μιλᾶς ἔτσι!.. ᾽ Εσύ!.. ΚΥρΙΑ ΜΠΟρΚΜΑΝ (Στάζοντας δηλητήριο ἀπ’ τὸ στόμα): Κ’ ἔτσι νόμισες πὼς μποροῦσες νὰ πάρῃς μαζί σου τὸ παιδὶ ἑνὸς ᾽ Ιωάννη Γαβριήλ! Σὰ νά ’ταν τὸ δικό σου παιδί – νὰ μοῦ τὸ πάρῃς... καὶ νὰ τόχῃς σπίτι σου! Νὰ κρατήσῃς τὸ γιό μου, χρόνια ὁλόκληρα. Μέχρι νὰ μεγαλώσῃ. (Τὴν κοιτάει καχύποπτα.) ᾽Αλήθεια, ῎ Ελλα: γιατί τόκανες; Γιατί τὸν κράτησες;
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks