Δ Ι Ε υ θυ ν σ η σ Ε Ι ρα σ
Ζωὴ Μπέλλα- ᾽Αρμάου
*
Τὴ σειρὰ τῆς ALDINA ἐμπνεύστηκε καὶ ὀργάνωσε ὁ Δημήτρης ᾽αρμάος (2014)
© Copyright 2017
᾽Εκδόσεις Gutenberg ISBN 978-960-01-1874-2 ΕΚΔΟσΕΙσ GUTENBERG
Διδότου 37, 106 80 ᾽αθήνα Τηλ.: 210 36.42.003 – Fax: 210 36.42.030 υΠΟΚαΤασΤηΜα θΕσσαΛΟνΙΚησ:
᾽Ιασωνίδου 13, 546 35 Τηλ.- Fax : 2310 271147 www.dardanosnet.gr Ξ info@dardanosnet.gr
e-shop: www.dardanosnet.gr
ΤΟ ΘΑΜΜΕΝΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Τίτλος πρωτοτ ύπου: Wilkie Collins, The Dead Secret
Πρώτ η ἔκδοση: 1857
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
G u t e n b e r G
WILKIE COLLINS
ΤΟ ΘΑΜΜΕΝΟ ΜΥΣΤΙΚΟ Μετάϕραση-σημειώσεις
῎Αννα Παπασταύρου
ΜΥΣΤΗΡΙΟ-4
GutenberG || ALDInA
Ἕνας συνδυασμὸς γκόθικ καὶ ρομαντισμοῦ ποὺ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν ἑπόμενη ἐπιτυχία τοῦ Κόλινς, τὴ Γυναίκα μὲ τὰ ἄσπρα. GUARDIAN
Στὸν Κόλινς πρέπει νὰ πιστωθεῖ ἡ εἰσαγωγὴ στὴ μυθιστοριογραφία τῶν πλέον ἀπίστευτων μυστηρίων, αὐτῶν ποὺ καραδοκοῦν ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες μας. ΧΈΝΡΙ ΤΖΈΙΜΣ
Ὁ Κόλινς ἔβγαλε τὸ μυστήριο ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ κάστρα. Ἀποκάλυψε πὼς τὸν μεγαλύτερο τρόμο μπορεῖ νὰ τὸν προκαλέσει ἕνας γείτονας· πὼς οἱ ἐγκληματίες δὲν εἶναι μονοδιάστατες ἐνσαρκώσεις τῆς κακίας· πὼς μεγαλύτερη ζημιὰ μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἕνας ἀπατεώνας ἀπὸ ἕναν δαίμονα. WASHINGTON POST
Ἕνα μυστικὸ κρυμμένο στὰ χαλάσματα ἑνὸς πύργου στὴν Κορνουάλη ἀπειλεῖ τὸ μέλλον ἑνὸς ἐρωτευμένου ζευγαριοῦ: Μιὰ ἀκόμα συναρπαστικὴ ἱστορία τοῦ συγγραφέα τοῦ Ἀρμαντέιλ καὶ τῆς Γυναίκας μὲ τὰ ἄσπρα καὶ «πατέρα τῆς αἰσθηματικῆς λογοτεχνίας μυστηρίου». Ἕνα μικρὸ δεῖγμα γιὰ νὰ δεῖτε γιατί ἐπέλεξε ὁ Ντίκενς νὰ τὴν δημοσιεύσει στὸ περιοδικό του.
Πάρτε μιὰ πρώτη γεύση:
26
WILKIE COLLINS
ἀσθενικὴ καὶ νικημένη ἀπὸ τὴ θλίψη κι ἂν ἦταν, ἀπὸ τὰ μάτια καὶ κάτω ϕαινόταν μιὰ γυναίκα ποὺ ζήτημα νὰ εἶχε πατήσει τὰ τριάντα. ᾽απὸ τὰ μάτια καὶ πάνω, ἡ ἐντύπωση ποὺ ἔδιναν τὰ πλούσια γκρίζα μαλλιά της, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ πρόσωπό της, δὲν ἦταν ἁπλῶς ἀταί[...] ριαστη – ἦταν ὁλότελα ἀναπάντεχη· τόσο ἀναπάντεχη, ποὺ δὲ θὰ ϕαινόταν παράδοξο ἂν ἔλεγε κανεὶς ὅτι θὰ ϕάνταζε πιὸ ϕυσική, πιὸ πολὺ ὁ ἑαυτός της, ἂν τὰ μαλλιά της ἦταν βαμμένα. στὴν περίπτωσή της, ἡ Τέχνη θὰ ϕάνταζε ὡς ἀπεικόνιση τῆς ἀλήθειας, γιατὶ ἡ Φύση ἔμοιαζε μὲ ψέμα. Ποιό ϕοβερὸ γεγονὸς εἶχε ἐπηρεάσει τὰ μαλλιά της στὴν ἡλικία τῆς ἀκμῆς καὶ θαλερότητάς τους δίνοντάς τους ἀϕύσικα τὴν ἀπόχρωση τῶν γηρατειῶν; Μήπως μιὰ σοβαρὴ ἀρρώστια ἢ ἕνα ϕριχτὸ μαράζι τὴν εἶχε γκριζάρει στὸ ἄνθος τῆς ἐνήλικης ζωῆς της; ῾ η ἐρώτηση εἶχε συχνὰ ἀπασχολήσει τοὺς συναδέλϕους της ἀπὸ τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό, ποὺ ὅλοι εἶχαν σαστίσει ἀπὸ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς ἐξωτερικῆς της ἐμϕάνισης, κι ἔδειχναν μάλιστα μιὰ σχετικὴ καχυποψία ἀπέναντί της ἀπὸ ἕνα μόνιμο συνήθειο ποὺ εἶχε νὰ μιλάει μόνη της. ῾ Ωστόσο, ὅσο κι ἂν ἐρευνοῦσαν, ἡ περιέργειά τους πάντα βρισκόταν σὲ ἀδιέξοδο. Τίποτα περισσότερο δὲ μποροῦσαν ν ᾽ ἀνακαλύψουν ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ σάρα Λίζον ἦταν, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, εὔθικτη στὸ ζήτημα τῆς γκρίζας κόμης της καθὼς καὶ στὸ συνήθειό της νὰ μιλάει μὲ τὸν ἑαυτό της, κι ὅτι ἡ ἀϕέντρα τῆς σάρας Λίζον εἶχε ἀπὸ καιρὸ ἀπαγορεύσει σὲ ὅλους, ἀπὸ τὸν ἄντρα της ὣς τὸν τελευταῖο ὑπηρέτη, νὰ ταράζουν τὴν ἠρεμία τῆς καμαριέρας της μὲ ἀδιάκριτες ἐρωτήσεις.
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
27
στάθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἄϕωνη ἐκεῖνο τὸ κρίσιμο πρωινὸ τῆς 23ης τοῦ αὐγούστου μπροστὰ στὸν ὑπηρέτη, ὁ ὁποῖος τὴν κάλεσε στὸ προσκέϕαλο τῆς ἑτοιμοθάνατης κυρᾶς της – ἐνῶ τὸ ϕῶς τοῦ κεριοῦ τρεμόπαιζε ζωηρὰ στὰ μεγάλα, σαστισμένα, μαῦρα μάτια της καὶ στὰ πλούσια, ἀϕύσικα γκρίζα μαλλιά της. στάθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ σιωπηλή –τὸ χέρι της ἔτρεμε καθὼς κρατοῦσε τὸ κηροπήγιο, κι ἔτσι τὸ μεταλλικὸ σβηστήρι, ποὺ κρεμόταν χαλαρὰ ἀπὸ αὐτό, κροτάλιζε ἀδιάκοπα–, ἔπειτα εὐχαρίστησε τὸν ὑπηρέτη ποὺ τὴν εἰδοποίησε. ῾ η ἀνησυχία καὶ ὁ ϕόβος στὴ ϕωνή της ἐνῶ μιλοῦσε θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς τῆς προσέθεταν γλυκύτητα· ἡ ταραχὴ στὴ συμπεριϕορά της δὲν ἀϕαιροῦσε τίποτα ἀπὸ τὴ συνηθισμένη εὐγένειά της, τὴ ντελικάτη, σαγηνευτικὴ γυναικεία συστολή της. ῾ Ο Μάθιου, ποὺ ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ὑπηρέτες δυσπιστοῦσε κρυϕὰ καὶ τὴν ἀντιπαθοῦσε ἐπειδὴ διέϕερε ἀπὸ τὸ πρότυπο ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ βλέπουν σὲ καμαριέρες κυριῶν, στὴν προκειμένη περίπτωση τόσο πολὺ ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τοὺς τρόπους καὶ τὸ ὕϕος της καθὼς τὸν εὐχαριστοῦσε, ποὺ προσϕέρθηκε νὰ τῆς κουβαλήσει τὸ κερὶ ὣς τὴν πόρτα τῆς κυρᾶς της. ᾽ Εκείνη κούνησε τὸ κεϕάλι καὶ τὸν εὐχαρίστησε πάλι περνώντας βιαστικὰ ἀπὸ μπροστά του γιὰ νὰ μπεῖ στὴν κρεβατοκάμαρα. Τὸ δωμάτιο ὅπου κειτόταν ἑτοιμοθάνατη ἡ κυρία Τρέβερτον ἦταν στὸν κάτω ὄροϕο. ῾ η σάρα δίστασε δύο ϕορὲς προτοῦ χτυπήσει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία ἄνοιξε ὁ κύριος Τρέβερτον. Τὴ στιγμὴ ποὺ εἶδε τὸν κύριό της, τινάχτηκε πρὸς τὰ πίσω. ᾽ακόμα κι ἂν εἶχε ϕοβηθεῖ πὼς θὰ τὴ χτυποῦσε,
28
WILKIE COLLINS
δύσκολα θὰ ὀπισθοχωροῦσε πιὸ ἀπότομα ἢ μὲ ἔκϕραση μεγαλύτερου πανικοῦ. Τίποτα στὸ πρόσωπο τοῦ πλοιάρχου Τρέβερτον δὲν πρόδιδε πρόθεση νὰ τὴν κακομεταχειριστεῖ ἢ ἔστω νὰ τῆς μιλήσει σκληρά. Τὸ ὕϕος του ἦταν εὐγενικό, ἐγκάρδιο καὶ ντόμπρο· κι ἀπὸ τὰ δάκρυα ποὺ εἶχε χύσει στὸ προσκεϕάλι τῆς γυναίκας του, κάποια δὲν εἶχαν ἀκόμα στεγνώσει στὰ μάγουλά του. —Πέρασε μέσα, εἶπε ἀποστρέϕοντας τὸ πρόσωπό του. Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ τὴ ϕροντίσει ἡ νοσοκόμα· μόνο ἐσένα θέλει. Φώναξέ με ἂν ὁ γιατρός ―― Κόμπιασε καὶ βιάστηκε νὰ βγεῖ ἔξω χωρὶς νὰ προσπαθήσει νὰ ὁλοκληρώσει τὴ ϕράση του. ῾ η σάρα Λίζον, ἀντὶ νὰ μπεῖ στὴν κάμαρα τῆς κυρᾶς της, στάθηκε καὶ κοίταζε τὸν κύριό της προσεχτικά· τὰ χλομά της μάγουλα εἶχαν πιὰ πάρει μιὰ θανατερὴ λευκότητα καὶ στὰ μάτια της καθρεϕτιζόταν ἕνας τρόμος γεμάτος λαχτάρα, ἀμϕιβολία κι ἐρωτηματικά. ῞ Οταν ὁ κύριος ἐξαϕανίστηκε στὴ στροϕὴ τοῦ διαδρόμου, ἐκείνη ἀϕουγκράστηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ἑτοιμοθάνατης ψιθυρίζοντας τρομαγμένη στὸν ἑαυτό της: «Εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ τὸ εἶπε;». ῎ Επειτα ἄνοιξε τὴν πόρτα μὲ ϕανερὴ προσπάθεια νὰ ἀνακτήσει τὴν αὐτοκυριαρχία της· κι ἀϕοῦ χασομέρησε γιὰ μιὰ στιγμὴ καχύποπτα στὸ κατώϕλι, μπῆκε μέσα. ῾ η κρεβατοκάμαρα τῆς κυρίας Τρέβερτον ἦταν ἕνα μεγάλο ψηλοτάβανο δωμάτιο στὴ δυτικὴ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ, ἑπομένως εἶχε θέα στὴ θάλασσα. Τὸ καντήλι ποὺ ἔκαιγε στὸ προσκεϕάλι της πιὸ πολὺ τόνιζε παρὰ σκόρπιζε τὸ σκοτάδι στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου. Τὸ κρεβάτι ἦταν παλαιοῦ τύπου, μὲ βαρὺ οὐρανὸ καὶ πυκνοϋ-
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
29
ϕασμένες κουρτίνες ὁλόγυρα. ᾽απὸ τὰ ἄλλα ἀντικείμενα στὴν κάμαρα, μόνο τὰ πιὸ μεγάλα καὶ τὰ πιὸ ὀγκώδη πρόβαλλαν τόσο ὥστε νὰ εἶναι ἀρκετὰ ὁρατὰ στὸ μισόϕωτο. Οἱ ντουλάπες, ἡ γκαρνταρόμπα, ὁ ὁλόσωμος καθρέϕτης, ἡ πολυθρόνα μὲ τὴν ψηλὴ ράχη καθὼς καὶ ὁ μεγάλος ἀσαϕὴς ὄγκος τοῦ ἴδιου τοῦ κρεβατιοῦ, ὅλα ϕάνταζαν βαριὰ καὶ μελαγχολικὰ στὸ μάτι. ῎ αλλα ἀντικείμενα ἦταν ἀνακατεμένα μέσα στὸ γενικὸ σκοτάδι. ᾽απὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο –ποὺ εἶχε ἀνοίξει γιὰ νὰ μπεῖ ὁ δροσερὸς ἀέρας τοῦ καινούργιου πρωινοῦ μετὰ τὴν πνιγηρὴ ἀτμόσϕαιρα τῆς αὐγουστιάτικης νύχτας– χυμοῦσε μονότονο στὸ δωμάτιο τὸ ἀσθενικό, σιγανό, μακρινὸ μουγκρητὸ τοῦ ἀντιμάμαλου στὴν ἀμμουδερὴ ἀκτή. ῞ Ολοι οἱ ἐξωτερικοὶ θόρυβοι εἶχαν βουβαθεῖ ἐκείνη τὴν πρώτη σκοτεινὴ ὥρα τῆς καινούργιας μέρας. Μέσα στὸ δωμάτιο, ὁ μοναδικὸς ἦχος ποὺ ἀκουγόταν ἦταν ὁ ἀργός, κοπιαστικὸς ρόγχος τῆς ἑτοιμοθάνατης γυναίκας, ὁ ὁποῖος ἀναδυόταν, θανατερὰ εὔθραυστος, ϕριχτὸς καὶ εὐδιάκριτος, ἀκόμα κι ἀνάμεσα ἀπ ᾽ τὸ μακρινὸ ἀγκομαχητό, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀτελεύτητης θάλασσας. — Κυρία, εἶπε ἡ σάρα Λίζον ὄρθια κοντὰ στὶς κουρτίνες χωρὶς ὡστόσο νὰ τὶς ἀνοίγει, ὁ κύριός μου ἔϕυγε ἀπ ᾽ τὸ δωμάτιο κι ἔστειλε ἐμένα στὸ πόδι του. — Φῶς! Δῶσε μου περισσότερο ϕῶς.2 2. Φῶς! Δῶστε μου περισσότερο ϕῶς: ἕνα παράδειγμα τοῦ θεατρικοῦ στοιχείου τόσο ὡς ἀναϕορᾶς ὅσο καὶ ὡς μεθόδου στὸ μυθιστόρημα. ῾ Ο Κόλινς ὑπονοεῖ τὴ στιγμὴ στὸν Α ῎ μλετ ποὺ ὁ Κλαύδιος διακόπτει τὴν παράσταση τῆς Ποντικοπαγίδας ϕωνάζοντας: «᾽ανάψτε τὰ ϕῶτα! Πάρτε με ἀπὸ δῶ!», καθὼς γίνεται μάρτυρας τοῦ δικοῦ του ἐγκλήματος, στὴν Τρίτη Πράξη, σκηνὴ 2η.
30
WILKIE COLLINS
῾ η ϕωνή της πρόδιδε τὴν ἀδυναμία της ἀπὸ τὴ θανατηϕόρα ἀρρώστια· κι ὅμως, ἀκόμα κι ἔτσι, ὁ τόνος τῆς ὁμιλήτριας ἀκούστηκε ἀποϕασιστικός – διπλὰ ἀποϕασιστικός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δισταγμὸ μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε μιλήσει ἡ σάρα. ᾽ακόμα καὶ σ ᾽ ἐκείνη τὴ σύντομη στιχομυθία πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα ἑνὸς κρεβατιοῦ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ϕανερωνόταν ὁ ἰσχυρὸς χαρακτήρας τῆς κυρίας κι ὁ ἀδύναμος χαρακτήρας τῆς καμαριέρας. ῾ η σάρα ἄναψε δύο κεριὰ μὲ τρεμάμενο χέρι –τὰ τοποθέτησε δισταχτικὰ στὸ κομοδίνο δίπλα–, περίμενε γιὰ μιὰ στιγμὴ κοιτάζοντας γύρω της μὲ καχύποπτη συστολή, κι ἔπειτα τράβηξε τὶς κουρτίνες. ῾ η ἀρρώστια ἀπὸ τὴν ὁποία πέθαινε ἡ κυρία Τρέβερτον ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ ϕοβερὲς καὶ τρομερὲς ἀσθένειες ποὺ πλήττουν τὴν ἀνθρωπότητα –ἀπὸ ἐκεῖνες στὶς ὁποῖες ὑποκύπτουν κυρίως οἱ γυναῖκες– καὶ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὑπονομεύουν τὴ ζωὴ χωρίς, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, νὰ δείχνουν ὁποιαδήποτε ἀξιοπρόσεχτα σημάδια τῆς διαβρωτικῆς τους ἐπίδρασης στὸ πρόσωπο. Κανεὶς ἄνθρωπος χωρὶς εἰδικὲς γνώσεις, κοιτάζοντας τὴν κυρία Τρέβερτον ὅταν ἡ ὑπηρέτριά της τράβηξε τὸ ριντὸ τοῦ κρεβατιοῦ, δὲ θὰ μποροῦσε μὲ κανέναν τρόπο νὰ ϕανταστεῖ ὅτι δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ δεχτεῖ ὁποιαδήποτε βοήθεια ποὺ θὰ μποροῦσε θνητὸς νὰ τῆς προσϕέρει μὲ τὴ δεξιότητά του. Τὰ ἀνεπαίσθητα σημάδια ἀρρώστιας στὸ πρόσωπό της, οἱ ἀναπόϕευκτες ἀλλαγὲς στὴ χάρη καὶ τὴ στρογγυλάδα τοῦ περιγράμματός του, μόλις ποὺ ϕαίνονταν πίσω ἀπὸ τὴν ἀξιοθαύμαστα καλὴ κατάσταση τῆς ἐπιδερμίδας της, ποὺ διατηροῦσε ὅλη τὴ λάμψη καὶ τὴ χάρη τῆς πρώτης κοριτσίστικης ὀμορϕιᾶς της.
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
31
Τὸ πρόσωπό της ϕάνταζε πάνω στὸ μαξιλάρι –τρυϕερὰ πλαισιωμένο ἀπὸ τὴν πλούσια δαντέλα τῆς σκούϕιας της· ἁπαλὰ στεϕανωμένο ἀπὸ τὰ στιλπνὰ καστανὰ μαλλιά της– σὲ ὅλη του τὴν ἐξωτερικὴ λάμψη· ἦταν τὸ πρόσωπο μιᾶς ὡραίας γυναίκας ποὺ ἀνάρρωνε ἀπὸ μιὰ ἐλαϕριὰ ἀσθένεια ἢ ἀναπαυόταν ἀπὸ μιὰν ἀσυνήθιστη κόπωση. ᾽ακόμα καὶ ἡ σάρα Λίζον, ποὺ τὴν εἶχε ϕροντίσει σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀρρώστιας της, δύσκολα θὰ πίστευε κοιτάζοντας τὴν κυρά της ὅτι ἡ Πύλη τῆς Ζωῆς εἶχε κλείσει πίσω της κι ὅτι τὸ χέρι τοῦ θανάτου ἤδη τῆς ἔγνεϕε ἀπὸ τὴν Πύλη τοῦ Τάϕου. Λίγα βιβλία μὲ χάρτινο ἐξώϕυλλο καὶ τσακισμένες σελίδες ἦταν σκορπισμένα στὸ κάλυμμα τοῦ κρεβατιοῦ. Μόλις τραβήχτηκε ἡ κουρτίνα στὸ πλάι, ἡ κυρία Τρέβερτον μ᾽ ἕνα νεῦμα πρόσταξε τὴν ὑπηρέτριά της νὰ τ ᾽ ἀπομακρύνει. ῾ υπῆρχαν σενάρια 3 ὑπογραμμισμένα σὲ κάποια σημεῖα μὲ μελάνι καὶ μὲ σημειώσεις στὰ περιθώρια σχετικὰ μὲ τὴν εἴσοδο, τὴν ἔξοδο, καθὼς καὶ τὴ θέση τῶν ἠθοποιῶν στὴ σκηνή. Οἱ ὑπηρέτες, ποὺ μιλοῦσαν στὸν κάτω ὄροϕο γιὰ τὸ ἐπάγγελμα τῆς κυρᾶς τους πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο της, δὲν εἶχαν παραπλανηθεῖ ἀπὸ ψεύτικες ϕῆμες. ῾ η ἀλήθεια εἶναι πὼς ὁ κύριός τους, μετὰ τὴν πάροδο τῆς πρώτης του νιότης, εἶχε πάρει τὴ γυναίκα του ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ σκηνὴ ἑνὸς ἐπαρχιακοῦ θεάτρου ἀϕότου εἶχαν περάσει δύο χρόνια καὶ κάτι ἀπὸ τὴν πρώτη της ἐμϕάνιση μπροστὰ σὲ κοινό. Τὰ παλιά, ϕθαρμένα σενάρια ὑπῆρξαν κάποτε ἡ λατρεμένη θεατρικὴ 3. σενάρια (plays): ϕυλλάδια ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς ἠθοποιοὺς γιὰ νὰ μαθαίνουν τὸ ρόλο τους.
32
WILKIE COLLINS
βιβλιοθήκη της· πάντα εἶχε ἰδιαίτερη ἀδυναμία σ ᾽ αὐτὰ ἀπὸ παλιὲς συνεργασίες καὶ ἀναμνήσεις· καὶ στὴ διάρκεια τῆς τελευταίας ϕάσης τῆς ἀρρώστιας της τὴν εἶχαν συντροϕέψει στὸ κρεβάτι της γιὰ πολλὲς-πολλὲς μέρες. ᾽αϕοῦ μάζεψε τὰ σενάρια, ἡ σάρα ἐπέστρεψε στὴν κυρά της· καὶ μὲ περισσότερο τρόμο καὶ ἀγωνία στὸ πρόσωπό της παρὰ θλίψη, ἄνοιξε τὰ χείλη της νὰ μιλήσει. ῾ η κυρία Τρέβερτον σήκωσε ψηλὰ τὸ χέρι της – σημάδι ὅτι εἶχε κι ἄλλη διαταγὴ νὰ δώσει. — ᾽αμπάρωσε τὴν πόρτα, εἶπε μὲ τὴν ἴδια ἐξασθενημένη ϕωνὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο ἀποϕασιστικὸ τόνο ποὺ τόσο ζωηρὰ εἶχε σημαδέψει τὴν πρώτη της ἀπαίτηση γιὰ περισσότερο ϕῶς στὸ δωμάτιο. ᾽αμπάρωσε τὴν πόρτα. Μὴν ἀϕήσεις κανέναν νὰ μπεῖ ὥσπου νὰ σοῦ δώσω τὴν ἄδεια. — Κανέναν; ἐπανέλαβε ἡ σάρα ἄτονα. Οὔτε τὸν γιατρό; Οὔτε κὰν τὸν ἀϕέντη μου; — Οὔτε τὸν γιατρό, οὔτε κὰν τὸν ἀϕέντη σου, εἶπε ἡ κυρία Τρέβερτον κι ἔδειξε τὴν πόρτα. Τὸ χέρι της ἦταν ἀδύναμο· ὅμως ἀκόμα κι ἐκείνη ἡ στιγμιαία του κίνηση ἦταν χωρὶς καμιὰ ἀμϕιβολία χειρονομία προσταγῆς. ῾ η σάρα ἀμπάρωσε τὴν πόρτα, ἐπέστρεψε ἀναποϕάσιστη στὸ προσκεϕάλι, κάρϕωσε τὰ μεγάλα καὶ σαστισμένα μάτια της μὲ ἀπορία καὶ ἀγωνία στὸ πρόσωπο τῆς κυρᾶς της, καὶ σκύβοντας ξαϕνικὰ πάνω της, εἶπε ψιθυριστά: —Τὸ εἴπατε στὸν κύριο; — ῎ Οχι, ἦταν ἡ ἀπάντηση. Τὸν κάλεσα γιὰ νὰ τοῦ τὸ πῶ... προσπάθησα πολὺ νὰ τὸ ξεστομίσω... εἶχα συ-
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
33
γκλονιστεῖ ὣς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ μόνο ὅσο σκεϕτόμουν ποιός θὰ ἦταν ὁ καλύτερος τρόπος νὰ τοῦ τὸ πῶ – τὸν ἀγαπῶ τόσο πολύ! τὸν λατρεύω! ῞ Ομως θὰ τοῦ εἶχα ὁπωσδήποτε μιλήσει, παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά, ἂν δὲν εἶχε μιλήσει ἐκεῖνος γιὰ τὸ παιδί. σάρα! ἄλλο δὲν ἔκανε ἀπ ᾽ τὸ νὰ μιλάει γιὰ τὸ παιδί – καὶ γι᾽ αὐτὸ σώπασα. ῾ η σάρα, ξεχνώντας ὁλότελα τὴ θέση της, μ᾽ ἕναν τρόπο ποὺ θὰ ϕαινόταν ἀδιανόητος ἀκόμα καὶ στὰ μάτια τῆς πιὸ ἐπιεικοῦς ἀϕέντρας, σωριάστηκε σὲ μιὰ καρέκλα μόλις ἄκουσε τὴν πρώτη λέξη ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τῆς κυρίας Τρέβερτον, ἔκρυψε τὸ πρόσωπό της στὰ τρεμάμενα χέρια της καὶ βόγγηξε μονολογώντας: « ῎ αχ, τί θὰ γίνει, τί θὰ γίνει τώρα!». Τὰ μάτια τῆς κυρίας Τρέβερτον εἶχαν γλυκάνει καὶ γεμίσει δάκρυα ὅταν μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν σύζυγό της. ῎ Εμεινε σιωπηλὴ γιὰ λίγα λεπτά· μιὰ δυνατὴ συγκίνηση ϕαινόταν νὰ ϕουντώνει μέσα της, ποὺ ἐκϕραζόταν μὲ τὴ γρήγορη, τραχιά, ἐπίπονη ἀναπνοή της καὶ τὴν ὀδυνηρὴ σύσπαση τῶν ϕρυδιῶν της. ᾽αμέσως μετά, γύρισε τὸ κεϕάλι της νευρικὰ πρὸς τὴν καρέκλα ὅπου καθόταν ἡ ὑπηρέτριά της καὶ μίλησε πάλι – αὐτὴν τὴ ϕορὰ μὲ ϕωνὴ ποὺ εἶχε βουλιάξει σ ᾽ ἕναν ψίθυρο. —Ψάξε νὰ βρεῖς τὸ ϕάρμακό μου, εἶπε. Τὸ χρειάζομαι. ῾ η σάρα πετάχτηκε ὄρθια, καὶ μὲ τὸ ὀξυμμένο ἔνστικτο τῆς ὑπακοῆς, σκούπισε τὰ δάκρυα ποὺ κυλοῦσαν γοργὰ στὰ μάγουλά της. —Τὸν γιατρό, εἶπε. ᾽αϕῆστε με νὰ εἰδοποιήσω τὸν γιατρό.
34
WILKIE COLLINS
— ῎ Οχι, τὸ ϕάρμακο. Ψάξε νὰ βρεῖς τὸ ϕάρμακο. —Ποιό ϕάρμακο; Τὸ ὀπιοῦχο; ―― — ῎ Οχι, ὄχι τὸ ὀπιοῦχο. Τὸ ἄλλο. ῾ η σάρα πῆρε ἕνα μπουκάλι ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ κοιτάζοντας προσεχτικὰ τὴ γραπτὴ ὁδηγία στὴν ἐτικέτα εἶπε πὼς δὲν ἦταν ἀκόμα ὥρα νὰ ξαναπάρει ἐκεῖνο τὸ ϕάρμακο. — Δῶσε μου τὸ μπουκάλι. — ῎ αχ, σᾶς παρακαλῶ μὴ μοῦ τὸ ζητᾶτε. σᾶς παρακαλῶ περιμένετε. ῾ Ο γιατρὸς εἶπε πὼς εἶναι τόσο κακὸ ὅσο κι ἂν πίνατε ἀλκοὸλ ἂν πάρετε πάρα πολύ. Τὰ διάϕανα γκρίζα μάτια τῆς κυρίας Τρέβερτον σπίθισαν· τὰ ροδαλά της μάγουλα ϕούντωσαν ἀκόμα περισσότερο· τὸ αὐταρχικὸ χέρι σηκώθηκε πάλι μὲ κόπο ἀπὸ τὸ κάλυμμα ὅπου κειτόταν χαλαρό. — Βγάλε τὸ πῶμα ἀπ ᾽ τὸ μπουκάλι, εἶπε, καὶ δῶσ ᾽ το μου. θέλω δύναμη. ᾽αδιαϕορῶ ἂν θὰ πεθάνω μέσα σὲ μία ὥρα ἢ σὲ μία ἑβδομάδα. Δῶσ ᾽ μου τὸ μπουκάλι. — ῎ Οχι, μή... ὄχι τὸ μπουκάλι! εἶπε ἡ σάρα δίνοντάς το παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά, ὑποταγμένη στὸ βλέμμα τῆς κυρᾶς της. Δύο δόσεις ἔμειναν. Περιμένετε σᾶς παρακαλῶ νὰ ϕέρω πρῶτα ἕνα ποτήρι. στράϕηκε πάλι στὸ τραπέζι. ῾ η κυρία Τρέβερτον ἔϕερε τὸ μπουκάλι στὰ χείλη της, στράγγιξε ὅλο του τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πέταξε μακριά της πάνω στὸ κρεβάτι. — αὐτοκτόνησε! στρίγγλισε ἡ σάρα τρέχοντας πανικόβλητη στὴν πόρτα. —στάσου! εἶπε ἡ ϕωνὴ ἀπὸ τὸ κρεβάτι πιὸ ἀποϕασιστικὴ παρὰ ποτέ. στάσου! ῎ Ελα πίσω κι ἀνέβασέ με πιὸ ψηλὰ στὰ μαξιλάρια.
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
35
῾ η σάρα ἔβαλε τὸ χέρι της στὴν ἀμπάρα. — Γύρνα πίσω, ἐπανέλαβε ἡ κυρία Τρέβερτον. ῞ Οσο ἔχω ζωὴ μέσα μου, ἀπαιτῶ ὑπακοή. Γύρνα πίσω. Τὸ χρῶμα ἄρχισε νὰ ζωηρεύει ἐμϕανῶς σὲ ὅλο της τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ϕῶς νὰ δυναμώνει στὰ ὀρθάνοιχτα μάτια της. ῾ η σάρα γύρισε πίσω· μὲ τρεμάμενα χέρια, πρόσθεσε κι ἄλλο μαξιλάρι στὰ πολλὰ ποὺ ὑποβάσταζαν τὸ κεϕάλι καὶ τοὺς ὤμους τῆς ἑτοιμοθάνατης γυναίκας. ᾽ Ενόσω τὸ ἔκανε αὐτό, τὰ σκεπάσματα μετατοπίστηκαν λίγο. ῾ η κυρία Τρέβερτον ρίγησε καὶ τὰ ξανάϕερε στὴν πρότερη θέση τους – σϕιχτὰ γύρω ἀπ ᾽ τὸ λαιμό της. — Ξεκλείδωσες τὴν πόρτα; ρώτησε. — ῎ Οχι. —σοῦ ἀπαγορεύω νὰ τὴν ξαναπλησιάσεις. Φέρε μου τὸ κουτὶ μὲ τὴ γραϕικὴ ὕλη, τὴν πένα μου καὶ τὸ μελάνι ἀπ ᾽ τὸ ντουλάπι κοντὰ στὸ παράθυρο. ῾ η σάρα πῆγε στὸ ντουλάπι καὶ τὸ ἄνοιξε· ἐκεῖ σταμάτησε, σὰ νά ᾽ χε περάσει ἀπ ᾽ τὸ μυαλό της κάποια ξαϕνικὴ ὑποψία, καὶ ρώτησε γιὰ ποιό λόγο ζητοῦσε τὴ γραϕικὴ ὕλη. — Φέρ᾽ τα ἐσὺ καὶ θὰ δεῖς. ῎ Εστησε τὸ κουτὶ μὲ τὴ γραϕικὴ ὕλη, μ᾽ ἕνα χαρτὶ ἀπὸ σημειωματάριο ἐπάνω, στὰ γόνατα τῆς κυρίας Τρέβερτον· βύθισε τὴν πένα στὸ μελάνι καὶ τῆς τὴν ἔδωσε στὸ χέρι· ἐκείνη ἔκανε μιὰ παύση, ἔκλεισε τὰ μάτια της γιὰ ἕνα λεπτὸ κι ἀναστέναξε βαθιά· ἔπειτα ἄρχισε νὰ γράϕει, λέγοντας στὴν καμαριέρα της ποὺ περίμενε καθὼς ἡ πένα ἄγγιζε τὸ χαρτί: «Κοίτα». ῾ η σάρα κοίταξε μὲ ἀγωνία πάνω ἀπὸ τὸν ὦμο της
36
WILKIE COLLINS
καὶ εἶδε τὴν πένα ἀργὰ καὶ ἀδύναμα νὰ σχηματίζει αὐτὲς τὶς τρεῖς λέξεις: στὸν σύζυγό μου. — ῎ αχ, ὄχι! ῎ Οχι! Γιὰ τ ᾽ ὄνομα τοῦ θεοῦ, μὴν τὸ γράψετε! ϕώναξε ἀδράχνοντας τὸ χέρι τῆς κυρᾶς της – ἀλλὰ ἀϕήνοντάς το ἀμέσως μετὰ μόλις ἔπεσε πάνω της τὸ βλέμμα τῆς κυρίας Τρέβερτον. ῾ η πένα συνέχισε νὰ γράϕει· πιὸ ἀργά, πιὸ ἀδύναμα, σχημάτισε λέξεις ἀρκετὲς νὰ γεμίσουν μία ἀράδα – κι ἔπειτα σταμάτησε. Τὰ γράμματα τῆς τελευταίας λέξης μουντζουρώθηκαν ὅλα μεταξύ τους. — Μή! ξαναεῖπε ἡ σάρα πέϕτοντας στὰ γόνατα δίπλα στὸ προσκέϕαλό της. Μὴν τοῦ τὸ γράϕετε ἂν δὲ μπορεῖτε νὰ τοῦ τὸ πεῖτε. ᾽αϕῆστε με νὰ συνεχίσω νὰ ὑπομένω αὐτὸ ποὺ ὑπέμενα τόσον καιρό. α ᾽ ϕῆστε τὸ Μυστικὸ νὰ πεθάνει μαζί σας καὶ μαζί μου καὶ ποτὲ νὰ μὴ μαθευτεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο – ποτέ, ποτέ, ποτέ! —Τὸ Μυστικὸ πρέπει νὰ εἰπωθεῖ, ἀπάντησε ἡ κυρία Τρέβερτον. ῾ Ο ἄντρας μου ὄϕειλε νὰ τὸ γνωρίζει, καὶ πρέπει νὰ τὸ μάθει. Προσπάθησα νὰ τοῦ τὸ πῶ καὶ δὲ βρῆκα τὸ θάρρος. Δὲ μπορῶ νὰ σοῦ ἔχω ἐμπιστοσύνη ὅτι θὰ τοῦ τὸ πεῖς ἐσὺ ὅταν ἐγὼ ϕύγω. Πρέπει νὰ γραϕτεῖ. Πάρε ἐσὺ τὴν πένα· ἡ ὅρασή μου σβήνει, τὸ χέρι μου μὲ προδίδει. Πάρε τὴν πένα καὶ γράψε ὅ,τι σοῦ πῶ. ᾽αντὶ νὰ ὑπακούσει, ἡ σάρα ἔκρυψε τὸ πρόσωπό της στὸ κάλυμμα τοῦ κρεβατιοῦ κλαίγοντας γοερά. — ῎ ησουν μαζί μου ἀπὸ τὸ γάμο μου, ἐξακολούθησε ἡ κυρία Τρέβερτον. ῎ ησουν πιὸ πολὺ ϕίλη μου παρὰ ὑπηρέτριά μου. ᾽αρνιέσαι τὴν τελευταία μου ἐπιθυμία; ναί, τὴν ἀρνιέσαι! ᾽ανόητη! κοίταξέ με καὶ ἄκου με προσεχτικά. Τὸ κρίμα στὸ λαιμό σου ἂν ἀρνηθεῖς
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
37
νὰ πάρεις τὴν πένα. Γράϕε, ἀλλιῶς δὲ θὰ βρῶ ἀναπαμὸ στὸν τάϕο μου. Γράϕε, γιατὶ, μά τὸν Παράδεισο ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ ψηλά, θὰ σὲ στοιχειώνω ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο! ῾ η σάρα πετάχτηκε ὄρθια βγάζοντας μιὰ σβησμένη κραυγή. — Μὲ κάνετε ν ᾽ ἀνατριχιάζω! ψιθύρισε καρϕώνοντας στὸ πρόσωπο τῆς κυρᾶς της δυὸ μάτια ποὺ γυάλιζαν ἀπὸ τρόμο καὶ δεισιδαιμονία. Τὴν ἴδια στιγμή, ἡ ὑπερβολικὴ δόση τοῦ διεγερτικοῦ ϕαρμάκου ἄρχισε νὰ ἐπηρεάζει τὸν ἐγκέϕαλο τῆς κυρίας Τρέβερτον. Τίναζε τὸ κεϕάλι της ἀδιάκοπα στὸ μαξιλάρι δεξιὰ κι ἀριστερά –ἐπαναλάμβανε ἀνέκϕραστα λίγες ἀτάκες ἀπὸ κάποιο σενάριο ποὺ ἡ σάρα εἶχε ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ κρεβάτι–, καὶ ξάϕνου ἔτεινε τὴν πένα στὴν ὑπηρέτρια μὲ μιὰ θεατρικὴ κίνηση τοῦ χεριοῦ καὶ μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ πάνω, πρὸς ἕναν ϕανταστικὸ ἐξώστη γεμάτο θεατές. — Γράϕε! ϕώναξε μιμούμενη ϕριχτὰ τὴν παλιὰ θεατρικὴ ϕωνή της. Γράϕε! Καὶ τὸ ἀδύναμο χέρι σηκώθηκε πάλι γνέϕοντας σὲ μιὰ ξεχασμένη, ἀσθενικὴ μίμηση τῆς παλιᾶς θεατρικῆς χειρονομίας. σϕίγγοντας μηχανικὰ τὴν πένα ἀνάμεσα στὰ δάχτυλά της, ἡ σάρα, μὲ μάτια ποὺ ἀκόμα μαρτυροῦσαν τὸν δεισιδαιμονικὸ τρόμο ποὺ εἶχαν προκαλέσει τὰ λόγια τῆς κυρᾶς της, περίμενε τὴν ἑπόμενη διαταγή. Μερικὰ λεπτὰ πέρασαν προτοῦ μιλήσει πάλι ἡ κυρία Τρέβερτον. Εἶχε ἀκόμα ἀρκετὰ τὶς αἰσθήσεις της ὥστε νὰ συνειδητοποιεῖ τὴν ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσε πάνω της τὸ
38
WILKIE COLLINS
ϕάρμακο καὶ νὰ πασχίζει ν᾽ ἀντισταθεῖ προκειμένου αὐτὸ νὰ μὴ διεισδύσει παραπάνω στὶς σκέψεις της καὶ καταϕέρει νὰ τὶς θολώσει ὁλότελα. Ζήτησε πρῶτα τὸ μπουκάλι μὲ τὰ ἅλατα, ἔπειτα λίγη κολόνια. αὐτὴ ἡ τελευταία, μὲ τὴν ὁποία ἡ σάρα μούσκεψε τὸ μαντήλι της καὶ τῆς σϕούγγισε τὸ μέτωπο, κατάϕερε, ὅπως ἀποδείχτηκε, νὰ τῆς συνεϕέρει κάπως τὶς αἰσθήσεις. Τὰ μάτια της ἀνέκτησαν τὸ σταθερὸ ξύπνιο βλέμμα τους· κι ὅταν πάλι ἀπευθύνθηκε στὴν καμαριέρα της ἐπαναλαμβάνοντας τὴ λέξη «Γράϕε», ἦταν σὲ θέση νὰ ἐπιβάλει τὴ διαταγή, κι ἄρχισε ἀμέσως νὰ ὑπαγορεύει σὲ ἤρεμο, συνειδητό, ἀποϕασιστικὸ τόνο. Τὰ δάκρυα τῆς σάρας κυλοῦσαν γοργά· τὰ χείλη της ψιθύριζαν ψήγματα ϕράσεων στὶς ὁποῖες ὅλα –ἱκεσίες, ἐκδηλώσεις μετάνοιας κι ἐπιϕωνήματα τρόμου– ἀνακατεύονταν ἀλλόκοτα μεταξύ τους· ὡστόσο ἐξακολουθοῦσε νὰ γράϕει εὐπειθῶς σὲ ἀσταθεῖς ἀράδες, ὥσπου γέμισε σχεδὸν καὶ τὶς δύο πλευρὲς τοῦ ἐπιστολόχαρτου. ῎ Επειτα ἡ κυρία Τρέβερτον ἔκανε μιὰ παύση, ξανακοίταξε τὸ κείμενο, καὶ παίρνοντας τὴν πένα, ἔβαλε τὴν ὑπογραϕή της κάτω-κάτω. Μ ᾽ αὐτὴν τὴν προσπάθεια, οἱ δυνάμεις ἀντίστασής της στὴ διεγερτικὴ ἐπίδραση τοῦ ϕαρμάκου ϕάνηκαν νὰ τὴν ἐγκαταλείπουν πάλι. ῾ η βαθιὰ ϕούντωση ἄρχισε γι᾽ ἄλλη μιὰ ϕορὰ νὰ βάϕει τὰ μάγουλά της καὶ τὰ λόγια της βγῆκαν βιαστικὰ καὶ ἀβέβαια ὅταν ἐπέστρεψε τὴν πένα στὴν καμαριέρα της. — ῾ υπόγραψε! ϕώναξε χτυπώντας ἀδύναμα τὸ χέρι της πάνω στὰ σκεπάσματα. ῾ υπόγραψε «σάρα Λίζον, μάρτυρας». ῎ Οχι! – γράψε «συνεργός». ᾽ανάλαβε κι ἐσὺ τὶς εὐθύνες σου· δὲν πρόκειται ν ᾽ ἀϕήσω νὰ πέσουν ὅλες
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
39
πάνω μου. ῾ υπόγραψε, ἐπιμένω! ῾ υπόγραψε ὅπως σὲ προστάζω.4 ῾ η σάρα ὑπάκουσε· καὶ ἡ κυρία Τρέβερτον τῆς πῆρε τὸ χαρτὶ κραδαίνοντάς το μ᾽ ἐπισημότητα κι ἐπαναλαμβάνοντας τὴ θεατρικὴ χειρονομία ποὺ τῆς εἶχε ξεϕύγει πρὶν ἀπὸ λίγο. — θὰ τὸ δώσεις αὐτὸ στὸν κύριό σου, εἶπε, ἀϕοῦ πεθάνω· καὶ θ ᾽ ἀπαντήσεις σὲ ὅποιες ἐρωτήσεις σοῦ θέσει μὲ τὴν εἰλικρίνεια ποὺ θὰ τὸ ἔκανες ἂν βρισκόσουν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. σϕίγγοντας τὰ χέρια της μὲ δύναμη, ἡ σάρα κοίταζε τὴν κυρά της γιὰ πρώτη ϕορὰ μὲ σταθερὸ βλέμμα καὶ τῆς μίλησε γιὰ πρώτη ϕορὰ μὲ σταθερὸ ὕϕος. — ῍ αν ἤξερα πὼς μοῦ δινόταν ἡ δυνατότητα νὰ πεθάνω ἐγώ, εἶπε, μὲ πόση χαρὰ θ ᾽ ἄλλαζα θέση μὲ σᾶς! — ῾ υποσχέσου μου πὼς θὰ δώσεις τὸ χαρτὶ στὸν κύριό σου, ἐπανέλαβε ἡ κυρία Τρέβερτον. ῾ υποσχέσου μου... ᾽αλλὰ ὄχι! Δὲν πρόκειται νὰ ἐμπιστευτῶ τὴν ὑπόσχεσή σου· ἀπαιτῶ νὰ μοῦ ὁρκιστεῖς. Φέρε τὴ Βίβλο – τὴ Βίβλο ποὺ χρησιμοποίησε ὁ ἱερέας ἐδῶ, σήμερα τὸ πρωί. Φέρ᾽ την, εἰδάλλως δὲν πρόκειται νὰ ἡσυχάσω στὸν τάϕο μου. Φέρ᾽ την, εἰδάλλως θά ᾽ρθω νὰ σὲ βρῶ ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο. 4. ῾υπόγραψε ὅπως σὲ προστάζω: ὁ Κόλινς ἐπαναλαμβάνει αὐτὴν τὴ σκηνὴ στὸ ἑπόμενο μυθιστόρημά του ῾Η γυναίκα μὲ τὰ ἄσπρα ὅταν ὁ σὲρ Πέρσιβαλ Γκλάιντ προστάζει τὴ Λόρα Φέρλι νὰ ὑπογράψει ἕνα ἔγγραϕο μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ παραχωρεῖ τὸν ἔλεγχο τῆς περιουσίας της χωρὶς νὰ τὴν ἀϕήνει νὰ τὸ διαβάσει. Βλ. «῾ η ἀϕήγηση τῆς δεσποινίδος Χάλκομπ».
40
WILKIE COLLINS
῾ η κυρία γέλασε καθὼς ἐπανέλαβε τὴν ἀπειλή. ῾ η καμαριέρα ἀνατρίχιασε καὶ ὑπάκουσε στὴ διαταγὴ ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ ἐντυπωθεῖ βαθιὰ μέσα της. — ναί, ναί... τὴ Βίβλο ποὺ χρησιμοποίησε ὁ ἱερέας, ἐξακολούθησε ἡ κυρία Τρέβερτον ἀνέκϕραστα ὅταν τῆς παρουσίασε τὸ βιβλίο. Τὸν δύστυχο τὸν ἱερέα... τὸν τρόμαξα τὸν καημένο, σάρα. Μοῦ εἶπε: « ῎ Εχεις συμϕιλιωθεῖ μὲ ὅλον τὸν κόσμο;», κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα: «Μὲ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν». Ξέρεις ποιόν. —Τὸν ἀδερϕὸ τοῦ καπετάνιου; ῎ αχ, μὴν πεθάνετε κρατώντας κακία σὲ ἄνθρωπο. Μὴν πεθάνετε κρατώντας κακία σὲ κανέναν, οὔτε κὰν σὲ κεῖνον, ἱκέτεψε ἡ σάρα. —Τὸ ἴδιο εἶπε κι ὁ ἱερέας, μουρμούρισε ἡ κυρία Τρέβερτον καὶ τὸ βλέμμα της, σὰ μικροῦ παιδιοῦ, ἄρχισε νὰ πλανιέται στὸ δωμάτιο· ἡ ϕωνή της ἔγινε ξαϕνικὰ πιὸ σιγανὴ καὶ πιὸ συγχυσμένη. «Πρέπει νὰ τὸν συγχωρέσεις», εἶπε ὁ ἱερέας. Κι ἐγὼ εἶπα: « ῎ Οχι, συγχωρῶ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν ἀδερϕὸ τοῦ ἄντρα μου ὄχι». ῾ Ο ἱερέας τραβήχτηκε ἀπ ᾽ τὸ προσκέϕαλό μου, σάρα, τρομαγμένος. Εἶπε πὼς θὰ προσευχόταν γιὰ μένα καὶ πὼς θὰ ξαναρχόταν. θὰ ξανάρθει; — ναί, ναί, ἀπάντησε ἡ σάρα. Εἶναι καλὸς ἄνθρωπος... θὰ ξανάρθει... καί, ἄχ! πεῖτε του πὼς συγχωρεῖτε τὸν ἀδερϕὸ τοῦ καπετάνιου! ᾽ Εκεῖνα τὰ χυδαῖα λόγια ποὺ εἶπε γιὰ σᾶς ὅταν παντρευτήκατε, θὰ τὰ καταλάβει κάποια μέρα. συγχωρέστε τον... συγχωρέστε τον πρὶν πεθάνετε! Λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια, δοκίμασε ν ᾽ ἀπομακρύνει διακριτικὰ τὴ Βίβλο ἀπὸ τὰ μάτια τῆς κυρᾶς της. ῾ η
ΤΟ θαΜΜΕνΟ ΜυσΤΙΚΟ
41
χειρονομία τράβηξε τὴν προσοχὴ τῆς κυρίας Τρέβερτον κι ἀϕύπνισε τὶς μισοβυθισμένες αἰσθήσεις της καὶ τὴν παρατηρητικότητά της. —στάσου! ϕώναξε καθὼς μιὰ λάμψη ἀπὸ τὴν παλιὰ ἀποϕασιστικότητα ἄστραψε γι᾽ ἄλλη μιὰ ϕορὰ στὰ θολά, γεμάτα θάνατο μάτια της. ῎ Επιασε τὸ χέρι τῆς σάρας μὲ πολὺ κόπο, τὸ ἔβαλε πάνω στὴ Βίβλο καὶ τὸ κράτησε ἐκεῖ. Τὸ ἄλλο της χέρι ψηλάϕισε γιὰ λίγο τὰ σκεπάσματα, ὥσπου συνάντησε τὸ γραμμένο χαρτὶ ποὺ ἀπευθυνόταν στὸν ἄντρα της. Τὰ δάχτυλά της ἔκλεισαν πάνω του· κι ἕνας στεναγμὸς ἀνακούϕισης ξέϕυγε ἀπ ᾽ τὰ χείλη της. ῎ αχ, εἶπε, ξέρω γιατί τὴν ἤθελα τὴ Βίβλο. ῎ Εχω ἀπόλυτη συναίσθηση ὅτι πεθαίνω, σάρα· τώρα πιὰ δὲ μπορεῖς νὰ μὲ ξεγελάσεις. σταμάτησε πάλι, χαμογέλασε λίγο, ψιθύρισε στὸν ἑαυτό της βιαστικά: Περίμενε νὰ χαρεῖς, περίμενε! Κι ἔπειτα πρόσθεσε μεγαλόϕωνα, μὲ τὴν παλιὰ θεατρικὴ ϕωνὴ καὶ τὴν παλιὰ θεατρικὴ χειρονομία: ῎ Οχι! Δὲν πρόκειται νὰ ἐμπιστευτῶ τὴν ὑπόσχεσή σου. ᾽απαιτῶ νὰ ὁρκιστεῖς. Γονάτισε. αὐτὰ εἶναι τὰ τελευταῖα μου λόγια σὲ τοῦτον τὸν κόσμο... κι ἂν τολμᾶς, μὴν ὑπακούσεις! ῾ η σάρα ἔπεσε στὰ γόνατα δίπλα στὸ κρεβάτι. ῎ Εξω τὸ ἀεράκι, ποὺ δυνάμωνε ἐκείνη τὴ στιγμὴ καθὼς ἡ μέρα προχωροῦσε ἀργά, χώρισε λίγο τὶς κουρτίνες στὸ παράθυρο καὶ μιὰ ἀνάσα ἀπ ᾽ τὴ γλυκιὰ εὐωδιά του ϕύσηξε πρόσχαρα μὲς στὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔϕτασε τὸ βαρύ, ρυθμικὸ μουρμουρητὸ τοῦ μακρινοῦ ἀντιμάμαλου καὶ σκόρπισε τὴν ἀκάματη μουσική του μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη ἔνταση. ῎ Επειτα οἱ κουρτίνες στὸ παράθυρο ἔπεσαν πάλι βαριές, ἡ τρεμάμενη ϕλόγα τοῦ
42
WILKIE COLLINS
κεριοῦ σταθεροποιήθηκε ξανὰ καὶ τὸ δωμάτιο βυθίστηκε σὲ μιὰ ἀκόμα πιὸ ϕριχτὴ σιωπή. — ῾ Ορκίσου!5 εἶπε ἡ κυρία Τρέβερτον. ῾ η ϕωνή της τὴν πρόδωσε καθὼς πρόϕερε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ λέξη. Πάσχισε λίγο ὡσότου βρεῖ δύναμη νὰ τὸ ξεστομίσει, καὶ συνέχισε λέγοντας: ῾ Ορκίσου πὼς δὲ θὰ καταστρέψεις αὐτὸ τὸ χαρτὶ ὅταν πεθάνω. ᾽ακόμα καὶ ἐνῶ πρόϕερε αὐτὰ τὰ σημαντικὰ λόγια, ἀκόμα καὶ σ ᾽ ἐκείνη τὴν ὕστατη μάχη γιὰ ζωὴ καὶ δύναμη, τὸ βαθιὰ ριζωμένο θεατρικὸ ἔνστικτο ἔδειχνε μὲ τρόπο τρομαχτικὰ ἀνάρμοστο μὲ πόση ἐπιμονὴ κρατοῦσε τὴ θέση του στὸ μυαλό της. ῾ η σάρα ἔνιωσε τὸ παγωμένο χέρι ποὺ ἦταν ἀκόμα ἀκουμπισμένο στὸ δικό της νὰ σηκώνεται στιγμιαῖα –τὸ εἶδε νὰ γνέϕει μὲ χάρη πρὸς τὸ μέρος της–, τὸ ἔνιωσε νὰ κατεβαίνει πάλι καὶ νὰ σϕίγγει τὸ δικό της, τρεμάμενο, ἀνυπόμονο, πιεστικό. στὴν τελευταία ἔκκληση ἀπάντησε σβησμένα: — ῾ Ορκίζομαι. — ῾ Ορκίσου πὼς δὲ θὰ πάρεις μαζί σου αὐτὸ τὸ χαρτὶ ἂν τυχὸν ϕύγεις ἀπὸ τοῦτο τὸ σπίτι ὅταν πεθάνω. Καὶ πάλι ἡ σάρα ἔκανε μιὰ παύση προτοῦ ἀπαντήσει, καὶ πάλι ἡ τρεμάμενη πίεση ἔγινε αἰσθητὴ στὸ χέρι της, πιὸ ἄτονη ὡστόσο αὐτὴν τὴ ϕορά, καὶ πάλι ἡ λέξη στάλαξε τρομαγμένη ἀπὸ τὰ χείλη της: — ῾ Ορκίζομαι.
5. « ῾ορκιστεῖτε!»: αὐτὸ προστάζει τὸ ϕάντασμα τοὺς ἀκολούθους τοῦ ῎ αμλετ στὴν Πρώτη Πράξη, σκηνὴ 5η τοῦ ἔργου ἀπαιτώντας νὰ μὴν ἀναϕέρουν τὴν ἐμϕάνισή του.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks