ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΕΝΤΑΞΗ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΙΙΙ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013 ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ
ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ: ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ_04107062 ΗΛΙΑΔΗ ΙΩΑΝΝΑ_04107004 ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΜΩΡΑΪΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Ευχαριστίες Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον κ. Κωνσταντίνο Μωραΐτη για την εξαιρετική συνεργασία. Επίσης, τους αρχιτέκτονες Αριστείδη Αντονά και Πλάτωνα Ησαΐα για την άμεση ανταπόκρισή τους στο συμπληρωματικό ερωτηματολόγιο που τους αποστείλαμε - για την πρόταση που κατέθεσαν στον διαγωνισμό “Rethink Athens” - καθώς και τους Χρυσικό Επαμεινώνδα (Προϊστάμενος Πολεοδομίας Δήμου Θήβας), Μαλασπίνα Δημήτριο (αρχιτέκτονας) και Σοφία Μιχάλογλου (Συντηρήτρια Έργων Τέχνης - εργαζόμενη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας) για την πολύτιμη βοήθειά τους με την παροχή πληροφοριών αναφορικά με την πολεοδομική και αρχαιολογική συγκρότηση της Θήβας.
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ (σελ. 1-7) 1.1 Αντικείμενο της εργασίας................................................................................2-3 1.2 Αφορμή επιλογής του θέματος.......................................................................4-5 1.3 Σκoπιμότητα της εργασίας - Κυρίαρχα ερωτήματα........................................5-6 1.4 Μεθοδολογία της εργασίας.............................................................................6-7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ (σελ. 8-25) 2.1 Η ιδιαίτερη σημασία του ελληνικού αρχαιολογικού τοπίου για τη “νέα Ευρώπη” του 18ου αιώνα....................................................................................10-16 2.1.1 Οι νέοι όροι της στροφής των Δυτικών προς το αρχαίο ελληνικό τοπίο κατά τον 18ο αιώνα............................................................................11-13 2.1.2 Η “αποκάλυψη” του Ελληνικού τοπίου.............................................13-17 2.2 Ιδεολογικές αντιλήψεις και πρακτικές διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα................................................................................................17-25 2.2.1 Νεοσύστατο ελληνικό κράτος............................................................17-21 2.2.2 Νεότεροι χρόνοι.................................................................................21-24 2.2.3 Σήμερα...............................................................................................24-25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ (σελ. 26-56) 3.1 Η έννοια της “ένταξης”- “Η αντίστροφη ένταξη”........................................27-31 3.2 Ένταξη των αρχαιολογικών χώρων στην πόλη με όρους σύγχρονης “επιχειρηματικότητας” - Το παράδειγμα της Λάρισας..............................................32-40 3.3 Το αρχαιολογικό τοπίο ως δοχείο ιστορίας και μνήμης - Το παράδειγμα των “Αθηναϊκών Σκαμμάτων”.............................................................................40-56
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η ΘΗΒΑ - ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ (σελ. 57-82) 4.1 Εισαγωγή – Επιλογή παραδείγματος Θήβας....................................................58 4.2 Σύντομη ιστορική επισκόπηση....................................................................59-63 4.3 Πολεοδομική συγκρότηση - οικιστική ανάπτυξη........................................64-66
4.4 “Ιχνηλατώντας” το αρχαιολογικό τοπίο στη σύγχρονη Θήβα.....................67-80 4.4.1 Η Καδμεία και τα Τείχη της...............................................................67-68 4.4.2 Περιήγηση στην “σύγχρονη Καδμεία”...............................................68-80 4.5 “Ανασκάπτοντας” τη θαμμένη δυναμική του αρχαιολογικού τοπίου της σύγχρονης Θήβας.............................................................................................80-82 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ (σελ. 83 -91) ΠΗΓΕΣ (σελ. 92-97)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο : ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1_ Aντικείμενο της εργασίας/ Τα διάσπαρτα τεκμήρια ιστορικού πλούτου
στον αστικό ιστό μεγάλου πλήθους ελληνικών πόλεων επιβεβαιώνουν καθημερινά τη θεμελίωσή τους επί των ιχνών του αρχαίου υποστρώματος, διατηρώντας οδούς, μνημειακά τοπόσημα, ενώ, πολλές φορές, αναβιώνοντας ακόμα και την αρχική λειτουργία του αρχαιολογικού ευρήματος.1 Η ανάδυση αυτή του παρελθόντος καθίσταται εξαιρετικά σημαντική τόσο για την ερμηνεία του παρόντος, όσο επίσης και για την πρόταση εξέλιξης του δημόσιου αστικού χώρου του μέλλοντος, υπό το πρίσμα του καίριου αιτήματος για την ενίσχυση της ιδιαίτερης πολιτισμικής φυσιογνωμίας της σύγχρονης ελληνικής πόλης. Ο ιστορικός χώρος άλλωστε, δεν οφείλει να αντιπαρατεθεί ως αιώνιο σύμβολο απέναντι στο αναλώσιμο της σύγχρονης πόλης ούτε να καλλιεργήσει φαινόμενα αρχαιολατρίας. Πρέπει μάλλον, να αξιοποιηθεί ως λογική συνέχεια του αστικού ιστού, ενεργά ενταγμένος στα πλαίσια της αστικής καθημερινότητας. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή δεν αποτυπώνεται στην πλειονότητα των εφαρμογών, αν λάβει κανείς υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι μέχρι σήμερα προσεγγίσεις και πρακτικές διαχειρίστηκαν τους χώρους αυτούς, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται φαινόμενα απαξίωσής τους και, εν τέλει, μη συνειδητοποίησης της σχέσης τους με το παρόν και, εν δυνάμει, με το μέλλον. Η ελλιπής ιστορική γνώση, σε συνδυασμό με την απουσία κοινωνικής ευαισθητοποίησης, διαμορφώνουν πολίτες που αδιαφορούν για την ιστορική ταυτότητα του τόπου τους, με αποτέλεσμα να μην διεκδικούν την αξιοποίηση και ανάδειξή του. Για πολλούς συμπολίτες μας, ο αρχαιολογικός χώρος αποτελεί “αόρατο” και αναξιοποίητο αστικό κενό, που αφήνεται στην εγκατάλειψη και τη φθορά, με χαρακτηριστική την αρνητική στάση που διαμορφώνεται σε περιπτώσεις εμπλοκής ιδιωτικών συμφερόντων. Με εμφατικότερο τρόπο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το έλλειμμα αυτό κοινωνικής συνείδησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο από τον συνολικό πολιτικό προσανατολισμό. Οι σημερινές συνθήκες δε χαρακτηρίζουν απλώς έλλειψη κοινωνικής συνείδησης, αλλά ταυτόχρονα τη χαμηλού επιπέδου επιχειρηματικότητα, καθώς η προβολή της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας του ελληνικού χώρου μπορεί να υποστηρίξει εναλλακτικά αναπτυξιακά σενάρια για την αποδοτικότερη αξιοποίηση της ιστορικής συνεισφοράς. Η επιφανειακή προσέγγιση του ιστορικού πλούτου με χαρακτήρα καθαρά κερδοσκοπικό και με τη λογική του μετασχηματισμού του σε “καταναλώσιμο” πολιτισμικό προϊόν, αφενός αλλοιώνει την ουσιαστική ενεργοποίηση της ιστορικής μνήμης και αφετέρου δημιουργεί πολίτες πολλαπλών ταχυτήτων – τους έχοντες και μη τη καταναλωτική αυτή δυνατότητα. Αλλά η απόσταση των πολιτών από το πολιτισμικό αγαθό της ιστορικής προσφοράς, πέραν των οικονομικών διαφοροποιήσεων, εντείνεται επίσης από το ιδεολογικό εκείνο πλαίσιο το οποίο συσχετίζει τους αρχαιολογικούς
1. Όπως στην περίπτωση της νεότερης χρήσης αρχαίων θεάτρων
2
χώρους με μία περιορισμένη πολιτιστική ελίτ και θεωρεί πως απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες ειδικής παιδείας και ειδικών γνώσεων. Η αδυναμία, τότε, αναφοράς στο ευρύτερο κοινό υποχρεώνει μεγάλες ομάδες επισκεπτών ιστορικών τόπων να ανακυκλώνουν “τυποποιημένες”, αβαθείς ή βαρύγδουπες απόψεις για τη σημασία των ευρημάτων, χωρίς να τους προσφέρονται τα ερεθίσματα περαιτέρω εμβάθυνσης. Οι προηγούμενες αντιλήψεις και οι συνακόλουθες πρακτικές εφαρμογής τους ευθύνονται ίσως για την σημερινή εικόνα των αρχαιολογικών χώρων “εν απομονώσει” εντός ισχυρών μεταλλικών ορίων, λειτουργώντας περισσότερο ως νεκροταφεία πολιτισμού παρά ως δυναμικοί χώροι ενταγμένοι στην κοινωνική πραγματικότητα [Εικ.1]. Όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιτέκτονας Χρ. Παπούλιας: “Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι τόποι που μετά την αποκάλυψή τους επέστρεψαν κατά κάποιο τρόπο στη ζωή, όχι όμως ακριβώς εκεί που διαδραματίζεται αλλά στις παρυφές της,”2 υποδεικνύοντας ότι συνιστούν “ετεροτοπίες”3 , τόπους διαφοροποιημένους από τις συνήθεις χωρκές συνθήκες και από το σύγχρονο αστικό περιβάλλον, εντούτοις αποδεικτικές για το συνολικό κοινωνικό και πολιτισμικό ήθος. Σ τη σημερινή κρίσιμη λοιπόν εποχή, όταν ο δημόσιος χώρος συνεχώς απαξιώνεται, εμείς αποφασίζουμε στο πλαίσιο της διάλεξής μας να προσεγγίσουμε τον αρχαιολογικό τόπο ως πόλο κοινωνικής και πολιτιστικής ώσμωσης με δημόσιο χαρακτήρα, ενταγμένο στην καθημερινότητα. Περιμένουμε να αντλήσουμε ισχύ από τα κρυμμένα νοήματα και τις ασυνείδητες μνήμες του αστικού τοπίου, που ακόμα παραμένουν ενταφιασμένες στην υλική μορφή και στην δομή της πόλης. Νοήματα και μνήμες που προσφέρουν την ευχαρίστηση της αυτογνωσίας και της συνείδησης της συλλογικής ταυτότητας. Αυτός ο αμοιβαίος προσδιορισμός αποτελεί το αντικείμενο της διερεύνησής μας. 2. Βομπίρη Ιουλία : Ο αρχαιολογικός χώρος στον ιστό της πόλης, Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, 2003, σελ.7 3. Την “ετεροτοπία”, ως έννοια την εισήγαγε ο Michel Foucault (Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων). Αποδείχθηκε ιδιαίτερα γόνιμη σε ότι αφορά την θεωρητική συζήτηση για το χώρο, καθώς αποτέλεσε στοιχείο της θεωρητικής επεξεργασίας αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων, γεωγράφων και φιλοσόφων στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τη χωρική διάσταση των σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων. Οι ετεροτοπίες, ως τόποι του “έτερου”, δηλαδή του άλλου, του διαφορετικού, του μη κανονικού, εκεί όπου οι κοινωνικές σχέσεις διαφοροποιούνται από τις κυρίαρχες, αποδόθηκαν με συγκεκριμένα υλικά χωρικά παραδείγματα (όπως οι φυλακές, τα νεκροταφεία, οι οίκοι ανοχής, αλλά και το θέατρο, ο κινηματογράφος, η βιβλιοθήκη, το μουσείο κ.ά.). Οι ετεροτοπίες του Foucault αντιμετωπίζονται περισσότερο ως χώροι στους οποίους αναδύονται με σταθερά οξυμένο τρόπο, οι αντιφάσεις των δομών της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και ως χώροι που υποδεικνύουν την ύπαρξη του “άλλου” μέσα στο “όλον” προσδίδοντάς του δυναμικά χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση του αρχαιολογικού τόπου, αυτός θα μπορούσε να ειδωθεί υπό το πρίσμα της “χρονικής ετεροτοπίας” (“ετεροχρονισμού”), τόπου που, όπως η βιβλιοθήκη ή το μουσείο, διατηρεί συσσωρευμένο και “καταγεγραμμένο” ένα γενικό αρχείο “όλων των χρόνων, όλων των εποχών, όλων των ιδεών”- τόπου “αιώνιου”, στο απυρόβλητο του χρόνου.
3
1
Εικ.1: Η αρχαία Αγορά της Αθήνας εν απομονώσει. Πηγή: προσωπικό αρχείο
1.2_ Αφορμή επιλογής του θέματος/ Θα ήταν άτοπος ο ισχυρισμός ότι το ζήτημα της ενεργούς ένταξης των αρχαιολογικών χώρων των ιστορικών πόλεων στους παλμούς της καθημερινής ζωής και η δυνατότητα άμεσης συσχέτισης με τις τρέχουσες συνθήκες - όχι μόνο πολιτιστικές, αλλά ευρύτερα κοινωνικέςσυγκροτεί ένα αποκλειστικά σύγχρονο φαινόμενο.4 Αυτό όμως που μπορούμε να ισχυριστούμε είναι ότι συνιστά πεδίο προβληματισμού διαρκώς διευρυνόμενο, που γνωρίζει, στις μέρες μας, νέα επικαιρότητα, ξεπερνώντας τους στενούς κύκλους των ειδικών, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων. Φαίνεται, μάλιστα, πως στα πλαίσια της διευρυμένης κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης της εποχής μας, διαρκώς διαπλατύνεται ο κύκλος των πολιτών που θέτουν στους εαυτούς τους ερωτήματα ιστορικού προβληματισμού, αναγνωρίζοντας την τεράστια σημασία του παραμελημένου ή και “αζήτητου” μέχρι τώρα “θησαυρού”, ως άμεσου συμπληρώματος της τόσο επιθυμητής σήμερα ποιότητας ζωής. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης διάλεξης, η επιλογή του θέματος προκύπτει με αφορμή τη “διττή ιδιότητά” μας, τόσο ως κατοίκων πόλεων με αδιαμφισβήτητο ιστορικό παρελθόν και αρχαιολογικό πλούτο, όσο και ως μελλοντικών αρχιτεκτόνων που καλούνται να λάβουν θέση και να απαντήσουν όχι μόνο σε ένα σχεδιαστικό-συνθετικό ζήτημα, αλλά τελικά σε ένα πολιτισμικό και πολιτικό φαινόμενο, άμεσα συνυφασμένο με την εξέλιξη της πόλης. Από τη βιωματική σκοπιά, οι περισσότεροι από μας αντιλαμβανόμαστε καθημερινά το αρχαιολογικό τοπίο ως σκηνικό υπόβαθρο, με το οποίο 4. “Το πολιτικό αίτημα που είναι άμεσα συνυφασμένο με την προσπάθεια συγκρότησης ιστορικού λόγου, ιστορικού ιδεολογήματος ή ιστορικής συνείδησης εμφανίζεται ήδη εξαιρετικά έντονα με την ανάδυση της ιταλικής Αναγέννησης και, εν συνεχεία, με την Γαλλική Επανάσταση.” (Κ.Μωραΐτης, συζήτηση στα πλαίσια εκπόνησης της διάλεξης)
4
συναλλασσόμαστε με “αδιάφορη φυσικότητα”. Όλα αυτά φαίνεται να ανήκουν στην γενικότερη σφαίρα του παρελθόντος και, στην καλύτερη περίπτωση, εκλαμβάνουμε αόριστα την ιστορική προοπτική ως ορίζοντα που μας συνδέει με τρόπο αφηρημένο με τους προγόνους, χωρίς ουσιαστικότερη συνεισφορά. Το ιδεολογικό βάρος αυτής της στάσης εντείνεται με δεδομένη την κατοίκησή μας στην Αθήνα, πόλη που σε διεθνή κλίμακα αποτελεί σπανιότατο παράδειγμα πολεοδομικού παλίμψηστου, με αδιάλειπτο γίγνεσθαι χιλιετιών. Από τη σκοπιά του αρχιτέκτονα, εξαιτίας τόσο της κατεκτημένης επιστημονικής γνώσης όσο και της καλλιεργημένης κοινωνικής ευαισθησίας, δεν είναι δυνατό η ανάγνωση του τόπου και η αντίληψη των διαδοχικών εξελικτικών στρωμάτων και των μετασχηματισμών της πόλης, να μας αφήνει αδιάφορους. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν το φαινόμενο αυτό γεννά γόνιμους προβληματισμούς που αφορούν τη μελλοντική εξέλιξη και τις προοπτικές ανάπτυξης των έντονα καθορισμένων από την παρουσία του παρελθόντος ελληνικών πόλεων. Παρελθόντος που καλείται να διατηρηθεί ζωντανό και παλλόμενο και όχι αποστειρωμένο από τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Η συναίσθηση αυτής της ευθύνης μας κατευθύνει ίσως, συμπληρωματικά με την έρευνα που παρουσιάζουμε, στην επιλογή διπλωματικής εργασίας στην ιστορική πόλη της Θήβας, τυπικής, κατά πολλούς, επαρχιακής πόλης, με τεράστιο, ωστόσο, ιστορικό βάθος. Βάθος που εκρήγνυται σε κάθε συστηματική ή τυχαία ανασκαφή στον ιστορικό της πυρήνα και θέτει κύρια ζητήματα ανάδειξής του, ως ενεργού συμμέτοχου στην ανάπτυξη, στον καθημερινό σχεδιασμό- ανασχεδιασμό της σύγχρονης πόλης και στην ενίσχυση της ιστορικής της φυσιογνωμίας.
1.3_ Σκοπιμότητα της εργασίας – Κυρίαρχα ερωτήματα/ Το εγχείρημα
διαχείρισης των αρχαιολογικών ευρημάτων σε αστικές περιοχές, όσο και του σύγχρονου αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, δεν μπορεί να στερείται της έκφρασης σαφών αρχών και θέσεων. Η προηγούμενη άποψη εμφανίζεται ισχυρότερη όσο συνδυάζεται με “την απαίτηση που έχει ένας λαός να παρεμβαίνει στην ιστορία του και επομένως να απαιτεί την χωρική συσχέτιση του ιστορικού γεγονότος και της σύγχρονης πραγματικότητας”5- εν τέλει, την προβολή της σχέσης της κοινωνίας με την ιστορία, που αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη πολιτισμική της δυναμική τόσο σε τοπική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Κάτω από ποιες συνθήκες μπορούν να ενταχθούν οι χώροι αυτοί στην σύγχρονη ελληνική πόλη ώστε να απευθύνονται παράλληλα στο ευρύτερο κατά το δυνατό τμήμα του κοινωνικού σύνολου και να συνδιαλέγονται με τις υπόλοιπες αστικές λειτουργίες; Πώς αποδίδεται έμπρακτα στην πόλη η ποιότητα της ιστορικής της φυσιογνωμίας; “Πόσο σημαντικό είναι να προβληθεί ο ιστορικός πλούτος και γιατί, ώστε να ανακτήσει η ελληνική πόλη την απαξιωμένη ιστορική της ισχύ και την αξιοπρέπεια της κατοίκησής της;”6 Μπορούμε,
5. Κ. Μωραΐτης, συζήτηση στα πλαίσια εκπόνησης της διάλεξης 6. Ο.π.
5
όπως υποστηρίζει και ο Walter Benjamin πριν από μας, “να ανακαλέσουμε, να επανεξετάσουμε και να επανυφάνουμε μνημονικές εικόνες από το παρελθόν, μέχρι τελικά να ενεργοποιηθούν νέα μονοπάτια προς το μέλλον;”7 Είναι βέβαια προφανές ότι το γενικό πρόβλημα που θέτει ένας Γερμανός διανοούμενος, όπως ο Benjamin, εμφανίζεται ακόμα κρισιμότερο σε περιοχές όπως αυτές της περιφέρειας της Μεσογείου και ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, όπου το βάθος ιστορίας και η εξάρτηση των νεότερων ιδεολογικών, πολιτικών και πολιτισμικών προσεγγίσεων από την ιστορική αναφορά, της ελληνικής ιδιαίτερα αρχαιότητας, εμφανίζονται ως κεντρικά. Τ ελικά, κάτω από ποιο πρίσμα, πρέπει ο σύγχρονος έλληνας αρχιτέκτονας να αντιμετωπίσει την συσχέτιση του αρχαιολογικού τοπίου με την αστική ταυτότητα στην ελληνική πόλη; Ποιο είναι το κυρίαρχο αίτημα προς αυτήν την κατεύθυνση; Το επιχειρηματικό, το περιβαλλοντικό ή, εν τέλει, μια βαθύτερη πολιτική διεκδίκηση, ιστορικής φύσης, για την επανασυγκρότηση μνημονικών συνάψεων συλλογικής μορφής; Τα παραπάνω ερωτήματα αναφέρονται στα κεντρικά θέματα στα οποία στοχεύει να απαντήσει η συγκεκριμένη εργασία, τόσο διαμέσου της γενικότερης θεωρητικής προσέγγισης, όσο και προσφέροντας υλοποιημένα παραδείγματα χειρισμού του αρχαιολογικού τοπίου της ελληνικής πόλης, όταν αυτό συσχετίζεται με το αστικό μόρφωμα.
1.4_ Μεθοδολογία της εργασίας/ Στην προσπάθεια απάντησης των προηγούμενων ερωτημάτων, αρχικά επιχειρούμε την αναφορά στην ιδιαίτερη σημασία του ελληνικού αρχαιολογικού τοπίου για την ευρωπαϊκή Δύση, με επίκεντρο τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν το τοπίο αυτό προσεγγίζεται καθορισμένο από τους όρους συγκρότησης της νέας πολιτιστικά ανώτερης ευρωπαϊκής ταυτότητας. Στον αντίποδα της εμφατικής αυτής στροφής στο ελληνικό τοπίο από τις Δυτικές κοινωνίες, παραθέτουμε την ελληνική εμπειρία ως προς τον τρόπο διαχείρισης του αρχαιολογικού τοπίου, σε εύρος ιστορικής διαδρομής από τις απαρχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Στην συνέχεια, διερευνώνται οι όροι της αποκαλούμενης “ένταξης” των αρχαιολογικών χώρων στην σύγχρονη ελληνική πόλη, λειτουργώντας εισαγωγικά ως προς την επιμέρους ανάλυση των βασικών συντελεστών συσχετισμού του αρχαιολογικού τοπίου με την αστική φυσιογνωμία. Ακολουθεί η επιμέρους αναφορά στον συντελεστή της επιχειρησιακής προβολής, ως ενός από τα κυριότερους, στους καιρούς μας, λόγους ενασχόλησης με τους αρχαιολογικούς χώρους, ενώ, συμπληρωματικά προς αυτήν την κατεύθυνση, λειτουργεί το παράδειγμα της Λάρισας. Το παράδειγμα αυτό, παράλληλα με την επιχειρηματική διάσταση, θέτει ζητήματα ένταξης του αρχαιολογικού τοπίου στη σύγχρονη πόλη υπό όρους ενίσχυσης της δημόσιας και περιβαλλοντικής του δυναμικής. 7. M. Christine Boyer: The city of collective memory, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts London, 1994, σελ 29
6
Συνεχίζοντας, στην απόπειρα να τονισθεί η σημασία του αρχαιολογικού τοπίου, πέρα από τα όρια της αμιγώς επιχειρηματικής του διερεύνησης, το βάρος μετατίθεται στη σημασία ένταξης του αρχαιολογικού τοπίου στις σημερινές συνθήκες ζωής -ιδωμένο ως βάση προς μια νέα διαδικασία επανερμηνείας του ιστορικού παρελθόντος, επανορισμού των σχέσεων του σύγχρονου ανθρώπου μ’ αυτό και συγκρότησης όρων συλλογικής μνήμης. Σ’ αυτήν την διάσταση, θεωρείται χρήσιμη η παραδειγματική αναφορά σε μία από τις προτάσεις που αναδύθηκαν στα πλαίσια του διαγωνισμού “ReThink Athens” για τον Νέο Άξονα της Πανεπιστημίου. Αποτελεί το πλέον σύγχρονο παράδειγμα που θέτει όρους ανάδειξης του ιστορικού βάθους ως της κυρίαρχης παραμέτρου για την αντιμετώπιση του αρχαιολογικού τοπίου και ενίσχυσης της αξιοπρέπειας της κατοίκησης στην σύγχρονη πόλη των Αθηνών. Τέλος, πραγματοποιείται εκτενής αναφορά στο αντι-παράδειγμα της πόλης της Θήβας, το οποίο άλλωστε αποτέλεσε – όπως αναφέρθηκε προηγούμεναβασική αφορμή επιλογής του θέματος της παρούσας διάλεξης. Η πόλη της Θήβας, έρχεται στο προσκήνιο, ως σαφές δείγμα απουσίας οποιουδήποτε σχεδιασμού με στόχους συσχετισμού της αρχαίας με την σύγχρονη πόλη, αντανακλώντας σαφέστατη έλλειψη όχι μόνο επιχειρηματικού προσανατολισμού ή περιβαλλοντικής ευαισθησίας, αλλά κυρίαρχα, πολιτικού οράματος για την ανάκτηση της αξιοπρέπειας της -σε βάθος αιώνων- κατοίκησής της.
7
2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο : Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ Η συγκρότηση της ταυτότητας κάθε ομάδας βάσει των πολιτισμικών, πολιτικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη του τόπου που αποτελεί τη βάση άνθισής τους, τον φυσικό τους υποδοχέα. Συνεπώς, υιοθετώντας αυτή την αρχή, δεν θα μπορούσαμε να αναδείξουμε τη σημασία του αρχαιολογικού υποβάθρου της χώρας, χωρίς να τονίσουμε την άρρηκτη σύνδεσή του με το Ελληνικό Τοπίο. Το τοπίο αυτό, όχι μόνο υποδεικνύει την ύπαρξη ενός αρχαιότατου πολιτισμού και συνεπώς συγκροτεί την ταυτότητα συνέχειας ενός λαού, αλλά αποτελεί καθοριστικό άξονα εξέλιξης της δυτικής σκέψης και συγκρότησης του δυτικού πολιτισμού από τον αναγεννησιακό 15ο αιώνα έως και τα τέλη του 19ου αιώνα. Η αναφορά στο “τοπίο”, μάλιστα, οφείλει να το περιγράψει ως το ευρύτερο πεδίο που περιλαμβάνει, όχι μόνο την υλική πραγματικότητα των φυσικών και υλικά δομημένων παραγόντων του τόπου, αλλά και το σύνολο της πολιτιστικής ή της πολιτισμικής8 εμπειρίας, των απώτερων χρονικά εδοχών της, της κατατεθειμένης ιστορίας, όπως και της ενεργής κοινωνικής καθημερινότητας.
8.Στη σύγχρονη γλωσσική επικοινωνία παρουσιάζεται συχνά η ανάγκη να γίνει διαφοροποίηση α)ανάμεσα στον τεχνικό πολιτισμό και την πνευματική καλλιέργεια, αντίθεση που δηλώνεται σε άλλες γλώσσες από το ζεύγος civilisation και culture, λ.χ. της αγγλικής και β) αναφορά στη λεπτή διαφορά που χωρίζει τον πολιτισμό ως πνευματικό μέγεθος, ως εθνική ιδιοπροσωπία, ως αφηρημένη έννοια από τον πολιτισμό ως σύνολο εκφάνσεων και δραστηριοτήτων, που αποσκοπούν στο να ικανοποιήσουν πνευματικές ή καλλιτεχνικές αναζητήσεις, να αναπτύξουν ανάλογα ενδιαφέροντα, να προσφέρουν πολιτισμό ως πράξη. Για να επιτευχθεί αυτή η διαφοροποίηση, υπάρχει η τάση να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα επίθετα πολιτιστικός και πολιτισμικός. Το πολιτιστικός χρησιμοποιείται περισσότερο για τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων, καθώς και για τη δήλωση του τεχνικού πολιτισμού, ενώ το πολιτισμικός τείνει να δηλώσει περισσότερο την αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού, καθώς και τον πολιτισμό ως πνευματική καλλιέργεια. Υπό γλωσσολογικούς όρους, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο χαρακτηρισμός πολιτισμικός είναι περισσότερο στατικός, ενώ ο χαρακτηρισμός πολιτιστικός είναι περισσότερο δυναμικός. (Γ. Μπαμπινιώτης: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 1998, σελ. 1458) Συμπληρωματικά, ο Κ.Μωραϊτης στην Διδακτορική Διατριβή: Το τοπίο πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου (κεφάλαιο 2ο) συμφωνεί με την σύνδεση του όρου “πολιτισμικός” με την αφηρημένη έννοια της culture, συσχετίζοντάς την με το ευρύτερο πεδίο, από το οποίο ορθώνεται σταδιακά ο κοινωνικός σχηματισμός, με τους τόπους ανάπτυξης της κοινωνικής ζωής και τις πρωτογενείς διεργασίες του κοινωνικού συνόλου, καθώς επίσης με τον εντός της κεντρικά ελεγχόμενης ιστορίας πολιτισμό. Σε αντιδιαστολή, το επίθετο “πολιτιστικός” θεωρεί πως προσεγγίζει περισσότερο την έννοια της μετοχής “εκπολιτισμένος” ή του επιθέτου “εκπολιτιστικός”, τα οποία συσχετίζει με την δρώσα αναπτυξιακή απαίτηση του πολιτισμού - civilisation, που εκπορεύεται από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του άστεως.
9
Πρόκειται, επομένως, για έναν εννοιολογικά διεσταλμένο όρο που τονίζει την αμφίσημη, καθοριστική για την ύπαρξή μας, σχέση του πολιτισμού με τον φυσικό του υποδοχέα9, αλλά και τις κατασκευές που δομούνται στο υπόβαθρο αυτό. Το τοπίο είναι πάντοτε πολιτιστικό ή πολιτισμικό και πάντοτε ιστορικό. Καταγράφει, δηλαδή, μια ιστορία ζωής των κοινωνιών, ακόμα και αν αυτή η ιστορία δεν είναι εμφανής ή έντονη. “Μιλώντας, μάλιστα, για το αρχαιολογικό τοπίο αναφερόμαστε ακριβώς στην περίπτωση του πολιτιστικού-πολιτισμικού-ιστορικού τοπίου όπου οι παλαιότερες εγγραφές δεν αναδύονται απλώς αλλά αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης των κοινωνιών, αυτό δηλαδή το οποίο περιγράφουμε ως “αρχαιολογία”10. Εμφατικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ίδια η πράξη της αρχαιολογικής ανασκαφής παράγει τοπίο εισάγοντας το στοιχείο της ιστορικής μνήμης και “αποκαλύπτοντας μέσα στον τόπο τη συνθήκη ιστορικού καθορισμού του”11.
2.1 _Η ιδιαίτερη σημασία του ελληνικού αρχαιολογικού τοπίου για τη “νέα Ευρώπη” του 18ου αιώνα/ Αν τα αρχαιολογικά τοπία ή τα ιστορικά
τοπία του κόσμου εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτιστική ή πολιτισμική συγκρότηση του κάθε λαού ξεχωριστά, το ελληνικό τοπίο - όπως και το ιταλικό μέχρι ενός σημείου - γνωρίζει ευρύτερη ξεχωριστή απήχηση, όχι μόνο ως φυσική πραγματικότητα, αλλά και ως πολιτιστική συνθήκη, αποτελώντας το πρότυπο αναφοράς του δυτικού πολιτισμού. Ιδιαίτερα το τμήμα εκείνο του ελληνικού τοπίου που συνδέεται με την παρουσία των αρχαίων ελληνικών κλασικών μνημείων αναδεικνύεται σε πρωταρχικό σημείο αναφοράς στην δυτική σκέψη, επισκιάζοντας, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, νεότερα τμήματά του
9.Κ.Μωραΐτης: “Εισαγωγικό σημείωμα για το τοπίο και την κληρονομιά του πολιτισμού”, Aθήνα, 2012 (http://www.monumenta.org/article.php?IssueID=7&ArticleID=813&Categor yID=2&lang=gr) 10. Κ.Μωραΐτης, συζήτηση στα πλαίσια εκπόνησης της διάλεξης “Ως αρχαιολογία ορίζουμε την επιστήμη που μελετά τον υλικό πολιτισμό, δηλαδή τα υλικά κατάλοιπα της δραστηριότητας των κοινωνιών του παρελθόντος. Δεν αρκείται μόνο στο να τα αποκαλύπτει και να τα καταγράφει, αλλά προσπαθεί να τα κατανοεί και να τα ερμηνεύει. Ενδιαφέρεται, δηλαδή, και για τα μη υλικά συμφραζόμενα των αντικειμένων: τον οικονομικό τους ρόλο και τη συμβολική τους λειτουργία, έτσι ώστε να αποκρυπτογραφεί την κοινωνική οργάνωση της κάθε πληθυσμιακής ομάδας, τη δομή της οικογένειας, την κατανομή της εργασίας, την ιεραρχία, τους θεσμούς, την ιδεολογία και τη θρησκεία. Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η κατανόηση της σημασίας του αρχαιολογικού ευρήματος για το άτομο και την κοινότητα στην οποία εντάσσεται. Βασικά στάδια της αρχαιολογικής έρευνας είναι: (α) ο εντοπισμός και η ανασκαφική έρευνα, (β) η συστηματική καταγραφή των ευρημάτων, (γ) η ερμηνεία των δεδομένων.”(Παπαδόπουλος Ευστράτιος: “Εισαγωγή στην προϊστορική αρχαιολογία”, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Δημοκρίτειο Πανεπιτήμιο Θράκης, 2010) 11. Κ.Μωραΐτης, στο προηγούμενο
10
που συνδέονται με τη βυζαντινή περίοδο, τους οθωμανικούς χρόνους και τους νεότερους χρόνους και βέβαια, επισκιάζοντας τη σημασία του λαϊκού πολιτισμού και της παράδοσης. Αυτή ακριβώς, η στροφή των δυτικών στην Ελληνική αρχαιότητα διερευνάται στα πλαίσια της συγκεκριμένης ενότητας προκειμένου να καταδείξει την ιδιότυπη σχέση του ελληνικού αρχαιολογικού τοπίου με την Δύση – την Νέα Ευρώπη, τους “Νεότερους” - και τις συνθήκες που ευνόησαν αυτήν την “αποκάλυψη” του Ελληνικού τοπίου, κυρίως μέσω της περιηγητικής παράδοσης.12 Ο 17ος και ο 18ος αιώνας ενδιαφέρει ιδιαίτερα ως προς την ανάδυση της νέας σημασίας που αποκτούν για τους Ευρωπαίους οι Αρχαίοι Έλληνες, ενώ παράλληλα αποτελεί περίοδο ανάμεσα σε δύο μεγάλες ιστορικές εποχές: αφενός της Αναγέννησης και της περίφημης “αναβίωσης των Αρχαίων” (14ος -16ος) και αφετέρου του 19ου, οπότε “ολοκληρώνεται η σύγχρονη τακτοποίηση ως προς τα ζητήματα της αρχαίας κληρονομιάς, τόσο με την θεσμοθέτηση των αρχαιογνωστικών επιστημών, της κλασικής παιδείας, όσο και με την διαμόρφωση ενός παγιωμένου σχήματος για την παγκόσμια ιστορία και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.”13 Οι Ευρωπαίοι, κατά την περίοδο αυτή, στρέφονται, μελετούν, επισκέπτονται και αναπαριστούν την χώρα των Αρχαίων Ελλήνων και τα μνημεία τους, ξεφεύγοντας, ωστόσο, από τα στενά όρια πρόσληψης της αρχαιότητας. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι καθοριστική πηγή άντλησης βιβλιογραφικού υλικού για αυτήν μας την διερεύνηση αποτέλεσε το βιβλίο της Νάσιας Γιακωβάκη, με τίτλο “Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος – 18ος αιώνας”, που με τον πυκνό , αλλά συνάμα απτό λόγο του, επηρέασε σημαντικά τους προβληματισμούς μας σε σχέση με την ιδιαίτερη πρόσληψη της Ελλάδας και του τοπίου της από τη Νέα Ευρώπη.
12. Οι μαρτυρίες από προσωπικές αυτοψίες, αλλά και θεωρητικές γνώσεις, τα οράματα ή οι ιδεολογίες που συγκρούονται με εμπειρίες, συνθέτουν στερεότυπα τα οποία και αλληλοτροφοδότησαν την περιηγητική γραμματεία στη μεγάλη καμπή των πέντε αιώνων, από τον 16ο έως και τον 20οαιώνα. Στην αρχή του περιηγητικού ρεύματος, ο ταξιδιώτης συνθέτει για τον τόπο και και τους ανθρώπους αμυδρά στοιχεία πραγματικότητας (16οςαρχές 17ου αι.).Σταδιακά, ο δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει με περισσότερη γνώση και ευαισθησία το παρελθόν, αλλά και το καινούριο (τέλος 17ου - 18ος αι.). Με τον Διαφωτισμό όμως και τα ανθρωπολογικά ενδιαφέροντα, υπεισέρχεται ένας ανέλπιστος εμπλουτισμός στο πραγματολογικό και ιδεολογικό επίπεδο.(18ος αι.). Με την είσοδο του 19ου αιώνα, δεν υπάρχει πλέον μόνο ο περιηγητής-συγγραφέας και το θεωρητικό - ιστορικό παρελθόν του ελληνικού τόπου. Ο περιηγητισμός συναντά ολοζώντανο το ανθρώπινο δυναμικό. Τον 20ο αιώνα, συνεχίζει με βασικούς τρόπους έκφρασης την βαθιά πίστη και την λατρεία προς ο,τιδήποτε ελληνικό.(Ι.Βιγγοπούλου,ψηφιακή διάθεση μέρους του “Η ανάδυση και η ανάδειξη κέντρων του ελληνισμού στα ταξίδια των περιηγητών (15ος-20ός αιώνας)”,Κότινος,2005) 13. Ν. Γιακωβάκη: Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, 2006, σελ. 23
11
2.1.1 _Οι νέοι όροι της στροφής των Δυτικών προς το αρχαίο ελληνικό τοπίο κατά τον 18ο αιώνα/ Η έντονη αναφορά του Δυτικού πολιτισμού στο
αρχαίο τοπίο, ιταλικό και ελληνικό, με κατακόρυφη στροφή προς το δεύτερο από το 1670 και έπειτα, αποτελεί ιδεολογικό κατασκεύασμα με σαφή πολιτικό προσανατολισμό, προσαρμοσμένο στις εκάστοτε ανάγκες. Η στροφή προς το υποδειγματικό αρχαίο Ελληνικό Τοπίο και η σκόπιμη αναφορά στην ανωτερότητα της κλασικής εποχής των τεχνών και των γραμμάτων, στοχεύει στη συγκρότηση ιδανικών υποδειγμάτων τόπου14 και στη διαμόρφωση μιας αίσθησης υπεροχής, ανάλογης με αυτής ενός άπιαστου μακρινού πολιτισμού. Πάνω σε αυτή την αρχή, λοιπόν, βασίζεται η νεοσύστατη “ευρωπαϊκή ενότητα” του 18ου αιώνα εκφράζοντας τον αυτοπροσδιορισμό μιας συλλογικότητας ανώτερης των υπολοίπων. Αυτή η επινόηση της έννοιας του ευρωπαϊκού συνόλου θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι έχει διττή σκοπιμότητα. Αφενός επιλέγει ως στόχο να λειτουργήσει απελευθερωτικά ως προς τα προηγούμενα σκοταδιστικά και οπισθοδρομικά καθεστώτα (θρησκευτικού ή φεουδαρχικού χαρακτήρα) και από την άλλη να εξασφαλίσει την κυριαρχία της, προβάλλοντας την ανωτερότητά της σε κάθε τομέα, προς αυτούς που ανήκουν στην κατηγορία των “αγρίων” ή “βαρβάρων”. Η Ευρώπη, λοιπόν, ξεχωρίζει έναντι των άλλων “μερών του κόσμου” αλλά και έναντι του παρελθόντος, αυτού από το οποίο είχε γαλουχηθεί, αφού “η ιστορία δεν έχει τίποτε να παρουσιάσει που να συγκρίνεται μαζί της ως προς αυτό”. 15 Η επικράτησή της στροφής προς την Αρχαία Ελλάδα συντονίζεται με τη μεγάλη μετάβαση προς την εκκοσμίκευση και τη νεωτερικότητα, προς την “πρόοδο” και τη “γνώση”, την καθιέρωση των ζωντανών ομιλούμενων γλωσσών και τη ρήξη με την επικράτηση της θρησκευτικής εξουσίας που αποτελεί την ταυτότητα της Χριστιανικής ενότητας. Στις νέες συμβολικές ανάγκες όσων αυτοπροσδιορίζονται ως Ευρωπαίοι, δηλαδή στη δημιουργία μιας κοινής ιδεολογικής ταυτότητας, οι αρχαίοι Έλληνες ανταποκρίνονται επαρκώς ως ανώτερο πολιτιστικό και πολιτικό πρότυπο, λόγω ποικίλων παραγόντων. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν προέρχονται από τον πυρήνα της παράδοσης των νεώτερων υπό ανάπτυξη Ευρωπαϊκών λαών. Είναι ακόμη “άφθαρτοι” από συνδέσεις με όσες εξουσίες ή συνέχειες τελούν υπό αναθεώρηση (η ρωμαϊκή αρχαιότητα, εξαιτίας της νεότερης συσχέτισής της με την έδρα του παπισμού) και επιπλέον δεν συνδέονται προνομιακά με καμία από τις δυνάμεις που συνθέτουν την ευρωπαϊκή οικογένεια. Διαθέτουν, βέβαια, και ένα επιπλέον προσόν: οι Έλληνες αντιστοιχούν στο αρχαιότερο στρώμα της δικής τους, της Ευρωπαϊκής ηπείρου.16 Ανάγκη της νεοσύστατης Ευρώπης
14. Κ. Μωραϊτης :”Εισαγωγικό σημείωμα για το τοπίο και την κληρονομιά του πολιτισμού”, http://www.monumenta.org/article.php?IssueID=7&ArticleID=813&CategoryI D=2&lang=gr, Aθήνα, 2012. 15. Ν. Γιακωβάκη: Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, 2006, σελ. 23 16. Ο.π., σελ. 178
12
αποτελεί η εύρεση ενός προτύπου που θα εξασφαλίσει την ενότητα μεταξύ των διάφορων πολιτισμών. Η αρχαία Ελλάδα αποτελεί το δικό τους πρότυπο, γιατί ταυτίζεται με την άνθιση των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών και μάλιστα, αρχικά τουλάχιστον, γίνεται αντιληπτή και εξυμνείται υπό αυτό το πρίσμα (και όχι από την αρχή για την δημοκρατική πολιτειακή της συγκρότηση).17 Η στροφή αυτή προς την αρχαία Ελλάδα “πριονίζει” το βάθρο εξουσίας της μέχρι τότε παντοδύναμης ρωμαϊκής αρχαιότητας. Η αρχαία Ρώμη, κέντρο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έδρα της παπικής Εκκλησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Χριστιανισμό και την κυρίαρχη αυτοκρατορική εξουσία. Άλλωστε ο μετασχηματισμός της Ρώμης από μεσαιωνική πόλη σε λαμπρή μεγαλούπολη-κέντρο πολιτισμού, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητη της μεθοδικότητας και των χειρισμών των διαδοχικών κατόχων της παπικής έδρας. “Η αρχαιότητα που ηττάται τον 18ο αιώνα, λοιπόν, είναι μια αρχαιότητα στις υπηρεσίες της θεολογίας και της κυρίαρχης εξουσίας”18, που δίνει τη θέση της σε μια νέα πρόσληψη. Στη νέα αυτή φάση πρόσληψης και κριτικής προσέγγισης του αρχαίου κόσμου, η Ελληνική αρχαιότητα παύει να θεωρείται αυθεντία, όπως συνέβαινε την εποχή της Αναγέννησης. Μελετάται και προσφέρει διδάγματα και ιδανικά για να επαναξιολογηθεί η σύγχρονη εποχή. λείνοντας αυτήν την ενότητα της διερεύνησης, αξίζει να σημειώσουμε ότι Κ στον ύστερο 17ο αιώνα, συντελείται σημαντική καμπή και στην ανάπτυξη της νεότερης γεωγραφίας. Η γεωγραφία, εννοούμενη πλέον ως ο δυναμικός και έγκυρος επιστημονικός κλάδος των νεότερων χρόνων, και ιδίως η εμβέλεια που διαθέτει η χαρτογραφική απεικόνιση του φυσικού χώρου στην σκέψη της εποχής, διαδραματίζουν οπωσδήποτε καθοριστικό ρόλο στο σύνθετο φαινόμενο της αυξανόμενης σημασίας του χώρου στην σκέψη των δυτικών, άρα και στη γεωγραφική θεμελίωση της νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας.
17. Η Ευρώπη κατά το 18ο αιώνα προβάλλει ως μια έννοια πολιτισμική που τονίζει την ανωτερότητά της τόσο ως προς την ιδιαιτερότητα των φυσικών της χαρακτηριστικών (κλίμα, έδαφος) σύμφωνα με τον Μοντεσκιε αλλά και ως προς την σαφώς προσανατολισμένη ταύτισή της με τον όρο “πολιτισμό”. Από τη μια, η Ευρώπη, ως ερμηνεία χώρου ανάγει το έδαφος ως αξιακό στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ενότητας ενώ από την άλλη η επινόηση του όρου “πολιτισμός” που έπεται της καθιέρωσης της έννοιας της Ευρώπης συμβάλλει στην ανάδειξη της υπεροχής της, συνδέοντάς την με έναν συμπληρωματικό όρο, αυτό της “προόδου”. Όπως αναρωτιέται η Νάσια Γιακωβάκη, η λέξη “πολιτισμός” απλώς βρέθηκε ή μήπως εκμαιεύθηκε υπόγεια; Ευρώπη ίσον πολιτισμός, όπως φαίνεται και από την τυποποιημένη φράση “οι πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης” που καθιερώθηκε ήδη από το 1770 και έμελλε να τη διαχωρίσει από τις άλλες ηπείρους. 18.Ν. Γιακωβάκη, Ν. Γιακωβάκη: Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, 2006, σελ. 84
13
2.1.2_ Η “αποκάλυψη” του Ελληνικού τοπίου/ Η δεκαετία του 1670, όσο η “ευρωπαϊκή ενότητα” συγκροτεί ακόμα νεοσύστατη έννοια, αποτελεί τομή στη σχέση Ευρώπης και Ελλάδας. Το ελληνικό τοπίο καθίσταται αντικείμενο επιτόπιας παρατήρησης μέσω των περιηγήσεων 19 και η Ελλάδα εννοείται πλέον ως ευδιάκριτη και αναγνωρίσιμη χώρα βάσει των αρχαίων αυθεντικών χαρακτηριστικών της. Χαρακτηριστικές οι δημοσιεύσεις του Γάλλου εξερευνητή και αφηγητή, Jacob Spon, που για πολλούς θεωρείται ιδρυτική μορφή του ευρωπαϊκού περιηγητισμού στον ελληνικό χώρο. Μέσα από τις αφηγήσεις του, φαίνεται η στροφή των νεότερων Ευρωπαίων προς την Ελλάδα και ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης τους με έναν λαό που μπορεί να τελεί ακόμα υπό του οθωμανικού ζυγού, αλλά ταυτόχρονα είναι και απόγονος των αρχαίων Ελλήνων με τους οποίους οι Ευρωπαίοι σχετίζονται με μια αίσθηση οφειλής. Η Ελλάδα προβάλλει πλέον ως χώρα των απογόνων των Ελλήνων και “η ταυτότητα του χώρου δεν περιορίζεται στην αρχαία του ιστορία, αλλά προσδιορίζεται από την ύπαρξη “ιστορικών κατοίκων””.20 Σε κορυφαίο γεγονός του τέλους του 17ου αιώνα αναδεικνύεται η “ανακάλυψη”της Αθήνας, γύρω από το οποίο εκδηλώνεται μια νέα και δυναμική πρόσληψη του ελληνικού χώρου, ο οποίος αναπαρίσταται πλέον ως φυσική ενσάρκωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Οι απόψεις που υπερίσχυαν για την Αθήνα πριν το 1670 και την αντιμετώπιζαν, είτε μέσω του εκχριστιανισμού της, είτε μέσω της αδυναμίας της να διατηρήσει την αρχαία δόξα και ισχύ, ακυρώνονται σταδιακά από τις περιηγήσεις των Ευρωπαίων στον ελλαδικό χώρο. Με τα νέα ταξιδιωτικά βιβλία της δεκαετίας 1672-1682 εκπληρώνεται και το αίτημα της συστηματικής καταγραφής της αρχαίας και σύγχρονης τοπιογραφίας της Αθήνας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την Ν.Γιακωβάκη, “βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πρόσληψη της Αθήνας, της ίδιας της πόλης, συστατικό στοιχείο της οποίας γίνεται και η υλική επιβίωσή της επί του εδάφους, δηλαδή και η φυσική της υπόσταση με δεσπόζον γνώρισμα τις σωζόμενες αρχαιότητες”.21 Χαρακτηριστική είναι, από αυτήν την άποψη, η καταγραφή του Γάλλου 19. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, οι ευρωπαίοι ουμανιστές, παρά τον ενθουσιασμό που εκδήλωναν για τις παρακαταθήκες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν για την ίδια τη γη της Ελλάδας. Η Αθήνα απομονώνεται και σταδιακά λησμονιέται, ενώ απουσιάζει από πολλές εικονογραφημένες εκδόσεις του 15ου αιώνα, όπου αναπαρίστανται οι μεγάλες πολιτείες του τότε γνωστού κόσμου. Ως πρωιμότερη έντυπη άποψη της Αθήνας θα πρέπει να θεωρηθεί η ξυλογραφία που περιλαμβάνεται στο Liber Chronicarium του Hartman Schedel (Νυρεμβέργη, 1493), με χαρακτηριστικό συνοπτικό ύφος και απουσία αναπαράστασης οποιουδήποτε αξιοθέατου, ως μια οποιαδήποτε κωμόπολη της βόρειας Ευρώπης. (Φ-Μ. Τσιγκάκου: “Η επανανακάλυψη της Αθήνας από τους ζωγράφους - περιηγητές”, Κεφάλαιο Ι’ του Συλλογικού Τόμου: “ Αθήναι. Από την Κλασική εποχή έως Σήμερα (5ος αι. π.Χ. - 2000 μ.Χ.)”, Κότινος, Αθήνα 2000, σελ.283) 20.Ν. Γιακωβάκη: Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, 2006, σελ. 240 21.Ο.π. σελ. 274
14
περιηγητή Jacques-Paul Babin [Εικ.2], που χρησιμοποιεί την παρομοίωση του λεκανοπεδίου με “αμφιθέατρο” αναδεικνύοντας σε μνημείο την ίδια την φυσική θέση της Αθήνας. [Εικ.2] Αποδίδει, επομένως, νέα σημασία στην πόλη εξαρχής, ανεξάρτητη από την σπουδαιότητα των ερειπίων της. Ο Spon περιγράφει την Αθήνα ως την αρχαιότερη των πόλεων, βάλλοντας εμμέσως πλην σαφώς κατά της αιώνιας πόλης, της Ρώμης. Υπό το βλέμμα του Andre Guillet, η Αθήνα “ιεροποιείται”, καθιστώντας την πόλο έλξης και θαυμασμού για πολλούς Eυρωπαίους. Έτσι, η Αθήνα αποβαίνει ο τόπος, επί του οποίου οι Ευρωπαίοι εντοπίζουν την Αρχαία Ελλάδα, μέσα από την έγκυρη αυτοψία, τις αρχαίες πηγές, τις νέες τεχνικές, ο τόπος που σταδιακά μεταμορφώνεται σε Νέα Ελλάδα, ως χώρα στην πραγματική της εκδοχή. Αναδεικνύεται έτσι η πραγματική “ελληνική γη” σε έδαφος προνομιακό για την άντληση πληροφοριών για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.22 Ακριβώς αυτές οι περιγραφές αντανακλούν ένα φαινόμενο γενικότερης 2
Εικ.2: Άποψη της Ακρόπολης και μέρους της πόλης των Αθηνών, σχέδιο του Jacques-Paul Babin, δημοσιευμένο από τον Jacob Spon (1672-1676). Πηγή: http://www.eie.gr/archaeologia/En/chapter_more_8.aspx 22. Ν. Γιακωβάκη: Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, 2006, σελ. 338
15
επαναξιολόγησης, στο οποίο νέα και παλιά σύμβολα, καθώς και πολιτιστικές αναφορές, δίνουν μια νέα δυναμική στην διαρκώς μετασχηματιζόμενη εικόνα της Ευρώπης και προφανώς του Ελληνικού χώρου και του Ελληνικού τοπίου. Τον 18ο αιώνα, στο γενικότερο πνεύμα ανάκτησης του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, οι δυτικοί περιηγητές υψώνουν κάθε περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου σε τόπο ασύγκριτου ενδιαφέροντος. Πόλεις, κάστρα, οικισμοί, χωριά, αρχαία ιερά, νησιά, λιμάνια όλα λαμβάνουν θέση στις αναζητήσεις τους και οι οδοιπορίες ή πλεύσεις δεν παραγκωνίζουν κανέναν απολύτως προορισμό. Αλλά και διπλωματικά ταξίδια,με τα οποία εκπληρώνονται και επιθυμίες προσκυνητών, μικρότερης εμβέλειας αποστολές, αρχαιολογικά ενδιαφέροντα μεταφέρουν τους ταξιδιώτες στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε όλες τις αρχαιολογικές τοποθεσίες.23 Η Αθήνα γίνεται επιτακτικά στόχος επίσκεψης και προσεγγίζεται είτε από δρόμους της Στερεάς Ελλάδας, είτε από την Πελοπόννησο, είτε μέσω θαλάσσης. Η υπεροχή της έναντι όλων των αρχαίων πόλεων ως προς τα μνημεία, αλλά και ως προς την διατήρησή τους αναγνωρίζεται πλέον δίχως αμφισβήτηση. Αυτήν την εποχή, ιχνηλατούνται και οι πρώτες εικαστικά επαρκείς απόψεις της Αθήνας από ικανούς σχεδιαστές που συνοδεύουν τους περιηγητές, αλλά και από επώνυμους Ευρωπαίους ζωγράφους.24 Αξίζει να σημειωθεί ότι στις νέες περιγραφές, “η αρχαία κλασική πόλη επισκιάζει ανεπιστρεπτί την χριστιανική”,25 ενώ αυτό το δεύτερο κύμα ενδιαφέροντος προέρχεται πλέον από τον εστιασμό στην ανυπέρβλητη καλλιτεχνική αξία των κλασικών αρχαιοτήτων. Τα κλασικά μνημεία διαχωρίζονται σχεδόν από την υπάρχουσα πόλη, ενώ ειδικότερα τα μνημεία της Ακρόπολης εκπροσωπούν, με πρωτόγνωρο, για την ιστορία της πόλης, τρόπο την Αθήνα του Περικλή, με αποτέλεσμα ο 5ος αιώνας μέσω του Φειδία, και όχι μέσω της δημοκρατίας, να αρχίζει να αποκτά βαρύτητα.26
23. Ι.Βιγγοπούλου: ψηφιακή διάθεση μέρους του “Η ανάδυση και η ανάδειξη κέντρων του ελληνισμού στα ταξίδια των περιηγητών (15ος-20ός αιώνας)”, Κότινος, 2005 http://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/4303/1/INR_Viggopoulou_05_03.pdf 24. Φ-Μ. Τσιγκάκου: “Η επανανακάλυψη της Αθήνας από τους ζωγράφους - περιηγητές”, Κεφάλαιο Ι’ του συλλογικού τόμου “ Αθήναι. Από την Κλασική εποχή έως Σήμερα (5ος αι. π.Χ. - 2000 μ.Χ.)”, Κότινος, Αθήνα 2000, σελ.288 25.Ν. Γιακωβάκη: Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, 2006, , σελ. 240 26. Πρώτη φορά, στο έργο του Thornson, εμφανίζεται ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, αυτό της “πολιτικής ή Δημοκρατικής” Αθήνας, και τίθεται με επιφυλακτικότητα για να μην αναταράξει μέσω αυτού του μοντέλου ελευθερίας, το πολιτικό σκηνικό της νεοσύστατης Ευρώπης του 18ου αιώνα. Αυτό το μοντέλο ελευθερίας των πολιτών εξυμνείται από τους Ευρωπαίους καθώς έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, των επιστημών, του πνεύματος χωρίς περαιτέρω αναφορά στην πολιτειακή συγκρότηση της Αρχαίας Αθήνας. Παρότι για εκείνο τον αιώνα η δημοκρατική Αθήνα δεν αποτελεί πρότυπο γα τους Ευρωπαίους, ωστόσο τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της επανέρχονται στο προσκήνιο, αρκετά αργότερα, στην Ευρώπη της Γαλλικής Επανάστασης.
16
λείνοντας αυτήν την ενότητα, το ελληνικό τοπίο - άρρηκτα συνδεδεμένο με τις Κ αρχαιότητες που φιλοξενεί - όπως έγινε αντιληπτό, μελετήθηκε αλλά και βιώθηκε από τους Νεότερους, τους “Ευρωπαίους” κυρίως μέσω των Αθηνών, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, θα πρέπει να ειδωθεί ως ο φυσικός υποδοχέας ενός λαμπρού πολιτισμού, που επικεντρώνεται εμφατικά στην κλασική εποχή, και ως βασικό πεδίο διαμόρφωσης του δυτικού πολιτισμού. Υπό την έννοια αυτή, επισημαίνεται η ιδιότυπη σημασία του, που δεν θα πρέπει να διαφεύγει της έρευνας για το ελληνικό αρχαιολογικό τοπίο ακόμα και στη σύγχρονη εποχή.
2.2_ Ιδεολογικές αντιλήψεις και πρακτικές διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα / Παρά την αναγνωρισμένη από τους
Δυτικούς- “Νέους Ευρωπαίους”- αξία του ελληνικού αρχαιολογικού τοπίου και την ιδιαίτερη σημασία του ως πολιτική και πολιτιστική συνθήκη συγκρότησης της δυτικής σκέψης, οι αντίστοιχες ελληνικές ιδεολογικές προσεγγίσεις και οι συνακόλουθες πρακτικές διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων δεν τυγχάνουν, σε γενικότερα πλαίσια, μιας ανάλογης αντιμετώπισης. Ή, ορθότερα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι η πράξη, εν πολλοίς, αναιρεί την θεωρία. Στην ενότητα αυτή, κρίνεται σκόπιμη η απόπειρα προσέγγισης του ιστορικού τόπου στην ελληνική αρχιτεκτονική, σε χρονικό εύρος από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους μέχρι και τους νεότερους χρόνους. Μέσω της καταγραφής αυτού του ιστορικού συνεχούς - προφανώς, όχι στο σύνολό του, αλλά με έμφαση σε συγκεκριμένα περισσότερο “διαφωτιστικά” δείγματά του - μπορεί κανείς να διαπιστώσει, τους λόγους που οδηγούν στην δεδομένη σήμερα κατάσταση των αρχαιολογικών χώρων, που προφανώς δεν είναι άμοιρη των κακώς προσανατολισμένων επιλογών προστασίας και ανάδειξής τους. Επίσης, να αντιληφθεί τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες, σε ορισμένες περιόδους, εμφανίζεται αυξημένο ενδιαφέρον για το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό προσδιορισμού της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.
2.2.1_ Νεοσύστατο ελληνικό κράτος/ Η αναδρομή σκοπίμως ξεκινά από
τον 19ο αιώνα, περίοδο δραστικών αλλαγών στον ελλαδικό χώρο. Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830 αποτελεί την αφετηρία για τη συγκρότηση όχι μόνο του αντίστοιχου διοικητικού-πολιτικού επιπέδου, αλλά επίσης του ευρύτερου εθνικού-ιδεολογικού πεδίου που το πλαισιώνει, με στόχο την ανασύνταξη της ταλαιπωρημένης “εθνικής” ταυτότητας. Η συλλογική εικόνα πρέπει να δομηθεί αποτινάσσοντας την οθωμανική κουλτούρα από το αρχιτεκτονικό και ιστορικό περιβάλλον και αναβιώνοντας τις αρχές του κλασικισμού, που διαθέτουν ήδη στέρεη διεθνή απήχηση. “Η ανάγκη μελέτης στοιχείων και προστασίας της λεγόμενης “αρχιτεκτονικής κληρονομιάς” έρχεται ως ανάγκη ενίσχυσης της “ελληνικότητας”- στα όρια της αρχαιολατρίας - και ενίοτε ως εργαλείο
17
εθνοκάθαρσης και, βεβαίως, στήριξης της ανερχόμενης αστικής τάξης.”27 Η παραπάνω ιδεολογική θεώρηση εφαρμόζεται και στον πολεοδομικό σχεδιασμό με βασικό μέλημα τον σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο τρίπτυχο διοίκησηκρατικές λειτουργίες-μεγαλοαστική υποστήριξη -προσαρμοσμένα πάντα στα διεθνή πρότυπα μεγάλων πόλεων- και στις παραγωγικές δραστηριότητες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.28 Οι εξελίξεις, βέβαια, αυτές εμπεριέχουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της αναδυόμενης νεοελληνικής πραγματικότητας, που επηρεάζει σαφέστατα τα πεδία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συσχετισμού νέας πόλης και τεκμηρίων της αρχαιότητας συνιστούν τα πολεοδομικά σχέδια των Σταμάτη Κλεάνθη-Eduard Schaubert (1834) αλλά και αυτά του Leon von Klenze (1835) [Εικ.3] για την νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπου επιλέγουν την ανοικοδόμηση της νέας πόλης σε άμεση συσχέτιση με την παλιά. Στις προτάσεις τους, αποτυπώνονται οι κυρίαρχες ιδεολογικές επιταγές του ευρωπαϊκού σχεδιασμού του χώρου, με τις οδούς Αθηνάς και Αιόλου σε κατεύθυνση βορρά-νότου να χωρίζουν την πόλη σε ανατολικό και δυτικό τμήμα, με διακριτά κοινωνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Αξίζει να τονιστεί, στο σημείο αυτό, ότι η λογική χάραξης των δρόμων επιτελεί εντέλει ιδεολογική λειτουργία, στο πλαίσιο της παρατήρησης ότι ο κατακερματισμένος χώρος αναπαράγει και τακτοποιεί κοινωνικές διακρίσεις, κατευθύνει τις καθημερινές βιωμένες κινήσεις και καθιερώνει συγκεκριμένη προσέγγιση αντιμετώπισης του χώρου. Έτσι, η πρακτική απομόνωσης περιοχών ολόκληρων που διατηρούν λαϊκότερο χαρακτήρα και υφίστανται στον χώρο από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπως στην περίπτωση του Ψυρρή, παγιώνει αυτή τη διάκριση μέσα στην πόλη προβάλλοντας επιλεκτικά τμήματα που θα μπορούσαν να εγείρουν την εθνική υπερηφάνεια. Στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθους - Schaubert (1833) [Εικ.3], είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ “η νέα πόλη δεν εμπλέκεται στρωματογραφικά με την παλιά, η εμπλοκή των δύο πόλεων είναι άμεση σε ιδεολογικό και συμβολικό πεδίο”.29 Η Ακρόπολη συνδέεται οπτικά και κυκλοφοριακά με τα βασιλικά ανάκτορα -στην κορυφή του ισοσκελούς τριγώνου της πρότασηςενώ πλατείς δρόμοι που διασχίζουν το διατηρούμενο μεσαιωνικό τμήμα της πόλης επιδιώκεται να ενώσουν την νέα πόλη, τόσο με τα υφιστάμενα αρχαία μνημεία όσο και με τις προσδοκώμενες -μέσω των μελλοντικών ανασκαφών-
27. Μ. Δωρής: “Για την Ιδεολογία και πρακτική της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς”, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, τεύχος 47, σελ. 83 28. Δ.Ν.Καρύδης : Τα επτά βιβλία πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2008, “Μορφές κοινωνικής διαίρεσης του χώρου στην Αθήνα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η ωρίμανση των αστικών χαρακτηριστικών.”, σελ 52-53 29. Φ. Μαλλούχου- Tufano: “Από τον 19ο στον 21ο αιώνα: μεταμορφώσεις του αρχαιολογικού τοπίου στην Αθήνα”, Κεφάλαιο ΙΑ’ του συλλογικού τόμου “ Αθήναι. Από την Κλασική εποχή έως Σήμερα (5ος αι. π.Χ. - 2000 μ.Χ.)”, Κότινος, Αθήνα 2000, σελ.311
18
3
Εικ. 3: Το σχέδιο Κλεάνθους - Schaubert, κατά την εκδοχή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Πηγή: Δ.Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα 2008, σελ. 29
αρχαιότητες του αδόμητου χώρου που προβλεπόταν μεταξύ της βάσης του χαρακτηριστικού τριγώνου της πρότασής τους (οδός Ερμού) και της Ακρόπολης 30 (το μέγιστο τμήμα δηλαδή της σημερινής συνοικίας της Πλάκας). Σύμφωνα με τον Μάνο Μπίρη, η πρόταση αυτή, πέραν των λειτουργικών της προβλημάτων, χαρακτηρίζεται από την “ευαίσθητη προσαρμογή στο ιστορικό τοπίο και στην γεωμορφολογία του εδάφους”, δεδομένης της ευνοϊκής προσαρμογής των αξόνων Σταδίου και Πειραιώς στις κλίσεις του εδάφους και της εκμετάλλευσης της
30. Δ.Ν.Καρύδης : Τα επτά βιβλία πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2008, “Μορφές κοινωνικής διαίρεσης του χώρου στην Αθήνα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η ωρίμανση των αστικών χαρακτηριστικών.”, σελ.31
19
απρόσκοπτης θέας προς την Ακρόπολη μέσω του ελαφρά υψωμένου επιπέδου των Ανακτόρων. 31 Αξιοσημείωτη είναι και η προσπάθεια των δύο αρχιτεκτόνων να περισώσουν όσο το δυνατό τις εκκλησίες των παλαιών Αθηνών.32 Το δεύτερο σχέδιο, του Klenze (1835), πέραν των υπόλοιπων διορθώσεων και συμβιβασμών επί της πρότασης των Κλεάνθους-Schaubert, έρχεται να περιορίσει και τους αρχαιολογικούς χώρους στους πλέον “σημαντικούς” στην προσπάθεια εξισορρόπησης και κατευνασμού των ποικίλων αντιδράσεων λόγω των εκτεταμένων απαλλοτριώσεων και των περιορισμένων κονδυλίων. Ο Klenze οραματιζόμενος, στα πλαίσια της ρομαντικής του φιλοσοφίας, να εμφανίσει την οικοδόμηση των Αθηνών υπό την βασιλεία του Όθωνα, ως μια τρίτη φάση της ιστορίας της πόλης, μετά την αρχαία και την ρωμαϊκή, αντιμετωπίζει την Ακρόπολη ως αμιγή αρχαιολογικό χώρο, “με την εξάλειψη από αυτήν οποιασδήποτε άλλης χρηστικής λειτουργίας, με τον καθαρμό της από τα λείψανα αιώνων βαρβαρότητας”33. Παράλληλα, η διενέργεια ανασκαφών και οι αναστηλώσεις με έμφαση στον Παρθενώνα επιδιώκουν να προσελκύσουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των καλλιεργημένων δυτικών. Στο σημείο αυτό, αξίζει να γίνει μια αναφορά στο γεγονός ότι, κατά την περίοδο αυτή, η προβολή της κλασικής αρχαιότητας εμφανίζεται μεροληπτική έναντι άλλων περιόδων της ελληνικής ιστορίας. Η ανάγκη μελέτης και προστασίας της αρχιτεκτονικής της κλασικής αρχαιότητας υπερκαλύπτει και απαξιώνει την αρχιτεκτονική άλλων εποχών και κυρίως των Βυζαντινών, με επιρροή της αντίληψης των Δυτικών και, συχνά, με εντολή των νεότερων και των σύγχρονων. Από το τέλος του 19ου αιώνα και κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αρχίζει να μεταβάλλεται αυτή η αντίληψη, παρά τη “λυσσώδη” αντίδραση των “Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών” (και των Δυτικών γενικότερα) και να θεωρούνται άξια μελέτης αρχικά τουλάχιστον τα Βυζαντινά, αργότερα τα νεότερα και πολύ καθυστερημένα, εν τέλει, να αναγνωρίζεται και η ανάγκη προστασίας τους.34 Αυτή η μεροληπτική στροφή προς τα αρχαία ελληνικά και μάλιστα κλασικά ιδεώδη που δεν οδηγεί, κατ’ανάγκη, και στη λογική συμβολικής απομόνωσης των αρχαιολογικών χώρων, δε συνδέεται μόνο με τις επιδιώξεις της πολιτικής εξουσίας και της πολιτιστικής ελίτ της εποχής, αλλά καθορίζεται πολύ πριν την 31. Μ.Μπίρης: “Η ϊδρυση της Αθήνας. Σχεδιασμός και πολεοδομική εξέλιξη”, Κεφάλαιο ??’ του συλλογικού τόμου “Αθήναι. Από την Κλασική εποχή έως Σήμερα (5ος αι. π.Χ. - 2000 μ.Χ.)”, Κότινος, Αθήνα 2000, σελ.378 32.Κ.Μπίρης: Αι Αθήναι. Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Έκδοση του Καθιδρύματος Πολεοδομίας και Ιστορίας των Αθηνών, Αθήνα 1996, σελ. 29 33. Φ. Μαλλούχου- Tufano: “Από τον 19ο στον 21ο αιώνα: μεταμορφώσεις του αρχαιολογικού τοπίου στην Αθήνα”, Κεφάλαιο ΙΑ’ του συλλογικού τόμου “ Αθήναι. Από την Κλασική εποχή έως Σήμερα (5ος αι. π.Χ. - 2000 μ.Χ.)”, Κότινος, Αθήνα 2000, σελ. 312 34. Μ. Δωρής: “Για την Ιδεολογία και πρακτική της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς”, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, τεύχος 47, σελ. 83
20
απελευθέρωση του ελληνικού κράτους από το συλλογικό όραμα συγκρότησης των δημοκρατικών πολιτευμάτων της Δύσης και των αντίστοιχών τους πολιτιστικών εκφορών, όπως άλλωστε αυτή αποτυπώθηκε και στην προηγούμενη ενότητα (βλ.2.2.1) Καθορίζεται, δηλαδή, από δυτικούς λόγιους και καλλιτέχνες που αναφέρονται στον πολιτισμό της κλασικής αρχαιότητας ως έμβλημα-“emblème”, μιας ιδιαίτερης προηγμένης πολιτικής πραγματικότητας, συνθήκη που αναπτύσσεται ήδη από τον 18ο αιώνα για να εξακολουθήσει να υφίσταται στο πλαίσιο του ρομαντισμού και των ερειπιωδών χαρακτηριστικών της ελληνικής τοπιογραφίας.
2.2.2._ Νεότεροι χρόνοι/ Οι προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν προηγούμενα,
ενταγμένες στα πλαίσια ενός αναγνωρισμένου πλέον ως εθνικού νεοκλασικού ρυθμού, που συγχωνεύεται ενίοτε και με τα τοπικά ιδιώματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, διατηρούνται στην Ελλάδα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τη διάδοση, ωστόσο, του ελληνικού νεοκλασικού στυλ του 19ου αιώνα ακολουθούν αντιδράσεις που ποικίλουν από τον ιδιωματικό ιστορικισμό της δεκαετίας του 1920 – με κυρίαρχο το αίτημα της “ελληνικότητας” ή της “επιστροφής στις ρίζες” (“κριτικός τοπικισμός” σύμφωνα με τον Kenneth Frampton) μέχρι τον μοντερνισμό της δεκαετίας του 1930. Προφανώς, ο ελληνικός μοντερνισμός έχει να συνεισφέρει στο νεότερο ελληνικό πολιτισμό σημαντικά στοιχεία μεταβολής των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών αντιλήψεων. Συνδέεται, όμως, εν πολλοίς, με την διάρρηξη των σχέσεων πόλης και ιστορίας, χωρίς, εν τούτοις, να αποτελεί αυτή η τελευταία συνθήκη βασικό στοιχείο της ιδεολογικής του τεκμηρίωσης, στο βαθμό των αντίστοιχων προσεγγίσεων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. 35 Η δεκαετία του 1950 θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως τομή στην ερμηνεία του αρχαιολογικού τοπίου, που φαίνεται να αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα για τους Έλληνες αρχιτέκτονες. Η στροφή αυτή, εκφράζεται κυρίως μέσα από τη δράση της
35. Μάλιστα, στο σημείο αυτό, αξίζει να παρατηρήσουμε, ότι ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός, εμφανιζόμενος ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα σημαίνει το να είσαι ευσυνείδητα “σύγχρονος-νεωτερικός”, διαρρηγνύοντας τη σχέση πόλης και ιστορίας αλλά και απορρίπτοντας την κοινωνική ιεραρχία, τον καθωσπρεπισμό και την επίσημη κληρονομιά που παρέδωσε η μπουρζουαζία του 19ου αιώνα. Η “καθαρή” ματιά των μοντέρνων αποτυπώνεται στον αστικό χώρο καταστρέφοντας κάθε σύνδεσμο ανάμεσα στη μορφή και στο σύμβολο αλλά και σε όποια ιστορική αναφορά μέσω της “κατασκευής” μιας πειθαρχημένης πόλης από καθαρές φόρμες που αποθαρρύνουν τη μνήμη, ακολουθώντας σε υπέρμετρο βαθμό τα μονοπάτια της επιστημονικής μεθοδολογίας και αναλαμβάνοντας τον ρόλο του “κοινωνικού μηχανικού”. Ο Le Corbusier, μάλιστα, υποστηρίζει ότι τα δείγματα και τα απομεινάρια του παρελθόντος θα πρέπει να περικλειστούν στα όρια του δικού τους “τοπίου”: “τα υλικά ίχνη του παρελθόντος πρέπει να πεθάνουν, αυτά τα πράσινα πάρκα με τα ερείπιά τους είναι κατά κάποιον τρόπο κοιμητήρια επιμελώς φυλαγμένα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να αναπνέουν, να ονειρεύονται και να μαθαίνουν. Με αυτόν τον τρόπο, το παρελθόν δεν γίνεται επικίνδυνο για τη ζωή, αλλά βρίσκει την πραγματική του θέση σ’αυτήν.”
21
Εθνικής Κοσμητείας Τοπίου και Πόλεων. Ως πρωταρχικός στόχος της εμφανίζεται η διάσωση και διατήρηση της φυσικής και ιστορικής αξίας του ελληνικού τοπίου έναντι της άναρχης δόμησης, η συνειδητοποίηση της κοινής γνώμης, οι προτάσεις μέτρων και η παρότρυνση των αρμόδιων φορέων. Στην περίοδο της ενεργής δράσης της Κοσμητείας, συντελέστηκαν τα σημαντικά έργα της διαμόρφωσης του Λυκαβηττού με το θέατρο του Τάκη Ζενέτου και των λόφων της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου με την εποπτεία του Δημήτρη Πικιώνη.36 Σ το σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητη η συνοπτική αναφορά στο έργο αυτό του Πικιώνη, καθώς αποτελεί σταθμό στην μεταπολεμική αρχιτεκτονική και μια από τις πρώτες συστηματικές προσπάθειες ενασχόλησης με το αρχαιολογικό τοπίο.37 Ο Πικιώνης, στις παρεμβάσεις του στην περιοχή της Ακρόπολης, υποτάσσει την αυστηρή αρχαιολογική τεκμηρίωση στην προσωπική ερμηνεία του ιστορικού τόπου. Οι ιστορικές νύξεις του πεδίου δράσης εντάσσονται σε ένα πολυσύνθετο συνειρμικό πλαίσιο. Οι κλασικιστικές αναφορές των αρχαίων σπολίων που εντάσσονται στις διαμορφώσεις, όπως και τα υποδείγματα της παραδοσιακής τεχνικής - τα διακοσμητικά ένθετα στο μονοπάτι του Φιλοπάππου [Εικ. 4], αλλά και οι πέτρινοι τοίχοι και οι ξυλοκατασκευές -συνυπάρχουν στην ερμηνεία του σύγχρονου αρχιτέκτονα και παρατίθενται δίπλα στην αρχαία παρουσία, υποδεικνύοντας ακολουθίες διαχρονίας. Τα αρχαία κατάλοιπα δεν πρωταγωνιστούν, επομένως, μόνα τους. Αντιμετωπίζονται ενταγμένα σε ένα συνολικό τοπίο, που αποδίδει την αλληλένδετη σχέση που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει ο αρχιτέκτονας ανάμεσα στη σύγχρονή του πραγματικότητα και την Ιστορία, εντασσόμενες αμφότερες στο ίδιο ενιαίο Τοπίο. Γι’αυτό, η σημασία 4
Διαμορφώσεις στον λόφο του Φιλοπάππου από τον Πικιώνη Εικ. 4: πηγή: http://callinos. blogspot.gr/2012/09/blogpost_22.html Εικ.5,6: πηγή: http://buildinggreen.gr/articles/tα- συνθετικά - εργαλεία-του-δ- πικιώνη-στο/
36. Ξ. Γιαννάκης, Π. Νικηφορίδης, Κ. Πετρίδου, Π. Ταράνη : Θεσσαλονίκη Πάνω-Κάτω, Μόνιμη Επιτροπή Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας), Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2004, σελ.10 37. Οι παρακάτω παρατηρήσεις αποτελούν απόσπασμα από το άρθρο της Γιάννας Οικονομάκη- Brunner: “ Δ.Πικιώνης – Η διαμόρφωση ενός τοπίου”, στο περιοδικό τεύχος, Νο5,1991
που αποδίδει στις φυτεύσεις και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι ισάξια με την προστασία των μνημείων και δεν αποτελεί απλώς μέσο πλαισίωσής τους. Βασικός στόχος του σχεδιασμού, τέλος, είναι η εξασφάλιση της οπτικής και συναισθηματικής επαφής του επισκέπτη με τα κύρια χαρακτηριστικά του ιστορικού τοπίου, δεδομένου ότι οι χαράξεις των οδεύσεων και η επιλογή των σημείων στάσης σχετίζεται άμεσα με την προσπάθεια “οπτικής ένταξης” των μνημείων, των βραχώδων συμπλεγμάτων και του πρασίνου.38 [Εικ. 5,6] Όπως παρατηρούν ο Αλέξανδρος Τζώνης και η Liane Lefaivre,“ σε άρθρο τους για τον κριτικό τοπικισμό,39 “Ο Πικιώνης δημιουργεί ένα αρχιτεκτονικό έργο απελευθερωμένο από την τεχνολογική επιδεικτικότητα και την έπαρση της σύνθεσης, ένα ολόγυμνο αντικείμενο, σχεδόν άυλο, μια διάταξη “τόπων προορισμένων για κάθε περίσταση” που ξετυλίγεται γύρω από τον λόφο και προσφέρεται για έναν μοναχικό περίπατο, μια προσωπική συζήτηση, μια μικρή παρέα ή μια μεγάλη συγκέντρωση.[…] Ούτε η επιλογή των στοιχείων ούτε η χωροθέτησή τους έγιναν για να προκαλέσουν την επιφανειακή συγκίνηση. Αποτελούν κάποια επίπεδα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καθημερινές λειτουργίες παρέχοντας ωστόσο στα πλαίσια της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ό,τι δεν μπορεί να προσφέρει η καθημερινή ζωή.”40 Παρά τη σημαντική δράση της Κοσμητείας, το γεγονός της κατασπατάλησης του ελληνικού τοπίου και της συνακόλουθης υποβάθμισης του αρχαιολογικού του πλούτου δεν έγινε δυνατό να αποφευχθεί, όπως αποδεικνύει η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Οι ελληνικές πόλεις, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεχύνονται προς κάθε κατεύθυνση χάνοντας τη στατικότερη 5
38. Ξ. Γιαννάκης, Π. Νικηφορίδης, Κ. Πετρίδου, Π. Ταράνη : Θεσσαλονίκη Πάνω-Κάτω, Μόνιμη Επιτροπή Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας), Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2004, σελ.11, 12 39. Το άρθρο με τίτλο “Ο κάνναβος και η πορεία” περιέχεται στα “Αρχιτεκτονικά Θέματα” (1981). (K. Frampton: Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Θεμέλιο, 2009, σελ. 286) 40. K. Frampton: Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Θεμέλιο, 2009, σελ. 287
23
συγκρότηση και τη σαφήνεια του παρελθόντος. Αναπτύσσονται πλέον, σύμφωνα με ομοιόμορφα πρότυπα που αδιαφορούν για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, με μια λέξη αμορφοποιούνται.41 Η μαζική συσσώρευση πληθυσμών στις πόλεις και η ραγδαία εξέλιξή τους οδηγεί στην ανάγκη για αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση της γης, με άμεση συνέπεια την εξαντλητική εμπορευματοποίησή της. Αν η επιλογή του Δυτικοευρωπαϊκού Πολιτισμού στο ζήτημα της διατήρησης της Πολιτιστικής κληρονομιάς, την ίδια περίοδο, διαγράφεται θετική - μέσα από Διακηρύξεις και Χάρτες Διαφύλαξης της Πολιτιστικής κληρονομιάς- και έχει πολλά παραδείγματα εφαρμογών να παρουσιάσει, η ανάλογη εικόνα για την χώρα μας είναι διαφορετική. Η καταστροφή της ιστορικής όψης των ελληνικών πόλεων είναι ανάλογη αυτής που προκάλεσαν οι βομβαρδισμοί στις Ευρωπαϊκές ιστορικές πόλεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η καταστροφή στην δική μας χώρα, εν τούτοις, είναι αποτέλεσμα βασικών επιλογών: πολλαπλασιασμός του συντελεστή δόμησης, αύξηση της αξίας γης με το σύστημα της αντιπαροχής και σημαντική απορρόφηση κεφαλαίων από τον μη παραγωγικό τομέα της ανοικοδόμησης.42 Η ανυπαρξία ελέγχου χρήσεων γης από το κράτος, προκειμένου να διευκολύνει τα μεσοαστικά στρώματα με τα οποία συνδεόταν πάντοτε με πελατειακές σχέσεις, καθιερώνει τελικά την ατομικότητα με κάθε κόστος, εις βάρους του δημοσίου οφέλους και ο,τιδήποτε απευθύνεται στο κοινωνικό σύνολο, ακόμα και του ιστορικού κέντρου της ελληνικής πόλης.
2.2.3_ Σήμερα/ Η σημερινή νευρική προσπάθεια της κοινωνίας να προστατεύσει το παρελθόν και την πολιτιστική μνήμη, ως συμμετρικό πλέον κομμάτι της ζωής του ανθρώπου, αποτυπώνεται στις δεκάδες των Διεθνών Διακηρύξεων, των Χαρτών, των Συμβάσεων ( του ΟΗΕ, της Unesco, Icomos, Iccrom κ.ά.) και στη δημιουργία νέων φορέων προστασίας και διάσωσης των κατά τόπους πολιτιστικών αγαθών (Εφορείες Προϊστορικών Κλασικών, Βυζαντινών και Νεότερων μνημείων) που συνεχώς αυξάνονται.43 Το ζήτημα της διατήρησης και προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς θεωρείται πλέον αυταπόδεικτο. Ωστόσο, αυτό που δεν είναι αυτονόητο είναι οι όροι της διατήρησης αυτής σε επίπεδο εφαρμογής, ώστε να μην είναι μια παθητική διαδικασία αλλά ενεργός συμμέτοχος στην αστική φυσιογνωμία και καθημερινότητα της ελληνικής πόλης. Στα πλαίσια της “ολοκληρωμένης διατήρησης” των αρχαιοτήτων εφαρμόζεται, κατά την τελευταία κυρίως δεκαετία, η δημιουργία αρχαιολογικών πάρκων. Τα αρχαιολογικά πάρκα καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις της πόλης, συχνά εκτείνονται παράλληλα με τον σύγχρονο ιστό και στοχεύουν στην προσέλκυση τουριστικών και οικονομικών δραστηριοτήτων και σε αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της, στο πλαίσιο του σύγχρονου, παγκοσμιοποιημένου πλέον, ανταγωνισμού των πόλεων. 41. Δ. Α. Ζήβας : Τα μνημεία και η πόλη, Libro, Αθήνα 1997, σελ. 21 42.Α.Στεφάνου-Χ.Σιαξαμπάνη-Στεφάνου :“Ένταξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στη σύγχρονη ζωή: Ιδεολογία, πραγματικότητα, προοπτικές”, διάλεξη εντός του συλλογικού τόμου του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS : Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, σελ. 294 43. Γ.Π.Λάββας : “Η αρχιτεκτονική κληρονομιά ως παναθρώπινη αξία”, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, τεύχος 47, σελ. 50-51
24
Το σημαντικότερο παράδειγμα στον ελληνικό χώρο είναι το έργο της “Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας”. Η δημιουργία ενός ενιαίου “αρχαιολογικού πάρκου” της Αθήνας αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες το όραμα αρχιτεκτόνων - πολεοδόμων, αλλά κυρίως, των ίδιων των κατοίκων της, ως έργο πρωταρχικής σημασίας για την ανάκτηση της Αθήνας σε όλο το ιστορικό της βάθος. Με την “ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας” - του τόξου Ιστορικό Κέντρο, Αρδηττός, Κεραμεικός, Ακαδημία Πλάτωνος και μέχρι το Δαφνίεπιχειρείται η μεγαλύτερη πολεοδομική παρέμβαση στην πρωτεύουσα, με στόχο την παρουσίαση της Ιστορικής πόλης και τον προσδιορισμό της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής φυσιογνωμίας της. 44 Μεταξύ των έργων, ο “Μεγάλος Περίπατος” περιλαμβάνει την πεζοδρόμηση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Αποστόλου Παύλου, Αδριανού και Ερμού, ενώ παράλληλα, η διαμόρφωση πλατωμάτων και άλλων υπαίθριων χώρων κατά μήκος της διαδρομής, καθώς και έργα σε πλατείες και άλλους ελεύθερους δημόσιους χώρους, όπως στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα, στην Κουμουνδούρου και πιο πρόσφατα στην πλατεία Κεραμεικού, επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα “Ανοικτό Μουσείο”, έναν περίπατο στην ιστορία άμεσα συσχετισμένο με τον σύγχρονο αστικό ιστό. [Εικ.7]
Εικ.7: Οι μεγάλες ενότητες του ενιαίου αρχαιολογικού χώρου της πρότασης Ε.Α.Χ.Α. Πηγή: Γ. Καλαντίδης: “Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας”, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, τεύχος 11, Σεπτέμβριος/ Οκτώβριος 1998, σελ.37 1. Κεραμικός - Πειραιώς - Ιερά Οδός - Γκάζι - Θησείο 2. Αρχαία και Ρωμαϊκή Αγορά - Βιβλιοθήκη Ανδριανού - Πλάκα 3. Ακρόπολη - Διονυσίου Αρεοπαγίτου - Απ.Παύλου - Φιλοπάππου - Μακρυγιάννη 4. Ακαδημία Πλάτωνος - Ψυρρή - Μεταξουργείο 5. Εμπορικό Τρίγωνο 6.Ολυμπείο - Ζάππειο - Αρδηττός 44. Γ. Καλαντίδης: “Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας”, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, τεύχος 11, Σεπτέμβριος/ Οκτώβριος 1998, σελ.36
25
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ
26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο : ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ 3.1_ H έννοια της ένταξης- Η αντίστροφη ένταξη/ Όπως έχει διατυπωθεί
και εισαγωγικά, βασική αρχή που διέπει τη συγκεκριμένη εργασία είναι η άποψη ότι οι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν πυρήνα συγκρότησης του αστικού ιστού και αποδεικνύουν την ιστορική του συνέχεια. Το ζήτημα, λοιπόν, της ένταξης των διάσπαρτων ιστορικών θραυσμάτων στο ενιαίο αστικό πλέγμα, σε μια εποχή με εμφανή την πολιτιστική κρίση και την κρίση πολιτικών αξιών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθίσταται άκρως επίκαιρη. Παρότι, μέσω κατάλληλων χειρισμών και σχεδιαστικών προτάσεων είναι δυνατό οι αρχαιολογικοί χώροι να ενταχθούν ενεργά στην αστική καθημερινότητα των σύγχρονων πόλεων, να συμβάλουν στην οικονομική άνθιση των αστικών κέντρων αλλά και να αποτελέσουν τμήμα του πολυπόθητου και ελλιπούς δικτύου ελεύθερων χώρων, ωστόσο, ο όρος “ένταξη”, στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, αποτελεί έννοια που διευρύνεται πέρα από την αόριστη πρακτική εφαρμογή. Θεωρείται σκόπιμο, υπό αυτήν την έννοια, να διευκρινιστεί, σε αυτή την ενότητα, η σημασία της “ένταξης” του αρχαιολογικού πλούτου στο αστικό πλέγμα αλλά και της δυνατότητας να αναφερόμαστε τελικά σε μια συνθήκη “αντίστροφης ένταξης” της κοινωνικής καθημερινότητας στο ιστορικό υπόβαθρο.
ια πρώτη ερμηνεία της “ένταξης” στην παρούσα εργασία, υπό πιο πρακτικούς και Μ άμεσα εφαρμόσιμους, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, όρους, συνίσταται στη συσχέτισή των αρχαιολογικών χώρων με το πλέγμα των αστικών λειτουργιών - με την πλατεία, τον δρόμο, τις κατοικίες, την φύτευση, τον σταθμό του μετρό. Έχει επομένως το νόημα της διαρκούς συσχέτισης της ιστορίας με τα συνεχώς αναδυόμενα στοιχεία του αστικού πεδίου στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης των διαδοχικών κοινωνικών δραστηριοτήτων που έδρασαν στη συγκεκριμένη περιοχή. Πρόκειται μάλιστα, για μια διαδικάσια σταδιακής υπέρβασης των προβλημάτων ή ασύμβατων σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στους αρχιτέκτονες-μελετητές και τις απαιτήσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που σε τέτοιες περιπτώσεις, καλείται να καταστεί ο αυστηρός θεματοφύλακας και εγγυητής διαφύλαξης της μνημειακής ουσίας των φορέων και καταλοίπων του παρελθόντος, είτε αυτή αναφέρεται στο άμεσο υλικό τους σώμα, είτε στο χώρο που τα περιβάλλει.45 Ο χαρακτήρας των άμεσα συσχετιζόμενων με τον αρχαιολογικό χώρο λειτουργιών καθορίζουν σημαντικά τον βαθμό της δυνατότητας ενεργητικής συμμετοχής του στην καθημερινή ζωή. Είναι σαφές ότι προκύπτουν σημαντικές
45. Γ.Π. Λάββας : “Ο σχεδιασμός των αρχαιολογικών χώρων”, περιοδικό Αρχιτέκτονες, τεύχος 11, Σεπτέμβριος/ Οκτώβριος 1998, σελ.29
27
διαφοροποιήσεις όταν ο αρχαιολογικός χώρος ενταγμένος σε αυστηρά πολιτιστικά πλαίσια γειτνιάζει – στο άμεσο ή και λίγο ευρύτερο περιβάλλον τουμε λειτουργίες αμιγώς πολιτιστικού χαρακτήρα - που κατά πολλούς θεωρούνται ως οι πλέον ενδεδειγμένες ή συμβατές με τον χαρακτήρα του- απ’ ό,τι όταν ο σχεδιασμός καλείται να τον ενσωματώσει σε ένα περιβάλλον εμπορικού χαρακτήρα. Βέβαια, στο σημείο αυτό, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι το ύφος των χρήσεων του περιβάλλοντος χώρου, σε μια πλειονότητα περιπτώσεων, είναι σχετικά προκαθορισμένο και παγιωμένο έπειτα από αιώνες ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας στην περιοχή, οπότε εκεί το νόημα του σχεδιασμού υπό όρους ένταξης στην καθημερινότητα, αφορά κυρίως χειρισμούς που στοχεύουν να τον ενσωματώσουν ενεργά σε ένα δεδομένο περιβάλλον και όχι έναν εξαρχής σχεδιασμό. Είναι προφανές ότι στα πλαίσια αυτής της συσχέτισης των αρχαιολογικών χώρων με το πλέγμα των αστικών λειτουργιών, η ένταξη αφορά και την ανάδειξή τους ως τμημάτων δημόσιου χαρακτήρα. Σε μια εποχή ολοένα αυξανόμενης προβληματικής για την έλλειψη και τις καταπατήσεις δημόσιων χώρων στο ασφυκτικό περιβάλλον των μεγαλουπόλεων και την υπεροχή του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου, με μια κακώς νοούμενη έννοια κατανάλωσης να έχει παρεισφρήσει στις περισσότερες εκφάνσεις της δημόσιας σφαίρας, οι αρχαιολογικοί χώροι καλούνται να διεκδικήσουν τον ρόλο τους ως δημόσιο κτήμα και να καταστούν πόλοι κοινωνικής ώσμωσης. Αποτελώντας τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου ανοιχτών πράσινων χώρων, αφενός συμβάλλουν στην υλοποίηση του σύγχρονου αιτήματος για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των αστικών κέντρων ενώ αφετέρου γίνονται αντιληπτοί ως χώροι που απευθύνονται σε όλους και όχι σε ορισμένες μόνο κοινωνικές ομάδες – κατόχους επιστημονικής γνώσης ή στους “διαβασμένους” επισκέπτες - τουρίστες. Ο ουσιαστικός δημόσιος χαρακτήρας τους μπορεί να επιτευχθεί, λοιπόν, μόνο όταν οι χώροι αυτοί ως τμήμα του αστικού πρασίνου καταστούν προσβάσιμοι από όλους χωρίς μεταλλικά αμετακίνητα και αδιαπέραστα όρια που τους μετατρέπουν σε “νεκροταφεία πολιτισμού”, απομονώνοντας τους από την σύγχρονη πόλη. Συνδυαστικά με τον παραπάνω προβληματισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια της ένταξης των αρχαιολογικών χώρων στην αστική πραγματικότητα και η ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα τους σχετίζεται, πέρα από τις άμεσα γειτνιάζουσες δραστηριότητες που τον περιβάλλουν, και με τις αστικές λειτουργίες που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να αναπτυχθούν στο εσωτερικό τους. [Εικ.8] Ιδιαίτερη αναφορά κρίνεται απαραίτητη, λοιπόν, στην παράμετρο ανάπτυξης χρήσεων εντός του αρχαιολογικού χώρου, που διερευνάται κατά πόσο είναι ικανή ή και αναγκαία συνθήκη προκειμένου να αποκτήσει δυναμικότερη παρουσία στην καθημερινότητα των κατοίκων της σύγχρονης πόλης. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης συλλογικών δραστηριοτήτων που ενισχύουν τον κοινωνικό συγχρωτισμό και δεν εξυπηρετούν μόνο μια ατομική ανάγκη “επαφής με το παρελθόν” θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά ως προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό καθίσταται 28
πιο εύκολα αντιληπτό ή εφαρμόσιμο σε αρχαιολογικούς χώρους των οποίων τα δεδομένα για την λειτουργία τους, όπως για παράδειγμα ένα αρχαίο θέατρο, τους το επιτρέπουν με την συνέχιση της αρχέγονης χρήσης τους στο παρόν. Θα ήταν μεγαλύτερη πρόκληση να διερευνηθεί η δυνατότητα ένταξης χρήσεων και εφαρμογής εναλλακτικών προτάσεων σε διαφορετικές περιπτώσεις, με όχι τόσο αυτονόητη τη δυνατότητα ένταξης εκ νέου χρήσης.46
8
46.Επιμένοντας ιδιαίτερα στο θέμα της λειτουργικής επανανοηματοδότησης του αρχαιολογικού χώρου γεννάται εύλογα ένα σημαντικό ερώτημα: “Ο αρχαιολογικός χώρος γίνεται χρήσιμος μόνο όταν αποκτά χρήση;” Μια τέτοια άποψη θα ήταν βέβαια αρκετά επιπόλαιη και ταυτόχρονα απλουστευτική, και υπό το πρίσμα μιας αμιγώς φονξιοναλιστικής θα μπορούσαμε να πούμε σκοπιάς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υποστηρίζει την ποσοτική, ωφελιμιστική αντιμετώπιση του αρχαιολογικού χώρου και τη μετατροπή του σε προϊόν προς κατανάλωση. Ή ότι όταν η μορφή του απογυμνώνεται από την χρήση της, παύει να έχει δικαίωμα ύπαρξης. Μια τέτοια άποψη, όχι μόνο δεν είναι διαφωτιστική, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί οπισθοδρομική, πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε στους αρχαιολογικούς χώρους που ως μνημεία αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα “αστικού συντελεστή”, που , κατά τον Aldo Rossi, συμπυκνώνει την αξία του στην ιδιαίτερη μορφή του, που είναι στενά συνδεδεμένη και με την μορφή της πόλης. Επομένως, η απουσία λειτουργίας ή η διακοπή της προγενέστερης λειτουργίας τους που άλλωστε σχετίζεται άρρηκτα με τον χρόνο και την κοινωνία στην οποία επιτελείται - δεν συνεπάγεται και την αναίρεση της ιστορικής τους συνέχειας και διάρκειας.
29
Άμεσα συνυφασμένη με την ανάδειξή τους ως ζωτικών δημόσιων χώρων είναι η αναφορά στους αρχαιολογικούς χώρους μέσω της λειτουργίας του “περάσματος” μέσω, δηλαδή, της παραγωγής διαδρομών ενταγμένων στις καθημερινές μετακινήσεις. Αναφερόμαστε, βέβαια, στην περίπτωση των ανοιχτών αρχαιολογικών χώρων στον αστικό ιστό που μπορούν να αποκτήσουν αυτόν τον ρόλο. Ο αρχαιολογικός χώρος, θεωρούμε ότι εντάσσεται την καθημερινότητα μόνο όταν γίνεται αντιληπτός, και βιώνεται παράλληλα, όχι ως ένα “περιφρουρημένο” αστικό κενό που εξαναγκάζει το άτομο – καθημερινό περιπατητή σε μια τυπική περιμετρική κίνηση, αλλά όταν μετουσιώνεται σε αναγκαίο, οργανικό πέρασμα, αναπόσπαστο, εν τέλει, τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου καθημερινών διαδρομών. Ακόμα κι αν μια τέτοια αντίληψη έχει επανειλημμένως προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις από τους ιθύνοντες για την προστασία και την ασφάλεια των αρχαιολογικών ευρημάτων, ως μιας επισφαλούς για την ακεραιότητα των μνημείων επιλογής, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι δεν είναι τα μεταλλικά όρια, σε τελική ανάλυση, εκείνα που λειτουργούν ανασταλτικά ως προς τον κίνδυνο βανδαλισμού των αρχαιοτήτων. Είναι ζήτημα της έλλειψης γενικότερης παιδείας και καλλιεργημένου ενδιαφέροντος για το παρελθόν και τα επιτεύγματά του. Όμως, η ιδιαιτερότητα των αρχαιολογικών χώρων, που τους καθιστά κάτι παραπάνω από ένα τυπικό ενδιάμεσο πέρασμα στην αστική καθημερινότητα, είναι η αναφορά τους σε ένα άλλο μοναδικό πέρασμα: το πέρασμα στην χρονική αναδρομή [Εικ.9]. Μόνο όταν κατανοήσουμε στο αδιάλλειπτο ιστορικό συνεχές την δική μας προσωρινότητα, θα καταστεί η ουσιαστική “βίωση” του αρχαιολογικού τοπίου αναγκαία συνθήκη, ανεξάρτητα από τις όποιες απαραίτητες ποιοτικές σχεδιαστικές προσεγγίσεις. Η ουσιαστική παιδεία, αλλά και η εμπειρική επαφή με τον τόπο, μπορεί να γεννήσει μνημονικά περάσματα και δεσμούς με το παρελθόν οδηγώντας στην κατανόηση και εκτίμηση του τοπιακού αυτού πλούτου. Ειδάλλως, το κοινωνικό σύνολο απλώς θα αναλώνεται σε καθιερωμένες διαδρομές μνήμης ως εξωτερικός παρατηρητής, μη μπορώντας να τις κατανοήσει και να γίνει συμμέτοχος αυτής της διαδικασίας. Όταν αναφερόμαστε στους όρους ένταξης των αρχαιολογικών χώρων στην αστική δημοσιότητα αναφερόμαστε, εν τέλει, στους όρους ένταξής τους στην κύρια πολιτική σκηνή του αστικού χώρου. 47 Ο δημόσιος χώρος, άλλωστε, είναι η πιο αντιπροσωπευτική πολιτική και πολιτισμική συνθήκη πάνω στην οποία ο αρχαιολογικός χώρος αναδεικνύεται και επιβιώνει τελικά, με όρους αντίστροφης ένταξης, όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε. Όσο και αν οι συγχρονες σχεδιαστικές προσεγγίσεις αγωνιούν να συνδυάσουν τα ιστορικά στοιχεία με το παραδεδομένο αστικό μόρφωμα, η αρχαιολογική υποδομή καλείται να αντιστρέψει τα δεδομένα, εντάσσοντας πλέον το κοινωνικό σύνολο στο ιστορικό πεδίο χιλιετιών που έχουν παρέλθει. Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή, ότι 47. Κ. Μωραίτης, συζήτηση στα πλαίσια εκπόνησης της διάλεξης
30
αυτός ο χώρος, ο υφιστάμενος σε όλα τα στάδια συνύπαρξης των ατόμων, ο καθ’όλα δημόσιος αλλά ταυτόχρονα πολιτιστικά απομονωμένος, που βιώνεται από το κοινωνικό σύνολο με ιδιόμορφο αυθορμητισμό, επιτυγχάνει τελικώς την συνθήκη αμφίπλευρης ένταξης. Η διαπίστωση αυτή αποκτά ιδιαίτερη αξία στις μεσογειακές χώρες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Στον χώρο αυτό, η δημοσιότητα που εκρήγνυται στα διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα εκφράζει μια σαφή πολιτική θέση πάνω στο δημοσίο χώρο από την αρχαιότητα έως σήμερα, αλλά και την ερμηνεία της συσχέτισης επάλληλων κοινωνικών δραστηριοτήτων στην ιστορική διαστρωμάτωση, μέρος της οποίας είμαστε και εμείς οι ίδιοι.
9
ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
31
3.2_ Ένταξη των αρχαιολογικών χώρων στην πόλη με όρους σύγχρονης “επιχειρηματικότητας” Το παράδειγμα της Λάρισας Στη σύγχρονη δημόσια σφαίρα, “το παρελθόν”, είτε αφορά παραδοσιακές αρχιτεκτονικές μορφές, είτε αρχαιολογικά ευρήματα εμπεριέχοντας τα ιδανικά ενός μακρινού και ανώτερου παρελθόντος, εγείρει συναισθηματικά ερεθίσματα. Η κοινώς αποδεκτή, λοιπόν, αξία τους δεν θα μπορούσε να παραμείνει αναξιοποίητη από το ισχύον οικονομικό σύστημα, το οποίο θέτει κάθε κοινωνικό και δημόσιο αγαθό υπό το πρίσμα της κερδοφόρου αξιοποίησης. Μάλιστα, στην περίπτωση της αρχαιολογικής-ιστορικής κληρονομιάς, οι νοσταλγικές αρχιτεκτονικές μορφές και η αναπαραγωγή τους στερεοτυπικά σε εικονογραφημένες απόψεις, ταξιδιωτικές κάρτες και στατικές φωτογραφίες –όλα επιτεύγματα του 19ου αιώνα- προσέφεραν στον θεατή έναν τρόπο αντίληψης της πόλης ως αναλώσιμο “πακέτο”.48 Παρατηρείται, λοιπόν, το φαινόμενο ο πλούτος μιας ιστορικής πόλης, η οποιαδήποτε δηλαδή “ιστορική απόδειξη”, να προβάλλεται επιφανειακά και να υποβαθμίζεται κυριαρχούμενη αποκλειστικά και μόνο από διαφημιστικά και καταναλωτικά ενδιαφέροντα. Βέβαια, το φαινόμενο της απαξίωσης της ιστορικής κληρονομιάς του κάθε τόπου δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο και από τις εκάστοτε επιλογές της κρατούσας πολιτικής. Αυτές οι επιλογές αποδεικνύονται συχνά ζημιογόνες και από οικονομική άποψη, εφόσον μπορεί κανείς να διακρίνει μια κακώς νοούμενη επιχειρηματικότητα, που αδιαφορεί για την ουσιαστική προβολή τους στην παγκόσμια κοινότητα και την ανταγωνιστική δυναμική του τόπου. Οι αποσπασματικές επεμβάσεις στον αστικό καμβά και η ανεξέλεγκτη τουριστική εξάπλωση αποτελούν ίσως μερικούς από τους χαρακτηριστικότερους χειρισμούς αξιοποίησης του αρχαιολογικού πλούτου. Είναι προφανές ότι ο σύγχρονος αστικός χώρος αποδίδει το χαρακτηριστικότερο καθρέφτισμα των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών συνθηκών. Κάτω από το ευρύτερο πρίσμα αυτής της κερδοφόρου εκμετάλλευσης που ασκείται, δεν είναι λοιπόν παράδοξη η παραγωγή του προτύπου μιας πόλης- επιχείρησης που εκμεταλλεύεται και πολλές φορές εκποιεί τις τοπιακές και ιστορικές της ιδιαιτερότητες. Άλλωστε, ο νεοφιλελευθερισμός στο πεδίο των κρατικών αναδιανομών, ακολουθεί εκτεταμένα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων και περικοπών δαπανών σε τομείς αστικού σχεδιασμού, με απώτερο στόχο το κέρδος και όχι την ουσιαστική βελτίωση της καθημερινότητας των ευρύτερων στρωμάτων πολιτών. Η πολιτική αυτή κατεύθυνση αποτυπώνεται και στη διαχείριση του δημοσίου χώρου, όπως επίσης και του αρχαιολογικού πλούτου του ιστορικού κέντρου. Δημιουργείται μια δομή “ψευδο-δημόσιου” χώρου, αφού εισάγεται 48. M. Christine Boyer : The city of collective memory, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts London, 1994, σελ. 301
32
η εμπορική διάσταση αξιοποίησής του στα πλαίσια των τουριστικών προτύπων με άμεσο αντίκτυπο τον επιλεκτικό αποκλεισμό τμημάτων πληθυσμού που δεν μπορούν να “καταναλώσουν” το πολιτιστικό αυτό προϊόν. Η μνήμη, όμως, είναι απαραιτήτως κοινωνική συνδέοντας το άτομο με την ομάδα, συνεπώς και η αξία των χώρων αυτών έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι αφορούν το κοινωνικό σώμα στο σύνολό του χωρίς διακρίσεις, με απώτερο σκοπό την αναγνώριση από όλους των μηνυμάτων αυτού του ιστορικού παλίμψηστου και την αξιοποίησή τους στη μελλοντική δομή του αστικού ιστού. Η υπερεκμετάλλευση, λοιπόν, σε τουριστικά πλαίσια του αρχαιολογικού πλούτου μιας περιοχής, όπως για παράδειγμα η άναρχη εγκατάσταση εμπορικών χρήσεων και χρήσεων αναψυχής ή η ελεγχόμενη επισκεψιμότητά του μέσω καταβολής χρηματικού αντιτίμου, ιδιαίτερα στις μεσογειακές πόλεις, αποτέλεσε και αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή “αξιοποίησής” του. Η εμπορευματοποιημένη όμως προσέγγιση ενός, κατά κύριο λόγο, κοινωνικού αγαθού όπως είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν γίνεται χωρίς κόστος για το ιστορικό κομμάτι της πόλης. Η απότομη αύξηση της αξίας της γης (και των κτισμάτων) στο κέντρο, οδηγεί σε συγκρούσεις συμφερόντων ατόμων, κοινωνικών ομάδων και φορέων, με αποτέλεσμα σημαντικές καταστροφές και αλλοιώσεις στο ιστορικό παραδοσιακό περιβάλλον. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι ο τουρισμός είναι ίσως η μοναδική δραστηριότητα που παρουσιάζει αυτοκαταστροφικά φαινόμενα σε τέτοιο βαθμό, αφού η ίδια η υπερανάπτυξη της οδηγεί τις περισσότερες φορές στην αυτοκατάργησή της, δηλαδή στην εξάλειψη των λόγων και αιτιών που οδήγησαν στην ανάπτυξή της.49 Σε περιπτώσεις μεσογειακών και ειδικότερα ελληνικών πόλεων, οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν ωφεληθεί τα μέγιστα από την ύπαρξη του ιστορικού πυρήνα και τον μοναδικό πολεοδομικό και αρχιτεκτονικού του χαρακτήρα, έμμεσα ή άμεσα, συμβάλλουν στην καταστροφή του και επιδιώκουν την αλλοίωση και παραμόρφωσή του, ξεχνώντας ότι σε έναν ευρύτερο -ευρωπαϊκό- ανταγωνιστικό σύστημα, η ποιοτική υποβάθμιση θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στην οικονομική ύφεση και το μαρασμό. Το ζήτημα, επομένως, της υγιούς επιχειρηματικής προβολής των ελληνικών πόλεων με ιστορικό βάθος αποκτά κεντρική σημασία. Η επικαιρότητα αυτού του αιτήματος, μάλιστα, καθίσταται ενεργέστερα αντιληπτή, αν λάβουμε υπόψη το ολοένα αυξανόμενο περιηγητικό ενδιαφέρον των κατοίκων των ευρωπαϊκών χωρών με άξονα το περιβάλλον και το πολιτισμό, όπως αποτυπώνεται στην ακόλουθη στατιστική έρευνα των τελευταίων ετών. [Εικ. 10]
49. Ν. Ροδολάκη, “Προστασία και τουριστική ανάπτυξη των ιστορικών μεσογειακών πόλεων”, διάλεξη από τον συλλογικό τόμου του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS: Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, σελ. 272
33
Εικ. 10: Μετρήσεις για τους άξονες περιηγητικού ενδιαφέροντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. πηγή: Κ. Μωραϊτης
Το παράδειγμα της Λάρισας/ Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα επαρχιακής πόλης που για μεγάλο χρονικό διάστημα αναγνώριζε το ιστορικό της κέντρο ως αποκλειστική πηγή άνθισης χρήσεων αναψυχής και εμπορίου με μονομερή κερδοσκοπικό προσανατολισμό, είναι η περίπτωση της Λάρισας. Η έλλειψη προστασίας και ανάδειξης των ιστορικών χώρων, η απότομη αύξηση της αξίας της γης με τις αντιμαχόμενες χρήσεις της, αλλά και η άναρχη αστική εξάπλωση που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια στη Λάρισα, αφενός τροποποίησε τον ιστορικό χαρακτήρα της πόλης αυτής, ενώ αφετέρου δημιούργησε σημαντικά πολεοδομικά και κυκλοφοριακά προβλήματα. Φυσικά, η απρογραμμάτιστη αστική ανάπτυξη είχε επιπτώσεις στην ιστορική φυσιογνωμία της, καθώς ήταν η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκοσμίο Πόλεμο, που η πόλη προκειμένου να ανταποκριθεί στην εσωτερική μετανάστευση, ξεπέρασε τα αυστηρά ιστορικά όρια του Πηνειού, των τειχών και της οχυρωματικής τάφρου (χρονολογούνται από τον 8ο αι. π.Χ.) επεκτεινόμενη κατά μήκος των οδικών αρτηριών που τη συνέδεαν με την περιφέρεια [Εικ. 11]. Παράλληλα, η εκποίηση του αρχαιολογικού αποθέματος από τις εκτεταμένες χρήσεις αναψυχής-εμπορίου και η απουσία ολοκληρωμένου σχεδιασμού προκειμένου να ενταχθούν ενεργά στην αστική καθημερινότητα, οδήγησε στην σταδιακή υποβάθμισή τους.50 πως αναφέρθηκε και προηγουμένως, αυτό που κρίνεται ως απαραίτητο είναι Ό ένας συνολικός πολεοδομικός σχεδιασμός που αντιλαμβάνεται τον αρχαιολογικό πλούτο ως κοινωνικό αγαθό και όχι τελικά μια πολιτική επιλεκτικών παρεμβάσεων
50. Π.Σταθακόπουλου :“Πολεοδομικές επεμβάσεις πάνω σε ιστορικούς ιστούς. Το παράδειγμα της Λάρισας”,διάλεξη από τον συλλογικό τόμου του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS: Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, σποράδην
34
που κινείται σε μια λογική εξοικονόμησης πόρων.51 Με μια τέτοια στάση, που συνεπάγεται έναν ποιοτικότερο σχεδιασμό και κατάλληλες υποδομές, η ιστορική πόλη μπορεί πλέον να υποδεχθεί και να προσελκύσει μια ολοένα αυξανόμενη μερίδα επισκεπτών, κατακτώντας μια ανταγωνιστικότερη θέση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Tην δεκαετία του ‘80 τέθηκαν για πρώτη φορά οι βάσεις για την αναδιάρθρωση του ιστορικού πυρήνα της Λάρισας, με στόχο την πολυδιάστατη ανάπτυξη της πόλης υπό σύγχρονους κοινωνικοοικονομικούς όρους, τον προσδιορισμό μιας νέας φυσιογνωμίας και την ανάγκη ανασυγκρότησης συλλογικής ταυτότητας για την ενίσχυση της αξιοπρέπειας των κατοίκων της. Το εγχείρημα της Αστικής Ανάπλασης στη Λάρισα σχεδιαστικά ξεκίνησε το 1988 από την ομάδα των Αναστασιάδη Α., Δημητριάδη Ε. και Σταθακόπουλο Π. και ολοκληρώθηκε μετά από έναν χρόνο. Βασισμένη στο πλαίσια που έθεσε το ΓΠΣ του 1982-84, η χαμηλότερου βαθμού σχεδιασμού πολεοδομική μελέτη επέκταση-αναθεώρηση (Π.Μ.Ε.Α.) που επακολούθησε, είχε ως βασικό στόχο την πολεοδομική ανασυγκρότηση της πόλης μέσω της κατάργησης της διχοτομίας ιστορικού κέντρου και περιφέρειας, την ανακατανομή χρήσεων με ενίσχυση του κοινωνικού εξοπλισμού της Λάρισας και την επίλυση κυκλοφοριακών προβλημάτων. Το όραμα αυτό, όμως, δεν θα μπορούσε να μην τονίσει και τη χιλιετή ιστορία της Λάρισας, την τοπιογραφία της λόγω του λόφου Αγ. Αχιλλείου και του ποταμού Πηνειού, καθώς και την οχυρωματική της διάταξη. Η ιστορική και πολεοδομική συγκρότηση της Λάρισας επιβεβαιώνει τον σύγχρονο χαρακτήρα της πόλης ως διαχρονικά εμπορικό, συγκοινωνιακό και στρατιωτικό (διοικητικό) κέντρο. Συνεπώς το εγχείρημα βασισμένο στις παραπάνω παραμέτρους εστίασε σε τρεις άξονες προκειμένου να ανασυγκροτήσει οικονομικά και κοινωνικά τον τόπο. Πρώτον, στη δημιουργία ενός Πολεοδομικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης του Κέντρου που προέβλεπε την οργάνωση βασικών χρήσεων με απομάκρυνση χρήσεων τριτογενούς χαρακτήρα και την είσοδο κατοικίας ώστε να καταστεί η Λάρισα ένα σύγχρονο διοικητικό κέντρο. Δεύτερον, στην απομάκρυνση από το κέντρο βασικών χρήσεων όπως χονδρεμπορίου, βαρέων οχημάτων με στόχο την αποσυμφόρησή του και την αναβάθμιση της ποιότητας της καθημερινότητας και τρίτον, στην υλοποίηση του master plan για την ιστορική ανασυγκρότηση της περιοχής με ανάδειξη του αρχαίου θεάτρου και σύνδεσή του μέσω πλέγματος πεζοδρόμων με άλλα μνημεία και δραστηριότητες του κέντρου της πόλης.52
51. Κ. Βουρεκάς: Η πόλη σαν επιχείρηση, Μάθημα: Μεταλλαγές των ιδεών για την πόλη στον 20ο αιώνα, Οκτώβριος 2009, σελ. 24 52. Π. Σταθακόπουλος, “ Αστικές Αναπλάσεις: Το εγχείρημα της Λάρισας 20 χρόνια μετά”, Οκτώβριος 2011 http://www.nomosphysis.org.gr/articles. php?artid=4323&lang=1&catpid=1
35
Ι διαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επέμβαση που αφορά στον λόφο του Αγίου Αχιλλείου ή αλλιώς την περιοχή του Φρουρίου. Περιλαμβάνει την αξιοποίηση του πάρκου του Αγ. Αχιλλείου και την ανάδειξη και μελλοντική επαναλειτουργία του αρχαίου θεάτρου χωρητικότητας 10.000 θέσεων ανάλογου μεγέθους με το θέατρο της Επιδαύρου [Εικ.12]. Η ανασκαφή του αρχαίου θεάτρου είχε ξεκινήσει από το 1910 από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Απόστολο Αρβανιτόπουλο ο οποίος αποκάλυψε μικρό τμήμα της σκηνής, ενώ το 1968 η εκσκαφή θεμελίων για την ανέγερση οικοδομής έφερε στο φως τμήμα του κοίλου. Η πρώτη μεγάλης κλίμακας απαλλοτρίωση άρχισε το 1988 και ολοκληρώθηκε το 1990 με συστηματική κατεδάφιση των πολυκατοικιών των δύο υπερκείμενων, του θεάτρου,οικοδομικών τετραγώνων, ενώ ακολούθησαν δύο ακόμα φάσεις απαλλοτριώσεων έως το 11
Εικ. 11: Αρχαία Λάρισα: Ο Πηνειός, το φρούριο, η Τάφρος. Πηγή: ICOMOS, Ελληνικό Τμήμα : Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, Διάλεξη του Π.Σταθακόπουλου: «Πολεοδομικές επεμβάσεις πάνω σε ιστορικούς ιστούς. Το παράδειγμα της Λάρισας», σελ. 112. Χαρτης με επεξεργασία. Εικ. 12: Η εικόνα του Αρχαίου Θεάτρου στις ανασκαφές του 2000. Πηγή: http://www. larissa-dimos.gr/new/index.asp?pid=3&sub=6
36
1999.53 Σύμφωνα με το Π.Μ.Ε.Α. προβλέπεται τροποποίηση των χρήσεων και σύνδεσή του με τους γύρω αρχαιολογικούς χώρους με αποτέλεσμα να μιλάμε πλέον για την ύπαρξη ενός “αρχαιολογικού πάρκου”. Το “αρχαιολογικό πάρκο” περιλαμβάνει τον χώρο της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας του φρουρίου, το αρχαίο θέατρο και το “μπεζεστένι”54 το οποίο αποκαθίσταται και μετατρέπεται σε μεταβυζαντινό μουσείο, δημιουργώντας ένα δίκτυο ιστορικής μνήμης με το κάθε μνημείο να λειτουργεί ως αναπόσπαστο τμήμα του συνόλου [Εικ. 13]. Επομένως, εδώ μπορούμε με βεβαιότητα να μιλάμε για μια προσπάθεια ανασύστασης της συνολικής ιστορίας της πόλης, αρχαίας, βυζαντινής και οθωμανικής. Παράλληλα, η απομάκρυνση των χρήσεων χονδρεμπορίου από την περιοχή της Λαχαναγοράς αποσυμφορεί την περιοχή και 12
53. Επίσημος Διαδυκτιακός τόπος του Δήμου Λαρισαίων, http://www.larissa-dimos.gr/ larissa/city/A_arxaio_theatro.shtm 54. Το μπεζεστένι (υφασματαγορά) ήταν ένας πολύ σημαντικός θεσμός των οθωμανικών πόλεων (Τουρκικά: bezesten) - η λέξη προέρχεται από την αραβική λέξη μπεζ (bez) η οποία σημαίνει ρούχο - ύφασμα, χρησιμοποιείται και για τα κεντήματα και τα υπόλοιπα ακριβά αντικείμενα και την περσική κατάληξη -ιστάν).Τα μπεζεστένια χτιζόντουσαν κατά την διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο σχεδιασμός-αρχιτεκτονική βασιζόταν στην αρχιτεκτονική των Ισλαμικών Τεμένων. Ήταν σημαντικά κτήρια και οι Οθωμανικές πόλεις χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, σε αυτές που είχαν μεζεστένια και αυτές που δεν είχαν. Εκεί πωλούνταν πολύτιμα αντικείμενα, φυλάσσονταν έγγραφα και περιουσιακά στοιχεία, γινόταν έλεγχος της ποιότητας των εμπορευμάτων και καθορίζονταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων. Τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν οι αγορές αυτές είχαν αρχιτεκτονική με θόλους.
37
26
5
23 3
11
13
4 6 8
1
7
2 12
10 9
14
24 15 17
22
21
20
16 18
19
25
Εικ. 13: Ολοκληρωμένη πεζοδρόμηση στην πόλη της Λάρισας. (Χαρτης με προσωπική επεξεργασία) Πηγή: Π.Σταθακόπουλος, “Πολεοδομικές επεμβάσεις πάνω σε ιστορικούς ιστούς. Το παράδειγμα της Λάρισας”,διάλεξη από τον συλλογικό τόμου του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS: Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, σελ. 120 1. Β’ Αρχαίο Θέατρο Λάρισας 2. Α’ Αρχαίο Θέατρο Λάρισας 3. Μητροπολιτικός Ναός Αγ. Αχιλλείου 4. Μπεζεστένι 5. Παλαιοχριστιανικά Λουτρά 6. Βυζαντινός Ναός 7. Περιοχή πρώην Λαχαναγοράς 8. Παλαιοχριστιανική Βασιλική Αγ. Αχιλλείου 9. Πλ. Εβραίων Μαρτύρων 10. Οθωμανικά Λουτρά 11. Πλ. Μητέρας 12. Πλ. Λαού 13. Πλ. Άννας Φρανκ
38
14. Παλαιοχριστιανικά Λουτρά 15. Πλ. Σάπκα 16. Πλ. Εθνάρχου Μακαρίου 17. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 18. Νέο Δημοτικό Θέατρο 19. Πλ. Ρήγα Φεραίου 20. Πεζόδρομος Κούμα 21. Πλ. Αγαμέμνονα Μπλάνα 22. Αρχαιολογικό Μουσείο Λαρισας 23. Πηνειός Ποταμός 24. Οδός Παπαναστασίου 25. Πεζόδρομος Ρούσβελτ 26. Δημοτικό Κηποθέατρο Αλκαζάρ
απελευθερώνει ωφέλιμους κενούς χώρους που μπορούν πλέον να φιλοξενήσουν πολιτιστικές και κοινωνικές χρήσεις, όπως βιβλιοπωλεία, εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια αποκατάστασης αρχαίων ευρημάτων κλπ. Η δεύτερη επέμβαση [Εικ. 14] αφορά στο κέντρο και σχετίζεται με πλέγμα πεζοδρόμων που συνδέει δύο βασικούς πόλους ανάπτυξης της Λάρισας, τον “πολιτισμό” και το “εμπόριο”, και διαμορφώνει χώρους στάσης και θέασης σε περιοχές αρχαιολογικών μνημείων. Το δίκτυο αυτό στοχεύει στην αναβάθμιση του δομημένου περιβάλλοντος συνδέοντας περιοχές κατοικίας με χώρους πρασίνου όπως το προτεινόμενο πάρκο του Αγ. Αχιλλείου, το Φρούριο, το Αλκαζάρ, τον Πηνειό και τον “αρχαιολογικό περίπατο”. Το εμπορικό κέντρο οργανώνεται γύρω από τους νέους βασικούς άξονες-πεζοδρόμους με την οδό Παπαναστασίου να ορίζεται ως διοικητικός άξονας (Δημαρχείο, Νομαρχία κλπ), την οδό Ρούσβελτ να ορίζεται ως εμπορικο-πολιτιστικός άξονας και την οδό Κούμα να παραμένει βασικός εμπορικός δρόμος-άξονας.55 Η περίπτωση της Λάρισας, διατυπώθηκε παραπάνω γιατί αποτελεί αισιόδοξο παράδειγμα επαρχιακής πόλης, η οποία ακολουθώντας έναν συνολικό πολεοδομικό οραματισμό ανασυγκρότησε το ανθρώπινο πρόσωπό της και την πολιτισμική της εικόνα. Το σχεδιαστικό εγχείρημα της Λάρισας, που είχε την εξαιρετικά σημαντική αποδοχή της τοπικής κοινότητας καθώς εγκρίθηκε και από τις λαϊκές συνελεύσεις, αφενός έφερε αναζωογόνηση στην τοπική οικονομία διαφυλάσσοντας τον αρχαιολογικό της πλούτο και αφετέρου ανέδειξε την αλληλεγγύη των πολιτών που συνέβαλαν στην διατήρηση της συλλογικής μνήμης της πόλης τους. Στο ιδιαίτερα πυκνοδομημένο κέντρο της Λάρισας, το πλέγμα των πράσινων δημοσίων χώρων, που ενισχύθηκε από την ενοποίησή του με τις περιοχές των αρχαιολογικών ευρημάτων, αναβάθμισε την ποιότητα της καθημερινότητας και ανέδειξε τον ιστορικό πλούτο της θεσσαλικής πρωτεύουσας. Ανεξάρτητα, όμως, από τη σπουδαία και αναγκαία περιβαλλοντική υπόσταση της πρότασης, βασικό αποτέλεσμα είναι η ενδυνάμωση της κοινωνικότητας και της πολιτισμικής προβολής αλλά κυρίως η καλλιέργεια της βάσης για νέα αστική συνείδηση των πολιτών.56
55. Π.Σταθακόπουλος: “Πολεοδομικές επεμβάσεις πάνω σε ιστορικούς ιστούς. Το παράδειγμα της Λάρισας”,διάλεξη από τον συλλογικό τόμο του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS: Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993 ,σελ. 122 56. Π. Σταθακόπουλος: “Αστικές Αναπλάσεις: Το εγχείρημα της Λάρισας 20 χρόνια μετά”, Οκτώβριος 2011 (http://www.nomosphysis.org.gr/articles. php?artid=4323&lang=1&catpid=1)
39
13
Αποκάλυψη αρχαίου θεάτρου
1
14
4 5
3
10
11
12 2 6 7
9 8 Εικ. 14: Γενική πολεοδομική πρόταση: Αναβάθμιση και εξυγίανση του παλιού κέντρου της Λάρισας. (Χάρτης με επεξεργασία) Πηγή: Π.Σταθακόπουλος, “Πολεοδομικές επεμβάσεις πάνω σε ιστορικούς ιστούς. Το παράδειγμα της Λάρισας”,διάλεξη από τον συλλογικό τόμου του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS: Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, σελ. 120 1. Μπεζεστένι: Αποκατάσταση και μετατροπή σε μεταβυζαντινό μουσείο 2. Αρχαίο Θέατρο 3. Παλαιοχριστιανική Βασιλική Αγ. Αχιλλείου 4. Αναψυκτήριο 5. Πάρκο με ελεύθερη διαμόρφωση και χώρους στάσης 6. Αγ. Αχίλλειος 7. Παιδότοπος με παιδική χαρά, πέργκολες, παρτέρια, και καθιστικές ζώνες με τη μορφή πλατυσκάλων 8. Ρολόι 9. Εργαστήριο αποκατάστασης και συντήρησης αρχαίων ευρημάτων 10. Ενδεικτική δυνατότητα αξιοποίησης ακάλυπτων χώρων με χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων (στον όροφο) 11. Παιδική χαρά 12. Αίθουσα Συλλόγων 13. Αρχαιολογικός χώρος με ελεύθερες διαδρομές 14. Διαμόρφωση με βαθμίδες και αραιή δενδροφύτευση που δεν περιορίζει την ορατότητα
40
3.3_ Το αρχαιολογικό τοπίο ως δοχείο ιστορίας και μνήμης Το παράδειγμα των “Αθηναϊκών Σκαμμάτων”
Ο σημερινός μέσος κάτοικος της πλειονότητας των ιστορικών πόλεων που διαθέτουν αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο, περιφερόμενος ή και εργαζόμενος σε περιοχές άμεσα συσχετιζόμενες με τον αρχαίο ιστό της πόλης του, αν και έχει επίγνωση της παρουσίας του πλούτου αυτού, στερείται της αντίστοιχης γνώσης του περιεχομένου του. Αντιμετωπίζει το ιστορικό τεκμήριο ως ένα καθημερινό σκηνικό που μπορεί δυνητικά να έχει αξία εφόσον γίνεται “κράχτης” ή ακόμα και ως ένα κενό που αποκλείει κάποιες κινήσεις ή διεισδύσεις. Η αίσθηση της ολότητας έχει χαθεί προ πολλού, καθώς το μόνο που μπορεί να αντιληφθεί είναι τρύπες στον ιστό της πόλης, “παράθυρα με θέα το παρελθόν”. Αλλά και ο μέσος επισκέπτης-τουρίστας, συχνά χειραγωγείται στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου “καταναλωτικού προγράμματος ταξιδιωτικής ξενάγησης,” ανάγοντας αφελώς καθετί αρχαϊζον σε υπέρτατη αξία και την φωτογραφική αποτύπωση του αρχαίου καταλοίπου σε αυτοσκοπό. Θα ήταν αρκετά απλουστευτικό να ισχυριστεί κανείς πως από μόνος του ένας σχεδιασμός ένταξης των αρχαιολογικών χώρων στην καθημερινότητα συνιστά ικανή συνθήκη για την αναίρεση της εσφαλμένης στάσης του ατόμου απέναντι στο ιστορικό του παρελθόν. Συγκροτεί, ωστόσο, αναγκαία συνθήκη και αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση ώστε να τεθούν οι βάσεις προς μια νέα διαδικασία επανερμηνείας του ιστορικού παρελθόντος και επανορισμού των σχέσεων του σύγχρονου ανθρώπου μ’ αυτό. Σύμφωνα με την Christine Boyer , “τα επάλληλα στρώματα ιστορικού χρόνου ή τα διαφορετικά αρχιτεκτονικά δεδομένα καλλιεργούν μια εμπειρία ποικιλομορφίας στην σύγχρονη πόλη. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αυτά τα αρχιτεκτονικά ίχνη έγιναν σημαντικά μέρη άντλησης ευχαρίστησης. Ίσως είναι η “άπιαστη” ποιότητα αυτών των παλαιών τόπων ή η αβέβαιη κατάσταση της ύπαρξής τους που να προσφέρει τέρψη στον θεατή. Ή η τέρψη μπορεί να προκύπτει από το ότι αυτά τα θραύσματα ανασύρουν ξεχασμένες μνήμες ή επειδή η αρχέγονη λειτουργία τους και ο αρχικός σκοπός της ύπαρξής τους έχουν σβήσει, επιτρέποντας στον παρατηρητή να τα υποκαταστήσει με επινοημένες παραδόσεις και φανταστικές διηγήσεις. Ίσως να είναι πάλι, επειδή αυτά τα ίχνη του παρελθόντος διακόπτουν τον συνηθισμένο γρήγορο ρυθμό ζωής και ως “αντιρροές’” αντίστροφες πορείες στον ρου των γεγονότων, προς στιγμήν ανατρέπουν τις κατευθύνσεις και τα σχέδια του ταξιδιώτη.” 57Αυτήν ακριβώς την “άπιαστη” ευχαρίστηση καλούνται να προσφέρουν οι αρχαιολογικοί χώροι στο σήμερα, όταν, υπό την προϋπόθεση της 57. M. C. Boyer : The city of collective memory, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts London, 1994, σελ.19
41
ένταξής τους στην καθημερινότητα, καταστούν βίωμα από τον σύγχρονο άνθρωπο. Η οργανική ενσωμάτωση των αρχαιολογικών χώρων στον αστικό ιστό και σε συνθήκες αστικής καθημερινότητας μπορεί να λειτουργήσει, παράλληλα, ως έναυσμα για την ιχνηλασία του παρελθόντος και για την εξερεύνηση των επάλληλων στρωμάτων και διαδοχικών μετασχηματισμών της πόλης. Ο κάτοικος, με άλλα λόγια, καλείται να γίνει εξερευνητής, “τουρίστας” μέσα στην ίδια του την πόλη, να ανακαλύψει τις διαδοχικές εγγραφές της , για τις οποίες ωστόσο ελάχιστα γνωρίζει σε βάθος. Στα πλαίσια αυτής της εξερεύνησης τίθεται και ένα βασικό ερώτημα, αναφορικά με το αν η τοπιακή παρέμβαση58 οφείλει, εν τέλει, να ερμηνεύει το χώρο - δηλαδή, να ορίζει μια πορεία ή να επισημαίνει κάποια σημεία- ή οφείλει να βρισκεται σε ηπιότερη συνθήκη σε σχέση με τον χώρο, προκειμένου ο επισκέπτης να συγκροτεί την προσωπική του ερμηνεία. Ο αστικός αυτός εξερευνητής, καθοδηγούμενος ή όχι από τις τοπιακές αυτές παρεμβάσεις, ανακαλύπτει τις επάλληλες προσπάθειες κοινωνικής οργάνωσης. Άλλωστε, “τα επάλληλα στρώματα συνιστούν ισχυρότατο εποπτικό παράδειγμα των διαφοροποιημένων ιστορικά προσεγγίσεων με τις οποίες οι κοινωνίες “καταλαμβάνουν” τον αστικό χώρο” 59.Ταυτόχρονα, του δίνεται η ευκαιρία να κατανοήσει τον νου των περασμένων γενεών, αλλά και την χρονική σχετικότητα, τον περιορισμένο χρονικό ορίζοντα κάθε εκφραστικού εγχειρήματος που έχει αποκτήσει χωρική διάσταση. Ιδιαίτερα οι δομές που επιβιώνουν μετασχηματιζόμενες στη διάρκεια του χρόνου, αποτελούν κατ’εξοχήν στοιχεία, που υπερβαίνουν τη χρονική και ιστορική συγκυρία και αποκαλύπτουν τις βαθύτερες σχέσεις με την γη και τον τόπο. Διακρίνοντας κανείς την στρωματογραφία της πόλης, καθίσταται δυνατό να “επιστρέψει στην αρχέγονη κατάσταση και ξεκινώντας από εκεί να αναγνωρίσει και να αντιληφθεί, ως κάτι κατανοητό και λελογισμένο, τις πρώτες απόπειρες για τη δημιουργία των μορφών και ύστερα την ανάπτυξη των νέων διαμορφώσεων και εν τέλει τη συνένωση όλων των διαμορφώσεων όσων γεννήθηκαν έτσι, η μια μετά την άλλη σε ένα πλήρες σύστημα.” 60 Άλλωστε, ακριβώς αυτή η αποτύπωση της συνέχειας των μεταβολών προσφέρει συγκριτική γνώση στο μέλλον, δεδομένου ότι η διατήρηση της ιστορίας δεν αφορά απλώς μια επιλογή αισθητικής τάξης, αλλά στοιχείο που μας επιτρέπει, τόσο σε εμάς όσο και στις μελλοντικές 58.Η τοπιακή παρέμβαση, στην περίπτωση αυτή, νοείται ως βελτίωση των όρων σε δευτερεύοντα στοιχεία, που οφείλουν να αναδείξουν την αρχαιολογική ποιότητα περιγράφοντας μια διαδρομή εντός του αρχαιολογικού χώρου ή παράγοντας ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον με φυτεύσεις ή πρόσθετες κατασκευές. 59. Δ.Φιλιππίδης - Κ.Μωραϊτης: “Η Ιστορική επαλληλία των πόλεων ως συνθετικό αίτημα για τον φυσικό σχεδιασμό”, διάλεξη από τον συλλογικό τόμο του Ελληνικού Τμήματος του ΙCOMOS: Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, σελ.22 60. Στον προηγούμενο τόμο, διάλεξη της Α.Πεχλιβανίδου - Λιάκατα, “Καλαμάτα: Ανάγνωση χωρικών δομών – η ιστορία και ο σχεδιασμός της προστασίας”, σελ. 146
42
κοινωνίες την εξαγωγή συμπερασμάτων.61 Μέσα από μια τέτοια επανερμηνεία, περιορίζεται και ο υπαρκτός κίνδυνος που ελλοχεύει όσον αφορά στην αναγνώριση των μνημείων γενικότερα, άρα και των αρχαιολογικών χώρων που εξετάζουμε, ως των μόνων που εμπεριέχουν αισθητικές αξίες, με αποτέλεσμα να θεωρούνται ως τα κατ’εξοχήν έργα τέχνης. Εντασσόμενοι στην καθημερινότητα, οι αρχαιολογικοί χώροι, αποβάλλουν αυτήν την κακώς νοούμενη αισθητική “μυθοποίησή” τους και γίνονται αντιληπτοί ως στοιχεία που προέκυψαν εξελικτικά στον χρόνο και που στόχος είναι να διατηρούνται, όχι απλά ως αισθητικά ανώτεροι μεν, νεκροί ωστόσο, αστικοί συντελεστές, αλλά ως προωθητικοί συντελεστές στην ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης που τείνει δυναμικά προς την εξέλιξη. Παράλληλα, η παρουσία του χρόνου, που εμπεριέχεται μαζί με την χωρική εμπειρία του ιστορικού τόπου, λειτουργώντας ως μια “τέταρτη διάσταση” για την αντίληψή του, ενεργοποιεί τη δυνατότητα της μνήμης. Και ακριβώς αυτή η δυνατότητα δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, στα πλαίσια της δεδομένης διερεύνησης, υπό το πρίσμα της θεώρησης πως όταν ο αρχαιολογικός χώρος ενσωματώνεται οργανικά στην αστική καθημερινότητα, μετατρέπεται σε ουσιώδες βίωμα του κατοίκου της πόλης. Μόνο υπό την προϋπόθεση αυτής της βιωμένης εμπειρίας, αναπτύσσεται και η ικανότητα του ατόμου να εντυπώνει στο χώρο της συνείδησης αντιλήψεις και παραστάσεις του έξω κόσμου, να τις διατηρεί και να τις αναζωογονεί, να διαμορφώνει, με άλλα λόγια μνημονικές συνάψεις. “Η μνήμη”, σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Maurice Halbwachs, “πρέπει να συνδεθεί με την βιωμένη εμπειρία, διαφορετικά περιορίζεται στην “ιστορία”, γίνεται ένα απόσπασμα ή διανοουμενίστικες ανακατασκευές, αβάσιμες ή πλαστές αναμνήσεις. Επιπλέον, πάντα η μνήμη ξεδιπλωνόταν στον χώρο και ως εκ τούτου, η ενέργεια της επανάκτησης μνήμης συνδέεται άμεσα με την χωρική ανακατασκευή”62. Και χωρίς κανείς να αμφισβητεί την σημασία της ιστορίας ως αναντικατάστατης πηγή πληροφορίας, ο ρόλος της, ωστόσο, όπως έχει υποστηρίξει και ο L.Strauss περιορίζεται “ως αφετηρία για την αναζήτηση της κατανοητότητας. Οδηγεί παντού, φτάνει να βγει κανείς απ’ αυτήν”63. Η μνήμη επιδιώκει λοιπόν, να αναιρέσει, να “ανατινάξει” αυτά τα αυστηρά καθορισμένα ιστορικά πλαίσια, που απομακρύνουν από το παρελθόν, κατά μία έννοια, και να εισέλθει μέσα στο παρελθόν, εγκαθιδρύοντας μια ζωτική σχέση μ’ αυτό. Ωστόσο, η μνήμη δεν έχει τόση σημασία ως φυσική νοητική, υποκειμενική
61. Κ. Μωραΐτης, συζήτηση στα πλαίσια εκπόνησης της διάλεξης 62. C. Boyer: The city of collective memory, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts London, 1994, σελ.26 63. Α.Πεχλιβανίδου - Λιάκατα “Καλαμάτα: Ανάγνωση χωρικών δομών – η ιστορία και ο σχεδιασμός της προστασίας”, διάλεξη από τον συλλογικό τόμο του Ελληνικού Τμήματος του ΙCOMOS: Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Επτάλοφος, Αθήνα, 1993, σελ. 134
43
συνθήκη. Σύμφωνα με τον Halbwachs, στα γραπτά του το 1920 περί Συλλογικής Μνήμης, η μνήμη είναι απαραιτήτως κοινωνική, “ένας άνθρωπος που θυμάται μόνος του, αυτά που οι άλλοι δεν θυμούνται, μοιάζει με κάποιον που δεν βλέπουν οι υπόλοιποι. Είναι σαν να υποφέρει από παραισθήσεις.”64 Και συμπληρώνει ο αρχιτέκτονας Peter Eisenman, “αν ο χρόνος της ιστορίας είναι ο χρόνος των εξωτερικών γεγονότων, ο χρόνος της μνήμης είναι ο ψυχολογικός χρόνος του συλλογικού”. 65 Θεωρούμε, λοιπόν, ότι όταν οι αρχαιολογικοί χώροι καταστούν ζωτικό τμήμα του αστικού ιστού και διαδραματίσουν τον ρόλο τους ως ζωντανά ίχνη του παρελθόντος στην καθημερινότητα του παρόντος, τότε είναι δυνατό να λειτουργήσουν ως ενεργοί μηχανισμοί αφύπνισης της συλλογικής μνήμης της κοινωνίας της ιστορικής πόλης. Κάθε αρχιτεκτονικό δημιούργημα είναι ένας τόπος προνομιακής εγγραφής των κοινωνικών γεγονότων και των νοημάτων καθώς και ένας βασικός μηχανισμός υπόμνησής τους προς το συλλογικό υποκείμενο. Πόσο μάλλον οι αρχαιολογικοί χώροι που, ως υλική και συμβολική παρουσία μέσα στην πόλη, είναι φορτισμένοι με το βάρος ιστορικών γεγονότων και συγκυριών πολλών προγενέστερων αιώνων. Αλλά αυτή ακριβώς η “συλλογική μνήμη” δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως μια αόριστη, ασαφούς νοήματος, έννοια, αλλά ως απαραίτητη συνθήκη για τη συγκρότηση όρων κοινωνικής συνοχής, υποδεικνύοντας στο κοινωνικό σύνολο – στην περίπτωσή μας στους κατοίκους της ιστορικής πόλης- ότι έχει εύρος ζωής μεγαλύτερο από τον παρόντα χρόνο, επομένως έχει και τις δυνατότητες και την υποχρέωση να επαυξήσει το χρόνο ζωής του πέραν του πεπερασμένου χρόνου μίας γενεάς. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο πιστοποιείται η σχέση με το ιστορικό παρελθόν ή γίνονται κατανοητές οι εθνικές καταβολές , αλλά και δίνεται το έναυσμα για την παραγωγή προβολών στο μέλλον, σε πνεύμα αναζωογονημένης εθνικής συνείδησης, ενισχυμένης αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης για την κατοίκησή μας. Σύμφωνα με τον Daly, “ Το να παραμελούμε την ιστορία, το να παραμελούμε την μνήμη, αυτή που ανήκει στους προγόνους μας, ισοδυναμεί με το να αρνούμαστε τους ίδιους μας τους εαυτούς, το να οδηγούμαστε στην αυτοκτονία”.66
64. M. C. Boyer : The city of collective memory, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts London, 1994,σελ. 26 65. A. Rossi: Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 6-12 66. M. C. Boyer, στο προηγούμενο, σελ.16
44
Το παράδειγμα των “Αθηναϊκών Σκαμμάτων”/ Στην περίπτωση της Λάρισας, την οποία εξετάσαμε ως μια ευφυή βελτίωση του επιχειρηματικού κέντρου της πόλης, η εντύπωση που προκαλείται στον θεατή είναι ότι η πόλη αυτή καταφέρνει έτσι να ανασύρει από το βάθος της θεσσαλικής γης έναν πλούτο που τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια θεωρούνταν ευτελής ή μειωμένης σημασίας, σε σχέση με τις οικονομικές αναπτυξιακές απαιτήσεις μας. Αυτός ο πλούτος που εκρήγνυται από τα σωθικά της πόλης, μπορεί να αποτελέσει εν τέλει το κεντρικό στοιχείο παραγωγής της αστικής φυσιογνωμίας της. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που εκμεταλλεύεται, σε επίπεδο συνολικής ιδεολογικής πρότασης, μια ενδιαφέρουσα μελέτη για την κεντρική περιοχή της Αθήνας. Πρόκειται για την πρόταση των Αριστείδη Αντονά, Κατερίνα Κουτσογιάννη και Πλάτωνα Ησαϊα, η οποία απέσπασε Εύφημο Μνεία, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού, “Rethink Athens”, για την ανασυγκρότηση του κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου. Η συγκεκριμένη πρόταση επιλέχθηκε να παρατεθεί στην διάλεξη, καθώς αποτελεί έναν σύγχρονο οραματισμό για τον χειρισμό και την ανάδειξη αρχαίων ευρημάτων και μνημειακών συνόλων με έναν ιδιωματικό “αρχαιολογικό” τρόπο προσέγγισης. Ασφαλώς, η κλίμακα της πρότασης των «Αθηναϊκών Σκαμμάτων» στον διαγωνισμό «Rethink Athens» είναι μη συγκρίσιμη με την αντίστοιχη κλίμακα της Θήβας, επαρχιακής πόλης που αντιμετωπίζεται, στη συγκεκριμένη διάλεξη, ως αντιπαράδειγμα χειρισμού των αρχαιολογικών της ευρημάτων. Ωστόσο, η αδιάκοπη κατοίκηση για χιλιετίες και των δύο πόλεων, η δυναμική τους παρουσία στην αρχαιότητα αλλά και η πολιτισμική τους συνεισφορά συνιστούν παράγοντες που θα μπορούσαν ίσως να καταστήσουν την πρόταση αυτή για την Αθήνα πηγή σχεδιαστικών προθέσεων για ιστορικές πόλεις της ελληνικής επαρχίας, όπως η Θήβα. Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε στους στόχους του διαγωνισμού, “Rethink Athens”, πριν διερευνήσουμε την πρόταση των «Αθηναϊκών Σκαμμάτων». Βασική πρόθεση είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Αθήνας μέσω ενός διπόλου, τόσο ως προς την επιχειρηματική της κινητικότητα αλλά και ως προς την ιστορική και πολιτιστική της φυσιογνωμία. Συνεπώς στο πλαίσιο αυτό, κρίθηκε απαραίτητη, παράλληλα με την κυκλοφοριακή αποσυμφόρησή του αθηναϊκού κέντρου, η δημιουργία ενός πολεοδομικού μοντέλου με εξωστρεφή χαρακτηριστικά ως προς το κοινωνικό σύνολο. Βάσει αυτής της κατεύθυνσης, δημιουργείται ένα δίκτυο ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων με τα μεγάλα αρχαιολογικά μουσεία και τα ισχυρά πεδία της σύγχρονης πολιτιστικής και εμπορικής δραστηριότητας. Η οδός Πανεπιστημίου πεζοδρομείται αναδεικνύοντας την περίφημη Αθηναϊκή TριλογίαΑκαδημία-Πανεπιστήμιο-Βιβλιοθήκη- η Πατησίων πεζοδρομείται μέχρι το ύψος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, η Αμαλίας ενώνεται με την Πανεπιστημίου και την Πατησίων μέσω λειτουργικής γραμμής τραμ, ενώ διαμορφώσεις πλατειών όπως της Ομόνοιας ή της Δικαιοσύνης και επιμέρους επεμβάσεις στο ιστορικό τρίγωνο ολοκληρώνουν αυτή την πολεοδομική μελέτη.[Εικ.15] 45
πρόταση των «Αθηναϊκών Σκαμμάτων» αντιμετωπίζει την Αθήνα ως διπλή Η συνάρτηση, τόσο τονίζοντας την σημερινή της κατάληξη ως κέντρο της παγκόσμιας χρεοκοπίας όσο και ζυγίζοντας την σημασία της ως αστικού σχηματισμού χαρακτηρισμένου από ίχνη της αρχαίας και πρόσφατης ιστορίας.67 Συνεπώς, η πρόταση αυτή, ακολουθώντας τους προσανατολισμούς του διαγωνισμού, διαβάζει μέσω της αναπτυξιακής πολιτικής ανασυγκρότησης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, την ανάγκη ανασυγκρότησης της ίδιας της ιστορίας της πόλης και της επαναφοράς στο προσκήνιο του δημόσιου χώρου. Τα “Αθηναϊκά Σκάμματα” θεωρούν ότι η σημασία της πόλης εμπεριέχεται στα ίχνη του παρελθόντος όσο και του πρόσφατου παρόντος68 , συνεπώς, τα ευρήματα παρατίθενται με τρόπο “αφηγηματικό” ξεδιπλώνοντας την ιστορία της πόλης και λειτουργώντας ως δοχεία μνήμης που αποδεικνύουν την αδιάλειπτη ανθρώπινη παρουσία στον αθηναϊκό ιστό. Οι ιστορικές αυτές αφηγήσεις ανοίγουν έναν διάλογο πάνω στον πολιτιστικό προσανατολισμό της σύγχρονης Ελλάδας, στις λαθεμένες πολιτικές πρακτικές που εκποίησαν τον αρχαιολογικό αυτό πλούτο καθώς επίσης και στην επανερμηνεία της έννοιας της “αρχαιολογίας” ως διαδικασία ανοιχτή προς το κοινωνικό σύνολο που δεν στέκεται πλέον στατικό και αμέτοχο. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική γλώσσα του Πικιώνη, με έμφαση στην οργάνωση του αρχαίου θραύσματος -όπως αποτυπώνεται στο λόφο του Φιλοπάππου-, αλλά και την αποκάλυψη του αρχαιολογικού υποβάθρου μέσω της αρχιτεκτονικής επίλυσης του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης από τον Tschumi, η συγκεκριμένη πρόταση προσπαθεί να εισάγει μια διαφορετική “Αρχαιολογία”69, σύμφωνα με την οποία εμφανίζεται μια χωρική στρατηγική αφαίρεσης, οργάνωσης και επανένταξης θραυσμάτων της συνεχούς κοινωνικής δραστηριότητας της πόλης, αναζητώντας, παράλληλα, τρόπους πολλαπλής ενεργοποίησης της υφιστάμενης αστικής ύλης. Οι συντελεστές της πρότασης, αναγνωρίζουν την “αρχαιολογία ως βασική κληρονομημένη στρατηγική με την οποία σχεδιάστηκε η Αθήνα” και το ενδιαφέρον πλέον επικεντρώνεται στην “αναζήτηση εκδοχών της στην σημερινή παγκόσμια συνθήκη και στη σημερινή Αθήνα”,70 ώστε να καταστεί μια σημαίνουσα αστική στρατηγική. Συζητώντας μάλιστα περί “Αρχαιολογίας” ως πρακτικής, αναφέρονται όχι απλώς σε μια τυπική αρχαιολογική διαδικασία, 67. “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal”, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013, σελ. 3, παράγραφος “Αθηναϊκά Σκάμματα” (http://www. rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/ RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf) 68. Ο.π., σελ. 4 69. “Ευρωπαϊκός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την ανασυγκρότηση του κέντρου της Αθήνας, Έκθεση αποτελεσμάτων”, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013, σελ. 17, παράγραφος “Αθηναϊκά σκάμματα” (http://www.greekarchitects.gr/site_parts/doc_files/rethink.athens.2013.02.diakriseis.pdf) 70.Αποσπάσματα από απαντήσεις των Πλάτωνα Ησαϊα και Αριστείδη Αντονά σε ερωτηματολόγιο που αποστείλαμε ηλεκτρονικά, ώστε να λειτουργήσει συμπληρωματικά σε σχέση με το ήδη δημοσιευμένο υλικό.
46
Εικ. 15: Συνολική περιοχή πρότασης. Πηγή: Περιοδικό “Δομές”, Τεύχος 116, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013
47
αλλά σε μια αρχειακή τεχνική, μέθοδο για να δημιουργηθούν κατηγορίες, να εξαχθούν χαρακτηριστικά και να οριστούν αφηγήσεις μέσω της παρατήρησης και της μελέτης των διεσπαρμένων θραυσμάτων του αθηναϊκού εδάφους. Η πρόταση των «Αθηναϊκών σκαμμάτων» δεν βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο αρχαιολογικό εύρημα για την διάρθρωσή της, αλλά διαμορφώνει ένα δίκτυο προαποφασισμένων και οριοθετημένων περιοχών αρχαιολογικής ανασκαφής που ξεκινούν από το Ναό του Ολυμπίου Διός έως και τις πλατείες Δικαιοσύνης και Ομόνοιας. Η κεντρική ιδέα διαρθρώνεται πάνω σε έναν συνεχή περίπατο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες, που ξεκινά από την Λ. Συγγρού -όπου και συνδέεται με τη Διονυσίου Αεροπαγίτου-, περνά από το Ζάππειο και τον Εθνικό Κήπο, διασχίζει το Σύνταγμα και γίνεται “ο Νέος Άξονας της Πανεπιστημίου” - θύλακας με δύο κατευθύνσεις: την Ομόνοια και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Πατησίων. Αυτός “ο “Νέος Άξονας της Πανεπιστημίου” γίνεται η πειραματική πλατφόρμα, όπου οι λειτουργικές και προγραμματικές ανάγκες του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος αντιμετωπίζονται ως μέρη μιας αφήγησης που εξετάζει την πόλη ιστορικά με υλικό τρόπο”.71 Η ανασυγκρότηση του αθηναϊκού ιστορικού κέντρου, μέσω της συγκεκριμένης πρότασης, πραγματοποιείται μέσω μιας σειράς σχεδιαστικών εργαλείων στην υπηρεσία της ιδιωματικής αρχαιολογικής της προσέγγισης: τα σκάμματα, τα περάσματα, τα δημόσια δώματα και τα στέγαστρα. Στο επίπεδο του δρόμου, τα σκάμματα και τα ορύγματα γίνονται σε προκαθορισμένες θέσεις που επιλέγονται με κριτήρια της σημερινής πόλης, με πρόθεση να αναδείξουν “οποιοδήποτε εύρημα” δηλαδή είτε παλαιότερης είτε σύγχρονης εποχής.72Τα ιδιόρρυθμα αυτά σκάμματα φέρνουν στο φως, εκτός από αρχαία ή μεσαιωνικά ευρήματα, και τις σύγχρονες δομές της πόλης όπως δίκτυα υποδομών, σωλήνες, σκληρά δομικά επίπεδα τα οποία προβάλλονται συνδυαστικά με τα αρχαιότερα ευρήματα και υπογραμμίζουν έτσι την παράδοξη σύνθεση του αθηναϊκού εδάφους. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Π.Ησαϊας και Α.Αντονάς, “στην πρότασή μας, “ιστορική εγγραφή” και εύρημα καθίσταται κάθετι το τυχαίο που ανακαλύπτεται στο σημείο της εκσκαφής. Η οργάνωση των σκαμμάτων χωρικά σε στρατηγικά σημεία προηγείται της ανακάλυψης του ευρήματος. Αφήνουμε να εγγραφεί στο σύγχρονο πεδίο της Αθήνας ό,τι τυχόν βρεθεί στο σημείο του ορύγματος. Χορογραφούμε και σκηνοθετούμε ακριβώς
71. “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal”, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013, παράγραφος “Γενική Στρατηγική” (http://www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/RethinkAthens2LL00000000-11.pdf) 72. Κάτω από την οδό Πανεπιστημίου θα εντοπιστούν μοιραία τα ερείπια εκτεταμένου αρχαίου αθηναϊκού νεκροταφείου και οι εργασίες των σκαμμάτων πρόκειται να αναδείξουν βέβαια και αυτά.
48
τις φάσεις αυτής της ανακάλυψης απρόσμενων και τυχαίων υλικών από τους κατοίκους της πόλης, που όπως σημειώνεται παραπάνω περιλαμβάνει πέραν των “αρχαιολογικών ευρημάτων” με την τυπική έννοια, δίκτυα υποδομής, υπόγειους χώρους, περάσματα και έδαφος.”73 Συνεχίζοντας με τη συνθετική δομή των σκαμμάτων, είναι χρήσιμο να τονίσουμε ότι για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, οι αρχαιολόγοι σύμφωνα με υπάρχον υλικό από εκσκαφές ή βιβλιογραφικές αναφορές έχουν παράγει καταγραφές των ενδεχομένων αρχαιολογικών ευρημάτων του υπεδάφους. Η μελέτη αυτή λειτουργεί συμπληρωματικά στην πρόταση, δεδομένου ότι βάσει αυτής, έχουν επιλεγεί, οι προκαθορισμένες θέσεις αυτών των ορυγμάτων, υπό τη μορφή “κουτιών”. [Εικ.16] Τα “κουτιά” αυτά, τα οποία δεν ξεπερνούν τα 2μ. βάθος, καθίστανται ανοιχτά προς το κοινωνικό σύνολο φιλοξενώντας ποικίλες χρήσεις όπως παρουσιάσεις εκθέσεων, καθιστικούς χώρους με κατάλληλο φωτισμό κατά μήκος της πεζοδρομημένης διαδρομής, μικρούς αμφιθεατρικούς χώρους για συλλογικές δραστηριότητες, όπως στην περίπτωση της εκτεταμένης ανασκαφής της πλατείας Δικαιοσύνης. Η ανασκαφική διαδικασία χωρίζεται σε 3 βήματα. Στο πρώτο βήμα κατασκευάζεται μια “εδαφική σχάρα”, δηλαδή ένα χωρικά ορισμένο πλαίσιο, πάνω στο οποίο σε δεύτερη φάση πραγματοποιείται η αρχαιολογική εκσκαφή από τους ειδικούς. Καθ ‘όλη τη διάρκεια της ανασκαφής, τοποθετούνται περιμετρικά του σκάμματος ελαφριές-αφαιρούμενες κατασκευές οι οποίες αφενός το προστατεύουν από τις καιρικές συνθήκες ή τους βανδαλισμούς και αφετέρου επιτρέπουν στους περαστικούς να παρατηρήσουν τη διαδικασία, ως ένα “θεατρικό δρώμενο”74 [Εικ. 17,18,19,20]. Η τρίτη και τελευταία φάση περιλαμβάνει τη συνολική κατασκευαστική επίλυση προκειμένου οι χώροι αυτοί να είναι προσβάσιμοι από το κοινό, όπου αυτό είναι δυνατόν, και να λειτουργούν ως παράθυρα προς το παρελθόν πλήρως ενταγμένα στις καθημερινές διαδρομές. Σε σχέση, μάλιστα, με το ζήτημα του σεβασμού και της προστασίας, από μέρους του κοινωνικού συνόλου, των παραγόμενων από την ανασκαφή χώρων, τονίζεται ότι “ Κάθε αρχιτεκτονική εκτίθεται με κάποιον τρόπο στην πόλη όπου κατασκευάζεται. Η πόλη προστατεύει ή όχι την αρχιτεκτονική και οι πολίτες την σέβονται ή όχι. Οι έννοιες του σεβασμού και της προστασίας είναι σχετικές. Ο κοινός βανδαλισμός είναι πιθανώς προβληματικός, ωστόσο στην πρόταση εμπεριέχεται μια ανοίκεια συνύπαρξη τυπικών αρχαιολογικών ευρημάτων με στοιχεία όπως τα δίκτυα υποδομής, σκληρά υλικά αστικών δαπέδων και αρχιτεκτονικών κατασκευών. Θα μπορούσε η πρόταση να φαντάζει η ίδια ως
73. Αποσπάσματα από απαντήσεις των Πλάτωνα Ησαϊα και Αριστείδη Αντονά σε ερωτηματολόγιο που αποστείλαμε ηλεκτρονικά, ώστε να λειτουργήσει συμπληρωματικά σε σχέση με το ήδη δημοσιευμένο υλικό. 74. “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal”, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013, παράγραφος “Τεχνικές Λεπτομέρειες/Αρχές”, σελ.13 (http:// www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/ RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf)
49
16
17
18
19
Εικ 16: Τα τοπικά σκάμματα “κουτιά” Εικ. 17,18,19,20: Διαφορετικές εκδοχές των ελαφριών κατασκευών τοποθετούμενων περιμετρικά των σκαμμάτων
20
50
(πηγή : “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal», http://www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_ entries/pdf_results_2/LL00000000/ RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013)
ιδιότυπη πράξη βανδαλισμού στη γραφειοκρατία της αρχαιολογικής υπηρεσίας.”75 Χαρακτηριστική σχεδιαστική προσέγγιση, στη λογική του γεωμετρικά καθορισμένου αρχαιολογικού σκάμματος, συνιστά η πλατεία Δικαιοσύνης που σήμερα αποτελεί έναν παραμελημένο χώρο αποκομμένο από τον αστικό ιστό. Ένας χώρος κάτω από την επιφάνεια κίνησης προτείνεται σε αμφιθεατρική μορφή, λειτουργώντας μαζί με το, χωρίς χρήση σήμερα, Δικαστήριο στην οδό Σταδίου. Οι πεζοί θα έχουν τη δυνατότητα να κατεβαίνουν στην περιοχή των ευρημάτων του αρχαίου νεκροταφείου ενώ ακόμα και κατά τη διάρκεια της εκσκαφής θα μπορούν να παρακολουθούν τη διαδικασία μέσω εξεδρών και περασμάτων που θα τοποθετηθούν προκειμένου να συνδέσουν την περιοχή με τον άξονα της Πανεπιστημίου. [Εικ.21] αποκάλυψη δικτύου νεότερων υποδομών
εκταταμένη ανασκαφή με βάση την αρχαιολογική έρευνα
21 Εικ 21: Πρόταση για την νέα πλατεία Δικαιοσύνης (πηγή : “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal», http:// www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/ RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013) 75. Αποσπάσματα από απαντήσεις των Πλάτωνα Ησαϊα και Αριστείδη Αντονά σε ερωτηματολόγιο που αποστείλαμε ηλεκτρονικά, ώστε να λειτουργήσει συμπληρωματικά σε σχέση με το ήδη δημοσιευμένο υλικό.
51
22 23
Εικ.22: Περάσματα, δώματα και στέγαστρα. Πηγή: “Quaderns d’arquitectura i urbanisme”, http://quaderns.coac.net/en/2013/06/athenian-trench/ Εικ 23: Η ιδιαίτερη ανασύνθεση του Αθηναϊκού εδάφους. Πηγή : “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal, http://www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/RethinkAthens2LL00000000-11.pdf, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013
52
Παράλληλα με την παρουσία των σκαμμάτων, η πρόταση προβάλλει μια ιδιαίτερη ιδέα για τον χειρισμό του Αθηναϊκού εδάφους. Δημιουργείται ένας πυκνός ορθογωνικός κάνναβος πάνω στον οποίο τοποθετούνται ταξινομημένα οικοδομικά υλικά που αποτελούν τον όγκο εδαφικής ύλης που, είτε αφαιρέθηκε από τα σκάμματα του άξονα της Πανεπιστημίου για να αποκαλυφθούν τα ευρήματα, είτε από την υποχρεωτική ανασκαφή που θα πραγματοποιηθεί βάθους 1,5 -2 μ. προκειμένου να τοποθετηθούν οι γραμμές του τραμ. Χώμα, τούβλα, πλακίδια, πέτρες, επεξεργασμένα κομμάτια ασφάλτου ενσωματώνονται στην προτεινόμενη σχηματοποιημένη πλακόστρωση και επανεντάσσονται στον χώρο με διαφορετική πλέον λογική συνθέτοντας το αινιγματικό “Αθηναϊκό έδαφος”.76[Εικ.22] Όπως ο Πικιώνης δημιούργησε ένα “μωσαϊκό μνήμης” στους λόφους του Φιλοπάππου χρησιμοποιώντας ως κατασκευαστική ύλη τα ευρήματα και τα τυχαία τμήματα των αρχαίων ερειπίων, στα πλαίσια μιας αντι-μουσειολογικής αντιμετώπισης, έτσι και η συγκεκριμένη πρόταση επαναπροσδιορίζει αυτήν την τεχνική στο παρόν. Το μοτίβο του άλλοτε τυχαίου κομματιού συγκροτεί πλέον μια κατασκευαστική ενότητα, ερμηνεύοντας το αθηναϊκό τόπο ως ένα παλίμψηστο στο οποίο αποτυπώνονται οι διαδοχικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Τέλος, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι αυτή η λογική της επανένταξης του τυχαίου θραύσματος ως επιλογή αυτής της ιδιόρρυθμης πλακόστρωσης, χρησιμοποιείται εμφατικά ως προς τις διαμήκεις ροές της προτεινόμενης διαδρομής, ενώ σε περιπτώσεις μεγαλύτερων ενοποιητικών χειρονομιών συμβολικού κυρίως χαρακτήρα, όπως στην πλατεία Συντάγματος, επιλέγεται η χρήση ενιαίου υλικού (συνήθως κυβόλιθοι).
76. “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013,παράγραφος “Μοτίβο”, σελ. 15 (http://www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/RethinkAthens2LL00000000-11.pdf)
53
Η δεύτερη κατηγορία “σκαμμάτων” κτιριακού όγκου ή αλλιώς τα περάσματα, δίνει μια νέα διάσταση στην εξέλιξη των ημι-δημόσιων/ημι-ιδιωτικών χώρων της πόλης με σαφή κοινωνική διάσταση. Η αφαίρεση τοίχων ανενεργών ιδιοκτησιών, η χρήση κλιμακοστασίων που οδηγούν σε αστικά δημόσια δώματα και οι ροές ανθρώπων σε άλλοτε υποβαθμισμένα περάσματα διαμορφώνουν μια νέα αντίληψη για τον εσωτερικοποιημένο δημόσιο χώρο77 ο οποίος αποτελεί την ραχοκοκαλιά της εμπορικής και πολιτιστικής ανασυγκρότησης του κέντρου. Η οργάνωση του χώρου απελευθερώνεται από τα αυστηρά όρια του “άξονα της Πανεπιστημίου” και εισέρχεται στα οικοδομικά τετράγωνα ως μια διαδικασία απορρόφησης κοινωνικής ζωής, με τα ισόγεια των κτηρίων να φιλοξενούν ποικίλες μορφές συνεργασίας όπως καταστήματα, εργαστήρια, χώρους συλλογικών εγκαταστάσεων ή εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που μπορούν να συσχετιστούν με το Πανεπιστήμιο, τον Δήμο ή άλλους δημόσιους οργανισμούς. [Εικ.21] Τα δημόσια δώματα και στα στέγαστρα λειτουργούν συμπληρωματικά ως προς τα “περάσματα”. Στόχος να μεταμορφωθούν οι υποβαθμισμένοι χώροι των δωμάτων σε ενεργούς συμμετόχους της κοινωνικής ζωής, μέσω της εγκατάστασης σ’ αυτούς σειράς δημόσιων χρήσεων, αλλά και χώρους ανάδειξης του ιδιαίτερου Αθηναϊκού τοπίου. Παράλληλα, τα στέγαστρα λειτουργούν ως ελαφριές προστατευτικές δομές του δημόσιου χώρου, ακολουθώντας και αυτά τις οργανωτικές αρχές σύνθεσης του εδάφους. Σε κεντροβαρικό στοιχείο της πρότασης αναδεικνύεται το αστικό πεδίο που περιλαμβάνει τις πλατείες Κοραή και Κλαυθμώνος σε άμεση σχέση με τη Νεοκλασική Τριλογία [Εικ.24]. Κύριο χαρακτηριστικό της πρότασης, το επιβλητικό στέγαστρο επί της Κοραή, που μετατρέπει αυτό το σημείο της διαδρομής σε έναν ημιυπαίθριο χώρο, ενώ παράλληλα, ποικίλα σκάμματα αστικού χώρου αποκαλύπτουν τμήματα του υπόγειου σταθμού μετρό και άλλα ευρήματα. Αυτή η ενέργεια ξεκινά από το νότιο όριο της πλατείας Κλαυθμώνος με εκτεταμένες αρχαιολογικές ανασκαφές, διεισδύει στην πλατεία Κοραή και καταλήγει μπροστά στην Νεοκλασική Τριλογία, οργανώνοντας εκ νέου τις εισόδους προς το μετρό και τις κλίμακες. Νέες φυτεύσεις, οργανωμένες σε ορθογωνικούς κανάβους, υπογραμμίζουν τον εμβληματικό χαρακτήρα αυτού του σημείου της πόλης των Αθηνών. Όπως και στο Σύνταγμα, το έδαφος καλύπτεται με ενιαίο ασβεστοασφαλτικό υλικό στην προσπάθεια να ενοποιηθεί η όλη περιοχή και να προωθηθεί ο πολιτικός και πολιτισμικός της χαρακτήρας. Αυτός ο χειρισμός στοχεύει να επανεισάγει το αρχικό σχέδιο του Κλεάνθους – Schaubert της δεκαετίας του 1830 για το σχέδιο της νέας πόλης των Αθηνών.
77. “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013,παράγραφος “Περάσματα”, σελ. 16 (http://www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/RethinkAthens2LL00000000-11.pdf)
54
Σε αυτήν τους την πρόταση, η πλατεία Κοραή αντιμετωπίζεται ως τμήμα μιας διευρυμένης κάθετης Λεωφόρου που συνδέει το πρώτο Παλάτι (την σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος) με την Νεοκλασική Τριλογία (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη). Στην πρότασή των “Αθηναϊκών Σκαμμάτων” η ενοποιητική λειτουργία του εδάφους επανεγκαθιστά την σύνδεση αυτού του συμβολικού χώρου της Πρωτεύουσας. Η Κοραή επιπλέον συνδέεται με ένα πλήθος περασμάτων που κατευθύνουν τη ροή των πεζών στην νέα πλατεία.78
Εικ 24: Πρόταση για τις πλατείες Κοραή, Κλαυθμώνος και τη Νεοκλασική Τριλογία (πηγή : “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal», http://www. rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_ entries/pdf_results_2/LL00000000/RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013)
24 78. “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013,παράγραφος “Ο επισκέπτης και ο κάτοικος” (http://www. rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/ RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf)
55
Είναι σαφές ότι η προσέγγιση των “Αθηναϊκών Σκαμμάτων” αποσκοπεί σε μια ορθολογικότερη προσέγγιση του αθηναϊκού κέντρου μέσω του συνεχούς προτεινόμενου περιπάτου-ραχοκοκαλιάς, ικανοποιώντας τις ανάγκες τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών της σύγχρονης πόλης. Η διαδρομή ξεκινώντας από το Ναό του Ολυμπίου Διός και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, διέρχεται από την πλατεία Συντάγματος, από την πλατεία Δικαιοσύνης που με τις εκτεταμένες ανασκαφές μετατρέπεται σε έναν ζωντανό αστικό θύλακα, εισέρχεται στον “Άξονα της Πανεπιστημίου” καταλήγοντας στην πλατεία Ομονοίας με τους φεγγίτες και τα σκάμματα προς τον υπόγειο σταθμό αλλά και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Συνεπώς, αυτή η αυστηρά προορισμένη για τον πεζό πορεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια νέα μορφή κοινόχρηστου χώρου που ενώνει τα δύο μεγαλύτερα μουσεία της Αθήνας αλλά δίνει παράλληλα την δυνατότητα στους κατοίκους και στους επισκέπτες να βιώσουν πλέον την νέα σχέση παρελθόντος – παρόντος, υποδομής – ερειπίου, μοτίβου-θραύσματος, υπάρχοντος αστικού πεδίου – κρυμμένου εδάφους.79
79. “Re-think Αthens”: towards a new city centre, Report of the overall proposal, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013,παράγραφος “Ο επισκέπτης και ο κάτοικος”, σελ.8 (http://www. rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf)
56
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
4 Η ΘΗΒΑ: ΠΟΛΗ-ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο : Η ΘΗΒΑ, ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ 4.1_ Εισαγωγή – Επιλογή παραδείγματος Θήβας/ Όπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, καθοριστική για τη διάλεξη αυτή υπήρξε η επιλογή διπλωματικής εργασίας στην πόλη της Θήβας – πόλης μνημείου με αδιάλειπτη κατοίκηση χιλιάδων ετών, που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως παλίμψηστο. Πλήθος διαδοχικών, ιστορικών εγγραφών που μετασχηματίστηκαν στην πορεία του χρόνου αναδύονται διαρκώς στον σύγχρονο ιστό. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το κυριότερο μνημείο της Θήβας είναι η ίδια η Θήβα, ως δομή συνολική που με τη σειρά της συγκροτείται από πολλά επιμέρους στοιχεία-μνημεία. Οι ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα έφεραν στο φως σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους –αν και διασκορπισμένους-, που καταλαμβάνουν υπολογίσιμης έκτασης τμήμα του ιστορικού της κέντρου, ενώ κάθε απόπειρα εκσκαφής “προσκρούει” στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε αρχαίες δομές που αποκαλύπτουν, έστω και τυχαία, πλήθος ευρημάτων. Το αρχαιολογικό τοπίο της πόλης συμπληρώνεται και από το ιδιαίτερο ανάγλυφό της, αποτελούμενο από ρέματα και αλλεπάλληλες σειρές λόφων, στο οποίο οφείλει άλλωστε και την γένεσή της. “Στον αντίποδα, βρίσκεται η εικόνα της σημερινής πόλης, τυπικής επαρχιακής πόλης που εξαπλώνεται άναρχα υπερκαλύπτοντας το ανάγλυφο και παραγκωνίζοντας τους ελεύθερους χώρους πρασίνου και τα αρχαιολογικής σημασίας τοπία και μνημεία, μειώνοντας έτσι την - πολιτισμική και φυσική -διδακτική και αισθητική τους αξία. Επιπλέον, κατακλυζόμενη από το τυποποιημένο πλέον προϊόν της αστικής πολυκατοικίας, το αρχαιολογικό τοπίο καθίσταται ολοένα και περισσότερο δυσλειτουργικό για τον κάτοικο, παρουσιάζοντας μια εικόνα “τσιμεντοποίησης” με περιοχές έντονης εγκατάλειψης και υποβάθμισης.80” Η περίπτωση της Θήβας επιλέγεται να αντιμετωπισθεί με διαφορετική μεθοδολογία συγκριτικά με τα παραδείγματα της προηγούμενης ενότητας - της Λάρισας και των Αθηναϊκών Σκαμμάτων. Συγκεκριμένα, έπειτα από την απαραίτητη ιστορική αναφορά, η ανάπτυξη του παραδείγματος – αντιπαραδείγματος, εν τέλει– στηρίζεται στην πραγματοποίηση ενός σύντομου οδοιπορικού στο ιστορικό κέντρο της σύγχρονης πόλης, που ταυτίζεται με την μυκηναϊκή ακρόπολη της λεγόμενης αρχαίας “Καδμείας”. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στην ανάγκη μας να αναπτύξουμε βιωματική επαφή με τον χώρο έναντι της συστηματικής μεν, αποστειρωμένης δε, παράθεσης πληροφοριών για το αρχαιολογικό τοπίο της πόλης. Η ενότητα της Θήβας ολοκληρώνεται με την διατύπωση προβληματισμών για την ένταξη του ιστορικού τοπίου της πόλης στην σύγχρονη αστική της ταυτότητα, καθώς και με τον σχολιασμό σχετικών προτάσεων που έχουν τεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την τελευταία δεκαετία. 80. Σ.Θρουμουλοπούλου – Μ.Τσατήρα: Οι αρχαίες δομές ως μέσο ανάπλασης της σύγχρονης πόλης, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Ιούνιος 2012, σελ.4
58
4.2_ Σύντομη ιστορική επισκόπηση/ Ήδη από την αρχαιότητα η θέση της Θήβας αποτέλεσε το σταυροδρόμι όπου συναντώνταν οι δρόμοι από τη βόρεια Αττική και την Τανάγρα, από τη Χαλκίδα, από τη βόρεια Ελλάδα μέσω Λοκρίδας, από τη δυτική Ελλάδα μέσω Δελφών και από την Πελοπόννησο και τον Ισθμό μέσω Μεγαρίδας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης περιλάμβανε το Αόνιο πεδίο στα βόρεια και την Τενερική πεδιάδα στα δυτικά, που συναποτελούν και σήμερα τον εύφορο κάμπο των Θηβών, ενώ υπό τον έλεγχό της είχε και τμήμα της Παρασωπίας στα νότια.81 [Εικ. 25]
Εικ. 25: Η θέση της Θήβας πηγή: Γ.Δ.Τσεβάς, Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006, σελ. 21
81. Δ. Λαμπαδά: “Θήβα”, παράγραφος: 1.Εισαγωγή (http://boeotia.ehw.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=13001 (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια για τη Βοιωτία)
59
Η Αρχαία Θήβα είναι ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία της Ελλάδας με αδιάλειπτη ιστορική παρουσία επί 4500 περίπου χρόνια. Αρχαιολογικά ευρήματα, μάλιστα, πιστοποιούν την ύπαρξή της ήδη από την πρώιμη εποχή του χαλκού (2800 – 1900π.Χ) με τον πρωτοελλαδικό οικισμό να εξακολουθεί να κατοικείται και στα μεσοελλαδικά χρόνια (1900-1600π.Χ). Εντούτοις, η υστεροελλαδική ή μυκηναϊκή εποχή (1600-1100π.Χ) είναι αυτή που σημαδεύει καθοριστικά την ιστορική πορεία της αρχαίας πόλης, που υπό την οίκησή της από το φύλο των Φοινίκων ή Καδμείων, αναδεικνύεται σε λαμπρό κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού. Σαφή δείγματα αυτής της ακμής συγκροτούν αφενός η ξεχωριστή θέση που κατέχει η Θήβα στους μύθους που αναφέρονται στη μυκηναϊκή περίοδο και αφετέρου, τα εντυπωσιακά ευρήματα των ανασκαφών και ιδιαίτερα του εντυπωσιακού ανακτόρου που οικοδομείται στην μυκηναϊκή ακρόπολη της Θήβας, την αποκαλούμενη ως “Καδμεία”.Η σημασία της πόλης, την εποχή εκείνη, οφείλεται κυρίως στην προνομιούχα θέση της, που της επιτρέπει να έχει τον έλεγχο στρατηγικών δρόμων που συνδέουν την Πελοπόννησο και την Αττική με τη βορειότερη Ελλάδα. Βρίσκεται, επίσης, στο κέντρο μιας εύφορης περιοχής που της εξασφαλίζει άφθονο πλούτο. Φαίνεται, μάλιστα, ότι αποκτά τόση αίγλη και δύναμη, ώστε είναι σε θέση να συναγωνίζεται το μεγαλύτερο κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού, τις Μυκήνες. Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι οι δύο κυριότεροι κύκλοι της αρχαιότητας, που αποτέλεσαν καθοριστικό σημείο αναφοράς για τις μεγάλες δημιουργίες των τραγικών ποιητών, είναι ο Θηβαϊκός και ο Αργολικός (μυκηναϊκός). Το πλήθος των γλαφυρών μύθων που υφάνθηκαν στην Θήβα – της Νιόβης, της Δίρκης και της Αντιόπης – όπως και η τραγωδία του οίκου του Οιδίποδα, είναι αποκαλυπτικά μιας κοινωνίας υψηλής ανάπτυξης και πολιτιστικής στάθμης. Άλλωστε οι μύθοι αυτοί ενέπνευσαν, έπειτα από πολλά χρόνια, δραματικά έργα που ακόμα και Εικ.26: Τοπογραφικός χάρτης της Θήβας με τις θέσεις των προϊστορικών της αρχαιοτήτων - Διακρίνουμε τον απιόσχημο λόφο της Καδμείας με την χάραξη του αρχαίου τείχους της, τις θέσεις των πυλών, των προϊστορικών ταφικών και ανακτορικών μνημείων (προσωπική επεξεργασία- πηγή πληροφοριών: Θ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων) Πιθανή πορεία του Μυκηναϊκού Τείχους Επίκεντρο του οικισμού των πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων Τμήματα και παραρτήματα του Μυκηναϊκού Ανακτόρου Μυκηναϊκοί Θαλαμωτοί Τάφοι Πιθανές θέσεις Θαλαμωτών Μυκηναϊκών Τάφων Μεσοελλαδικά Νεκροταφεία Μεσοελλαδικοί Τάφοι Τάφοι της ΜΕ ΙΙΙ / ΥΕ Ι και της ΥΕ ΙΙ περιόδου
60
Β
ΑΜΦΕΙΟΝ
ΜΙΚΡΟ ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΣΤΕΛΛΙ
KAΔΜΕΙΑ
ΜΥΛΟΙ
ΤΕΚΕΣ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ
ΙΣΜΗΝΙΟΝ
ΚΟΛΩΝΑΚΙ
26
61
σήμερα συγκινούν τον πολιτισμένο κόσμο.82 Ωστόσο, στα τέλη του 13ου αιώνα, οι εκστρατείες των Αργείων εναντίον της Θήβας – εκστρατεία των Επιγόνων- έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του μυκηναϊκού ανακτόρου, ενώ και ο 12ος αιώνας αποτελεί, γενικότερα για τη Βοιωτία, περίοδο παρακμής που εκφράζεται με την αραίωση πληθυσμού, την εγκατάλειψη πολλών οικισμών και τις επιδρομές ορεινών φύλων.83 Η Θήβα, από την αρχή των ιστορικών χρόνων, ξεχωρίζει ως αυτόνομη “πόλη” στην Βοιωτία. Μαζί με τον Ορχομενό συγκροτούν τα δύο μεγαλύτερα βοιωτικά κέντρα, που από το 520π.Χ. ιδρύουν τη Βοιωτική Ομοσπονδία. Αρκετά σημαντικό, αν και αρνητικό ρόλο, διαδραματίζει η Θήβα στους Περσικούς Πολέμους, οπότε και συμμαχεί με τους Πέρσες στην δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος. Τιμωρείται παραδειγματικά από τους υπόλοιπους Έλληνες και χάνει και την ηγεμονία της Βοιωτικής Ομοσπονδίας, της οποίας ο ρόλος, επίσης, περιορίζεται σημαντικά. Την Κλασσική Εποχή, η Θήβα αποτελεί σημαντικό σύμμαχο της Αθήνας και της Σπάρτης (ανάλογα με τα συμφέροντα κατά περίπτωση), ενώ για ένα μικρό διάστημα στην αρχή του 4ου αιώνα π.Χ. διεκδικεί ηγεμονία σε όλη την Ελλάδα, με ανασυγκρότηση και ισχυροποίηση της Ομοσπονδίας και υπό την ηγεσία των προεξέχουσων προσωπικοτήτων των στρατηγών Επαμεινώνδα και Πελοπίδα. Η δόξα και η ακμή της Αρχαίας Θήβας λήγει με την εκθεμελίωσή της από τον Μέγα Αλέξανδρο (335π.Χ) λίγο πριν την εκστρατεία του για την κατάκτηση της Ασίας. Παρόλα αυτά η πόλη ξαναχτίζεται, σε διάστημα μιας γενιάς, από τον βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο και εξακολουθεί να παίζει ένα σπουδαίο ρόλο στην Ελληνιστική Περίοδο. Το 197 π.Χ. αποστατεί από τους Μακεδόνες και προσχωρεί στους Ρωμαίους. Στην διάρκεια της ρωμαιοκρατίας, η άλλοτε πρώτη πόλη, η Θήβα, παίρνει την όψη χωριού. Την παρακμή της Θήβας συμπληρώνουν και οι επιδρομές των Γότθων τον 3ο και 4ο μ.Χ.. Στη Βυζαντινή περίοδο, η Θήβα αποκτά μεγάλη ακμή, που οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας του μεταξιού, κατέχοντας μάλιστα την δεύτερη θέση ανάμεσα στην Θεσσαλονίκη και την Κόρινθο.84 Τον 9ο αι μ.Χ. ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του θέματος της Ελλάδας διατηρώντας αυτήν την θέση ως την Φραγκοκρατία (1204 μ.Χ), όταν καθίσταται έδρα Φράγκων ηγεμόνων που χτίζουν στην πόλη μεγαλόπρεπα ανάκτορα και ισχυρά τείχη. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, και μέχρι το 1470 (άλωση της πόλης της Χαλκίδας από τους Τούρκους), η Θήβα φαίνεται να είναι η έδρα και η
82. Γ.Δ.Τσεβάς, Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006, σελ. 25 83. Κ.Δημακοπούλου-Ντ. Κόνσολα, Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα 1981, σελ. 12 84.Ο.π., σελ.17
62
πρωτεύουσα του πρώτου από τα πέντε σαντζάκια – τους νομούς δηλαδή- στα οποία διαιρούνται από τους Τούρκους οι περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας, εξαιτίας της ιδιαίτερης στρατηγικής της θέσης. Χάνει ωστόσο, την βιομηχανική, εμπορική και γεωργική ακμή της εποχής των Βυζαντινών και της Φραγκοκρατίας, εξαιτίας των δημεύσεων των πλούσιων και εύφορων κτημάτων της και της αβάσταχτης φορολογίας. Η απελευθέρωση της Βοιωτίας από τον τουρκικό ζυγό (1829), έπειτα από έναν καταστρεπτικότατο εννιάχρονο πόλεμο, βρίσκει τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά της σε άθλια οικονομική κατάσταση. Οι Θηβαίοι, έχοντας διασκορπιστεί στα βουνά και στα νησιά, όταν επιστρέφουν, βρίσκουν την πόλη κατεστραμμένη και δειλά ξεκινά η επανεγκατάσταση στο άλλοτε ένδοξο θηβαϊκό έδαφος.85 Στους νεότερους χρόνους, μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους, εξαιτίας των ισχυρών σεισμών και του εμπορικού ανταγωνισμού της με τη Λιβαδειά, η πόλη δεν καταφέρνει να ανακτήσει την παλαιά οικονομική της αίγλη. Ωστόσο, η οικονομική της θέση βελτιώνεται με την αποξήρανση της Κωπαΐδας.86 Αξίζει να αναφερθεί κανείς στην Βασιλεία του Όθωνα που αναδεικνύεται εξαιρετικά ευεργετική για πόλη που ορίζεται ως έδρα ενός από τα τρία δικαστήρια που ιδρύονται σε όλη την Ελλάδα, ενώ στην δικαιοδοσία της υπάγεται ολόκληρη η ανατολική Ελλάδα, μαζί με την Αθήνα και την Εύβοια.87 Πραγματοποιούνται, παράλληλα, αξιόλογα έργα με σημαντικότερο την αμαξιτή οδό Αθηνών –Θηβών, ενώ η πόλη ρυμοτομείται για πρώτη φορά. Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, η πόλη πλήγεται από ισχυρούς σεισμούς, ενώ η εγκατάσταση πολλών προσφύγων μετά την Μικρασιατική Καταστροφή δίνει νέα ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας αλλά και νέων καλλιεργειών, όπως ο καπνός, στην περιοχή. Στο τελευταίο μισό του 20ου αιώνα, εγκαθίστανται στην περιοχή και στη ζώνη επιρροής της πολυάριθμες βιομηχανικές μονάδες, που μεταβάλλουν ριζικά τον οικονομικό χαρακτήρα και την οικιστική ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης.
85. Γ.Δ.Τσεβάς: Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006 86.http://www.thiva.gr/portal/page/portal/dimosThivas/history/toyrkokratia(διαδικτυακός τόπος Δήμου Θήβας), Μάρτιος 2010 87. Γ.Δ.Τσεβάς, στο προηγούμενο, σελ.551
63
4.3 _Πολεοδομική συγκρότηση-οικιστική ανάπτυξη/ Από τον πρώτο της
νεολιθικό οικισμό, η πόλη της Θήβας μεταλλάχθηκε πολλές φορές. Σε περιόδους ακμής, όπως στα μυκηναϊκά και κλασσικά χρόνια, η Καδμεία αποτελεί μόνο την ακρόπολη μιας ισχυρής πόλης που εξαπλώνεται έξω από τα τείχη, ενώ σε περιόδους παρακμής, όπως τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παυσανίας, ολόκληρη η πόλη περιορίζεται εντός των τειχών της Καδμείας.88 Γύρω στα 1800, εμφανίζονται οι πρώτοι οικισμοί γύρω από τη Θήβα, το Πυρί, οι Άγιοι Θεόδωροι και το Τάχι. Επιπλέον, στην υπάρχουσα μορφή του οδικού δικτύου της Καδμείας είναι ακόμα και σήμερα διακριτή η ρυμοτόμησή της από βαυαρούς μηχανικούς, επί της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862), με βάση το ιπποδάμειο σύστημα, και που είχε ως στόχο να ανακτήσει η πόλη την εξέχουσα θέση που κατείχε στο ένδοξο παρελθόν της. Στις βασικές προθέσεις του ρυμοτομικού αυτού συστήματος συμπεριλαμβάνονται οι φαρδείς διασταυρούμενοι δρόμοι, η σημαντική έκταση πρασίνου, αλλά και η ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων στο πνεύμα του κλασικισμού89 που χαρακτηρίζει τις πολεοδομικές πρακτικές της δυτικής Ευρώπης στα μέσα του 19ου αιώνα. Από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της Θήβας ως πολεοδομικού συνόλου, είναι η δημιουργία του Προσφυγικού Συνοικισμού με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο οποίος έχει πλέον ανακηρυχθεί διατηρητέος. Το 1932 η Θήβα αναγνωρίζεται ως οικισμός πριν το ‘23 με ρυμοτομικό σχέδιο, ενώ στις επόμενες δεκαετίες, με έκρηξη την δεκαετία του ’60, προσαρτώνται νέοι οικισμοί, καθώς λόγω της βιομηχανικής ανάπτυξης ασκούνται έντονες οικιστικές πιέσεις που εκφράζονται με την οικοπεδοποίηση πολλών εκτάσεων, γεωργικών μέχρι τότε.90 Από την πρώτη εμφάνιση αυτών των οικισμών παρατηρείται η σταδιακή ανάπτυξή τους, έως και σήμερα, που έχουν ενωθεί άναρχα με την Καδμεία, με αποτέλεσμα σε αρκετά σημεία να έχει χαθεί το ίχνος της αρχαίας ακρόπολης στη σύγχρονη εικόνα της πόλης. λλά και μέσα στην ίδια την Καδμεία, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, Α παρατηρείται έντονη ανοικοδόμηση η οποία εντείνεται προς το Νότο και την Ανατολή κατά κύριο λόγο, με πολυώροφες σκληρές πολυκατοικίες που αλλοιώνουν το ανάγλυφο. Μία άλλη τάση ανοικοδόμησης που παρατηρείται στη σύγχρονή Θήβα, είναι η κατοίκηση των γύρω από την Καδμεία λόφων με την κατάληψη περίοπτων θέσεων, οι οποίες νομιμοποιούν περιοχές κατοικίας που αλλοιώνουν περαιτέρω το ανάγλυφο και καταπατούν περιοχές αρχαιολογικής σημασίας. Εικ.27 : Καδμεία και νεότερη οικιστική επέκταση 88. Κ.Δημακοπούλου-Ντ. Κόνσολα, Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα 1981, σελ. 16 89. Π.Πελώνης: Ολοκληρωμένο πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης: η περίπτωση του Δήμου Θηβαίων, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών Ε.Μ.Π., Τομέας Γεωγραφίας και Περιφερειακού Σχεδιασμού, Αθήνα, Ιούνιος 2010, σελ.70 90. Ο.π., σελ.71
64
Β
ΚΑΔΜΕΙΑ
27
65
“Οι περιζήτητες αυτές περιοχές που καλύπτονται από διώροφες κατοικίες με προθέσεις ‘’βίλλας’’, έχουν ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη εγκατάλειψη περιοχών, που αποβαίνουν αστικά κενά και καταλαμβάνονται από μετανάστες.91” Η σύγχρονη πόλη, δημιούργημα της χαώδους ανάπτυξης και της συνένωσης των διάσπαρτων συνοικιών περιμετρικά της Καδμείας, αποτελεί ένα σύνολο, κατά το σχηματισμό του οποίου αγνοήθηκαν βασικά φυσικά – τοπογραφικά χαρακτηριστικά. Η πόλη εμφανίζεται άμορφη, η δομή της είναι συγκεχυμένη. Η δεσπόζουσα θέση της Καδμείας δεν αρκεί από μόνη της ώστε να διορθωθούν οι σημερινές τάσεις διασποράς. Όσον αφορά στη λειτουργία της πόλης, το ενδιαφέρον, από άποψη εμπορικών και διοικητικών συναλλαγών όσο και ψυχαγωγίας, φαίνεται να συγκεντρώνεται κυρίως στο χώρο της Καδμείας, και ιδιαίτερα στο κέντρο της, με επακόλουθο την αυξημένη ζήτηση σε κατοικία και επαγγελματικούς χώρους που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. 28
Εικ 28: Αεροφωτογραφία της Θήβας των αρχών του 21ου αιώνα
91. Σ.Θρουμουλοπούλου – Μ.Τσατήρα: Οι αρχαίες δομές ως μέσο ανάπλασης της σύγχρονης πόλης, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Ιούνιος 2012, σελ. 11
66
4.4_ Ιχνηλατώντας το αρχαιολογικό τοπίο στην σύγχρονη Θήβα Η Θήβα ολόκληρη συγκροτεί ένα μνημείο και θα πρέπει να θεωρηθεί, στο σύνολό της, ως αρχαιολογικό τοπίο που περιλαμβάνει τόσο τα αμιγώς αρχαιολογικά ανασκαφικά δεδομένα , όσο και τον ιδιαίτερο φυσικό υποδοχέα τους, στον οποίο οφείλεται κατεξοχήν η χωρική οργάνωση της πόλης και η ιστορική της πορεία. Στην ενότητα αυτή, είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά στα σημαντικότερα στοιχεία αυτού του αρχαιολογικού τοπίου, που συγκροτούν το υπόβαθρο των διαδοχικών ιστορικών εγγραφών στον ιστό της πόλης. Πολλά από τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται ήδη στους μύθους, όπως και στους στίχους των τραγικών ποιητών, έχουν ταυτιστεί με βεβαιότητα, τόσο μέσω των ανασκαφικών δεδομένων, όσο και μέσω της πολύτιμης περιγραφής που προέρχεται από την περιήγηση του Παυσανία. 92
4.4.1_Η Καδμεία και τα Τείχη της/ Η μυκηναϊκή ακρόπολη, η Καδμεία, περιλαμβάνει το κέντρο της σημερινής πόλης και κατοικείται χωρίς διακοπή από την πρωτοελλαδική εποχή μέχρι σήμερα. Πρόκειται για έναν αρκετά μεγάλο λόφο με μέγιστες διαστάσεις 800 x 500μ. περίπου. Ακόμα και σήμερα, ο λόφος, αν και παραμορφωμένος από την ανοικοδόμηση, διατηρεί σε σημαντικό βαθμό το αρχικό του σχήμα με τις απότομες πλαγιές του. Στα δυτικά ορίζεται από το ποτάμι της Δίρκης και στα ανατολικά από το ρέμα του Χρυσορρόα, την αρχαία κοίλη οδό. Καθοριστικό στοιχείο διαμόρφωσης του ιστορικού χαρακτήρα της πόλης της Θήβας υπήρξε επί αιώνες το τείχος που περιέβαλε την Καδμεία, προσφέροντάς της προστασία από τους εξωτερικούς επιδρομείς. Τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές στην Καδμεία πραγματοποίησε ο Αντώνης Κεραμόπουλος. Σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών του, το μυκηναϊκό τείχος περιέβαλλε την ακρόπολη της Καδμείας και ακολουθούσε τη φυσική γραμμή του λόφου δίνοντάς της την χαρακτηριστική απιόσχημη εικόνα της. Στο εσωτερικό της, πάνω σε βαθμιδωτά άνδηρα που εξομάλυναν τις ανισοϋψείς της τοπικής γεωμορφολογίας, αναπτυσσόταν ο μυκηναϊκός οικισμός, η έκταση του οποίου υπολογίζεται στα 32.400 τ.μ., καταλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν της σημερινής άνω πόλης.93 Στην κλασική εποχή, όταν η πόλη εξαπλώνεται έξω από τον αρχικό πυρήνα προς την πεδιάδα, αποκτά και δεύτερο μεγαλύτερο τείχος, που περιλαμβάνει πολύ ευρύτερη περιοχή. Εκείνη την περίοδο, η Καδμεία συγκροτεί φρούριο κατειλημμένο από ιερά και στρατώνες. Λειτουργεί, πιο συγκεκριμένα, ως θρησκευτικό κέντρο και έδρα δημόσιων αρχών, αλλά και ως μόνιμη έδρα του στρατού και ιδίως του Ιερού Λόχου. Στην Καδμεία εντοπίζονται επίσης ορισμένα διοικητικά ιδρύματα, όπως το βουλευτήριο, οικήματα δημόσιων αρχών και 92. Γ.Δ.Τσεβάς: Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006, σελ.20 93. Θ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, “H Μυκηναϊκή Θήβα” (ηλεκτρονικό έγγραφο)
67
αρχόντων. Τα συνέδρια των “πάντων Βοιωτών”, δηλαδή τα παμβοιωτικά συνέδρια, διεξάγονται επίσης στον ίδιο τον χώρο της Καδμείας, όπως επίσης και μουσικοί αγώνες στους οποίους θρυλείται πως κάποτε παραβρέθηκε και ο Όμηρος.94 Από την μυκηναϊκή οχύρωση, χτισμένη γύρω στα 1450 π.Χ., ελάχιστα τμήματα διατηρούνται σήμερα, ενώ πιθανολογείται ότι διέθετε ένα σταθερό λίθινο κρηπίδωμα, από μεγάλους ογκόλιθους κατά το κυκλώπειο σύστημα δόμησης, ενώ η ανωδομή του ήταν κτισμένη με πλίνθους. Λόγω της κατασκευής των τειχών, αυτά διατηρούνται σε καλή κατάσταση σε όλα τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, ενώ επανορθώνονται επί Φραγκοκρατίας, οπότε και χρησιμεύουν ως ορμητήριο των Καταλανών. Είναι, μάλιστα, σχεδόν βέβαιο ότι διατηρούνται και σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ο Κανελλόπουλος, βασιζόμενος σε πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων και στο γεγονός ότι η πόλη είχε επτά φυσικές διεξόδους – συνδέσεις με το ύπαιθρο και άλλες πόλεις, τοποθέτησε τις επτά , σύμφωνα με την παράδοση, πύλες σε συγκεκριμένες θέσεις επί της πορείας χάραξης του μυκηναϊκού τείχους.
4.4.2_Περιήγηση στη σύγχρονη Καδμεία Όπως διατυπώθηκε και στην εισαγωγική ενότητα για τη Θήβα, η αναφορά στο αρχαιολογικό τοπίο της πόλης αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της περιήγησης. Το περιηγητικό αυτό ενδιαφέρον, για τους στόχους της εργασίας, εντοπίζεται στο ιστορικό κέντρο της σύγχρονης πόλης που ταυτίζεται με την Καδμεία, πυρήνα της διαχρονικής οικιστικής της εξέλιξης. _Η μεθοδολογία της περιήγησης Ας υποθέσουμε πως επισκεπτόμαστε την πόλη διαθέτοντας την απαραίτητη γνώση για το ιστορικό της παρελθόν και ας πραγματοποιήσουμε ένα οδοιπορικό στο εσωτερικό της Καδμείας και στην εγγύτερη της περίμετρο, ώστε να ανακαλύψουμε το ιδιαίτερο αρχαιολογικό της τοπίο. Στόχος δεν είναι η αναφορά σε κάθε επιμέρους αρχαιολογικό εύρημα, αλλά η επισήμανση των σημαντικότερων ενοτήτων αρχαιολογικών χώρων, η αναζήτηση των μεταξύ τους συνδέσεων και της σχέσης τους με τον περιβάλλοντα αστικό χώρο, τους δημόσιους ανοιχτούς – πράσινους χώρους και τις υπόλοιπες λειτουργίες του αστικού κέντρου. Κάθε στάση συνοδεύεται από τη σύντομη αναφορά σε βιβλιογραφικά ιστορικά δεδομένα, τα οποία αντιπαρατίθενται στην υφιστάμενη κατάσταση, όπως προκύπτει από την επιμέρους αυτοψία. Επιπλέον, η πορεία που ακολουθούμε δεν είναι αυστηρά καθορισμένη, δεν αντιστοιχεί σε μια μόνο γραμμική ακολουθία, αλλά αναφέρεται σε μια περισσότερο ελεύθερη περιήγησηδιάχυση από το κέντρο της Καδμείας προς την περίμετρο της και αντιστρόφως, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση των ευρημάτων σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη σύνθεση του αναγλύφου της πόλης. Εικ 29: Περιήγηση στην Καδμεία
94. Γ.Δ.Τσεβάς: Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006, σελ.585
68
Β
29
69
_ Περιοχή Αρχαιολογικού Μουσείου (σημείο 1) /Ο αρχαιολογικός μας
περίπατος –όπως θα μπορούσαμε καταχρηστικά να χαρακτηρίσουμε την περιήγησή μας- ξεκινά από το βόρειο όριο της Καδμείας που σήμερα ορίζεται από την παρουσία του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου της Θήβας [Εικ. 30] - στο στάδιο της προετοιμασίας για την έναρξη της επίσημης λειτουργίας του. Αξίζει να αναφερθεί ότι, στη θέση αυτή, ανασκαφές έχουν φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα νεκροταφείου μεσοελλαδικών χρόνων, ενώ, παράλληλα, στην αυλή του μουσείου, δεσπόζει ο πύργος του Saint-Omer (13ος αι. μ.Χ.) [Εικ.31], το καλύτερο διατηρούμενο λείψανο από την φραγκική οχύρωση της πόλης, η οποία ακολουθούσε επίσης την αρχαιότερη γραμμή των μυκηναϊκών τειχών της. Σ’ αυτό το βόρειο άκρο της Καδμείας, στο σημείο που ξενικά ο κύριος δρόμος προς τη Λειβαδιά και το Ακραίφνιο, τοποθετούνται, σύμφωνα με τις μελέτες του Κεραμόπουλου, και οι βόρειες πύλες του αρχαίου τείχους, γνωστές και ως “Βορραίαι” ή “Ωγύγιαι”,95 των οποίων ωστόσο δεν σώζονται ίχνη. Στρέφοντας το βλέμμα προς το βορρά, διακρίνουμε τον λόφο του Αμφείου, που έχει στην κορυφή του τύμβο ταυτισμένο με τον κοινό τάφο του Ζήθου και του Αμφίονα, μυθικών βασιλέων της Θήβας, στους οποίους η παράδοση αποδίδει την πρώτη οχύρωση της πόλης. Ήδη η πρώτη αυτή στάση, συγκροτεί επομένως, ένα σταυροδρόμι πολλαπλών ιστορικών εγγραφών της εξέλιξης της πόλης από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα.
30
31
Εικ.30: Αρχαιολογικό Μουσείο Εικ.31: Φράγκικος Πύργος στην αυλή του αρχαιολογικού μουσείου Εικ.32: Διατήρηση αρχαιοτήτων στις υποδομές του Πνευματικού Κέντρου Εικ.33: Αρχαιολογικός χώρος στην πλατεία Αγ. Γεωργίου πηγή: προσωπικό αρχείο 95. Κ.Δημακοπούλου-Ντ. Κόνσολα: Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα 1981, σελ. 22
70
_Πλατεία Αγ.Γεωργίου - Πνευματικό Κέντρο (σημείο 2) /Προχωρώντας νοτιότερα, ακολουθώντας την οδό Πινδάρου, τον κεντρικότερο δρόμο της σύγχρονης πόλης με κατεξοχήν εμπορικό χαρακτήρα και υψηλή κίνηση οχημάτων - με χάραξη καθορισμένη ήδη από το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο των Βαυάρων μηχανικών- συναντούμε την πλατεία του Αγ.Γεωργίου, έναν από τους σημαντικότερους ελεύθερους χώρους της πόλης με πυκνή φύτευση. Δεσπόζει η παρουσία του ανοικτού ανεσκαμμένου αρχαιολογικού χώρου, όπου σώζονται κατάλοιπα ιερού κλασικών χρόνων, αλλά και ερείπια μεσοβυζαντινού κτίσματος και ακόμη βαθύτερα, λείψανα μυκηναϊκών δωματίων.96 Ο χώρος γενικά διατηρείται σε καλή κατάσταση και είναι υποτυπωδώς προσβάσιμος - αν και μέσω ιδιαίτερα ογκώδων κατασκευών από οπλισμένο σκυρόδεμα -, αλλά απουσιάζει κάθε πληροφόρηση για την ιστορική ταυτότητά του [Εικ.34]. Ακολουθώντας την καθοδική πορεία του -εντός του οικοδομικού τετραγώνουαλσυλλίου, συναντούμε το Πνευματικό Κέντρο της πόλης, κατασκευή της τελευταίας εικοσαετίας. Κατά την κατασκευή του κτιρίου επιχώθηκαν ή ενσωματώθηκαν σε ορατά σημεία του κτιριακού όγκου κατάλοιπα από τους πρωτοελλαδικούς μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους [Εικ.33]. Αποτελεί μοναδική περίπτωση κτιρίου στο ιστορικό κέντρο της πόλης που κατασκευάστηκε με κάποιες, έστω υποτυπώδεις, προδιαγραφές για την αποκάλυψη του μνημειακού πλούτου του υποστρώματος, σε αντίθεση με αντίστοιχες μεγάλες κατασκευές που, στην καλύτερη περίπτωση, αρκέστηκαν στην τυπική διατήρηση των αρχαιοτήτων στα υπόγειά τους. 32
33
96.Χρυσικός Επαμεινώνδας: Καδμεία: Ιστορικό και σύγχρονο κέντρο της Θήβας – Τάσεις και Προοπτικές, Σπουδαστική Εργασία στα πλαίσια του μαθήματος “Περιβαλλοντικές συνιστώσες του σχεδιασμού και της οικιστικής ανάπτυξης”, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Αρχιτεκτονική-Σχεδιασμός του χώρου, Κατεύθυνση: Πολεοδομία και Χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 2003, σελ.39
71
_ Αρχαιολογικός χώρος σε γειτνίαση με τη δημοτική αγορά (σημείο 3)/ Συνεχίζουμε την πορεία μας προς το νότο και ανηφορίζουμε με κατεύθυνση προς τον κεντρικό πεζόδρομο της οδού Επαμεινώνδα. Βρισκόμαστε σχεδόν στην κορυφή της μυκηναϊκής ακρόπολης της Καδμείας και συναντούμε την δημοτική αγορά της πόλης, δείγμα νεωτερικής αρχιτεκτονικής των μέσων του 20ου αιώνα, με εμφανή τα σημάδια της κακής της συντήρησης. Χωρίς τίποτα να μας προϊδεάζει, ακολουθούμε την οδό Αντιγόνης και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν τεράστιας έκτασης αρχαιολογικό χώρο [Εικ.34] Οι ανασκαφές του Α.Κεραμόπουλου στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. (από το 1906 έως το 1929) αποκάλυψαν, στη βορειοδυτική γωνία του χώρου αυτού, τα ερείπια του μεγαλύτερου και καλύτερα μέχρι στιγμής διατηρημένου κτίσματος της μυκηναϊκής ακρόπολης των Θηβών, στην καρδιά της σύγχρονης πόλης. Τα ερείπια αυτά, μέσα από τα οποία ήρθαν στο φως αντικείμενα από χρυσό, αχάτη, ελεφαντοστό και άλλα πολύτιμα υλικά, ερμηνεύτηκαν από τον πρωτοπόρο της έρευνας της μυκηναϊκής Θήβας ως τα κατάλοιπα της “Οικίας του Κάδμου” -του ανακτόρου δηλαδή του μυθικού ιδρυτή και βασιλιά της πόλης- γνωστού και ως “Παλαιού Καδμείου”. Στη νοτιοδυτική γωνία του χώρου, οι ανασκαφές έφεραν στο φως τη γωνία του πιθανολογούμενα ως νεότερου μυκηναϊκού ανακτόρου, του “Νέου Καδμείου”.Μια εξεταστική ματιά φέρνει τον παρατηρητή αντιμέτωπο με κτιριακά κατάλοιπα διαφορετικών προσανατολισμών, λιθοδομών και κλίμακας, δεδομένου ότι στον ίδιο χώρο σε διαδοχικά βάθη ανασκαφής έχουν έρθει στο φως ευρήματα που ανάγονται στα πρωτοελλαδικά χρόνια μέχρι και την φραγκοκρατία, αποκαλύπτοντας, για άλλη μια φορά, την αδιάλειπτη κατοίκηση της πόλης και τις διαφορετικές ανάγκες – μορφές κοινωνικής οργάνωσης που επιτέλεσε ο ίδιος χώρος σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους.
34
Εικ. 34, 35: Απόψεις του κεντρικότερου αρχαιολογικού χώρου της πόλης Εικ.36: Οπλοθήκη πηγή: προσωπικό αρχείο
72
Όλα αυτά ωστόσο γίνονται αντιληπτά από απόσταση, πίσω από ψηλούς αναλημματικούς τοίχους και ισχυρά μεταλλικά όρια [Εικ.35]. Δεν αισθανόμαστε σε καμία περίπτωση το δέος που αναβλύζει από τις περιγραφές του Παυσανία, όταν, επισκεπτόμενος τον χώρο αυτό των μυκηναϊκών ανακτόρων, τα βλέπει να διατηρούνται από τους ρωμαίους κατακτητές ως ιερός άβατος χώρος, που σύμφωνα με τον μύθο είχε αποτεφρωθεί από τους κεραυνούς του Δία.97 Ξεπερνώντας την ψυχρή ίσως ακαδημαϊκή παρουσίαση, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλώνονται χιλιάδες χρόνια ιστορίας και μάλιστα όχι τυχαίας ιστορίας αλλά καθοριστικότατης για τα οράματα του νεότερου δυτικού κόσμου, λόγω της ποιότητας που επέδειξε η πόλη σε πολλές εκφάνσεις του βίου και του πολιτισμού. Η Θήβα λοιπόν που τώρα επισκεπτόμαστε δεν είναι, δε μπορεί να γίνεται αντιληπτή σαν μια πόλη ανάμεσα στις τόσες άλλες. Η κατάσταση των αρχαιοτήτων αποκαλύπτει σαφή έλλειψη μέριμνας από την πολιτεία για την συντήρησή τους, πόσο μάλλον για την ανάδειξή τους. Οι αστικές λειτουργίες που περιβάλλουν τον χώρο, αποκλειστικά προσανατολισμένες στο εμπόριο, αλλά και η αυξημένη κίνηση οχημάτων, με απουσία οποιασδήποτε υποδομής για τον επισκέπτη, αλλά και τον κάτοικο-καθημερινό περιπατητή του κέντρου της πόλης, προφανώς δεν συγκροτούν το αναγκαίο πλαίσιο για την ανάδειξη των πολλαπλών ιστορικών εγγραφών της πόλης.
_ Οπλοθήκη (σημείο 4)
Κατηφορίζοντας προς την οδό Αντιγόνης, αναζητούμε τον χώρο της αποκαλούμενης “Οπλοθήκης” , τμήματος του “Παλαιού Καδμείου”. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι στον ίδιο χώρο αποκαλύφθηκαν ίχνη πρωτοελλαδικού κτιρίου πάνω σε φυσικό βράχο, αλλά και κατάλοιπα βυζαντινού κτιρίου [Εικ.36]. Αντί για τις συνταρακτικές αυτές μαρτυρίες, ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν μεγάλης έκτασης χώρο, που μόνο οι ανασκαφές που διενεργούνται ενώπιω μας, ίσως μας βοηθούν στο να 35
36
97. Κ.Δημακοπούλου-Ντ. Κόνσολα: Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα 1981, σελ. 23
73
τον ταυτίσουμε με τον αρχαιολογικό χώρο της αναζήτησής μας. Διαφορετικά, εύλογα θα αναρωτιόμαστε, αν πρόκειται απλώς για ένα τυχαίο εγκαταλελειμμένο αδόμητο οικόπεδο μέσα στο πυκνοδομημένο αστικό περιβάλλον του.
_Ρέμα Χρυσορρόα (σημεία 5, 6, 7)/Ακολουθώντας τη φυσική κλίση του
λόφου της Καδμείας, απομακρυνόμαστε από το κέντρο και περιηγούμαστε στο ανατολικό όριο της Ακρόπολης που ταυτίζεται με το ρέμα του Χρυσορρόα. Το ρέμα αυτό, μαζί με το ρέμα της Δίρκης, στα δυτικά, ξεκινώντας από τις βουνοκορφές στα νότια της Θήβας με κατάληξη τη λίμνη Υλίκη και διαβρώνοντας το έδαφος, διαμόρφωσαν τον χαρακτηριστικό απιόσχημο λόφο της Καδμείας 98 και τα πρανή που της προσέδωσαν οχυρωματικό χαρακτήρα. Γι’αυτό και η χάραξη των τειχών της είναι άμεσα συσχετισμένη με τα όρια των ρεμάτων. Το ρέμα του Χρυσορρόα, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται προς τα ανατολικά, όπου και αναπτύσσεται κυρίως η πόλη, είναι λιγότερο επηρεασμένο από τις σύγχρονες αστικές δομές και αποκαλύπτεται σε ένα μεγάλο τμήμα του. To βορειότερο τμήμα του έχει περισσότερο τον χαρακτήρα ενός εν δυνάμει περιαστικού πράσινου χώρου [Εικ.37], με αυτοφυή φύτευση, αφημένου ωστόσο στην εγκατάλειψη και στερούμενου οποιασδήποτε υποδομής για την πρόσβασή του από τον περιπατητή, πόσο μάλλον για την αξιοποίησή του ως ανάσα πρασίνου στο πυκνοδομημένο περιβάλλον του κέντρου (σημείο 6). Κινούμενοι, μάλιστα, σ’ αυτό το τμήμα της διαδρομής, έχουμε τη δυνατότητα οπτικών φυγών προς τους πευκόφυτους λόφους των Μικρών και Μεγάλων Καστελίων [Εικ.38], που αποτέλεσαν οχυρωματικές θέ-
37
38
Εικ.37: Το ανέπαφο τμήμα του ρέματος Χρυσορρόα Εικ.38: Προς τους λόφους των Καστελλίων Εικ.39: Χώρος στάθμευσης επί του ρέματος Χρυσορρόα Εικ.40: Προς το λόφο Ισμηνίου πηγή: προσωπικό αρχείο 98. Σ.Θρουμουλοπούλου – Μ.Τσατήρα: Οι αρχαίες δομές ως μέσο ανάπλασης της σύγχρονης πόλης, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Ιούνιος 2012, σελ. 9
74
σεις κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και στους οποίους έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο πλήθος μυκηναϊκών θαλαμωτών τάφων, μεταξύ των οποίων και “τα μνήματα των Οιδίποδος Παίδων”.99 Το νότιο τμήμα της διαδρομής διαθέτει αστικά χαρακτηριστικά, με υψηλή δόμηση εκατέρωθεν της και ασφαλτόστρωση λειτουργώντας σε μεγάλο μέρος του ως χώρος στάθμευσης [Εικ.40], ενώ στον νοτιότερο όριο συναντούμε τον σταθμό υπεραστικών συγκοινωνιών, κτισμένο πάνω σε αρχαιολογικό χώρο. 100 Στρέφοντας το βλέμμα ανατολικά, έχουμε πλήρη οπτική αντίληψη και του λόφου του Ισμηνίου [Εικ.40], όπου ανασκαφές είχαν φέρει στο φως λείψανα του Ναού του Ισμηνίου Απόλλωνος, που ανάγεται στον 4ο αι.π.Χ., πάνω από τον παλαιότερο αρχαϊκό και γεωμετρικό ναό.101 Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, παράλληλα με την εξερεύνηση των φυσικών – γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών του ρέματος, αναζητούμε επί ματαίω τα ίχνη του αρχαίου τείχους που περιέκλειε την Καδμεία ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους, τα οποία ωστόσο έχουν χαθεί κάτω από τις σύγχρονες δομές. Ελάχιστα ίχνη εντοπίζονται στη θέση όπου γενικότερα τοποθετούνται οι “Προιτίδες Πύλες” (σημείο 5), δηλαδή το σημείο κατάληξης του δρόμου που ξεκινούσε από την ανατολική Βοιωτία και διερχόταν από το νεκροταφείο των Καστελλίων. Η περιοχή αυτή είναι αρκετά ομαλή και είναι φυσικό να αποτέλεσε ανέκαθεν μία από τις κύριες προσβάσεις στον οχυρωμένο λόφο [Εικ.41]. Επιπρόσθετα, στη θέση των λεγόμενων “Ηλεκτρών πυλών” (σημείο 7), οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως τα 40
99.. Κ.Δημακοπούλου-Ντ. Κόνσολα: Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα 1981, σελ. 23 100. Σ.Θρουμουλοπούλου – Μ.Τσατήρα, : Οι αρχαίες δομές ως μέσο ανάπλασης της σύγχρονης πόλης, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Ιούνιος 2012, σελ. 28 101. Δ. Λαμπαδά: “Θήβα” , παράγραφος “Μνημεία της κλασικής Θήβας”, http://boeotia. ehw.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=13001
75
θεμέλια δύο κυκλικών πύργων, που πιθανόν να ανήκουν στην οχύρωση της πόλης του 4ου αιώνα π.Χ. Οι πύλες αυτές αποτελούσαν και την κυριότερη είσοδο για την πόλη για όσους έρχονταν από τον νότο.102 [Εικ.42]Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο, του τείχους ούτε σημαίνονται με κάποιον τρόπο ούτε μπορούν να γίνουν κατανοητά ως επιμέρους ενότητες ενός ενιαίου τείχους και μιας συνολικής χάραξης διαδρομής.
_Άγιος Γρηγόριος (σημείο 8) /
Πριν ανηφορίσουμε και πάλι προς την κορυφή της Καδμείας, πραγματοποιούμε μια μικρή παράκαμψη - μέσω των οδών Πελοπίδου και Δίρκης- προκειμένου να επισκεπτούμε την αρχαιότερη εκκλησία της Θήβας, τον Άγιο Γρηγόριο, χρονολογούμενη στα 876μ.Χ., σε κατάσταση ερείπωσης σήμερα [Εικ.43]. Στη θέση αυτή του σωζόμενου ναού, υπήρχε μάλιστα μεγαλόπρεπο διώροφο οικοδόμημα που περιλάμβανε τρεις ναούς. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Γ.Δ.Τσεβά “Ίσως η εκκλησία αυτή να ήταν εκείνη για την οποία ο Τούρκος περιηγητής Αλή Μπέης (1490) λέει ότι περηφανεύονταν όλοι οι Έλληνες”.103 Ωστόσο, η σημερινή υποβαθμισμένη κατάσταση του χώρου αυτού, δεν αφήνει την ίδια εντύπωση στον σύγχρονο περιηγητή, ούτε βέβαια προκαλεί συναισθήματα υπερηφάνειας στον κάτοικο της σύγχρονης πόλης.
_Επιστροφή στο κέντρο - Κεντρικός πεζόδρομος (σημεία 9,10)/ Ανηφορίζουμε αντίστροφα προς το κέντρο και πάλι, οπότε συναντούμε την αρχή του κεντρικού πεζοδρόμου – της οδού Επαμεινώνδα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειώσουμε την απρόσκοπτη θέα που προσφέρεται, με το βλέμμα στραμμένο προς τα δυτικά, του λόφου της Αγίας Τριάδας [Εικ.44]. Κινούμενοι κατά μήκος του πεζοδρόμου, που αποτελεί και την μοναδική υποδομή για αποκλειστική κίνηση πεζού στο κέντρο της πόλης, αφενός συνειδητοποιούμε τον λειτουργικό του προσανατολισμό κατεξοχήν σε εμπορικές λειτουργίες και χρήσεις αναψυχής και αφετέρου την αδυναμία του να προσφέρει διεξόδους σε επιμέρους φυτεμένες περιοχές – ανάσες πρασίνου, εκτός από την κεντρική πλατεία του Αγ. Ιωάννη του Καλοκτένη (σημείο 9) [Εικ.45]. Επιπρόσθετα, λίγο πριν το πέρας του πεζοδρόμου καθώς προχωρούμε προς τα βόρεια, συναντούμε, στην συμβολή των οδών Επαμεινώνδα και Δημοκρίτου, ένα ακόμα “αρχαιολογικό κενό” - “τρύπα” στο συνεχές –αυστηρό θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε-κτιριακό μέτωπο του πεζοδρόμου (σημείο 10) [Εικ.46]. Στον χώρο αυτό, έχουν έρθει στην επιφάνεια δωμάτια που η αρχαιολογική μελέτη έχει ταυτίσει με τμήματα του μυκηναϊκού ανακτόρου του Νέου Καδμείου. Είναι σκανδαλώδες το γεγονός ότι η παρουσία αυτού του χώρου, αν και επί του κεντρικού πεζοδρόμου, διαφεύγει της προσοχής του περιπατητή, εξαιτίας της καταφανούς έλλειψης οποιασδήποτε 102. Κ.Δημακοπούλου-Ντ. Κόνσολα: Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα 1981, σελ. 22 103. Γ.Δ.Τσεβάς: Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006, σελ.613,614
76
41
42
43
44
45
46
Εικ.41:Προίτιδες Πύλες / Εικ. 42: Ηλέκτρες Πύλες Εικ.43: Άγιος Γρηγόριος / Εικ. 44: Οπτικές φυγές προς το λόφο της Αγίας Τριάδας Εικ.45: Κεντρική πλατεία Θήβας / Εικ.46: Αρχαιολογικός χώρος επί του πεζοδρόμου πηγή: προσωπικό αρχείο
77
μέριμνας για την πληροφόρηση του κοινού και την ανάδειξή του με οποιονδήποτε τρόπο. Άλλωστε, και η μέχρι τώρα διαδρομή μας δεν έχει αφήσει αξιολογότερα δείγματα.
_Άγιος Δημήτριος ή Μεγάλη Παναγία (σημείο 11)/ Έπειτα από τον περίπατό
μας κατά μήκος του κεντρικού πεζοδρόμου, κινούμαστε αντίστροφα προς τον νότο - όπου πυκνώνει και η χρήση της κατοικίας -προκειμένου να κατηφορίσουμε, εν συνεχεία, προς το ρέμα της Δίρκης – δυτικό όριο της Ακρόπολης της Καδμείας. Επιλέγουμε για την κάθοδο αυτή την οδό Τανάγρας, στο πέρας της οποίας σώζεται ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα ναοδομίας στην πόλης της Θήβας, ο ναός του Αγίου Δημητρίου (ή Μεγάλη Παναγία), χρονολογούμενος από το 1867, χτισμένος στην θέση παλαιότερου ναού104 [Εικ.47]. Ο ναός ενσωματώνει, μάλιστα, στην τοιχοποιία του αρχαίο υλικό από την περιοχή, ανάγλυφες πλάκες και θωράκια, επιγραφές και κίονες105. Η επιβλητική του παρουσία πλαισιώνεται από μεγάλης έκτασης φυτεμένο χώρο σε οπτική συνέχεια με τον κατάφυτο λόφο της Αγίας Τριάδας στα δυτικά.
_Ρέμα της Δίρκης (σημεία 12,13)/ Κατηφορίζουμε, τελικά, στο ρέμα της
Δίρκης - το οποίο ταυτίζεται με το ποτάμι της Δίρκης της μυθολογίας - και διαπιστώνουμε, όσο προχωρούμε στο μήκος του που είναι παράλληλο με την Καδμεία, πως, σε μεγάλο μέρος, είναι επηρεασμένο από τις σύγχρονες αστικές δομές, αλλά διατηρεί σε σημαντικό βαθμό και τον χαρακτήρα του ως εν δυνάμει πόλο περιαστικού πρασίνου σε άμεση συσχέτιση με τους ανέπαφους, μέχρι σήμερα, από την δόμηση - στο μεγαλύτερο μέρος τους - λόφους στα δυτικά της
47
Εικ.47: Άγιος Δημήτριος / Εικ. 48: Περιφερειακή οδός κατά μήκος του ρέματος της Δίρκης πηγή: προσωπικό αρχείο (όμοια για τις 49,50) 104. Γ.Δ.Τσεβάς: Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006, σελ.612 105. Δ. Λαμπαδά: “Θήβα” , παράγραφος “Η νεότερη Θήβα: Επανάσταση και νεοελληνικό κράτος” (http://boeotia.ehw.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=13001)
78
πόλης. Το μεγαλύτερο τμήμα του βρίσκεται θαμμένο κάτω από την περιφερειακή οδό της Θήβας [Εικ.48], η οποία κατασκευάστηκε μόλις πριν μια δεκαετία περίπου. Το ρέμα της Δίρκης με τις μεγάλες κλίσεις και το στενό σχετικά πλάτος του, σε συνδυασμό με την ύπαρξη της οχλούσας περιφερειακής οδού που βρίσκεται παραπλεύρως, παρουσιάζει σαφέστερα πιο γραμμικό χαρακτήρα, ένα μικρό κομμάτι του οποίου είναι προσπελάσιμο. Εξαιτίας αυτού του χαρακτήρα, καμία χρήση δεν έχει αναπτυχθεί στο μήκος του και έτσι, η περιοχή είναι κυρίως φυσική, κατάφυτη με ψηλά δένδρα. Στο βορειότερο τμήμα του βρίσκεται ένα επίπεδο σχετικά πλάτωμα, το οποίο προορίζεται από το ΓΠΣ για τη χωροθέτηση των νέων ΚΤΕΛ.106 Δεν θα μπορούσε, τέλος να διαφύγει της προσοχής μας, η πολύ κακή προσαρμογή των νέων πολυκατοικιών, επί του των πρανών του ρέματος, καθώς τα μεγάλα ύψη τους δεν επιτρέπουν σε καμία περίπτωση την αντίληψη της δομής του λόφου της Καδμείας. Η αρχαιολογική μας αναζήτηση, προχωρώντας κατά μήκος του ρέματος, μας φέρνει αντιμέτωπους με τη λεγόμενη Άρεια Κρήνη (ή Κρήνη της Δίρκης) και τη σπηλιά του Δράκοντα στη θέση της σημερινής πηγής Παραπόρτι, πάνω από την οποία βρίσκεται μικρή σπηλιά107 [Εικ.49]. Όπως και στο ρέμα του Χρυσορροά, κατά μήκος του ρέματος της Δίρκης, η αρχαιολογική έρευνα έχει ορίσει την χάραξη του αρχαίου τείχους και πύλες επί αυτής. Μόνο ένα τμήμα βυζαντινού τείχους γίνεται μετά βίας αντιληπτό, κι αυτό πνιγμένο σε παρασιτική φύτευση, αφημένο σε πλήρη εγκατάλειψη [Εικ.50]. Αναρωτιόμαστε πώς αυτό το κατάλοιπο της ένδοξης για την ιστορία της πόλη βυζαντινής περιόδου, δεν ενσωματώθηκε ακόμα σε κάποια παραπηγματική κατασκευή, όπως κατά καιρούς έχει συμβεί σε 50
Εικ.49: Κρήνη της Δίρκης / Εικ. 50: Τμήμα βυζαντινής οχύρωσης 106. Σ.Θρουμουλοπούλου – Μ.Τσατήρα: Οι αρχαίες δομές ως μέσο ανάπλασης της σύγχρονης πόλης, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Ιούνιος 2012, σελ. 28 107. Κ.Δημακοπούλου-Ντ. Κόνσολα: Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα 1981, σελ.23
79
άλλα τμήματα του τείχους, με αποτέλεσμα το πέρασμα στην αφάνεια αιώνων ιστορίας. Δεν είναι παράδοξο πλέον ότι οι δομές των τειχών, στο σύνολό τους, δεν έχουν αποκτήσει, πέραν της ιστορικής τους αναφοράς, χωρική εποπτεία ή κάποια, έστω υποτυπώδη, συμβολική σήμανση επί της πορείας μας. Η ολοκλήρωση της περιήγησής μας κατά μήκος του ρέματος της Δίρκης σηματοδοτεί και τέλος του οδοιπορικού μας, μιας πορείας με συνεχείς μεταβάσεις από το αρχαίο στο σύγχρονο, από το φυσικό στο δομημένο περιβάλλον της πόλης και αντίστροφα. Γίναμε μάρτυρες του ανεκτίμητου αρχαιολογικού θησαυρού που διατηρεί η Καδμεία στα σωθικά της, ένα μικρό μέρος του οποίου έχει φέρει μέχρι σήμερα στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά και του ιδιαίτερου φυσικού υποδοχέα – ρέματα, λόφοι – των αδιάλειπτων ιστορικών εγγραφών και μετασχηματισμών της. Ωστόσο, ο πλούτος αυτός μας αποκαλύφθηκε κατακερματισμένος, εγκαταλελειμμένος στη φθορά του χρόνου, στερούμενος οποιασδήποτε υποδομής αξιοποίησής τους και ένταξής τους στο σύγχρονο αστικό μόρφωμα και στην καθημερινότητα της πόλης. Ο επισκέπτης της Θήβας σήμερα, αντικρίζοντάς την πνιγμένη στις πολυώροφες οικοδομές, δύσκολα υποπτεύεται πως στον κεντρικό λόφο, κάτω από την σύγχρονη πόλη, βρίσκεται ενταφιασμένη η μεγαλύτερη σε έκταση ακρόπολη της μυκηναϊκής Ελλάδας, ένα από τα λαμπρότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και αδυνατεί να βιώσει τα όσα παραδίδονται εν τέλει από τις ιστορικές πηγές, τις παραδόσεις και την μυθολογία. Αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι, στην πλειονότητά τους, καταλήγουν να απαξιώνουν τον ιστορικό πλούτο της πόλης τους, του οποίου η παρουσία, λόγω της κακής συντήρησης, διαφεύγει της προσοχής τους ή γίνεται αντιληπτή ως χώρος απόρριψης σκουπιδιών ή εγκατάστασης παραπηγμάτων. Αδυνατούν, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, να συνειδητοποιήσουν την τεράστια λανθάνουσα δυναμική των αρχαιολογικών θραυσμάτων, ως ανοιχτών δημόσιων χώρων σε άμεση συσχέτιση με το δίκτυο πράσινων χώρων της πόλης ή να συλληφθούν την επιχειρηματική τους διάσταση, ως πόρων οικονομικής ανάπτυξης της σύγχρονης Θήβας. Αντίθετα, διαμορφώνουν μια απεχθή στάση προς ο,τιδήποτε σχετίζεται με δράσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας, δεδομένου ότι αυτές συνοδεύονται σχεδόν πάντοτε απο επιβαρυντικές απαιτήσεις (απαλλοτριώσεις) που αντίκεινται στο ιδιωτικό συμφέρον.
4.4 _ “Ανασκάπτοντας” τη θαμμένη δυναμική του αρχαιολογικού τοπίου της σύγχρονης Θήβας/ Η σημερινή κατάσταση του αρχαιολογικού τοπίου,
όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, αποτυπώνει αφενός σαφή απουσία ιστορικής γνώσης και συνείδησης των μακραίωνων πολιτισμικών καταβολών εκ μέρους της θηβαϊκής κοινωνίας και αφετέρου, μιλώντας υπό σύγχρονους οικονομικούς όρους, σκανδαλώδη έλλειψη επιχειρηματικότητας βασισμένης στο σύνθετο πολιτισμικό -ιστορικό και φυσικό- περιβάλλον της σύγχρονης πόλης. Και μάλιστα, όσο περισσότερο το λανθάνον δυναμικό της πόλης παραμένει αναξιοποίητο, τόσο αυτή απαξιώνεται στα μάτια των κατοίκων της και ιδιαίτερα αυτών που αποζητούν
80
σε μια εποχή πολιτισμικής κρίσης, αλλά και οικονομικής ύφεσης, να ανακτήσουν την αξιοπρέπεια της κατοίκησής τους. Μιλώντας υπό το πρίσμα του σχεδιασμού της νέας πόλης, θα ήταν άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι η ριζική επέμβαση με εκτεταμένες ανασκαφές στο σύνολο της Καδμείας είναι αφενός υλοποιήσιμη και αφετέρου ιστορικά αποδεκτή, δεδομένου ότι εμμένει σε μια λογική επιλεκτικής ανάδυσης συγκεκριμένων ιστορικών εγγραφών στην εξέλιξη της πόλης, έναντι των υπόλοιπων και ιδιαίτερα των νεότερων, που και αυτές με τη σειρά τους αποκαλύπτουν πτυχές της νεότερης ιστορίας της πόλης. Οι σταδιακές απαλλοτριώσεις που πραγματοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες, παρ’ όλα αυτά, αποτυπώνουν τη θετική διάθεση της τοπικής κοινωνίας να φέρει στο προσκήνιο ίχνη του παρελθόντος της, όπου αυτό καθίσταται δυνατό. Χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη είναι μια πρόταση που διατυπώθηκε την δεκαετία του ‘90 από το ίδρυμα “PACKARD HUMANITIES INSTITUTE (PHI)” για τη Θήβα. Από το έτος 1997, με πρωτοβουλία του Dr. David Packard, Διευθυντή του Ιδρύματος, αρχαιολόγου με ειδίκευση στην Ελληνική εποχή του Χαλκού και με μεγάλο ενδιαφέρον για αρχαιολογική ανασκαφή στη Θήβα, πρότεινεται η ευρείας κλίμακας ανασκαφή στην Καδμεία, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου στη Θήβα. Το ενδιαφέρον της προτάσης συνίσταται, όχι μόνο στη δημιουργία του αρχαιολογικού πάρκου και στα συνακόλουθα επιστημονικά και τουριστικά οφέλη, αλλά πολύ περισσότερο στο ότι το Ίδρυμα είχε την πρόθεση να αναλάβει το κόστος που θα απαιτούνταν για τις απαλλοτριώσεις, τις ανασκαφές καθώς και για τη χρηματοδότηση του όλου εγχειρήματος. Η πρόταση αυτή, παλινδρόμησε, εν τέλει, στους δαιδάλους της Ελληνικής Γραφειοκρατίας, με απουσία πλήρη (όχι με ευθύνη δική της) της τοπικής κοινωνίας. Πλέον το ζήτημα της υλοποίησης της πρότασης PACKARD, έχει μετατεθεί στην Θηβαϊκή κοινωνία και με πρωτοβουλία του Δημάρχου και των μελών της Επιτροπής Διαχείρισης της πρότασης, γίνονται προσπάθειες για την ευόδωση της πρότασης αυτής. Μετά από τη μακροχρόνια καθυστέρηση και κωλυσιεργία των κρατικών αρχών του Υπουργείου Πολιτισμού, αποφασίζεται το 2011 η έναρξη ανασκαφών στην ευρύτερη περιοχή της Θήβας. Υποστηρικτής στην προσπάθεια αυτή έγινε, αυτή τη φορά, το Ίδρυμα “Σταύρος Νιάρχος”, το οποίο έπειτα από απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου προσέφερε δωρεά προς το πανεπιστήμιο Bucknell της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ώστε να χρηματοδοτήσει κοινή ελληνοαμερικανική αρχαιολογική έρευνα και ανασκαφή στον λόφο του Ισμηνίου. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η πρωτοβουλία αυτή πληροφορούμαστε πως περιορίζεται στην διεξαγωγή θερινών δραστηριοτήτων καθαρισμού του χώρου - “εργαστηριακού” χαρακτήρα- από αμερικάνους φοιτητές, χωρίς εντέλει, κάποια ουσιαστικότερη συνεισφορά.108
108. Δ. Μαλασπίνας, στα πλαίσια συζήτησης για το αρχαιολογικό τοπίο της Θήβας
81
Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί, ότι η ανάδυση αυτή του παρελθόντος, μέσω των αρχαιολογικών διαδικασιών, δεν συνιστά επιλογική λύση, αλλά εναρκτήρια πρόκληση για το πώς αυτά τα αρχαιολογικά ίχνη είναι δυνατό να ενταχθούν στην καθημερινότητα της σύγχρονης Θήβας, ομαλά συγχρωτιζόμενα με το πλέγμα των αστικών λειτουργιών, να λειτουργήσουν ως ανοιχτοί δημόσιοι χώροι προσβάσιμοι και επισκέψιμοι, όπου υφίσταται αυτή η δυνατότητα. Όπως τονίστηκε προηγούμενα, έχει ήδη διατυπωθεί η πρόταση διαμόρφωσης “αρχαιολογικού πάρκου” στον ιστορικό πυρήνα της Καδμείας με τις κατάλληλα αναδεδειγμένες, αποκεκαλυμμένες αρχαιότητες. Αυτές με τη σειρά τους θα μπορούσαν να ενοποιηθούν με τη διαμόρφωση “αρχαιολογικού περιπάτου” περιβαλλόμενου από ευρύτερο δακτύλιο πρασίνου, ως συνέχεια του κεντρικού αρχαιολογικού πάρκου και ως συνδετικός κρίκος για την επικοινωνία της Καδμείας με τις υπόλοιπες συνοικίες. Τοπογραφικά μάλιστα, ο αρχαιολογικός περίπατος, συμπίπτει με τις περιοχές των ρεμάτων. Το αστικό αυτό κενό των ρεμάτων λειτουργεί ως λανθάνον δυναμικό, εφόσον ακόμα και σήμερα, φαίνεται να διατηρεί στην εικόνα της πόλης τη μνήμη της αρχαίας ακρόπολης, και συνεπώς κρατά το κλειδί για την ενοποίηση τόσο των αρχαιολογικών χώρων -δεδομένου ότι επί των ρεμάτων βρίσκονται τα τείχη και οι πύλες που οργάνωναν την αρχαία πόλη-, όσο και την ενοποίηση του πρασίνου και τέλος τη σύνδεση των διοικητικών χρήσεων που έχουν αρχίσει να δημιουργούν πόλους γύρω από την πόλη. Ο πράσινος δακτύλιος - συμπληρωματικός του περιπάτου- θα μπορούσε να επεκταθεί με διαπλατύνσεις και διεισδύσεις τόσο προς την εσωτερική περίμετρο όσο και προς την εξωτερική, δηλαδή προς τους λόφους, ζώνες πρασίνου, αρχαιολογικούς χώρους και συνοικίες της νέας πόλης. [Εικ.51] Ο κατάλληλος κοινωνικός εξοπλισμός - οργανωμένο πράσινο, εστίαση, ψυχαγωγία, αθλητισμός, πνευματικές εκδηλώσεις- είναι δυνατό να μεταβάλλει την διαδρομή, τόσο για τον ξένο όσο και για τον Θηβαίο περιπατητή, σε σύνθετη πολιτισμική λειτουργία.
Εικ.51: Διάγραμμα πρότασης με την δημιουργία περιμετρικού αρχαιολογικού περιπάτου επί των ρεμάτων - πράσινου δακτυλίου και διεισδύσεις πρασίνου εντός και εκτός της Καδμείας συνδυαζόμενες με τους αρχαιολογικούς χώρους του κέντρου και τις θέσεις των πυλών του αρχαίου τείχους
51
82
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
83
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το αρχαιολογικό τοπίο, τόσο ως φυσική όσο και ως ιστορική και πολιτισμική συγκρότηση, κατέχει αδιαμφισβήτητη παρουσία στη φυσιογνωμία ενός μεγάλου πλήθους ελληνικών πόλεων, πόσο μάλλον, εκείνων που διατηρούν επί χιλιετίες αδιάλειπτη την κατοίκησή τους, δείγματα των οποίων έχει πολλά να επιδείξει ο ελλαδικός χώρος. Το τοπίο αυτό προσλαμβάνεται, κυρίως μέσω της πόλης των Αθηνών, με ιδιαίτερη ένταση από τους δυτικούς, τους “Νέους Ευρωπαίους”, σε μια απόπειρα διαμόρφωσης της νέας ταυτότητας της Ευρώπης. Η ταυτότητα αυτή, επιμένει στην ανάδειξη της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ανωτερότητας του δυτικού κόσμου και συγκροτείται με έμφαση κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, επηρεάζοντας μάλιστα καθοριστικά το πολιτιστικό και πολιτικό πεδίο των δυτικών κοινωνιών. Εντούτοις, οι Έλληνες του 21ου αιώνα φαίνεται να απαξιώνουν με σκανδαλώδη αδιαφορία τον αρχαιολογικό τους πλούτο. Θετικά δείγματα μιας αλλαγής νοοτροπίας, βεβαίως υπάρχουν. Ωστόσο, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης των κοινωνιών, η επανασύνδεση των μελών του αστικού ιστού και η ανάγνωση των διαφορετικών τμημάτων της ιστορίας, συγκροτημένων σε ενιαίο σύνολο, αποτελεί βασικό αίτημα για τις σύγχρονες ελληνικές πόλεις. Με βάση την θεωρητική και πρακτικότερη- μέσω των παραδειγμάτων και αντιπαραδειγμάτων – ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στις προηγούμενες ενότητες, αναφύονται οι τρεις σημαντικότεροι λόγοι, για τους οποίους οι αρχαιολογικοί χώροι, αφενός, επιλέγονται ως αντικείμενο μελέτης της παρούσας διάλεξης και αφετέρου, αντιμετωπίζονται σε συσχετισμό με τα αστικά κέντρα και τον αστικό και τοπιακό σχεδιασμό της σύγχρονης πόλης. Το κεντρικότερο αίτημα συνίσταται στην συγκρότηση της ιστορικής μνήμης για λόγους πολιτιστικής και πολιτικής αυτογνωσίας. Πρόκειται για ένα πολιτικό αίτημα, που σημαίνει ότι η συγκρότηση της ιστορικής φυσιογνωμίας των πόλεων είναι πριν από όλα ιστορική – πολιτική απόφαση των κοινωνιών, πριν καταστεί επιχειρησιακά χρήσιμη, ενώ πιθανότατα, είναι ισχυρότερη ακόμα και από το αγωνιώδες, για την εποχή μας, περιβαλλοντικό αίτημα των αστικών περιοχών. Δεν θα πρέπει, βέβαια, να παραβλεφθεί η λανθάνουσα δυνατότητα των αρχαιολογικών χώρων, με βάση την ιδιότητά τους ως δημόσιων χώρων, να ενίσχυσουν τα πλεγμάτα των δημόσιων, ανοιχτών και περιβαλλοντικά χρήσιμων χώρων που μπορούν να συμμετέχουν στην παραγωγή ενός πράσινου δικτύου στις πόλεις. Υπό αυτό το πρίσμα, αναδεικνύονται ως θεμελιώδους σημασίας, καθώς απαντούν σε ένα από τα σημαντικότερα αιτήματα του καιρού μας, την περιβαλλοντική αναβάθμιση των αστικών κέντρων, η οποία βέβαια αναδεικνύεται και αυτή σε σημαντικό πολιτικό ζήτημα. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος συσχετισμού των αρχαιολογικών αδόμητων χώρων με τον αστικό ιστό. Ο τρίτος και πρακτικότερος λόγος συσχετισμού του αρχαιολογικού τοπίου με την αστική φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης, αναφέρεται στην αναντίρρητη, 84
στις μέρες μας, απαίτηση της ενίσχυσης αυτής της φυσιογνωμίας με στόχο την επιχειρησιακή της προβολή. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα σε προβολή ενταγμένη στα πλαίσια μιας δραστηριότητας που αφορά ιδιαίτερα τον ελληνικό χώρο, στην περιηγητική προσέγγιση –αυτή που αποκαλούμε τουρισμό. Η προβολή του ιστορικού υποβάθρου των ελληνικών πόλεων ενισχύει την ιδιαίτερη ομάδα περιηγητών που αναφέρεται στα πολιτιστικά αγαθά και συνδέεται βέβαια και με την παλαιότατη παράδοση των δυτικών κοινωνιών, του Grand Tour, επίσκεψης των χωρών της σημαντικής αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων η ιταλική χερσόνησος και η ελληνική χερσόνησος. Στα πλαίσια της προηγούμενης επισήμανσης των τριών σημαντικών κατευθύνσεων που υποδεικνύει η εργασία, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σε καμιά περίπτωση οι τρεις αυτές κατευθύνσεις δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μεμονωμένα. Ακριβώς αυτό το τρίπτυχο: ενίσχυση της πολιτιστικής και πολιτικής αυτογνωσίας – δημόσια και περιβαλλοντική διάσταση – επιχειρησιακή προβολή, συγκροτεί άλλωστε την βασική θέση και άξονα αντιμετώπισης των αρχαιολογικών χώρων, στα πλαίσια της εργασίας αυτής. Κάθε επιμέρους συντελεστής του τριπτύχου έρχεται στο προσκήνιο σε όλα τα βήματα της επιχειρηματολογίας και τεκμηρίωσης μέσω των παραδειγμάτων, άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό, άλλοτε ενδυναμώνεται και άλλοτε αποδυναμώνεται, αλλά το τρίπτυχο, υφίσταται πάντα ως συνολική, κυρίαρχη κατευθυντήρια πρόθεση. Ξεκινώντας αντίστροφα από τον συντελεστή της επιχειρησιακής προβολής, είναι σαφές ότι ο αρχαιολογικός χώρος σήμερα καλείται να γίνει αντιληπτός ως κοινωνικό αγαθό ενταγμένος στα πλαίσια της αστικής καθημερινότητας και της ενίσχυσης της ιστορικής φυσιογνωμίας της σύγχρονης ελληνικής πόλης και όχι τελικά σε μια πολιτική επιλεκτικών παρεμβάσεων κινούμενων στη λογική της εύκολης εξοικονόμησης πόρων. Με μια τέτοια στάση, που συνεπάγεται σχεδιασμό συνολικής στρατηγικής, η ιστορική πόλη ελπίζουμε να υποδεχθεί και να προσελκύσει ολοένα αυξανόμενη μερίδα επισκεπτών, κατακτώντας ανταγωνιστικότερη θέση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, η οργανική ενσωμάτωση των αρχαιολογικών χώρων στην καθημερινότητα ως αίτημα για ενίσχυση της αστικής ταυτότητας, κρίνεται σκόπιμο να αντιμετωπισθεί υπό το πρίσμα της ενίσχυσης της πολυλειτουργικότητας του χώρου, έναντι μιας, μέχρι σήμερα, αποστειρωμένης, αυστηρά ενταγμένης σε πολιτιστικά πλαίσια μονολειτουργικής διαχείρισής τους. Αυτός ακριβώς ο πολυλειτουργικός χαρακτήρας, συνδυασμένος με την παράλληλη προβολή των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και των ευρύτερων αναφορών της παράδοσης της ελληνικής πόλης στη λογική της ανάδειξης τόσο της παλαιότερης εξέλιξης της όσο και των σύγχρονων δραστηριοτήτων της, μπορεί να συγκροτήσει ένα πεδίο ανάπτυξης αναβαθμισμένων μορφών περιηγητικού τουρισμού. Άλλωστε, η προστασία του παρελθόντος δεν έχει νόημα παρά μόνο ενταγμένη σε σύγχρονες μορφές ανάπτυξης, ενώ και η ίδια η ανάπτυξη δεν αποτελεί αφηρημένο γενικό μοντέλο, αλλά συνδέεται με τις ιδιαιτερότητες 85
του τόπου, εν προκειμένω του αστικού τόπου, με έμφαση στις πολιτιστικές της ιδιαιτερότητες που συνιστούν την ιστορία και την παράδοσή της. Με ενδυναμωμένο, λοιπόν, τον παράγοντα της επιχειρησιακής προβολής, θεωρήθηκε χρήσιμο να μελετηθεί συνοπτικά το παράδειγμα της Λάρισας. Πρόκειται για ένα υλοποιημένο, στο μεγαλύτερο βαθμό του, πρόγραμμα ανασυγκρότησης του ιστορικού της κέντρου και ανάδειξης του ιδιαίτερου αρχαιολογικού της τοπίου, στο οποίο αναγνωρίζεται η απόπειρα συγκροτημένου πολεοδομικού σχεδιασμού που λειτουργεί με σαφείς όρους επιχειρηματικότητας και στόχους οικονομικής ανάπτυξης της σύγχρονης πόλης. Το όλο εγχείρημα λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα στοιχεία του αρχαιολογικού τοπίου της πόλης – τόσο φυσικά όσο και ανθρωπογενή – καθώς και τον διαχρονικό της χαρακτήρα ως εμπορικό, συγκοινωνιακό και διοικητικό κέντρο και προχωρά τόσο σε συνολικές όσο και επιλεκτικές παρεμβάσεις. Οι πρώτες αφορούν μια γενικότερη αναδιάρθρωση, σε επίπεδο χρήσεων και κυκλοφοριακών συνθηκών, ενώ οι δεύτερες εστιάζουν στα πλέον κεντροβαρικού ενδιαφέροντος σημεία. Η δημιουργία μάλιστα αρχαιολογικού πάρκου, που εκτείνεται παράλληλα με τον σύγχρονο ιστό, αντανακλά την σαφή πρόθεση προσέλκυσης τουριστικών και οικονομικών δραστηριοτήτων στην πόλη, καθώς και αύξησης της ανταγωνιστικότητάς της. Στην ίδια λογική κινείται και το πλέγμα πεζοδρόμων, που συνδυάζει εμπορικές και πολιτισμικές χρήσεις, ενισχύοντας παράλληλα την δικτύωση των ανοιχτών δημόσιων – συμπεριλαμβανομένων και των αρχαιολογικών – χώρων και το δίκτυο πράσινης αστικής υποδομής. Αναδύεται, επομένως, στην συγκεκριμένη πρόταση και ο παράγοντας της ενδυνάμωσης του δημόσιου και περιβαλλοντικού χαρακτήρα του αρχαιολογικού τοπίου στο πολύπλοκο αστικό μόρφωμα. Ιδιαίτερα αισιόδοξο, τέλος, στα πλαίσια της συνειδητοποίησης της ανάγκης έκφρασης της ευθύνης ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου για την ανάδειξη της πολιτισμικής του ταυτότητας και διαλόγου τοπικών αρχών και πολιτών – αλλά και ευρύτερα Κράτους-Κοινωνίας-Πολιτών- αναδεικνύεται και το γεγονός της έγκρισης του σχεδιαστικού εγχειρήματος της Λάρισας από λαϊκές συνελεύσεις.
ΛΑΡΙΣΑ
86
Εντούτοις, κρίνοντας αντίστροφα το επιχειρησιακό εγχείρημα της Λάρισας ανακαλύπτουμε ότι αυτό δεν αφορά απλώς την ενίσχυση των δραστηριοτήτων αναψυχής στο κέντρο της πόλης, όπως θα μπορούσε κανείς επιπόλαια να ισχυριστεί. Καταφέρνει επίσης να αποδώσει ταυτότητα πόλης που συνδέεται με ιστορικό και αρχαιολογικό βάθος. Δεν ενισχύει απλώς τους δημόσιους χώρους, αλλά μέσω της ενίσχυσης αυτής αποδίδει στην πόλη την ιστορική της φυσιογνωμία. Ωστόσο, ισχυρότερο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε προς αυτήν την κατεύθυνση αφορά στην πρόταση των Αντωνά – Κουτσογιάννη – Ησαΐα για τα “Αθηναϊκά Σκάμματα”, στα πλαίσια του διαγωνισμού για τον “Νέο Άξονα της Πανεπιστημίου” - “Re-Think Athens.” Η πρόταση θέτει, μεταξύ άλλων, ζητήματα που αφορούν τη νέα αρχαιολογική ερμηνεία του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και του αθηναϊκού εδάφους, ενώ παράλληλα επαναπροσδιορίζει τους όρους σύλληψης της από τον κάτοικο και τον επισκέπτη. Δεδομένου, μάλιστα ότι συγκροτεί μια πλέον σύγχρονη πρόταση, θεωρήθηκε ενδιαφέρουσα ώστε να παρατεθεί ως παράδειγμα στα πλαίσια της συγκεκριμένης διάλεξης. Η “αρχαιολογική” προσέγγιση της αρχιτεκτονικής ομάδας αντιμετωπίζει την πόλη ως ιστορικό συνεχές με αδιάλειπτη κοινωνική δράση. Έτσι, κάθε ιστορική αναφορά αντιμετωπίζεται ως λανθάνον αφηγηματικό εύρημα, που φέρνει στην επιφάνεια κάθε φορά ένα τμήμα της σύνθετης στρωματογραφίας του αθηναϊκού εδάφους. Τα σκάμματά της πρότασης προτίθενται να λειτουργήσουν ως δοχεία μνήμης τόσο της παρούσης όσο και της παρελθούσης κοινωνικής δραστηριότητας της πόλης. Είναι άξιο προσοχής, ότι η πρόταση απελευθερώνεται από μεροληπτικές προσεγγίσεις που θεωρούν ανώτερες κάποιες ιστορικές περιόδους έναντι άλλων και αναδύει τμήματα πολλαπλών εγγραφών του αστικού παλίμψηστου των Αθηνών, τόσο στο επίπεδο των σκαμμάτων όσο και στην ιδιαίτερη σύνθεση της κεντρικής σχηματοποίησης της πλακόστρωσης. Μάλιστα, οι ίδιοι οι συντελεστές της πρότασης τονίζουν ότι “Σε καμιά περίπτωση δε μας ενδιαφέρει μια ρομαντική αντιμετώπιση του ευρήματος ως αντικειμένου με “αξία” πολιτιστική, ιστορική ή αφηγηματική με τη στενή έννοια του όρου. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η επιστροφή σε μια εξαιρετικά προβληματική εθνοκεντρική περιχαράκωση συνοδεύεται από εφιαλτικές πολιτικές αφηγήσεις, η όποια ιδεολογικά φορτισμένη αρχαιολογία του προφανούς μας βρίσκει εντελώς αντίθετους”.109 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, επιπρόσθετα, ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται αφενός η λειτουργική ενεργοποίηση αυτών των ορυγμάτων, τα οποία μάλιστα προτίθεται να είναι απόλυτα προσβάσιμα και επισκέψιμα και αφετέρου η “θεατρική” διάσταση που καλείται να λάβει η διαδικασία των ανασκαφών και που μπορεί να λειτουργήσει διδακτικά για τον κάτοικο και τον επισκέπτη. Ολοκληρώνοντας αυτήν την σύντομη κριτική για την πρόταση των
109. Αποσπάσματα από απαντήσεις των Πλάτωνα Ησαϊα και Αριστείδη Αντονά σε ερωτηματολόγιο που αποστείλαμε ηλεκτρονικά, ώστε να λειτουργήσει συμπληρωματικά σε σχέση με το ήδη δημοσιευμένο υλικό.
87
“Αθηναϊκών Σκαμμάτων”, η ιδέα της διάνοιξης τοπικών σκαμμάτων μικρής κλίμακας, σε επιλεγμένες θέσεις- βασισμένη βέβαια στην αρχαιολογική έρευνα για τα προσδοκώμενα ευρήματα του υπεδάφους- και της εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων για τη συνδεσιμότητα τους, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδιαφέρουσα εναλλακτική προσέγγιση έναντι της λογικής εκτεταμένων ανασκαφών σε ιστορικά κέντρα, που προσκρούουν σε γενικευμένες απαλλοτριώσεις και στις συνακόλουθες αντιδράσεις πολιτών.110 Άλλωστε και “το ευρύτερο κοινό, θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η ανασυγκρότηση του ιστορικού μας παρελθόντος από τα σπαράγματα των κάθε είδους μαρτυριών που μας απέμειναν δεν στηρίζεται μόνο στις μεγάλες ανασκαφές και τα εντυπωσιακά πολλές φορές ευρήματά τους, αλλά και σε εκείνα τα ταπεινά, που μας δίνει ένα μικρό σκάμμα σ’ έναν δρόμο της πόλης μας.” 111 Ολοκληρώνοντας την σύντομη αυτή κριτική για τα “Αθηναϊκά Σκάμματα” είναι σκόπιμο να τονισθεί ότι, αν μπορούσε να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα, ξεπερνώντας τα πιθανά κατασκευαστικά ή άλλης φύσης ζητήματα -που θα μπορούσαν να ανακύψουν σε σχέση με τις σημειακές αυτές αποκαλύψεις του ενταφιασμένου σήμερα στα όρια της περιοχής επέμβασης στορικού πλούτου των Αθηνών-, αυτό θα σήμαινε ότι η ιστορική φυσιογνωμία της πόλης θα αναδεικνυόταν σε βασικό προβαλλόμενο στοιχείο. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται ωστόσο, από τους συντελεστές και στο επίμαχο αίτημα για την ενίσχυση του δημόσιου και περιβαλλοντικού χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου. Κάιριο πολιτικό αίτημα των καιρών μας, ισχυρότερο ακόμα και από την ίδια την επιχειρηματική διάσταση του εγχειρήματος που συμπεριλαμβάνεται με σαφήνεια στα ζητούμενα του διαγωνισμού.
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΣΚΑΜΜΑΤΑ
110. Θα πρέπει να διευκρινιστεί, ωστόσο, ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν άπτεται των προθέσεων των συντελεστών της πρότασης, καθώς το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται αποκλειστικά στην Αθήνα. 111. Λ.Παρλαμά, “Οι σωστικές ανασκαφές των Αθηνών και τα προβλήματα πολεοδομίας της αρχαίας πόλεως”, διάλεξη από το συλλογικό τεύχος: Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών, επιστημονικές-επιμορφωτικές διαλέξεις, Δήμος Αθηναίων, Πνευματικό Κέντρο, Αθήνα 2004, σελ. 45
88
Στον αντίποδα της απόπειρας συνολικού σχεδιασμού, στα πλαίσια της αξιοποίησης του αρχαιολογικού χώρου με όρους σύγχρονης επιχειρηματικότητας ή ενδυνάμωσης του δημόσιου χαρακτήρα του ή πρόθεσης βίωσής του από τον κάτοικο και τον επισκέπτη, τοποθετείται το «αντι-παράδειγμα» της Θήβας. Σε επίπεδο κλίμακας η Θήβα συνιστά τυπική επαρχιακή πόλη. Σε επίπεδο αρχαιολογικού πλούτου, εν τούτοις, συγκροτεί μια μοναδική πόλη-μνημείο. Αν αναφερθούμε μάλιστα στην κομβική θεματική περιοχή της αρχαίας δραματουργίας, κεντρική για τη δυτική σκέψη, φαίνεται να είναι συγκρίσιμη με τις Μυκήνες μόνο ή την Αθήνα, φανερώνοντας ένα πολυσύνθετο αρχαιολογικό τοπίο με ιδιαίτερα τοπογραφικά χαρακτηριστικά και αρχαιολογικά ευρήματα. Η εκτεταμένη ανάλυση που προηγήθηκε στόχευε ακριβώς να καταδείξει την εξαιρετική σημασία αυτού του τοπίου που απαξιώνεται με σκανδαλώδη τρόπο από την τοπική κοινωνία, χωρίς να γίνεται καν λόγος για προβολή σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, με όρους σύγχρονης ανταγωνιστικότητας των πόλεων. Όχι μόνο οι αρχαιολογικοί χώροι, στην παρούσα κατάσταση, δε μπορούν να διεκδικήσουν αυτήν την ισχύ, αλλά καθίστανται δυσλειτουργικοί για τον σύγχρονο κάτοικο και ανύπαρκτοι για τον επισκέπτη. Η περιπλάνηση στον πυρήνα της Καδμείας, ακόμη και σε όλη τη Θήβα, θα όφειλε να καταστεί περιπλάνηση στην ιστορία, συνεχής μετάβαση από το σύγχρονο στο αρχαίο, στο φυσικό και ξανά στο σύγχρονο. Να απευθύνεται εν τέλει στον σύγχρονο άνθρωπο, που αποζητά να ανακτήσει την αξιοπρέπεια της κατοίκησής στην πόλη του, να συνάψει μνημονικούς δεσμούς με αυτήν, να αισθανθεί οργανικό μέλος ενός κοινωνικού συνόλου με το οποίο μοιράζεται κοινές καταβολές. Κατακρίνοντας προφανέστατα την απουσία οποιουδήποτε συντελεστή του τριπτύχου που πραγματεύεται η εργασία στην περίπτωση της Θήβας, θεωρείται σκόπιμο, κλείνοντας, να επανέλθουμε στον πρωτεύοντα συντελεστή του, στο κεντροβαρικότερο, εν τέλει, αίτημα για ενίσχυση της πολιτιστικής και πολιτικής αυτογνωσίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, ως βασικότερη επιδίωξη συσχετισμού του αρχαιολογικού τοπίου με την αστική φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης. Μολονότι προφανώς το περιηγητικό-τουριστικό ενδιαφέρον του αρχαιολογικού χώρου, σύμφωνα με όρους σύγχρονης επιχειρηματικότητας, είναι σημαντικό, μολονότι επίσης η διαμόρφωση των συνθηκών οργανικής του ενσωμάτωσης στο πλέγμα δημόσιων και περιβαλλοντικά χρήσιμων χώρων της ελληνικής πόλης εμφανίζεται ως ένα ολοένα και περισσότερο φλέγον ζήτημα, μπορούμε μάλλον να ισχυριστούμε πως αυτά, τελικά, δεν αποτελούν τα κυρίαρχα ζητήματα. Η κρίση των αρχαιολογικών χώρων παρότι πρέπει να ανταποκρίνεται σε όλα αυτά τα πρακτικής, κατά μία έννοια, χρησιμότητας θέματα, δεν αποτελεί ως χωρική συνθήκη τον μοναδικό στόχο μιας κοινωνίας η οποία έχει αντίληψη της σημασίας της πολιτισμικής και πολιτικής ιδιαιτερότητάς της. Κυρίαρχο, υπό αυτήν την έννοια είναι το πολιτιστικό – πολιτικό ενδιαφέρον, η αντίστοιχη παιδαγωγική συνθήκη η οποία διατρέχει το συνολικό εύρος της παιδείας που συγκροτείται σε μια συγκεκριμένη χώρα. 89
Υπό αυτήν την έννοια, η διαφορετική προοπτική της υγιούς επιχειρηματικής ανάπτυξης θα πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα και από διαφορετικό πολιτιστικό επίπεδο αυτών που χειρίζονται τον τουρισμό είτε στις υψηλότερες βαθμίδες (Υπουργείο Πολιτισμού-ΕΟΤ) είτε στις χαμηλότερες βαθμίδες (δρώσα επιχειρηματικότητα). Από τη στιγμή που οι συντελεστές αυτής της επιχειρηματικότητας στερούνται πολιτιστικού και πολιτισμικού οράματος, είναι άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι μπορεί να υπάρξει βελτιωμένη αντιμετώπιση και αξιοποίηση του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και βελτιωμένος τουρισμός εν γένει. Όταν δεν αντιλαμβάνονται την αξία του περιβαλλοντικού τους πλούτου και φυσικά το ιστορικό επίπεδο πάνω στο οποίο έχουν αναπτυχθεί, θα οδηγηθούν αναπόφευκτα στην εκποίηση του, όπως άλλωστε αποδεικνύουν οι μέχρι σήμερα προσεγγίσεις και πρακτικές διαχείρισής του. Αλλά και σε επίπεδο πολιτών, όταν αυτοί στερούνται ιστορικής γνώσης και ολοκληρωμένης παιδείας, δεν θα πάψουν να αντιμετωπίζουν τον αρχαιολογικό χώρο ως απλά θραύσματα του παρελθόντος, τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να προσφέρουν αφήγηση. Ακόμα και αν ο σχεδιασμός των αρχαιολογικών χώρων, τόσο σε πολεοδομική όσο και σε αρχιτεκτονική κλίμακα, παρέχει τα εχέγγυα για αυτό που αποκαλέσαμε ‘ένταξη στην καθημερινότητα’ ή ‘βίωσή του’ ή ‘ανάκληση συλλογικής μνήμης’, δεν είναι δυνατό να προκύψει ουσιαστική αλλαγή, χωρίς αλλαγή της νοοτροπίας των ίδιων των πολιτών. Αναγκαία προϋπόθεση στα πλαίσια της αλλαγής αυτής της νοοτροπίας είναι η βελτίωση της παιδείας του πληθυσμού, με θέματα τα οποία θα έπρεπε να προβάλλονται με έμφαση στη βασική εκπαίδευση. Δίπλα στον κλασικισμό ο οποίος συχνά προβάλλεται επιλεκτικά, η ιστορία και η απαίτηση διατήρησης και προβολής της περιλαμβάνει και άλλα τμήματα της ιστορίας μας όπως η βυζαντινή ιστορία, η ελληνική παράδοση, τα νεότερα μνημεία, με τα οποία οφείλουν να εξοικειωθούν οι έλληνες πολίτες, στον αντίποδα της μέχρι σήμερα ελλιπούς εκπαίδευσής τους σε σχέση με αυτό που συνιστά τη νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική και τα σημαντικά πολιτισμικά παραδείγματα που έχει προσφέρει η αρχιτεκτονική αυτή. Πολιτιστική και πολιτική παιδεία επομένως είναι το ζητούμενο στην ελληνική κοινωνία και αυτό δεν αφορά απλώς μία αόριστη σειρά διοικητικών πράξεων. Αφορά περισσότερο το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για την ανάλυση της ιστορικής φυσιογνωμίας της, για την ανάλυση, εν τέλει, της ιστορικής της ποιότητας. Το αίτημα αυτό σε περιόδους έντονης πολιτιστικής κρίσης εμφανίζεται πολύ κεντρικότερο από το δεύτερο προφανές αίτημα της ενίσχυσης της περιβαλλοντικής ποιότητας των πόλεων και το τρίτο προφανές αίτημα της υγιούς τουριστικής ανάπτυξης. Αυτό που τονίζουμε, λοιπόν, είναι η προσπάθεια για ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας της κατοίκησης στον ελληνικό χώρο μέσω της αντίστροφης, όπως την αποκαλέσαμε, ένταξης: ένταξης της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας στην ιστορία της. Αυτό, ακριβώς, οφείλει να συγκροτήσει το κυριότερο αίτημα και την ηχηρότερη διεκδίκηση. 90
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΕΝΤΑΞΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Γιακωβάκη Νάσια: Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος - 18ος αιώνας, Εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2006 Δημακοπούλου Καίτη - Κόνσολα Ντόρα: Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας (οδηγός) , Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Αθήνα, 1981 Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις: Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών, επιστημονικές-επιμορφωτικές διαλέξεις, Δήμος Αθηναίων, Πνευματικό Κέντρο, Αθήνα 2004 Ζήβας Α. Διονύσης: Τα μνημεία και η πόλη, Εκδ. Libro, Αθήνα, 1997 Θ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων: Αρχαιολογικά Δελτία Βοιωτίας, 1910-1999 Θ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων: Η Μυκηναϊκή Θήβα Καρύδης Ν. Δημήτρης: Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2008 Μπαμπινιώτης Γεώργιος: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 1998 Μπίρης Κώστας, Αι Αθήναι. Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα., Έκδοση του Καθιδρύματος Πολεοδομίας και Ιστορίας των Αθηνών, Αθήνα 1996 Μπούρας Χαράλαμπος, Σακελλαρίου Μιχαήλ Β., Στάϊκος Κωνσταντίνος Σπ., Τουλούπα Εύη (Εκδοτική Επιτροπή): Συλλογικός Τόμος, Αθήναι. Από την Κλασική Εποχή έως Σήμερα (5ος αι.π.Χ. - 2000 μ.Χ.), Κότινος, Αθήνα 2000 Μωραΐτης Κωνσταντίνος: Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου: σημειώσεις για τη νεότερη, τοπιακή επεξεργασία του τόπου, Εθνικο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 2005 Νακάσης Αθανάσιος: Εισαγωγή στην Αρχαιολογία, τις τεχνικές ανασκαφής και τα πρώτα σωστικά μέτρα, σημειώσεις στα πλαίσια του Εργαστηρίου Θεωρητικής και Πρακτικής Αποκατάστασης Κτιρίων Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής στον Πεντάλοφο Κοζάνης, Ιούλιος 2012 Τουρνικιώτης Παναγιώτης: Εισαγωγή στη Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Αθήνα, 2008 Τσεβάς Δ. Γεώργιος: Η ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Θηβαίων, Ιούλιος 2006 92
Φιλιππίδης Δημήτρης: Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1984 Boyer Μ. Christine: The city of collective memory, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts London, 1994 Foucault Michel: Η Αρχαιολογία της Γνώσης, Εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1987 Frampton Kenneth: Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Εδκ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2009 ICOMOS, Ελληνικό Τμήμα, Νέες πόλεις πάνω σε παλιές, Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 27-30 Σεπτεμβρίου 1993, Εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα, 1993 Rossi Aldo: Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991 Warren John , Worthington John , Taylor Sue: New Buildings in historic settings, Architectural Press , Oxford, 1998
_Προπτυχιακές και Μεταπτυχιακές εργασίες Αηδόνη Ελένη, Βελεγράκη Ευθαλία: Οι αστικές οικίσεις ως κείμενο επάλληλων εγγραφών, Το παράδειγμα της Ελευσίνας, Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2008 Αλυγίζος Ανδρέας, Μαντζούφας Σεραφείμ: Νέες επεμβάσεις σε μνημεία ή ιστορικά σύνολα, Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2012 Βομπίρη Ιουλία: Ο αρχαιολογικός χώρος στον ιστό της πόλης, Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2003 Βουρεκάς Κώστας: Η πόλη σαν επιχείρηση, Σπουδαστική εργασία στα πλαίσια του μαθήματος “Μεταλλαγές των ιδεών για την πόλη στον 20ο αιώνα”, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του χώρου, Κατεύθυνση Πολεοδομία- Χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, Οκτώβριος 2009 Θρουμουλοπούλου Σταματία - Τσατήρα Μαρία: Οι αρχαίες δομές ως μέσο ανάπλασης της σύγχρονης πόλης, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π,Αθήνα, Ιούνιος 2012 Καραμπλής Κωνσταντίνος, Κατσιμπούλας Βλάσης, Νενεδάκης Αλέξανδρος: Η έννοια της σχέσης στο σύστημα αρχαιολογικός χώρος – τόπος – επέμβαση, Διάλεξη, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2010 Κάτου Μαρία: Αρχαιολογικοί χώροι σε αστικά τοπία, Μεταπτυχιακή εργασία στα πλαίσια του μαθήματος “Όψεις του αστικού τοπίου στο δημόσιο χώρο”, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του χώρου, Κατεύθυνση Πολεοδομία – Χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 93
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2006 Παπαναστασίου Αναστασία: Η ιστορική διάσταση του αρχαίου τοπίου: η Κοσμητεία Τοπίου, Μεταπτυχιακή Εργασία στα πλαίσια του Προγράμματος Σπουδών “Ιστορία του Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος”, Τμήμα ΙστορίαςΑρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή Α.Π.Θ., Ιούνιος 2008 Πελώνης Παναγιώτης: Ολοκληρωμένο πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης: η περίπτωση του Δήμου Θηβαίων, Διπλωματική εργασία, Τομέας Γεωγραφίας και Περιφερειακού Σχεδιασμού, Σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών Ε.Μ.Π., Αθήνα, Ιούνιος 2010 Πετρίδου Ζωή: Αρχαιολογικοί χώροι, μνημεία και ιστορικά σύνολα στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης: σημεία και σύνολα του αστικού τοπίου, Μεταπτυχιακή εργασία στο πλαίσιο του μαθήματος “Όψεις του αστικού τοπίου στο δημόσιο χώρο”, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του χώρου, Κατεύθυνση Πολεοδομία και χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2005 Χρυσικός Επαμεινώνδας: Η Καδμεία ως ιστορικό κέντρο Θήβας και σύγχρονο κέντρο πόλης, Διπλωματική Εργασία, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Αρχιτεκτονική-Σχεδιασμός του χώρου, Κατεύθυνση: Πολεοδομία και Χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, Ιούλιος 2003 Χρυσικός Επαμεινώνδας: Καδμεία: Ιστορικό και σύγχρονο κέντρο της Θήβας – Τάσεις και Προοπτικές, Σπουδαστική Εργασία στα πλαίσια του μαθήματος “Περιβαλλοντικές συνιστώσες του σχεδιασμού και της οικιστικής ανάπτυξης”, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Αρχιτεκτονική-Σχεδιασμός του χώρου, Κατεύθυνση: Πολεοδομία και Χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 2003
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ _Έντυπος περιοδικός τύπος Περιοδικό “ΔΟΜΕΣ, Διεθνής Επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής”, Τεύχος 116 “Ξανασκέψου την Αθήνα”, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013 _Ηλεκτρονικός περιοδικός Τύπος Περιοδικό “Αρχιτέκτονες,” τεύχος 11, Αθήνα, Σεπτέμβριος/ Οκτώβριος 1998 (αφιέρωμα : Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων - Α’ μέρος) http://www.sadas-pea.gr/magazine/ARXITEKTONES_11.pdf Περιοδικό “Αρχιτέκτονες”, τεύχος 47, Αθήνα, Σεπτέμβριος/ Οκτώβριος 2004 (αφιέρωμα: Αρχιτεκτονική Κληρονομιά) http://www.sadas-pea.gr/magazine/ARXITEKTONES_47.pdf 94
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΥΛΙΚΟ Αργύρης Μάνος: “Συζητώντας για την ετεροτοπία – οι χωροχρονικές εμπειρίες των “τεράτων””, Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων, 26 Δεκεμβρίου 2012 http://akea2011.wordpress.com/2012/12/26/eterotopia/?blogsub=confirming#s ubscribe-blog Αυγερινού- Κολώνια Σοφία: “Η πολιτική προστασίας για την αστική κληρονομιά στην Ελλάδα. Ένα επίκαιρο ζήτημα, Πόλη και χώρος από τον 20ο αιώνα στον 21ο αιώνα”, Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Αθανάσιο Ι. Αραβαντινό, Σελ. 53-63, Εκδ. Μέμφις ΑΕ, Αθήνα, 2004 Βιγγοπούλου Ιόλη (Ιστορικός - Εντεταλμένη Ερευνήτρια του κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών) , ψηφιακή διάθεση μέρους του “Η ανάδυση και η ανάδειξη κέντρων του ελληνισμού στα ταξίδια των περιηγητών (15ος-20ός αιώνας)”: ανθολόγιο από τη συλλογή του Δημητρίου Κοντομηνά, επιλέμεια Κωνσταντίνος Σπ Στάϊκος, Κότινος, 2005 http://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/4303/1/INR_Viggopoulou_05_03. pdf Γιαννάκης Ξενοφών, Νικηφορίδης Πρόδρομος, Πετρίδου Κυριακή, Ταράνη Παρασκευή: “Θεσσαλονίκη Πάνω-Κάτω”, Μόνιμη Επιτροπή Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας), Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2004 http://library.tee.gr/digital/kma/kma_m1251/kma_m1251_nikiforidis.pdf Κιοσσέ Χαρά: “Προς μια νέα ανθρωποκεντρική αρχαιολογία”, Το Βήμα, Στήλη“Γνώμες”, 28 Ιουνίου 1998 http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=106224 Μωραΐτης Κωνσταντίνος: “Εισαγωγικό σημείωμα για το τοπίο και την κληρονομιά του πολιτισμού”, περιοδικό MONUMENTA, 24 Δεκεμβρίου 2012 http://www.monumenta.org/article.php?IssueID=7&ArticleID=813&CategoryID=2 &lang=gr Οικονομάκου Κατερίνα: “Η Ελλάδα έχει γεμίσει από νεκρούς αρχαιολογικούς χώρους”, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010 http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=181446 Παναγιωτοπούλου Μηλένη: “Οι αρχαιολογικοί χώροι κρίσιμη κληρονομιά για την μετάπλαση της καθημερινότητας”, περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχος 57, 2007 http://www.archaiologia.gr/blog/about/περιοδικό-αρχαιολογία-και-τέχνες/
95
Παπαδόπουλος Ευστράτιος: “Εισαγωγή στην προϊστορική αρχαιολογία”, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Δημοκρίτειο Πανεπιτήμιο Θράκης, 2010 http://utopia.duth.gr/~efpapad/Panepistimio/eisagog_proistor/simioseis/simioseis_proistorikis_2010.pdf Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών http://www.eie.gr/archaeologia/gr Ελληνική Εταιρεία Δικαίου Αρχαιοτήτων http://www.law-archaeology.gr/Index.asp?C=2 Ελληνικό ICOMOS http://www.icomoshellenic.gr/ _διαδικτυακό υλικό για τη Λάρισα Σταθακόπουλος Πάνος: “ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ: ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ 20 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ”, Νόμος + Φύση, Οκτώβριος 2011 http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=4323&lang=1&catpid=1 “Αποκάλυψη του Αρχαίου Θεάτρου”, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Τμήμα Κεντρικής Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας, Λάρισα, 2001 http://library.tee.gr/digital/larlib/2412.pdf Ψηφιακή Πολιτιστική Πύλη Δήμου Λαρισαίων http://culture.larissa-dimos.gr/viewitems.php?topic_id=11&level=2&belongs=9& lang=gr http://www.larissa-dimos.gr/new/ _διαδικτυακό υλικό για την πρόταση των “Αθηναϊκών Σκαμμάτων” “‘RE-THINK ATHENS’: TOWARDS A NEW CITY CENTRE, REPORT OF THE OVERALL PROPOSAL”, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013 http://www.rethinkathenscompetition.org/uploads/proposal_entries/pdf_results_2/LL00000000/RethinkAthens2-LL00000000-11.pdf “ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ”, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013 http://www.greekarchitects.gr/site_parts/doc_files/rethink.athens.2013.02.diakriseis.pdf “Quaderns d’arquitectura i urbanisme” http://quaderns.coac.net/en/2013/06/athenian-trench/ http://www.rethinkathenscompetition.org/competition.php# 96
_διαδικτυακό υλικό για τη Θήβα Λαμπαδά Δέσποινα: “Θήβα” http://boeotia.ehw.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=13001 (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια για τη Βοιωτία) “Η πρώτη Ελληνοαμερικανική ανασκαφή στη Θήβα με δωρεά από το “Σταύρος Νιάρχος”“, 21 Απριλίου 2011 http://www.inews.gr/42/i-proti-ellinoamerikaniki-anaskafi-sti-thiva-me-doreaapo-to-stavros-niarchos.htm Διαδικτυακή Πύλη Δήμου Θηβαίων http://www.thiva.gr/portal/page/portal/dimosThivas Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Η Μυκηναϊκή Ακρόπολη της Θήβας http://www.fhw.gr/projects/boeotia/thebes
97
98