Ερρίκος Ίψεν - Όταν Ξυπνήσουμε Εμείς οι Νεκροί

Page 1


᾽Εσώϕυλλο ἀπ’ τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔργου. Κοπενχάγη, 1899.


῾Ε ρρίκος ῎Ιψεν

ΟΤΑν ξυπνήσΟυμΕ ΕμΕῖσ Οῖ νΕκΡΟῖ Δραματικὸς ἐπίλογος σὲ τρεῖς πράξεις ΕῖσΑΓΩΓή - μΕΤΑΦΡΑσή-σ ΧΟΛῖΑ

Θεοδόσης ᾽Α. Παπαδημητρόπουλος ΕπῖμΕΛΕῖΑ

῟Ηρκος ῾Ρ. ᾽Αποστολίδης

GutenberG / ΘΕ ΑΤΡΟ ᾽Α θήνα 2014


Ε ΙΣ Α Γ Ω ΓΗ

Σύλληψη, συγγραϕή, ἔκδοση καὶ πρώτη παράσταση τοῦ ἔργου

Ο ΙΨΕΝ πρωτοαναϕέρει τὸ σχέδιό του γιὰ τὸ ἔργο σὲ γράμμα τὸν ᾽ Ιούνιο τοῦ 1897: Πρὸς τὸν Georg Brandes < Χριστιανία,> 3 ᾽ Ιουνίου 1897 [] Μπορεῖτε νὰ μαντέψετε τὸ θαυμάσιο ποὺ ὀνειρεύομαι, σχεδιάζω καὶ ϕαντάζομαι; Νὰ μείνω στὸν ῎ Ερεσουντ α μεταξὺ Κοπενχάγης κ’ ῾ Ελσινόρης σ’ ἕν’ ἀνοιχτὸ μέρος ἀπ’ ὅπου θὰ βλέπω ὅλους τοὺς ἱστιοπλόους ὅπως θάρχωνται καὶ θὰ ϕεύγουν μακριά. ᾽ Εδῶ δὲν τὸ μπορῶ. ᾽ Εδῶ ὅλα τὰ περάσματα εἶναι κλειστά –μ’ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης– κι ὅλα τὰ κανάλια σϕαλισμένα.β ῎ Ω, ἀγαπητέ μου Μπραντές, α. ῾ Ο πορθμὸς τοῦ ῎ Ερεσουντ εἶναι μιὰ θαλάσσια λωρίδα μεταξὺ Δανίας καὶ Σουηδίας. β. Τὸ ῎ Οσλο, ἡ τότε Χριστιανία, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴ Βόρεια θάλασσα μέσῳ ἑνὸς ϕιόρδ.


16

Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ

κανένας δὲ μένει μάταια εἰκοσιεϕτὰ χρόνια ἔξω, στὶς μεγάλες, ἐλεύθερες, μὰ κι ἀπελευθερωτικὲς περιοχὲς τῆς καλλιέργειας τοῦ πνεύματος. Μέσα δῶ ἤ, καλύτερα, ἐδῶ πάνω στὰ ϕιόρδ, εἶν’ ὁ τόπος ποὺ γεννήθηκα. ᾽Αλλά,.. ἀλλά,.. ἀλλά: ποῦ θὰ βρῶ τὴν πατρίδα μου; Περισσότερο ἀπ’ ὅλα μὲ τραβάει ἡ θάλασσα... Κατὰ τ’ ἄλλα, στὴ μοναξιά μου ἐδῶ καταπιάνομαι μὲ σχέδια γιὰ κάτι καινούργιο - ἕνα δρᾶμα. Μὰ δὲ μοῦ ’ναι ἀκόμα ξεκάθαρο σὲ τί θὰ καταλήξῃ. [] Δικός σας πιστὰ Χένρικ ῎ Ιψεν Τὸ ἔργο καθυστέρησε περισσότερο ἀπ’ τὸ συνηθισμένο διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ποὺ μεσολαβοῦσε παλιότερα μεταξὺ τῶν δραμάτων του.γ Μεταξὺ 1898 καὶ 1903 ὁ ῎ Ιψεν θεώρησε ἐπίσης τὶς συγκεντρωτικὲς ἐκδόσεις τῆς συγγραϕικῆς παραγωγῆς του στὰ Γερμανικὰ καὶ στὰ Δανέζικα. Τὸ 1898, ἐξ ἀϕορμῆς τοῦ 70οῦ ἔτους του, συμμετεῖχε σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις πρὸς τιμήν του στὴ Χριστιανία, τὴν Κοπενχάγη καὶ τὴ Στοκχόλμη. ᾽Αρχικὰ τὸ ἔργο εἶχε τὸν τίτλο ῾ Η ῾ Ημέρα τῆς Α ᾽ νάστασηςδ. ῞ Υστερα ἔγινε ῞ Οταν ξυπνήσουν οἱ νεκροί. Μαζὶ μὲ τὸν ὑπότιτλο δημοσιεύτηκε πρὶν ἀπ’ τὴν ἔκγ. ῾ Ο ᾽Ιωάννης Γαβριὴλ Μπόρκμαν, τὸ προηγούμενο ἔργο, ἐκδόθηκε τὸ 1896. δ. Στὴν τελικὴ μορϕὴ τοῦ ἔργου, ὁ παλιότερος τίτλος δίδεται ὡς ὄνομα στὸ γλυπτὸ τοῦ ροῦμπεκ.


Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ

17

δοση τοῦ ἔργου. ῾ Η δανέζικη ἐϕημερίδα Politiken συμπέρανε πώς «ὁ ποιητὴς εἶπε μὲ τοῦτο τὴν τελευταία του λέξη κλείνοντας ἔτσι τὴ δραματική του ποίηση». ῾ Ο ἴδιος, ὡστόσο, σὲ συνέντευξή του στὴ νορβηγικὴ ἐϕημερίδα Verdans Gang (12 Δεκεμβρίου 1899) ἀπαντάει: « ῎ Οχι, αὐτὸ τὸ συμπέρασμα εἶναι βεβιασμένο. Δέν ἦταν αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ χρησιμοποίησα τὴ λέξη “ἐπίλογος”. ῍ Αν θὰ συνεχίσω νὰ γράϕω, εἶν’ ἄλλο ζήτημα. ῞ Οσον ἀϕορᾷ στὸν προσδιορισμό “ἐπίλογος”, ἐννοοῦσα μονάχα πὼς τὸ ἔργο κλείνει μιὰ σειρὰ δραμάτων, ποὺ ξεκινάει μὲ τὸ Κουκλόσπιτο καὶ καταλήγει σὲ τοῦτο δῶ. ῾ Η τελευταία δουλειὰ ζωντανεύει βιώματα ποὺ ἐκϕράζονται σ’ ὅλη τὴ συγκεκριμένη σειρά. Τὰ ἔργα τοῦτα συγκροτοῦν ἕνα ὅλον, μιὰν ἑνότητα []. ῍ Αν γράψω κάτι παραπέρα, θάχῃ διαϕορετικὴ θεματική, ἴσως καὶ διαϕορετικὴ ϕόρμα.»ε Τελικά, στὶς 21 Νοεμβρίου 1899, οἱ ἐκδόσεις Gyldendalske παίρνουν τὸ χειρόγραϕο τοῦ ῎ Ιψεν. Στὶς 22 ε. ᾽ Εξ ἄλλου, τὸ Μάρτιο τοῦ 1900, ὁ ῎ Ιψεν ἀναϕέρει στὸ Γάλλο μεταϕραστή του, κόμητα Προζόρ: «Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ἄν θὰ γράψω ἢ ὄχι κι ἄλλο δρᾶμα· μὰ ἂν συνεχίσω νάχω τὴ ζωντάνια στὸ κορμὶ καὶ στὸ πνεῦμα ποὺ τ ώ ρ α ἔχω, δὲ νομίζω πὼς θὰ καταϕέρω νὰ μείνω μόνιμα μακριὰ ἀπ’ τὰ παλιὰ χαρακώματα. ῞ Ομως, ἂν εἶναι νὰ ξαναεμϕανιστῶ, θὰ τὸ κάνω μὲ κ α ι ν ο ύ ργ ι α ὅπλα κι ἀρματωσιά.» ῞ Ενα χρόνο μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου, τοῦρθε τὸ πρῶτο ἐγκεϕαλικὸ ἐπεισόδιο, ποὺ τοῦ στέρησε μεγάλο μέρος ἀπ’ τή «ζωντάνια» του.


18

Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ

Δεκεμβρίου τὸ ἔργο κυκλοϕορεῖ σὲ 12.000 ἀντίτυπα στὴν Κοπενχάγη, τὴ Χριστιανία, τὴ Στοκχόλμη καὶ τὸ Βερολῖνο. Μιὰ δεύτερη ἔκδοση σὲ 2000 ἀντίτυπα κυκλοϕόρησε παράλληλα μὲ τὴν πρώτη, καθὼς ὁ ἀριθμὸς τῶν προπαραγγελιῶν ἦταν ἰδιαίτερα ὑψηλός. Πρωτοπαρουσιάστηκε ὡς θεατρικὸ ἀναλόγιο ποὺ διωργανώθηκε ἀπ’ τὸν William Heinemann στὸ Theatre Royal τοῦ Λονδίνου. ῾ Ως ὡλοκληρωμένη παράσταση κάνει πρεμιέρα στὴ Στουττγάρδη στὶς 26 ᾽ Ιανουαρίου 1900. Σ’ ὅλες τὶς ἀρχικὲς παραστάσεις τὸ ἀνέβασμα τοῦ ἔργου ἀποδείχτηκε δύσκολο.

Σύντομη ἀνάλυση τοῦ ἔργου Σὲ μιὰν ἀποστροϕή του πάλι πρὸς τὸν κόμητα Προζόρ, ὁ ῎ Ιψεν εἶχε πεῖ: «Σωστὰ ἡ κριτικὴ θεωρεῖ τὸ ἔργο τοῦτο ὡς τὴν κατακλεῖδα μιᾶς ὑπο-ὁμάδας δραμάτων, μὲ πρῶτο τὸν Α ᾽ ρχιμάστορα Σόλνες». Πράγματι, σ’ αὐτὴ τὴν κατηγορίαστ ὁ χειρισμὸς τῶν συμβόλων εἶναι συστατικὸ στοιχεῖο τῆς δραματουργίας: τὰ ὕψη ποὺ θέλει ν’ ἀνέβῃ ὁ Σόλνες, τὸ ὑδάτινο στοιχεῖο μαζὶ μὲ τὸ βλέμμα τοῦ μικροῦ ῎ Εγιολϕ πούχει στοιχειώσει τὴ ρίτα, τά «κοιμισμένα πνεύματα τοῦ χρυσοῦ» στὸν Ι᾽ ωάννη Γαβριὴλ Μπόρκμαν, τὸ γλυπτὸ στὸ τελευταῖο ἔργο. ῞ Ομως, μονάχα στὸ τελευταῖο ὑπερβαίνει τὸ σύμβολο τὸ ἴδιο τὸ ξετύλιγμα τῆς δράσης. Παλιότερα, ὁ ῎ Ιψεν στ. Δηλαδὴ στὸν Α ᾽ ρχιμάστορα Σόλνες, τὸν Μικρὸ ῎ Εγιολϕ, τὸν ᾽Ιωάννη Γαβριὴλ Μπόρκμαν καὶ σὲ τοῦτο.


Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ

19

εἶχε ὑποστηρίξει ἔντονα τὴ θέση πὼς ὁ ὅποιος συμβολισμὸς στὰ δράματά του εἶναι περιστασιακὸς κι ἀπόλυτα ὑποτεταγμένος στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ συνέπεια τῆς συνολικῆς του εἰκόνας γιὰ τὴ ζ ω ή. ᾽ Εδῶ, ὅμως, τὰ σύμβολα αὐτονομοῦνται - προσπαθοῦν ἐ κ ρ η κ τ ι κ ὰ νὰ διαλύσουν κάθε σϕιχτὴ δραματουργικὴ δομή. Μόνον ὁ μαστορεμένος διάλογος τοῦ ῎ Ιψεν τὰ κρατάει δεμένα στὴ ρεαλιστικὴ ϕόρμα ποὺ χαρακτηρίζει ὅλη του τὴ δημιουργία – ἀπ’ τὰ Στηρίγματα τῆς κοινωνίας κ’ ἔπειτα. Καθὼς προχωροῦν οἱ πράξεις, ὁ ῎ Ιψεν ἀϕήνει στὴν ἄκρη τὶς συμβάσεις τοῦ νατουραλιστικοῦ θεάτρου τοῦ 19ου αἰώνα. Κατ’ ἀνάγκην, λοιπόν, τὰ πρῶτα ἀνεβάσματα τοῦ ἔργου συνάντησαν σοβαρὲς σκηνικὲς δυσκολίες. Οἱ ἴδιες οἱ ὁδηγίες τοῦ συγ γραϕέα εἶναι τόσο ἀπαιτητικές –ἰδίως στὴν τελευταία πράξη– ποὺ μονάχα τὰ κινηματογραϕικὰ μέσα τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰώνα μποροῦν πλήρως νὰ τὶς ἀποδώσουν ὀπτικὰ κ’ ἠχητικά.ζ ῾ Η σύγχρονη ἀϕαιρετικὴ χρήση τοῦ σκηνικοῦ χώρου κι ὁ χειρισμὸς τῆς δράσης –ποὺ σ η μ α ί ν ε ι καὶ δὲν ἀπεικονίζει– μποροῦν νὰ βοηθήσουν στὴ σκηνοθεσία ἑνὸς τέτοιου κειμένου, γιατὶ τοῦτο τὸ ἔργο, μαζὶ μὲ μιὰ σειρὰ ἄλλων δραμάτων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς,η π ρ ο ε ξ α γ γ έ λ λ ε ι τὶς κατοπινὲς ζ. ῾ Η μορϕὴ τῶν σκηνικῶν ὁδηγιῶν δὲν ὀϕείλεται σ’ ἄγνοια τῆς σκηνῆς ἀπ’ τὴν πλευρὰ τοῦ ῎ Ιψεν, καθώς, κατὰ τὸ διάστημα 1852-7, ὑπῆρξε σκηνοθέτης, ὑπεύθυνος σκηνικῶν, κουστουμιῶν καὶ ρεπερτορίου τοῦ Θεάτρου τοῦ Μπέργκεν. η. ῞ Οπως τὸ Πρὸς Δαμασκὸν τοῦ Στρίντμπεργκ ποὺ τὰ πρῶτα δυὸ μέρη του τάχε στείλει στὸν ῎ Ιψεν τὸ 1898, κ’ ἐκεῖνος τὰ διάβασε.



Π ρΑ ξ Η Π ρ Ω Τ Η

Μπροστὰ στὸ ξενοδοχεῖο τῶν λουτρῶν. Στὰ δεξιά, μέρος τοῦ κυρίως κτηρίου. Α ᾽ νοιχτὸς χῶρος σὰν πάρκο. Σιντριβάνια, συστάδες ἀπὸ μεγάλα, γέρικα δέντρα καὶ πυκνοϕυτεμένοι θάμνοι. Α ᾽ ριστερά, μικρὸ περίπτερο κτίσμα, σχεδὸν ὁλόκληρο σκεπασμένο ἀπὸ πρασινάδα κι ἀγριόκλημα. Τραπέζι καὶ καρέκλα μπροστά του. Στὸ βάθος, ϕιὸρδ ποὺ ἀνοίγεται μές στὴ θάλασσα μὲ στενὲς λωρίδες στεριᾶς καὶ μικρὰ νησάκια μακριά. ῎Ηρεμη, ἡλιόλουστη, ζεστή, καλοκαιριάτικη μέρα. ῾ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ κ’ ἡ ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ κάθονται σὲ ψάθινες καρέκλες δίπλα σὲ τραπέζι μὲ κάλυμμα, στὸ γκαζὸν μπρὸς ἀπ’ τὸ ξενοδοχεῖο. Πρὶν ἀπὸ λίγο ϕάγανε πρωινό. Τώρα πίνουν σαμπάνια μ’ ἀνθρακοῦχο μεταλλικὸ νερό. ῾ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ μ’ ἐϕημερίδα. ῾ Ηλικιωμένος κύριος μ’ ἰδιαίτερη ἐμϕάνιση: καλοκαιρινὰ ροῦχα καὶ μαῦρο βελούδινο σακάκι. ῾ Η ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ, νέα ἀκόμα. Ζωντανὸ παρουσιαστικὸ καὶ θαρραλέα, κεϕᾶτα μάτια πού, ὅμως, προδίδουν ἀρκετὴ κούραση. Ντυμένη μὲ κομψὸ κουστούμι ταξιδίου. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ (Γιὰ μιὰ στιγμὴ σὰ νὰ περιμένῃ κάτι νὰ ᾽ ϕήνει τὸ ϕυλλάδιο πῇ στὸν ΚΑΘΗΓΗΤΗ ρΟΥΜΠΕΚ. Α

ποὺ κρατάει νὰ πέσῃ κι ἀναστενάζει): ῎Αχ, ναί, ναί!.. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Τὴν κοιτάει μὲ τὴν ἐϕημερίδα μπροστά του): Τί, Μάγια; Σοῦ συμβαίνει κάτι;


26

ΟΤΑΝ ξΥΠΝΗΣΟΥ ΜΕ Ε ΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕ ΚρΟΙ

ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: ῎ Ακου πόσο ἥσυχα εἶν’ ἐδῶ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Γελάει ἐλαϕρά): Μπορεῖς

καὶ τ’ ἀκοῦς ἐσύ; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Τί πρᾶμα; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Τὴν ἡσυχία, μπορεῖς καὶ τὴν ἀκοῦς; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Προϕανῶς καὶ μπορῶ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Δὲν ἔχεις ἄδικο, mein Kind 6. Καὶ τὴν ἡ σ υ χ ί α ἀκόμα μπορεῖς νὰ τὴν ἀκούσῃς. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: ῞ Ενας θεὸς ξέρει πόσο πολύ μπορεῖς νὰ τὴν ἀκούσῃς. Σὰν εἶναι πνιγηρά,.. ὅπως ἐδῶ... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ᾽ Εννοεῖς ἐδῶ στὰ λουτρά;.. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: ᾽ Εννοῶ, ὅπως π α ν τ ο ῦ ἐ δ ῶ σ τ ὴ ν π α τ ρ ί δ α.7 Στὴν πόλη ὑπῆρχε ἀρκετὸς θόρυβος κι ἀνησυχία. Κι ὅμως,.. ἀκόμα καὶ κεῖνος ὁ θόρυβος κ’ ἡ ἀνησυχία μοῦ δημιουργοῦσαν μιὰν αἴσθηση θανάτου. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Μ’ ἐξεταστικὸ βλέμμα): Δέ χαίρεσαι καθόλου πούσαι ξανὰ στὴν πατρίδα, Μάγια; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ (Τὸν κοιτάζει): ᾽ Ε σ ύ δηλαδή, χαίρεσαι; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Τὴν ἀποϕεύγει): ᾽ Εγώ;.. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Ναί, ἐσύ. ῎ Εχεις ϕύγει μακριὰ πολύ, πολὺ περισσότερο καιρὸ ἀπ’ ὅσο ἐγώ. Πραγματικά, δέ χαίρεσαι ποὺ ξαναγυρίζεις; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ῎ Οχι... Καθαρὰ καὶ ξάστερα:.. Δὲ μοῦ ’ναι κ’ ἰδιαίτερα εὐχάριστο...8


ΠρΑ ξΗ Πρ ΩΤΗ

ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ

27

(Μὲ ζωντάνια): Βλέπεις! Λές καὶ δὲν

τόξερα! ῎ Ισως γιατὶ ἔχω ϕύγει τόσον καιρό. ᾽Αποξενώθηκα πλήρως ἀπ’ ὅλες τὶς συνήθειες ἐδῶ στὸ ὕπαιθρο. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ (Τὸν πλησιάζει μὲ τὴν καρέκλα της· μὲ ζῆλο): Βλέπεις, ροῦμπεκ. Νὰ ξαναϕύγουμε! Τὸ συντομώτερο δυνατόν. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Κάπως ἀνυπόμονα): Βέβαια,.. αὐτό θὰ κάνουμε, ἀγαπημένη μου Μάγια. Τὸ ξέρεις ἄλλωστε. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Μὰ γιατί δέ ϕεύγουμε ἀ μ έ σ ω ς; Σκέψου μόνο... πόσο ἄνετα κι ὡραῖα θάμασταν στὸ καινούργιο μας ὄμορϕο σπίτι... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Μειδιῶντας): Νὰ ποῦμε καλύτερα: στὴν καινούργια μας ὄμορϕη κ α τ ο ι κ ί α. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ (Κοϕτά): Προτιμῶ νὰ λέω σ π ί τ ι... Κι ἂς μείνουμε σ’ αὐτό. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Τὸ βλέμμα του πέϕτει πάνω της): Στ’ ἀλήθεια, εἶσ’ ἕνα περίεργο πλασματάκι. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: ᾽ Εγώ περίεργη; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Ναί, ἐσύ. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Καὶ γιατί; ᾽ Επειδὴ δὲν ἔχω τόσο κέϕι νὰ τριγυρνάω δῶ πάνω καὶ νὰ σκοτώνω τὸ χρόνο μου;.. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Ποιός ἤθελε ὁ π ω σ δ ή π οτ ε νὰ ταξιδέψῃ βόρεια τοῦτο τὸ καλοκαίρι;.. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Ναί, λοιπόν: ἐγώ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ᾽ Εγώ... πάντως δὲν τόθελα. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ:


28

ΟΤΑΝ ξΥΠΝΗΣΟΥ ΜΕ Ε ΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕ ΚρΟΙ

῞ Ομως, θέ μου,.. ποιός θὰ ϕανταζόταν πὼς ὅλα θὰ μᾶς ϕαίνονταν ἐδῶ τόσο ἀλλαγμένα! Καὶ μάλιστα σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα! Νὰ σκεϕτῇς μονάχα πὼς δὲν πέρασαν καλά-καλὰ τέσσερα χρόνια ἀπὸ τότε πούϕυγα... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: - παντρεμένη γυναῖκα, ναί. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Παντρεμένη γυναῖκα;.. Τί σχέση ἔχει αὐτό; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Συνεχίζει): ᾽Απὸ τότε πούγινες κυρία καθηγητοῦ κι ἀπόκτησες μιὰ πλούσια κατοικία –συγγνώμη!– ἕν’ ἀρχοντικὸ σ π ί τ ι πρέπει νὰ λέω,.. καὶ μιὰ βίλλα στὴ λίμνη Τάουνιτς9 μὲ τέλεια διαρρύθμιση... Καὶ πολλὴ ϕινέτσα καὶ πολυτέλεια ἐπίσης, ἂν μοῦ ἐπιτρέπῃς νὰ προσθέσω, Μάγια. Εἶναι κ’ εὐρύχωρη. Δὲ μπλέκεται πιὰ ὁ ἕνας στὰ πόδια τοῦ ἄλλου. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ ( ᾽Αδιάϕορα): ῎ Οχι, ὄχι, ὄχι,.. ὑπάρχει χῶρος στὸ σπίτι καὶ τὰ λοιπά... καὶ τὰ λοιπά... Δὲν τοῦ λείπει τίποτα... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ᾽ Επίσης ἄρχισες νὰ ζῇς σὲ μεγαλύτερα, καλύτερα περίχωρα. Νὰ κινῆσαι σὲ πιὸ μορϕωμένους κύκλους ἀπ’ ὅ,τι εἶχες συνηθίσει στὴν πατρίδα σου. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ (Τὸν κοιτάζει): Πῶς... Συνεπῶς, κατὰ τὴ δική σου γνώμη, ἄ λ λ α ξ α; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Στὴν πραγματικότητα, ναί, Μάγια. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Μόνον ἐγώ; Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ δέν ἄλλαξαν; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ:


ΠρΑ ξΗ Πρ ΩΤΗ

29

῎ Ω, ναί, κι αὐτοί... λιγάκι. Μὰ δὲν ἔγιναν δὰ καὶ πιὸ ἀξιαγάπητοι. Αὐτὸ μπορῶ νὰ τὸ πῶ μετὰ βεβαιότητος. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Τὸ ἴδιο πιστεύω κ’ ἐγώ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Μ’ ἀλλιώτικο τόνο): ξέρεις πῶς αἰσθάνομαι σὰν παρατηρῶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἐδῶ γύρω; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: ῎ Οχι. Πές μου. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Μοῦ ’ρχεται στὸ μυαλὸ ἡ νύχτα ποὺ ϕτάσαμε μὲ τὸ τραῖνο... ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Μὰ σὺ κοιμόσουν στὴν καμπίνα. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ῎ Οχι ὅλη τὴν ὥρα. Παρατήρησα πόσο ἥσυχα ἦταν σὲ κάθε μικρὴ στάση ποὺ κάναμε... ῎ Ακουγα τὴν ἡσυχία,.. ὅπως ἐσύ, Μάγια... ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Χμ,.. ὅπως ἐγώ, ναί. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Τ ό τ ε κατάλαβα πὼς περάσαμε τὰ σύνορα. Πὼς ϕτάσαμε γιὰ τὰ καλὰ στὴν πατρίδα. Σὲ κ ά θ ε στάση σταματοῦσε τὸ τραῖνο,.. κι ἂς μήν εἶχε κίνηση. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Γιατί ὅμως σταματοῦσε; ᾽Αϕοῦ δέ συνέβαινε τίποτα; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Δὲν ξέρω. Οὔτε ἀνέβαινε, οὔτε κατέβαινε κάποιος ταξιδιώτης. Παρ’ ὅλα αὐτὰ σταματοῦσε παντοῦ πολλὴ ὥρα. Καὶ σὲ κάθε στάση ἄκουγα δυὸ ἀνθρώπους νὰ πηγαινόρχωνται στὴν ἀποβάθρα... ῾ Ο ἕνας κρατοῦσε ϕανάρι στὸ χέρι καὶ μιλοῦσαν μεταξύ τους μές στὴ νύχτα χαμηλόϕωνα, χωρὶς μέταλλο, δίχως νὰ βγαίνῃ νόημα. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ:


30

ΟΤΑΝ ξΥΠΝΗΣΟΥ ΜΕ Ε ΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕ ΚρΟΙ

῎ Ετσι ἀκριβῶς. Συνεχῶς πήγαιναν πέρα-δῶθε κάνα-δυὸ καὶ μιλοῦσαν μεταξύ τους... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Γιὰ τὸ τίποτα. (Ζωηρότερα:) Περίμενε ὅμως μέχρι αὔριο. Θ’ ἀνεβοῦμε στὸ μεγάλο κι ἄνετο ἀτμόπλοιο κάτω στὸ λιμάνι καὶ θὰ πάρουμε τὰ παράλια μὲ σταθερὴ κατεύθυνση τὸ Βορρᾶ,.. ὥς τὸν Παγωμένο ᾽ Ωκεανὸ θὰ ϕτάσουμε. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Μὰ τότε δὲ θὰ βλέπῃς τίποτα ἀπ’ τὸ ὕπαιθρο,.. ἀπ’ τὴ ζωὴ ἐκεῖ. ᾽ Εσύ, ὅμως, αὐτό ἤθελες. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Κοϕτά κι ἀπρόθυμα): Εἶδα περισσότερα ἀπ’ ὅσα ἔπρεπε. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Πιστεύεις πὼς μιὰ κρουαζιέρα θὰ σοῦ ἄρεσε περισσότερο; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Εἶναι μιὰ ἀλλαγὴ στὸ κάτωκάτω. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Ναί, ναί· ἐϕόσον θ’ ἀρέσῃ σὲ σένα... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ᾽ Εμένα; Νὰ μ’ ἀρέσῃ; Μὰ δὲ μοῦ λείπει καὶ τίποτα. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ (Σηκώνεται καὶ βηματίζει πρὸς τὸ μέρος του): Κι ὅμως, κ ά τ ι σοῦ λείπει, ροῦμπεκ. Πρέπει νὰ τὸ καταλάβῃς. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Μά, ἀγαπημένη μου Μάγια,.. τί;! ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ ( Α ᾽ πὸ πίσω του, σκύβει πάνω ἀπ’ τὴν πλάτη τῆς καρέκλας του): ῏Α, αὐτό θὰ μοῦ τὸ πῇς ἐσύ. ᾽ Ε σ ὺ τριγυρνᾶς κάμποσο καιρὸ τώρα χωρὶς ξεκούραση κ’ ἡσυχία. Πουθενά δὲ στεριώνῃς. Οὔτε ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ:


ΠρΑ ξΗ Πρ ΩΤΗ

31

μές στὸ σπίτι, οὔτ’ ἔξω. Μὲ τὸν καιρὸ ἔχεις γίνει ἕνας σωστὸς μισάνθρωπος. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Κάπως περιπαικτικά): ῎ Οχι... Τ ο ῦ τ ο πρόσεξες πάνω μου; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Εἶν’ ἀδύνατον νὰ ξεϕύγῃ σ’ ὅποιον σὲ ξέρει. Λυπᾶμαι κιόλας πούχασες τὴν ὄρεξή σου γιὰ δουλειά. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Κι αὐτήν τὴν ἔχασα; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: ῍ Αν σκεϕτῇς μονάχα, πόσο ἀκούραστα δούλευες πρωτύτερα:.. ᾽Απ’ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Δροσίζεται στὸ πρόσωπο): Ναί, π ρ ω τ ύ τ ε ρ α... ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Μὰ ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσες μ’ ἐπιτυχία τὸ μεγάλο σου ἀριστούργημα... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Γνέϕει σκεϕτικός): Τήν «῾ Ημέρα τῆς ᾽Ανάστασης»... ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: - κ’ ἔγινε τόσο διάσημο –καὶ μαζί του ἔγινες κ’ ἐσὺ διάσημος– σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Μᾶλλον α ὐ τ ὴ εἶναι ἡ δυστυχία μου, Μάγια. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Γιατί; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Σὰν τέλειωσα τὸ ἀριστούργημά μου,.. (μὲ μιὰ ἔντονη χειρονομία) γιατί «῾ Η ῾ Ημέρα τῆς ᾽Ανάστασης» ε ἶ ν α ι τὸ ἀριστούργημά μου! ῍ Η τοὐλάχιστον ἦταν στὸ ξεκίνημα. ῎ Οχι!, εἶν’ ἀκόμα. Π ρ έ π ε ι, π ρ έ π ε ι, π ρ έ π ε ι νά ’ναι τὸ ἀριστούργημά μου...


32

ΟΤΑΝ ξΥΠΝΗΣΟΥ ΜΕ Ε ΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕ ΚρΟΙ

(Τὸν κοιτάζει ἀπορημένα): Ναί, ροῦμπεκ,.. ὅλος ὁ κόσμος τὸ ξέρει. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ ( Α ᾽ πότομα τὸ ἀρνεῖται): Τίποτε δὲν ξέρει «ὅλος ὁ κόσμος». Τίποτα δὲ νοεῖ. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Κι ὅμως, κάτι λίγο καταλαβαίνει... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ῞ Ο,τι δὲ βρίσκεται κεῖ γιὰ νὰ καταλάβῃ. ῞ Ο,τι δὲν ἦταν μές στὸ ν ο ῦ μ ο υ. Βλέπεις, πέϕτουν σ’ ἔκσταση. (Μουγκρίζει κατ’ ἰδίαν.) Τί ἀξία ἔχει νὰ σκοτώνωμαι συνεχῶς στὴ δουλειὰ γιὰ τὸν ὄχλο, τὴ μᾶζα... καὶ τόν «κόσμο ὅλο»... ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Μήπως τὸ βρίσκῃς σωστότερο,.. ἤ, ἂς ποῦμε καλύτερα, ἀ ξ ι ώ τ ε ρ ο γιὰ σένα νὰ ϕτειάχνῃς κάπου-κάπου καμμιὰ προτομὴ ἐπὶ παραγγελίᾳ; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Χαμογελάει κεϕᾶτα): Νάτανε πραγματικὲς προτομὲς ἐκεῖνες ποὺ ϕτειάχνω, Μάγια! ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Μὰ τὸ θεό, τί ἄλλο εἶναι;! Τὰ τελευταῖα δυό-τρία χρόνια,.. ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσες τὸ μεγάλο σύμπλεγμα καὶ τόβγαλες ἀπ’ τὸ σπίτι... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Μὰ δὲν εἶναι πραγματικὲς προτομές, σοῦ λέω. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: Τί εἶναι τότε; ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: Ὑπάρχει κάτι ὕποπτο, κάτι κρυμμένο μ έ σ α καὶ π ί σ ω ἀπὸ τοῦτες τὶς προτομές,.. κάτι μυστικὸ ποὺ δὲν τὸ βλέπουν οἱ ἄλλοι... ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ: ῎ Ετσι, ἔ; ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ


ΠρΑ ξΗ Πρ ΩΤΗ

33

(Σκεϕτικός): Μόνον ἐ γ ὼ μπορῶ καὶ τὸ βλέπω. Καὶ διασκεδάζω μαζί του τρομερά... ᾽Απέξω ϕαίνεται μιά «ἀπίστευτη ὁμοιότης», καθὼς λένε, ποὺ κάνει τὸν κόσμο νὰ χάσκῃ ἔκπληκτος,.. (ἡ ϕωνή του βαθαίνει) μὰ στὴν ἐσώτερη οὐσία τους εἶν’ ἔντιμα καλοϕτειαγμένες ἀλογομοῦρες, ἐνοχλητικὲς ϕάτσες γαϊδάρων, κρανία σκύλων μὲ μυτερὰ ἀϕτιὰ καὶ κατεβασμένα μέτωπα, χοντρὲς γουρνοκεϕαλές... ᾽Απὸ πίσω τους κρύβονται χαζὲς καὶ βίαιες ἀπεικονίσεις βοδιῶν... ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ ( ᾽Αδιάϕορη): ῞ Ολα τ’ ἀγαθά μας οἰκόσιτα ζῶα... ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ: ᾽Ακριβῶς, Μάγια. ῞ Ολα τοῦτα τ’ ἀξιαγάπητα ζῶα πούχει βεβηλώσει ὁ ἄνθρωπος ϕτειάχνοντάς τα κατ’ εἰκόνα του. Καὶ κεῖνα γι’ αὐτό τὸ λόγο, μὲ τὴ σειρά τους, τὸν βεβηλώνουν ἐπίσης. ( Α ᾽ δειάζει τὸ ποτήρι του καὶ γελάει.) Τοῦτα τὰ πανοῦργα ἔργα μοῦ παραγγέλνουνε οἱ ἀξιότιμοι εὔποροι κύριοι. Καὶ τὰ ἀγοράζουνε καλῇ τῇ πίστει,.. σὲ δυσθεώρητες τιμές. Τὰ πληρώνουν χρυσᾶ, καθὼς λέμε. ΚΥρΙΑ ΜΑΓΙΑ (Σερβίρεται ποτό): Πϕ, ροῦμπεκ! ῎ Ελα, πιές καὶ διασκέδασε. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ (Χαϊδεύει τὸ μέτωπό του μερικὲς ϕορὲς καὶ κάθεται πίσω στὴν καρέκλα): Δ ι ασ κ ε δ ά ζ ω, Μάγια. Π ρ α γ μ α τ ι κ ὰ διασκεδάζω. Κατὰ κάποιον τρόπο, τοὐλάχιστον. (Σωπαίνει γιὰ μιὰ στιγμή.) Γιατὶ στὸ κάτω-κάτω εἶν’ εὐτυχία νὰ νοιώθῃς ἐλεύθερος κι ἀνεξάρτητος ἀπ’ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ρΟΥΜΠΕΚ


Αναζητ'στε το εδ,

www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.