σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
ΓΙα ΤΟ ΠαΙΔΙ ὁ ᾽Οκτώβριος ἦταν ὁ μήνας τοῦ λυκόϕωτος. Μοναδικὸς σκοπός του ἦταν ἡ προετοιμασία γιὰ τὸν χειμώνα· ᾽Οκτώβριος σήμαινε ἐπιϕυλακή, χλομὸς ἥλιος ποὺ κλεινόταν ὅπως τὸ σαλιγκάρι στὸ κέλυϕος, χαμήλωμα καὶ σϕίξιμο ἀπέναντι στὸ πολύμηνο κρύο. Κι ἐκείνη τὴ χρονιά, ποὺ ὁ πατέρας ἀγόρασε τὴ γουρούνα ἀπὸ τὸ παζάρι στὸν βορρὰ καὶ τὴ μάντρωσε πίσω ἀπὸ τὸν ἀχυρώνα γιὰ νὰ τὴν παχύνει, διαισθάνθηκε πόσο διέϕεραν οἱ δυὸ λογῆς ἑτοιμασίες γύρω του. Τὸ γεϕυράκι λύθηκε σὲ κομμάτια καὶ σανίδες καὶ στοιβάχτηκε στὸ πατάρι τοῦ ἀχυρώνα. Τὰ ξύλα του θὰ ξανάμπαιναν στὴ θέση τους τὴν ἄνοιξη, ὅταν θὰ εἶχε περάσει ὁ κίνδυνος τοῦ πάγου καὶ τῆς ὑπερχείλισης. ῞Ομως ἡ γουρούνα δὲν θὰ ἐπέστρεϕε· τὴν ἑτοίμαζαν γιὰ κάτι ἄλλο, ἀνέκκλητο. Κάθε πρωὶ τὸ παιδὶ κουβαλοῦσε στὸ μαντρὶ τὸν κουβὰ μὲ τὸν χυλό της, κρατώντας μιὰ μυτερὴ βέργα γιὰ νὰ διώχνει τὸ ἀϕηνιασμένο ζῶο ἐνῶ ἔχυνε στὴν ταΐστρα τὸν λασπερὸ πολτὸ ἀπὸ ϕλοῦδες πατάτας καὶ μήλου, ἀπὸ χοιρινὲς πέτσες, ξινισμένο γάλα καὶ κόρα. ῾η γουρούνα τὸ μαγνήτιζε, παρότι τὴ μισοῦσε ὁλόψυχα. Δὲν ὑπέϕερε τὴ δυσωδία τοῦ χυλοῦ, τὴν ἀδέξια καὶ λαίμαργη βιασύνη της ὅταν τὴ ζύγωνε μὲ τὸν κουβά, τὰ βυθισμένα στὸ λίπος γουρουνίσια μάτια της, τὸ λαστιχένιο ρύγχος καὶ τὴ λίγδα ποὺ κάλυπτε σὰν κρούστα τὸ τραχύ της
160
WALLACE STEGNER
δέρμα. ῾Ωστόσο καθόταν καὶ τὴ χάζευε νὰ καταβροχθίζει τὸ ϕαΐ της χωμένη στὴν ταΐστρα, καὶ μερικὲς ϕορὲς τὴν ἔξυνε μὲ τὸ ραβδί, θαυμάζοντας τὴ βαθιὰ καὶ κτηνώδη ἡδονὴ ποὺ πρόδιδαν τὸ κύρτωμα τῆς ράχης καὶ τὰ σπηλαιώδη γουργουρητὰ τῶν σπλάχνων της. Κατὰ μία ἔννοια, ἡ γουρούνα ἦταν προσωπικός του ἐχθρός. Δικό της ϕταίξιμο ἦταν ἡ ἀηδιαστικὴ ἀγγαρεία ποὺ ἔκανε καθημερινά. αὐτὴ ἔϕταιγε γιὰ τὴν ἀποϕορὰ ποὺ τὸ ἀνακάτευε ὅταν περνοῦσε ἀπὸ τὸ μαντρί. ῏ηταν βρομερή, ἀχόρταγη καὶ ἀποκρουστική. ᾽αλλὰ ταυτόχρονα τὴν ἔβρισκε συναρπαστική, ἴσως ἐπειδὴ ἡ ἀκόρεστη ὄρεξή της τὴν ἔβλαπτε καὶ ἡ τροϕή της ἰσοδυναμοῦσε μὲ θάνατο, ὄχι μὲ ζωή. Τὴ μέρα ποὺ τὸ ἔσκασε ἀπὸ τὸ μαντρὶ καὶ παιδιά, σκυλιὰ καὶ γυναῖκες μὲ ἀνασηκωμένες ποδιὲς τὴν ἔδιωχναν ἀπὸ τὰ χόρτα τῆς ἀκροποταμιᾶς πασχίζοντας μὲ σϕυρίγματα νὰ τὴν ὁδηγήσουν πίσω στὴ στάνη, τὸ παιδὶ καὶ ὁ ἀδερϕός του ὁ Τσὲτ κοντοστάθηκαν στὸν ϕράχτη ξέπνοοι ἀπὸ τὸ κυνηγητὸ κι ὁρκίστηκαν πὼς ἡ τιμωρία της δὲν θ ᾽ἀργοῦσε. σὲ μιὰ βδομάδα θὰ ἔπαυε νὰ τοὺς σκοτίζει. ῾Ο Τσὲτ τὴ σημάδεψε μὲ μιὰ νοερὴ καραμπίνα στὸ μπροστινὸ ἀριστερὸ πόδι κι ὕστερα ἀνέλαβε ὁ Μπροὺς καὶ τῆς ἔριξε στὸ δόξα πατρί. ῎Εϕυγαν ἔπειτα ἥσυχοι καὶ κατὰ κάποιον τρόπο συμϕιλιωμένοι μαζί της, γιατὶ ὅσο σιχαμερή, δύσοσμη, λαίμαργη κι ἐνοχλητικὴ κι ἂν ἦταν, γι᾽αὐτοὺς εἶχε κιόλας ψοϕήσει. Ξαπλωμένος στὸ εὐρύχωρο διπλὸ κρεβάτι, ὁ Μπροὺς στριϕογύρισε, χασμουρήθηκε, ἅπλωσε τὰ πόδια καὶ τὰ τράβηξε μόλις ἄγγιξαν τὸ κρύο κάγκελο, ὕστερα ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σήκωσε τὸ βλέμμα. Τὸ μουτζουρωμένο τα-
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
161
βάνι, λερωμένο ἀπὸ τοὺς ἀϕροὺς τῆς πυροσβεστικῆς ἀπ ᾽ ὅταν εἶχε καεῖ ἡ σοϕίτα, ἔμοιαζε μὲ δάσος. ῾Ο Μπροὺς διέκρινε ἕνα πουλὶ μὲ μακρὺ καὶ γαμψὸ ράμϕος πάνω σ ᾽ἕνα κλαδί. Χασμουρήθηκε ξανὰ μὲ μάτια μισόκλειστα κι ἔστρεψε τὸ κεϕάλι. ᾽απ ᾽αὐτὴ τὴ μεριά, ἡ κηλίδα δὲν ἦταν πουλὶ ἀλλὰ ἕνα ἀνοιχτὸ αὐτοκίνητο ποὺ ἔβγαζε καπνὸ ἀπὸ τὴν ἐξάτμιση. Διέτρεξε τὴν ὀροϕὴ σταματώντας στὶς ϕιγοῦρες γιὰ τὶς ὁποῖες εἶχαν συμϕωνήσει ὁριστικὰ μὲ τὸν Τσέτ: στὴν ἀγριόγατα μὲ τὸ λευκὸ ἀγριωπὸ μάτι, στὸν ἄντρα ποὺ ἀνέμιζε ἕνα λάβαρο καὶ στὴ γυναίκα μὲ τὰ χοντρὰ πόδια καὶ τὸν μπόγο στὴν πλάτη. Τὶς χάζευε ἀνάσκελα ἀϕήνοντας τὸν ὕπνο νὰ γλιστρᾶ σιγὰ σιγὰ ἀπὸ πάνω του. ᾽απὸ τὸ ἰσόγειο ἀκούστηκαν ὑπόκωϕοι ἦχοι –γδοῦποι, ἡ κλαγγὴ τῆς κατσαρόλας– καὶ ὁ Μπροὺς γύρισε πρὸς τὸ παράθυρο. ῏ηταν ἀκόμα νωρίς, οἱ ἡλιαχτίδες μόλις ποὺ χάιδευαν τὴ στέγη τοῦ ἀχυρώνα. συνήθως οἱ γονεῖς του δέν... ῎Εχωσε μιὰ σκουντιὰ στὸν Τσέτ. «Ξύπνα ! ῎Εϕτασε ἡ μέρα γιὰ τὸ γουρούνι». ῾Ο Τσὲτ τινάχτηκε, τεντώθηκε, μουρμούρισε καὶ ἀνακάθισε. Τὰ μαλλιά του ἦταν ἀνάκατα, ἔβραζε ἀπὸ θυμό. «Μὴν τυχὸν καὶ μοῦ ξαναρίξεις ἀγκωνιά, ᾽ντάξει; Τί τρέχει;» «Τὸ γουρούνι. σήμερα θὰ τὸ σϕάξει ὁ μπαμπάς». «Δὲν πά᾽νὰ πνιγεῖ τὸ βρομογούρουνο;» εἶπε ὁ Τσέτ, ἀλλά, προτοῦ καλὰ καλὰ ὁ ἀδερϕός του ϕορέσει τὶς μακριὲς μαῦρες κάλτσες του, σηκώθηκε κι αὐτὸς καὶ ἄρχισε νὰ ντύνεται. ῾Ο Μπροὺς τὸν πρόλαβε καὶ κατέβηκε ἕνα λεπτὸ νωρίτερα.
162
WALLACE STEGNER
῾η κουζίνα ἦταν ζεστή. στὴν ἑστία ἄχνιζαν ἡ λεκάνη καὶ τὸ χάλκινο κατσαρόλι. ᾽απὸ συνήθεια, τὰ παιδιὰ ζάρωσαν μπροστὰ στὸν ϕοῦρνο μὲ τὴν πλάτη στραμμένη στὸ ἀνοιχτὸ πορτάκι, χαζεύοντας τὸν πατέρα ποὺ τέλειωνε τὸν καϕέ του. ῾Ο πατέρας ϕαινόταν εὐδιάθετος. ῎Εκλεισε τὸ μάτι στὸν Τσὲτ καὶ εἶπε: «Πῶς κι ἔτσι πρωινοί;» «θὰ σὲ βοηθήσουμε νὰ σϕάξεις τὸ γουρούνι». Πλάι στὸν νεροχύτη, ἡ μητέρα τοὺς κοιτοῦσε κρατώντας δυὸ μπὸλ μὲ χυλὸ ἀπὸ καλαμποκάλευρο. «Ξεχάστε το», εἶπε. «Καθίστε νὰ ϕᾶτε. Πλυθήκατε;» « ῎Οχι. θέλουμε νὰ δοῦμε». Τοὺς ἔνευσε νὰ πλησιάσουν κι ἔστρωσε τὸ τραπέζι. ᾽Ενῶ ἔτρωγαν, ὁ πατέρας τρόχιζε καθιστὸς τὸ χασαπομάχαιρο σ ᾽ἕνα κεραμικὸ ἀκόνι. Τὰ παιδιὰ παρακολουθοῦσαν. «Πῶς θὰ τὴ σϕάξεις;» ρώτησε ὁ Μπρούς. «θὰ τῆς κόψεις τὸν λαιμό;» «Μπρούς !» ϕώναξε ἡ μητέρα. « ῍ας μᾶς ἀπαντήσει!» εἶπε ὁ Τσὲτ καί, κοιτώντας τὴ λάμψη στὴ μύτη τῆς λεπίδας, πρόσθεσε: «Ποτάμι τὸ αἷμα, ἔ;» «Καλύτερα νὰ πᾶτε στοὺς θάμνους ἢ στοὺς ἀμμόλοϕους νὰ παίξετε», εἶπε ἡ μητέρα. «αὐτὴ ἡ δουλειὰ εἶναι βρόμικη, ὅλο αἵματα. Τί νὰ δεῖτε; θά ᾽πρεπε νὰ τὸ λυπάστε τὸ καημένο τὸ ζωντανό». Γέλασαν εἰρωνικά. ῾Ο Μπροὺς ἔδιωξε τὴν εἰκόνα τοῦ κομμένου λαιμοῦ ἀπὸ τὸ μυαλό του κι ἔριξε μιὰ γροθιὰ στὸ μπράτσο τοῦ Τσέτ. «Τέλος ὁ χυλός», εἶπε, «κουβάλημα τέλος».
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
163
῾Ο Τσὲτ ἀνταπέδωσε τὸ χτύπημα: «Τέλος ἡ γουρούνα, δὲν θὰ ξαναχώσει τὴ μούρη της στὴν κοπριά». «Λουκάνικα τὸ πρωί». «Μπριζόλες τὸ βράδυ». ῎αρχισαν νὰ χαχανίζουν καὶ ὁ πατέρας τοὺς κοίταξε γελώντας. «Κανίβαλοι», εἶπε. ῞απλωσε τὸ χέρι, τράβηξε μὲ τὸν ἀντίχειρα καὶ τὸν δείκτη μιὰ τούϕα ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τοῦ Τσὲτ καὶ τὴν ἔκοψε μὲ μιὰ καλοζυγισμένη κίνηση τοῦ μαχαιριοῦ. ῾Ο Τσὲτ τὸν κοίταξε ψηλαϕώντας τὸ βεβηλωμένο του κεϕάλι. «Δὲν κάνει νὰ βλέπουν τέτοια πράγματα», ψέλλισε ἡ μητέρα. «Μπορεῖ νὰ σκοτώνουν τυϕλοπόντικες κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί ἄλλο στὰ χωράϕια, ὅμως αὐτὸ εἶναι χειρότερο». ῾Ο πατέρας σηκώθηκε. «βλακεῖες», εἶπε. « ῎Εβλεπα συνέχεια σϕαξίματα ὅταν ἤμουν παιδί. Τί θές; νὰ γίνουν τίποτα λαπάδες, νὰ μὴν μποροῦν νὰ πιάσουν ἕναν κόκορα καὶ νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεϕάλι;» «Καὶ πάλι νομίζω ὅτι δὲν πρέπει. ῞Οταν ἤμουν μικρή, μ᾽ἔβαλαν νὰ μαζέψω σὲ μιὰ λεκάνη τὸ αἷμα γιὰ νὰ ϕτιάξουμε αἱματιά. Εἶχα ἐϕιάλτες γιὰ ἕναν μήνα...» Γύρισε πρὸς τὸν ϕοῦρνο καὶ ὁ Μπροὺς εἶδε ὅτι ἔτρεμε λὲς κι εἶχε κρυολογήσει. Τὴ ϕαντάστηκε σκυμμένη κάτω ἀπ ᾽τὸν κομμένο κόκκινο λαιμὸ τοῦ γουρουνιοῦ μὲ τὴ λεκάνη στὸ χέρι καὶ στραβοκατάπιε. ᾽αλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ πατέρας κατέβηκε στὸ ὑπόγειο γιὰ νὰ πάρει τὴν εἰκοσιδυάρα καραμπίνα τοῦ Τσὲτ καί, ὥσπου νὰ πιάσει τὸ μαχαίρι καὶ νὰ βγεῖ, τὰ παιδιὰ δὲν ξεκολλοῦσαν ἀπὸ πίσω του. «Μπρούς», εἶπε ἡ μητέρα, «μὴν πᾶς!»
164
WALLACE STEGNER
« ῎ασε με, ρὲ μαμά...» εἶπε καὶ τὴν παράκουσε συνειδητά. Τὸ πρωὶ ἦταν ἡλιόλουστο καὶ δροσερό. στὸν ἀέρα πλανιόταν ἡ ξινὴ μυρωδιὰ τοῦ προχωρημένου ϕθινοπώρου. στὸ βάθος τῆς στάνης, στὴν ἀντικρινὴ γωνία, ἡ γουρούνα ἀνασηκώθηκε καί, μὲ τὸ πλαδαρό της κορμὶ νὰ κρέμεται στὸ χῶμα, τοὺς περιεργάστηκε. Δὲν ζύγωσε καὶ ὁ Μπροὺς ἀναρωτήθηκε γιὰ ποιόν λόγο. ῎Ισως ἐπειδὴ δὲν κρατοῦσαν κουβά. ῾Ο Τσὲτ ἔγειρε στὴν περίϕραξη γελώντας περιϕρονητικά: « ῎Εννοια σου, γουρούνα, ἦρθε ἡ ὥρα σου». ᾽απὸ τὴν ἔξαψη, ὁ Μπροὺς ἔνιωθε τσιμπήματα στὰ πόδια. ῏ηταν ἀδύνατο νὰ σταθεῖ ἀκίνητος. Γαντζωμένος στὸν ϕράχτη, χοροπηδοῦσε οὐρλιάζοντας στὴ γουρούνα, ξεσπώντας μὲ τσιρίδες ὅλη του τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὴν ἀσχήμια καὶ τὴν ἀκόρεστη, κτηνώδη λαιμαργία της. Τὸ ζῶο μαζεύτηκε κι ὁ πατέρας τοὺς μάλωσε: «βουλῶστε το, θὰ τὴν ἀναστατώσετε. ῍αν θέλετε νὰ βοηθήσετε, καλῶς – ἂν δὲν μπορεῖτε νὰ κάτσετε ϕρόνιμα, γυρίστε σπίτι». ᾽Ενόσω γέμιζε τὴ ρέμινγκτον, τὰ παιδιὰ δὲν ἔβγαλαν μιλιά. ῾η γουρούνα ἔκανε μερικὰ βήματα μπρὸς ρουθουνίζοντας. Κοντοστάθηκε πλάι στὸν σωρὸ τῆς κοπριᾶς, κάτω ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα ἀπ ᾽ὅπου μπαινόβγαινε στὸν ἀχυρώνα, καὶ τοὺς κοίταξε ἐπιϕυλακτικά. «Ποῦ θὰ τῆς ρίξεις;» ψιθύρισε ὁ Τσέτ. «στὸ κεϕάλι», ἀπάντησε σιγανὰ ὁ πατέρας. «Δὲν θέλω τρύπες στὸ κρέας». στήριξε τὸ ὅπλο στὸν ϕράχτη καὶ σημάδεψε γιὰ ὥρα
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
165
– τὰ παιδιὰ νόμιζαν ὅτι πέρασαν ὁλόκληρα λεπτά. ῎Επειτα ἡ γουρούνα μετακινήθηκε κι ὁ πατέρας πῆρε τὸ δάχτυλο ἀπ ᾽τὴ σκανδάλη καὶ σηκώθηκε. ῾Ο Μπροὺς ξεϕύσησε σχηματίζοντας μὲ τὰ χνότα του ἕνα μακρόστενο ἀχνὸ συννεϕάκι. ῍αν ἡ γουρούνα δὲν εἶχε κουνηθεῖ, σκέϕτηκε, τώρα θὰ ἦταν νεκρή, θὰ εἶχε πέσει ξερὴ σὰν ἀποκεϕαλισμένο κοτόπουλο. Μιὰ τέτοια μέρα, ἐνῶ ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ ἡ πλάση λάμπει, αὐτὴ θὰ πέθαινε. Τὸ παιδὶ ξεροκατάπιε. ῾Ο πατέρας ἅπλωσε τὸ χέρι, ἔπιασε τὸ χασαπομάχαιρο καὶ τὸ στερέωσε στὴν πάνω τραβέρσα γιὰ νὰ τὸ ἔχει πρόχειρο. «Λοιπόν...» εἶπε. Φαινόταν κι αὐτὸς γεμάτος ἔξαψη. ῾η ἀνάσα βγῆκε κοϕτὴ ἀπ ᾽τὰ ρουθούνια του. ᾽ακούμπησε τὴν κάννη στὸν ϕράχτη καὶ κόλλησε τὸ μάγουλο στὸ κοντάκι. ῾η γουρούνα ἔσκυψε, ὀσμίστηκε τὴν κοπριὰ καί, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμεινε ἀκίνητη, τελείως ἀσάλευτη ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κόκκινα μάτια της ποὺ κοιτοῦσαν ψηλά, τὸ ὅπλο ἐκπυρσοκρότησε μ᾽ἕναν ψιλὸ κρότο σὰν ξερόκλαδο ποὺ σπάει. ῾η γουρούνα πετάχτηκε στὸν ἀέρα γρυλίζοντας ἐκκωϕαντικὰ μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, σωριάστηκε σκούζοντας, στάθηκε γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο στὰ πόδια της καὶ τίναξε τὸ κεϕάλι. ῎Επειτα, ταχύτερα ἀπ ᾽ὅσο μποροῦσε νὰ ϕανταστεῖ ὁ Μπρούς, βάλθηκε νὰ τρέχει γύρω γύρω στὸ μαντρί, ϕέρνοντας γύρους μὲ τὸ δυσκίνητο σῶμα της, πηδώντας ἔντρομη, ὁλόκληρη ἕνας αἰϕνίδιος καὶ ζωντανὸς πόνος. Οἱ ἐναγώνιες στριγγλιές της ἠχοῦσαν ἀδιάκοπα στὸν ἴδιο ἀνυπόϕορο τόνο, κόβοντας τὰ νεῦρα σὰν ξυράϕι. Γραπωμένος ἀπὸ τὴν τραβέρσα, ὁ Μπροὺς παρα-
166
WALLACE STEGNER
κολουθοῦσε ἀνήσυχος. ῎ακουσε τὸν κρότο τοῦ κλείστρου ὅταν ὁ πατέρας ἔβγαλε τὸν κάλυκα κι ὕστερα τὸν συριγμὸ τοῦ μετάλλου καθὼς γέμιζε ξανὰ τὴ θαλάμη. Τότε ὁ πατέρας ἄρχισε νὰ τρέχει· τὸ τρέξιμό του ἦταν σχεδὸν ἐξίσου ἀδέξιο μὲ τῆς γουρούνας, ἀλλὰ πιὸ ϕρικτό, γιατὶ αὐτὸς ἦταν ὁ ϕονιὰς κι αὐτὴ τὸ θύμα. Τὸ παιδὶ εἶδε τὴν ξαναμμένη ὄψη καὶ τὸ ἀνοιχτό του στόμα, καθὼς ἔκανε κύκλους μέσα στὸ μαντρὶ γιὰ νὰ τῆς ϕράξει τὸν δρόμο, νὰ τὴ στρυμώξει καὶ νὰ τῆς ξαναρίξει. Τὸ γρούξιμο, ἕνας ἀβάσταχτος ἐπιθανάτιος ρόγχος, ἐπέμενε ἐνόσω ἡ γουρούνα ὁρμοῦσε στὰ τυϕλὰ ἁλωνίζοντας τὴ στάνη. ῞Ενα κόκκινο ρυάκι κυλοῦσε ἀπὸ τὰ μάτια ὣς τὸ ρύγχος της, κι αὐτὴ συνέχιζε νὰ τρεκλίζει καὶ νὰ τρέχει – ἕνας θάνατος ποὺ ἀρνιόταν νὰ ἐπέλθει, ἕνα θηριῶδες καὶ ἀδηϕάγο πλάσμα ποὺ πληγωμένο κι ἑτοιμοθάνατο ἔσκουζε ἀπὸ πόνο. ῾Ο Μπρούς, παρότι πανικόβλητος κι ὁ ἴδιος, ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν προσέξει τὸν ἀγώνα τοῦ ζώου νὰ ξεϕύγει ἀπὸ τὸν ὁπλισμένο ἄνθρωπο. ῾η γουρούνα σκαρϕάλωσε στὸν σωρὸ τῆς κοπριᾶς κι ἐκεῖ στρυμώχτηκε, ὕστερα χύμηξε στὸ χῶμα, ἀμολήθηκε γύρω γύρω στὸ μαντρὶ καί, μ᾽ἕνα θεαματικὸ ἅλμα ἐν κινήσει, ξανανέβηκε στὴν κοπριὰ καὶ τρύπωσε στὸν ἀχυρώνα ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα. «θεὲ καὶ Κύριε!» ϕώναξε ὁ πατέρας. «Κλεῖστε της τὸν δρόμο! Τρέξτε!» Τὰ παιδιὰ ἔϕτασαν ταυτόχρονα στὴν πόρτα τοῦ ἀχυρώνα, ἔκλεισαν μὲ δύναμη τὸ κάτω ϕύλλο καὶ κοίταξαν μέσα. Οἱ ἄγριες στριγγλιὲς τῆς γουρούνας ἔρχονταν ἀπὸ τὸ ἄδειο πλέον βουστάσιο. Τὰ ἄλογα ποὺ σταβλίζονταν μπροστὰ ἔτρεμαν ἀλαϕιασμένα. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Τσὲτ
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
167
ἄνοιξε τὸ πάνω ϕύλλο, ἡ ϕοβισμένη ϕοράδα κλότσησε μὲ τὰ δυὸ πόδια κι ἀπὸ τὸ ταβάνι ἔπεσαν σκλῆθρες. ῾Ο πατέρας ἦρθε καὶ κοίταξε στὸ ἐσωτερικὸ σϕίγγοντας στὸ δεξὶ χέρι τὸ ὅπλο. ῎Εδειχνε τόσο ξαναμμένος, ποὺ ὁ Μπροὺς ζάρωσε στὴν ἄκρη. «Πηγαίνετε στὴν πίσω μεριά», εἶπε ὁ πατέρας. « ῍αν βγεῖ ἀπὸ τὴν τρύπα, βγάλτε μιὰ ϕωνὴ καὶ κρατῆστε τη μὲς στὴν περίϕραξη». Μπῆκε στὸν ἀχυρώνα καὶ τὰ παιδιὰ ἔτρεξαν στὸ μαντρὶ μὲ τὸ βλέμμα στὸ ἄνοιγμα πάνω ἀπ ᾽τὴν κοπριά, ἐνῶ οἱ πνιχτὲς τσιρίδες τῆς πληγωμένης γουρούνας ἀντηχοῦσαν. ῎ακουσαν τὶς στριγγλιὲς νὰ ὀξύνονται, ἄκουσαν τὸν καινούργιο ϕόβο ποὺ πρόδιδαν, σὲ λίγο τὶς ϕωνὲς τοῦ πατέρα· ἔπειτα τὸ ζῶο ὅρμησε ἀπὸ τὸ παράθυρο πηδώντας ὅπως ἕνα ἄλογο τὸν ϕράχτη, μὲ τὰ μπροστινὰ πόδια διπλωμένα καὶ τὰ πίσω μετέωρα. σκόνταψε στὸ περβάζι κι ἔπεσε κατρακυλώντας δίχως νὰ πάψει νὰ σκούζει. σηκώθηκε ἀστραπιαῖα τινάζοντας σπασμωδικὰ τὸ κεϕάλι καὶ τότε ὁ πατέρας, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ πρόβαλε στὴ γωνία, σημάδεψε καὶ πυροβόλησε. ῾η γουρούνα κοκάλωσε. Οἱ τσιρίδες δυνάμωσαν – ὁλοένα δυνάμωναν ὥσπου κορυϕώθηκαν σὲ μιὰ διαπεραστικὴ στριγγλιά. Τὸ παχὺ καὶ λασπωμένο σῶμα της συσπάστηκε ἀπ ᾽ἄκρη σ ᾽ἄκρη κι ἔγειρε. ῞απλωσε τὰ πόδια γιὰ νὰ στηριχτεῖ καὶ τὸ σκούξιμο χαμήλωσε κι ἔγινε ἕνας ἀνεπαίσθητος ψίθυρος, τὰ μπροστινὰ γόνατα λύγισαν, τὸ ρύγχος τρίϕτηκε στὴν κοπριὰ καὶ ὁ πατέρας πήδησε τὴν περίϕραξη κρατώντας τὸ μαχαίρι. Κι ὕστερα τὸ σκύψιμο, τὸ σκίρτημα τοῦ ὤμου, ὁ ἄλικος πίδακας τοῦ αἵματος... «Παναγιά μου!» εἶπε ὁ Τσέτ.
168
WALLACE STEGNER
Κοντανασαίνοντας, ὁ Μπροὺς θέλησε νὰ κοιτάξει, νὰ πεῖ κάτι γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὅλα ἦταν τέλεια καὶ καταπληκτικὰ κι ὅτι ἡ γουρούνα τιμωρήθηκε, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ βγάλει μιλιά. Εἶχε τραβήξει τὸ βλέμμα ἀπ ᾽τὸ μαντρί, ὅμως δὲν ἔϕευγε ἀπὸ μπρός του τὸ θέαμα τοῦ πατέρα πάνω ἀπὸ τὸ ἄψυχο ζῶο, ἔτσι ὅπως δέσποζε θριαμβευτὴς σϕίγγοντας τὸ ματωμένο χασαπομάχαιρο, μὲ πλάτη ϕαρδιὰ καὶ βαριά, γεμάτος τερατώδη δύναμη. Γεύτηκε ἕνα ἁλμυρὸ ὑγρὸ καὶ ξεροκατάπιε. «Πώ, ρὲ ϕίλε», εἶπε ὁ Τσέτ. «Εἶδες πῶς ἔτρεχε; Τὴν ἔϕαγε στὸ δόξα πατρί, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε τίποτα. ῎Ισα ποὺ τσίριξε κι ἄρχισε νὰ τρέχει». ῾Ο Μπροὺς γύρισε ἀκόμα πιὸ πέρα τὸ κεϕάλι καὶ πιάστηκε ἀπὸ τὴν τραβέρσα. ῎ακουσε τὴ ϕωνὴ τοῦ ἀδερϕοῦ του νὰ ξεμακραίνει, νὰ σβήνει. «Τί ἔπαθες; ᾽Εσὺ χλόμιασες». « ῎Οχι, ὄχι...» ψέλλισε ὁ Μπρούς. ῎Ισιωσε τὸ κορμὶ κι ἀνασηκώθηκε, ἀλλὰ διπλώθηκε ἀμέσως στὸν ϕράχτη καὶ ξέρασε τρέμοντας, πασχίζοντας μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ μὴ λιποθυμήσει. Μετὰ ἀπὸ ἕνα λεπτὸ ἤχησε ἡ ϕωνὴ τοῦ πατέρα, κοϕτὴ καὶ λαχανιασμένη ἀπ ᾽τὴν κούραση: «Δὲν ἄντεξες, ἔ; Τσέτ, εἶσ ᾽ἐντάξει;» ῾Ο Τσὲτ ἀπάντησε πὼς ἦταν ϕίνα, μιὰ χαρά. ῾Ο Μπροὺς γαντζώθηκε ἀπὸ τὶς ϕωνές τους, κρατήθηκε ἀπελπισμένα, γιατὶ ὅσο τὶς ἄκουγε, ὁ τρόμος δὲν ἦταν ἀπόλυτος καὶ δὲν κινδύνευε νὰ χάσει τὶς αἰσθήσεις του. «Γύρνα καλύτερα σπίτι», εἶπε ὁ πατέρας καὶ ὕψωσε τὴ ϕωνή: « ῎αντε, ρὲ λαπά!» ῾η μητέρα πλησίασε τὸν Μπρούς, τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
169
μπράτσο καὶ τὸν πῆγε στὸ σπίτι. Τὸ παιδί, προσπαθώντας ἀκόμα νὰ γραπωθεῖ σὰν ναυαγὸς ἀπὸ ϕωνὲς καὶ νοήματα, τὴν ἄκουσε νὰ λέει: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἤσουν μπροστά. Εἶναι ϕρικτό, τὸ ἤξερα...» ῎Εμεινε γιὰ κάμποσο ξαπλωμένος στὸν καναπὲ τῆς σάλας μὲ μάτια κλειστά. ῾η μητέρα πῆγε μιὰ ϕορὰ νὰ τὸν δεῖ, ἀλλὰ οἱ δουλειὲς στὴν κουζίνα καὶ στὴν αὐλὴ δὲν ἔπαιρναν ἀναβολὴ καὶ κάθισε κοντά του μόνο γιὰ λίγο. Παλεύοντας βουβὰ μὲ τὴ ναυτία, ἀϕουγκράστηκε τὴ ϕασαρία στὴν κουζίνα, τὰ βιαστικὰ βήματα καὶ τοὺς ψιθύρους. Καθὼς ἡ ζάλη ὑποχωροῦσε, θέλησε νὰ καταλάβει τί συνέβαινε. Κάποια στιγμὴ ἄνοιξε ἡ πόρτα κι ἀπὸ τὸν ἀχυρώνα ἔϕτασαν ἀγορίστικες ϕωνές. Γύρισε μπρούμυτα κι ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του ντροπιασμένος. Εἶχε ϕερθεῖ σὰν λαπάς. ῾Ο Τσὲτ δὲν εἶχε κάνει ἐμετό, οὔτε τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ ποὺ χάζευαν τὸ ξεκοίλιασμα στὴν αὐλή, ἀλλιῶς δὲν θὰ ξεϕώνιζαν ἔτσι. ῞Ομως κανένα τους δὲν εἶχε δεῖ τὸ τρέξιμο τῆς γουρούνας, δὲν εἶχε ἀκούσει τὶς στριγγλιές της, δὲν εἶχε δεῖ τὸν πατέρα νὰ σκύβει μὲ τὸ μαχαίρι... Κι ὡστόσο ἡ μητέρα ἦταν ἔξω καὶ βοηθοῦσε στὸ σϕάξιμο, παρότι εἶχε πεῖ ἐξαρχῆς ὅτι τὸ σιχαινόταν. ῞Ολοι βοηθοῦσαν ἐκτὸς ἀπ ᾽αὐτόν, ποὺ καθόταν μέσα σὰν μωρὸ γιατὶ δὲν ἄντεχε τὸ αἷμα. Κι ἂν τὸν εἶχαν βάλει νὰ τὸ μαζέψει, ὅπως εἶχαν βάλει τὴ μητέρα; ῾η σκέψη τοῦ ἔϕερε ἀναγούλα κι ἔμεινε ἀκίνητος. ῞υστερ᾽ἀπὸ λίγο ἀνακάθισε δειλὰ καὶ στήριξε τὰ πόδια του στὸ μπράτσο τοῦ καναπέ. Δὲν ἔνιωθε πιὰ ναυτία. ῎Επρεπε νὰ βγεῖ καὶ νὰ τοὺς δείξει πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἱκανὸς νὰ δεῖ τὴ σϕαγή.
170
WALLACE STEGNER
Τὸν πλημύρισε ἕνα ἀλλόκοτο, βαθὺ μίσος γιὰ τὴ γουρούνα. Τῆς ἄξιζαν οἱ σϕαῖρες καὶ τὸ μαχαίρι, τῆς ἄξιζε τὸ ξεκοίλιασμα. θὰ ἔβγαινε, θὰ γράπωνε τὰ σπλάχνα της, θὰ τὰ τραβοῦσε κι αὐτὰ θὰ ξεριζώνονταν μονομιᾶς σὰν μπόγος, ὅπως τὰ ἐντόσθια τῶν ψαριῶν. σηκώθηκε. ῾η ζαλάδα εἶχε περάσει. Τέντωσε τ ᾽ ἀϕτιά του, ὅμως ἀπὸ τὴν κουζίνα δὲν ἀκουγόταν τίποτα. ῏ηταν ὅλοι ἔξω. Πῆρε τρεῖς βαθιὲς εἰσπνοές, ὅπως προτοῦ πηδήσει πρώτη ϕορὰ τὴν ἄνοιξη ἀπὸ τὸν ψηλὸ βατήρα, καὶ ἄνοιξε τὴν πίσω πόρτα. ῾Ο πατέρας καθόταν ἀνακούρκουδα στὸ χῶμα ἀνάμεσα σὲ τέσσερα παιδιά. Τὸ γουρούνι ἦταν ἄϕαντο. ῾Ο Μπροὺς εἶδε τὴ μητέρα σκυμμένη σὲ μιὰ σκάϕη. Ψηλά, στὴ γωνία τοῦ ἀχυρώνα, ἕνα σκοινὶ τυλιγόταν σὲ μιὰ τροχαλία καὶ κατέληγε στὰ πόδια τοῦ πατέρα. ῾Ο πατέρας τὸ ἔπιασε καὶ τὸ τράβηξε, τὰ παιδιὰ τὸν μιμήθηκαν πέϕτοντας τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο καὶ τότε ϕάνηκε ἡ γουρούνα. ῞Ομως δὲν ἦταν πιὰ γουρούνα, δὲν ἦταν ζῶο, δὲν ἦταν τὸ τέρας μὲ τὸ τραχὺ καὶ λασπωμένο δέρμα ποὺ τὸ τάιζε χυλὸ ὅλο τὸ ϕθινόπωρο. Τὸ πλάσμα ποὺ ἀνέβαινε πρὸς τὸ καρούλι ἦταν γδαρμένο, ροδαλὸ καὶ ἄτριχο σὰν τὰ σϕαχτὰ στὸ χασάπικο τοῦ Χάιμι Γκρός. Καθὼς ἀναδευόταν κρεμασμένο ἀνάποδα, ὁ Μπροὺς εἶδε τὸ ἀνασάλεμα τῆς ἀνοιχτῆς κοιλιᾶς καὶ μέσα τὴν κόκκινη σάρκα. ῎Ετσι μετέωρο, γυρίζοντας ἐλαϕρὰ στὸ πλάι κι ὕστερα πάλι μπρός, ἔμοιαζε τόσο ἀθῶο καὶ ἄκακο, ποὺ ὁ Μπροὺς ἔπαψε νὰ νιώθει ἀηδία καὶ ϕόβο. ῾Ο πατέρας τὸν εἶδε καὶ τοῦ χαμογέλασε λοξά. σκούπιζε τὰ ματωμένα χέρια του μ᾽ἕνα κουρέλι. «Πῆρες τὰ πάνω σου, ἔ;» εἶπε. «Τό ᾽λεγα ἐγὼ ὅτι εἶσαι μαγκάκι».
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
171
«῾Ο καημένος ἀνακατεύτηκε», ἔκανε εἰρωνικὰ ὁ Τσέτ. «Μόλις ὁ μπαμπὰς τῆς ἔκοψε τὸν λαιμό, ξέρασε σ ᾽ ὅλο τὸ μαντρί». «Δὲν εἶν ᾽ἀλήθεια!» εἶπε ὁ Μπροὺς σϕίγγοντας τὶς γροθιές του. «Ψευταρά!» εἶπε ὁ Τσέτ. « ῎Ελα νὰ δεῖς τὴ λιμνούλα». ῾Ο Μπρούς, μὴν τολμώντας ν ᾽ἀντικρίσει τὰ παιδιά, πῆγε στὴ μητέρα ποὺ βουτοῦσε ἕνα μακρουλὸ κι ἀσπριδερὸ κουβάρι σὲ μιὰ λεκάνη μὲ κόκκινο νερό. Εἶχε γυρίσει τὸ κεϕάλι της στὸ πλάι, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀχνούς, κι ἔπλενε μὲ τὰ χέρια τεντωμένα. «Εἶσαι καλύτερα;» τὸν ρώτησε. ῾Ο Μπροὺς ἔκανε ναὶ μὲ τὸ κεϕάλι. ῎ηξερε ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του τὰ παιδιὰ τὸν κορόιδευαν καὶ τὸν ἐξευτέλιζαν, κι ἔτσι ἔδειξε τὸ κουβάρι στὴ λεκάνη. «Τί εἶν ᾽αὐτά;» « ῎Εντερα», εἶπε ἡ μητέρα. «Τὰ καθαρίζω γιὰ νὰ τὰ γεμίσω καὶ νὰ ϕτιάξω λουκάνικα». ῎Εκανε ἕναν μορϕασμὸ ἀηδίας καὶ συνέχισε νὰ τρίβει τὸ μακρὺ κι ἐλαστικὸ ἔντερο. ῾Ο Μπροὺς ἔμεινε γιὰ λίγο ἀκίνητος χαζεύοντάς τη. ῞Ωστε τὰ λουκάνικα ἦταν ἔντερα παραγεμισμένα. Εἶχε ἀδυναμία στὰ λουκάνικα, ἀλλ᾽ἀπὸ σήμερα δὲν θὰ τὰ ξανάβαζε ποτὲ στὸ στόμα του. Δὲν θὰ ἔτρωγε μπουκιὰ ἀπὸ τὸ κρέας τῆς γουρούνας. Κοίταξε τὸ ἄκακο ρὸζ πλάσμα ποὺ λικνιζόταν κρεμασμένο, μὴν μπορώντας νὰ πιστέψει πὼς ἦταν ἡ γουρούνα. Τὰ μάτια της ἦταν κλειστά, τὸ σακουλιασμένο κεϕάλι της ἄτριχο καὶ γαλήνιο, σχεδὸν ἀστεῖο. Τίποτα δὲν θύμιζε τὸ ξέσπασμα τῆς βίας νωρίτερα πίσω ἀπὸ τὸν ἀχυρώνα, ὥσπου ἔβλεπες τὶς δυὸ
172
WALLACE STEGNER
μαῦρες κουκκίδες ἀνάμεσα στὰ μάτια της, τὸ πολὺ ἕνα ἑκατοστὸ ἡ μιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. ῏ηταν οἱ θανάσιμες πληγές, ἡ κρίσιμη διαϕορά. ᾽ανέβηκε τὴ σκάλα, ἔσπρωξε τὸ κρύο μπροστινὸ πόδι καὶ τὸ πτῶμα κουνήθηκε. Τί παράξενο, σκέϕτηκε, δυὸ κουκκίδες ἀλλάζουν τὰ πάντα. Πρὶν ἀπὸ μισὴ ὥρα ἡ γουρούνα εἶχε ξυπνήσει ὅλο ζωή, τώρα κρεμόταν σὰν ἕνα σακὶ κριθάρι. «Πῶς τὴ μάδησαν ἔτσι;» ρώτησε τὸν Τσέτ. «Τὴ ζεμάτισαν. ῍αν δὲν εἶχες ξεράσει, μπορεῖ καὶ νά ᾽βλεπες τίποτα». «Τὰ σωθικὰ πῶς ἦταν;» «Κοίτα μόνος σου», εἶπε ὁ Τσὲτ κι ἔνευσε πρὸς τὴ λεκάνη ποὺ ἦταν στημένη κολλητὰ στὸν τοῖχο τοῦ ἀχυρώνα. ῾Ο Μπροὺς πλησίασε δειλά, ὥσπου εἶδε τὸ ἐσωτερικό της. Μόλις ἀντίκρισε τὸ ματωμένο κουβάρι, ζαλίστηκε. ῞Ομως δὲν σκόπευε νὰ τραβήξει τὸ βλέμμα ἀπὸ τὰ ἐντόσθια. ῎Επρεπε νὰ τὰ κοιτάξει καλὰ γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι τὸ πλάσμα ποὺ κρεμόταν ἀπέξω ἦταν ἡ γουρούνα. ῍αν δὲν τὸ θυμόταν, ἂν ξεχνοῦσε τὴ γουρούνα καὶ θυμόταν μόνο τὸ γδαρμένο σϕαχτάρι –ἴδιο μ᾽ἐκεῖνα στὸ κρεοπωλεῖο–, μπορεῖ νὰ ξεχνιόταν καὶ νὰ δοκίμαζε τὸ κρέας της. ῎Ετσι καὶ τὸ γευόταν, ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ πέθαινε. ῾Ο πατέρας πλησίασε καὶ τὸν παραμέρισε. «στὴν μπάντα», εἶπε εὔθυμα, «στὴν μπάντα νὰ περάσει ὁ ἐργάτης». βούτηξε τὰ κόκκινα χέρια του στὴ λεκάνη καὶ ξεχώρισε τὸ συκώτι καὶ τὴν καρδιά. ῞υστερα, ρίχνοντας ἕνα λοξὸ χαμόγελο στὸν Μπρούς, ἔκανε ὅτι τάχα τοῦ
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
173
πετοῦσε τὸ μεγάλο μαβὶ συκώτι ποὺ ἔτρεμε στὴν παλάμη του. Τὸ στομάχι τοῦ παιδιοῦ σϕίχτηκε. «Τί τρέχει;» ρώτησε ὁ πατέρας. « ῎ασπρισες σὰν πανί. ᾽Εγὼ νόμιζα ὅτι ἤσουν μαγκάκι». «Εἶμαι καὶ παραεῖμαι!» ϕώναξε ὁ Μπρούς, ἀλλὰ ὅταν κοίταξε τὸν Τσέτ, τὸν εἶδε ποὺ χαμογελοῦσε ὑπεροπτικά, μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες καὶ τοὺς ὤμους σηκωμένους αὐθάδικα. «Δὲν ζαλίζομαι», εἶπε πιέζοντας τὸν ἑαυτό του νὰ γυρίσει καὶ νὰ καλοκοιτάξει τὰ ἐντόσθια. «Καθόλου!» πρόσθεσε κι ἔμπηξε τὰ γέλια. ῾Ο πατέρας τὸν περιεργάστηκε δύσπιστα. «Πήγαινε καλύτερα νὰ κάτσεις», εἶπε. « ᾽ακόμα δὲν συνῆλθες τελείως». «συνῆλθα, σοῦ λέω!» τσίριξε ὁ Μπρούς. ῎ηθελε νὰ τρέξει καὶ νὰ χώσει τὰ χέρια στὴν κόκκινη λεκάνη μὲ τὰ σωθικὰ τῆς γουρούνας μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τοὺς δείξει ὅτι μποροῦσε, ἀλλὰ δίστασε κι ἔμεινε στὴ θέση του. ῎Ενιωσε πάλι τὸ βλέμμα του νὰ θολώνει· ἀκίνητος, πάλευε νὰ κρατήσει τὰ μάτια ἀνοιχτὰ βυθισμένος σὲ ὑστερικὴ σιωπή. Τότε ὁ πατέρας, παρακολουθώντας τον, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ λεκάνη ἕνα πλακουτσωτὸ ἐντόσθιο. «Παιδιά, θὰ σᾶς δείξω κάτι», εἶπε. «Δὲν θὰ τὸ πιστεύετε». βούτηξε τὸ σπλάχνο σ ᾽ἕναν κουβὰ μὲ ϕρέσκο νερὸ καὶ τὸ ἔπλυνε καλά. ῾Ο Μπροὺς τὸν χάζευε μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ προσπαθώντας νὰ διώξει τὴ ζάλη καὶ τὸ ἀνακάτεμα ποὺ τοῦ ἔϕερνε ἡ ὀσμὴ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ζεματισμένου δέρματος, ἴδια μὲ ὀσμὴ σϕαγείου. ῞Οταν τὸ ἐντόσθιο βγῆκε καθαρὸ ἀπὸ τὸν κουβά, ἔμοιαζε μὲ διπλωμένη σακούλα. στὸ πλάι εἶχε ἕναν μικρὸ σωλήνα σὰν μολύβι.
174
WALLACE STEGNER
«Τί εἶν ᾽αὐτό;» ρώτησε ὁ Τσέτ. «Τὸ στομάχι;» ῾Ο πατέρας γέλασε. «Δὲν εἶχες δεῖ τὴ γουρούνα νὰ τρώει; Λὲς νὰ χωροῦσαν ὅλα κεῖνα σ ᾽αὐτὸ τὸ σακουλάκι;» Τίναξε τὸ ἐντόσθιο ὥσπου νὰ στραγγίσει κι ἔϕερε τὸ σωληνάκι στὰ χείλη. βλέποντας τὰ σπλάχνα στὸ στόμα τοῦ πατέρα, ὁ Μπροὺς πάγωσε καὶ τὰ μάτια του θόλωσαν. Τίναξε ἐπίμονα τὸ κεϕάλι, ἀλλὰ ἡ ζάλη ἐπέμεινε. Εἶδε θαμπὰ τὸν πατέρα νὰ ϕυσᾶ στὸν σωλήνα καὶ τὴν κύστη νὰ πρήζεται, νὰ στρογγυλεύει καὶ νὰ τσιτώνει ὥσπου ἔγινε σὰν μπάλα ποδοσϕαίρου. ῾Ο πατέρας ἔστριψε τὸ σωληνάκι, τὸ ἔδεσε μὲ σπάγκο καὶ πέταξε τὴ ϕούσκα καταγῆς. αὐτὴ ἀναπήδησε ἁπαλὰ μὲ τὴ μιά της πλευρὰ λερωμένη, καλυμμένη μὲ χῶμα. ῾Ο Μπρούς, σϕίγγοντας τὰ δόντια γιὰ νὰ μὴν κάνει ἐμετό, μισότυϕλος σχεδόν, κοιτοῦσε τὴν κύστη ποὺ σάλευε μπρός του μὲ τὸ σωληνάκι νὰ ἐξέχει. ῏ηταν τὰ ἐντόσθια, τὰ ματωμένα καὶ βρόμικα σωθικὰ τῆς γουρούνας ποὺ τὴ μισοῦσε καὶ τὴν εἶχε δεῖ νὰ ξεψυχᾶ... ῾Ο ἐμετὸς τοῦ ἀνέβηκε στὸν λαιμό. ῎ηθελε νὰ ξεράσει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Κι οὔτε θὰ τὸ ἔκανε – ὄχι μπροστὰ στὰ ξένα παιδιά, στὸν πατέρα καὶ στὸν Τσὲτ ποὺ ἔστεκε κορδωμένος μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες. Τὸ τσοῦρμο, χάσκοντας πρὸς στιγμήν, χάζευε τὴ ϕούσκα. Τότε ὁ Μπρούς, ἀσυναίσθητα, δίνοντας ἕνα ἀπότομο σάλτο γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὸ ἀνακάτεμα, πήδησε καὶ τὴν κλότσησε μ᾽ὅλη του τὴ δύναμη. ῾η ϕούσκα ἐκσϕενδονίστηκε στὴν ἀλάνα καὶ τὰ παιδιὰ βάλθηκαν μεμιᾶς νὰ τὴν κυνηγοῦν καὶ νὰ τὴν κλοτσοῦν ξεϕωνίζοντας. ῾Ο Μπροὺς χώθηκε τρεχάτος στὴν ἀγέλη, βρῆκε εὐ-
σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
175
καιρία, τὴν κλότσησε γερά, ξεχύθηκε στὸ κατόπι της, τὴν ἔχασε καί, ὅταν τὸ παπαδοπαίδι ὁ Μόρισον τὴν ἔστειλε στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἀλάνας, ὅρμησε πάλι ξοπίσω της. ῾η ζάλη εἶχε περάσει· ὁ Μπροὺς εἶχε προσηλωθεῖ στὸ τελετουργικὸ κλότσημα τῆς κύστης τῆς γουρούνας, στὸ κύλισμά της στὸ χῶμα, ξεσπώντας πάνω της ὅλη του τὴν ντροπή, τὸν ϕόβο, τὸ μίσος καὶ τὴν ἀνασϕάλεια. Κι ὅταν τὰ παιδιὰ τρύπησαν τὴ ϕούσκα –κάτω στὴ ρεματιά, κοντὰ στὸ σχολεῖο–, τὴν τσαλαπάτησε ξεϕυσώντας, πανηγυρίζοντας καὶ σϕύζοντας τόσο ἀπὸ ζωή, ποὺ δὲν τό ᾽χε σὲ τίποτα νὰ δρασκελίσει τὸν ἀχυρώνα ἢ νὰ ϕορτωθεῖ τὴν ξυλαποθήκη στὴν πλάτη.