EdGAR ALLAN PoE
ΠΟΙΗΜ ΑΤΑ ΤΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ Προλεγόμενα - Μετάϕραση
Γιῶργος Βαρθαλίτης ᾽ Επιμέλεια
Δημήτρης Α ᾽ ρμάος Εἰκονογράϕηση
W. Heath Robinson
GUTENBERG
᾽Α θήνα 2015
ΠΕ ρΙ Ε χΟΜ Ε ΝΑ
Προλεγόμενα στὰ Ποιητικὰ ᾽Ανάλεκτα τοῦ Πόε
11
[Πρόλογος στὴν ῎ Εκδοση τοῦ 1845] . . . . . . . . . .
25
Τὸ Κοράκι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ᾽ Ελεονώρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῞ Υμνος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Βαλεντίνη» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κολοσσαῖο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στὴν ῾ Ελένη [2] . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στὴν —— [2]. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οὐλαλούμ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οἱ Καμπάνες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αἴνιγμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῎ Ανναμπελ Λή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στὴ Μητέρα μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τὸ Στοιχειωμένο Παλάτι . . . . . . . . . . . . . . . . . .
27 35 39 41 43 47 51 53 59 65 67 69 71
[ 9 ]
10
ΠΕ ρ Ι Ε χΟΜ Ε ΝΑ
῾ Ο Νικητὴς Σκώληξ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στὴ Φ——ς Σ. ῎ Ο——ντ . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σὲ Κάποια στὸν Παράδεισο . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾ Η Κοιλάδα τῆς Ταραχῆς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾ Η Βυθισμένη Πολιτεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μαγικὴ χώρα [2]. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾ Η Κοιμωμένη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σιωπή. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῎ Ονειρο μὲς στ ᾽ ῎ Ονειρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δῆμος ᾽ Ονείρων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζάκυνθος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εὐλαλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ᾽ Ελντοράντο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ᾽ Ισραϕήλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γιὰ τὴν ῎ Αννα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στὴ [Μ]—— . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ᾽ Επιθαλάμιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στὴ Φ—— . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
75 77 79 81 83 87 91 95 97 99 103 105 107 109 113 119 121 123
Μερικὲς Πληροϕορίες. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 125 ῎Εντγκαρ ῎Αλαν Πόε: Συνοπτικὸ χρονολόγιο Βίου καὶ ῎ Εργου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 135
ΤΟ ΚΟρΑ ΚΙ (“ The Raven”, 1844-1845)
ΟΠΩΣ ἔσκυβα μ᾽ ἀνία τὰ μεσάνυχτα μιὰ μέρα πάνω ἀπὸ παλιὰ βιβλία, ἄγνωστα, σιβυλλικά, κι ὅπως μ᾽ ἔπαιρνεν ὁ ὕπνος, ἄξαϕνα ἄκουσα ἀπὸ πέρα κάποιος νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ δωμάτιου μου ἁπαλά. «Κάποιος ἐπισκέπτης», εἶπα, «θά ᾽ ναι ποὺ χτυπᾶ ἁπαλά – τοῦτο θά ᾽ ναι μοναχά.» ῎ Α, θυμᾶμαι στοῦ Δεκέμβρη μὲς στὴ σκοτεινιὰ τὴν κρύα ποὺ ἥσκιους σκόρπιζαν οἱ ϕλόγες καθὼς σβῆναν ὅλην ὥρα. ῎ Ηθελα νὰ ξημερώσει – κι ἔψαχνα μὲς στὰ βιβλία λήθη νά ᾽ βρω γιὰ τὴ θλίψη, πού ᾽ σβησεν ἡ ᾽ Ελεονώρα, ἡ κοπέλα ποὺ οἱ ἀγγέλοι ϕώναζαν ᾽ Ελεονώρα – τ ώ ρ α στῶν νεκρῶν τὴ χώρα.
[ 27 ]
28
EdGAR ALLAN PoE, ΠοιΗΜΑΤΑ. ΤΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ
Κι οἱ μεταξωτὲς κουρτίνες, ὅπως θρόιζαν στὰ ἐρέβη πορϕυρὲς καὶ μυστηριώδεις, τρόμο μοῦ ᾽ ϕερναν μεγάλο, κι εἶπα νιώθοντας βαθιά μου τὴν καρδιά μου νὰ παλεύει: «Κάποιος ἐπισκέπτης τώρα θέλει μέσα νὰ τὸν βάλω – κάποιος ἀργοπορημένος θέλει μέσα νὰ τὸν βάλω. Μόνο αὐτὸ καὶ τίποτε ἄλλο.» ῾ Η ψυχή μου πῆρε θάρρος κι εἶπα διόλου ἀργοπορώντας: «συγχωρέσετέ με, κύριε ἢ κυρία, παρακαλῶ. Μὰ στ ᾽ ἀλήθεια ἐγὼ κοιμόμουν κι ἐσεῖς ἤρθατε χτυπώντας καὶ μοῦ κρούσατε τὴν πόρτα μ᾽ ἕνα χτύπημα ἁπαλό, ποὺ δὲν τ ᾽ ἄκουσα καθόλου.» – Μά, σὰν ἄνοιξα νὰ δῶ, σκότος μοναχὰ πηχτό. Καί, κοιτώντας στὸ σκοτάδι, ἡ καρδιά μου σταματοῦσε, καὶ κανεὶς θνητὸς δὲν εἶδε ἐϕιάλτη σὰν καὶ τώρα. Μὰ σιγὴ βαθιὰ ἁπλωνόταν καὶ τὸ σκότος δὲν μιλοῦσε καὶ ψιθύρισα τὴ λέξη μὲς στὴ νύχτα: «᾽ Ελεονώρα!»
EdGAR ALLAN PoE, ΠοιΗΜΑΤΑ. ΤΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ
29
Κι ἀντιλάλησεν ἡ νύχτα κι εἶπε πάλι: «᾽ Ελεονώρα!» Τίποτε ἄλλο αὐτὴ τὴν ὥρα. Καὶ ξανὰ γυρνώντας μέσα μὲ ϕωτιὰ μὲς στὸ μυαλό μου, ἄκουσα ἕνα χτύπο πάλι ἀπὸ πρὶν πιὸ δυνατό. Κι εἶπα: «Σίγουρα εἶναι κάτι πάνω στὸ παράθυρό μου. ῍ Ας κοιτάξω τώρα λίγο γιὰ νὰ βρῶ τὸ μυστικό! Τώρα ἠρέμησε, καρδιά μου, γιὰ νὰ βρῶ τὸ μυστικό! Μόνο ὁ ἀγέρας εἶναι ἐδῶ.» Μὰ ἀπὸ τὸ παράθυρό μου τ ᾽ ἀνοιχτὸ ϕτεροκοπώντας ἀπ ᾽ ἀρχαίους καιροὺς κοράκι μαῦρο καὶ τρανὸ κοπιάζει. Δίχως νὰ μὲ χαιρετήσει κὰν γιὰ λίγο σταματώντας, ἴδιος ἄρχοντας, ἐπάνω ἀπ ᾽ τὴν πόρτα μου κουρνιάζει σὲ μιὰ προτομὴ Παλλάδας –πάνω ἐκεῖ πάει καὶ κουρνιάζει– καὶ κανεὶς δὲν τὸ ταράζει. Μὰ τὸ μαῦρο τὸ κοράκι κάπως μοῦ ᾽ διωξε τὴ θλίψη, καὶ γελοῦσα νὰ τὸ βλέπω σ ᾽ ἕνα τέτοιο μαῦρο χάλι.
30
EdGAR ALLAN PoE, ΠοιΗΜΑΤΑ. ΤΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ
« ῍ Αν καὶ μαδημένο», τοῦ εἰπα, «ἡ ἀνδρεία δὲν σοῦ ᾽ χει λείψει, ὄρνιο ἀρχαῖο καὶ μακάβριο ἀπ ᾽ τῆς νύχτας τ ᾽ ἀκρογιάλι – πές μου πῶς σὲ λένε στοῦ ῞ Αδη καὶ τῆς νύχτας τ ᾽ ἀκρογιάλι.» Κι εἶπε ἐκεῖνο: «Ποτὲ πάλι.» Θαύμασα ποὺ τ ᾽ ἄχαρο ὄρνιο καθαρὰ μοῦ εἰχε ἀπαντήσει, ὅσο κι ἂν ἡ ἀπάντησή του ἔννοια δὲν εἶχε μεγάλη. ῞ Ομως λίγα ἀνθρώπινα ὄντα –ὁ καθεὶς θὰ συμϕωνήσει– εἶδαν στὴ δική τους πόρτα ὄρνιο τέτοιο νὰ προβάλλει – πάνω ἀπὸ γλυπτὸ κεϕάλι ὄρνιο τέτοιο νὰ προβάλλει, ποὺ τὸ λένε «Ποτὲ πάλι». Τὸ κοράκι καθισμένο στὴν Παλλάδα μοναχό του, μ᾽ ὅλη τὴν ψυχή του ἐτοῦτον λέει τὸν λόγο τὸν στερνό. Τίποτε ἔπειτα δὲν εἶπε, μήτε κούνησε ϕτερό του, ὅταν εἶπα: «Κι ἄλλοι ϕίλοι ϕύγαν πρὶν ἀπὸ καιρό – καὶ θὰ ϕύγει ὅπως κι οἱ ἐλπίδες ϕύγαν πρὶν ἀπὸ καιρό.» «Ποτὲ πάλι», μοῦ εἶπε αὐτό.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks