Γκουλάγκ - Η αληθινή ιστορία - Anne Applebaum - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

ΓΚΟΥΛΑΓΚ Η αληθινή ιστορία

ANNE APPLEBAUM


Η Αν Άπλμπαουμ (Anne Applebaum) είναι αρθρογράφος και μέλος της ομάδας σύνταξης της «Washington Post». Έχει εργαστεί ως συντάκτρια εξωτερικών ειδήσεων και βοηθός συντάκτη για το περιοδικό «Spectator» (του Λονδίνου), ως ανταποκρίτρια στη Βαρσοβία για τον «Economist», όπως επίσης και για πολλές βρετανικές εφημερίδες. Η δουλειά της έχει επίσης δημοσιευτεί στις σελίδες των «New York Review of Books», «Foreign Affairs» και «Wall Street Journal». Είναι η συγγραφέας του βιβλίου «Between East and West: Across the Borderlands of Europe» (1995). Στο τελευταίο βιβλίο της «Γκουλάγκ - Η αληθινή ιστορία», χρησιμοποιώντας νέες πηγές, όπως επίσης και την προσωπική της, γνήσια ιστορική έρευνα, αναλαμβάνει για πρώτη φορά να παρουσιάσει μια πλήρως τεκμηριωμένη εξιστόρηση του σοβιετικού συστήματος στρατοπέδων από την περίοδο της Σοβιετικής Επανάστασης μέχρι την κατάρρευσή του στην εποχή της γκλάσνοστ. Πρόκειται για ένα μεγαλειώδες επίτευγμα έρευνας και ηθικού απολογισμού, το οποίο τοποθετεί το Γκουλάγκ εκεί όπου πραγματικά ανήκει, στο επίκεντρο του πλαισίου εκείνου που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα της ταραγμένης ιστορίας του 20ού αιώνα.

Προσαρμογή εξωφύλλου: Δ. Κουρκούτης


ΓΚΟΥΛΑΓΚ


ΓΚΟΥΛΑΓΚ Η αληθινή ιστορία Anne Applebaum (Αν Άπλμπαουμ) Μετάφραση: Ελευθερία Τσίτσα Διορθώσεις - Επιμέλεια - Ευρετήριο: Παναγιώτης Τσιαμούρας Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Τίτλος πρωτοτύπου: Gulag - A History Πρωτότυπη  Έκδοση: Penguin Books, 2003 (Ην. Βασίλειο) © Copyright: Anne Applebaum, 2003 © Copyright Ελληνικής  Έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός - Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Δεκέμβριος 2009 Α΄  Έκδοση για την ελληνική γλώσσα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ • Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-502-2


A NNE A PPLEBAUM

Γ ΚΟΥΛΑΓΚ H αληθινή ιστορία

ΙΩΛΚΟΣ



Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο σ’ εκείνους που περιέγραψαν όλα όσα συνέβησαν

Στα φρικτά εκείνα χρόνια, που ο Γιέζοφ σκορπούσε τον τρόμο, πέρασα 17

μήνες περιμένοντας στην ουρά έξω από τη φυλακή του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος ανάμεσα στο πλήθος με αναγνώρισε. Δίπλα μου στεκόταν μια γυναίκα, με χείλια μπλάβα από το κρύο, που δεν είχε ξανακούσει να με φωνάζουν με το όνομά μου. Τότε ξύπνησε από το λήθαργο και την αποχαύνωση που είχε κυριέψει όλους εμάς που βρισκόμασταν εκεί και μου ζήτησε ψιθυριστά (όλοι ψιθυρίζαμε εκεί): «Μπορείς να τα περιγράψεις;». «Μπορώ», της απάντησα. Εκείνη τη στιγμή, κάτι σαν χαμόγελο φάνηκε φευγαλέα εκεί που κάποτε ήταν το πρόσωπό της…

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ, «ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: ΡΕΚΒΙΕΜ 1935-1940»


Λένινγκραντ

Αρχάγγελος Ρέχλαγκ

Κάργκοπολαγκ

Βόρκουτλαγκ Νόριλαγκ

Μόσχα

Μίνλαγκ

Σάλεχαρντ Ιγκάρκα

Βίατλαγκ Περµ

Νόβοσιµπιρσκ Στέπλαγκ Ντζέζκαζγκαν

Τοπωνύµια

µίλια

Ονόµατα στρατοπέδων χλµ.

Σίµπλαγκ


Ντάλστροϊ Γκόρλαγκ Μάγκανταν

Βλαδιβοστόκ

Το Γκουλάγκ στο ζενίθ του, 1939-1953.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

13

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

15

ΕΙΣΑΓΩΓΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

19

Α ΄ - Η Γ Ε Ν Ν Η Σ Η Τ ΟΥ Γ Κ ΟΥΛ Α Γ Κ , 1 9 1 7 - 1 9 3 9

1. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

51

2. «ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΓΚΟΥΛΑΓΚ» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

67

3. 1929: Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΜΠΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

92

4. Η ΔΙΩΡΥΓΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 110 5. ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΕΠΕΚΤΕΙΝΟΝΤΑΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 125 6. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 143

Β ΄ - Ζ Ω Η Κ Α Ι Ε Ρ ΓΑ Σ Ι Α Σ ΤΑ Σ Τ ΡΑ Τ Ο Π Ε Δ Α

7. ΣΥΛΛΗΨΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 171 8. ΦΥΛΑΚΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 197 9. ΜΕΤΑΦΟΡΑ, ΑΦΙΞΗ, ΔΙΑΛΟΓΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 211 10. Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 237 11. Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 289 12. ΤΙΜΩΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 317 13. ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 332 14. ΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 359

-11-


ANNE APPLEBAUM

15. ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 389 16. ΟΙ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 418 17. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 428 18. ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 478

Γ ΄ - Η Α Ν Ο Δ Ο Σ Κ Α Ι Η Π Τ Ω Σ Η Τ ΟΥ Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Κ ΟΥ Σ Υ Μ Π Λ Ε Γ Μ Α Τ Ο Σ Σ Τ ΡΑ Τ Ο Π Ε Δ Ω Ν , 1 9 4 0 - 1 9 8 6

19. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 501 20. «ΑΓΝΩΣΤΟΙ» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 511 21. ΑΜΝΗΣΤΙΑ – ΚΑΙ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 538 22. ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 554 23. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 572 24. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΖΕΚ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 581 25. ΑΠΟΣΤΑΛΙΝΟΠΟΙΗΣΗ – ΚΑΙ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 604 26. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 627 27. Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1980: «ΕΡΜΟΚΟΠΙΔΕΣ» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 654 ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΜΝΗΜΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 667 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 683 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 693 ΓΛΩΣΣΑΡΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 713 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 719

-12-


ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

1. Το Γκουλάγκ στο ζενίθ του, 1939-1953 [σ. 8-9]. 2. Βασίλι Ζούριντ, Αλεξάντρ Πέτλοσι, Γκριγκόρι Μάιφετ, Άρνολντ Κάρο, Βαλεντίνα Ορλόβα (από επάνω προς τα κάτω, αριστερά προς δεξιά) [σ. 273]. 3. Κρατούμενοι που φτάνουν στο Κεμ, στρατόπεδο μεταγωγών του Σολοβέτσκι [σ. 274, επάνω]. 4. Γυναίκες που μαζεύουν τύρφη, Σολοβέτσκι, 1928 [σ. 274, κάτω]. 5. Ο Μαξίμ Γκόρκι (κέντρο), φοράει τραγιάσκα, παλτό και γραβάτα. Επισκέπτεται το Σολοβέτσκι, το 1929, με το γιο του, τη νύφη του και τους διοικητές του στρατοπέδου. Στο βάθος, φαίνεται η εκκλησία Σεκίρκα – το κελί τιμωρίας [σ. 275, επάνω]. 6. Το μοναστήρι Σολοβέτσκι, όπως φαίνεται σήμερα [σ. 275, κάτω]. 7. Ο Νάφταλι Φρένκελ [σ. 275, κάτω δεξιά]. 8. Κρατούμενοι σπάνε πέτρες, με εργαλεία δικής τους επινόησης [σ. 276, επάνω]. 9. «Τα πάντα γίνονταν με τα χέρια… Σκάβαμε τη γη με τα χέρια και βγάζαμε το χώμα μεταφέροντάς το σε χειράμαξες, σκάβαμε μέσα από τους λόφους με τα χέρια και…» [σ. 276, κάτω]. 10. «Θα αφανίσουμε τους κατάσκοπους και τους αντικαθεστωτικούς, τους πράκτορες των τροτσκιστών-μπουχαρινιτών φασιστών!» – αφίσα της NKVD, 1937 [σ. 277, επάνω]. 11. Η σύλληψη ενός εχθρού στο χώρο εργασίας – σοβιετικός πίνακας, 1937 [σ. 277, κάτω]. 12. «Οι καλύτεροι υπερπαραγωγικοί εργάτες»: Το πλακάτ αυτό είχε αναρτηθεί σε ειδικό μέρος επαίνου αυτών των εργατών [σ. 278, επάνω]. 13. Ο Στάλιν και ο Γιάγκοντα επισκέπτονται τη Διώρυγα της Λευκής Θάλασσας για να γιορτάσουν την ολοκλήρωσή της [σ. 278, κάτω]. 14. Τέσσερις διοικητές στρατοπέδου, Κολίμα, 1950. Η κόρη ενός κρατούμενου έγραψε επάνω στη φωτογραφία «Δολοφόνοι!» [σ. 279, επάνω]. 15. Ένοπλοι φρουροί με σκυλιά [σ. 279, κάτω]. 16. Στον τάφο της γιαγιάς [σ. 280, επάνω]. 17. Στην Κεντρική Ασία [σ. 280, μέση]. 18. Έξω από ένα ζεμλιάνκα, παράπηγμα χτισμένο σε μια εσοχή στο έδαφος [σ. 280, κάτω]. 19. Τοπίο στην περιοχή του Κολίμα [σ. 281, επάνω]. 20. Η πύλη στο λάγκπουνκτ της Βορκούτα (η πινακίδα γράφει: «Η δουλειά στην ΕΣΣΔ είναι ζήτημα τιμής και δόξας…») [σ. 281, κάτω]. 21. Κόβοντας κούτσουρα [σ. 282, επάνω].

-13-


ANNE APPLEBAUM

22. Μεταφέροντας ξυλεία [σ. 282, κάτω]. 23. Σκάβοντας στη Διώρυγα της Φεργκάνα [σ. 283, επάνω]. 24. Εξόρυξη κάρβουνου [σ. 283, κάτω]. 25. «Αν έχεις το δικό σου πιάτο, παίρνεις τις πρώτες μερίδες» [σ. 284, επάνω]. 26. «Παρέδιδαν το χάλκινο σώμα τους στην τέχνη του τατουάζ και με τον τρόπο αυτό λίγο-λίγο ικανοποιούσαν τις καλλιτεχνικές, ερωτικές, ακόμα και ηθικές, ανάγκες τους» [σ. 284, κάτω]. 27. «Παίρναμε μια ξύλινη λεκάνη, μας έδιναν ένα κύπελλο ζεστό νερό, ένα κύπελλο κρύο νερό κι ένα μικρό κομμάτι μαύρου και δύσοσμου σαπουνιού…» [σ. 285, επάνω]. 28. «Έχοντας εισαχθεί με εμφανή υποσιτισμό σε προχωρημένο στάδιο, στην πλειοψηφία τους οι κρατούμενοι πέθαιναν στο νοσοκομείο…» [σ. 285, κάτω]. 29 & 30. Παιδιά από την Πολωνία, οι φωτογραφίες είναι μετά την αμνηστία, 1941 [σ. 286]. 31. Θάλαμος μητρότητας στρατοπέδου: Μια κρατούμενη θηλάζει το νεογέννητο μωρό της [σ. 287, επάνω]. 32. Βρεφοκομείο στρατοπέδου: Ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου [σ. 287, κάτω]. 33. Ένα πολυάριθμο παράπηγμα… [σ. 288, επάνω]. 34. …απομονωτήριο τιμωρίας [σ. 288, κάτω].

-14-


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

ΚΑΝΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ποτέ το έργο ενός μόνο συγγραφέα, αυτό

όμως το βιβλίο πράγματι δε θα μπορούσε να έχει γραφτεί χωρίς την πρακτική, πνευματική και φιλοσοφική συμβολή πολλών ανθρώπων, μερικοί από τους οποίους συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο καλών μου φίλων, ενώ άλλους δεν τους έχω καν γνωρίσει προσωπικά. Παρόλο που είναι ασυνήθιστο, στο κεφάλαιο όπου αναφέρονται ευχαριστίες, οι ίδιοι οι συγγραφείς να ευχαριστούν ομότεχνούς τους που έχουν προ πολλού πεθάνει, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες σε μια μικρή ομάδα μοναδικών, ωστόσο, ανθρώπων που επιβίωσαν από τα στρατόπεδα και των οποίων τα απομνημονεύματα διάβασα ξανά και ξανά, όσο διάστημα έγραφα αυτό το βιβλίο. Αν και πολλοί από τους επιζήσαντες έγραψαν βαθυστόχαστα κι εύγλωττα έργα με αφορμή τις εμπειρίες τους, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το παρόν βιβλίο περιέχει πληθώρα αποσπασμάτων από έργα των Βάρλαμ Σαλάμοφ,  Ίζαακ Φιλστίνσκι, Γκούσταβ Χέρλινγκ, Εβγκένιγια Γκίνζμπουργκ, Λεβ Ράζγκον, Γιάνουτς Μπάρνταχ, Όλγκα Αντάμοβα-Σλιόζμπεργκ, Ανατόλι Ζιγκούλιν, Αλεξάντερ Ντόλγκαν και φυσικά του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Μερικοί από τους παραπάνω συγγραφείς περιλαμβάνονται ανάμεσα στους πιο γνωστούς επιζήσαντες του Γκουλάγκ. Άλλοι δεν είναι τόσο γνωστοί – έχουν όμως κάτι κοινό μεταξύ τους. Από τις εκατοντάδες απομνημονευμάτων που διάβασα, τα έργα των προαναφερθέντων ήταν αυτά που ξεχώρισαν, όχι μόνο για τη δύναμη του λόγου τους, αλλά και για την ικανότητά τους να σκαλίζουν κάτω από την επιφάνεια της καθημερινής φρίκης και ν’ ανακαλύπτουν τις βαθύτερες αλήθειες που αφορούσαν την ανθρώπινη κατάσταση. Επίσης, ιδιαίτερα ευγνώμων νιώθω για τη συμβολή που μου προσέφεραν πολλοί Μοσχοβίτες, οι οποίοι με καθοδήγησαν μέσα από αρχεία, με σύστησαν σε επιζήσαντες στρατοπέδων και μου έδωσαν ταυτόχρονα και τη δική τους ερμηνεία για τα γεγονότα του παρελθόντος. Πρώτοι μεταξύ αυτών ο αρχειοφύλακας και ιστορικός Αλεξάντρ Κοκούριν –τον οποίο κάποτε θα θυμόμαστε ως πρωτοπόρο της νέας όψης της ρωσικής ιστορίας– όπως επίσης και οι Γκαλία Βινογκράντοβα και Άλα Μπόρινα, οι οποίες αφιερώθηκαν στο πόνημα αυτό με πρωτόγνωρο ζήλο. Σε άλλες περιπτώσεις μάλιστα σημαντική ήταν η βοήθεια που πήρα μέσα από συζητήσεις με τους Άννα Γκρίσινα, Μπόρις Μπέλικιν, Νικίτα Πετρόφ, Σουζάνα Πετσόρα, Αλεξάντρ Γκουριάνοφ, Αρσένι Ρογκίνσκι

-15-


ANNE APPLEBAUM

και Νατάσα Μαλίκινα της Οργάνωσης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων Moscow Memorial· με το Σιμεόν Βιλένσκι της οργάνωσης Vozvrashchenie· επίσης, με τους Όλεγκ Κλέβνιουκ και Ζόγια  Έροσοκ, την Καθηγήτρια Νατάλια Λεμπέντεβα και τους Λιούμπα Βινογκράντοβα και Στάνισλαφ Γκρεγκόροβιτς, της Πολωνικής Πρεσβείας στη Μόσχα. Μεγάλη ευγνωμοσύνη χρωστώ ακόμα σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι μου παραχώρησαν πολύωρες, επίσημες συνεντεύξεις, και τα ονόματα των οποίων κατέχουν ξεχωριστή θέση στη βιβλιογραφία. Έξω από τη Μόσχα, οφείλω ευγνωμοσύνη σε πολλούς ανθρώπους που ευχαρίστως άφησαν κατά μέρος τα πάντα και ξαφνικά διέθεσαν πολύ χρόνο σε μια ξένη που εμφανιζόταν, μερικές φορές από το πουθενά, και έκανε αφελείς ερωτήσεις για θέματα στα οποία οι ίδιοι είχαν αφιερώσει πολύχρονες έρευνες. Μεταξύ αυτών των ανθρώπων ήταν οι Νικολάι Μόροζοφ και Μίκαελ Ρόγκατσεφ στο Σίκτιβκαρ· οι Ζένια Καϊντάροβα και Λιούμπα Πέτροβνα στη Βορκούτα· οι Ιρίνα Σαμπούλινα και Τατιάνα Φοκίνα στο Σόλοβκι· η Γκαλίνα Ντούντινα στον Αρχάγγελο· οι Βασίλι Μάκουροφ, Ανατόλι Τσίγκανοφ και Γιούρι Ντμίτριεφ στο Πέτροζαβοντσκ· ο Βίκτορ Σμίροφ στο Περμ· ο Λέονιντ Τρους στο Νόβοσιμπιρσκ· η Σβετλάνα Ντοϊνίζενα, διευθύντρια του τοπικού μουσείου ιστορίας στο  Ίσκιτιμ· οι Βένιαμιν Ιόφε και Ιρίνα Ρεζνίκοβα του Σωματείου της Αγίας Πετρούπολης. Μεγάλη ευγνωμοσύνη χρωστάω στους βιβλιοθηκονόμους της Arkhangelsk Kraevedcheskaya Biblioteka, πολλοί από τους οποίους αφιέρωσαν μια ολόκληρη μέρα σ’ εμένα και στις προσπάθειές μου να κατανοήσω την ιστορία της περιοχής τους, απλώς και μόνο επειδή θεώρησαν ότι ήταν κάτι σημαντικό που όφειλαν να κάνουν. Στη Βαρσοβία, σημαντική βοήθεια ήταν η βιβλιοθήκη και τα αρχεία υπό τη διοίκηση του Ιδρύματος Κάρτα, ενώ στην έρευνά μου συνέβαλαν οι συζητήσεις που έκανα με τις Άννα Ντζιενκίεβιτς και Ντορότα Πάτσιο. Στην Ουάσινγκτον, οι Ντέιβιντ Νόρντλαντερ και Χάρι Λιτς με βοήθησαν στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Ξεχωριστή ευγνωμοσύνη οφείλω στους  Έλενα Ντάνιελσον, Τόμας Χένρικσον, Λόρα Σορόκα και κυρίως στο Ρόμπερτ Κόνκουεστ του Ιδρύματος Χούβερ. Η Ιταλίδα ιστορικός Μάρτα Κραβέρι συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να κατανοήσω τις εξεγέρσεις που σημειώθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα. Συνομιλίες με τους Βλαντίμιρ Μπουκόφσκι και Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ επίσης με βοήθησαν να καταλάβω τη μετά Στάλιν εποχή. Βαθιά υπόχρεη είμαι προς το  Ίδρυμα Λίντι και Χάρι Μπράντλεϊ, το  Ίδρυμα Τζον Μ. Όλιν, το  Ίδρυμα Χούβερ, το  Ίδρυμα Μέριτ και Χανς Ράουσινγκ, και τον Τζον Μπλάντελ του Ιδρύματος Οικονομικών Σχέσεων για την οικονομική και ηθική υποστήριξή τους. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους φίλους και συναδέλφους που προσέφεραν τις συμβουλές τους, πρακτικές και ιστορικές, στη διάρκεια συγγραφής του παρόντος βιβλίου. Μεταξύ αυτών των προσώπων είναι οι Άντονι Μπίβορ, Κόλιν Θάμπρον, Στέφαν και Ντανιούτα Ουέιντενφελντ, Γιούρι Μόρακοφ, Πολ Χόφχαϊντς, Άμιτι Σλες, Ντέιβιντ Νόρντλαντερ, Σάιμον Χέφερ, Κρις Τζόις, Αλεσάντρο Μίσιρ, Τέρι Μάρτιν, Αλεξάντερ Γκρίμπανοφ, Πιοτρ Παζκόφσκι, Ορλάντο Φιγκς και Ράντεκ Σικόρσκι, το υπουργικό χαρτοφυλάκιο

-16-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

του οποίου αποδείχθηκε πραγματικά πολύ χρήσιμο. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στους Τζορτζ Μπόρτσαρντ, Κριστίνε Πουόπολο, Τζέρι Χάουαρντ και Στιούαρτ Πρόφιτ, οι οποίοι επέβλεψαν το βιβλίο μέχρι την ολοκλήρωση της συγγραφής του. Τέλος, για τη φιλία τους, τις σοφές υποδείξεις τους, τη φιλοξενία τους και τις παροχές τους, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Κρίστιαν και Νατάσα Κάριλ,  Έντουαρντ Λούκας, Γιούρι Σενόκοσοφ και Λένα Νεμιρόφσκαγια, τους υπέροχους αυτούς ανθρώπους που με φιλοξένησαν στη Μόσχα.

-17-



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Και η μοίρα τούς έκανε όλους ίσους Έξω από τα όρια του νόμου Το γιο ενός κουλάκου ή ενός διοικητή των Κόκκινων Το γιο ενός παπά ή κάποιου κομισάριου… Εδώ όλες οι τάξεις εξισώθηκαν, Όλοι οι άνθρωποι ήταν αδέλφια, όλοι σύντροφοι στρατοπέδου, Στιγματισμένοι σαν προδότες, όλοι τους…

ΑλεξΑντρ ΤβαρντΟβσκι, «Με το ΔικαΙωμα της ΜνΗμης»

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ του Γκουλάγκ. Η ιστορία του αχανούς δικτύου

στρατοπέδων εργασίας που ήταν κάποτε διάσπαρτα απ’ άκρη σ’ άκρη στη Σοβιετική  Ένωση, από τα νησιά της Λευκής Θάλασσας μέχρι τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, από τον Αρκτικό Κύκλο μέχρι τις πεδιάδες της Κεντρικής Ασίας, από το Μουρμάνσκ μέχρι τη Βορκούτα και το Καζακστάν, από το κέντρο της Μόσχας μέχρι τα προάστια του Λένινγκραντ. Κυριολεκτικά, η λέξη GULAG αποτελεί ακρωνύμιο του Glavnoe Upravlenie Lagerei, το οποίο σημαίνει Κεντρική Διοίκηση Στρατοπέδου. Με τον καιρό, η λέξη «Γκουλάγκ» κατέληξε επίσης να σημαίνει όχι μόνο τη διοίκηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά και το ίδιο το σοβιετικό σύστημα καταναγκαστικών έργων, σε κάθε του μορφή και εκδοχή: στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα επιβολής τιμωρίας, στρατόπεδα εγκληματιών και πολιτικών κρατούμενων, στρατόπεδα γυναικών, στρατόπεδα παιδιών, στρατόπεδα μεταγωγών. Με την ευρύτερη εξάλλου σημασία του όρου, το «Γκουλάγκ» κατέληξε να σημαίνει αυτό καθαυτό το τυραννικό σοβιετικό σύστημα, το σύνολο εκείνων των διαδικασιών που οι κρατούμενοι κάποτε αποκαλούσαν «κρεατομηχανή». Συλλήψεις, ανακρίσεις, μεταφορά ανθρώπων σε βαγόνια ζώων δίχως θέρμανση, καταναγκαστικά έργα, αφανισμός οικογενειών, χρόνια εξορίας, πρόωροι και άσκοποι θάνατοι. Οι πρώτες μορφές του Γκουλάγκ ανάγονται στην τσαρική Ρωσία, στις ομάδες κατάδικων που δούλευαν στη Σιβηρία από το 17ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Στη συνέχεια πήρε τη σύγχρονη και περισσότερο οικεία μορ .

Cohen, σ. 39.

-19-


ANNE APPLEBAUM

φή του σχεδόν αμέσως μετά τη Ρωσική Επανάσταση, οπότε και αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι του σοβιετικού συστήματος. Η μαζική τρομοκρατία εναντίον πραγματικών ή δήθεν αντιπάλων ήταν κομμάτι της Επανάστασης ευθύς εξαρχής – και μέχρι το Καλοκαίρι του 1918, ο Λένιν, ο ηγέτης της Επανάστασης, είχε ήδη εκφράσει την απαίτησή του, «τα αναξιόπιστα στοιχεία» να κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης έξω από τις μεγάλες πόλεις . Όπως ήταν αναμενόμενο, μια σειρά από αριστοκράτες, εμπόρους και άλλα άτομα που θεωρήθηκαν «εχθροί» φυλακίστηκαν. Μέχρι το 1921, υπήρχαν ήδη 84 στρατόπεδα σε 43 Περιφέρειες, απώτερος σκοπός των οποίων ήταν να συμβάλουν στην «επανένταξη» των πρώτων εκείνων εχθρών του λαού. Από το 1929, τα στρατόπεδα απέκτησαν νέα σημασία. Τη χρονιά εκείνη, ο Στάλιν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα καταναγκαστικά έργα όχι μόνο για να επιταχύνει την εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής  Ένωσης, αλλά και για να προχωρήσει στην εξόρυξη των φυσικών πόρων στις περιοχές εκείνες του μακρινού Βορρά της Σοβιετικής  Ένωσης που ήταν σχεδόν ακατοίκητες. Τη χρονιά εκείνη, η σοβιετική μυστική αστυνομία άρχισε επίσης να αναλαμβάνει τον έλεγχο του σοβιετικού σωφρονιστικού συστήματος, αποσπώντας σταδιακά όλα τα κρατικά στρατόπεδα και τις φυλακές από τη σφαίρα ελέγχου του δικαστικού συστήματος. Με τις μαζικές συλλήψεις του 1937 και του 1938, τα στρατόπεδα μπήκαν σε μια περίοδο ταχύτατης επέκτασης. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, υπήρχαν στρατόπεδα σε καθεμία από τις δώδεκα ζώνες ώρας της Σοβιετικής  Ένωσης. Σε αντίθεση με την επικρατούσα εικασία, ο θεσμός του Γκουλάγκ δε σταμάτησε να εξελίσσεται στη δεκαετία του 1930· τουναντίον μάλιστα, συνέχισε να επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και τη δεκαετία του 1940, γνωρίζοντας το αποκορύφωμά του στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Μέχρι τότε, τα στρατόπεδα είχαν φτάσει να διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη σοβιετική οικονομία. Παρήγαν το 1/3 του χρυσού της χώρας, μεγάλο μέρος του άνθρακα και της ξυλείας της κι ένα μεγάλο μέρος όλων των άλλων προϊόντων. Στην πορεία της Σοβιετικής  Ένωσης, τουλάχιστον 476 διαφορετικά συμπλέγματα στρατοπέδων έκαναν την εμφάνισή τους, τα οποία απαρτίζονταν από χιλιάδες ξεχωριστά στρατόπεδα, το καθένα από τα οποία περιλάμβανε από μερικές εκατοντάδες μέχρι πολλές χιλιάδες ανθρώπους . Οι κρατούμενοι δούλευαν σε κάθε τομέα της βιομηχανίας που μπορεί κανείς να φανταστεί –υλοτομία, εξόρυξη μεταλλευμάτων, κατασκευαστική βιομηχανία, εργασία σε εργοστάσια, γεωργία, σχεδιασμός αεροσκαφών και πυροβολικού– και ζούσαν, ουσιαστικά, σε ένα κράτος εν κράτει και αποτελούσαν ένα σχεδόν αυτόνομο και ιδιαίτερο πολιτισμό. Το Γκουλάγκ είχε τους δικούς του νόμους, τις δικές του συνήθειες, το δικό του κώδικα ηθικής, ακόμα και τη δική του αργκό. Παρήγε τα δικά του έγγραφα, γεννούσε τα δικά του φαύλα άτομα, αναδείκνυε τους δικούς του ήρωες και άφησε τα σημάδια του . .

Leggett, σ. 102-20. Okhotin and Roginskii.

-20-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

σε όλους όσοι πέρασαν αποκεί, είτε ως κρατούμενοι είτε ως φύλακες. Χρόνια μετά την αποφυλάκισή τους, οι κρατούμενοι του Γκουλάγκ αναγνώριζαν συχνά πρώην τροφίμους στο δρόμο απλώς και μόνο από «το βλέμμα στα μάτια τους». Τέτοιου είδους συναντήσεις ήταν συχνές, κι αυτό γιατί τα στρατόπεδα είχαν μεγάλη κίνηση. Παρά το γεγονός ότι οι συλλήψεις ήταν συνεχείς, το ίδιο συνέβαινε και με τις αποφυλακίσεις. Οι κρατούμενοι αποφυλακίζονταν επειδή ολοκλήρωναν την ποινή τους, επειδή κατατάσσονταν στον Κόκκινο Στρατό, επειδή ήταν ανάπηροι ή γυναίκες με μικρά παιδιά, επειδή είχαν προαχθεί σε φρουρούς. Κατά συνέπεια, ο συνολικός αριθμός κρατούμενων στα στρατόπεδα κυμαινόταν σε γενικές γραμμές στα δύο περίπου εκατομμύρια. Ωστόσο ο συνολικός αριθμός Σοβιετικών υπηκόων που είχαν περάσει από τα στρατόπεδα, ως πολιτικοί ή ποινικοί κρατούμενοι, ξεπερνά κατά πολύ αυτό το νούμερο. Από το 1929, όταν ξεκίνησε η σημαντική επέκταση του Γκουλάγκ, μέχρι το 1953, όταν πέθανε ο Στάλιν, οι καλύτερες εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι περίπου 18 εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από αυτό το αχανές σύστημα. Άλλα έξι εκατομμύρια περίπου εξορίστηκαν, εκτοπίστηκαν στις ερήμους του Καζακστάν ή τα δάση της Σιβηρίας. Υποχρεωμένοι από το νόμο να παραμένουν στα χωριά όπου είχαν εκτοπιστεί ήταν και όσοι είχαν καταδικαστεί σε καταναγκαστική εργασία, παρόλο που δε ζούσαν πίσω από συρματοπλέγματα . Ως σύστημα μαζικής καταναγκαστικής εργασίας, στο οποίο συμμετείχαν εκατομμύρια άνθρωποι, τα στρατόπεδα εξαλείφθηκαν όταν πέθανε ο Στάλιν. Παρόλο που σε ολόκληρη τη ζωή του ο Στάλιν πίστευε ότι το Γκουλάγκ ήταν αποφασιστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη του σοβιέτ, οι πολιτικοί κληρονόμοι του ήξεραν ότι τα στρατόπεδα ήταν, στην πραγματικότητα, ανασταλτικός παράγοντας ανάπτυξης και πηγή διαστρεβλωμένων επενδύσεων. Λίγες μέρες μετά το θάνατό του, οι διάδοχοι του Στάλιν άρχισαν να διαλύουν τα εν λόγω στρατόπεδα. Τρεις μεγάλες εξεγέρσεις, σε συνδυασμό με πληθώρα μικρότερων, αλλά εξίσου σημαντικών κρίσιμων γεγονότων, συνέβαλαν στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Εντούτοις τα στρατόπεδα δεν εξαλείφθηκαν ολότελα. Αντιθέτως, πολλαπλασιάστηκαν. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μερικά από αυτά σχεδιάστηκαν εκ νέου και χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές για μια νέα γενιά δημοκρατικών ακτιβιστών, τους αντισοβιετικούς εθνικιστές – και τους εγκληματίες. Χάρη στο δίκτυο των αντικαθεστωτικών, που τάσσονταν κατά του σοβιέτ, και του διεθνούς κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπήρχε τακτική ενημέρωση στη Δύση σχετικά με αυτά τα στρατόπεδα της μετά Στάλιν εποχής. Σταδιακά, έφτασαν να διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο στη διπλωματία που αναπτύχθηκε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ακόμα και στη δεκαετία του 1980, ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ρόναλντ Ρίγκαν, και ο Σοβιετικός ομόλογός του, Μιχαήλ .

Βλέπε Παράρτημα για λεπτομερέστερη ανάλυση των στοιχείων αυτών.

-21-


ANNE APPLEBAUM

Γκορμπατσόφ, εξακολουθούσαν να συζητούν για τα σοβιετικά στρατόπεδα. Μόλις το 1987 ο Γκορμπατσόφ –που και ο ίδιος ήταν εγγονός κρατούμενων σε στρατόπεδο του Γκουλάγκ– προχώρησε στην οριστική διάλυση των πολιτικών στρατοπέδων της Σοβιετικής  Ένωσης. Ωστόσο, παρόλο που τα εν λόγω στρατόπεδα κράτησαν όσο και η ίδια η Σοβιετική  Ένωση, και παρόλο που πολλά εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από αυτά, η πραγματική ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης της Σοβιετικής  Ένωσης δεν ήταν, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, καθόλου γνωστή. Από κάποιες μάλιστα απόψεις, εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη. Ακόμα και τα απροκάλυπτα γεγονότα που επισημάνθηκαν παραπάνω, παρόλο που αποτελούν ήδη ένα οικείο θέμα στους περισσότερους Δυτικούς μελετητές της σοβιετικής ιστορίας, ακόμα δεν έχουν φιλτραριστεί στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού της Δύσης. «Η ανθρώπινη γνώση», έγραψε κάποτε ο Πιερ Ριγκουλό, ο Γάλλος ιστορικός του κομμουνισμού, «δε στοιβάζεται όπως τα τούβλα ενός τοίχου, ο οποίος με αυτό τον τρόπο διαρκώς μεγαλώνει, ανάλογα με τη δουλειά που κάνει ο χτίστης. Η ανάπτυξη της γνώσης, αλλά και η στασιμότητα ή η οπισθοδρόμησή της, εξαρτάται από το κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο» . Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι, μέχρι σήμερα, το κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο που θα ευνοήσει τη γνώση για το Γκουλάγκ δεν έχει ακόμα αποδειχθεί πρόσφορο. Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα το συγκεκριμένο πρόβλημα ήταν πριν από αρκετά χρόνια, όταν διέσχιζα τη Γέφυρα του Καρόλου, σημαντικό πόλο έλξης τουριστών στη νεότευκτη τότε δημοκρατική Πράγα. Συναντούσες περιοδεύοντες ηθοποιούς και μικροαπατεώνες σε όλο το μήκος της γέφυρας, ενώ κάθε πέντε μέτρα περίπου κάποιος πουλούσε ακριβώς αυτό που περίμενες να βρεις προς πώληση σε ένα τέτοιο μέρος που έμοιαζε να έχει βγει από καρτ ποστάλ. Πίνακες που αναπαριστούσαν κατάλληλα χαριτωμένους δρόμους εξετίθεντο μαζί με κοσμήματα σε τιμή προσφοράς και μπρελόκ «Πράγας». Ανάμεσα στα παλαιά κομψοτεχνήματα, μπορούσε κάποιος ν’ αγοράσει διάφορα σοβιετικά στρατιωτικά καλαμπαλίκια όπως πηλήκια, εμβλήματα, αγκράφες από ζώνες και μικρές καρφίτσες, απεικονίσεις από κασσίτερο του Λένιν και του Μπρέζνιεφ, τις οποίες φορούσαν κάποτε Σοβιετικοί μαθητές στη στολή τους. Το θέαμα με εξέπληξε. Οι περισσότεροι από τους αγοραστές των σοβιετικών αντικειμένων ήταν Αμερικανοί και Δυτικοευρωπαίοι. Ο καθένας αρρώσταινε στη σκέψη τού να φορέσει μια σβάστικα. Κανένας ωστόσο δεν εναντιωνόταν στο να φορέσει ένα σφυροδρέπανο στο μπλουζάκι ή το καπέλο του. Η παρατήρησή μου εκείνη ήταν ήσσονος σημασίας, όμως συχνά, μέσα από τέτοιες, ήσσονος σημασίας, παρατηρήσεις μπορεί κανείς να διαπιστώσει θαυμάσια την πολιτισμική διάθεση ενός λαού. Και στην προκειμένη περίπτω .

Rigoulot, Les Paupières Lourdes, σ. 1-10.

-22-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

ση, το μάθημα δε θα μπορούσε να είναι σαφέστερο: παρόλο που το σύμβολο μιας μαζικής δολοφονίας μάς γεμίζει φρίκη, το σύμβολο μιας άλλης μαζικής δολοφονίας μάς κάνει να γελάμε. Εάν είναι αλήθεια ότι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Πράγα στερούνται συναισθημάτων για το σταλινισμό, τότε αυτό εξηγείται από την έλλειψη εικόνων του θέματος αυτού στον ευρύτερο δυτικό πολιτισμό. Ο Ψυχρός Πόλεμος παρήγαγε τον Τζέιμς Μποντ, ταινίες τρόμου αλλά και καρτουνίστικες φιγούρες Ρώσων, όπως αυτοί που συμμετέχουν στις ταινίες τύπου Ράμπο· τίποτα όμως εξίσου φιλόδοξο, όπως ήταν η Λίστα του Σίντλερ ή Η Εκλογή της Σόφι. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ίσως ο σημαντικότερος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ (είτε μας αρέσει είτε όχι), επέλεξε να σκηνοθετήσει ταινίες για τα ιαπωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης (Η Αυτοκρατορία του Ήλιου) και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, αλλά όχι και για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του σταλινισμού. Αυτά τα στρατόπεδα δεν κατόρθωσαν να κεντρίσουν τη φαντασία του Χόλιγουντ με ανάλογο τρόπο. Ούτε και ο κύκλος της «υψηλής διανόησης» έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο θέμα. Η φήμη του Γερμανού φιλόσοφου Μάρτιν Χάιντεγκερ αμαυρώθηκε από τη λακωνική, ανοιχτή υποστήριξή του προς το ναζισμό, μια έκφραση ενθουσιασμού που αναπτύχθηκε προτού ο Χίτλερ διαπράξει τις βδελυρές φρικαλεότητές του. Από την άλλη, η φήμη του Γάλλου φιλόσοφου Ζαν-Πολ Σαρτρ δεν υπέστη καμιά ζημία λόγω της μαχητικής υποστήριξης που εξέφρασε ο φιλόσοφος προς το σταλινισμό στα μεταπολεμικά χρόνια, όταν πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων για τις φρικαλεότητες του Στάλιν ήταν διαθέσιμα για οποιονδήποτε ενδιαφερόταν να ανακινήσει το θέμα. «Δεδομένου ότι δεν ήμασταν μέλη του Κόμματος», έγραψε κάποτε, «δεν ήταν καθήκον μας να γράφουμε για τα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας· ήμασταν ελεύθεροι να κρατήσουμε απόσταση από τις διενέξεις σχετικά με τη φύση του συστήματος, με την προϋπόθεση ότι δε θα σημειώνονταν γεγονότα κοινωνιολογικής σημασίας» . Σε άλλη περίσταση, ανέφερε στον Αλμπέρ Καμύ: «Όπως κι εσύ, θεωρώ ότι αυτά τα στρατόπεδα είναι ανυπόφορα, αλλά εξίσου ανυπόφορο θεωρώ και τον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιεί καθημερινά ο μπουρζουάδικος Τύπος» . Κάποια πράγματα άλλαξαν μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Το 2002, λόγου χάρη, ο Βρετανός μυθιστοριογράφος Μάρτιν  Έιμις επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό από το ζήτημα του Στάλιν και του σταλινισμού που αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο σε αυτό. Οι προσπάθειές του μάλιστα παρακίνησαν και άλλους συγγραφείς να αναρωτηθούν γιατί ήταν τόσο λίγα τα μέλη της πολιτικής και πνευματικής Αριστεράς που είχαν θίξει το συγκεκριμένο ζήτημα . Από την άλλη, μερικά πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Είναι πιθανό . . .

Johnson, σ. 243. Revel, σ. 77. Amis· John Lloyd, «Show Trial: The Left in the Dock», New Statesman, 2 Σεπτεμβρίου, 2002, τόμ. 15, issue 722, σ. 12-15· «Hit and Miss», Guardian, 3 Σεπτεμβρίου, 20.

-23-


ANNE APPLEBAUM

–ακόμα– ένας Αμερικανός ακαδημαϊκός να δημοσιεύει κάποιο βιβλίο στο οποίο εκφράζει την άποψη ότι οι εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 ήταν χρήσιμες, γιατί προώθησαν την κοινωνική κινητικότητα προς τα επάνω και κατά συνέπεια έθεσαν τα θεμέλια για την περεστρόικα . Ενδέχεται επίσης ένας Βρετανός κριτικός να απορρίψει κάποιο άρθρο, χαρακτηρίζοντάς το «υπερβολικά αντισοβιετικό»10. Ακόμα πιο διαδεδομένη ωστόσο είναι η έκφραση ανίας ή αδιαφορίας ως μια μορφή αντίδρασης στο σταλινικό τρόμο. Μια, κατά τα άλλα, απόλυτα ειλικρινής κριτική για ένα βιβλίο που έγραψα σχετικά με τις δυτικές δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής  Ένωσης τη δεκαετία του 1990 περιείχε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Στις δημοκρατίες αυτές σημειώθηκε ο φοβερός λιμός της δεκαετίας του 1930, στη διάρκεια του οποίου ο Στάλιν σκότωσε περισσότερους Ουκρανούς από τους Εβραίους που δολοφόνησε ο Χίτλερ. Εντούτοις πόσοι είναι οι Δυτικοί εκείνοι που θυμούνται το γεγονός; Στο κάτω κάτω, η δολοφονία αυτή ήταν πραγματικά ανιαρή και προφανώς άνευ εντυπωσιασμού»11. Όλα αυτά είναι μικροπράγματα: η αγορά ενός κοσμήματος χωρίς ιδιαίτερη αξία, η φήμη ενός φιλόσοφου, η παραγωγή ή η απουσία χολιγουντιανών ταινιών. Αν όμως τα συνυπολογίσουμε όλα αυτά, τότε συνθέτουν μια σημαντική ιστορία. Από πλευράς διανοουμένων, Αμερικανοί και Δυτικοευρωπαίοι γνωρίζουν τι συνέβη στη Σοβιετική  Ένωση. Η καταξιωμένη νουβέλα του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν για τη ζωή στα στρατόπεδα, Μια Μέρα στη Ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς, εκδόθηκε στη Δύση σε πολλές γλώσσες το διάστημα 1962-63. Η προφορική εξιστόρηση του συγγραφέα για τα στρατόπεδα, Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, προκάλεσε πολλά σχόλια, όταν πρωτοεμφανίστηκε και αυτό σε πολλές γλώσσες, το 1973. Είναι αλήθεια ότι Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ οδήγησε σε μια μικρή πνευματική επανάσταση σε μερικές χώρες, κυρίως στη Γαλλία, κάνοντας πολλά στελέχη της γαλλικής Αριστεράς να κρατήσουν αντισοβιετική στάση. Πολλές ακόμα ήταν οι αποκαλύψεις που έγιναν για το Γκουλάγκ τη δεκαετία του 1980, στα χρόνια της γκλάσνοστ. Και αυτές οι αποκαλύψεις γνώρισαν ανάλογη δημοσιότητα στο εξωτερικό. Παρ’ όλα αυτά σε πολλούς τα εγκλήματα του Στάλιν δεν εμπνέουν την ίδια σπλαχνική αντίδραση που προκαλούν τα εγκλήματα του Χίτλερ. Ο Κεν Λίβινγκστον, πρώην βουλευτής του βρετανικού Κοινοβουλίου και σημερινός δήμαρχος του Λονδίνου, κάποτε προσπάθησε έντονα να μου δώσει να καταλάβω πού έγκειται η διαφορά. Ναι, οι Ναζί ήταν «διεφθαρμένοι», ανέφερε, αλλά η Σοβιετική  Ένωση ήταν «διαστρεβλωμένη». Η άποψη αυτή απηχεί την . 10.

11.

Thurston, Life and Terror in Stalin’s Russia· Robert Conquest, «Small Terror, Few Dead», The Times Literary Supplement, 31 Μαΐου, 1996. Συνέβη στη συγγραφέα το 1994. Η φράση «υπερβολικά αντισοβιετικό» αποτελεί αυτούσια παράθεση από μια επιστολή. Μια διαφορετική έκδοση, The Times Literary Supplement, κατέληξε να παρουσιάσει μια συντομευμένη εκδοχή της κριτικής. «Neither Here nor There» (κριτική από το Between East and West, New York, 1994), The New York Times Book Review, 18 Δεκεμβρίου, 1994.

-24-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

αίσθηση που έχουν πολλοί άνθρωποι, ακόμα και όσοι δεν είναι αριστεροί της παλιάς σχολής, ότι η Σοβιετική  Ένωση απλώς παραστράτησε με κάποιο τρόπο, αλλά ουσιαστικά δεν ήταν εξίσου φαύλη με τη Γερμανία του Χίτλερ. Μέχρι πρόσφατα, η απουσία συναισθημάτων του ευρύτερου κοινού για την τραγωδία του ευρωπαϊκού κομμουνισμού μπορούσε να ερμηνευθεί ως το λογικό αποτέλεσμα μιας σειράς συγκεκριμένων συνθηκών. Το πέρασμα του χρόνου είναι μία από τις συνθήκες αυτές. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα έγιναν πράγματι λιγότερο αξιόμεμπτα με το πέρασμα του χρόνου. Κανείς δε φοβόταν ιδιαίτερα το Στρατηγό Γιαρουζέλσκι, ή ακόμα και τον Μπρέζνιεφ, παρόλο που και οι δύο ήταν υπεύθυνοι για σοβαρούς ολέθρους. Η απουσία αδιάσειστων στοιχείων και η πλημμελής αναδίφηση αρχείων ήταν σαφέστατα συνυπεύθυνες. Η έλλειψη ακαδημαϊκών έργων σχετικά με το εν λόγω ζήτημα οφειλόταν για μεγάλο διάστημα στην έλλειψη πηγών. Τα αρχεία παρέμεναν κλειστά. Η πρόσβαση σε στρατόπεδα απαγορευόταν. Καμιά τηλεοπτική κάμερα δεν κατέγραψε ποτέ σκηνές από σοβιετικά στρατόπεδα ή από τα θύματά τους, όπως είχε γίνει στη Γερμανία στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.  Έλλειψη εικόνων σήμαινε, κατά συνέπεια, πλημμελή κατανόηση. Η ιδεολογία όμως διαστρέβλωσε και τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τη σοβιετική και τη δυτικοευρωπαϊκή ιστορία12.  Ένα μικρό κομμάτι της Αριστεράς της Δύσης προσπάθησε απεγνωσμένα να αιτιολογήσει, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις να δικαιολογήσει, την ύπαρξη των στρατοπέδων, καθώς και τον τρόμο που οδήγησε στη δημιουργία τους, από τη δεκαετία του 1930 και ύστερα. Το 1936, όταν ήδη εκατομμύρια Σοβιετικών χωρικών εργάζονταν σε στρατόπεδα ή ζούσαν στην εξορία, οι Βρετανοί σοσιαλιστές Σίντνεϊ και Μπέατρις Ουέμπ δημοσίευσαν μια μακροσκελή έρευνα για τη Σοβιετική  Ένωση, η οποία, μεταξύ άλλων, εξηγούσε πώς ο «καταδυναστευόμενος Ρώσος χωρικός αρχίζει σταδιακά ν’ αποκτά μια αίσθηση πολιτικής ελευθερίας»13. Στην περίοδο των εικονικών δικών στη Μόσχα, και ενώ ο Στάλιν αυθαίρετα καταδίκαζε εκατοντάδες αθώα στελέχη του Κόμματος να εκτίσουν ποινές σε στρατόπεδα, ο θεατρικός συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ ανέφερε στο φιλόσοφο Σίντνεϊ Χουκ ότι «όσο πιο αθώοι είναι τόσο περισσότερο αξίζει να πεθάνουν»14. Έφτασε όμως το τέλος της δεκαετίας του 1980 και υπήρχαν ακόμα ακαδημαϊκοί που συνέχιζαν να εκθειάζουν τα πλεονεκτήματα του ανατολικογερμανικού συστήματος υγείας και περίθαλψης ή τις πρωτοβουλίες ειρήνης της Πολωνίας· υπήρχαν ακόμα ακτιβιστές που ένιωθαν άβολα με την αναστάτωση και τη φασαρία που προκαλούσε ο εγκλεισμός αντικαθεστωτικών σε φυλακές στρατοπέδων στην Ανατολική Ευρώπη. Η κατάσταση αυτή ίσως οφειλόταν στο γεγονός ότι οι φιλόσοφοι που θεμελίωσαν την Αριστερά της Δύσης –ο Μαρξ και ο  Ένγκελς– έκαναν το ίδιο και για τη Σοβιετική  Ένωση.  Ένα μέρος 12. 13. 14.

Για μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση του θέματος, βλέπε Malia. Webb, σ. 31. Conquest, The Great Terror, σ. 465.

-25-


ANNE APPLEBAUM

της γλώσσας και του λόγου που χρησιμοποιούνταν ήταν επίσης κοινό, όπως μάζες, αγώνας, προλεταριάτο, εκμεταλλευτές και θύματα εκμετάλλευσης, ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Η απόλυτη, εξάλλου, καταδίκη της Σοβιετικής  Ένωσης θα σήμαινε την καταδίκη ενός μέρους από αυτό που μερικά στελέχη της Δυτικής Αριστεράς κάποτε θεωρούσαν επίσης ως πολύτιμο. Δεν ήταν μόνο η άκρα Αριστερά, ούτε μόνο οι Δυτικοί κομμουνιστές που δελεάστηκαν και δικαιολόγησαν τα εγκλήματα του Στάλιν ενώ αντίθετα δε θα δικαιολογούσαν ποτέ τα εγκλήματα του Χίτλερ. Τα κομμουνιστικά ιδανικά –κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα για όλους– αναδεικνύονται πολύ πιο ελκυστικά στους περισσότερους ανθρώπους της Δύσης από ό,τι η υποστήριξη του φυλετισμού και του θριάμβου του δυνατού έναντι του αδύναμου που εξέφραζε ο ναζισμός. Ακόμα και αν η ιδεολογία του κομμουνισμού ήταν στην πράξη κάτι πολύ διαφορετικό, ήταν δυσκολότερο για τους πνευματικούς απόγονους της Αμερικανικής και Γαλλικής Επανάστασης να καταδικάσουν ένα σύστημα που απηχούσε, τουλάχιστον, ιδέες παρόμοιες με τις δικές τους.  Ίσως αυτό βοηθάει να εξηγήσουμε γιατί αναφορές αυτοπτών μαρτύρων του Γκουλάγκ ευθύς εξαρχής αγνοήθηκαν και υποτιμήθηκαν από εκείνα ακριβώς τα άτομα που δε θα σκέφτονταν ποτέ να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της μαρτυρίας για το Ολοκαύτωμα που έγραψαν ο Πρίμο Λέβι ή ο Ελί Βιζέλ. Από τη Ρωσική Επανάσταση και ύστερα, τα επίσημα στοιχεία για τα σοβιετικά στρατόπεδα ήταν επίσης στη διάθεση εκείνων που τα αναζητούσαν. Η πιο διάσημη σοβιετική περιγραφή για ένα από τα πρώτα στρατόπεδα, στη Διώρυγα της Λευκής Θάλασσας, εκδόθηκε ακόμα και στην αγγλική γλώσσα. Η άγνοια από μόνη της δεν μπορεί να ερμηνεύσει γιατί οι διανοούμενοι της Δύσης επέλεξαν να αποφύγουν το ζήτημα αυτό. Η Δεξιά της Δύσης, από την άλλη μεριά, πράγματι αγωνίστηκε για να καταδικάσει τα σοβιετικά εγκλήματα, συχνά όμως το έκανε χρησιμοποιώντας μεθόδους που έβλαψαν τον ίδιο της το σκοπό. Αναμφίβολα, ο άνθρωπος που προκάλεσε τη μεγαλύτερη ζημιά στον αντικομμουνισμό ήταν ο Αμερικανός γερουσιαστής Τζο Μακάρθι.  Έγγραφα που ήρθαν πρόσφατα στο φως, και αποκαλύπτουν ότι κάποιες από τις κατηγορίες του ήταν βάσιμες, δεν αλλάζουν τον αντίκτυπο της καταδίωξης στην οποία επιδόθηκε με υπερβάλλοντα ζήλο κατά των κομμουνιστών στον αμερικανικό δημόσιο βίο· εντέλει, οι δημόσιες «δίκες» του κατά των υποστηρικτών του κομμουνισμού αμαύρωσαν το σκοπό του αντικομμουνισμού με το πινέλο του σοβινισμού και της αδιαλλαξίας15. Στο τέλος, οι πράξεις του υπηρέτησαν το σκοπό της ουδέτερης ιστορικής διερεύνησης εξίσου αποτελεσματικά με εκείνες των αντιπάλων του. Από την άλλη όμως, όλες οι διαφορετικές στάσεις που παίρνουμε απέναντι στο σοβιετικό παρελθόν δε συνδέονται με την πολιτική ιδεολογία. Πολλές από αυτές τις στάσεις αποτελούν ουσιαστικά ένα αχνό υποπροϊόν των αναμνήσεών μας από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα έχουμε την ακράδαντη πεποίθη15.

