Χάϊνριχ Μπελ, Το λυπητερό πρόσωπο

Page 1

ΤΟ ΛυΠηΤΕρΟ ΜΟυ ΠρΟσΩΠΟ

ΕΚΕΙ ΠΟυ σΤΕΚΟΜΟυν στὸ λιμάνι χαζεύοντας τοὺς γλάρους, τὸ λυπητερό μου πρόσωπο τράβηξε τὴν προσοχὴ ἑνὸς ἀστυνομικοῦ ποὺ περιπολοῦσε σ ᾽ἐκείνη τὴ γειτονιά. Εἶχα ἐντελῶς ἀπορροϕηθεῖ ἀπὸ τὸ πέταγμα αὐτῶν τῶν πουλιῶν ποὺ ἐκτινάσσονταν πρὸς τὰ πάνω κι ἔπειτα ἐϕορμοῦσαν πρὸς τὰ κάτω, ἀναζητώντας μάταια τίποτα νὰ ϕᾶνε. Τὸ λιμάνι εἶχε ἐρημώσει, καὶ πάνω στὴν κρούστα τοῦ πρασινωποῦ νεροῦ, ποὺ τὰ βρόμικα λάδια τὸ εἶχαν κάνει παχύρρευστο, ἐπέπλεαν κάθε λογῆς παραπεταμένες σαβοῦρες. Κανένα πλοῖο δὲν ϕαινόταν, οἱ γερανοὶ εἶχαν σκουριάσει καὶ οἱ ἀποθῆκες εἶχαν καταρρεύσει. Οὔτε κὰν ἀρουραῖοι δὲν ϕαινόταν νὰ κατοικοῦν στὰ μαῦρα χαλάσματα τῆς ἀποβάθρας· ὅλα ἦταν σιωπηλά. ᾽απὸ πολλὰ χρόνια κάθε σύνδεση μὲ τὸν ἔξω κόσμο εἶχε πιὰ διακοπεῖ. Εἶχα καρϕώσει τὸ βλέμμα μου σὲ κάποιο γλάρο, παρατηρώντας τὸ πέταγμά του. Φοβισμένος σὰν τὸ χελιδόνι ποὺ προαισθάνεται τὴ θύελλα, πετοῦσε τὶς περισσότερες ϕορὲς κοντὰ στὴν ἐπιϕάνεια τοῦ νεροῦ· μερικὲς μονάχα ϕορὲς ἀποτολμοῦσε νὰ ὁρμήσει πρὸς τὰ πάνω κρώζοντας γιὰ νὰ ἑνώσει τὸ πέταγμά του μ᾽ἐκεῖνο τῶν συντρόϕων του. ῍αν γινόταν νὰ ἐκϕράσω μιὰν ἐπιθυμία, θὰ ἦταν πάνω ἀπ ᾽ὅλα νὰ εἶχα ψωμὶ γιὰ νὰ ταΐσω τοὺς γλάρους· θὰ τὸ ἔκοβα σὲ κομμάτια ποὺ θὰ γίνονταν ἄσπρος


230

ΧαΪνρΙΧ ΜΠΕΛ

στόχος γιὰ τὸ ἄσκοπο πέταγμά τους, θὰ ἔθετα ἕνα στόχο πρὸς τὸν ὁποῖο νὰ πετάξουν, θὰ τέντωνα τὸ ὅλο κρωγμοὺς αὐτὸ πλέγμα ἀπὸ ἄτακτες τροχιὲς μὲ τὸ ψωμὶ ποὺ θὰ τοὺς ἔριχνα, ἀδράχνοντας αὐτὲς τὶς τροχιὲς ὅπως ὅταν τυλίγει κανεὶς διάϕορους σπάγκους σὲ κουβάρι. ῾Ωστόσο κι ἐγὼ ἤμουν, ὅπως καὶ οἱ γλάροι, πεινασμένος καὶ κουρασμένος, κι ὅμως εὐτυχισμένος παρ᾽ὅλη τὴ λύπη μου, γιατὶ ἦταν ὡραῖα νὰ στέκομαι ἐκειδά, μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες, νὰ τοὺς χαζεύω καὶ ν᾽ἀπολαμβάνω τὴ λύπη μου. Ξαϕνικά, ἕνα ὑπηρεσιακὸ χέρι ἄγγιξε τὸν ὦμο μου καὶ μιὰ ϕωνὴ εἶπε: «᾽ακολουθῆστε με!» Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ χέρι ἐκεῖνο προσπάθησε νὰ μὲ τραβήξει ἀπὸ τὸν ὦμο καὶ νὰ μὲ στρέψει βίαια. Παρέμεινα ἀκίνητος, τὸ ἀπόδιωξα ἀπὸ πάνω μου καὶ εἶπα ἤρεμα: «σᾶς ἔστριψε;» «σύντροϕε», εἶπε τὸ ἄτομο ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ἀθέατο γιὰ μένα, «ἐϕιστῶ τὴν προσοχή σας». «Κύριε», τοῦ ἀντέτεινα ἐγώ. «Δὲν ὑπάρχουν κύριοι», ϕώναξε θυμωμένο. « ῞Ολοι μας εἴμαστε σύντροϕοι». Καὶ τότε βρέθηκε στὸ πλάι μου, μὲ κοίταξε λοξὰ κι ἐγὼ ἀναγκάστηκα νὰ περιμαζέψω τὸ βλέμμα μου ποὺ περιϕερόταν εὐτυχισμένο καὶ νὰ τὸ στυλώσω στὰ ἄτρομα μάτια του· ἦταν σοβαρὸς σὰν τὸν βούβαλο ποὺ ἐπὶ δεκαετίες τὸν ἔχουν ταΐσει μονάχα καθῆκον. «Τί λόγο ἔχετε...» ἐπιχείρησα νὰ πῶ. « ῞Εναν ἐπαρκὴ λόγο», εἶπε. «Τὸ λυπητερό σας πρόσωπο». Γέλασα. «Μὴ γελᾶτε!» ῾η ὀργή του δὲν ἦταν προσποιητή. στὴν ἀρχὴ σκέϕτηκα πὼς πρέπει νὰ ἔπληττε, ἀϕοῦ δὲν


ΤΟ ΛυΠηΤΕρΟ ΜΟυ ΠρΟσ ΩΠΟ

231

ὑπῆρχε οὔτε καμιὰ ἀδήλωτη πόρνη γιὰ νὰ συλλάβει, οὔτε κανένας ναυτικὸς ποὺ νὰ τρέκλιζε ἀλλὰ οὔτε καὶ κανένας κλέϕτης ἢ δραπέτης· τώρα ὅμως ἔβλεπα πὼς ἡ κατάσταση ἦταν σοβαρή· ἤθελε νὰ μὲ συλλάβει. « ᾽ακολουθῆστε με...» «Καὶ γιὰ ποιό λόγο;» ρώτησα ἤρεμα. ᾽απρόσμενα, μιὰ λεπτὴ ἁλυσίδα περιέζωσε τὸν ἀριστερὸ καρπό μου, καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἤξερα πὼς ἤμουν καὶ πάλι χαμένος. στράϕηκα γιὰ τελευταία ϕορὰ πρὸς τοὺς γλάρους ποὺ πετοῦσαν, κοίταξα τὸν ὡραῖο γκρίζο οὐρανὸ κι ἐπιχείρησα μὲ ἀπότομη στροϕὴ νὰ πέσω στὸ νερό, μιὰ ποὺ προτιμοῦσα νὰ πνιγῶ ἀπὸ μόνος μου σὲ αὐτὸ τὸ κατραμόνερο παρὰ νὰ κάτσω νὰ μὲ στραγγαλίσουν οἱ δήμιοί μου ἢ νὰ μὲ ξαναρίξουν σὲ καμιὰ ϕυλακή. ῞Ομως ὁ ἀστυνόμος μὲ εἶχε τραβήξει μ᾽ἕνα τράνταγμα τόσο κοντά του, ποὺ κάθε ἀπόδραση καταντοῦσε ἀδύνατη. «Καὶ γιὰ ποιό λόγο;» ξαναρώτησα. «῾υπάρχει νόμος ποὺ ἐπιβάλλει νὰ εἶστε εὐτυχής». «Εἶμαι εὐτυχής», ϕώναξα. «Τὸ λυπητερό σας πρόσωπο...» εἶπε ἐκεῖνος καὶ κούνησε τὸ κεϕάλι του. «Μὰ ὁ νόμος αὐτὸς εἶναι καινούργιος», ἀντέτεινα. «Εἶναι τριάντα ἕξι ὡρῶν· κι ὅπως γνωρίζετε καλά, κάθε νόμος τίθεται ἐν ἰσχύι ἕνα εἰκοσιτετράωρο μετὰ τὴν ἐξαγγελία του». «Μὰ δὲν τὸν γνωρίζω». «Τοῦτο δὲν σᾶς προστατεύει ἀπὸ τὴν τιμωρία. ῾Ο νόμος ἀνακοινώθηκε ἀπ ᾽ὅλα τὰ μεγάϕωνα καὶ ἀπ ᾽ὅλες τὶς ἐϕημερίδες· σ ᾽ ἐκείνους δέ –ἐδῶ μὲ κοίταξε περι-


232

ΧαΪνρΙΧ ΜΠΕΛ

ϕρονητικά–, σ ᾽ἐκείνους ποὺ δὲν μετέχουν τῶν ἀγαθῶν τοῦ Τύπου καὶ τοῦ ραδιοϕώνου γνωστοποιήθηκε μέσω προκηρύξεων ποὺ ρίχτηκαν σὲ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς ἐπικράτειας. ῎Ετσι θὰ καταϕανεῖ, λοιπόν, ποῦ διήλθατε τὶς τελευταῖες τριάντα ἕξι ὧρες, σύντροϕε». Μ ᾽ἔσερνε πέρα. Καὶ μόλις τότε διαπίστωσα γιὰ πρώτη ϕορὰ πὼς ἔκανε κρύο καὶ πὼς δὲν εἶχα παλτό, μόλις τότε θέριεψε ἡ πείνα μου κι ἔκανε τὸ στομάχι μου νὰ γουργουρίζει, μόλις τότε κατάλαβα ἐπιπλέον πὼς ἤμουν βρόμικος, ἀξύριστος καὶ κουρελής, καὶ πὼς ὑπῆρχαν νόμοι σύμϕωνα μὲ τοὺς ὁποίους κάθε σύντροϕος ὄϕειλε νὰ εἶναι καθαρός, ξυρισμένος, εὐτυχὴς καὶ χορτάτος. Μὲ ἔσπρωχνε πρὸς τὰ μπρὸς σὰν σκιάχτρο πού, καθὼς εἶχε πιαστεῖ νὰ κλέβει, θά ᾽πρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν τόπο τῶν ὀνείρων του στὴν ἄκρη τοῦ χωραϕιοῦ. Οἱ δρόμοι ἦταν ἄδειοι καὶ ἡ διαδρομὴ ὣς τὸ τμῆμα δὲν ἦταν μεγάλη, καὶ καθὼς γνώριζα ὅτι σύντομα θὰ ξανάβρισκαν μιὰν αἰτία γιὰ νὰ μὲ ϕυλακίσουν, ἡ καρδιά μου σϕίχτηκε, γιατὶ μὲ περνοῦσε ἀπὸ μέρη τῶν νεανικῶν μου χρόνων ποὺ σκόπευα νὰ τὰ ἐπισκεϕθῶ μετὰ τὴν ἐπίσκεψή μου στὸ λιμάνι: κῆποι ποὺ ἦταν ἄλλοτε γεμάτοι θάμνους, ὡραῖοι μὲς στὴν ἀκαταστασία τους, καὶ κατάϕυτοι δρόμοι – ὅλ᾽αὐτὰ εἶχαν πιὰ σχεδιαστεῖ καὶ διευθετηθεῖ, ἦταν καθαρά, ὀρθογωνισμένα, εἶχαν τακτοποιηθεῖ γιὰ τοὺς πατριωτικοὺς συλλόγους, ποὺ τὶς Δευτέρες, τὶς Τετάρτες καὶ τὰ σάββατα ὄϕειλαν νὰ κάνουν ἐκεῖ τὶς παρελάσεις τους. Μονάχα ὁ οὐρανὸς ἦταν ὅπως ἄλλοτε, κι ὁ ἀέρας ἦταν ὅπως τὶς μέρες ἐκεῖνες ποὺ ἡ ψυχή μου ἦταν γεμάτη ὄνειρα. Διαβαίνοντας, πρόσεξα ἐδῶ κι ἐκεῖ ὅτι σὲ κάποιους


