“Heterotopias and the History of Spaces” From Georges Teyssot et al., Il dispositivo Foucault

Page 1

Synopsis: “Heterotopias and the History of Spaces� From Georges Teyssot et al., Il dispositivo Foucault (Venice: Libreria Editrice, 1977); revised in A 1 U 121 (October 1980), trans. David Stewart

Chaido Kaproulia, Emmanouil Marakakis


Εισαγωγικό σημείωμα Το Μάρτιο του 1967, ο Foucault έδωσε μια διάλεξη με τίτλο «περί αλλοτινών χώρων», όντας καλεσμένος από μια λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών εστιάζοντας σ’ αυτό που ονομάζει «χώρους του άλλου». Η διάλεξή του αυτή αντανακλά ουσιαστικές πτυχές των αναζητήσεών του. Η συζήτηση για το «διαφορετικό» και την «ετερότητα», δείχνει να παίρνει μεγάλες διαστάσεις απ΄ τη δεκαετία του ’60 και μετά. Ποιοι είναι όμως αυτοί οι χώροι που προσελκύουν το ενδιαφέρον του Foucault; Η πρώτη είναι οι «ουτοπίες», δηλαδή οι μη πραγματικοί χώροι, οι χωρίς τόπο. Η δεύτερη είναι οι ετεροτοπίες, «ένα είδος ουτοπιών που έχουν γίνει πράξη». Γιατί όμως προκύπτει η αναγκαιότητα κατασκευής ενός πρωτότυπου όρου; Ποιο εννοιολογικό κενό καλείται να καλύψει η «ετεροτοπία» σε σχέση με την «ουτοπία»; Tο πλοίο είναι το απόλυτο παράδειγμα ετεροτοπίας. Είναι ένας πλεούμενος τόπος, που δεν προσκολλάται σε κανέναν άλλο τοπο πέραν της απεραντότυητας της θάλασσας. Οι ετεροτοπικοί χώροι ή ετεροτοπίες αποτελούν πραγματικούς ή πνευματικούς χώρους που δρουν ως χώροι ετερότητας παράλληλα με υπάρχοντους τόπους. Ο Foucault προέβη στην ανάλυση 6 αρχών για να επεξηγήσει την έννοια της ετεροτοπίας. 1/ Οι ετεροτοπικοί χώροι είναι χώροι στους οποίους οι νόρμες συμπεριφοράς αναστέλλονται. 2/Μέσα από την καθορισμένη λειτουργία τους αντανακλούν την κοινωνία μέσα στην οποία βρίσκονται. Ο Foucault έδωσε ως πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα το νεκροταφείο στη δυτική κουλτούρα. 3/Έχουν τη δυνατότητα να αντιπαραθέτουν σε πραγματικούς τόπους πολλούς χώρους ταυτοχρόνως. Ένας κήπος είναι ένα καλό παράδειγμα αυτού. 4/ Συνδέονται με τμήματα του χρόνου, και λειτουργούν όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε απόλυτη ρήξη με τον παραδοσιακό χρόνο τους - οι ετεροτοπίες του χρόνου μποορούν να συσσορεύονται στο άπειρο (μουσεία, βιβλιοθήκες) ή να είναι εφήμερες- γιορτές, πανυγήρια. 5/ Οι ετεροτοπικοί χώροι λειτουργούν ως συστήματατα ανοίγματος και κλεισίματος και δεν είναι τόσο ελέυθερα προσπελάσιμοι - απαιτούν για την είσοδο σε αυτούς τον εξαναγκασμό, μια ειδική άδεια ή μια ιεροτελεστία. 6/Οι ετεροτοπίες επιτελούν ένα ρόλο σε συνάρτηση με άλλους χώρους με τους οποίους συνυπάρουν. Είναι οι χώροι της ψευδαίσθησης (οίκοι ανοχής) ή οι ετεροτοπίες της αντιστάθμισης.

[Η ετεροτοπία, παρότι κατά γενική ομολογία, είναι μια έννοια που μέχρι τη δημοσίευση της διάλεξης του Foucault το 1984 ήταν σχεδόν άγνωστη και δεν είχε αποτελέσει πεδίο ιδιαίτερου προβληματισμού και συζήτησης, φάνηκε πως έκρυβε μια εξαιρετική δυναμική. Το σημαντικό όμως είναι, πως πέρα απ’ το επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, φάνηκε πως αποτελεί κυρίαρχα μια πολιτική έννοια. Τόσο γιατί έφερε στην επιφάνεια σημαντικές πτυχές της λειτουργίας του συστήματος, όσον αφορά την ανάγκη του για αναπαραγωγή και «επέκταση» (π.χ. φυλακή, κλινικές), αλλά κυρίως γιατί ανέδειξε νέους τρόπους και νέα εργαλεία κοινωνικών αντιστάσεων.] 2


Ο Foucault μιλά για την ετεροτοπία με έναν τοπολογικό παρα με λογοτεχνικό νόημα. Υποστηρίζει πως υπάρχουν πραγματικοί και αποτελεσματικοί χώροι οι οποίοι περιγράφονται στον ίδιο το θεσμό της κοινωνίας αλλά αποτελούν ένα είδος μετρητή ρύθμισης, μιας αποτελεσματικά πραγματοποιήσημης ουτοπίας, μέσα στην οποία όλοι οι κανονισμοί που μπορούν να βρεθούν μέσα στην κοινωνία, είναι και ταυτόχρονα προσωπούμενες, αμφισβητούμενες, και ανατρεπόμενες¨ ένα είδος τόπου έξω από όλους τους τόπους κι όμως μπορεί πραγματικά να εντοπιστεί. Σε αντίθεση λοιπόν με τις ουτοπίες, αυτοί οι τόποι είναι απολύτως διαφορετικοί σεβόμενοι τους κανονισμούς που αντικατοπτρίζουν και αναφέρονται μπορούν να περιγραφούν ως ετεροτοπίες. Στο ‘’The Order of Things ‘’ ο Φουκώ εμβαθύνει σε εκείνους τους τόπους που έχουν μια ‘’ ιδιόμορφη’’ σχέση με άλλους αναστέλλοντας, εξουδετερώνοντας ή και αντιστρέφοντας τις σχέσεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να τις επισημάνουμε και να τις συλλάβουμε. Αυτόι οι ‘’ άλλοι τόποι ’’, είναι σύμφωνα με το Foucault ‘’μαραμένες΄΄ουτοπίες, τόποι δηλαδή που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η ετεροτοπία είναι ένας αληθινός τόπος ο οποίος βρίσκεται έξω από το γνωστό σε μας χώρο. Ο ζωολογικός κήπος είναι ένα παράδειγμα ετεροτοπίας διότι συγκεντρώνει σε ένα συγκεκριμενο τόπο υποκείμενα που κανονικά δεν θα ήταν μαζί. Σύμφωνα με τον Foucault η επιστήμη θεωρείται μια εννοιολογική δομή που δεν εμπεριέχει την Τάξη αυτή καθ’ αυτή, ως έχει: Μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμό και σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο, υπάρχει μόνο μια επιστήμη ικανή να ορίσει τις συνθήκες της πιθανότητας κάθε γνώσης, είτε εκδηλώνεται ως θεωρία είτε λανθάνουσα σαν πρακτική. Στην εργασία που μελετάται ο Georges Teyssot επεξεργάζεται τη θεωρία του Foucault για την ετεροτοπία, παρέχοντας παραδείγματα για την εμφανισή της στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Είναι πλέον καιρός να αναρωτηθούμε αν υπάρχει κάποιο νόημα στην "εφαρμογή" αυτής της μεθόδου έρευνας για την αρχιτεκτονική. Ψάχνοντας το νόημα στην εφαρμογή των παραπάνω στην αρχιτεκτονική καλούμαστε να απαντήσουμε στο αν μπορεί ειπωθεί ότι η αρχιτεκτονική βασίζεται στην επιστήμη που χαρακτηρίζει μια συγκεκριμένη περίοδο και στο ποιες είναι οι «διαλεκτικές πρακτικές» της. Καταλήγουμε έτσι σε τρεις διακριτές προσεγγίσεις. Πρώτη. Η αρχιτεκτονική συντελεί μια πρακτική. Αυτή αποκαλύπτεται στο «συνθετικό» επίπεδο (το οποίο είναι, ο σχεδιασμός) η οποία συνίσταται στον χειρισμό των πρότυπων συμπεριφοράς ή την οργάνωση ενός τόπου εγκαταστάσεων παραγωγής ή η κατανομή των δραστηριοτήτων ή η ονομασία των μορφών Δεύτερη. Η αρχιτεκτονική είναι, από μόνη της, μια μορφή παραγωγής υλικού το οποίο περιλαμβάνει την δημιουργία σχεδίων και μοντέλων: σε αυτή τη διαδικασία αναπαράστασης θα μπορούσε να βασιστεί η επιστημονική ανάλυση. Τρίτη. Ώστε να μην ξεχαστεί, η αρχιτεκτονική ανήκει στον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας (η κατασκευαστική βιομηχανία με συνδυασμό με το πεδίο της κερδοσκοπίας) που αξίζει μελέτης ως αυτοσκοπό.

3


Εάν είναι επιθυμητό, η αρχιτεκτονική μπορεί να θεωρηθεί ως ένα «κείμενο», αλλά η γνώση που περιλαμβάνει δεν είναι αναγώγιμη με μια γενική επιστημολογία στον τομέα. Ο λόγος περι αρχιτεκτονικής, ως εκ τούτου, παρέχει υλικό για τη λεγόμενη «ανάγνωση». Η ανάλυση του λόγου, της λογικής που προσιδιάζει σε αυτή, θα έπρεπε να μας επιτρέπει να εξατομικεύσουμε εννοιολογικά εργαλεία και «διαλεκτικές πρακτικές» που έχουν χρησιμοποιηθεί για να διαρθρωθεί η διαδικασία του σχεδιασμού σε μια ορισμένη στιγμή. Ο σκοπός της ανάλυσης είναι να αποκαλύψει το σύμπαν στο οποίο αναφέρεται ο λόγος. Σε μια ιστορία των «διαλεκτικών πρακτικών» στην αρχιτεκτονική, δεν μπορεί να υπάρχουν θεωρίες για να αντικρούστουν: η αλήθεια και το ψεύδος έχουν ίδια αξία ως δείκτες στο πλαίσιο του λόγου. Παρόλαυτα, η ανάλυση αυτού του αρχιτεκτονικού λόγου δεν είναι αρκετή καθαυτή γι να εξηγήσει την εμφάνιση συγκεκριμένων μορφών, την προέλευση των τυπολογιών και ολόκληρη την αλληλουχία μιας χωρικής γενεαλογίας. Και αυτό διότι ο λόγος γίνεται μόνο αισθητός μέσα σ’ένα περιεχόμενο το οποίο παρέχεται από ένα δίκτυο αλληλεπιδράσεων συνδυάζοντας διάφορα επίπεδα δράσης και μετασχηματισμού. Ο επανασχεδιασμός της πόλης και η ανάπτυξη των αστικών παροχών των 19ο αιώνα ακολούθησε μια πορεία που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη από σημερινή έρευνα. Στη συγκεκριμένη υπό εξέταση περίπτωση, αυτή της «απομόνωσης» της πόλης, χρειάζεται να τονιστεί ότι η πολιτική αυτή εφαρμόζεται σύμφωνα με ιστορικά καθορισμένες διαδικασίες: ένα πρόγραμμα που εκτίθεται (με τους «νόμους» και τα «καταστατικά» του)· ένα σχέδιο(project) συντάχθηκε με βάση έναν προκαθορισμένο αρχιτεκτονικό τύπο για το απαιτούμενο ίδρυμα· τελικά, το σχέδιο(project) έπρεπε να περάσει θεσμικό και διοικητικό έλεγχο (με την μορφή έπρεπε να περάσει θεσμικό και διοικητικό έλεγχο (με τη μορφή επιτροπής ή συνέλευσης) όπου είχε τροποποιηθεί σε πραγματική αντιπαράθεση με το πολιτικό σώμα. Κάθε πρόγραμμα αντιμετωπίστηκε από ποικίλα και αντίθετα κατεστημένα συμφέροντα των διαφόρων τρόπων έκφρασής τους και ως εκ τούτου, πήρε μορφή (αρχιτεκτονικά μιλώντας, επίσης) και έπρεπε να συμμορφωθεί σύμφωνα με τις πολιτικές και επαγγελματικές επεμβάσεις που έκαναν δυνατή την αποτελεσματική πραγματοποίηση του. Αυτό το πεδίο επέμβασης (τόσο θεωρητικό και πραγματικό) ενσωματώνει όλες τις πολιτικές και επαγγελματικές «πρακτικές», καθώς και τις θεσμικές διαδικασίες, όπως έχουν κωδικοποιηθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όπου κάθε σχέδιο πρέπει να το έχουν υποβάλει, προτού να μπορέσει να πραγματοποιηθεί.

4



“Heterotopias and the History of Spaces” From Georges Teyssot et al., Il dispositivo Foucault (Venice: Libreria Editrice, 1977); revised in A 1 U 121 (October 1980), trans. David Stewart «Σκεφτείτε ένα πλοίο,» μας ζητάει ο Michel Foucault. «Είναι ένα πλωτό τμήμα χώρου, ένας άτοπος τόπος, το οποίο ζεί από μόνο του, κλεισμένο στον εαυτό του και συγχρόνως ισορροπεί στον απέραντο ωκεανό, και όμως, από λιμάνι σε λιμάνι, πλεύση με την πλεύση, από μπουρδέλο σε μπουρδέλο, πηγαίνει όσο και οι αποικίες, αναζητώντας για τα πιο πολύτιμα αγαθά κρυμμένα στους κήπους τους. Τότε θα αντιληφθείτε γιατί υπήρξε... το μεγαλύτερο απόθεμα φαντασίας για τον πολιτισμό μας από τον 16ο αιώνα μέχρι και σήμερα. Το πλοίο είναι η κατεξοχήν ετεροτοπία (par excellence). Σε πολιτισμούς όπου είναι ανύπαρκτο, τα όνειρα στερεύουν, η περιπέτεια δίνει τη θέση της στην κατασκοπεία, και οι κουρσάροι στην αστυνομία.» 1 Στο «Of Other Spaces: Utopias and Heterotopias,” ο Foucault απαριθμεί έξι χαρακτηριστικά της ετεροτοπίας. (1) Παρόλο που λαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών, οι ετεροτοπίες είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό όλων των πολιτισμών. (2) Κατά την διάρκεια της ιστορίας της, μια κοινωνία ενδέχεται να λάβει μια υπάρχουσα ετεροτοπία και να την κάνει να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο. (3) Η ετεροτοπία έχει την δύναμη να αντιπαραθέτει σε ένα πραγματικό τόπο διαφορετικούς χώρους και τοποθεσίες που ειναι ασύμβατα μεταξύ τους. (4) Οι ετεροτοπίες συνδέονται με το χρόνο, όπου εισέρχονται πλήρως σε λειτουργία όταν ο πραγματικός χρόνος παραβιάζεται (όπως, για παράδειγμα, το κοιμητήριο, όπου η απώλεια της ζωής και η αντίληψη για την αιωνιότητα συμπίπτουν). (5) Κανείς δεν εισέρχεται συνήθως σε μια ετεροτοπία με δική του θέληση ( σκεφτείτε την φυλακή), και, σαν ένας επισκέπτης με την βία ή με άδεια, πρέπει να εκτελεί συγκεκριμένες χειρονομίες έτσι ώστε να εξακολουθεί να αποκλείεται από την αληθινή του καρδιά. (6) Οι ετεροτοπίες εκτελούν τις αντιφάτικές λειτουργίες όπου αποκαλύπτουν την ψευδαίσθηση της ποιότητας του συνόλου του χώρου και την αποζημίωση αυτής της ψευδαίσθησης με ένα τέλειο, σχολαστικό, και σωστά-διαμορφωμένο πραγματικό χώρο. Ένα σεμινάριο στο Istituto Universitario di Architettura di Venezia ύπηρξε η αφορμή για την αρχιτεκτονική θεωρία να κάνει κριτική στην θεμελιώδη έννοια της ετεροτοπίας του Foucault μαζί με αυτή του πανοπτισμού, της αρχιτεκτονικής συσκεύης του Jeremy Bentham, και, για τον Foucault, την αρχή του συστήματος χωρικού ελέγχου.2 Στην παρούσα εργασία(paper), η συμβολή του στο εν λόγω σεμινάριο, ο Georges Teyssot επεξεργάζεται τη θεωρία του Foucault για την ετεροτοπία, παρέχοντας παραδείγματα για την εμφανισή της στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Περαιτέρω, υπενθυμίζει το σημαντικό σημείο(επιχείρημα) του Foucault ότι ο αρχιτεκτονικός «λόγος» – λόγος νοείται η οργάνωση και η χειραγώγηση της γνώσης – πρέπει να μελετηθεί στους δικούς του ανάγωγους όρους και με τη σχέση του με άλλους λόγους· ή, με άλλα λόγια, ότι η αρχιτεκτονική έχει μία αυτονομία, ένα «επιστημικό» status από μόνη της – τους δικούς της κανόνες αλήθειας, τις δικές της ονομασίες ενδιαφέροντος, την ευπρέπεια, την ομαλότητα, και ούτω καθεξής – αλλά θα πρέπει, ωστόσο, να διαμεσολαβείται από άλλους σχηματισμούς λόγου στο πλαίσιό της. «Ο αρχιτεκτονικός λόγος δεν είναι αρκετός από μόνος του για να εξηγήσει την εμφάνιση συγκεκριμένων μορφών, την προέλευση των τυπολογιών και ολόκληρη την αλληλουχία μιας χωρικής γενεαλογίας. Και αυτό συμβαίνει διότι ο λόγος γίνεται μόνο αισθητός μέσα σ’ένα πλαίσιο το οποίο παρέχεται από ένα δίκτυο αλληλεπιδράσεων που συνδυάζουν διάφορα επίπεδα δράσης και μετασχηματισμού.»

6


“Think of the ship,” Michel Foucault asks of us. “It is a floating part of space, a placeless place, that lives by itself, closed in on itself and at the same time poised in the infnite ocean, and yet, from port to port, tack by tack, from brothel to brothel, it goes as far as the colonies, looking for the most precious things hidden in their gardens. Then you will understand why it has been . . . the greatest reserve of imagination for our civilization from the sixteenth century down to the present day. The ship is the heterotopia par excellence. In civilizations where it is lacking, dreams dry up, adventure is replaced by espionage, and privateers by the police.”1 In “Of Other Spaces: Utopias and Heterotopias,” Foucault lists six characteristics of heterotopias. (1) Though they assume a wide variety of forms, heterotopias are a constant feature of all cultures. (2) Over the course of its history, a society may take an existing heterotopia and make it function in a different way. (3) The heterotopia has the power of juxtaposing in a single real place different spaces and locations that are incompatible with each other. (4) Heterotopias are linked to time, entering fully into function when traditional time is breached (as in, for example, the cemetery, where the loss of life and the perception of eternity coincide). (5) One does not usually enter a heterotopia by one’s own will (think of the prison), and, as a visitor by force or permission, one must perform certain gestures only to be still excluded from its true heart. (6) Heterotopias perform the contradictory functions of revealing the illusory quality of all space and compensating for that illusion with a perfect, meticulous, and well-arranged real space. A seminar at the Istituto Universitario di Architettura di Venezia was the occasion for architecture theory to criticize Foucault’s fundamental concept of heterotopia along with that of panopticism, Jer2 emy Bentham’s architectural device and, for Foucault, the principle of a system of spatial control. In the present paper, his contribution to that seminar, Georges Teyssot elaborates Foucault’s theory of heterotopia, providing examples of its occurrence in the history of architecture. Further, he reiterates the important Foucauldian point that architectural “discourse”– discourse understood as the organization and manipulation of knowledge– must be studied in its own irreducible terms and in its relation to other discourses; or, in other words, that architecture has an autonomy, an “epistemic” status of its own– its own canons of truth, its own designations of relevance, propriety, normalcy, and so forth- but must nevertheless be mediated by other discursive formations of its context. “Architectural discourse is not enough in itself to explain the appearance of specific forms, the derivation of typologies and the whole concatenation of a spatial genealogy.And the reason for this is that the discourse only makes itself felt within a context that is provided by a network of interactions combining various levels of action and transformation.”

7


Η πλήρης(filled), ενεργοποιήμενη δομή ή συναφές πεδίο μιας δεδομένης εποχής είναι μια επιστήμη· η πλήρωση(filling) είναι ο λόγος. Για να σκεφτούμε γεγονότα λόγου με όλη τους την αμεσότητα, διαφορετικά γεγονότα πρέπει να συσχετιστούν· ως εκ τούτου η παρεκβατικότητα(discursivity) αναδύεται ως μια διακειμενική σχέση. Αλλά σύμφωνα με τον Foucault, ο λόγος τείνει να σβήσει μόνος του σταδιακά, να αποσυγκροτηθεί και να εμφανιστεί απλώς ως γραφή – ή όπως θα έλεγε και ο Teyssot, ως λόγος περί αρχιτεκτονικής – καλύπτοντας έτσι τους συστηματικούς κανόνες του σχηματισμού του και τις συγκεκριμένες διασυνδέσεις του με την γνώση-ως-δύναμη. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η αρχαιολογική ανάλυση του Foucault για τα συστήματα λόγου έχουν βασιστεί στη Μαρξική θέση ότι κάθε κοινωνία αναπτύσσει περίτεχνες διαδικασίες για να επιλέξει, να οργανώσει, και να ελέγξει την παραγωγή του λόγου με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέψει την ισχυρή υλικότητα του. Ο Teyssot συνδέει την ιστορική διαμόρφωση της ετεροτοπίας στην αρχιτεκτονική με την εισβολή του συγκεκριμένου λόγου για το περιβάλλον (αντιληπτό ως περίγυρο) – ένα ενδιαίτημα(Habitat) που προσκρούει/επηρεάζει τους κατοίκους του. Το ενδιαίτημα, και οι συσχετιζόμενες ανησυχίες για την υγιεινή, τα πρότυπα συμπεριφοράς, καθώς και οι λειτουργικές διανομές, είναι μέρος μιας επιστήμης της οποίας το «ξεκίνημα» έχει, ως ελάχιστες προϋποθέσεις, πρώτα, ότι οι χωρικές σχέσεις γίνονται αντιληπτές με τοπολογικούς και βιωματικούς όρους παρά με όρους τυπικής ομοιότητας ή ομολογιών τάξης και αναλογίας, και δεύτερον, ότι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ενδιαιτήματος και κατοίκου (habitat and inhabitant) ορίζονται με μηχανικούς όρους. Ήταν στις σκέψεις του για αυτήν την επιστήμη, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους ένας λόγος επαναλαμβάνει έναν άλλο με διαφορετικο τρόπο, όπου ο Foucault έκανε τις περιγραφές του για τα θεσμικά όργανα και την εξουσία με όρους αρχιτεκτονικής, αποκαλύπτοντας την διοικητική, ψυχολογική και ηθική οικονομία των πανοπτικών χώρων της αρχιτεκτονικής. 3

Notes 1. Michel Foucault, “Des espaces autres,” in Architecture Mouvement Continuite 5 (October 1984); English version in Lotus International 48/49 (1985/86), trans. Jay Miskowiec; reprinted in Joan Ockman, Architecture Culture 1943Ð1968 (New York: Columbia Books of Architecture and Rizzoli, 1992). 2. The main participants were Teyssot, Massimo Cacciari, Franco Rella, and Manfredo Tafuri. 3.See Michel Foucault, Discipline and Punish: Birth of the Prison, trans. Alan Sheridan (New York: Pantheon, 1977); Power/Knowledge: Selected Interviews and Other Writings 1972Ð 1977, ed. Colin Gordon (New York: Pantheon, 1980), especially “The Eye of Power” and «Questions on Geography”; and “Space, Knowledge, and Power,” interview with Paul Rabinow, trans. Christian Hubert, Skyline, March 1982, reprinted in this anthology.

8


The filled, activated structure or contextual field of a given epoch is an episteme; the filling is discourse. In order to think discursive events in all their immediacy, different events must be correlated; hence Teyssot’s point that discursivity emerges as an intertextual relationship. But according to Foucault, discourse tends to gradually efface itself, to dissemble and appear merely as writing or as Teyssot would say, as discourse about architecture–thus masking the systematic rules of its formation and its concrete affiliations with knowledge-as-power. It is important to remember that Foucault’s archaeological analyses of discursive systems are premised on the Marxian thesis that every society develops elaborate procedures to select, organize, and control the production of discourse in such a way as to avert its powerful materiality. Teyssot links the historical formation of heterotopias in architecture to the irruption of the particular discourse of environment (understood as a milieu) –a habitat that impinges on its inhabitants. Habitat, and its correlated concerns of hygiene, behavioral patterns, and functional distributions, are themselves part of an episteme whose ‘beginning’ has, as its minimum preconditions, first, that spatial relations are perceived in topological and experiential terms rather than in terms of formal resemblance or homologies of order and proportion, and second, that interactions between habitat and inhabitant are defined in mechanical terms. It was in his meditations on this episteme, and the ways in which one discourse repeats another in a different mode, that Foucault made his descriptions of institutions and power in terms of architecture, revealing the administrative, psychological, and moral economy of architecture’s panoptic places. 3

4. Michel Foucault, “Des espaces autres,” in Architecture Mouvement Continuite 5 (October 1984); English version in Lotus International 48/49 (1985/86), trans. Jay Miskowiec; reprinted in Joan Ockman, Architecture Culture 1943Ð1968 (New York: Columbia Books of Architecture and Rizzoli, 1992). 5. The main participants were Teyssot, Massimo Cacciari, Franco Rella, and Manfredo Tafuri. 6.See Michel Foucault, Discipline and Punish: Birth of the Prison, trans. Alan Sheridan (New York: Pantheon, 1977); Power/Knowledge: Selected Interviews and Other Writings 1972Ð 1977, ed. Colin Gordon (New York: Pantheon, 1980), especially “The Eye of Power” and «Questions on Geography”; and “Space, Knowledge, and Power,” interview with Paul Rabinow, trans. Christian Hubert, Skyline, March 1982, reprinted in this anthology.

9


Η αρχιτεκτονική που μεσολαβεί ανάμεσα σε εμάς και την άσκηση εξουσίας είναι ο πραγματικός μας αντίπαλος.... Όμως ποιος ανεγείρει αυτό το εμπόδιο, όπου δημιουργεί αυτήν την απόσταση; Κανένας δεν το κάνει.... Το εμπόδιο είναι διφορούμενο, γι’ αυτό ειναι ένα ζήτημα που διαμορφώνει ένα κόσμο από τον οποίο δε μπορούμε να δραπετεύσουμε όσο και ένας όπου δεν μπορούμε να εισέλθουμε. Αυτές οι δυο αυτο-αντιτιθέμενες απιθανότητες είναι ιδανικές στην πραγματικότητα.... Αυτό που έχει σημασία είναι ο διαχωρισμός.... Ο χώρος αυτός θα παραμείνει, επομένως, πάντα σφραγισμένος αλλά ταυτόχρονα επικίνδυνα εκτεθειμένος.... Τα οικοδομήματα της, σαν περίεργοι οργανισμοί, είναι απειλητικά γόνιμοι. Jean Starobinski, “The illusion of Architecture”

Στην αρχή του The Order of Things ο Michel Foucault αναφέρεται σε μια «συγκεκριμένη κινέζικη εγκυκλοπαίδεια εισηγμένη από τον J. L. Borges, στην οποία τα ζώα του κόσμου εχουν καταλογογραφηθεί. «Τα Ζώα», λέει, «διακρίνονται σε: (α) αυτά που ανήκουν στον Αυτοκράτορα, (β) τα ταριχευμένα, (γ) τα ήμερα, (δ) τους χοίρους που θηλάζουν, (ε) τις σειρήνες, (στ) τα καταπληκτικά(fabulous), (ζ) τα αδέσποτα σκυλιά, (η) αυτά που περιλαμβάνονται στην παρούσα ταξινόμηση, (θ) τα φρενήρη, (ι) τα αναρίθμητα, (ια) τα σχεδιασμένα με πολύ λεπτό πινέλο με τρίχα καμήλας, (ιβ) και τα λοιπά, (ιγ) αυτά που έχουν σπασει μόλις την στάμνα νερού, (ιδ) αυτά που από πολύ μακριά φαίνονται 2 σαν μύγες.» Αυτός ο κατάλογος, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα αποσπάσει ένα χαμόγελο με την δυσαρμονία του και την ετερόκλητη σύνθεση του, δίνει στο Foucault την ευκαιρία να μπει σε μια συζήτηση για τους τρόπους οργάνωσης «πραγμάτων» μέσα σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο· ακόμα και η δυσαρμονία μιας αλφαβητικής σειράς, όπως αποκαλύπτεται όταν ένα λεξικό ή μια εγκυκλοπαίδεια διαβάζεται σαν να ήταν μυθιστόρημα, είναι πιο λογική από τα ασυνάρτητα που συναντάμε εδώ, όπου η δομή δεν ορίζει πλέον μια κοινή θέση της κατάταξης. Έτσι κι αλλίως, μια εγκυκλοπαίδεια είναι ετερογενής ενώ το παράδειγμα από τον Borges μπορεί να θεωρηθεί ετεροτοπικό. Εδώ, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αληθινή και σωστή «Ετεροτοπία». Έτσι, ένας από τους πρώτους ορισμούς που δίνεται σε αυτή τη λέξη – ως ένας «λογοτεχνικός» όρος – δίνεται από τον Foucault ακολούθως: 10


The architecture that intervenes between us and the exercise of power is our real adversary. . . . But who erects this obstacle, who creates this distance? No one does. . . . The obstacle is an ambiguous one, for it is a matter of fashioning a world we cannot escape from as much as one we may not enter. These two self-opposing impossibilities are identical in fact. . . . What matters is the separation. . . . This space will, therefore, always remain sealed off yet at the same time perilously exposed. . . . Its edifices, like strange organisms, are threateningly proliferous. Jean Starobinski, “The Illusion of Architecture”

At the beginning of The Order of Things1 Michel Foucault refers to a “certain Chinese encyclopedia” quoted by J. L. Borges, in which the animals of the world are catalogued. “Animals,” he says, “are divided into: (a) belonging to the Emperor, (b) embalmed, (c) tame, (d) suckling pigs, (e) sirens, (f) fabulous, (g) stray dogs, (h) included in the present classification, (i) frenzied, (j) innumerable, (k) drawn with a very fine camelhair brush, (l) et cetera, (m) having just broken the water pitcher, (n) that from a long way off look like flies.” This list, which is bound to elicit a smile at its incongruity and heteroclite composition, gives Foucault the chance to enter into a discussion of the ways of organizing “things” within a given historical period; even the incongruity of an alphabetical series, as revealed when a dictionary or an encyclo2 pedia is read as if it were a novel, is more logical than the disjointedness to be found here, where the structure no longer defines a common locus of classification. After all, an encyclopedia is heterogeneous while the example from Borges may be said to be heterotopic. Here, we find ourselves face to face with a true and proper “heterotopia.” Thus, one of the first definitions assigned to this word—as a “literary” term—is given by Foucault as follows:

11


Οι Ουτοπίες(Utopias) προσφέρουν παρηγοριά: παρόλο που δεν έχουν πραγματική τοποθεσία υπάρχει παρόλαυτα μια φανταστική, αδιατάρακτη περιοχή στην οποία μπορούν να ξεδιπλωθούν· εκθέτουν πόλεις με μεγάλες λεωφόρους, εξαιρετικά φυτεμένους κήπους, χώρες όπου η ζωή είναι εύκολη, αν και ο δρόμος γι’αυτές ειναι χιμαιρικός. Οι Ετεροτοπίες ειναι ενοχλητικές, πιθανώς επειδή υπονομεύουν κρυφά τη γλώσσα, επειδή καθιστούν ανέφικτο να ονομάσουμε αυτό και εκείνο, επειδή θρυμματίζουν ή μπερδεύουν κοινά ονόματα, επειδή καταστρέφουν το «συντακτικό» εκ των προτέρων, και όχι μόνο το συντακτικό με το οποίο κατασκευάζουμε προτάσεις αλλά και το λιγότερο προφανές συντακτικό πού είναι υπεύθυνο ώστε οι λέξεις και τα πράγματα (που ειναι δίπλα αλλα και απέναντι το ένα στο άλλο) να «συγκρατούνται μεταξύ τους». Για το λόγο αυτό οι ουτοπίες επιτρέπουν τους μύθους και τους λόγους: λειτουργούν με την ίδια τον ίδιο κόκκο της γλώσσας(grain of language) και είναι μέρος της θεμελιώδους διάστασης του μύθου· οι ετεροτοπίες (όπως εκείνες που βρίσκονται τόσο συχνά στον Borges) αποξηράνει την ομιλία, σταματάει τα λόγια στην ροή τους, αμφισβητούν την ίδια την πιθανότητα ή την γραμματική στην πηγή της· διαλύουν τους μύθους και αποστειρώνουν τον λυρισμό των προτάσεών μας.3 Επίπροσθέτως σε αυτόν τον ορισμό της ετεροτοπίας στον επιστημονολογικό τομέα που αποτελεί από αυτά τα συστήματα ή τις ταξινομήσεις αυτή τη δομή όπως γίνεται αντιληπτή σε μια δεδομένη στιγμή στην ιστορία, ο Foucault έχει επίσης διαμορφώσει μια χωρική αντίληψη της ετεροτοπίας που εφαρμόζεται στην κατηγοριοποίηση των πραγματικών τόπων(places). Προκειμένου να επεξηγήσουμε τον ορισμό που η ετεροτοπία, σ’αυτήν την δεύτερη έννοια, θα μπορούσε να αναλάβει μέσα σε μια πόλη θα έπρεπε να πάρουμε ένα παράδειγμα. Ας προσπαθησουμε να εξηγήσουμε το πλέγμα(matrix) των ιδρυμάτων που έχουν εγκατασταθεί όσον αφορά τα μέτρα υγείας πριν την Επανάσταση και τα οποία- εξακολουθούν να υπάρχουν στην περίοδο 1740-1750 στην πόλη Norman της Caen στην Γαλλία, όπως έχουν μελετηθεί από τον J.-C. Perrot. Το μοτίβο των νοσοκομείων και σχετικών ,εγκαταστάσεων στην πόλη θα μπορούσε να αναπαρασταθεί ως ένα «πλέγμα» οχτώ θέσεων, κάθε ένα εκ των οποίων αντιστοιχεί με ένα διαφορετικό ίδρυμα, όπως συνοψίζεται στο ακόλουθο διάγραμμα:

Το πρώτο κουτάκι αντιστοιχεί σε ένα ίδρυμα γνωστό ως Bon Sauveur όπου κρατούνταν φυλακισμένοι της αριστοκρατίας ή του βασιλιά. Το κουτακι 2 εινια το Chatimoine Tower, για παράφρονες, φυλακισμένους και αιχμάλωτους περιορισμένους με βασιλικό ένταλμα. Το κουτάκι 3 εμπεριέχει το σημαντικό Hospital Genaral,4 του οποίου τρόφιμοι περιλαμβάνουν άπορα παιδιά έννομων οικογενειών ηλικίας μεταξύ δυο και εννέα, ανάπηρους, ηλικιωμένους, ζητιάνους, πόρνες, συφιλικούς, άτομα που έχουν πληγεί με ψυχικές ασθένειες, αδύναμους, ηλίθιους, παραληρηματικούς, επιληπτικούς, και άλλους. (αυτές οι «ταξινομήσεις» φυλάκισης — ή αποκλεισμού — ειναι για εμάς σήμερα όσο παράλογες όσο εκείνες οι ετεροτοπίες που επινοήθηκαν από τον Borges.) Στη συνέχεια, στο κουτάκι 4 βρίσκουμε το petits renfermes, συγκεκριμένα έκθετα παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης από εννέα, άπορα, μπάσταρδα, κι ούτω καθεξής· στο κουτάκι 5 το λεγόμενο Baillage ή φυλακή της πόλης, η οποία κρατούσε τους καταδικασμένους και κατηγορούμενους γενικότερα. Στο κουτάκι 6 ειναι η Charite, μια γυναικεία μονή στην οποία κατηγορούνταν για πορνεία και άλλα εγκλήματα από τις οικογένειες τους. 12


Utopias afford consolation: although they have no real locality there is nevertheless a fantastic, untroubled region in which they are able to unfold; they open up cities with vast avenues, superbly planted gardens, countries where life is easy, even though the road to them is chimerical. Heterotopias are disturbing, probably because they secretly undermine language, because they make it impossible to name this and that, because they shatter or tangle common names, because they destroy “syntax” in advance, and not only the syntax with which we construct sentences but also that less apparent syntax which causes words and things (next to and also opposite one another) to “hold together.” This is why utopias permit fables and discourse: they run with the very grain of language and are part of the fundamental dimension of the fabula; heterotopias (such as those to be found so often in Borges) desiccate speech, stop words in their tracks, contest the very possibility or grammar at its source; they dissolve our myths and sterilize the lyricism of our sentences.3 In addition to this definition of heterotopia in the epistemological domain that consists of those systems or taxonomies that structure thought at a given moment in history, Foucault has also formulated a spatial notion of heterotopia applicable to the classification of real places. In order to illustrate the meaning that heterotopia, in this second sense, might assume within a city we shall take an example. Let us try to explain the matrix of institutions established with respect to health measures prior to the Revolution and still existing in the period 1740–1750 in the Norman city of Caen in France, as studied by J.-C. Perrot. The pattern of hospitals and related facilities in that city may be represented as a “grid” of eight spaces, each of which corresponds to a separate institution, as summarized in the following diagram:

The first box corresponds to an institution known as Bon Sauveur where prisoners of the nobility or the king were detained. Box 2 is the Chatimoine Tower, for madmen, prisoners and detainees confined by royal warrant. Box 3 contains the important Hospital General,4 whose inmates included indigent children of legitimate family between the ages of two and nine, invalids, old people, beggars, prostitutes, syphilitics, those afflicted with mental diseases, the feeble, imbeciles, delirious persons, epileptics, and others. (These “taxonomies” of confinement— or exclusion are for us today as absurd as those heterotopias invented by Borges.) To continue, in Box 4 we find the petits renfermes, namely foundlings above the age of nine, the indigent, bastards, and so forth; in Box 5 the so called Baillage or city gaol, which held the condemned and accused in general. Box 6 is the Charite´, a convent to which persons might be committed for prostitution and other crimes by their own families. 13


Στο 7, ένα σεβαστό και αρχαίο ίδρυμα, το Hotel-Dieu, του οποίο δεχόνταν του αρρώστους, είτε διέμεναν στην πόλη είτε αλλού, καθώς και στρατιώτες, έκθετα παιδιά, και ούτω καθεξής. Τέλος, το όγδοο κουτάκι αντιπροσωπεύει ένα ίδρυμα το οποίο ήταν μια επέκταση του κουτιού 4 και έτσι στέγαζε το petit renfermes. Εν συντομία, το «πλέγμα» επιτρέπει την μετάβαση από μία δομή ολοκληρωτικού περιορισμού σε μια ημι-εγκλεισμού αλλά προφανώς δεν αντιστοιχεί ούτε στο σύγχρονο νοσοκομείο ούτε σε σωφρονιστικά συστήματα. Είναι πρόδηλο, επομένως, ότι μεταξύ των συγχωνευμένων Poor Law Administration και Μέτρων Ασφαλείας του δέκατου όγδοου αιώνα και της κατάστασης της σύγχρονης κοινωνικής πρόνοιας υπάρχει ένα κενό. Τέτοιες ασυνέχειες στην γενικότερη «τάξη πραγμάτων(order of things)” έχουν ανέκαθεν λάβει ιδιαίτερη έμφαση στο έργο του Foucault. Ασυνέχεια (discontinuity), έχει ειπωθεί, γι’ αυτό είναι ο εύστοχος όρος: μια ομαλά εξελικτική ιστορία των νοσοκομείων, από μια μυθική εναρξή της, προχωρώντας μέσω παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν μια προοδευτική γραμμική ανάπτυξη, στο σύγχρονο νοσοκομείο στην οριστική του κατάσταση— ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι ορισμένες βελτιώσεις πρέπει ακόμη να γίνουν—δύσκολα θα μπορούσαν να γραφτούν. Τα παραπάνω παραδείγματα του οργανισμού πρόνοιας και κοινωνικής μέριμνας στην Caen τον 18ο αιώνα θα χρησιμεύσουν για να γίνει αντιληπτός ο ορισμός που υποθέτουμε από την λέξη ετεροτοπία όταν εφαρμόζεται σε μια πραγματική ιστορική κατάσταση μια δεδομένης χρονικής στιγμής και τοποθεσίας. Με αυτόν τον τρόπο ο Foucault μπόρεσε να μιλήσει για την «ετεροτοπία» με έναν τοπολογικό παρα με λογοτεχνικό νόημα. Υπάρχουν, μας λέει, «πραγματικοί και αποτελεσματικοί χώροι οι οποίοι περιγράφονται στον ίδιο τον θεσμό της κοινωνίας, αλλά οι οποίοι αποτελούν ένα είδος μετρητή ρύθμισης, αποτελεσματικά πραγματοποίησιμης ουτοπία, στην οποία όλες οι πραγματικές ρυθμίσεις, όλες οι υπόλοιπες πραγματικές ρυθμίσεις οι οποίες μπορούν να βρεθούν μέσα στην κοινωνία, είναι σε μια και ίδια στιγμή εκπροσωπούμενες, αμφισβητούμενες, και ανατρεπόμενες: ένα είδος τόπου που βρίσκεται έξω από όλους τους τόπους και όμως ειναι πραγματικά εντοπίσιμο. Σε αντίθεση με τις ουτοπίες, αυτοί οι τόποι οι οποίοι είναι απολύτως άλλο σε σχέση με όλες τις ρυθμίσεις που αντικατοπτρίζουν και για τις οποίες μιλούν θα μπορούσαμε να τις περιγράψουμε ως ετεροτοπίες.»5 Με αυτό τον τρόπο, ο όρος αποκτά μια διπλή σημασία—χωρική καθώς και χρονική. Αυτό σημαίνει μια «ασυνέχεια» στο χρόνο, μια διακοπή του είδους, μια ξαφνική ρήξη μέσα στην τάξη της «γνώσης» και— ταυτόχρονα—έναν αναπόσπαστο ετερογενές τόπο τοποθετημένο υπό το πρίσμα της χωρικής συνέχειας(spatial continuum). Μια σαφής ιδέα του φαινομένου ενός «χωρικού ασυνεχές εδάφους» είναι απαραίτητη για την κατανόηση της δομής των χώρων που έχουν καθοριστεί στην σύγχρονη κοινωνία· αλλά πριν προχωρήσουμε με την ανάλυση μας, ας δώσουμε μια συνοπτική περιγραφή της έννοιας της «ιστορικής ασυνέχειας», όπως αυτή εμφανίζεται στ επιχείρημα του Foucault. Είναι προφανές από το βιβλίο του The Order of Things: An archeology of the Human Sciences ότι οι έμμεσοι και άμεσοι μέθοδοι της ιστορικής έρευνας του, η αρχαιολογία του Foucault, ορίζει την ιστορία ως mia έκφραση των διαφόρων συστημάτων της ασυνέχειας. Εισάγει την έννοια την επιστήμης, ή του επιστημολογικού πεδίου στο «χώρο» της γνώσης, ως ένα σύνολο προικοδότησης σκέψης με μια συγκεκριμένη Τάξη κατά την διάρκεια μιας δεδομένης ιστορικής περιόδου. Η επιστήμη είναι, λοιπόν, μία εννοιολογική δομή ή μια διανεμητική έννοια όπου δεν εμπεριέχει την Τάξη αυτή καθ’ αυτη, ως έχει: Μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμό και σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο, υπάρχει μόνο μια επιστήμη ικανή να ορίσει τις συνθήκες της πιθανότητας κάθε γνώσης, είτε εκδηλώνεται ως θεωρία είτε λανθάνουσα σαν πρακτική. Ο όρος επιστήμη είναι πάνω απ’όλα συνδεδεμένος με αυτό που ονομάζει ο Foucault Κλασική Εποχή 8 (από τα μέσα του 17ου αιώνα μέχρι τον 18ο αιώνα) κατ’ αντιδιαστολήν προς την Αναγέννηση, που προηγήθηκε, και τη σύγχρονη εποχή από την οποία είμαστε έτοιμοι να «αναδυθούμε». Σε μια προσπάθεια να ανακατασκευάσουμε την κλασική επιστήμη, η ανάλυση του Foucault περιστρέφεται σε τρεις γνωστικούς άξονες: ονομαστικά «ομιλία(Γλώσσα)», «ταξινόμηση (Ζωή)», και «ανταλλαγή (Εργασία)», όπου στην σύγχρονη εποχή περιλαμβάνει φιλολογία ή γλωσσολογία, βιολογία, και οικονομικά αλλά στην Κλασσική Εποχή ήταν γνωστοί ως ¨γενική γραμματική», «φυσική ιστορία», και «ανάλυση του πλούτου». 14


In 7, a venerable and ancient institution, the Hotel-Dieu, that admitted the ill, whether residing in the town or elsewhere, as well as soldiers, foundlings, and so on. Finally, the eighth space represents an institution that was an extension of Box 4 and thus accommodated the petits renfermes. In short, the “grid” allows for transition from a structure of total confinement to one of semi-internment but clearly does not correspond to either the modern hospital or prison systems. It is evident, therefore, that between the combined Poor Law Administration and Security measures of the eighteenth century and the modern welfare state there exists a hiatus. Such discontinuities within the general “order of things” have always received special emphasis in the work of Foucault. Discontinuity, it has been said, for this is the apposite term: a smooth evolutionary history of hospitals, from a mythical inception, proceeding by way of examples confirming a progressive linear development, to the modem hospital in its definitive state—even if it be admitted that certain improvements were yet to be made—could scarcely be written. The above examples of the organization of welfare and public assistance at Caen in the eighteenth century will serve to illustrate the meaning assumed by the word heterotopia when applied to a real historical situation at a given time and place. It is in this way that Foucault has been able to speak of “heterotopia” in a topological rather than a literary sense. There exist, he tells us, “real and effective spaces which are outlined in the very institution of society, but which constitute a sort of counter arrangement, of effectively realized utopia, in which all the real arrangements, all the other real arrangements that can be found within society, are at one and the same time represented, challenged, and overturned: a sort of place that lies outside all places and yet is actually localizable. In contrast to the utopias, these places which are absolutely other with respect to all the arrangements that they reflect and of which they speak might be described as heterotopias.”5 In this manner the term acquires a dual significance—spatial as well as temporal. It signifies a “discontinuity” in time, an interruption of sorts, a sudden rupture within the order of “knowing” and—at the same time—a detached heterogeneous place disposed against the background of the spatial continuum. A clear idea of this phenomenon of a “spatially discontinuous ground” is essential for an understanding of the structure of spaces fixed by modern society; but before proceeding with our analysis, let us provide a summary indication of the notion of “historical discontinuity,” as it appears at the center of Foucault’s argument. It is evident from his book The Order of Things: An Archaeology of the Human Sciences that its implicit and explicit method of historical enquiry, Foucault’s archaeology, defines history as a manifestation of various systems of discontinuity. He introduces the concept of episteme, or epistemological field within the “space” of knowledge, as a totality endowing thought with a particular Order during a given historical period. The episteme is, then, a conceptual structure or distributional concept that does not contain the Order itself, as such: Within a specified culture and at a given historical period, there is only one episteme capable of defining the conditions of 8 possibility of any knowledge, whether manifest as theory or latent as practice. The term episteme is above all connected with what Foucault calls the Classical Age (the middle of the seventeenth century through the end of the eighteenth) by opposition to the Renaissance, which preceded it, and the modern age from which we are about to “emerge.” In attempting to reconstruct the classical episteme, Foucault’s analysis turns on three cognitive axes: namely “speaking (Language),” “classifying (Life),” and “exchanging (Labor),” which in the modern age comprises philology or linguistics, biology, and economics but in the Classical Age were known respectively as “general grammar,” “natural history,” and “analysis of wealth.”

15


Οι 400 σελίδες του The Order of Things αναδεικνύει το πρόβλημα της ασυνέχειας, ή διαζεύξεων, μεταξύ ενός συγκεκριμένου συστήματος ταξινόμησης και του επόμενου. Ο Foucault αποδεικνύει ότι δν μπορεί να υπάρχει μετάβαση(με την έννοια της «εξέλιξης» ή της «προόδου») μεταξύ, για παράδειγμα, της φυσικής ιστορίας του Buffon ή του Linnaeus — που εξακολουθούν να συνδέονται, όπως ήταν, με το έργο ενός mathesis universalis, ως μια τάξη καθολικής επιστήμης—και της σύγχρονης βιολογίας (από τον Cuvier και έπειτα) όπου οι έννοιες «ιστορία», «ταξινόμηση», δομή, και «πίνακας» έχουν αντικατασταθεί από την ανατομία, τον οργανισμό, και τις σειρές. Η επιστήμη, ως γνωστική πρακτική, αντιμετωπίζει επιστημολογικά «εμπόδια» σε ορισμένες στιγμές, η επίλυση των οποίων επιτυγχάνεται μέσω «ρήξεων» όπου αποτελούν γεγονότα. Ήταν η αντι-εξελικτική και αντι-θετικιστική σκέψη του Gaston Bachelard ο οποίος είσηγαγε αυτές τις έννοιες της ασυνέχειας στην ιστορία της επιστήμης στην Γαλλία. Για τον Bachelard και τον διάδοχό του Georges Canguilhem, κάθε επιστήμη παράγει, σε κάθε στιγμή της ιστορίας της, τα δικά της κριτήρια αλήθειας. Ενώ η επιστημολογία του Bachelor είναι ιστορική, η ιστορία της επιστήμης(science) του Canguilhem είναι επιστημολογική: για να ορίσεις μια ανάλυση του αντικειμένου(object) και των «ρήξεων» στην γνωστική οργάνωση ενάντια στο υποκείμενο και της συνέχειας του είναι—για τον Foucault—«να πετύχεις μια μορφή ιστορικής ανάλυσης ικανή να λάβει υπόψην τη θέση του υποκειμένου στο δίκτυο της ιστορίας». Η «αλήθεια» μιας επιστήμης προξενεί μια «επιδρομή», και είναι η ανακάλυψη ενός αριθμού τέτοιων περιστατικών με ταυτόχρονο τρόπο που επιτρέπει στον Foucault να ορίσει την επιστήμη. Παρόλαυτα, το γεγονός, όπως σημειώνει ο Canguilhem, που δεν λαμβάνονται υπόψην όλες οι επιστήμες από τον Foucault θέτει, παραδόξως, μια αμφιβολία σε σχέση με την επιστημολογική ύπαρξη της «Κλασσικής επιστήμης»: το Foucauldian οικοδόμημα δεν δίνει θέση στην σχετική συνέχεια της φυσικής, για παράδειγμα, από τον Newton στον Maxwel. Είναι πιθανό για τον ίδιο αυτό λόγο που ο όρος επιστήμη χρησιμοποιείται σχετικά λίγο στα μετέπειτα γραπτά του. Ωστόσο, ο στόχος και η σκοπία του έργου του Foucault δεν είναι τόσο για να κατασκευάσει ένα καθολικό σύστημα γνώσης όσο για να γράψει την αρχαιολογία της επιστήμης του Ανθρώπου, με τον τρόπο αυτό εμποδίζει οποιαδήποτε προσπάθεια για την ανακάλυψη στην εποχή της όψιμης Αναγέννησης ή του Διαφωτισμού την προέλευση της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης. Στην προηγηθείσα έννοια, ο Foucault μπορεί να θεωρηθεί ότι τοποθετεί τις προσπάθειες του στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής κριτικής για την έννοια της καταγωγής, που έχει επιτευχθεί από τον Nietzche στην εισαγωγή του στο Geneology of Morals (1887), ή στο The Wanderer and His Shadow (1880). Γενεολογία, ή η γενεαλογική προσέγγιση, είναι—για τον Foucault—«μια μορφή της ιστορίας που λαμβάνει υπόψην διάφορους τομείς της γνώσης, πεδία λόγου, κατηγορίες αντικειμένων, και ούτω καθεξής, χωρίς να απαιτείται αναφορά σε οποιοδήποτε θέμα το οποίο υπερβαίνει το πεδίο των πραγματικών περιστατικών αποκρύπτοντας το κενό της ταυτότητας του καθ’όλη την διάρκεια της ιστορίας». Αγνοεί, ως εκ τούτου, το πρόβλημα της καταγωγής για να επικεντρωθεί στο ξεκίνημα μιας συγκεκριμένης επιστήμης ή πεδίου γνώσης—μια δεδομένη έννοια(concept). Με την ίδια λογική, αλλά πιο συγκεκριμένα, το «ξεκίνημα της τεχνολογίας» ή το «ξεκίνημα» των μαθηματικών όπως εφαρμόζεται σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα έχει αναλυθεί. Σε τέτοιες «ιστορίες» γίνεται ένα ζήτημα7των τρόπων εμφάνισης συγκεκριμένων «εννοιών(concept)». Να είναι ικανό να διατυπώσει μια «έννοια(concept)» (στα πλαίσια μιας δεδομένης επιστήμης) σημαίνει—για τον Canguilhem—να είναι σε θέση να ορίσει ένα πρόβλημα: το πρόβλημα πρέπει να είναι ικανό να διατυπωθεί, η ίδια του η εμφάνιση να προαναγγέλλεται από την πιθανότητα της διατύπωσης του.

16


The 400 pages of The Order of Things sets forth the problem of the discontinuity, or disjunctions, between one particular system of ordering and the next. Foucault demonstrates that there can be no transition (in the sense of “evolution” or “progress”) between, for example, the natural history of Buffon or Linnaeus— still related, as it was, to the task of a mathesis universalis, as a science of universal order—and modern biology (from Cuvier onward) where the concepts “history,” classification, structure, and “table” are replaced by anatomy, organism, and series. Science, as a cognitive practice, encounters epistemological “obstacles” at certain moments, the resolution of which is achieved through “ruptures” that constitute events. It was the anti-evolutionary and anti-positivist thinking of Gaston Bachelard which introduced these notions of discontinuity to the history of science in France. For Bachelard and for his successor Georges Canguilhem, every science generates, at each moment of its history, its own truth criteria. While Bachelard’s epistemology is historical, Canguilhem’s history of science is epistemological: to set an analysis of the object and the “ruptures” in cognitive organization against the subject and its continuity is—for Foucault—“to achieve a form of historical analysis able to take into account the subject’s position in the network of history.” The “truth” of a science occasions an “irruption,” and it is the discovery of a number of such occurrences in simultaneous fashion that allows Foucault to define the episteme. Nevertheless, the fact, as Canguilhem notes, that not all the sciences are taken into account by Foucault poses, paradoxically, a doubt with respect to the epistemological existence of the “Classical episteme”: the Foucauldian edifice gives no place to the relative continuity of physics from, for example, Newton to Maxwell. It is perhaps for this very reason that the term episteme is relatively little used in his subsequent writings. However, the aim and scope of Foucault’s work is not so much to construct a universal system of knowledge as to write an archaeology of the science of Man, thereby forestalling any attempt to discover in the age of the late Renaissance or the Enlightenment the origins of contemporary social science. In the foregoing sense, Foucault may be viewed as situating his endeavors within the radical criticism of the notion of origins, accomplished by Nietzsche in his introduction to the Genealogy of Morals (1887), or The Wanderer and His Shadow (1880).7 Genealogy, or the genealogical approach, is—for Foucault—“a form of history that takes into account various areas of knowledge, fields of discourse, categories of objects, and so forth, without requiring reference to any subject whatsoever transcending the field of actual occurrences concealing the emptiness of his identity throughout the course of history.” He ignores, therefore, the problem of origins in order to concentrate upon the beginnings of a particular science or field of knowledge—a given concept. In the same sense, but more concretely, the “beginnings of technology” or the “beginnings” of mathematics as applied to social and political questions have been analyzed. In such “histories” it becomes a question of the modes of appearance of particular “concepts.” Being able to formulate a “concept” (within a given science) means—for Canguilhem—being able to define a problem: the problem must be capable of being formulated, its very appearance heralded by the possibility of its formulation.

17


Οι «έννοιες(Concepts)» δεν είναι λέξεις. Μια έννοια(concept) θα μπορούσε να διατυπωθεί με διαφορετικούς τρόπους χρησιμοποιώντας διαφορετικές λέξεις. Η αντίθεση δυο εννοιών συχνά ενσωματώνει την διαμόρφωση της γνώσης σε μια δεδομένη στιγμή: όπως στην περίπτωση των εννοιών σχετίζονται με την τον οργανισμό και την μηχανή. Στον βιολογικό τομέα, στις αρχές του 19ου αιώνα, οι υποστηρικτές της πρώτης πολέμησαν υπέρ της θεωρίας του (οργανικού) κυττάρου ενάντια στους απολογητές που υποστήριζαν της θεωρίας του (μηχανικού) ιστού, για παράδειγμα, από τον Bichat. Έτσι προέκυψε η αντίθεση μεταξύ του φυσιολογικού(normal) και του παθολογικού(pathological) όπου ήταν να καθιερώσει μια νέα ιδέα της ομαλότητας(normalcy) με σεβασμό σε ζωτικές λειτουργίες. Σε άλλο ένα ζευγάρι όρων εξαιρετικής σημασίας δίνεται η διωνυμική αντίθεση μεταξύ Ζωής και Περιβάλλοντος. Από πού «εμφανίζεται» η έννοια του περιβάλλοντος (milieu στα γαλλικά, =κοινωνικό περιβάλλον); Από την μηχανικώς επινοηθείσα έννοια του χώρου. Ο Newton απαίτησε την έννοια ενός αιθέρα στην απάντηση για το πρόβλημα που έθεσε ο ορισμός ενός δεδομένου χώρου στον οποίο δυνάμεις ενεργούν η μια πάνω στην άλλη (Ο Descartes, με τον τρόπο της παρένθεσης, δεν ήταν ικανός να συλλάβει τη δράση της δύναμης χωρίς να χωρίς την επαφή μεταξύ δυο σωμάτων). Η Εγκυκλοπαίδεια επιβεβαιώνει, σε μια καθαρά μηχανική αίσθηση, ότι το νερό ειναι το περιβάλλον για το ψάρι το οποίο κινείται μέσα σ’αυτό. Σύμφωνα με αρκετές μεταφράσεις της Ιπποκρατικής πραγματείας Αέρηδες, Ύδατα και Τόποι, όλα τα γνωστά ρευστά(αέρας, νερό, φως) λαμβάνουν αυτο το χαρακτηριστικό των ουσιών μέσω του οποίου μπορούν να μεταδοθούν επιδράσεις. Ο Auguste Comte, ο ιδρυτής του θετικισμού, έθεσε τον εαυτό του μέσα σε αυτήν την μηχανιστική παράδοση όταν εδραίωσε την διαλεκτική μεταξλυ ζωής και περιβάλλοντος(medium), την οποία σύνέλαβε με την μορφή μαθηματικού προβλήματος. «Σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ενός δεδομένου οργάνου, να βρεις την λειτουργία του και αντίστροφα», με τον τρόπο αυτό, και την ίδια στιγμή, διατυπώνοντας την βιολογική σχέση ενός οργανισμού και του περιβάλλοντος του. Η διαμορφωτική αξία αυτών των «εννοιών» δεν έγκειται μόνο σε μια δεδομένη επιστήμη· η έννοια του περιβάλλοντος(medium) όταν κατέληξε, την σύγχρονη ιδεά του ενδιαιτήματος (με μια βιολογική, γεωγραφική και οικολογική αίσθηση) ήταν σε θέση να αναπτύξει: έτσι γεννήθηκε η σύγχρονη ανησυχία για το ενδιαίτημα ως μέρος του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Ένας «λόγος» κατανόησης της κατοικίας, η στέγαση γενικότερα, τα μέτρα υγείας και η πυκνότητα. Επιπλέον, κανένα απ’αυτά δέν ήταν αιώνια ανησυχία στο χώρο της γνώσης, αλλά όλα είναι εργαλεία γνώσης που έχουν «ξεκίνημα» περι το 1830. Και αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία ο «πληθυσμός» και η «ανάπτυξη» του στις πόλεις ( πιθανές αποθήκες ανθρώπινου δυναμικού) έγιναν προνομιούχα πεδία έρευνας. Αυτά τα εργαλεία ίσως λάβουν μια αναλογική αξία (σε ιστορικούς όρους) από την στιγμή που τίθονται σε κυκλοφορία ως «έννοιες»(concepts). Αρκετά συχνά είναι αυτή η μεταφορική μεταμόρφωση που αποκαλύπτει την αποτελεσματική δύναμη μιας συγκεκριμένης «διαλεκτικής πρακτικής». Ας θυμηθούμε την σπουδαιότητα των «εννοιών», όπως αυτή της «λειτουργίας», όπου αποκτά νέο νόημα περι το 1750, όπως χρησιμοποιούνταν από Φυσιοκράτες, όπως ο Quesnay ή ο Boaudeau· ή ο Turgot, ο Γάλλος υπουργός ο οποίος, για πρώτη φορά (περι 1770), χρησιμοποίησε τη λέξη «λειτουργός(functionary)” στην σημερινή έννοια του «δημοσίου υπαλλήλου». Αργότερα, ο Bichat εξασφάλισε την έννοια στην βιολογία όταν δήλωσε το 1800: «Η ζωή είναι ένα σύνολο λειτουργιών που αντιστέκονται στο θάνατο». Δε θα αργούσε η στιγμή όταν η «λειτουργία» της πόλης και, αργότερα, ο «αστικός πυρήνας», ο αστικός «ιστός» και οι «εξελίξεις» και οι «οργανική ανάπτυξη» των πόλεων θα είχαν ειπωθεί, όλα ακριβώς στην ικανότητα τους να προκαλέσουν αναλογία. Είναι πλέον καιρός να αναρωτηθούμε αν υπάρχει κάποιο νόημα στην “εφαρμογή” αυτής της μεθόδου έρευνας για την αρχιτεκτονική. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί ειπωθεί ότι η αρχιτεκτονική βασίζεται στην επιστήμη που χαρακτηρίζει μια συγκεκριμένη περίοδο; Ποιες είναι οι «διαλεκτικές πρακτικές» της αρχιτεκτονικής; Είναι ο αρχιτεκτονικός «λόγος» για να γίνει αντιληπτός ως περί αρχιτεκτονικής γενικότερα ή ως ένας ορθός «αρχιτεκτονικός λόγος», που σημαίνει ο λόγος που αποτελείται από τον αρχιτεκτονικό χώρο ως πρόθυμο και κατασκευασμένο. 18


“Concepts” are not words. A concept may be stated in different ways by using different words. The opposition of two concepts frequently embodies the configuration of knowledge at a given moment: as in the case of concepts related to the organism and the machine. In the biological domain, at the beginning of the nineteenth century, the supporters of the first fought in favor of the (organic) cell theory against apologists of the (mechanical) tissue theory supported, for example, by Bichat. Thus arose the opposition between normal and pathological which was to institute a new notion of normalcy with respect to vital processes. Another pair of terms of great significance is given in the binomial contrast between Life and Medium. From where does the concept of medium (milieu in French) “appear”? Out of the mechanically conceived notion of space. Newton required the notion of an ether in answer to the problem posed by the definition of a given space in which forces acted upon one another (Descartes, by way of parenthesis, was unable to conceive of the action of force without contact between two bodies). The Encyclopedia affirms, in a still purely mechanical sense, that water is a medium for the fish who move about in it. According to the numerous translations of the Hippocratic treatise Airs, Waters, and Places, all known fluids (air, water, light) assume this characteristic of substances through which effects may be transmitted. Auguste Comte, the founder of positivism, placed himself within this mechanistic tradition when he established the dialectic between life and medium, which he conceived in the form of a mathematical problem. “In a particular medium given an organ, find its function and vice versa,” thereby, and at the same time, formulating the biological relationship of an organism with its surroundings. The formative value of these “concepts” lies not only within a given science; the concept of medium once arrived at, the modern notion of habitat (in the biological, geographical and ecological senses) was able to develop: thus was born the modern concern for habitat as part of the human environment. A “discourse” comprehending the dwelling, housing in general, health measures and density. Moreover, none of these was a perennial concern within the space of knowledge, rather all are instruments of cognition that have their “beginnings” around 1830. And that is the very moment at which “population” and its “growth” in cities (potential storehouses of manpower) became privileged fields of investigation. These instruments may assume an analogical value (in historical terms) from the moment they enter into circulation as concepts. Often enough it is this metaphorical transformation that reveals the effective strength of a particular “discursive practice.” Let us recall the importance of “concepts,” such as that of “function,” which acquires a new meaning about 1750, as used by Physiocrats, such as Quesnay or Baudeau; or by Turgot, the French minister who, for the first time (about 1770), used the word “functionary” in its present sense of “civil servant.” Later on, Bichat anchored this concept within biology when he pronounced in 1800: “Life is the ensemble of functions that resist death.” The moment would not be long in coming when the “function” of the city and, later, the “urban nucleus,” urban “tissue” and the “evolutions” and “organic growth” of cities were to be spoken of, all precisely in their capacity to evoke analogy. It is now time to ask ourselves whether there is any sense in “applying” this method of enquiry to architecture. In what way can architecture be said to depend upon the episteme that characterizes a particular period? What are the “discursive practices” of architecture? Is the architectural “discourse” to be understood as about architecture in general or as an “architectural discourse” proper, that is to say the logos constituted by the architectural space as disposed and constructed.

19


Τρεις διακριτές προσεγγίσεις μπορούν να διαφοροποιηθούν: Πρώτη. Η αρχιτεκτονική συντελεί μια πρακτική( «διαλεκτική» καθώς και κοινωνική, τεχνική και ούτω καθεξής). Αυτή η οπτική αποκαλύπτεται στο «συνθετικό» επίπεδο (το οποίο είναι, ο σχεδιασμός) η οποία συνίσταται σε: τον χειρισμό των πρότυπων συμπεριφοράς (habitus) ή την οργάνωση ενός τόπου εγκαταστάσεων παραγωγής (πρόγραμμα, η χωρική μεταγραφή ενός οργανογράμματος... ) ή η κατανομή των δραστηριοτήτων (ροή και ούτω καθεξής...) ή η ονομασία των μορφών (είτε όσον αφορά ένα μοναδικό κτίριο ή αρχιτεκτονικό συγκρότημα, ή γενικότερα σε όρους τυπολογίας...). Δεύτερη. Η αρχιτεκτονική είναι, από μόνη της, μια μορφή παραγωγής υλικού το οποίο περιλαμβάνει την δημιουργία σχεδίων και μοντέλων: είναι εδώ στην διαδικασία αναπαράστασης όπου η επιστημολογική ανάλυση θα μπορουσε να βασιστεί. Τρίτη. Ώστε να μην ξεχαστεί, η αρχιτεκτονική ανήκει στον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας (η κατασκευαστική βιομηχανία με συνδυασμό με το πεδίο της κερδοσκοπίας) που αξίζει μελέτης ως αυτοσκοπό. Μια άλλη δυσκολία ενός μεθοδολογικού είδους είναι ότι το περιεχόμενο που είναι να αναλυθεί είναι διττό: ως πρώτη ύλη, υπάρχει απ’τη μια ένας γραπτός λόγος (πραγματείες και συνόψεις) για την αρχιτεκτονική γενικότερα, κάποιο συγκεκριμένο κτίριο ή ορισμένο πρόγραμμα. Απ’την άλλη, πρώτα αντιμετωπίζουμε το σχεδιασμό με την μορφή μιας αναπαραστατικής συσκευής(apparatus) και, μετά απ’αυτό, από την εργασία καθαυτήν σ’όλη την αδιαφάνεια των μορφών της, εν συντομία την υλική της πραγματικότητα. Εάν είναι επιθυμητό, η αρχιτεκτονική μπορεί να θεωρηθεί ως ένα «κείμενο», αλλά (λόγω της πολλαπλής φύσεως των πρακτικών με τις οποίες είναι συνδεδεμένη) η γνώση περιλαμβάνει δεν είναι αναγώγιμη με μια γενική επιστημολογία στον τομέα. Ακόμα—έχοντας κάνει ξεκάθαρα τα όρια μιας τέτοιας έρευνας—είναι πιθανό να εξατομικευθούν ορισμένα εργαλεία (οι «έννοιες»), ορισμένες «διαλεκτικές πρακτικές» που έχουν καταλάβει σε μια δεδομένη στιγμή στον αρχιτεκτονικό λόγο ορθά, ή, πιο κατάλληλα, στο λόγο περι αρχιτεκτονικής (ένα παράδειγμα αυτού του δεύτερου τύπου διαλεκτικής πρακτικής θα ήταν η αντίθεση μεταξύ «κανονικού» και «αντι-κανονικού» τόσο σημαντική για ολόκλητο τον 18ο αιώνα).

20


Three distinct approaches can be differentiated: First. Architecture constitutes a practice (“discursive” as well as social, “technical” and so on). This aspect is revealed at the “compositional” level (that is, design) which consists in: the manipulation of behavioral patterns (habitus) or the organization of a locus of productive facilities (program, the spatial transcription of an organigram . . .) or the distribution of activities (flow and so on . . .) or the designation of forms (either as concerns a single building or architectural complex, or more generally in terms of a typology . . .). Second. Architecture is, in itself, a form of material production that includes drawing plans and making models: it is here in the process of representation that an epistemological analysis might be based. Third. Lest it be forgotten, architecture belongs to a sector of economic activity (the construction industry in combination with the field of speculation) that merits study for its own sake. A further difficulty of a methodological sort is that the content to be analyzed is twofold: as raw material, there is on the one hand a written discourse (treatises and briefs) about architecture in general, some particular building or a certain program. On the other, we are first confronted by the design in the form of a representational apparatus and, after that, by the work itself in all the opacity of its forms, in short its material reality. If desired, architecture may be considered as a “text,” but (owing to the multiple nature of the practices with which it is connected) the knowledge it comprises is not reducible to a general epistemology of the field. Still—having made clear the limits of such an enquiry—it is possible to individuate certain instruments (the “concepts”), certain “discursive practices” having figured at a given moment in the architectural discourse proper, or, more aptly, in the discourse about architecture (an example of this second type of discursive practice would be the opposition between “regular” and “irregular” so important for the entire eighteenth century).

21


Ο λόγος περι αρχιτεκτονικής, ως εκ τούτου, παρέχει υλικό για τη λεγόμενη «ανάγνωση». Η ανάλυση του λόγου, της λογικής που προσιδιάζει σε αυτή, θα έπρεπε να μας επιτρέπει να εξατομικεύσουμε εννοιολογικά εργαλεία και «διαλεκτικές πρακτικές» που έχουν χρησιμοποιηθεί για να διαρθρωθεί η διαδικασία του σχεδιασμού σε μια ορισμένη στιγμή. Αλλά ένα κείμενο δεν πρέπει να θεωρείται απλώς ως μια συλλογή δηλώσεων για ανάλυση σε όρους γραμματικής ή συντακτικού. Εν αντιθέσει, η θεμελιώδης οπτική ως «λόγος» είναι λογική και σημασιολογική. Ο σκοπός της ανάλυσης είναι να αποκαλύψει το σύμπαν στο οποίο αναφέρεται ο λόγος. Σ’αυτήν την αίσθηση, το κείμενο έχει οριστεί ως «διαγλωσσική» συσκευή· σχετίζεται με άλλα κείμενα, τόσο πρόσθια αλλά και συγχρονιστικά με τον εαυτό του. Το κείμενο «παράγει» και ενσωματώνει αυτήν την παραγωγικότητα ως μια μορφή παραγωγής και τεχνικής. Λειτουργεί μέσα σ’ένα δεδομένο ιστορικό χώρο το οποίο είναι καθ’αυτό ένας χώρος κειμένων ( διαλεκτικές πρακτικές, ως εκ τούτου σημασιοδοτικών, ως εκ τούτου σημειωτικών). Η παραγωγικότητα ενός κειμένου συνίσταται στην «διακειμενικότητα», προσφέροντας «ένας σημείο 9 τομής για ότι έχει ειπωθεί σε άλλα κείμενα.» Σε μια ιστορία των «διαλεκτικών πρακτικών» στην αρχιτεκτονική, δεν μπορεί να υπάρχουν θεωρίες για να αντικρούστουν: η αλήθεια και το ψεύδος έχουν ίδια αξία ως δείκτες στο πλαίσιο του λόγου. «Μέσα στα δικά της όρια, και πειθαρχία αναγνωρίζει αληθινές και ψευδείς προτάσεις», λέει ο Foucault στο «Discourse on Language”, «αλλά απωθεί μια ολόκληρη τερατολογία μάθησης. Το εξωτερικό μιας επιστήμης είναι τόσο περισσότερο, όσο και λιγότερο, κατοικημένο απ’ότι θα νόμιζε κάποιος.... Ίσως δεν υπάρχουν σφάλματα με την αυστηρή έννοια του όρου, για το σφάλμα μπορεί να προκύψει μόνο και 10 να εντοπιστεί σε μια καλά καθορισμένη διαδικασία». Παρόλαυτα, η ιδιαίτερη ανησυχία μας είναι που η ανάλυση αυτού του αρχιτεκτονικού λόγου δεν είναι αρκετή καθαυτή γι να εξηγήσει την εμφάνιση συγκεκριμένων μορφών, την προέλευση των τυπολογιών και ολόκληρη την αλληλουχία μιας χωρικής γενεαλογίας. Και ο λόγος γι’αυτό είναι ότι ο λόγος γίνεται μόνο αισθητός μέσα σ’ένα περιεχόμενο το οποίο παρέχεται από ένα δίκτυο αλληλεπιδράσεων συνδυάζοντας διάφορα επίπεδα δράσης και μετασχηματισμού. Άλλες δυσκολίες προκύπτουν, ως εκ τούτου, όταν αυτό το περιεχόμενο, το οποίο είναι αυτό του χώρου της πόλης και της υπαίθρου, υπόκειται αυτό καθαυτό για ανάλυση. Η ασυνέχεια μεταξύ πόλης και εξοχής (συμπεριλαμβανομένου και της ιστορικής και της γεωγραφικής πλευράς) έχει αντιμετωπιστεί με—ακολουθώντας τις εξαιρετικά σαφείς σημειώσεις για το θέμα που έχει συντάξει ο 11 12 Karl Marx (Grundrisse II, 181) — από τον Max Weber, για παράδειγμα, στο The City. Εκεί, φαίνεται πως η πόλη μεγάλωσε έξω από τα όρια της φαιοδαρχικής διακαιοδοσίας, όπου η ιδιοκτησία μπορούσε να μεταβιβαστεί μόνο με την κληρονομιά· πως αργότερα έγινε το αντικείμενο ειδικών καταστατικών (πάρτε την περίπτωση των δημοτικών προνομίων) από τα οποία αναπτύχθηκε η έννοια των οικονομικών περιοχών, η ίδια έννοια η οποία είχε ως αποτέλεσμα το φαινόμενο του αστικού κέντρου· και ούτω καθεξής. Αλλά η «ασυνέχεια» μπορεί να βρέθει εξίσου και στην πόλη: και εδώ δεν μιλάμε μόνο για κατακερματισμό ως αποτέλεσμα της κερδοσκοπίας· στην πραγματικότητα, γνωρίζουμε σχετικά λίγα σχετικά με την αστική κατοικία στον 17ο και 18ο αιώνα, στην στιγμή που γειτονιές, μίσθια, καθώς και οικογένειες αρχικά έγιναν το αντικείμενο των προγραμμάτων βελτίωσης όσον αφορά τα μέτρα υγείας. 13 14 Η δουλειά των δημογράφων και των ιστορικών—όπως ο Philippe Aries και ο Louis Chevaliers — και του ίδιου του Foucault, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει γραμμικότητα όσον αφορά την ιστορία του ενδιαιτήματος. Όταν έγινε ζήτημα συναρμολόγησης μιας ιστορικής μορφολογίας της πόλης μέσω της χάραξης μιας «εξέλιξης» των «τυπολογιών» της κατοικίας, έπρεπε να γίνουν μειώσεις a posteriori(εκ των υστέρων), με βάση τα κατασκευαστικά διαγράμματα του 19ου αιώνα καθώς και αρχείων της πόλης, συμπεριλαμβανομένου του φόρου και των αρχείων αξιολόγησης, όπου στην καλύτερη παρείχαν έναν λογαριασμό της αστικής ανάπτυξης βασισμένη στην μελέτη της υποδιαίρεσης των οικοπέδων και των λειτουργιών των δωματίων. (Παρόλαυτα, ο Aries, ο Perrot, και άλλοι πληρούν τέτοιες λειτουργικές διαφοροποιήσεις ως προβληματικές πριν από το 1820). 22


The discourse about architecture, therefore, provides material for a so-called “reading.” The analysis of discourse, of the logic peculiar to it, should allow us to individuate conceptual instruments and “discursive practices” having served to structure the design process at a certain moment. But the text must not be regarded merely as a collection of statements to be analyzed in terms of grammar or syntax. On the contrary, its fundamental aspect as “discourse” is logical and semantic. The purpose of the analysis is to reveal the universe to which the discourse refers. In this sense, the text has been defined as a “translinguistic” apparatus; it is related to other texts, both anterior to and synchronic with itself. The text “produces” and embodies this productivity as a form of production and a technique. It functions within a given historical space that is itself a space of texts (discursive practices, hence signifying, hence semiotic). The productivity of the text consists in its “intertextuality,” offering “a point of intersection for what has been said in other texts.”9 In a history of “discursive practices” in architecture, there can be no theories to confute: truth and falsity have equal worth as indicators within discourse. “Within its own limits, every discipline recognizes true and false propositions,” says Foucault in the “Discourse on Language,” “but it repulses a whole teratology of learning. The exterior of a science is both more, and less, populated than one might think. . . . Perhaps there are no errors in the strict sense of the term, for error can only emerge and be identified within a well-defined process.” 10 However, our particular concern is that the analysis of this architectural discourse is not enough in itself to explain the appearance of specific forms, the derivation of typologies and the whole concatenation of a spatial genealogy. And the reason for this is that the discourse only makes itself felt within a context that is provided by a network of interactions combining various levels of action and transformation. Other difficulties arise, therefore, when this context, which is that of the space of the city and the countryside, is itself subjected to analysis. The discontinuity between city and country (including both historical and geographical aspects) has been dealt with—following the extremely clear notes 11 on the subject compiled by Karl Marx (Grundrisse II, 181) — by Max Weber, for example, in The 12 City. There, it is shown how the city grew out of the confines of feudal jurisdiction, where property could only be transmitted by inheritance; how it later became the object of special statutes (take the case of borough franchises) under which the notion of economic regions developed, the same notion that was to result in the phenomenon of the conurbation; and so forth. But “discontinuity” is to be found equally within the city: and here we are not speaking only of the fragmentation resulting from speculation; in fact, we know relatively little about the urban dwelling in the seventeenth and eighteenth centuries, at the moment when neighborhoods, tenements, and individual families first became the object of improvement programs concerning health measures. 13 13 The work of demographers and historians—such as Philippe Arie’s and Louis Chevaliers — and of Foucault himself, demonstrate that there is no linearity as concerns the history of habitat. When it became a question of piecing together a historical morphology of the city by devising an “evolution” of residential “typologies,” deductions had to be made a posteriori, based on nineteenth-century reconstructional diagrams as well as civil archives, including tax and assessment records, that at best provided an account of housing development based on a study of the subdivision of building plots and the functions of rooms. (However, Arie`s, Perrot, et al. qualify such functional distinctions as problematic before about 1820.)

23


Επιπλέον, ο Boudon μας υπενθυμίζει ότι μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα «έγγραφα που αφορούν 15 κτίρια κατοικίας στην περιοχή του Les Halles είναι σχεδόν αποκλειστηκά γραμμένα στο χέρι». Ενώ αυτό είναι με τα βίας εκπληκτικό, υπονοείται ο βαθμός στον οποίο η αντιγραφή, ή ο επανασχεδιασμός και η ερμηνεία τέτοιων υλικών είναι πρακτικά ισοδύναμο με το ξαναγράψιμο της ιστορίας. Ενώ μια τέτοια διαδικασία είναι πλήρως δικαιολογημένη στο πεδίο της μελέτης της ιστορικής προστασίας, θα ήταν δύσκολο να εγκριθεί ως μια νόμιμη μέθοδο της ιστορικής διερεύνησης. Έτσι , η ασυνέχεια στην ιστορία της κατοίκησης, απηχώντας η ασυνέχεια στην πόλη «η οποία εμφανίζεται σε σχέση με την βασικές χωρικές μεταβλητές ως (αν και διαφορετικό) αντικείμενο της εισαγωγής των μέτρων υγείας». Μια τέτοια μεταβλητή ήταν το ενδιαίτημα (επικινδύνα επιπόλαιο, σχολαστικά αδιαφοροποίητο)· άλλη μια ήταν ο δρόμος («όπου ασκούνται τα πιο κακόφημα επαγγέλματα» σε απρεπή σύγχυση μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών χώρων)· άλλες συμπεριλαμβανομένου ορισμένων λεγόμενων «διαμορφωμένων περιοχών» μέσα στην πόλη (σκεφτείτε αυτές τις πραγματείες, επιστημονικές ή και άλλες, που αφορούν νοσοκομεία, σφαγεία, νεκροταφεία, υπόνομους, και δημόσιες εγκαταστάσεις νερού...). Αποδέχοντας τον άξονα της έρευνας που άνοιξε ο Foucault , το πρόβλημα δεν είναι να πέσει θύμα σε μια μυθική έννοια του ενδιαιτήματος—πρωτογενής ή «φυσική» ανάλογα με την περίπτωση (ακόμα και αν κάποιος γνωρίζει καλά του μικρού βαθμού στον οποίο η κλασσική κωδικοποίηση της αρχιτεκτονικής θα έπρεπε να θεωρείται ως «φυσική» αν αντιθέσει να είναι απλώς «αδιαφοροποίητη»)—σε αντίθεση με μια κάπως οριστική σύγχρονη αντίληψη του ενδιαιτήματος ως «αντικειμενική» ή «λειτουργική». Ωστόσο, υπάρχει μια πιο ουσιαστική κριτική να διατυπωθεί ενάντια στην «αρχαιολογία» του τεράστιου κινήματος να παριέχει την παθογένεση της πόλης, όπως την σκιαγράφησε ο Foucault. Ο ίδιος σκιαγραφεί ένα είδος βιοπολιτικής, ή «νοσοπολιτικής», θα μπορούσαμε να πούμε, που «θα μπορούσε να απομονώσει εντός των αστικών περιοχών διαμόρφωσης για επείγουσα ‘απολύμανση’», για να «απομονωθούν» από το συνεχές του αστικού «ιστού». Έχοντας συνοδέψει το Foucault μέχρι τώρα, ενας αριθμός άλυτων προβλημάτων περιμένουν ανάλυση. Απομένει για εμάς να ανακατασκευάσουμε του τρόπους με τους οποίους αυτή η υποτιθέμενη «απομόνωση» είχε όντως διεξαχθεί στο επίπεδο των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων. Εν συντομία και με τον πιο σχηματικό τρόπο: ο επανασχεδιασμός της πόλης και η ανάπτυξη των αστικών παροχών των 19ο αιώνα ακολούθησε μια πορεία που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη από σημερινή έρευνα. O Foucault έχει περιγράψει την γενική «στρατηγική» αυτού του κινήματος, αλλά συχνα—ειδικά στις πιο πρόσφατες εργασίες του— αποτυγχάνει να απομονώσει τις πραγματικές τεχνικές της υλοποίησης. Στη συγκεκριμένη υπό εξέταση περίπτωση, αυτή της «απομόνωσης» της πόλης, χρειάζεται να τονιστεί ότι η πολιτική αυτή εφαρμόζεται σύμφωνα με ιστορικά καθορισμένες διαδικασίες: ένα πρόγραμμα που εκτίθεται (με τους «νόμους» και τα «καταστατικά» του)· ένα σχέδιο(project) συντάχθηκε με βάση έναν προκαθορισμένο αρχιτεκτονικό τύπο για το απαιτούμενο ίδρυμα· τελικά, το σχέδιο(project) έπρεπε να περάσει θεσμικό και διοικητικό έλεγχο (με την μορφή έπρεπε να περάσει θεσμικό και διοικητικό έλεγχο (με τη μορφή επιτροπής ή συνέλευσης) όπου είχε τροποποιηθεί σε πραγματική αντιπαράθεση με το πολιτικό σώμα. Κάθε πρόγραμμα αντιμετωπίστηκε από ποικίλα και αντίθετα κατεστημένα συμφέροντα των διαφόρων τρόπων έκφρασής τους (ένα εκλεγμένο συμβούλιο, μια αναφορά που κυκλοφόρησε από μια ομάδα πίεσης, και ούτω καθεξής· εν συντομία, όλες οι λειτουργίες της πολιτικής έκφρασης και των σύγκρουσης) Κάθε πρόγραμμα, ως εκ τούτου, πήρε μορφή (αρχιτεκτονικά μιλώντας, επίσης) και έπρεπε να συμμορφωθεί σύμφωνα με τις πολιτικές και επαγγελματικές επεμβάσεις που έκαναν δυνατή την αποτελεσματική πραγματοποίηση του. Αυτό το πεδίο επέμβασης (τόσο θεωρητικό και πραγματικό) ενσωματώνει όλες τις πολιτικές και επαγγελματικές «πρακτικές», καθώς και τις θεσμικές διαδικασίες, όπως έχουν κωδικοποιηθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όπου κάθε σχέδιο πρέπει να το έχουν υποβάλει, προτού να μπορέσει να πραγματοποιηθεί. Αυτές οι «πρακτικές» πήγαν να κάνουν μια «δημοκρατική» στρατηγική, που όρισαν από την τεχνική της υλοποίησης και καθόρισαν τους «κανόνες του παιχνιδιού» από τους οποίους οι συγχρονοι χώροι έχουν δομηθεί. 24


Moreover, Boudon reminds us that until the end of the seventeenth century “documents concerning 15 residential buildings in the district of Les Halles are almost exclusively hand-written.” While this is scarcely astonishing, it does suggest the extent to which copying out, or redrawing and interpreting such materials is the practical equivalent of a rewriting of history. While such a procedure is fully justified in the field of historical conservation studies, it can scarcely be approved of as a legitimate method of historical enquiry. Thus, discontinuity in the history of housing, echoing discontinuity in the city “appeared with respect to its main spatial variables as (yet another) object of the introduction of health measures.” One such variable was habitat (dangerously promiscuous, thoroughly undifferentiated); another was the street (“where the most disreputable professions are exercised” in indecent confusion between public and private spaces); others included certain so-called “designated areas” within the city (think of those treatises, scientific or otherwise, concerning hospitals, abattoirs, cemeteries, sewers, and public water facilities . . .). In accepting the axis of investigation opened up by Foucault, the problem is not to fall prey to a mythical notion of habitat— primitive or “natural” as the case may be (even though one is well aware of the small degree to which the classical encoding of architecture should be regarded as “natural” in contrast to being merely “undifferentiated”)—as opposed to a somehow definitively modern conception of habitat as “objective” or “functional.” Yet, there is a more substantial criticism to be leveled against the “archaeology” of the vast movement to contain the pathogenesis of the city, as sketched by Foucault. He delineates a sort of biopolitics, or “nosopolitics,” we might say, which “would isolate within the urban configuration areas to ‘sanitize’ urgently,” to be “insularized” from the continuum of the urban “tissue.” Having accompanied Foucault thus far, a number of unsolved issues await resolution. It remains for us to reconstruct the ways in which this supposed “insularization” was actually carried out at the level of existing social relationships. Briefly and in the most schematic fashion: the replanning of the city and the development of urban services in the nineteenth century followed a course that can scarcely be taken for granted by present-day research. Foucault has outlined the general “strategy” of this movement, but often—especially in his most recent works—he fails to individuate the actual techniques of realization. In the particular case under review, that of the “insularization” of the city, it needs to be stressed that policy was implemented according to historically defined procedures: a program was set forth (with its “laws” and “statutes”); a project was drawn up based on a preestablished architectural type for the required institution; finally, the project had to pass institutional and administrative scrutiny (in the form of a commission or assembly) where it was modified in actual confrontation with the body politic. Each program was “confronted” by varied and opposed vested interests with their diverse modes of expression (an elected council, a petition circulated by a pressure group, and so on; in brief, all the modes of political utterance and conflict). Each program, therefore, took shape (architecturally speaking, as well) and had to conform in accordance with a complex relationship of political and professional interventions that made possible its effective realization. This field of intervention (both theoretical and actual) embodies all the political and professional “practices,” as well as the institutional processes, codified to a greater or lesser extent, that every design had to submit to before it could be realized. These “practices” went to make up a “democratic” strategy, laid down the technique of realization and established the “rules of the game” by which modern spaces have been structured.

25


Αυτή είναι μια ιστορία που παραμένει σε μεγάλο βαθμό να γραφτεί, η σημασία εκ των οποίων προτείνεται σε μια παρατήρηση που έκανε ο ίδιος ο Foucault: «η ιστορία όπως αυτή ασκείται σήμερα δεν αποσύρει από τα γεγονότα· εν αντιθέσει, επιδιώκει μόνο να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τους.... Η σημαντική πτυχή αυτού είναι ότι δν μπορεί να λάβει υπόψη γεγονότα χωρίς ένα ορισμό του σκηνικού στο οποίο ανήκουν.» Τα γραπτά του Foucault μπορούν, τουλάχιστον, να χρησιμεύσουν για να εμπνεύσουν συνάδελφους ιστορικούς με ένα «γενικό φόβο αναχρονισμού» (Canguilhem). Επιπλέον, η εντατικοποίηση της αυστηρότητας που θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα δεν θα είναι μάταια.

26


This is a history that remains largely to be written, the importance of which is suggested in an observation made by Foucault himself: “history as it is practiced today does not withdraw from events; on the contrary, it seeks only to broaden their scope. . . . The significant aspect of this is that there can be no taking account of events without a definition of the set to which each belongs.” Foucault’s writings can, at the very least, serve to inspire fellow historians with a “general fear of anachronism” (Canguilhem). Moreover, the intensification of rigor which should result would not be in vain.

27


Notes 1. English title of Les mots et les choses as suggested by Foucault. This work was translated from the French by Alan Sheridan, who is the English translator of most of Foucault’s works. 2. Michel Foucault, The Order of Things: An Archaeology of the Human Sciences, trans. Alan Sheridan (New York: Pantheon, 1971), preface, p. xv. 3. Ibid., p. xviii. 4. 1656 was the date of the royal decree that founded the Hopital General in Paris, 1676 for the rest of France. “From the very start,” writes Foucault, “one thing is clear: the Hopital General is not a medical establishment. It is rather a sort of semijudicial structure, an administrative entity. . . . TheHopital General is a strange power that the King establishes between the police and the courts, at the limits of the law: a third order of repression.” Histoire de la folie (Paris: Librairie Plon, 1961), from the translation of the abridged edition by Richard Howard: Madness and Civilization: A History of Insanity in the Age of Reason (New York: Pantheon, 1965), p. 40. 5. Michel Foucault, “Des espaces autres,” Architecture Mouvement Continuite´ 5 (October 1984); English version in Lotus International 48/49 (1985/86), p. 3. 6. This term follows a more or less established usage in French. In addition to the literal translation here, “Age of Reason” and “Age of Humanism” are also found in translations and commentary. 7. In the original, reference is made to paragraph 3 of this work. 8. In short, the relatively recent concept of man himself articulated upon the “already begun of labor, life and language.” 9. For the ideas in this paragraph, the reader is referred to Julia Kristeva, Semeiotike´ (Paris: Seuil, 1969). 10. English translation by Rupert Swyer from “L’ordre du discours,” in Michel Foucault, The Archaeology of Knowledge (New York: Harper and Row, 1976), appendix, p. 223. 11. Karl Marx, Grundrisse: Foundations of the Critique of Political Economy, trans. Martin Nicolaus (New York: Vintage, 1973) 12. Max Weber, The City, trans. and ed. Don Martindale and Gertrud Neuwirth (New York: Free Press, 1966). 13. For example Philippe Arie`s, Centuries of Childhood: A Social History of Family Life, trans. Robert Baldick (New York: Vintage, 1962). 14. Chevalier is considered by T. H. Hollingsworth to be the “true father . . . of parish register studies” in English; see also Peter Laslett, TheWorldWe Have Lost (London: Methuen, 1965). 15. Annals Economies-Socie´te´s-Civilisations, no. 4 (1975), p. 816.

28


άτοπος τόπος: ο μη προσδιορισμένος, ο αντίθετος στη λογική τόπος ετεροτοπία: Τόποι του «έτερου». Είναι πραγματικοί χώροι που ξεφεύγοντας απ’ το «κανονικό» προσεγγίζουν το «άλλο» ουτοπία: ιδανική κοινότητα ή κοινωνία η οποία έχει ιδιαίτερα επιθυμητές, με σχεδόν τέλειες ιδιότητες discursivity: ασυνέχεια ,παρεκβατικότητα, χωρίς συνέπεια και συνάρτηση emplacement: η θέση στο χώρο etendue: η ευρύτητα localisation: o χώρος της φυσικής θέσης normalcy: κανονικότητα

29



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.