Fernando Pessoa
Τὰ ποιήμὰΤὰ ΤοΥ ὰΛμπΕΡΤο ΚὰΕΪΡο Πρόλογος τοῦ Ρικάρντο Ρέις Σημειώσεις εἰς μνήμην τοῦ δασκάλου μου Καέιρο τοῦ ῎ὰλβαρο ντὲ Κάμπος Εἰσαγωγὴ-μετάϕραση-Σημειώσεις
Μαρία Παπαδήμα
GUTENBERG
᾽Α θήνα 2014
Ο ΦΥΛ Α Κ ΑΣ ΤΩ Ν ΚΟΠΑΔΙΩ Ν
33
ΙΙ
Τὸ βλέμμα μου εἶναι καθαρὸ σὰν ἡλιοτρόπιο. Συνηθίζω νὰ περπατάω στοὺς δρόμους κοιτάζοντας μιὰ δεξιὰ καὶ μιὰ ἀριστερά, καὶ πότε πότε πίσω μου… Κι αὐτὸ ποὺ βλέπω κάθε στιγμὴ εἶναι ὅ,τι ποτὲ πρὶν δὲν εἶχα δεῖ, τὰ ξέρω ἐγὼ ὅλα αὐτὰ πολὺ καλά… Καὶ ξέρω νὰ σαστίζω μὲ τὸν ἑαυτό μου σὰν ἕνα βρέϕος ποὺ μόλις γεννιέται, καταλαβαίνει πὼς γεννήθηκε στ’ ἀλήθεια… Νιώθω νὰ γεννιέμαι κάθε στιγμὴ γιὰ τὴν αἰώνια νιότη τοῦ κόσμου… Πιστεύω στὸν κόσμο ὅπως σὲ μιὰ μαργαρίτα, γιατὶ τὸν βλέπω. ᾽Αλλὰ δὲν τὸν σκέϕτομαι, γιατὶ σκέϕτομαι εἶναι δὲν καταλαβαίνω… ῾ Ο κόσμος δὲν ἔγινε γιὰ νὰ τὸν σκεϕτόμαστε (σκέϕτομαι σημαίνει εἶναι ἄρρωστα τὰ μάτια μου) ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν κοιτᾶμε καὶ νὰ συμϕωνοῦμε μαζί του. ᾽ Εγὼ δὲν ἔχω ϕιλοσοϕία: ἔχω αἰσθήσεις… ῍ Αν μιλάω στὴ Φύση δὲν εἶναι γιατὶ ξέρω τί εἶναι,
34
ΤΑ ΠΟΙΗΜ ΑΤΑ ΤΟΥ Α ΛΜΠΕΡΤΟ Κ ΑΕΪΡΟ
ἀλλὰ γιατὶ τὴν ἀγαπῶ, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὴν ἀγαπῶ, γιατὶ ὅποιος ἀγαπάει ποτὲ δὲν ξέρει τί ἀγαπάει, οὔτε ξέρει γιατί ἀγαπάει, οὔτε τί εἶναι ἀγαπῶ… ᾽Αγαπῶ εἶναι ἡ αἰώνια ἀθωότητα, καὶ ἡ μοναδικὴ ἀθωότητα εἶναι δὲν σκέϕτομαι…
Ο ΦΥΛ Α Κ ΑΣ ΤΩ Ν ΚΟΠΑΔΙΩ Ν
35
ΙΙΙ
Τὸ σούρουπο, σκύβω ἀπ’ τὸ παράθυρο, καὶ ξέροντας μὲ μιὰ λοξὴ ματιὰ ὅτι μπροστά μου ἔχει χωράϕια, διαβάζω μέχρι νὰ νιώσω τὰ μάτια μου νὰ καῖνε τὸ βιβλίο τοῦ Σεζάριο Βέρδε. ῎ Αχ, πόσο τὸν λυπᾶμαι! ῏ Ηταν ἕνας χωρικὸς ποὺ περπατοῦσε στὴν πόλη αἰχμάλωτος ἐν ἐλευθερία. ᾽Αλλὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κοιτοῦσε τὰ σπίτια, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο παρατηροῦσε τοὺς δρόμους, τὸ πῶς θωροῦσε τοὺς ἀνθρώπους, ἦταν σὰν κάποιος ποὺ κοιτάζει τὰ δέντρα, ποὺ ρίχνει τὰ μάτια χαμηλὰ στὸ δρόμο ποὺ βαδίζει καὶ προχωράει κοιτάζοντας τὰ λουλούδια στὰ χωράϕια… Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν πάντα τόσο λυπημένος, ἂν καὶ ποτὲ δὲν ὁμολόγησε τὴ λύπη του, περπατοῦσε στὴν πόλη σὰν κάποιος ποὺ δὲν περπατάει στὴν ἐξοχὴ λυπημένος σὰν νὰ πατίκωνε λουλούδια μέσα στὰ βιβλία καὶ νά ’βαζε ϕυτὰ στὶς γλάστρες…
36
ΤΑ ΠΟΙΗΜ ΑΤΑ ΤΟΥ Α ΛΜΠΕΡΤΟ Κ ΑΕΪΡΟ
IV
᾽Απόψε ἡ καταιγίδα κατρακύλησε ἀπ’ τὶς πλαγιὲς τοῦ οὐρανοῦ, σὰν πελώρια κοτρόνα… Σὰν κάποιος ποὺ ἀπὸ ἕνα παράθυρο ψηλὰ τινάζει τὸ τραπεζομάντιλο, καὶ τὰ ψίχουλα, πέϕτοντας ὅλα μαζὶ κάνουν ἕνα θόρυβο ἡ βροχὴ ἔπεσε συρίζοντας ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ σκοτείνιασε τὰ μονοπάτια… ῞ Οταν οἱ ἀστραπὲς συντάραζαν τὴν ἀτμόσϕαιρα καὶ ταρακουνοῦσαν τὸ σύμπαν σὰν ἕνα μεγάλο κεϕάλι ποὺ γνέϕει ὄχι, δὲν ξέρω γιατί –δὲν ἔνιωθα ϕόβο– μοῦ ἦρθε νὰ προσευχηθῶ στὴν ῾ Αγία Βαρβάρα σὰν νά ’μουν ἡ γριὰ θεία κάποιου… Γιατὶ προσευχόμενος στὴν ῾ Αγία Βαρβάρα θά ’νιωθα ἀκόμα πιὸ ἁπλὸς ἀπ’ ὅ,τι νομίζω πὼς εἶμαι… Θά ’νιωθα οἰκεῖος καὶ σπιτικὸς σὰν κάποιος ποὺ πέρασε τὴ ζωή του ἥσυχα, σὰν τὴ μάντρα τοῦ περιβολιοῦ,
Ο ΦΥΛ Α Κ ΑΣ ΤΩ Ν ΚΟΠΑΔΙΩ Ν
37
ἔχοντας ἰδέες καὶ συναισθήματα ἐγγενῶς ὅπως ἕνα λουλούδι ἔχει ἄρωμα καὶ χρῶμα… Θὰ ἔνιωθα σὰν κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ πιστεύει στὴν ῾ Αγία Βαρβάρα… ῎ Α, νὰ μπορεῖς νὰ πιστεύεις στὴν ῾ Αγία Βαρβάρα! ( ῞ Οποιος πιστεύει στὴν ῾ Αγία Βαρβάρα, νομίζει πὼς εἶναι πρόσωπο ὑπαρκτὸ καὶ ὁρατὸ ἢ τί ἄλλο νομίζει γι’ αὐτήν;) (Τί τέχνασμα! Τί ξέρουν τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα, τὰ κοπάδια, γιὰ τὴν ῾ Αγία Βαρβάρα;… ῞ Ενα κλαδὶ δέντρου, ἂν σκεϕτόταν, ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κατασκευάσει ἁγίους μήτε ἀγγέλους… Θὰ νόμιζε πὼς ὁ ἥλιος ϕωτίζει, καὶ πὼς ἡ καταιγίδα εἶναι πολλοὶ ἄνθρωποι θυμωμένοι ἀπὸ πάνω μας… ῎ Α, πὼς οἱ πιὸ ἁπλοϊκοὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἄρρωστοι καὶ μπερδεμένοι καὶ χαζοὶ μπροστὰ στὴν ἀπόλυτη ἁπλότητα καὶ τὴν ὑγεία μὲ τὴν ὁποία ὑπάρχουν τὰ δέντρα καὶ τὰ ϕυτά!) Καί, σὰν τὰ σκέϕτηκα ὅλα αὐτά,
38
ΤΑ ΠΟΙΗΜ ΑΤΑ ΤΟΥ Α ΛΜΠΕΡΤΟ Κ ΑΕΪΡΟ
ἀπόμεινα πάλι λιγότερο εὐτυχής… ᾽Απόμεινα σκοτεινὸς καὶ πονεμένος καὶ ὑπόγειος σὰν τὴ μέρα ὅπου ὁλημερὶς ἡ καταιγίδα ἀπειλεῖ καὶ πέϕτει ἡ νύχτα δίχως νὰ ϕανεῖ…
Ο ΦΥΛ Α Κ ΑΣ ΤΩ Ν ΚΟΠΑΔΙΩ Ν
39
V
Ὑπάρχει ἀρκετὴ μεταϕυσικὴ στὸ νὰ μὴ σκέϕτεσαι τίποτα. Τί σκέϕτομαι ἐγὼ γιὰ τὸν κόσμο; Ποῦ νὰ ξέρω τί σκέϕτομαι γιὰ τὸν κόσμο! ῍ Αν ἀρρώσταινα θὰ τὸ σκεϕτόμουν. Τί ἰδέα ἔχω ἐγὼ γιὰ τὰ πράγματα; Τί γνώμη ἔχω γιὰ τὶς αἰτίες καὶ τὰ ἀποτελέσματα; Τί σκέϕτομαι γιὰ τοὺς Θεούς, τὴν ψυχὴ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου; Δὲν ξέρω. Γιὰ μένα σκέϕτομαι εἶναι κλείνω τὰ μάτια καὶ δὲν σκέϕτομαι. Εἶναι τραβάω τὶς κουρτίνες τοῦ παραθύρου μου (ἀλλὰ δὲν ἔχει κουρτίνες). Τὸ μυστήριο τῶν πραγμάτων; Ποῦ νὰ ξέρω τί εἶναι μυστήριο! Τὸ μοναδικὸ μυστήριο εἶναι πὼς ὑπάρχει κάποιος ποὺ σκέϕτεται τὸ μυστήριο. ῞ Οποιος στέκεται στὸν ἥλιο καὶ κλείνει τὰ μάτια, ἀρχίζει νὰ μὴν ξέρει τί εἶναι ὁ ἥλιος καὶ νὰ σκέϕτεται πολλὰ πράγματα ὅλο ζέστη.
40
ΤΑ ΠΟΙΗΜ ΑΤΑ ΤΟΥ Α ΛΜΠΕΡΤΟ Κ ΑΕΪΡΟ
᾽Αλλὰ ἀνοίγει τὰ μάτια καὶ βλέπει τὸν ἥλιο, καὶ πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ σκέϕτεται τίποτα, γιατὶ τὸ ϕῶς τοῦ ἥλιου ἀξίζει πιότερο ἀπ’ τὶς σκέψεις ὅλων τῶν ϕιλοσόϕων καὶ τῶν ποιητῶν μαζί. Τὸ ϕῶς τοῦ ἥλιου δὲν ξέρει τί κάνει γι’ αὐτὸ καὶ δὲν σϕάλλει καὶ εἶναι καλὸ καὶ κοινὸ γιὰ ὅλους. Μεταϕυσική; Τί μεταϕυσικὴ ἔχουν ἐκεῖνα τὰ δέντρα; ῞ Οτι εἶναι πράσινα, πυκνόϕυλλα, ἔχουν κλαδιά, ὅτι δίνουν στὴν ὥρα τους καρπούς, κι αὐτὸ δὲν μᾶς κάνει νὰ σκεϕτόμαστε, ἐμᾶς, ποὺ δὲν ξέρουμε νὰ τὰ ξεχωρίζουμε. ᾽Αλλὰ τί καλύτερη μεταϕυσικὴ ἀπ’ τὴ δική τους, ποὺ εἶναι πὼς δὲν ξέρουν γιατί ζοῦν καὶ οὔτε ξέρουν πὼς δὲν τὸ ξέρουν; «Μυστικὴ ὑπόσταση τῶν πραγμάτων»… «Μυστικὸ νόημα τοῦ σύμπαντος»… ῞ Ολα αὐτὰ εἶναι λάθος, ὅλα αὐτὰ δὲν θέλουν νὰ ποῦν τίποτα. Εἶναι ἀπίστευτο ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ σκέϕτεται. Εἶναι σὰν νὰ σκέϕτεσαι αἰτίες καὶ σκοποὺς τὴν ὥρα ποὺ ἀνατέλλει ἡ μέρα καὶ ἀπ’ τὴ μεριὰ τῶν δέντρων ἕνα ἀκαθόριστο χρυσὸ λάμπει διώχνοντας τὸ σκοτάδι.
Ο ΦΥΛ Α Κ ΑΣ ΤΩ Ν ΚΟΠΑΔΙΩ Ν
41
Σκέϕτομαι τὸ μυστικὸ νόημα τῶν πραγμάτων εἶναι σὰν νὰ τὸ μεγαλώνω, εἶναι σὰν νὰ σκέϕτομαι τὴν ὑγεία ἢ νὰ γεμίζω ἕνα ποτήρι μὲ τὸ νερὸ τῆς πηγῆς. Τὸ μόνο μυστικὸ νόημα τῶν πραγμάτων εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν κανένα νόημα. Δὲν πιστεύω στὸ Θεὸ γιατὶ ποτὲ δὲν τὸν εἶδα. ῍ Αν ἤθελε νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν, θὰ ’ρχόταν ἀσϕαλῶς νὰ μοῦ μιλήσει θὰ περνοῦσε τὸ κατώϕλι μου καὶ θὰ μοῦ ’λεγε: Νά με! ( ῎ Ισως αὐτὸ εἶναι γελοῖο στ’ αὐτιὰ ὅποιου, ἐπειδὴ δὲν ξέρει τί σημαίνει κοιτάζω τὰ πράγματα, δὲν καταλαβαίνει ἐκεῖνον ποὺ μιλάει γι’ αὐτὰ καὶ μᾶς μαθαίνει τελικὰ πῶς νὰ τὰ κοιτάζουμε.) ᾽Αλλὰ ἂν ὁ Θεὸς εἶναι τὰ λουλούδια καὶ τὰ δέντρα, τὰ βουνά, ὁ ἥλιος καὶ τὸ ϕεγγαρόϕωτο, τότε πιστεύω σ’ αὐτόν, τότε πιστεύω σ’ αὐτὸν κάθε στιγμή, κι ἡ ζωή μου ὁλόκληρη εἶναι δέηση καὶ λειτουργία, κοινωνία μὲ τὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά.
42
ΤΑ ΠΟΙΗΜ ΑΤΑ ΤΟΥ Α ΛΜΠΕΡΤΟ Κ ΑΕΪΡΟ
᾽Αλλὰ ἂν ὁ Θεὸς εἶναι τὰ δέντρα καὶ τὰ λουλούδια, τὰ βουνά, ὁ ἥλιος καὶ τὸ ϕεγγαρόϕωτο, γιατί τότε νὰ τὸν λέω Θεό; Θὰ τὸν λέω λουλούδια καὶ δέντρα καὶ βουνὰ καὶ ἥλιο καὶ ϕεγγαρόϕωτο γιατὶ ἂν ἔγινε, γιὰ νὰ τὸν δῶ, ἥλιος καὶ ϕεγγαρόϕωτο καὶ λουλούδια καὶ δέντρα καὶ βουνά, ἂν ἐμϕανίζεται σ’ ἐμένα σὰν δέντρα καὶ βουνά, ἥλιος καὶ ϕεγγαρόϕωτο καὶ λουλούδια, εἶναι γιατὶ θέλει νὰ τὸν γνωρίσω σὰν δέντρα καὶ βουνὰ καὶ λουλούδια καὶ ϕεγγαρόϕωτο καὶ ἥλιο. Κι ἐγὼ γι’ αὐτὸ τὸν ὑπακούω, (τί περισσότερο ξέρω ἐγὼ γιὰ τὸ Θεὸ ἀπ’ ὅ,τι ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του;) Τὸν ὑπακούω, ζώντας αὐθόρμητα, σὰν κάποιος ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια καὶ βλέπει, καὶ τὸν λέω ϕεγγαρόϕωτο καὶ ἥλιο καὶ λουλούδια καὶ δέντρα καὶ βουνά, καὶ τὸν ἀγαπάω χωρὶς νὰ τὸν σκέϕτομαι, καὶ τὸν σκέϕτομαι βλέποντας καὶ ἀκούγοντας, καὶ μαζί του εἶμαι τὴν κάθε στιγμή.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks