Δ Ι Ε υ θυ ν σ η σ Ε Ι ρα σ
Ζωὴ Μπέλλα- ᾽Αρμάου
*
Τὴ σειρὰ τῆς ALDINA ἐμπνεύστηκε καὶ ὀργάνωσε ὁ Δημήτρης ᾽αρμάος (2014)
© Copyright 2017
᾽Εκδόσεις Gutenberg ISBN 978-960-01-1851-3 ΕΚΔΟσΕΙσ GUTENBERG
Διδότου 37, 106 80 ᾽αθήνα Τηλ.: 210 36.42.003 – Fax: 210 36.42.030 υΠΟΚαΤασΤηΜα θΕσσαΛΟνΙΚησ:
᾽Ιασωνίδου 13, 546 35 Τηλ.- Fax : 2310 271147 www.dardanosnet.gr Ξ info@dardanosnet.gr
e-shop: www.dardanosnet.gr
Η ΘΕΙΑ ΤΟΥΛΑ
EFEFEFEFEFEFEFEFH
Τίτλος πρωτοτ ύπου: Miguel de Unamuno, La t£a Tula (1921) © Herederos de Miguel de Unamuno
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
G u t e n b e r G
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
EFEFEFEFEFEFEFEFH
MIGUEL DE UNAMUNO
Η ΘΕΙΑ ΤΟΥΛΑ Μετάϕραση
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ᾽Επίμετρο
Carlos A. Longhurst
GutenberG || ALDInA - 8
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
Εἶναι ἡ μεγαλύτερη προϕητικὴ ϕυσιογνωμία τῆς σύγχρονης Ἰσπανίας. Βάσκος πεισματάρης, στενοκέϕαλος, γιομάτος πάθος, δύναμη ἐκρηκτικὴ καὶ χιούμορ Σάντσου. Δὲν τοῦ ἀρέσουν οἱ ἰδεολογίες, οἱ ἀϕηρημένες ἔννοιες, τὰ παιχνιδίσματα τοῦ ἄνεργου πολύξερου νοῦ. Ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. [...] Ὁ Οὐναμούνο εἶναι ἡ πιὸ παλλόμενη καὶ πιστὴ προσωποποίηση τοῦ αἰώνιου Δὸν Κιχώτη. ΝΊΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΆΚΗΣ (ΤΑΞΙΔΕΎΟΝΤΑΣ – ΙΣΠΑΝΊΑ)
Ἕνα ἀπὸ τὰ 100 καλύτερα βιβλία ποὺ γράϕτηκαν στὰ ἰσπανικά. EL MUNDO
Ὁ Μιγκὲλ ντὲ Οὐναμούνο ἀνήκει στοὺς «κλασικοὺς μοντέρνους», σὲ αὐτοὺς ποὺ διακρίνει κανεὶς τὴν πατίνα τοῦ χρόνου,
ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ἀπολαυστικὸ ἀνάγνωσμα. DIE ZEIT
Ἡ θεία Τούλα ζεῖ σὲ μιὰν ἄλλη ἐποχή, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρεῖ τὴ δύναμή της καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ γοητεύει. Ὁ Οὐναμούνο θέτει ἐρωτήματα ποὺ θὰ ἐξακολουθοῦν πάντα νὰ μᾶς ἀπασχολοῦν: Τί εἶναι ἡ αγάπη; Ἡ μητρότητα; Τί ξέρουμε γιὰ τὰ συναισθήματά μας; EL CULTURAL
Πρόζα ἄψογη, χωρὶς ϕιοριτοῦρες, ποὺ δὲν σὲ ἀϕήνει νὰ ἐπαναπαυτεῖς. Κάθε ϕορὰ ποὺ διαβάζουμε τὴ Θεία Τούλα ἀντιλαμβανόμαστε ὅλο καὶ καλύτερα τὴ δύναμη καὶ τὴν πρωτοτυπία της. EL PAIS
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἰσπανόϕωνους συγγραϕεῖς. Ἕνας ἄνθρωπος γεμάτος πάθη καὶ ἀντιθέσεις ποὺ ἐκϕράζει τὴν Ἰσπανία τῆς ἐποχῆς του. LE MONDE
Ἡ παρθένα-μητέρα, ἡ θεία Τούλα ποὺ ἀπορρίπτει γαμπροὺς καὶ ἐπιλέγει νὰ ἀγνοεῖ τὸν ἔρωτα καὶ τὸ κορμί της γιὰ νὰ μεγαλώσει τὰ παιδιὰ τῆς ἀδελϕῆς της. Γιατί ἡ γοητεία της κρατᾶ τόσα χρόνια; Γιατί τὸ μικρὸ αὐτὸ μυθιστόρημα τοῦ μεγάλου Ἰσπανοῦ συγγραϕέα καὶ ϕιλόσοϕου θεωρεῖται παγκοσμίως ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ἔργα ποὺ γράϕτηκαν ποτὲ στὰ ἰσπανικά; Δεῖτε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν πρώτη πλήρη μετάϕραση τοῦ ἔργου ἔτσι ὅπως περιλαμβάνεται στὴν ἐγκυρότατη σειρὰ κλασικῆς ἰσπανικῆς λογοτεχνίας τῶν ἐκδόσεων Cátedra:
X
Κ αΙ ηΤαν ΓΕΓΟνΟσ ὅτι στὴν ἑρμητικὰ κλειστὴ ψυχὴ τῆς Χερτρούδις εἶχε ξεσπάσει ἄγρια καταιγίδα. Τὸ κεϕάλι της μάλωνε μὲ τὴν καρδιά της καὶ ἀμϕότερα, κεϕάλι καὶ καρδιά, μάλωναν ἐντός της μὲ κάτι πιὸ σϕοδρό, πιὸ βαθύ, πιὸ μύχιο, μὲ κάτι ποὺ ἦταν σὰν τὸ μεδούλι τῶν ὀστῶν τῆς ψυχῆς της. ῞Οταν ἔμενε μόνη, τὶς ὧρες ποὺ ὁ ραμίρο ἔλειπε ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔπαιρνε τὸν γιὸ ἐκείνου καὶ τῆς ρόσα, τὸν ραμιρίν, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε γιό της, καὶ τὸν ἔσϕιγγε στὰ παρθένα στήθη της, ποὺ πάλλονταν ἀπὸ ὀδύνη καὶ ϕούσκωναν ἀπὸ ἀγωνία. Κάποιες ἄλλες ϕορὲς καθόταν καὶ κοιτοῦσε ἀπορροϕημένη τὴ ϕωτογραϕία ἐκείνης ποὺ ὑπῆρξε, ἐκείνης ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἡ ἀδελϕή της καὶ σὰν νὰ τὴ ρωτοῦσε ἂν ἤθελε, στ ᾽ἀλήθεια, αὐτή, ἡ Χερτρούδις, νὰ τὴ διαδεχθεῖ στὸ πλάι τοῦ ραμίρο. «ναί, μοῦ εἶπε ὅτι ἐγὼ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνω ἡ γυναίκα τοῦ ἄντρα της, ἡ ἄλλη του γυναίκα», μονολογοῦσε, «ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἤθελε κάτι τέτοιο, ὄχι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἤθελε... ῍αν ἤμουν ἐγὼ τουλάχιστον στὴ θέση της, δὲν νομίζω ὅτι θὰ τὸ εἶχα θελήσει... ῎αντρας μιᾶς ἄλλης; ῎Οχι, μιᾶς ἄλλης μὲ τίποτα! Οὔτε ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατό μου... οὔτε τῆς ἀδελϕῆς μου... μιᾶς ἄλλης, ὄχι! ῞Ενας ἄντρας δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀνήκει σὲ μία... ῎Οχι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἤθελε κάτι τέτοιο· δὲν
88
MIGUEL DE UNAMUNO
εἶναι δυνατὸν νὰ ἤθελε ἀνάμεσα σ ᾽ἐκεῖνον, ἀνάμεσα στὸν ἄντρα της, ἀνάμεσα στὸν πατέρα τῶν παιδιῶν της καὶ σ ᾽ἐμένα νὰ παρεμβληθεῖ ἡ σκιά της... Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἤθελε κάτι τέτοιο. Γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος θὰ βρισκόταν δίπλα μου, ἀκουμπισμένος ἐπάνω μου, σάρκα μὲ σάρκα, ποιός μοῦ λέει ὅτι δὲν θὰ σκεϕτόταν ἐκείνη; ᾽Εγὼ δὲν θὰ ἤμουν παρὰ ἡ θύμηση... Κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴ θύμηση τῆς ἄλλης! ῎Οχι, αὐτὸ ποὺ μοῦ ζήτησε ἦταν νὰ ἀποτρέψω νὰ ἀποκτήσουν τὰ παιδιά της μητριά. Καὶ θὰ τὸ ἀποτρέψω! Κι ἔτσι καὶ παντρευόμουν μὲ τὸν ραμίρο καὶ τοῦ παρέδιδα τὸ κορμί μου, κι ὄχι μόνο τὴν ψυχή μου, δὲν θὰ τὸ ἀπέτρεπα... Γιατὶ τότε θὰ γινόμουν ἐγὼ μητριά. Καὶ κυρίως ἂν ἀποκτοῦσα μαζί του παιδιὰ ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα μου...». Καὶ αὐτὴ ἡ ἰδέα τῶν παιδιῶν ἀπὸ τὴ σάρκα της ἔκανε νὰ πάλλεται ἀπὸ ἱερὸ τρόμο τὸ μεδούλι ἀπὸ τὰ ὀστὰ τῆς ψυχῆς τῆς Χερτρούδις, ποὺ ποθοῦσε τὴ μητρότητα, ἀλλὰ μιὰ μητρότητα πνευματική. Καὶ κλεινόταν στὸ δωμάτιό της, στὴν ταπεινή της κάμαρη, γιὰ νὰ κλάψει γονατιστὴ μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα τῆς Παρθένου Μαρίας, γιὰ νὰ κλάψει ἐνόσω ψιθύριζε: «Τὸν καρπὸ τῆς κοιλίας σου...». Μιὰ ϕορὰ ποὺ εἶχε σϕίξει στὸ στῆθος της τὸν ραμιρίν, ἐκεῖνος τῆς εἶπε: — Γιατί κλαῖς, μανούλα; γιατὶ ἔτσι τοῦ εἶχε μάθει νὰ τὴν ἀποκαλεῖ. — Μὰ δὲν κλαίω... — ναί, κλαῖς... — Μά, μὲ βλέπεις νὰ κλαίω; — ῎Οχι, ἀλλὰ αἰσθάνομαι ὅτι κλαῖς... νιώθω ὅτι κλαῖς.
η θΕΙα ΤΟυΛα
89
—Εἶναι ποὺ θυμᾶμαι τὴ μητέρα σου... — Μὰ ἐσὺ δὲ λὲς ὅτι εἶσαι ἡ μητέρα μας...; — ναί, ἀλλὰ θυμᾶμαι τὴν ἄλλη, τὴ μαμὰ ρόσα. — ῎α, ναί, ἐκείνη ποὺ πέθανε... τοῦ μπαμπᾶ... — ναί, τοῦ μπαμπᾶ! — Καὶ γιατί ὁ μπαμπὰς μᾶς λέει νὰ μὴ σὲ ϕωνάζουμε μαμά, ἀλλὰ θεία, θεία Τούλα, κι ἐσὺ μᾶς λὲς νὰ σὲ ϕωνάζουμε μαμὰ καὶ ὄχι θεία, θεία Τούλα...; —σᾶς λέει ὁ μπαμπὰς κάτι τέτοιο; — ναί, μᾶς ἔχει πεῖ ὅτι ἀκόμα δὲν εἶσαι ἡ μαμά μας, πὼς ἀκόμα δὲν εἶσαι τίποτ ᾽ἄλλο παρὰ ἡ θεία μας... — ᾽ακόμα; — ναί, μᾶς εἶπε ὅτι ἀκόμα δὲν εἶσαι ἡ μαμά μας, ἀλλὰ ὅτι θὰ γίνεις... ναί, ὅτι θὰ γίνεις ἡ μαμά μας ὅταν περάσουν μερικοὶ μῆνες... «Τότε θὰ γινόμουν ἡ μητριά σας», σκέϕτηκε ἡ Χερτρούδις, ἀλλὰ δὲν τόλμησε νὰ ϕανερώσει αὐτὴ τὴν ἔνοχη σκέψη μπροστὰ στὸ παιδί. — Καλά, κοίτα νὰ δεῖς, μὴ δίνεις σημασία σὲ τέτοια πράγματα, ἀγόρι μου... Καὶ ὅταν ἀργότερα ἐπέστρεψε ὁ ραμίρο, ὁ πατέρας, τὸν πῆρε παράμερα καὶ τοῦ εἶπε μὲ αὐστηρὸ ὕϕος: — Μὴν πᾶς καὶ λὲς στὸ παιδὶ αὐτὰ τὰ πράγματα. Μὴν τοῦ λὲς ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀκόμα τίποτα παραπάνω ἀπὸ θεία του, ἡ θεία Τούλα, καὶ ὅτι θὰ γίνω ἡ μαμά του. αὐτὸ τὸ διαϕθείρει, αὐτὸ τοῦ ἀνοίγει τὰ μάτια γιὰ νὰ δεῖ πράγματα ποὺ δὲν πρέπει νὰ δεῖ. Κι ἔτσι καὶ τὸ κάνεις γιὰ νὰ μὲ ἐπηρεάσεις μέσω ἐκείνου, ἔτσι καὶ τὸ κάνεις γιὰ νὰ μὲ παρακινήσεις... —Μοῦ εἶπες ὅτι χρειαζόσουν ἕνα χρονικὸ διάστημα...
90
MIGUEL DE UNAMUNO
— Καλά, λοιπόν, ἂν τὸ κάνεις γι᾽αὐτό, σκέψου τὸ ρόλο ποὺ βάζεις νὰ παίζει τὸ παιδί σου, τὸ ρόλο τοῦ... — Καλά, σώπα τώρα! — Οἱ λέξεις δὲν μὲ τρομάζουν, ἀλλὰ θὰ σωπάσω. Κι ἐσὺ σκέψου τὴ ρόσα, θυμήσου τὴ ρόσα, τὴν πρώτη σου... ἀγάπη! —Τούλα! — Φτάνει πιά. Καὶ μὴν ἀναζητᾶς πιὰ μητριὰ γιὰ τὰ παιδιά σου· ἔχουν μητέρα.
XI
ΠρΕΠΕΙ να ΠαΜΕ σΤην ΕΞΟΧη, συλλογίστηκε ἡ
Χερτρούδις καὶ ὑπέδειξε στὸν ραμίρο τὴν ἀνάγκη νὰ πᾶνε ὅλοι τους γιὰ καλοκαιρινὲς διακοπὲς σὲ κάποιο χωριὸ κοντὰ στὴ θάλασσα ποὺ νὰ εἶχε καὶ βουνό, ἕνα χωριὸ ποὺ θὰ ἐξουσίαζε τὴ θάλασσα καὶ θὰ ἐξουσιαζόταν ἀπὸ ἐκείνη. ᾽αναζήτησε ἕνα μέρος ποὺ νὰ μὴν ἦταν πολὺ τῆς μόδας, ἀλλὰ στὸ ὁποῖο ὁ ραμίρο θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ συμπαῖκτες γιὰ πρέϕα, μιᾶς καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν κάνει νὰ νιώθει ὑποχρεωμένος νὰ βρίσκεται διαρκῶς μὲ τοὺς δικούς του. ῏ηταν ἕνα εἶδος μοναξιᾶς ποὺ ἡ Χερτρούδις τὸ ϕοβόταν. ᾽Εκεῖ καθημερινὰ ἔκαναν περιπάτους στὸ βουνὸ μὲ θέα στὴ θάλασσα, ἀνάμεσα στὶς κουμαριές, οἱ δυό τους, ἡ Χερτρούδις καὶ ὁ ραμίρο, καὶ τὰ τρία παιδιά: ὁ ραμιρίν, ἡ ροσίτα καὶ ἡ ᾽Ελβίρα.5 Ποτέ της, οὔτε κὰν ἐκεῖ ὅπου δὲν τοὺς γνώριζαν –δηλαδὴ ἐκεῖ ἀκόμα λιγότερο– δὲν θὰ εἶχε διακινδυνεύσει ἡ Χερτρούδις νὰ βγεῖ γιὰ περίπατο μὲ τὸν κουνιάδο της, οἱ δυό τους μόνοι. ῞Οταν ἔϕταναν στὸ σημεῖο ὅπου ἕνας κορμὸς πεσμένος στὸ χῶμα, δίπλα στὸ μονοπάτι, προσέϕερε, σὰν ρουστὶκ πα5. αὐτὰ εἶναι τὰ τελικὰ ὀνόματα (καὶ τὸ ϕύλο) τῶν τριῶν παιδιῶν. ῾η Τουλίτσα γίνεται ροσίτα καὶ τὸ τρίτο παιδὶ ἀπὸ ἀγόρι γίνεται κορίτσι καὶ παίρνει τὸ ὄνομα ᾽Ελβίρα.
92
MIGUEL DE UNAMUNO
γκάκι, τὴ δυνατότητα νὰ καθίσουν, θρονιάζονταν πάνω του οἱ δυό τους, ἀγναντεύοντας τὴ θάλασσα, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν ἐκεῖ κοντά, τὸ πλησιέστερο δυνατόν. Μιὰ ϕορὰ ποὺ ὁ ραμίρο θέλησε νὰ καθίσουν στὸ ἔδαϕος, πάνω στὰ χορτάρια τοῦ βουνοῦ, ἡ Χερτρούδις τοῦ ἀπάντησε: — ῎Οχι, στὸ ἔδαϕος μὲ τίποτα! ᾽Εγὼ δὲν κάθομαι στὸ ἔδαϕος, πάνω στὸ χῶμα καὶ μάλιστα δίπλα σ ᾽ἐσένα μπροστὰ στὰ παιδιά... — Μὰ εἶναι καθαρὰ κάτω... ἔχει χορτάρια... —σοῦ εἶπα πὼς δὲν κάθομαι κάτω! Μὲ τίποτα, δὲν εἶναι βολικὴ ἡ στάση... Εἶναι χειρότερα καὶ ἀπὸ ἄβολη! Καθισμένοι στὸν κορμὸ καὶ κοιτάζοντας τὴ θάλασσα, μιλοῦσαν γιὰ χιλιάδες ἀσήμαντα πράγματα, ἀϕοῦ κάθε ϕορὰ ποὺ ὁ ἄντρας πήγαινε τὴν κουβέντα σὲ θέματα ποὺ ἦταν ἀπαγορευμένα, ἔπειτα ἀπὸ σιωπηρὴ συμϕωνία νὰ συζητοῦν μεταξύ τους, ἡ θεία εἶχε στὸ στόμα ἕνα «ραμιρίν!» ἢ «ροσίτα!» ἢ «᾽Ελβίρα!». Τοῦ μιλοῦσε ἐκείνη γιὰ τὴ θάλασσα καὶ ἦταν οἱ κουβέντες της ποὺ ἔϕταναν ὣς ἐκεῖνον τυλιγμένες στὴν ὄχι καὶ τόσο μακρινὴ βοὴ τῶν κυμάτων, σὰν τὰ ψιθυριστὰ λόγια ἑνὸς νανουρίσματος γιὰ τὴν ψυχή. ῾η Χερτρούδις γλυκοκοίμιζε τὸ πάθος τοῦ ραμίρο γιὰ νὰ τὸ ἀναισθητοποιήσει. Δὲν τὸν κοιτοῦσε σχεδὸν ποτὲ τότε, κοιτοῦσε τὴ θάλασσα· ἀλλὰ σ ᾽ αὐτή, στὴ θάλασσα, ἔβλεπε νὰ ἀντικατοπτρίζεται κατὰ τρόπο μυστηριώδη τὸ βλέμμα τοῦ ἄντρα. ῾η πάναγνη θάλασσα ἕνωνε τὰ βλέμματα καὶ τὶς ψυχές τους. Κάποιες ἄλλες ϕορὲς πήγαιναν σ ᾽ἕνα δάσος ἀπὸ καστανιὲς καὶ τότε ἐκείνη ἔπρεπε νὰ τὸν ἐπιτηρεῖ, νὰ ἐπιτηρεῖ τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ ἐπιτηρεῖ τὰ παιδιὰ μὲ με-
η θΕΙα ΤΟυΛα
93
γαλύτερη προσοχή. Κι ἐκεῖ ἐπίσης ἔβρισκε ἕναν πεσμένο κορμὸ ποὺ τῆς χρησίμευε γιὰ κάθισμα. ῎ηθελε νὰ τὸν κάνει νὰ προσαρμοστεῖ στοὺς ρυθμοὺς μιᾶς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἁγνῆς καὶ ἀγροτικῆς, νὰ τὸν κάνει νὰ πέϕτει στὸ κρεβάτι του κουρασμένος ἀπὸ τὸ ἅπλετο ϕῶς καὶ τὸν καθαρὸ αέρα, νὰ ἀποκοιμιέται ἀκούγοντας ἔξω τὰ τριζόνια, ὥστε νὰ κοιμᾶται δίχως ὀνειροϕαντασίες, νὰ ξυπνάει μὲ τὸ τραγούδι τοῦ κόκορα καὶ τὰ πήγαιν ᾽-ἔλα τῶν ἀγροτῶν καὶ τῶν ναυτικῶν. Τὰ πρωινὰ κατέβαιναν σὲ μιὰ παραλία, ὅπου μαζευόταν ἡ μικρὴ ὁμάδα τῶν παραθεριστῶν. Τὰ παιδιά, ξυπόλυτα, περνοῦσαν τὴν ὥρα τους, μετὰ τὸ μπάνιο, ἐκτρέποντας μὲ τὰ πόδια τὴν πορεία ἑνὸς μικροῦ ἀσκόπως περιπλανώμενου καὶ ἀναποϕάσιστου ρυακιοῦ ποὺ διαμέσου τῆς ἄμμου κατέληγε στὴ θάλασσα. ῾Ο ραμίρο συμμετεῖχε ποῦ καὶ ποῦ κι ἐκεῖνος σὲ αὐτὸ τὸ παιδικὸ παιχνίδι. ᾽αλλὰ ἡ Χερτρούδις ἄρχισε νὰ ϕοβᾶται. ῞Ολη ἡ προνοητικότητα ποὺ εἶχε δείξει ἦταν ἀνεπαρκής. ῾Ο ραμίρο τὸ ἔσκαγε ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀπὸ τὴν πρέϕα ποὺ ἔπαιζε μὲ τοὺς ϕίλους στὴν παρέα τῶν παραθεριστῶν κι ἔμοιαζε νὰ καιροϕυλακτεῖ, περισσότερο ἀπὸ ποτέ, γιὰ νὰ βρεθεῖ μόνος μὲ τὴν κουνιάδα του. Τὸ σπιτάκι στὸ ὁποῖο ἔμεναν ἔμοιαζε περισσότερο μὲ ἀντίσκηνο περιπλανώμενων τσιγγάνων παρὰ μὲ ὁτιδήποτε ἄλλο. ῾η ἐξοχή, ἀντὶ νὰ ἀναισθητοποιήσει, ὄχι τὰ πάθη, ἀλλὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ραμίρο, ἔμοιαζε νὰ τοῦ τὴν ἐξάπτει ἀκόμα περισσότερο καὶ ἡ ἴδια, ἡ Χερτρούδις, ἄρχισε νὰ ἀνησυχεῖ. ῾η ζωὴ τοὺς ἀποκαλυπτόταν ἐντελῶς σὲ κοινὴ θέα ἐκεῖ στὴν ἐξοχή, στὸ δάσος, στὶς πτυχώσεις τοῦ βου-
94
MIGUEL DE UNAMUNO
νοῦ. Κι ἔπειτα ὑπῆρχαν τὰ κατοικίδια ζῶα, ἐκεῖνα ποὺ ἐκτρέϕει ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν καθημερινὴ ἐκεῖ ἡ συμβίωση. ῾η Χερτρούδις ὑπέϕερε ὅταν ἔβλεπε μὲ πόση προσοχὴ τὰ μικρά, τὰ ἀνιψάκια της, παρακολουθοῦσαν τὰ παιχνίδια τῶν πουλερικῶν. ῎Οχι, ἡ ἐξοχὴ δὲν παρέδιδε μαθήματα ἁγνότητας. Τὸ μόνο ἁγνὸ πράγμα ἐκεῖ ἦταν νὰ βυθίζει κανεὶς τὸ βλέμμα του στὴ θάλασσα. ᾽αλλὰ ἀκόμα καὶ ἡ θάλασσα... Τὸ θαλασσινὸ ἀεράκι ἐρέθιζε τὶς αἰσθήσεις. — Κοίτα πόση ὀμορϕιά! ἀναϕώνησε ἡ Χερτρούδις ἕνα ἀπόγευμα, τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ, καθισμένοι καθὼς ἦταν καὶ οἱ δύο ἀγναντεύοντας τὴ θάλασσα. ῏ηταν πανσέληνος, κόκκινη γιὰ νὰ κρύψει τὴ χλομάδα της, ποὺ ἀναδυόταν μέσ ᾽ἀπὸ τὰ κύματα σὰν ἕνα γιγάντιο καὶ μοναχικὸ λουλούδι σὲ μιὰ παλλόμενη ἄγονη ἔκταση. — Γιατί ἄραγε ἔχουν τραγουδήσει τόσο πολὺ τὴ σελήνη οἱ ποιητές; εἶπε ὁ ραμίρο. Μήπως γιατὶ εἶναι τὸ ρομαντικὸ ϕῶς τῶν ἐρωτευμένων; — Δὲν τὸ ξέρω, ἀλλὰ σκέϕτομαι ὅτι εἶναι ἡ μοναδικὴ γῆ, γιατὶ γῆ εἶναι κι αὐτή... ποὺ βλέπουμε γνωρίζοντας πὼς ποτὲ δὲν θὰ ϕτάσουμε μέχρις ἐκεῖ... εἶναι ἀπρόσιτη... ῾Ο ἥλιος ὄχι, ὁ ἥλιος μᾶς ἀπορρίπτει· μᾶς ἀρέσει νὰ λουζόμαστε ἀπὸ τὸ ϕῶς του, ἀλλὰ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι μὴ κατοικήσιμος, πὼς πάνω του θὰ καιγόμασταν, ἐνῶ ἀντίθετα στὴ σελήνη πιστεύουμε πὼς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ζήσει, σὲ ἀπόλυτη γαλήνη, αἰώνια δειλινά, δίχως καταιγίδες, ἀϕοῦ δὲν τὴ βλέπουμε νὰ ἀλλάζει, ἀλλὰ αἰσθανόμαστε πὼς δὲν μποροῦμε νὰ ϕτάσουμε ὣς ἐκείνη... Εἶναι τὸ μὴ ἁπτό...
η θΕΙα ΤΟυΛα
95
— Καὶ πάντα στρέϕει πρὸς ἐμᾶς τὸ ἴδιο πρόσωπο... αὐτὸ τὸ τόσο θλιμμένο καὶ τόσο σοβαρὸ πρόσωπο... δηλαδή, ὄχι πάντα, γιατὶ σταδιακὰ τὸ καλύπτει μὲ βέλο καὶ τὸ βυθίζει στὸ σκοτάδι καὶ ἄλλες ϕορὲς μοιάζει μὲ δρεπάνι... — ναί –καὶ μὲ τὸ ποὺ τὸ εἶπε ϕαινόταν σὰν ἡ Χερτρούδις νὰ ἦταν ἀπορροϕημένη ἀπὸ τὶς σκέψεις της δίχως νὰ ἀκούει ἐκεῖνες τοῦ συντρόϕου της, ἂν καὶ δὲν ἦταν ἔτσι–, πάντα δείχνει τὸ ἴδιο πρόσωπο γιατὶ εἶναι σταθερὴ καὶ πιστή. Δὲν γνωρίζουμε πῶς εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά... ποιό εἶναι τὸ ἄλλο της πρόσωπο... — Καὶ αὐτὸ ἐνισχύει τὸ μυστήριό της. —Εἶναι πιθανό... εἶναι πιθανό... Μοῦ εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβω κάποιον ποὺ ἐπιθυμεῖ σϕοδρὰ νὰ ϕτάσει στὴ σελήνη... τὸ ἀκατόρθωτο...! γιὰ νὰ δεῖ πῶς εἶναι ἡ ἄλλη πλευρά... γιὰ νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἐξερευνήσει τὸ ἄλλο της πρόσωπο... —Τὸ σκοτεινό... —Τὸ σκοτεινό; Μοῦ ϕαίνεται πὼς δὲν εἶναι σκοτεινό! Τώρα ποὺ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε εἶναι ϕωτισμένο, τὸ ἄλλο θὰ εἶναι στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἢ ἐγὼ δὲν γνωρίζω πολλὰ γι᾽αὐτὰ τὰ πράγματα ἢ ὅταν αὐτὸ τὸ πρόσωπο σκοτεινιάζει ἐντελῶς, ὅταν ὑπάρχει νέα σελήνη, εἶναι κατάϕωτο τὸ ἄλλο, εἶναι πανσέληνος ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά... — Γιὰ ποιόν; —Τί γιὰ ποιόν...; — ναί, λέω, ὅταν εἶναι ϕωτεινὴ ἡ ἄλλη πλευρά, ποιός τὴ βλέπει; — ῾Ο οὐρανός, ἀρκεῖ αὐτό. ῍η μήπως ἔϕτιαξε ὁ θεὸς τὴ σελήνη μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ϕωτίζει τὴ νύχτα
96
MIGUEL DE UNAMUNO
ἐμᾶς, τοὺς κατοίκους τῆς Γῆς; ῍η γιὰ νὰ λέμε τέτοιες σαχλαμάρες; — Καλά, λοιπόν, ἄκου, Τούλα... — ροσίτα! Καὶ δὲν τὸν ἄϕησε νὰ σχολιάσει τὴν ἀπροσιτότητα καὶ τὴν πληρότητα τῆς σελήνης. ῞Οταν ἐκείνη ζήτησε νὰ ἐπιστρέψουν πιὰ στὴν πόλη, αὐτὸς βιάστηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ αἴτημά της. Τὸ διάστημα ποὺ εἶχαν περάσει στὴν ἐξοχή, μεταξὺ βουνοῦ καὶ θάλασσας, ἀπέβη ἄκαρπο γιὰ τοὺς σκοπούς του. « ῎Εκανα λάθος», ἔλεγε κι ἐκεῖνος ἀπὸ μέσα του, «ἐδῶ αἰσθάνεται πιὸ σίγουρη ἀπ ᾽ὅ,τι ἐκεῖ, στὸ σπίτι· ἐδῶ μοιάζει νὰ βρίσκει καταϕύγιο στὸ βουνό, στὸ δάσος, καὶ ἡ θάλασσα λὲς καὶ τῆς χρησιμεύει ὡς ἀσπίδα· ἐδῶ εἶναι τόσο ἀπρόσιτη ὅσο καὶ ἡ σελήνη, καὶ στὸ μεταξὺ αὐτὸς ὁ ἁλμυρὸς ἀέρας ϕιλτραρισμένος μέσ ᾽ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἀνάβει τὸ αἷμα μου... κι ἐκείνη μοῦ ϕαίνεται ἐδῶ ἔξω ἀπὸ τὸ περιβάλλον της, σὰν νὰ ϕοβᾶται κάτι· εἶναι σὲ ἐπιϕυλακή, θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς δὲν κοιμᾶται...». Κι ἐκείνη ἀπὸ τὴν πλευρά της μονολογοῦσε: « ῎Οχι, τὴν ἁγνότητα δὲν τὴν ἀπαντᾶ κανεὶς στὴν ἐξοχή, ἡ ἁγνότητα εἶναι τοῦ κελιοῦ, τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τῆς πόλης· ἡ ἁγνότητα βρίσκει πρόσϕορο ἔδαϕος μεταξὺ ἀνθρώπων ποὺ ἑνώνονται σὲ τσαμπιὰ ἀπὸ κατοικίες γιὰ νὰ ἀπομονωθοῦν καλύτερα· ἡ πόλη εἶναι μοναστήρι, ἀναχωρητήριο γιὰ μοναχικούς· ἐδῶ, τὸ χῶμα πάνω στὸ ὁποῖο σχεδὸν ξαπλώνουν, τοὺς ἑνώνει καὶ τὰ ζῶα εἶναι κάτι σὰν τὰ ϕίδια τοῦ παραδείσου... στὴν πόλη! στὴν πόλη!». στὴν πόλη βρισκόταν τὸ ἀναχωρητήριό της, ἡ ἑστία της, καὶ μέσα της τὸ κελί της. ᾽Εκεῖ ἀναισθητοποιοῦσε
η θΕΙα ΤΟυΛα
97
καλύτερα τὸν γαμπρὸ της. Τί καλὰ ποὺ θὰ ἦταν ἂν μποροῦσε νὰ πεῖ γιὰ ἐκεῖνον, σκεϕτόταν, αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ ἡ ἁγία θηρεσία σὲ μιὰ ἐπιστολή της –ἡ Χερτρούδις διάβαζε πολὺ τὴν ἁγία θηρεσία– γιὰ τὸν γαμπρὸ της, δὸν Χουὰν ντὲ ᾽Οβάλιε, σύζυγο τῆς δόνια Χουάνα ντὲ ᾽αουμάδα: «αὐτὸς εἶναι, σὲ κάποια πράγματα, ἐντελῶς παιδί...». Πῶς θὰ τὸν ἔκανε κι ἐκεῖνον μικρὸ παιδί;
Στις 27 Μαρτίου σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
GUTENBERG
www.gutenbergbooks.gr ● facebook.com/gutenbergbooks