σΤΟ ΛυΚΟΦΩσ
ΓΙα ΤΟ ΠαΙΔΙ ὁ ᾽Οκτώβριος ἦταν ὁ μήνας τοῦ λυκόϕωτος. Μοναδικὸς σκοπός του ἦταν ἡ προετοιμασία γιὰ τὸν χειμώνα· ᾽Οκτώβριος σήμαινε ἐπιϕυλακή, χλομὸς ἥλιος ποὺ κλεινόταν ὅπως τὸ σαλιγκάρι στὸ κέλυϕος, χαμήλωμα καὶ σϕίξιμο ἀπέναντι στὸ πολύμηνο κρύο. Κι ἐκείνη τὴ χρονιά, ποὺ ὁ πατέρας ἀγόρασε τὴ γουρούνα ἀπὸ τὸ παζάρι στὸν βορρὰ καὶ τὴ μάντρωσε πίσω ἀπὸ τὸν ἀχυρώνα γιὰ νὰ τὴν παχύνει, διαισθάνθηκε πόσο διέϕεραν οἱ δυὸ λογῆς ἑτοιμασίες γύρω του. Τὸ γεϕυράκι λύθηκε σὲ κομμάτια καὶ σανίδες καὶ στοιβάχτηκε στὸ πατάρι τοῦ ἀχυρώνα. Τὰ ξύλα του θὰ ξανάμπαιναν στὴ θέση τους τὴν ἄνοιξη, ὅταν θὰ εἶχε περάσει ὁ κίνδυνος τοῦ πάγου καὶ τῆς ὑπερχείλισης. ῞Ομως ἡ γουρούνα δὲν θὰ ἐπέστρεϕε· τὴν ἑτοίμαζαν γιὰ κάτι ἄλλο, ἀνέκκλητο. Κάθε πρωὶ τὸ παιδὶ κουβαλοῦσε στὸ μαντρὶ τὸν κουβὰ μὲ τὸν χυλό της, κρατώντας μιὰ μυτερὴ βέργα γιὰ νὰ διώχνει τὸ ἀϕηνιασμένο ζῶο ἐνῶ ἔχυνε στὴν ταΐστρα τὸν λασπερὸ πολτὸ ἀπὸ ϕλοῦδες πατάτας καὶ μήλου, ἀπὸ χοιρινὲς πέτσες, ξινισμένο γάλα καὶ κόρα. ῾η γουρούνα τὸ μαγνήτιζε, παρότι τὴ μισοῦσε ὁλόψυχα. Δὲν ὑπέϕερε τὴ δυσωδία τοῦ χυλοῦ, τὴν ἀδέξια καὶ λαίμαργη βιασύνη της ὅταν τὴ ζύγωνε μὲ τὸν κουβά, τὰ βυθισμένα στὸ λίπος γουρουνίσια μάτια της, τὸ λαστιχένιο ρύγχος καὶ τὴ λίγδα ποὺ κάλυπτε σὰν κρούστα τὸ τραχύ της