Δημήτρης Φύσσας
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ
ΦΥΛΑΚΗΣ ΤΟ ΝΤΟΣΙΕ
της Λαοκρατίας Σερβίδου (Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος) ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΑ:
από τον Μιχαήλ Γλυκά μέχρι τον Ιλία Καρέλι ΠΡΟΛΕΓΟΜ ΕΝΑ:
Ροβήρος Μαράνου-Καραντουμιτράκε
EKΔOΣEIΣ GUTENBERG
ΑΓΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ Ι
Άγουρος πέτρα πελεκά –Αλήθεια κι όχι χωρατά– Με τό ’να του το χέρι, Χειμώνα-καλοκαίρι. Κόρη ξανθή τόνε ρωτά Και μες στα σπλάχνα τον κεντά Κόρη ξανθή τού λέει Και κάθεται και κλαίει: «Άγουρε πού ’ν’ το χέρι σου, –που να γινόμουν ταίρι σου – Και πελεκάς με τό ’να Καλοκαίρι και χειμώνα;» «Εγώ ’λεγα να μην το ειπώ, Να μην το ξομολογηθώ, Να μην το μαρτυρήσω Και να μην το μολογήσω: Στης ηγουμένης το κελί, Ραγίστηκα σαν το γυαλί ’Κεί μου τό ’κοψαν το χέρι, Άδολό μου περιστέρι» Μιλάει κατάδικος που τού ’κοψαν το ένα χέρι και δουλεύει σε καταναγκαστικά έργα με το άλλο. ά (γ ) ο υ ρ ο ς: νεαρός (πρβλ.: αγόρι).
⟦
19
⟧
ΑΓΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ ΙΙ
Άουρος πέτρα πελεκά –Φραγκοκιτρολεμονιά – Και πελεκά με τό ’να Τη μαρμαροκολώνα Κόρη ξανθή τον ερωτά Και μες στα στήθια τον κεντά Κόρη ξανθή τού λέει Και κάθεται και κλαίει Κόρη ξανθή τόνε ρωτά –Φραγκοκιτρολεμονιά – Κόρη ξανθή τού λέει Και κάθεται και κλαίει: «Άουρε πού ’ν’ το χέρι σου –Χριστέ και να ’μουν ταίρι σου – Και πελεκάς με τό ’να Tη μαρμαροκολώνα;» «Μα ’γώ ’λεγα να μη σ’ το πω Να μη σ’ το ξεμολογηθώ Να μη σ’ το μολογήσω Και να μη σ’ το μαρτυρήσω: Εννιά άπαντρες εφίλησα Εφίλησα και τσίμπησα Και δέκα παντρεμένες Λιγνές και χαϊδεμένες Και δεκαπέντε καλογριές Ωσάν τις κιτρολεμονιές Και κόψαν μου τη χέρα Άσπρη μου περιστέρα ⟦
20
⟧
Να σε φιλήσω σκιας και σε Ζουμπούλι μου και μενεξέ Κι ας κόψουν και την άλλη Πέρδικα με τα κάλλη Στα μάρμαρα του Γαλατά –Φραγκοκιτρολεμονιά– Στα μάρμαρα στην Πόλη Ελώλανές με, κόρη». σκ ι ά ς: φοβάσαι. φιλ ώ : (εδώ) γαμώ.
ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ
«Μάνα με τους πολλούς υγιούς, με τους πολλούς λεβέντες Για δε γελάει τ’ αχείλι σου, δε χαίρετ’ η καρδιά σου;» «Πώς να γελάει τ’ αχείλι μου, να χαίρετ’ η καρδιά μου Τα δυο παιδιά μ’ στη φυλακή και τ’ άλλα δυο στους Κλέφτες Και τ’ άλλα δυο στο Ταχτικό και τ’ άλλο καπετάνιος». Μα βγήκαν τ’ αποσπάσματα και κυνηγούν τους Κλέφτες Ρίχνει ο αδερφός του αδερφού, πληγώνεται ο Κλέφτης Πήγανε κι ανταμώσανε σε μια κρυά βρυσούλα Και σφιχταγκαλιαστήκανε και γλυκοφιληθήκαν.
[ΑΔΕΣΠΟΤΑ] Ι
Σήκω το γελεκάκι μου να δεις τη μαχαιριά μου Για σένα μου τη δώσανε βαθιά μες στην καρδιά μου. Στα Συριανά δυο Συριανές Μου δώσανε δυο μαχαιριές. ⟦
21
⟧
Έλα βαρκούλα Συριανή Και πάρε με την ορφανή. Έλα βαρκούλα πάρε με Και στου Τζοάνου βγάλε με. Από τη Σύρα μέχρι εδώ Τα μίλια είν’ εξήντα δυό. Έλα στα Παραπήγματα Με μια καρρότσα χρήματα. Έλα στ’ Ανάπλι σήμερα Και μ’ έχουνε στα σίδερα. Έλα στ’ Ανάπλι να με δεις Χίλια σκαλάκια θ’ ανεβείς. Χίλια σκαλάκια θ’ ανεβείς Αν είσαι μάνα και πονείς. Έλα μανούλα σήμερα Και μ’ έχουνε στα σίδερα. Βρε συ βλάμη ναυτοδίκη Κάνε γλήγορα τη δίκη. Απηχούνται και/ή ενσωματώνονται παμπάλαια φυλακίστικα δίστιχα. τ ο υ Τ ζ ο ά ν ο υ : γνωστός προπολεμικός, παραθαλάσσιος τεκές του Πειραιά. [ΑΔΕΣΠΟΤΑ] ΙΙ
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες Και τα ψηλά παράθυρα είναι για τις κοπέλες. Ανέβηκα στα σίδερα να δω την κοινωνία Κι ο φύλακας με τράβηξε ντουγρού στα πειθαρχεία. ⟦
22
⟧
Ο ’σαγγελεύς κι ο πρόεδρος, τα δύο τα χελιδόνια Ο ένας δικάζει ’σόβια κι άλλος κόβει χρόνια. Μες στο κελί που κάθομαι, στο φοβερό σκοτάδι, Άλλοι μ’ ανοίγουν το πρωί κι άλλοι με κλειουν το βράδυ. Σήκω το γελεκάκι μου να δεις τη μαχαιριά μου, Για σένα μου τη δώκανε βαθιά μες στην καρδιά μου. Τα σίδερα της φυλακής θα πάρω να ενώσω, Να κάνω σιδηρόδρομο, να ’ρθώ να σ’ ανταμώσω. Σαν το κερί τα νιάτα μου η φυλακή τα λιώνει Κι εσύ το μάγκα που περνά κοιτάς απ’ το μπαλκόνι. Πάντα σκυμμένος περπατώ κι όλο τη γης κοιτάζω Μια και με φυλακίσανε ζωή δε λογαριάζω. Τη γόπα την εβλέπαμε σα να ’τανε λαχείο Κι όταν την εφουμέρναμε ντουγρού για το κουρείο. Πρωί πρωί σηκώθηκα το τσάι για να πάρω Κι ο φύλακας με τράβηξε, στο πειθαρχείο πάω. Στη φυλακή με ρίξανε να βάλω τάχα γνώση, Μ’ αυτή που με φυλάκισε θα μου το ξεπληρώσει. Η φυλακή είναι βάσανο, η φυλακή είναι λάβρα Κι η φυλακή μού τα ’βαψε τα σωθικά μου μαύρα. Απηχούνται και/ή ενσωματώνονται και εδώ παμπάλαια φυλακίστικα δίστιχα. κό β ει : (εδώ) καταδικάζει σε.
⟦
23
⟧
ΑΔΙΚΟΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ
Δικάστηκα, μανούλα μου, κι είμαι δυστυχισμένος Δίχως να κάνω τίποτα –μανούλα μου – είμαι φυλακισμένος. Άδικα με δικάσανε, άδικα με κρατούνε Άδικα μες στη φυλακή –μανούλα μου – τα χρόνια μου περνούνε. Τέτοια αδικία, μάνα μου, ούτε και στον εχθρό σου Στα σίδερα της φυλακής –μανούλα μου – να βρίσκεται ο γιος σου. Λένε πως είμαι ο φονιάς, εγώ, της γυναικός μου Γι’ αυτό και μένα πιο πολύ –μανούλα μου– μ’ ανάβει ο καημός μου. Νύχτα και μέρα δούλευα κι έλειπα από κοντά της Κι αυτή με άλλον πήγαινε –μανούλα μου– κι αυτός είν’ ο φονιάς της. ΑΔΥ ΝΑΤΙΣΑ Ο ΚΑΫ Μ Ε ΝΟΣ (sic)
Αδυνάτισα ο καϋμένος απ’ το ξύλο το πολύ Που ’φαγα στο δέκα δύο, βρε, απ’ τη Χωροφυλακή Που ’φαγα στο δέκα δύο, βρε, απ’ τη Χωροφυλακή Αδυνάτισα ο καϋμένος, βρε, απ’ το ξύλο το πολύ Που ’φαγα στο δέκα δύο, βρε, απ’ τη Χωροφυλακή. Που ’φαγα στο δέκα δύο, βρε, απ’ τη Χωροφυλακή. Σαν η μάπα μου θα στρώσει και θα γίνω πάλε φίνος Θα μασάω απ’ το τσαντάκι, βρε, διφραγκάκι διφραγκάκι Θα μασάω απ’ το τσαντάκι, βρε, διφραγκάκι διφραγκάκι Σαν η μάπα μου θα στρώσει και θα γίνω πάλε φίνος Θα μασάω απ’ το τσαντάκι, βρε, διφραγκάκι διφραγκάκι Θα μασάω απ’ το τσαντάκι, βρε, κοσαράκι κοσαράκι. Μια της Βιόλας, δυο της Βιόλας, μπαίνω στο τσαρδί της Λόλας Και της σκάω το παραμύθι, βρε, το κουκί και το ρεβίθι ⟦
24
⟧
Και της σκάω το παραμύθι, βρε, το κουκί και το ρεβίθι. Μια της Βιόλας, δυο της Βιόλας, βρε, μπαίνω στο τσαρδί της Λόλας Και της σκάω το παραμύθι, βρε, το κουκί και το ρεβίθι Και της σκάω το παραμύθι, βρε, το κουκί και το ρεβίθι. Της ζητάω για τσιγάρα και άλλα πεντακόσια χώρια Κι άλλες τετρακόσες βάλε, βρε, να μου φύγει η στενοχώρια Κι άλλες τετρακόσες βάλε, βρε, να μου φύγει η στενοχώρια. Της ζητάω για τσιγάρα και άλλα πεντακόσια χώρια Κι άλλες τετρακόσες βάλε, βρε, να μου φύγει η στενοχώρια. Κι άλλες τετρακόσες βάλε, βρε, να μου φύγει η στενοχώρια. Η ιστορία ενός νταβατζή, αν ερμηνεύω σωστά. δ έ κ α δ ύ ο : ίσως 102· αριθμός οδού ή θαλάμου.
ΑΕΡΙΚΟ
Όλα του κόσμου τα πουλιά, όπου κι αν φτερουγίσαν Όπου κι αν χτίσαν τη φωλιά, όπου κι αν κελαηδήσαν Εκεί που φτερουγίζει ο νους, εκεί που ξημερώνει Μαργώνουν τα πουλιά της γης κι ούτ’ ένα δε ζυγώνει Ωωω, σαν αερικό θα ζήσω Ωω σαν αερικό
Ανάσα είναι καυτερή και στέπα του Καυκάσου Η σκέψη που παραμιλά και λέει τα όνειρά σου Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει Ο νους μας είναι αληταριό π’ όλο θα δραπετεύει. Ωωω, σαν αερικό θα ζήσω…
⟦
25
⟧
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks