© Copyright 2017
᾽Εκδόσεις Gutenberg καὶ Γιῶργος Κεντρωτής ISBN 978-960-01-1860-5
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG
Διδότου 37, 106 80 ᾽Αθήνα Τηλ.: 210 36.42.003 – Fax: 210 36.42.030 ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ:
᾽Ιασωνίδου 13, 546 35 Τηλ.- Fax : 2310 271147 www.dardanosnet.gr Ξ info@dardanosnet.gr
e-shop: www.dardanosnet.gr
Τά κιτος ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΡΗΤΟΡΩΝ
Τά κιτος
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΡΗΤΟΡΩΝ Εἰσαγωγή-Μετάϕραση-Σημειώσεις
Γιῶργος Κεντρωτής
ΕΚΔΟΣ ΕΙΣ GUTENBERG
Π Ε Ρ Ι Ε ΧΟ Μ Ε Ν Α
Εἰσαγωγή [9]
Μετάϕραση [ 51 ]
Σημειώσεις [ 105 ]
Βιβλιογραϕία [ 213 ]
Πίνακας ἀρχαίων χωρίων [ 229 ]
῎Εργα τοῦ μεταϕραστῆ [ 241 ]
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
Ο ἀρΓυρός –ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ– ἀΙώΝἀς τῆς λατινικῆς γραμματείας, ποὺ ἕπεται τοῦ χρυσοῦ αἰώνα τοῦ Κικέρωνος καὶ τῶν συγγραϕέων τῆς ἐποχῆς τοῦ Αὐγούστου καὶ λογίζεται ἀρχόμενος τὸ 14 καὶ λήγων τὸ 117 (μὲ ἄκρα ὅριά του τὸν θάνατο τοῦ Αὐγούστου στὴν ἀρχὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Τραϊανοῦ στὸ τέλος),1 μποροῦμε εὐαποδείκτως νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς κυριαρχίας μιᾶς περίτεχνης ρητορικῆς σὲ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ λόγου ποὺ κατέτεινε –θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε– προγραμματικὰ καὶ μετὰ μανίας στὴ δ ι α ϕ ο ρ ε τ ι κ ό τ η τ α, καὶ μάλιστα στὶς πιὸ ἀκραῖες καὶ ἐξεζητημένες ἐκδοχές της, μὲ ἀποκλειστικὸ σκοπὸ τὴν κ α τ ά π λ η ξ η τ ο ῦ κ ο ι ν ο ῦ ἀπὸ τοὺς πρωτόϕαντους (καὶ γι᾽αὐτό) ἐντυπωσιακοὺς συνδυασμοὺς λέξεων καὶ ποιητικῶν (ὀρθά: ποιητικιζουσῶν) ἐκϕράσεων.2 Στὴν παγίδα τοῦ ρητορικοῦ ἐντυπωσιασμοῦ ἔπεσαν σχεδὸν ὅλοι οἱ ποιητὲς τῆς περιόδου αὐτῆς, γι᾽αὐτὸ καὶ δὲν κατάϕεραν νὰ δημιουργήσουν ποίηση ποὺ νὰ προκαλέσει στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων τὸ ἐνδιαϕέρον κανενὸς ἄλλου πλὴν τῶν ϕιλολόγων – αὐτοὺς δὲ τοὺς τελευταίους τοὺς τράβηξε σὲ ἐκείνην μόνο τὸ καθαρὰ «ἐπαγγελματικὸ» καθῆκον τους... 1. ᾽Ακολουθῶ τὴν πρόταση τοῦ Wilhelm Sigismund Teuffel, Geschichte der Römischen Literatur, σ. 526: das silberne Zeitalter der römischen Literatur. ῾Ο ἀργυρὸς
αἰώνας χωρίζεται σὲ τρεῖς ἐποχές: στὴν ἐποχὴ τῆς δυναστείας τῶν Ι᾽ ουλίων (14-68), στὴν ἐποχὴ τῆς δυναστείας τῶν Φλαβίων (69-96) καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς δυναστείας τοῦ Νέρβα καὶ τοῦ Τραϊανοῦ (97-117). 2. Περὶ αὐτοῦ ἀντὶ πολλῶν βλ. Herbert Jennings Rose, ῾ Ιστορία τῆς λατινικῆς λογοτεχνίας, τ. Β ´, σσ. 58 ἑπ.
10
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
᾽Αλλὰ καὶ στὴ ρητορικὴ τὰ πράγματα δὲν ἦσαν καλύτερα: οἱ μὲν δεινότεροι ἕλληνες ρήτορες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀ τ τ ί κ ι ζ α ν, ἀποπειρώμενοι νὰ ϕθάσουν μέσῳ τῆς μιμήσεως στὸ ὕψος τῶν ἀττικῶν ρητόρων τοῦ Κανόνα, ποὺ εἶχαν ἀποβιώσει ἤδη πρὶν ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες, οἱ δὲ ρωμαῖοι «συνάδελϕοί» τους, ἐπιδεικνύοντας ἀσύγκριτη κακογουστιά, ἀ σ ι ά ν ι ζ α ν ἀσυστόλως.3 Μόνο στὸν πεζὸ λόγο παρατηρήθηκε πρόοδος, καὶ τοῦτο ὀϕείλεται στὶς ὑψηλὲς ὑπηρεσίες ἑνὸς συγγραϕέα, πού, ἂν δὲν μᾶς ἀπαγορευόταν ἱστορικοϕιλολογικῶς τὸ ἐγχείρημα, κάλλιστα θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν πάρουμε ἀπὸ τὸν ἀργυρὸ καὶ νὰ τὸν ἐντάξουμε στὸν χρυσὸ κατάλογο· ὁ συγγραϕέας αὐτὸς ἀντιπροσώπευε ἕναν «περίεργο» συνδυασμό: ὄντας ἱστορικὸς καὶ ρήτορας, ἦταν πρωτίστως ἕνας καθολικὸς διανοούμενος μὲ στόϕα Θουκυδίδη καὶ Δημοσθένη καὶ μὲ γνώσεις ἀριστοτελικοῦ εὔρους, πού, κατέχοντας οἴκοθεν τὴν ὕλη τῆς ρητορικῆς, τὴ δάμασε ἐντάσσοντάς την σὲ ὅλο του τὸ ἔργο, ἱστορικὸ καὶ ρητορικό – πρόκειται, βεβαίως, γιὰ τὸν Π ό π λ ιο ἢ Γ ά ιο (;) Κ ο ρ ν ή λ ιο Τ ά κ ι τ ο!4 ᾽Αντίθετα ἀπὸ ὅ,τι σημαίνει τὸ ὄνομά του –Tacitus ἴσον σιωπηλός– ὁ συγγραϕέας μας εἶναι μὲν λαλίστατος, πλὴν ὅμως λαλεῖ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων 5 ἀποδεικνύοντας δύο τινά: πρῶτον ὅτι πρόκειται ἀναμϕίβολα γιὰ τὸν πλέον μεγαλοϕυὴ νεωτεριστὴ καί, δεύτερον, 3. Βλ. σχετικὰ William Dominik / Jon Hall [ἐπιμ.], A Companion to Roman Rhetoric. 4. P. ἢ C. C o r n e l i u s T a c i t u s (56 / 57 - ἴσως 117)· παραδίδονται καὶ τὰ δύο praenomina (Publius καὶ Caius), ἀλλὰ καμία πηγὴ δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀξιόπιστη. – Γιὰ τὸν Τάκιτο βλ. ἐν γένει Clarence W. Mendel, Tacitus: The Man and His Work (1957)· Ronald Syme, Tacitus (1958)· Ettore Paratore, Tacito (21962)· Alain Michel, Tacite et le destin de l’empire (1966)· Donald R. Dudley, The World of Tacitus (1968)· T.A. Dorey, Tacitus (1969)· Dieter Flach, Tacitus in der Tradition der römischen Geschichtsschreibung (1973)· Herbert W. Benario, An Introduction to Tacitus (1975)· Ronald H. Martin, Tacitus (1981)· G. Wille, Der Aufbau der Werke des Tacitus (1983)· Étienne Aubrion, Rhétorique et histoire chez Tacite (1985)· Meinolf Vielberg, Pflichten, Werte, Ideale. Eine Untersuchung zu den Wertvorstellungen des Tacitus (1987)· Pierre Grimal, Tacite (1990)· Ronald Mellor, Tacitus (1993)· Lidia Storoni Mazzolani, Tacito o della potestas (1996)· Xavier Darcos, Tacite, ses vérités sont les nôtres (2006)· Dylan Sailor, Writing and Empire in Tacitus (2008). 5. Γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Τάκιτου βλ. ἐνδεικτικῶς Herbert Jennings Rose, ῾ Ιστορία τῆς λατινικῆς λογοτεχνίας, τ. Β ,´ σσ. 125 ἑπ., καὶ Edward J. Kenney / Wendell Vernon Clausen, ῾ Ιστορία τῆς λατινικῆς λογοτεχνίας, σσ. 864 ἑπ.
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
11
ὅτι ἀκριβῶς γι᾽ αὐτὸ προηγήθηκε κατὰ πολὺ τῆς ἐποχῆς του, ξεπερνώντας ὅλες τὶς ἕως τότε παραδεδεγμένες προσηλώσεις καὶ ὅλους τοὺς ἀποδεκτοὺς συγγραϕικοὺς κώδικες. Τὸ ὕϕος του εἶναι ὑψηλό, καὶ συνδυάζει ἐν παντὶ τὴν ἐπισημότητα τῆς χρυσῆς ρωμαϊκῆς παράδοσης μὲ τὴν ποιητικότητα τῆς λατινικῆς γλώσσας, καθὼς ὄχι μόνο πῆρε καὶ ἐκμεταλλεύθηκε στὸ ἔπακρον τὰ σθένη, τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὰ χρώματά της, ἀλλὰ καὶ τὴ μετέτρεψε σὲ ὄχημα στοχασμῶν τόσο μοναδικῶν, ποὺ εἶναι κυριολεκτικῶς ἀνεπανάληπτοι.6 Σύμϕωνα μὲ τὸν F.R.D. Goodyear τὸ ὕϕος του εἶναι πρωτεϊκῆς τάξεως τόσο σὲ ὅ,τι ἀϕορᾶ τὸ ἔργο ὡς σύνολο, ὡς œuvre, ὅσο καὶ σὲ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὸ κάθε μεμονωμένο πόνημά του, ποὺ ἀπὸ μόνο του στοιχειώνει ἕναν συνεχὴ πειραματισμὸ μὲ τὸ γλωσσικό του μέσο, ἔτσι ὅπως διαλύει καὶ ἀνασυνθέτει ὅ,τι ἔχει ἤδη δημιουργήσει, κινούμενος κατὰ βάση ἀπὸ τὴν ἐμμονικὴ ἀνησυχία τοῦ στυλίστα ποὺ ποτὲ δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ ὅ,τι δημιουργεῖ, ὅσο τέλειο καὶ ἂν εἶναι.7 ῾Η δημοϕιλία του, πάντως, στὰ χρόνια του ἦταν πολὺ μικρότερη ἀπὸ ὅσο τοῦ ἄξιζε, ἡ δὲ ἀναγνώρισή του ἦλθε πολὺ-πολὺ ἀργά: στὸν δέκατο πέμπτο αἰώνα – ὅπου ὅμως καὶ ἐκτοξεύτηκε στὸ ζενίθ!8 Τὰ χρόνια ἐκεῖνα οἱ ἱστορικοὶ καὶ οἱ –κυρίως αὐτοί– πολιτικοὶ στοχαστὲς ἀνακάλυπταν ἕναν διαπρεπὴ «σύγχρονό» τους, ποὺ εἶχε στέρεες μὲν ἀπόψεις, ἐϕαρμόσιμες στὴν πολιτικὴ καὶ στὴ διπλωματικὴ πρακτική, ἀλλὰ ποὺ τὶς ἐξέϕραζε μὲ γλώσσα «παράξενη», μὲ ἕνα ἰδίωμα ποὺ ἀκουγόταν «τραχύ». Προσωπικὰ πρεσβεύω –καὶ θέλω νὰ τὸ σημειώσω ἐδῶ ὡς ἀναλογία– τὸ ἑξῆς: ἐπειδὴ ἡ γραϕὴ τοῦ Τάκιτου μοιάζει μὲ τὴ μουσικὴ τοῦ Σαῖνμπερκ καὶ τοῦ ϕὸν Βέμπερν, ὄντως δυσηχεῖ στὰ ἀϕτιὰ ὅσων περιμένουν νὰ ἀκούσουν Σοῦμπερτ, ϕέρ᾽εἰπεῖν, ἢ Βιβάλντι· στὴν πραγματικότητα, ὅμως, εἶναι μουσική, καὶ ἁπλῶς εἰσηγεῖται μιὰν ἄλλη ἁρμονία. Γι᾽αὐτό, λοιπόν, δὲν χρειάζεται οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε οὔτε κὰν νὰ ἀποροῦμε μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Τάκιτου! Διότι, ὅπως συμβαίνει διαχρονικῶς μὲ ὅλους τοὺς νεωτεριστές, ὅταν κινοῦνται μέσα στὴ γλώσσα 6. Πρβλ. τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Donald R. Dudley στὰ The Annals of Tacitus, σ. xiv: No other writer of Latin prose –not even Cicero– deploys so effectively the full resources of the language. 7. F.R.D. Goodyear, Developpment of Language and Style in the Annals of Tacitus, σ. 369. 8. ᾽Ενδεικτικῶς πρβλ. Roland Mayer, Tacitus, Dialogus de oratoribus, σσ. 18 ἑπ.
12
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
καὶ «παίζουν» μὲ τὴ γλώσσα, ἀποσκοπώντας στὸ νὰ δημιουργήσουν «γλώσσα», ϕθάνουν νὰ γράψουν ὅ π ω ς καὶ ὁ Τάκιτος: σὲ λατινικὰ ποὺ δὲν μιλήθηκαν ποτέ! Γράϕει σχετικῶς ὁ H.J. Rose: ῾ ό Τάκιτος χρησιμοποιεῖ μιὰ λατινικὴ ἡ ὁποία δὲν ἦταν πολὺ πλησιέστερη μὲ τὴ γλώσσα ποὺ μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε πὼς ἦταν ἡ καθημερινὴ γλώσσα τῶν μορϕωμένων τῆς ἐποχῆς του, ἀπ ᾽ ὅσο ὁ λατινικὸς πρόλογος μιᾶς ἔκδοσης τῆς σειρᾶς Paravia πλησιάζει τὴν καθημερινὴ ἰταλικὴ γλώσσα τοῦ ϕιλολόγου ποὺ τὴ γράϕει. Δὲν ἀπεῖχε παρὰ ἕνα μόνο βῆμα ἀπὸ τὸ ὕϕος συγγραϕέων, ὅπως ὁ ἀ ᾽ πουλήιος, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχουν οὔτε συνηθισμένες χρήσεις οὔτε διαϕορὲς ἐποχῆς, παρὰ μόνο ἕνα ἀπόθεμα λατινικῶν λέξεων ποὺ ὁ συγγραϕέας εἶναι ἐλεύθερος νὰ διαλέξει ἀπ ᾽ αὐτὸ ὅ,τι ἀνταποκρίνεται στὴν προσωπική του προτίμηση, γιατὶ θεωρεῖ πὼς εἶναι τὸ πιὸ κατάλληλο νὰ γεννήσει τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ αὐτὸς ἐπιθυμεῖ.9
Γνώμη μου εἶναι ὅτι σὲ κανέναν συγγραϕέα δὲν μπορεῖ νὰ χωρισθεῖ –καὶ μὲ ποιά χειρουργικὴ ἐπέμβαση, ἄραγε;– ἡ μορϕὴ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο ἔτσι, ὥστε νὰ ἐρχόμαστε κατόπιν καί, ἀναλόγως τῶν ὅποιων «προαιρέσεών» μας, νὰ ἐπιλέγουμε τὸ ἕνα ἔναντι τοῦ ἄλλου ἢ νὰ ἀπορρίπτουμε ὅποιο δὲν συνάδει μὲ τὶς ἀπόψεις μας. ῾Ο Τάκιτος εἶναι ἕνα ἀδιαίρετο ὅλον: εἶναι τὸ ἀπόλυτα δικό του καὶ ἀκέραιο ὕϕος του! ῎Εχει, μάλιστα, ἐπισημανθεῖ (ἂν καὶ ὄχι μὲ θετικὸ πρόσημο στὴ σχετικὴ ἐπισήμανση) ὅτι πρώτιστο μέλημα γιὰ τὸν Τάκιτο ἦταν ἡ ἐπίτευξη ὁμοιογενοῦς ὕϕους.10 Αὐτὴ ἡ ὁ μ ο ι ο γ έ ν ε ι α ὕ ϕ ο υ ς ὄντως ἔχει ἐπιτευχθεῖ καὶ ὑπάρχει: καὶ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁπλὰ καὶ μοναδικὰ συστατικά, ἀλλὰ ἀπὸ ἑνώσεις, συγκερασμοὺς καὶ συμπυκνώσεις ἁπλῶν καὶ μοναδικῶν στοιχείων, ποὺ ἔχουν διαλεκτικῶς συντεθεῖ σὲ νέες ἑ ν ό τ η τ ε ς, προωθούμενες σὲ περαιτέρω ἑνώσεις, συγκερασμοὺς καὶ συμπυκνώσεις, κ.ο.κ. Στὴ δὲ διαδικασία αὐτὴ ὁ Τάκιτος δὲν ἐπιλέγει νὰ ἀκούγεται ἀλλοῦ ὡς βραδυπορῶν Τίτος Λίβιος, ἀλλοῦ ὡς ἐπιμελῶς ἄγαρμπος Σαλλούστιος καὶ ἀλλοῦ ὡς χρυσόστομος Κικέρων, ἀλλὰ μεθοδεύει τὰ πράγματα ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μὲ τοὺς ἱστορικοὺς
9. H.J. Rose, ὅ.π., τ. Β ´, σ. 133. 10. E.J. Kenney / W.V. Clausen, ὅ.π., σ. 876. – Βλ. σχετικὰ τὴ μελέτη τοῦ Éti-
enne Aubrion Rhétorique et histoire chez Tacite.
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
13
καὶ μὲ τοὺς ρήτορες ἵστωρ ἢ/καὶ ρητορικός,11 ἀλλὰ καὶ πρὸ πάντων ποιητικός.12 ῾Η ὁμοιογένεια τοῦ ὕϕους τοῦ Τάκιτου εἶναι πρωτίστως τ ά ξ ε ω ς π ο ι η τ ι κ ῆ ς, ἤτοι ἀνευρίσκεται ὄχι μόνο μέσα στὸ κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς ὁμοτέχνους τοῦ πλαισίου (πού, ἐν πάσῃ περιπτώσει, εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων στενό), ἀλλὰ καὶ στοὺς εὐρύτατους ἐκείνους χώρους, ὅπου λίγοι μόνο, ὅπως ὁ ἴδιος, δύνανται νὰ ϕθάσουν, νὰ τοὺς διευθετήσουν (: νὰ τοὺς εὐτρεπίσουν, θὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι) καὶ εὐτρόπως νὰ δημιουργήσουν νέα πράγματα, καὶ ἔτσι μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ παλαιοῦ πλαισίου νὰ χαράξουν τὰ ὅρια τοῦ νέου. Καί, μιᾶς καὶ ξεκινήσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ λατινικὰ τοῦ Τάκιτου ποὺ δὲν μιλήθηκαν ποτέ, γιὰ νὰ μεταϕερθοῦμε μὲν πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα, ἀλλά ἐξακολουθώντας νὰ παραμένουμε ἐντὸς λατινικοῦ κλίματος, θὰ ἀναϕέρουμε ἕνα παράλληλο παράδειγμα: τὸ ἴδιο μήπως δὲν ἔγινε καὶ μὲ τὸν Χέρμαν Μπρὸχ καὶ τὸ ἔργο του Der Tod des Vergil, ποὺ τὸ συνέγραψε μὲ γερμανικὰ ποὺ δὲν μιλήθηκαν (ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μιληθοῦν) ποτέ;13 ῾Ο μέσος μορϕωμένος (ἀκόμα καὶ σοβαρὰ πεπαιδευμένος) Γερμανὸς ὄχι μόνο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ μιλήσει τὰ μπροχιανὰ γερμανικά, ἀλλὰ καλὰκαλὰ οὔτε νὰ τὰ διαβάσει μὲ ἄνεση καὶ εὐχέρεια. Ποιό κομμάτι ἀπὸ τὴν «κατάτμηση» τοῦ Μπρὸχ θὰ πρέπει νὰ ἐπιλέξουμε ἄραγε; ᾽Εννοεῖται ὅτι δὲν θὰ δώσουμε ἀπάντηση σὲ ἕνα τέτοιο «ἀνόητο» ἐρώτημα. Στὸν Περὶ ρητόρων Διάλογό του ὁ Τάκιτος ἀναζητᾶ τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ρωμαϊκὴ ρητορική (καὶ ἐν γένει εὐγλωττία) βιώνει στὴν ἐποχή του –στὴν καμπὴ τοῦ 1ου πρὸς τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα– βαθύτατη παρακμή.14 ῾Η ρητορικὴ στὴν ἀρχαία ῾Ελλάδα εἶχε γνωρίσει ἤδη με11. Τὴ διακριτὴ τακιτιανὴ ποικιλία τοῦ ὕϕους κρίνω ὅτι θέλει νὰ τονίσει ὁ
J.N. Adams, The Vocabulary of the Speeches in Tacitus’ Historical Works, σ. 124,
ὅταν ἀναϕέρει ὅτι τὸ ὕϕος του ἀλλάζει αἰσθητὰ ἀναλόγως τῆς ϕύσεως τοῦ ἀντικειμένου τῆς συγγραϕῆς του. 12. Βλ. σχετικῶς D.S. Levene, Tacitus’ Dialogus as Literary History, σσ. 157 ἑπ. 13. Hermann Broch, Βιργιλίου θάνατος, μετάϕραση-ἐπίλογος Γιῶργος Κεντρωτής, ᾽Εκδόσεις Gutenberg, ᾽Αθήνα 2000. 14. Πρβλ. ἐνδεικτικῶς τὶς παραγράϕους I, XV καὶ XXIV τοῦ Διαλόγου. Βλ. σχετικὰ Christopher S. Van den Berg, The World of Tacitus’ Dialogus de oratoribus. Aesthetics and Empire in Ancient Rome, σσ. 124 ἑπ.· William Dominik, Tacitus and Pliny on Oratory, σσ. 323 ἑπ., 333· Dieter Flach [ἐπιμ.], Streitgespräch über die Red-
14
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
γάλη ἀκμὴ καὶ δόξα τόσο στὸ πεδίο τῆς δικαστικῆς καὶ πολιτικῆς πράξης ὅσο καὶ σὲ αὐτὸ τῆς θεωρίας, προτοῦ ϕθάσει (μὲ ὅλη της τὴ δόξα) στὴ Ρώμη περὶ τὰ μέσα τοῦ 2ου π.Χ. αἰώνα, ὅπου καὶ γνώρισε ἀκόμη μεγαλύτερη ἄνθηση τόσο στὴ Σύγκλητο καὶ στὸ forum, ὅσο καὶ στὴ γραμματεία. ῾Η λέξη orator ξέϕυγε, μάλιστα, ἀπὸ τὴν ἐγγενὴ τεχνικότητά της ὡς ὅρου καὶ ἔϕθασε σὲ σημεῖο τέτοιο, ὥστε νὰ μὴ σημαίνει ἁπλῶς τὸν ρήτορα, ἀλλὰ τὸν σημαντικὸ ἐκεῖνον ἄνδρα ποὺ συμμετέχει στὸν καθόλου πολιτικὸ βίο τῆς Ρώμης καὶ ἐπηρεάζει μὲ τὸ κύρος καὶ τὴν εὐγλωττία του τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα.15 ῾Ο εὐγλωττότατος τῶν Ρωμαίων ἦταν, ὡς γνωστόν, ὁ Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (106-43 π.Χ.), ὁ ὁποῖος διακρίθηκε ὡς συνήγορος πλείστων ὅσων συμπολιτῶν του στὰ δικαστήρια, ὡς πολιτικὸς ἀγορητὴς καὶ ὡς θεωρητικὸς τῆς Ρητορικῆς. Κυρίως δὲ στὴν ἄτυπη τριλογία του, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἔργα De oratore, Brutus καὶ Orator,16 μεριμνᾶ νὰ καταστήσει σαϕὲς ὅτι ἡ ρητορικὴ ὑπερβαίνει τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη συνθέτοντάς τες καὶ συνιστώντας ἐν τέλει ὑψηλὸ παιδευτικὸ ἰδανικὸ γιὰ κάθε χρηστὸ πολιτικὸ ἄνδρα. ᾽Αϕ᾽ἧς στιγμῆς ὁ Κικέρων κατέστη πρότυπο καὶ μέτρο συγκρίσεως ὅλων ὅσοι κατατρίβονταν μὲ τὴν
ner, σσ. 21 ἑπ. – Κάτι ἀνάλογο κάνει καὶ στὶς πρῶτες ἀράδες τῶν Annales: θρηνεῖ (μὲ μοναδικὰ βραχυλογικὸ τρόπο) τὴν κατάσταση τῆς ἱστοριογραϕίας στὰ χρόνια τῆς δυναστείας τῶν ᾽Ιουλίων γράϕοντας ( Annales, 1.1): Tiberii Gaique et Claudii ac Neronis res florentibus ipsis ob metum falsae, postquam occiderant recentibus odiis compositae sunt.
15. Γενικὰ γιὰ τὸν Dialogus de oratoribus βλ. ἐνδεικτικῶς Willem Den Boer, Die gegenseitigen Verhältnisse der Personen im Dialogus de oratoribus und die Anschauung des Tacitus (1939)· Karl Barwick, Der Dialogus de oratoribus des Tacitus. Motive und Zeit seiner Entstehung (1954)· Hans Drexler, Zu Tacitus’ Dialogus und Sallust (1962)· Helmut Gugel, Untersuchungen zu Stil und Aufbau des Dialogus de oratoribus (1969)· Klaus Bringmann, Aufbau und Absicht des taciteischen Dialogus de oratoribus (1970)· T.D. Barnes, The Significance of Tacitus’ Dialogus de oratoribus (1987)· Sander M. Goldberg, The Faces of Eloquence: The Dialogus de oratoribus (2009)· Shadi Bartsch, Praise and Doublespeak: Tacitus’ Dialogus (2012)· Alex Dressler, Poetics of Conspiracy and Hermeneutics of Suspicion in Tacitus’s Dialogus de Oratoribus (2013)· Christopher S. Van den Berg, The World of Tacitus’ Dialogus de oratoribus. Aesthetics and Empire in Ancient Rome (2014). 16. Πρόκειται γιὰ τὰ ἔργα ῾ ό τέλειος ρήτορας, Βροῦτος καὶ ρήτορας. ᾽Απὸ τὸ 2008 κυκλοϕορεῖ μετάϕρασή μου τοῦ Τέλειου ρήτορα μὲ εἰσαγωγὴ καὶ σημειώσεις.
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
15
ars rhetorica, καθόλου περίεργο δὲν πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι τὸ ἴδιο συ-
νέβη καὶ μὲ τὸν Τάκιτο: ὁ Dialogus, ἕνα βιβλίο πλούσιο σὲ ἰδέες ἔστω καὶ μὲ βασανιστικὰ ἀδιόρατο σκοπό, διαχωρίζεται ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἔγραψε ὁ Τάκιτος λόγῳ τοῦ Κικερωνισμοῦ του,
γράϕουν οἱ μονίμως ἀμϕίθυμοι ὡς πρὸς τὸν συγγραϕέα μας Kenney & Clausen. Καὶ συμπληρώνουν: ςτὰ κλασικά του ἔργα ὁ Κικέρων ἀνακάλυψε ἕνα ἐκπληκτικὰ κατάλληλο ὕϕος γιὰ τὴ λογοτεχνικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ ὁ Τάκιτος χρησιμοποιώντας (ὅπως ἔκανε συχνὰ ὁ Κικέρων) τὸ διάλογο, ἦταν ipso facto περισσότερο δεσμευμένος νὰ μιμηθεῖ τὸν Κικέρωνα: ἡ δική του ἱστορικὴ μέθοδος θὰ ἦταν τελείως ἀνάρμοστη. Καὶ ἀϕοῦ τὸ ὕϕος του Dialogus προσδιοριζόταν σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀπὸ τὸ εἶδος, αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο ὕϕος πολὺ λίγο μᾶς βοηθάει νὰ χρονολογήσουμε αὐτὸ τὸ ἔργο σὲ σχέση μὲ τὰ ὑπόλοιπα συγγράμματα τοῦ Τάκιτου.17
Πρόκειται ὁμολογουμένως γιὰ κομψὰ σοϕιστευμένον τρόπο ἀποϕυγῆς τῆς ὅποιας ὁριστικῆς δέσμευσης ἐκ μέρους τῶν συγγραϕέων σχετικὰ μὲ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο –ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ἑπόμενες ἀράδες αὐτῆς ἐδῶ τῆς Εἰσαγωγῆς18– ἀκανθώδη ζητήματα τοῦ Dialogus de oratoribus. Κρίνω, ὡστόσο, ὅτι ἀξίζει νὰ τοὺς ξαναδώσουμε τὸν λόγο, γιὰ νὰ ἀκούσουμε πῶς κλείνουν τὴ σχετικὴ μὲ τὸν Dialogus πραγμάτευσή τους: ῞ όσον ἀϕορᾶ τὸ λεξιλόγιο, τὴ ϕραστικὴ δομή, τὰ σχήματα λόγου καὶ τὴ διάχυτη εὐγένεια ὁ Dialogus εἶναι αἰσθητὰ σύμϕωνος μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Κικέρωνα, ἀλλὰ δὲν ἐπικρατεῖ τὸ καθαρὰ κικερώνειο ὕϕος. ς ᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο ἡ γλώσσα τοῦ Τακίτου εἶναι πιὸ ζωντανὴ καὶ πιὸ ἐπιμελημένη ἀπὸ τοῦ Κοϊντιλιανοῦ, καθὼς καὶ πιὸ πλούσια καὶ πιὸ σθεναρὴ ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Πλινίου. ῾ ό Κικέρων ποτέ του δὲν εἶχε καλύτερο μιμητή.19
17. Πρβλ. ἐπίσης E.J. Kenney / W.V. Clausen, ὅ.π., σ. 867· H.J. Rose, ὅ.π., τ. Β ,´ σ. 126· Christopher S. Van den Berg, ὅ.π., σ. 39· Charles E. Murgia, The Date of Tacitus’ Dialogus, σσ. 99 ἑπ. 18. Βλ. παρακάτω στὶς σσ. 26 ἑπ. 19. E.J. Kenney / W.V. Clausen, ὅ.π., σ. 869.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks