Ερρίκος Ίψεν - Πέερ Γκυντ

Page 1


᾽ σώϕυλλο ἀπ’ τὴν δεύτερη ἔκδοση τοῦ ἔργου Ε (ἀνατύπωση τῆς πρώτης). Κοπενχάγη, 1867.


῾Ε ρρίκος ῎Ιψεν

ΠΕΕΡ ΓκὺνΤ ῞Ενα δραματικὸ ποίημα ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-Σ ΧΟΛΙΑ

Θεοδόσης ᾽Α. Παπαδημητρόπουλος ΠΡΟΛΟΓΟΣ -ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-Σ ΧΟΛΙΑ

῟Ηρκος ῾Ρ. ᾽Αποστολίδης

GutenberG / ΘΕ ΑΤΡΟ ᾽Α θήνα 2016


Χένρικ Γιόχαν ῎Ιψεν, 1870.


Χ ρ Ο Ν ΟΛ Ο Γ Ι Ο *

1828

1835

1844 1846 1848-9

Στὶς 20 Μαρτίου γεννιέται ὁ Χένρικ ( ῾ Ερρίκος) Γιόχαν ῎ Ιψεν, δευτερότοκος γιὸς τοῦ Κνοὺτ καὶ τῆς Μάριχεν, στὸ μικρὸ ἐξαγωγικὸ λιμάνι ξυλείας Σκιέν, 150 χλμ ΝΔ τῆς Χριστιανίας (σημ. ῎ Οσλο). ῾ Η οἰκογένειά του μετακομίζει σὲ μικρότερο σπίτι, στὸ Βένστεπ (στὸ Gjerpen), λόγῳ χρεωκοπίας τοῦ πατέρα του. Φεύγει γιὰ τὸ Γκρίμσταντ, ὅπου πιάνει δουλειὰ ὡς μαθητευόμενος ϕαρμακοποιός. Τὸν ᾽ Οκτώβριο ἀποκτᾷ τὸ νόθο γιό του Χὰνς Γιάκομπ Χένρικσεν μὲ τὴν ὑπηρέτρια ῎ Ελσε Σόϕι. Τὸν σημαδεύει βαθιὰ ἡ ἐπανάσταση στὴ Γαλλία. Γράϕει τὰ πρῶτα του ποιήματα. Προσπαθεῖ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ πρῶτο του δραματικὸ ἔργο, τὸν Κατιλίνα. Φιλία μὲ τοὺς Χριστόϕορο Ντοῦε καὶ ῎ Ολε Σούλεροτ.

* Βάσει τοῦ περιεκτικοῦ πίνακα στὴν ἔκδ. Boyer, XLIII-LIV, τῶν ἐπιμέρους σχολίων του στὶς Notes (κ᾽ ἐπικουρικῶς ἀπ ᾽ τὰ σχετικὰ τοῦ G. Rieger, μαζὶ καὶ στοιχείων τοῦ Χρονολογίου τῶν προηγουμένων τόμων τῆς σειρᾶς).


14

1850

1851 1852

1853 1855 1856 1857

Χ ρ ΟΝΟΛΟΓ ΙΟ

Τὸν ᾽Απρίλιο ἐκδίδεται ῾Ο Κατιλίνας, μὲ ψευδώνυμο κ᾽ ἔξοδα ϕίλων του. Τὸ Θέατρο τῆς Χριστιανίας δὲν τοῦ τὸ ἀνεβάζει. Δημοσιογραϕεῖ, διδάσκοντας ταυτόχρονα σ ᾽ ἑνώσεις τῆς νέας κίνησης τῶν Νορβηγῶν ᾽ Εργατικῶν, ἐνῶ ϕιλοδοξεῖ νὰ ξαναπιάσῃ τὶς σπουδές του. Τὸ Σεπτέμβριο, ἀνεβαίνει στὸ Θέατρο τῆς Χριστιανίας ῾Ο λίθινος τάϕος. Γνωριμία μὲ τὸ σπουδαῖο λογοτέχνη καὶ δραματουργὸ Μπγιέρνστγιέρνε Μπγιέρνσον (BjΩrnstjerne BjΩrnson, 1832-1910). Τὸν ᾽ Οκτώβριο διορίζεται σκηνοθέτης καὶ συγγραϕέας δραμάτων στὸ Θέατρο τοῦ Μπέργκεν. Ταξίδι γιὰ θεατρικὴ ἐπιμόρϕωση σὲ ῾ Αννόβερο, Κοπενχάγη (ὅπου συναντάει καὶ τὸν Χὰνς Κρίστιαν ῎ Αντερσεν), Βερολῖνο, Δρέσδη καὶ ῾ Αμβοῦργο. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου, πρεμιέρα τῆς Νύχτας τοῦ ῾Αγίου ᾽Ιωάννη στὸ Θέατρο τοῦ Μπέργκεν. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου, πρεμιέρα τῆς Λαίδης ῎Ινγκερ στὸ ῎Εστροτ, στὸ Μπέργκεν. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου, πρεμιέρα τῆς Γιορτῆς στὸ Σόλχαουγκ, στὸ Μπέργκεν. Μεγάλη ἐπιτυχία. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου, πρεμιέρα τοῦ ἐμπνευσμένου ἀπὸ λαϊκὲς μπαλλάντες (folkeviser) ῎Ολαϕ Λίλιεκρανς, στὸ Μπέργκεν. Στὴ νέα σαιζὸν προσλαμβάνεται στὸ Νορβηγικὸ Θέατρο τῆς Χριστιανίας ὡς καλλιτεχνικὸς διευθυντὴς κ᾽ ἐγκαθίσταται στὴν πόλη μιὰν ἑϕταετία.


Χ ρ ΟΝΟΛΟΓ ΙΟ

1858

1859

1860 1861 1862 1863 1864

1866

15

Τὸν ᾽Απρίλιο ἐκδίδονται στὸ ϕιλολογικὸ παράρτημα ἑβδομαδιαίου περιοδικοῦ οἱ Βίκινγκς στὸ Χέλγκελαντ - ἔργο ἄμεσα ἐμπνευσμένο ἀπ ᾽ τὰ ἰσλανδικὰ ἔπη (σάγκες), κατεξοχὴν ἀπ ᾽ τὸ ἡρωικό-ἐπικὸ ποίημα Völsunga saga τοῦ κύκλου τῆς Edda. Στὶς 18 ᾽ Ιουνίου παντρεύεται τὴ Σουζάνα Τόρεσεν. ῾ Ιδρύει, μαζὶ μὲ τὸν Μπγιέρνσον, τὴ Νορβηγικὴ ῾Εταιρία, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάπτυξη καὶ διάδοση τοῦ ἐθνικοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Γέννηση τοῦ μόνου ἀναγνωρισμένου παιδιοῦ του, Σίγκουρντ. Δύσκολη περίοδος. ᾽Αρχίζει νὰ πίνῃ. Δημοσίευση τοῦ μεγάλου ἱστορικο-πατριωτικοῦ ποιήματος Terje Vigen. Τέλος Δεκεμβρίου ἐκδίδεται ἡ Κωμωδία τοῦ ἔρωτα. Τέλος ᾽ Οκτωβρίου ἐκδίδονται οἱ Μνηστῆρες τοῦ θρόνου. ᾽Ανεβαίνουν, στὶς 17 ᾽ Ιανουαρίου, στὸ Θέατρο τῆς Χριστιανίας, σὲ σκηνοθεσία τοῦ ἴδιου τοῦ Ἴψεν. Θριαμβικὴ ἐπιτυχία. ᾽Αναχωρεῖ γιὰ Κοπενχάγη, Λύμπεκ καὶ Βιέννη. Παίρνει ἐπιχορήγηση γιὰ σπουδὲς Τέχνης, ῾ Ιστορίας καὶ Φιλολογίας στὴ ρώμη καὶ τὸ Παρίσι. ( ῾ Η ἀπουσία του ἀπ ᾽ τὴ Νορβηγία θὰ κρατήσῃ σχεδὸν 27 χρόνια.) Στὶς 15 Μαρτίου ἐκδίδεται ὁ Μπρὰντ στὴ Χριστιανία, μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Παίρνει, ὕστερ᾽ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες, ἐτήσιο βοήθημα ἀπ ᾽ τὸ νορβηγικὸ κοινοβούλιο. Μετεγκατάσταση, οἰκογενειακῶς, στὸ Φρασκάτι.


16

1867

1868

1869

1870 1871 1872

1873

1874 1875 1876

Χ ρ ΟΝΟΛΟΓ ΙΟ

Περιήγηση στὴν ᾽ Ιταλία· ἔπειτα, ἀνεβαίνει στὸ Μπέρχτεσγκάντεν, κι ἀπὸ κεῖ, γιὰ κάποιο διάστημα, στὸ Μόναχο. Τὸ Νοέμβριο: ἔκδοση τοῦ Πέερ Γκύντ. ᾽Απ ᾽ τὸν ᾽ Οκτώβριο, στὴ Δρέσδη γιὰ μιὰν ἑϕταετία. Ψύχρανση τῶν σχέσεών του μὲ Μπγιέρνσον. Πρῶτο ἄρθρο τοῦ Μπραντὲς γιὰ τὸ ἔργο του. Τὸν ᾽ Ιούνιο πεθαίνει ἡ μητέρα του. Τὸ Σεπτέμβριο ἐκδίδεται ἡ ῞Ενωση τῆς Νεότητας. Στὸ τέλος τῆς χρονιᾶς προσκαλεῖται στὰ ἐγκαίνια τῆς διώρυγας τοῦ Σουὲζ ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Σουηδο-Νορβηγικῆς ῞ Ενωσης. Σύντομη διαμονὴ στὴν Κοπενχάγη. Τὸ Μάιο ἐκδίδεται συλλογὴ τῶν ξαναδουλεμένων νεανικῶν του ποιημάτων. Μεταϕράζονται στὰ Γερμανικὰ τὰ ἔργα του: Μπράντ, οἱ Μνηστῆρες τοῦ θρόνου καὶ ἡ ῞Ενωση τῆς Νεότητας. Τὸν ᾽ Οκτώβριο ἐκδίδεται ὁ Αὐτοκράτορας καὶ Γαλιλαῖος. Μέλος τῆς καλλιτεχνικῆς ἐπιτροπῆς στὴν Παγκόσμια ῎ Εκθεση τῆς Βιέννης. Ζητάει ἀπ ᾽ τὸ γνωστὸ συνθέτη ῎ Εντβαρντ Γκρὴγκ νὰ γράψῃ τὴ μουσικὴ γιὰ τὸν Πέερ Γκύντ. ῎ Επειτ ᾽ ἀπὸ μιὰ δεκαετία πάει τὸ καλοκαίρι στὴ Χριστιανία. Τὸν ᾽Απρίλιο μετακομίζει ἀπ ᾽ τὴ Δρέσδη στὸ Μόναχο, γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τοῦ γιοῦ του. Στὶς 24 Φεβρουαρίου, ἐκτέλεση τοῦ Πέερ Γκὺντ τοῦ Γκρὴγκ στὸ Θέατρο τῆς Χριστιανίας. Τὸν


Π ρΑ Ξ Η Π ρ Ω Τ Η

[Σκηνὴ πρώτη] Πλαγιὰ γεμάτη ϕυλλοβόλα δέντρα, μὲ ρυάκι νὰ τρέχῃ, κοντὰ στὸ σπίτι τῆς ΩΖΕ. ᾽Απ ᾽τὴν ἄλλη μεριά, παλιὸς νερόμυλος. Ζεστὴ καλοκαιριάτικη μέρα. ῾Ο ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ, γεροδεμένος εἰκοσάρης, ροβολάει ἀπ ᾽τὴν πλαγιά. ῾Η ΩΖΕ, ἡ μάνα του, μικροκαμωμένη καὶ ντελικάτη, τὸν ἔχει πάρει ἔξαλλη ἀπὸ πίσω. ΩΖΕ: Πέερ, ψέματα μοῦ λές! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ (Χωρὶς νὰ σταματήσῃ): ῎ Οχι, δέ σοῦ λέω! ΩΖΕ: ῾ Ορκίσου πὼς εἶν ᾽ ἀλήθεια! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Γιατί νὰ σοῦ ὁρκιστῶ; ΩΖΕ: Φοβᾶσαι!.. / Ψέματα μοῦ λές ἀπ ᾽ τὴν ἀρχὴ ὥς

τὸ τέλος! (Στέκεται ἀκίνητος): ᾽Αλήθεια εἶναι... Σοῦ τ ᾽ ὁρκίζομαι. ΩΖΕ ( ᾽Εμπρός του): Καὶ δέ μὲ ντρέπεσαι;! Τὴ μάνα σου;/ Τρέχει καὶ παίρνει τὰ βουνά,/βδομάδες λείπει... Γιατί;../Πάει νὰ κυνηγήσῃ τάρανδους./Πίσω στὸ σπίτι ξ ε σ κ ι σ μ έ ν ο ς / γυρίζει δίχως ὅπλο, δίχως θήραμα... / Καὶ δέ μᾶς ϕτάνουν ὅλα τοῦτα:/θέλει νὰ μ᾽ ἀποκοιμήσῃ κιόλας/μ᾽ ἀνήκου-

ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ


44

ΠΕ Ε ρ Γ Κ Υ Ν Τ

στα ψέματα!/Ποῦ λές, λοιπόν, πὼς τὸν συνάντησες; ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Στ ᾽ ἀριστερὰ ἀπ ᾽ τὸ Γιέντιν.18 ΩΖΕ (Γελάει κοροϊδευτικά): Σίγουρα! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ᾽ Εκεῖ ϕυσοῦσε ὁ ἄνεμος μὲ δύναμη. / Πίσω ἀπὸ κάτι θάμνους, στὸ χιόνι κάτω ἔξυνε νὰ ϕάῃ/μούσκλια... ΩΖΕ ( ῞Οπως προηγουμένως): Πῶς!.. ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ᾽ Αμίλητος καθόμουνα κι ἀϕουγκραζόμουν/τὸ θόρυβο ἀπὸ τὴν ὁπλή του./Πρῶτα βλέπω τὴν κορυϕὴ ἀπ ᾽ τὰ κέρατα,/προχωράω μές ἀπὸ πετροχάλικα,/μπροστά, προσεκτικὰ πρὸς τὴ μεριά του,/καὶ βλέπω ἕναν τάρανδο / - μὰ τί τάρανδο! Τέτοιον, χρόνια/ἔχω νὰ δῶ, στὰ μέρη αὐτά! ΩΖΕ: ῾ Ο θεὸς νὰ μᾶς ϕυλάῃ! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Μὲ τ ᾽ ὅπλο μου: μπάμ!,/ρίχνω μία καὶ τινάζεται ψηλά!/Μεμιᾶς, σὰ σκύβῃ, δίνω σάλτο,/ καβαλλάω τὴν πλάτη του,/τὸν ἁρπάζω ἀπ ᾽ τ ᾽ ἀριστερό του ἀϕτὶ/καὶ τραβάω τὸ μαχαίρι/νὰ τὸ μπήξω στὴν πλάτη του.../Μὰ ξαϕνικὰ σηκώνεται ψηλά / - τρομάρα ποὺ πῆρα!/Χοροπηδάει, στὰ τέσσερα καθίζει,/κάνει τὰ κέρατά του πίσω,../καὶ χάνω θήκη καὶ μαχαίρι. / Τότε μὲ πιάνει καὶ μὲ σϕίγγει στὰ πλευρά,/μὲ χτυπάει στὰ μπούτια μὲ τὰ κέρατα.../καὶ σὰ σίϕουνας ὠργισμένος τρέχει/γιὰ τοῦ Γιέντιν τὴν ἄκρη!19 ΩΖΕ: Χριστέ μου! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ῎ Εχεις δεῖ ποτέ σου, μάνα, τὴν ἄκρη ἀπὸ κοντά;../Δυὸ μίλια –ἴσως καὶ περσότερα– /


ΠρΑ ΞΗ Πρ ΩΤΗ

45

ἔτρεχε σὰ μανιασμένος./ ᾽Απὸ κάτω μας χιόνι παγωμένο, /σωροὶ λιθάρια, ἄμμος - ὅλα τους πολύχρωμα./Κι ἀπ ᾽ τὶς δυὸ μεριὲς νὰ δῇ τὸ μάτι σου/ ἥσυχα, σκοῦρα νερὰ νὰ σαλεύουν./ Χίλιοι πεντακόσιοι, χίλιοι ἑϕτακόσιοι πήχεις /κάτω ν ᾽ ἀνοίγωνται.../Περάσαμε τὴν ἄκρη σὰ βέλος, / ἐγὼ κ᾽ ἐκεῖνος, κόντρα στὸν ἄνεμο! /Δὲν εἶχα ξανακαβαλλήσει τέτοιο ζῶο.../ ᾽Αλήθια! Σὰν περνούσαμε τρεχᾶτοι/σὰν τὸν ἥλιο καυτὲς πετάγονταν οἱ σπίθες./ ῎ Εβλεπες τῶν ἀετῶν τὶς καϕετιὲς τὶς πλάτες/νὰ πετᾶνε μές στὸ μακρινὸ κενό,/μεταξὺ βουνοῦ καὶ λίμνης.../ ῞ Υστερα χανόντανε πούπουλα στὸ βάθος.../Σπάει ἡ κρούστα πάγου στὴν ἀκτή./ Τίποτα δὲν ἄκουσα - σιωπή,.. /μονάχα ἀστράκια ἀπὸ τὴ ζάλη/νὰ χορεύουνε,.. νὰ τραγουδᾶν/καὶ νὰ στριϕογυρίζουν. ΩΖΕ (Ζαλισμένη): Θεός ϕυλάξοι! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Ξάϕνου,/σὲ μιὰν ἀπελπισμένη κίνηση, πετάγεται/μιὰ χιονογερακίνα. Φτερουγίζει πάνω,/ἀγριεμένη κρώζοντας,/ἀπ ᾽ τὴ ϕωλιά της,/κάτω ἀπ ᾽ τὰ πόδια του./ Τότε, κεῖνος γυρίζει/καὶ μ᾽ ἕνα μεγάλο πῆδο/βουτᾶμε κ᾽ οἱ δυό μας στὸ κενό! ( ῾Η ΩΖΕ παραπαίει καὶ κρατιέται σὲ κορμὸ δέντρου. ῾Ο ΠΕΕρ συνεχίζει.) Πίσω μας: τοῦ γκρεμοῦ τὸ μαῦρο πρόσωπο! / Κάτω μας: τὸ ἀπύθμενο τὸ χάσμα!/Πρῶτα, σκίζουμε τὴν ὁμίχλη,/ὕστερα ἕνα σύννεϕο γλάρους,/ποὺ πέϕτοντας τοὺς χτυπούσαμε/κ᾽ οἱ κραξιές τους ἀντηχοῦσαν./Πέϕταμε... καὶ πέϕταμε - χωρὶς σταματημό./Κάτι ἄσπρο λαμ-


46

ΠΕ Ε ρ Γ Κ Υ Ν Τ

πύριζε στὸ βάθος κάτω / σὰν τάρανδου κοιλιά... Τὸ κ α θ ρ έ ϕ τ ι σ μ ά μας ἦταν, μάνα, / ποὺ καταπάνω μας ἐρχόταν / ἀπ ᾽ τὴν ἐπιϕάνεια τῆς λίμνης / μὲ τὴν ἴδι᾽ ἄγρια ταχύτητα / ποὺ πέϕταμ᾽ ἐμεῖς. ΩΖΕ ( ᾽Ανασαίνει λαχανιάζοντας): Μίλα, Πέερ! Γιὰ τ ᾽ ὄνομα τοῦ θεοῦ! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ῾ Ο τάρανδος πούπεϕτε, κι ὁ τάρανδος ἀπ ᾽ τὸ νερό, / ἀκουμπᾶνε τὰ κέρατά τους καὶ πετᾶνε ὁλόγυρα / ἀϕροὺς σὰ χτυπάῃ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον./ Γιὰ λίγο, μείναμε ξαπλωμένοι στὸ νερό... / ῞ Υστερα, κινήσαμε, μανούλα, γιὰ Βορρᾶ / - ὅσο μᾶς ἦταν μπορετό./ ῾ Ο τάρανδος μπροστὰ κ᾽ ἐγὼ ἀπὸ πίσω... / Καὶ νάμαι - ἔϕτασα... ΩΖΕ: Κ ᾽ ἐκεῖνος;.. ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ῎ Ω, σίγουρα θάν ᾽ ἀκόμα ἐκεῖ. (Τρίζει τὰ δάχτυλά του, τραμπαλίζεται κ ᾽ἔπειτα προσθέτει:) ῍Αν τὸν βρῇς, δικός σου!20 ΩΖΕ: Καὶ τὸ σβέρκο σου, δέν τὸν ἔσπασες;! / Τὰ δυό σου τὰ ποδάρια;! / Τὴ ραχοκοκκαλιά σου;.. Εὐχαριστῶ τὸ θεό / πούναι καλὸς μαζί σου! / ῎ Εχει τρυπήσει τὸ παντελόνι σου, / ἀλλὰ δὲν εἶναι δὰ καὶ τίποτα σπουδαῖο / σὰ σκεϕτῇς ὅτι βούτηξες ἀπόνα τέτοιο ὕψος!.. (Σταματάει ξαϕνικά, τὸν κοιτάζει μ ᾽ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Τάχει χαμένα. ῎Επειτα ξεσπάει:) Σατανᾶ! / Τί ψέματα μοῦ ἀραδιάζεις! /

῞ Ο,τι μοῦ εἶπες / τώρα τὰ θυμήθηκα: / τάχω ξανακούσει, πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια πᾶνε... / Τ ᾽ ὄνομά του ἦταν Γκούντμπραντ Γκλέσνε..,21 / δέν ἤσουν ἐσύ.


ΠρΑ ΞΗ Πρ ΩΤΗ

47

᾽ Εγώ ἤμουν. / Δὲ γίνονται μονάχα μιά ϕορὰ τὰ πράματα. ΩΖΕ (Θυμωμένη): Ναί, βλάκα, μὰ καὶ τὰ ψέματα μποροῦν ν ᾽ ἀλλάξουν, / νὰ ϕουσκώσουν καὶ νὰ στολιστοῦν· / νὰ τοὺς ϕορέσῃς ὕϕασμα καινούργιο, / γιὰ νὰ μὴν ξεχωρίζῃς τὸ παλιὸ κουϕάρι. / ᾽Ακριβῶς, δηλαδή, ἐκεῖνο πούκανες..: / Βρῆκες τὴν ἱστορία ἐκείνη / μὲ τοὺς ἀετούς, μὲ τὰ καϕετιὰ ϕτερὰ / καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἀνοησίες... / Τόνα ψέμα ϕέρνει τ ᾽ ἄλλο: / σὲ κάνουνε νὰ τρέμῃς / καὶ δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβῃς / τί ᾽ ναι παλιὸ καὶ τί καινούργιο. ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ῍ Αν κάποιος ἄλλος ἔλεγε τὰ ἴδια, / θὰ τὸν ἔκανα νὰ βλαστημήσῃ. ΩΖΕ (Κλαίγοντας): Μακάρι, θέ μου, νάϕευγα ἀπ ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο! / Νὰ μ᾽ ἔθαβαν στὴ γῆ... μὲ τέτοια ψέματα ποὺ λέει! / Δάκρυα, προσευχές:.. ἐκεῖνος τὸ χαβά του! / Χαμένος ἤτανε, χαμένος θάναι! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ᾽ Αγαπημένη μου μητέρα, μάνα μου γλυκιά, / ἔχεις δίκιο, ναί... / Μὰ τώρα χαμογέλασέ μου... ΩΖΕ: Μή, θὰ μὲ τρελ..- / Πῶς στὸ καλὸ νὰ μείνω στὴ ζωή, / ἂν ἔχω ἕνα τέτοιο γουρούνι γιὰ γιό;! / Σὲ τί ἔχω ϕταίξει καὶ βασανίζομ᾽ ἔτσι, ἡ ϕτωχὴ ἡ χήρα, / ποὺ τὸ πληρώνω μὲ τέτοια πίκρα καὶ ντροπή; (Κλαίει ξανά.) Τί μᾶς ἀπόμεινε, στὴν οἰκογένεια, / ἀπὸ τότε πούχε ἄνεση ὁ πατέρας σου;.. / Ποῦν ᾽ τα τὰ τσουβάλια μὲ τὰ νομίσματα ποὺ μᾶς ἄϕησε ὁ ράσμους Γκύντ;22 / ῎ Εϕυγαν ἀπ ᾽ τὰ χέρια τοῦ πατέρα σου, / τὰ ϕύσηξε ὁ ἄνεμος καὶ σκόρΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ:


48

ΠΕ Ε ρ Γ Κ Υ Ν Τ

πισαν σὰν ἄμμος. / ᾽Αγόρασε χτήματα σ ᾽ ὅλη τὴ χώρα, / γύριζε μὲ χρυσοστολισμένες ἅμαξες... / Ποῦ ᾽ ν ᾽ τες οἱ γιορτὲς / κάθε χειμῶνα, πούπινε ἀπὸ τὸ ποτήρι / κ᾽ ὕστερα τόσπαγε στὸν τοῖχο; ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ῎ Αχ, ποῦ πῆγε τὸ περσινὸ τὸ χιόνι;23 ΩΖΕ: Θὰ πάψῃς ἐπιτέλους;! / Δές ὁλόγυρα!.. ῞ Ολα τὰ παράθυρα / ἔχουνε σπάσει... Εἶναι μπαλωμένα. Κι ὁ ὄχτος μὲ τοὺς θάμνους ξεριζώθηκε! / Τὰ πρόβατα χειμάζονται στὸ κρύο. / Τὸ χτῆμα ἔχει τὰ κακά του χάλια. / Κάθε μῆνα πλακώνει κι ὁ κλητήρας γιὰ τὰ χρέη... ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Σταμάτα νὰ γκρινιάζῃς! / ῾ Η τύχη, μιά τὴν πλάτη σοῦ γυρίζει / καὶ μιά σὲ πάει στὰ οὐράνια! ΩΖΕ: Νά,.. τοῦτα μοῦ ᾽ δωσε: δάκρυα γεμᾶτ ᾽ ἁλάτι! / Θέ μου, εἶσαι τόσο ἀνάποδος... / Χοντροκέϕαλε, παιδί ἤσουν ὁ καλύτερος! / Σὰν ὁ παπᾶς, ἐκεῖνος, ξέρεις, ἀπὸ τὴν Κοπενχάγη, / ρώτησε τ ᾽ ὄνομά σου κι ὡρκίστηκε πὼς ἕνα τέτοιο μυαλὸ / θὰ τὸ ζηλεύανε καὶ πρίγκιπες, / ὁ πατέρας σου –γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του–/ τοῦ ᾽ δωσε ἁμάξι κι ἄλογο μαζί./ (Γιὰ τὰ εὐγενικά του λόγια, ϕυσικά...) / ῎ Ω! Χάρμα ἦταν ὅλα. / ῾ Ο καπετάνιος, ὁ κοσμήτορας τῆς ἐκκλησίας,.. / ὁ καθένας ἔτρωγε κ᾽ ἔπινε, / ὡσότου νὰ στουμπώσῃ. / Μὰ ἡ ἀ ν ά γ κ η σοῦ δείχνει τί ᾽ ν ᾽ ὁ γείτονας. / ῞ Ολα ἐρήμωσαν σὰν ἄρχισε ἡ πτώση, / ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Τζὼν ὁ σκορποχέρης / κίνησε μὲ τοῦ ζητιάνου τὸ μπαστούνι. (Σκουπίζει τὰ μάτια της μὲ τὴν ποδιά της.) ῎ Αχ, ἔτσι πούσαι δυνατός,


ΠρΑ ΞΗ Πρ ΩΤΗ

49

μεγάλος, / θάπρεπε νὰ μοῦ στέκοσουν, / νὰ βόηθαγες τὴ γριά σου... / Θάπρεπε γιὰ ὅλα νὰ ϕροντίζῃς, / νὰ μή χαθῇ τὸ βιός σου... (Ξανακλαίει.) Θέ μου, ἐμένα βρῆκες νὰ διαλέξῃς;.. / Δὲ μοῦ εἶσαι χρήσιμος σὲ τίποτα, κηϕῆνα! / ῞ Ολο κάθεσαι στὴ ϕωτιὰ καὶ παίζεις μὲ τὶς στάχτες,24 / ἢ κοροϊδεύεις τῶν καλῶν ἀνθρώπων τὶς κοπέλες. / Τοὺς τρομάζεις ὅλους στὸ χωριό... / Ν τ ρ ο π ι ά ζ ε ι ς καὶ τὴ μάνα σου / ποὺ πιάνεσαι στὰ χέρια μὲ τὸ κάθε κάθαρμα. ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ ( ᾽Απομακρύνεται): ῎ Ασε με ἥσυχο! ΩΖΕ (Τὸν ἀκολουθεῖ ): ᾽ Εσύ δὲν ἤσουνα / πρῶτος στὴ ϕασαρία, / στὸ κακό καὶ τὴν καταστροϕή / τώρα τελευταῖα στὸ Λοῦντε,.. / ποὺ πάλευαν σὰν τὰ σκυλιά; / ᾽ Εσύ δέν ἤσουν πούσπασες / τὸ χέρι τοῦ σιδερᾶ, τοῦ ῎ Ασλακ, / ἤ, τέλοσπάντων, ποὺ τοῦ ᾽ βγαλες / ἕν ᾽ ἀπ ᾽ τὰ δάχτυλά του; ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Ποιός σοῦ ϕουσκώνει τὰ μυαλὰ μὲ τέτοια; ΩΖΕ ( ῎Αγρια): Σᾶς ἄκουσε... ἡ ἀγρότισσα!25 ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ (Τρίβει τὸν ἀγκῶνα του): Ναί, ἐγώ ἤμουνα ποὺ ϕώναξα. ΩΖΕ: ᾽ Εσύ, Πέερ;! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Ναί, μητέρα,.. ἔϕαγα σϕυριά. ΩΖΕ: Τί;.. ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Εἶναι σβέλτος. ΩΖΕ: Σβέλτος;.. Ποιός; ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Μὰ ὁ ῎ Ασλακ - ποιός ἄλλος; ΩΖΕ: ῍ Ας γελάσω,.. κι ἂς ξαναγελάσω!.. Γιὰ νὰ μή


50

ΠΕ Ε ρ Γ Κ Υ Ν Τ

σὲ ϕτύσω! / ῞ Ενας μεθύστακας, ἕνας ϕωνακλᾶς, / ἀτσούμπαλος, ἀνάποδος, τραυλός, / παντζαρομύτης σὰν κ᾽ ἐκεῖνον, πρόλαβε νὰ σὲ χτυπήσῃ; (Κλαίει ξανά.) Πολλὲς ϕορὲς ντροπιάστηκα, / μὰ τούτη δῶ / ἤτανε ἡ χειρότερη ἀπ ᾽ ὅλες:.. / Καὶ τί μὲ νοιάζει ἐμένα ἂν εἶναι σβέλτος;.. / ῎ Επρεπε νὰ κάτσῃς νὰ τὶς ϕᾶς;! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Νὰ ρίχνῃς,.. νὰ τὶς τρῶς: ὑπάρχει διαϕορά;../ Πάντα γιὰ μένα θὰ μιλᾶνε. (Γελάει.) Κουράγιο, μάνα. ΩΖΕ: Εἶπες ψέματα; / Ε ἶ π ε ς; ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Ναί,.. μιὰ ϕορά. / Σκούπισε τὰ μάτια σου καὶ μήν εἶσαι σκεϕτική... (Σϕίγγει τὴν ἀριστερή του γροθιά.) Κοίτα: μὲ τοῦτες τὶς τανάλιες / γράππωσα κ᾽ ἔσϕιξα τὸ σιδερᾶ. / Σὰ σϕυρί ἦταν ἡ δεξιὰ γροθιά μου... ΩΖΕ: Κάθαρμα! Θὰ μὲ ξαποστείλῃς, / θὰ μὲ βάλῃς στὸν τάϕο! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: ῎ Οχι, ἀξίζεις ἄλλη τύχη / χίλιες ϕορὲς καλύτερη! / Πονηρή μου, μανούλα μου γλυκιά, / θὰ λάβῃς τὶς τιμές σου, / ἔχε τὸ λόγο μου. / Μόνο περίμενε λιγάκι μέχρι,.. / μέχρι νὰ καταϕέρω κάτιτί σπουδαῖο! ΩΖΕ (Φρουμάζει): ᾽ Εσύ! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Γιατί;.. Γνωρίζει κανείς τὸ μέλλον; ΩΖΕ: Ποιός; ᾽ Ε σ ύ; Ποὺ δὲν κατέχῃς / οὔτε νὰ μπαλώνῃς / τὰ βρακιά σου! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ ( Ε ᾽ κνευρισμένος): Θὰ γίνω βασιλιάς, δυνάστης, αὐτοκράτωρ!


ΠρΑ ΞΗ Πρ ΩΤΗ

51

῎ Ω, θέ μου, τοῦ ᾽ στριψε! / Τὸ λίγο πούχε, τόχασε κι αὐτό! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Θὰ γίνω! Περίμενε καὶ θὰ δῇς! ΩΖΕ: ῾ Υπομονή:.. ὡσότου γίνῃς πρίγκιπας, / ποὺ κάποτε μοὖχες πεῖ... ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Θὰ δῇς, μητέρα! ΩΖΕ: Μάζεψε τὴ γλῶσσα σου! / Περίγελως θὰ καταλήξῃς... / Τέλοσπάντων, πᾶνε αὐτά... / ῍ Αν δὲ γυρνοῦσες, κάθε μέρα, / μὲ ψέματα καὶ μ᾽ ἀστεῖα, / ἴσως, νάχες κάτι καταϕέρει. / Κεῖνο τὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Χέγκσταντ 26 εἶχε δ ί κ ι ο. / Θὰ κέρδιζες μὲ τὰ χέρια σου κατεβασμένα, / ἂν ἤθελες στ ᾽ ἀλήθια... ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Ναί;.. ΩΖΕ: ῾ Ο γέρος27 ἦταν ἀδύναμος πολὺ / γιὰ νὰ σταθῇ καὶ νὰ παλέψῃ. / Εἶναι πονηρὸς καί, μὲ τὸν τρόπο του, σκληρός, / μὰ ἡ ῎ Ινγκριντ εἶναι ποὺ τὰ κανονίζει, / καὶ τὰ πηγαίνει κεῖ ποὺ θέλει... / Τὸ ραμολὶ ἀκολουθεῖ ξοπίσω. (Ξαναξεκινάει νὰ κλαίῃ.) Πέερ, ἀγόρι μου, τὸ χρυσὸ κορίτσι / μὲ τὰ χτήματα... ῎ Αχ! / ῍ Αν εἶχες σταλιὰ μυαλό / θάσουνα σύ ὁ γαμπρός,.. / ἐσύ, βρομιάρη, κουρελῆ! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ (Εὐδιάθετα): ῾ Ωραῖα, ὅπως θές: πηγαίνω. ΩΖΕ: Ποῦ; ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Στὸ Χέγκσταντ. ΩΖΕ: Κακομοίρη μου, / πάει ἡ νύϕη, βρῆκε ταίρι! ΠΕΕρ ΓΚΥΝΤ: Τί πρᾶμα; ΩΖΕ: ῎ Αχ, μὲ πίκρανες! / Πετάξανε κορίτσι καὶ προικιά... ΩΖΕ:


Αναζητ'στε το εδ,

www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.