ΤΟ ΛυΠηΤΕρΟ ΜΟυ ΠρΟσ ΩΠΟ

233

στρατῶνες τοῦ ἔρωτα εἶχε ἀναρτηθεῖ ὁ κρατικὸς πίνακας γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν σειρά, τὶς Τετάρτες, νὰ συμμετέχουν στὴν ὑγιεινὴ χαρά· ἐπίσης κάποια καπηλειὰ ἔμοιαζαν ἐξουσιοδοτημένα νὰ ἀναρτοῦν ἤδη τὸ ἔμβλημα τοῦ πιοτοῦ, δηλαδὴ ἕνα τενεκεδένιο ποτήρι μπίρας, χρωματισμένο μὲ διαγώνιες λουρίδες στὰ χρώματα τῆς αὐτοκρατορίας: ἀνοιχτὸ καϕετί, σκοῦρο καϕετί, ἀνοιχτὸ καϕετί. σίγουρα κυριαρχοῦσε ἤδη χαρὰ στὶς καρδιὲς ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναγράϕονταν στὸν κρατικὸ κατάλογο ἐκείνων ποὺ ἔχουν τὴν ἄδεια νὰ πίνουν τὶς Τετάρτες καὶ συνεπῶς θὰ συμμετεῖχαν στὴν μπιροποσία τῆς Τετάρτης. σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ συναντούσαμε ἦταν ἀποτυπωμένη ἡ ἀδιαμϕισβήτητη σϕραγίδα τοῦ ζήλου καὶ τὰ περιέβαλλε τὸ λεπτὸ ρευστὸ τῆς προθυμίας, καὶ μάλιστα ἀκόμα πιὸ μεγάλης ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀντιλαμβάνονταν τὸν ἀστυνομικό· ὅλοι βάδιζαν γρηγορότερα, ἔπαιρναν ὄψη ἐμϕορούμενη πλήρως ἀπὸ τὸ καθῆκον, καὶ οἱ γυναῖκες ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ καταστήματα πάσχιζαν νὰ προσδώσουν στὰ πρόσωπά τους τὴν ἔκϕραση τῆς χαρᾶς ἐκείνης ποὺ ἀναμενόταν ἀπ ᾽αὐτές, ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἡ ἐντολὴ νὰ ἐπιδεικνύουν χαρὰ καὶ ζωηρὴ εὐθυμία γιὰ τὰ οἰκοκυρικὰ καθήκοντα, ποὺ ἐπιτάσσουν στὴ γυναίκα τὸ βράδυ νὰ στυλώνει τὸν κρατικὸ ἐργάτη μὲ καλὸ ϕαγητό. ῞Ολ᾽αὐτὰ τὰ πρόσωπα μᾶς ἀπέϕευγαν ὡστόσο ἐπιδέξια, ἔτσι ποὺ νὰ μὴ χρειαστεῖ κανένα τους νὰ διασταυρωθεῖ μαζί μας· ὅπου ἐμϕανίζονταν στὸ δρόμο ἴχνη ζωῆς, ἐξαϕανίζονταν εἴκοσι βήματα πιὸ μπροστά μας. ῾Ο καθένας κοίταζε νὰ τρυπώσει γρήγορα σ ᾽ἕνα κατάστημα ἢ νὰ στρίψει στὴ γωνία, καὶ κάποιοι θὰ πρέπει νὰ ἔμπαιναν σ ᾽ἕνα ἄγνωστό τους σπίτι καὶ νὰ περίμεναν ϕοβι-


234

ΧαΪνρΙΧ ΜΠΕΛ

σμένοι πίσω ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα μέχρι νὰ σβήσει ὁ ἀπόηχος τῶν βημάτων μας. Μιὰ ϕορὰ μονάχα, ἐκεῖ ποὺ διασχίζαμε ἕνα σταυροδρόμι, ἔπεσε πάνω μας ἕνας ἀρκετὰ ἡλικιωμένος ἄντρας, στὸν ὁποῖο ἀναγνώρισα, ϕευγαλέα, τὰ διακριτικὰ ἑνὸς δημοδιδασκάλου· καθὼς τοῦ ἦταν ἀδύνατον πιὰ νὰ μᾶς ἀποϕύγει, προσπάθησε, ἀϕοῦ πρῶτα χαιρέτησε κατὰ τὰ κεκανονισμένα τὸν ἀστυνόμο, χτυπώντας μὲ τὴν παλάμη τρεῖς ϕορὲς τὸ κεϕάλι του, σὲ ἔνδειξη πλήρους ὑποταγῆς, προσπάθησε, λοιπόν, νὰ ἐκπληρώσει τὸ καθῆκον του, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἀπ ᾽αὐτὸν νὰ μὲ ϕτύσει τρεῖς ϕορὲς κατάμουτρα καὶ νὰ μὲ ἀναθεματίσει μὲ τὴν ἐπιβεβλημένη κραυγή: «Προδοτικὸ γουρούνι». στόχευσε σωστά, ὅμως ἡ μέρα ἦταν ζεστή, καὶ τὸ λαρύγγι του θὰ πρέπει νὰ ἦταν στεγνό, γιατὶ μὲ βρῆκαν μερικὰ μόνο πενιχρὰ καὶ κάπως ἀνυπόστατα σταγονίδια, ποὺ ἐγώ, ἐνάντια στοὺς κανονισμούς, προσπάθησα ἄθελά μου νὰ τὰ σκουπίσω μὲ τὸ μανίκι μου· τοῦτο προκάλεσε μιὰ κλοτσιὰ στὸν πισινό μου καὶ μιὰ γροθιὰ στὴ μέση τῆς ραχοκοκαλιᾶς μου ἐκ μέρους τοῦ ἀστυνομικοῦ, ποὺ πρόσθεσε μὲ ἥσυχη ϕωνή: «Πρώτη βαθμίδα», ποὺ σήμαινε κάτι σάν: πρώτη καὶ ἁπλούστερη μορϕὴ τιμωρίας ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλει ὁποιοσδήποτε ἀστυνομικός. ῾Ο δάσκαλος ἔσπευσε νὰ ἐξαϕανιστεῖ ἀπὸ μπροστά μας. ᾽Εκτὸς ἀπ ᾽αὐτόν, οἱ πάντες κατάϕεραν νὰ μᾶς ἀποϕύγουν πλὴν μιᾶς γυναίκας ἀκόμα, ποὺ σὲ κάποιο στρατώνα τοῦ ἔρωτα ἀέριζε τὰ δωμάτια, σύμϕωνα μὲ τὶς προδιαγραϕές, πρὶν ἀπὸ τὶς βραδινὲς διασκεδάσεις· ἦταν μιὰ χλομὴ καὶ παχουλὴ ξανθούλα, ποὺ μοῦ ἔστειλε ἕνα ϕιλάκι στὰ κλεϕτὰ καὶ ποὺ ἐγὼ τῆς τὸ ἀνταπέδωσα μὲ


ΤΟ ΛυΠηΤΕρΟ ΜΟυ ΠρΟσ ΩΠΟ

235

ἕνα χαμόγελο ὅλος εὐγνωμοσύνη. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἀστυνομικὸς πάσχιζε νὰ καμωθεῖ πὼς δὲν εἶχε τίποτα ἀντιληϕθεῖ, ἀϕοῦ τοὺς ζητεῖται νὰ ἐπιτρέπουν σ ᾽ αὐτὲς τὶς γυναῖκες ἐλευθερίες ποὺ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλο σύντροϕο θὰ ἐπέσυραν ἐπιτόπου αὐστηρὲς ποινές· γιατὶ, λόγω τοῦ ὅτι αὐτὲς συνεισϕέρουν σημαντικὰ στὴν αὔξηση τῆς γενικῆς χαρᾶς γιὰ ἐργασία, τοὺς ἀναγνωρίζεται ἕνα ξεχωριστὸ καθεστώς, σὰν νὰ μὴν ὑπόκεινται στὴν ἐξουσία τοῦ νόμου· καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ μιὰ παραχώρηση τῆς ὁποίας τὴν ἐμβέλεια στιγμάτισε ὡς ἔνδειξη ἔναρξης ϕιλελευθεροποίησης ὁ ἐπίσημος ϕιλόσοϕος τοῦ κράτους δόκτωρ δόκτωρ δόκτωρ Μπλάιγκετ στὸ ἐπιβεβλημένο ἐπίσημο περιοδικὸ (κρατικῆς) ϕιλοσοϕίας. Τὸ εἶχα διαβάσει τὴν προηγούμενη μέρα καθ ᾽ ὁδὸν πρὸς τὴν πρωτεύουσα, ὅταν βρῆκα στὸ ἀποχωρητήριο ἑνὸς χωριατόσπιτου μερικὲς σελίδες τοῦ περιοδικοῦ αὐτοῦ, ποὺ κάποιος ϕοιτητής –πιθανῶς ὁ γιὸς τοῦ χωρικοῦ– τὸ εἶχε στολίσει μὲ πολὺ πνευματώδη σχόλια. Εὐτυχῶς ϕτάσαμε ἐπιτέλους στὸ τμῆμα πάνω στὴν ὥρα ποὺ ἠχοῦσαν οἱ σειρῆνες, πράγμα ποὺ σήμαινε ὅτι θὰ πλημύριζαν οἱ δρόμοι ἀπὸ ἄτομα μὲ ἤπια εὐτυχία ζωγραϕισμένη στὸ πρόσωπό τους (ἐπειδὴ εἶχε διαταχθεῖ νὰ μὴ δείχνουν ὑπερβολικὴ χαρὰ στὸ σχόλασμα, εἰδάλλως τοῦτο θὰ σήμαινε πὼς ἡ ἐργασία εἶναι ϕόρτος· ζητωκραυγὲς ἔπρεπε ἀπεναντίας νὰ κυριαρχοῦν κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐργασίας, ζητωκραυγὲς καὶ τραγούδια). ῞Ολα αὐτὰ τὰ χιλιάδες ἄτομα θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ϕτύσουν. ῎αλλωστε ὁ ἦχος τῶν σειρήνων σήμαινε πὼς ἀπέμεναν δέκα λεπτὰ ἀκόμη ὣς τὴ λήξη τῆς ἐργασίας, γιατὶ ὁ καθένας εἶχε λάβει τὴν παραίνεση νὰ ἐπιδίδεται σὲ δεκά-


236

ΧαΪνρΙΧ ΜΠΕΛ

λεπτο ριζικὸ πλύσιμο, σύμϕωνα μὲ τὴ ρήση τοῦ τωρινοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ κράτους: εὐτυχία καὶ σαπούνι. Τὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα αὐτῆς τῆς συνοικίας, ποὺ ἦταν ἕνας ἁπλὸς μπετονένιος κύβος, ϕυλασσόταν στὴν πόρτα του ἀπὸ δύο ϕρουρούς, ποὺ μοῦ ἐπεϕύλαξαν, καθὼς διάβαινα, τὸ σύνηθες «σωματικὸ μέτρο», δηλαδὴ μὲ χτύπησαν δυνατὰ μὲ τὶς ξιϕολόγχες τους στὸν κρόταϕο καὶ μοῦ βρόντηξαν τὴν κάννη τῶν περιστρόϕων τους στὴν κλείδα, σύμϕωνα μὲ τὸ προοίμιο τοῦ κρατικοῦ νόμου ὑπ ᾽ ἀριθ. 1 : « ῞Εκαστον ἀστυνομικὸν ὄργανον ὀϕείλει ἔναντι τοῦ αἰχμαλωτισθέντος (ἐννοοῦν τοῦ συλληϕθέντος) νὰ δεικνύῃ τὴν ἐξουσίαν ἣν ἐκπροσωπεῖ, ἐξαιρέσει ἐκείνου ὅστις προβαίνει εἰς τὴν αἰχμαλώτισιν, διότι οὗτος θὰ ἀπολαύσῃ τῆς εὐτυχίας, κατὰ τὴν ἀνάκρισιν, νὰ ἐϕαρμόσῃ τὰ ἀπαραίτητα σωματικὰ μέτρα». ῾Ο ἴδιος κρατικὸς νόμος ὑπ ᾽ἀριθ. 1 περιλαμβάνει καὶ τὴν ἑξῆς διατύπωση: « ῞Εκαστον ἀστυνομικὸν ὄργανον δύναται νὰ τιμωρῇ, ὀϕείλει νὰ τμωρῇ οἱονδήποτε κατέστη ἔνοχος παραπτώματος. Δι᾽ ἅπαντας τοὺς συντρόϕους οὐδεμία ἀσυλία τιμωρίας ὑϕίσταται, εἰ μὴ μόνον τὸ ἐνδεχόμενον ἀπαλλαγῆς ἐκ τῆς τιμωρίας». Διασχίσαμε ἕναν μακρύ, γυμνὸ διάδρομο μὲ πολλὰ μεγάλα παράθυρα. Κατόπιν μιὰ πόρτα ἄνοιξε αὐτόματα, γιατὶ οἱ ϕρουροὶ εἶχαν ἐν τῶ μεταξὺ ἀνακοινώσει τὴν ἄϕιξή μας, κι ἐκεῖνες τὶς μέρες ποὺ ὅλοι ἦταν εὐτυχισμένοι, εὔψυχοι καὶ τακτικοί, καὶ ὁ καθένας τους πάσχιζε νὰ καταναλώσει τὴν ἐπιβεβλημένη λίβρα σαπούνι, ἡ ἄϕιξη καὶ μόνο κάποιου ποὺ τὸν εἶχαν τσακώσει (συλλάβει) ἀποτελοῦσε σημαντικὸ γεγονός. Μπήκαμε σ ᾽ἕνα σχεδὸν ἄδειο δωμάτιο, ποὺ περιεῖ-


ΤΟ ΛυΠηΤΕρΟ ΜΟυ ΠρΟσ ΩΠΟ

237

χε μονάχα ἕνα γραϕεῖο μὲ τηλεϕωνικὴ συσκευὴ καὶ δύο πολυθρόνες· ἐγὼ ὄϕειλα νὰ σταθῶ στὴ μέση τοῦ δωματίου. ῾Ο ἀστυνομικὸς ἔβγαλε τὸ κράνος του καὶ κάθισε. στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε ἡσυχία καὶ δὲν συνέβη τίποτα. ῎Ετσι ϕέρονται πάντοτε, κι αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο. ῎Ενιωθα τὸ πρόσωπό μου ὅλο καὶ περισσότερο νὰ καταρρέει· ἤμουν κουρασμένος καὶ πεινοῦσα, καὶ εἶχα χάσει, ἐπειδὴ ἤξερα πὼς ἤμουν χαμένος, ἀκόμα καὶ τὸ παραμικρότερο ἴχνος ἐκείνης τῆς, μὲς στὴ λύπη, εὐτυχίας μου. ῞υστερα ἀπὸ μερικὰ δευτερόλεπτα μπῆκε μέσα, σιωπηλά, ἕνας ὠχρὸς καὶ μεγαλόσωμος ἄντρας μὲ τὴν καϕετιὰ στολὴ τοῦ προανακριτῆ. Κάθισε δίχως νὰ πεῖ κουβέντα καὶ μὲ κοίταζε. « ᾽Επάγγελμα;» «῾απλὸς σύντροϕος». «Γεννηθείς;» «Τὴν πρώτη πρώτου τοῦ ἕνα», εἶπα. «Τελευταία ἀπασχόληση;» «Κατάδικος». Οἱ δυό τους ἀλληλοκοιτάχτηκαν. «Πότε καὶ ποῦ ἡ ἀποϕυλάκιση;» «Χθές, κτήριο 12, κελὶ 13». «Μὲ προορισμό;» «Τὴν πρωτεύουσα». «Πιστοποιητικό». Πῆρα τὸ ἀποϕυλακιστήριό μου ἀπὸ τὴν τσέπη μου καὶ τοῦ τὸ ἔδωσα. Τὸ ἐπισύναψε στὴν πράσινη καρτέλα ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ τὴ συμπληρώνει μὲ τὰ στοιχεῖα μου. «Ποιό τὸ ἀδίκημά σου;»


238

ΧαΪνρΙΧ ΜΠΕΛ

«Εὐτυχισμένο πρόσωπο». Οἱ δυό τους ἀλληλοκοιτάχτηκαν. « ᾽Εξηγήσου», εἶπε ὁ προανακριτής. «Τὸ εὐτυχισμένο μου πρόσωπο», εἶπα «ἔκανε, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἐντύπωση σ ᾽ ἕναν ἀστυνομικὸ μιὰ μέρα ποὺ εἶχε ἐπιβληθεῖ γενικὸ πένθος. ῏ηταν ἡ μέρα θανάτου τοῦ ᾽αρχηγοῦ». «Διάρκεια ποινῆς;» «Πέντε». «Διαγωγή;» «Κακή». «αἰτία;» « ᾽Ελλιπὴς προθυμία πρὸς ἐργασίαν». «Τελειώσαμε». ῾Ο προανακριτὴς σηκώθηκε τότε, ἦρθε πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μὲ μιὰ γροθιὰ μοῦ ἔσπασε κυριολεκτικὰ τὰ τρία μεσαῖα μπροστινὰ δόντια: ἦταν ἡ ἔνδειξη πὼς ἔπρεπε νὰ στιγματιστῶ ὡς ὑπότροπος, ἕνα αὐστηρότερο ἀπὸ τ ᾽ ἄλλα μέτρο, ποὺ δὲν τὸ εἶχα ὑπολογίσει. Κατόπιν ὁ προανακριτὴς βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο, καὶ μπῆκε μέσα ἕνα χοντρὸ παλικάρι μὲ σκούρα καϕετιὰ στολή: ὁ ἀνακριτής. Μὲ χτύπησαν ὅλοι: ὁ ἀνακριτής, ὁ ἀνώτερος ἀνακριτής, ὁ ἀνώτατος ἀνακριτής, ὁ ἀρχικὸς δικαστὴς καὶ ὁ τελικὸς δικαστής, ἐνῶ ὁ ἀστυνομικὸς ὁλοκλήρωνε ὅλα τὰ σωματικὰ μέτρα ὅπως τὰ ὅριζε ὁ νόμος· καὶ μὲ καταδίκασαν, λόγω τοῦ λυπητεροῦ προσώπου μου, σὲ δέκα χρόνια κάθειρξη, ὅπως πέντε χρόνια νωρίτερα μὲ εἶχαν καταδικάσει σὲ πέντε χρόνια λόγω τοῦ εὐτυχισμένου προσώπου μου.


ΤΟ ΛυΠηΤΕρΟ ΜΟυ ΠρΟσ ΩΠΟ

239

᾽Εγὼ ὅμως πρέπει νὰ προσπαθήσω νὰ μὴν ἔχω κανένα πρόσωπο πιά, οὔτε εὐτυχισμένο οὔτε λυπημένο, ἐϕόσον τὰ καταϕέρω νὰ ἐπιβιώσω, τὰ ἑπόμενα δέκα χρόνια, μὲ εὐτυχία καὶ σαπούνι...1

1. Τίτλος πρωτοτύπου: «Mein trauriges Gesicht», Deutsche Erzähler der Gegenwart, ἐπιμ. Willi Fehse, Reclam, στουτγάρδη 1962 (α´ἔκδ. 1959), σσ. 82-90.

Πρώτη δημοσίευση αὐτῆς τῆς μετάϕρασης: περιοδικὸ Νέα Πορεία, ἔτος να´, τχ. 605-607, ᾽Ιούλ.-σεπτ. 2005, σσ. 192-199. Τὸ διήγημα ἔχει ἐπίσης δημοσιευτεῖ, μὲ τίτλο «Τὸ λυπημένο μου πρόσωπο», σὲ μετάϕραση τοῦ Φάνη Τουλούπη: περιοδικὸ Δοκιμασία, τχ. 10, Δεκ. 1974.


240

ΧαΪνρΙΧ ΜΠΕΛ

Χάινριχ Μπέλ (Heinrich Böll, Κολωνία 1917 - Λάνγκενμπροϊχ/ρηνανίαΠαλατινάτο 1985)

Γερμανὸς συγγραϕέας. Γόνος μικροαστικῆς καθολικῆς οἰκογένειας, σπούδασε βιβλιοθηκονομία. Τὸ 1938-1939 ἐργάστηκε στὸ Δημόσιο, ὁπότε στρατεύτηκε μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Πολέμησε στὸ δυτικὸ καὶ στὸ ἀνατολικὸ μέτωπο, πιάστηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς ᾽αμερικανοὺς καὶ τὸ 1945 ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του. Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1947 καὶ 1950 ἀπέκτησε τρεῖς γιούς. Τὸ 1947 ἄρχισε νὰ δημοσιεύει τὰ πρῶτα του διηγήματα σὲ ἐϕημερίδες καὶ περιοδικά. ῎Εγραψε κυρίως μυθιστορήματα ἀλλὰ καὶ διηγήματα, ραδιοϕωνικὰ θεατρικὰ ἔργα καὶ δοκίμια. στὸ ἔργο του, διαποτισμένο ἀπὸ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ πίστη, ἀπεικόνισε τὴν κατάρρευση τῆς ἡττημένης Γερμανίας, ὅπως στὸ μυθιστόρημά του Der Zug war pünktlich, 1949 (Τὸ τρένο ἦρθε στὴν ὥρα του, Γράμματα 1984), καθὼς καὶ τὴ μεταπολεμικὴ ἀνόρθωση τῆς χώρας του, ἡ ὁποία βασίστηκε στὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὰ μυθιστορήματά του Billiard um halb zehn, 1959 (Μπιλιάρδο στὶς ἐννιὰ καὶ μισή, Γράμματα 1995) καὶ Ansichten eines Clowns, 1963 ( Οἱ ἀπόψεις ἑνὸς κλόουν, Γράμματα 1986). Χαρακτηριστικὸ τοῦ ὕϕους του εἶναι πολλὲς ϕορὲς τὸ ἰδιότυπο χιούμορ. Ταξίδεψε ἐπανειλημμένως στὴν ᾽Ιρλανδία, ποὺ τοῦ ἐνέπνευσε τὸ βιβλίο Irisches Tagebuch (1957), καθὼς καὶ στὴ σοβιετικὴ ῞Ενωση. Τιμήθηκε μὲ διάϕορα γερμανικὰ λογοτεχνικὰ βραβεῖα: Βραβεῖο τῆς ῾Ομάδας 47 (1951)


ΒΙΟΓραΦΙΚΟ σηΜΕΙΩΜα

241

καὶ Βραβεῖο Γκέοργκ Μπίχνερ (1967). Τὸ 1972 τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ Βραβεῖο νομπὲλ τῆς Λογοτεχνίας. ῾Ως πρόεδρος τοῦ PEN-CLUB τῆς τότε Δυτικῆς Γερμανίας (19701972) καθὼς καὶ τοῦ Διεθνοῦς PEN (1971-1974) ἀσχολήθηκε μὲ τὰ ζητήματα τῶν συγγραϕέων καὶ πολλὲς ϕορὲς μὲ τὶς περιπτώσεις καταπιεσμένων συναδέλϕων του σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. στρατεύθηκε ἐπίσης στὸ ϕιλειρηνικὸ κίνημα κατὰ τῶν παγκόσμιων ἐξοπλιστικῶν προγραμμάτων. στὰ ἑλληνικὰ ἔχουν ἐκδοθεῖ πολλὰ ἔργα του.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.