Βλέπε Klehr, Haynes and Firsov· και Klehr, Haynes and Anderson, για την αρχειακή ιστορία του Aμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

-26-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

ση ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας απόλυτα δίκαιος πόλεμος, ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που επιθυμούν να δουν την πεποίθηση αυτή να κλονίζεται. Θυμόμαστε την ημέρα Ντι (D-Day), την απελευθέρωση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, τα παιδιά που καλωσόριζαν τους Αμερικανούς φαντάρους με επευφημίες στους δρόμους. Κανένας δεν είναι διατεθειμένος να μάθει ότι υπήρχε και μια άλλη, πιο ζοφερή, πλευρά της Συμμαχικής νίκης ή ότι τα στρατόπεδα του Στάλιν, του συμμάχου μας, επεκτείνονταν την ίδια στιγμή που οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα του Χίτλερ, του εχθρού μας, γνώριζαν την απελευθέρωση. Η παραδοχή από την πλευρά των Δυτικών Συμμάχων ότι έστειλαν χιλιάδες Ρώσους στο θάνατο επαναπατρίζοντάς τους με τη βία μετά τον πόλεμο ή ότι παρέδωσαν εκατομμύρια ανθρώπους στη σοβιετική εξουσία με τη Διάσκεψη της Γιάλτας, βοηθώντας πιθανόν με τον τρόπο αυτό άλλους να διαπράξουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, θα υπονόμευε την ηθική ενάργεια των αναμνήσεών μας από την εποχή εκείνη. Κανένας δεν είναι διατεθειμένος να θεωρεί ότι κατατροπώσαμε ένα μυσαρό δολοφόνο με τη βοήθεια ενός άλλου. Κανένας δεν είναι διατεθειμένος να θυμάται πόσο καλές σχέσεις διατηρούσε ο μυσαρός αυτός δολοφόνος με τους πολιτικούς της Δύσης. «Πραγματικά, μου αρέσει πολύ ο Στάλιν», είπε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι  Ίντεν, σε κάποιο φίλο του, «γιατί δεν έχει αθετήσει ποτέ το λόγο του»16. Υπάρχουν άλλωστε τόσες πολλές φωτογραφίες με τους Στάλιν, Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ να χαμογελούν όλοι μαζί. Εντέλει, η σοβιετική προπαγάνδα τελεσφόρησε. Οι σοβιετικές απόπειρες να δημιουργηθούν αμφιβολίες γύρω από τα έργα του Σολζενίτσιν, λόγου χάρη, να χαρακτηριστεί άφρων ή αντισημίτης ή μέθυσος έφεραν τελικά αποτέλεσμα17. Η σοβιετική πίεση που ασκήθηκε σε ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους της Δύσης συνέβαλε εξάλλου και στη διαστρέβλωση του ίδιου τους του έργου. Όταν ήμουν φοιτήτρια και σπούδαζα ρωσική ιστορία στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1980, οι γνωστοί μου μού έλεγαν να μην κάνω τον κόπο να συνεχίσω τις σπουδές αυτές στο πανεπιστήμιο, γιατί υπήρχαν αμέτρητες δυσκολίες. Την εποχή εκείνη, όσοι εξέφραζαν θετικά σχόλια για τη Σοβιετική  Ένωση είχαν καλύτερη πρόσβαση σε αρχεία, καλύτερη πρόσβαση σε επίσημη ενημέρωση και μπορούσαν να πάρουν βίζα για μεγαλύτερο διάστημα στη χώρα αυτή. Όσοι, επομένως, δε διακινδύνευαν αποπομπή και επαγγελματικές δυσκολίες. Είναι αυτονόητο ασφαλώς ότι στους ξένους δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση σε οποιοδήποτε υλικό αφορούσε τα στρατόπεδα του Στάλιν ή το σωφρονιστικό σύστημα που εφαρμόστηκε στη μετά Στάλιν εποχή. Το θέμα αυτό απλώς δεν υφίστατο, ενώ όσοι ανασκάλευαν τα πράγματα βαθιά έχαναν το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. Εάν συνδυάσει κανείς όλες αυτές τις ερμηνείες, βλέπει ότι κάποτε είχαν 16. 17.

Ν. Tolstoy, Stalin’s Secret War, σ. 289. Βλέπε Thomas, σ. 489-95· και Scammell, Solzhenitsyn: A Biography, για περισσότερα στοιχεία. Η απόπειρα να παρουσιαστεί ο Σολζενίτσιν ως αλκοολικός (Scammell, σ. 664-65) ήταν χονδροειδής, αφού ήταν γνωστή η απέχθειά του για το αλκοόλ.

-27-


ANNE APPLEBAUM

ουσία. Όταν για πρώτη φορά άρχισα να εξετάζω το θέμα αυτό, και ενώ ο κομμουνισμός κατέρρεε το 1989, έφτασα στο σημείο να διακρίνω τη λογική που κρυβόταν πίσω από αυτές. Φαινόταν φυσιολογικό, προφανές, ότι έπρεπε να γνωρίζω ελάχιστα για τη Σοβιετική  Ένωση του Στάλιν, η μυστική ιστορία του οποίου κινούσε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον μου. Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, αισθάνομαι πολύ διαφορετικά. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανήκει πια σήμερα σε μια παλιότερη γενιά. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει κι αυτός τελειώσει, ενώ οι συμμαχίες και τα διεθνή πολιτικά ρήγματα που δημιούργησε έχουν πλέον μετατοπιστεί για τα καλά. Η Αριστερά της Δύσης και η Δεξιά της Δύσης ανταγωνίζονται πλέον για διαφορετικά θέματα. Παράλληλα μάλιστα, η εμφάνιση νέων τρομοκρατικών απειλών για το δυτικό πολιτισμό καθιστά την έρευνα των παλαιότερων κομμουνιστικών απειλών για το δυτικό πολιτισμό ολοένα και πιο απαραίτητη. Για να το διατυπώσω διαφορετικά, το «κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο» έχει πλέον αλλάξει – και το ίδιο και η πρόσβαση που έχουμε σε στοιχεία που αφορούν τα στρατόπεδα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ένας καταιγισμός ντοκουμέντων για το Γκουλάγκ άρχισε να αποκαλύπτεται στη Σοβιετική Ρωσία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ιστορίες για τη ζωή σε σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά σε εφημερίδες. Νέες αποκαλύψεις έκαναν τα περιοδικά ανάρπαστα. Οι παλαιότερες αντιπαραθέσεις γύρω από τους αριθμούς νεκρών και κρατούμενων αναβίωσαν. Ρώσοι ιστορικοί και ιστορικές επιτροπές υπό την καθοδήγηση της Επιτροπής Μνήμης στη Μόσχα άρχισαν να δημοσιεύουν μονογραφίες, ιστορίες μεμονωμένων στρατοπέδων και ανθρώπων, εκτιμήσεις γύρω από τον αριθμό των θυμάτων, λίστες με ονόματα νεκρών. Τις προσπάθειές τους μιμήθηκαν και ενίσχυσαν ιστορικοί στις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής  Ένωσης και στις χώρες που αποτελούσαν κάποτε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και, αργότερα, οι ιστορικοί της Δύσης. Παρά τα πολλά μειονεκτήματα, αυτή η εξερεύνηση του σοβιετικού παρελθόντος από τους Ρώσους συνεχίζεται και σήμερα. Είναι αλήθεια ότι η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι εντελώς διαφορετική από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ η αναζήτηση της ιστορικής πραγματικότητας δεν κατέχει πια σημαντικό μέρος σε μια δημόσια συζήτηση των Ρώσων, ούτε είναι τόσο εντυπωσιακό θέμα όπως φαινόταν κάποτε ότι ήταν. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας που εκπονείται από Ρώσους και άλλους μελετητές είναι πραγματικά μια κοπιώδης ιστορική εργασία, η οποία περιλαμβάνει εξονυχιστικό έλεγχο χιλιάδων μεμονωμένων εγγράφων, ώρες παραμονής μέσα σε κρύους και εκτεθειμένους σε ρεύματα χώρους, όπου φυλάσσονται αρχεία, μέρες ολόκληρες αφιερωμένες στην αναζήτηση γεγονότων και αριθμών. Το έργο αυτό όμως αρχίζει να αποφέρει καρπούς. Αργά και με υπομονή, η Επιτροπή Μνήμης όχι μόνο έχει συντάξει τον πρώτο οδηγό με ονόματα και τοποθεσίες όλων των στρατοπέδων που έχουν καταγραφεί, αλλά έχει επίσης εκδώσει και μια σειρά πρωτοποριακών ιστορικών βιβλίων. Επιπλέον, έχει συντάξει ένα μακροσκελές αρχείο με προφορικές και γραπτές αφηγήσεις επιζώντων. Σε

-28-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

συνεργασία με άλλα ιδρύματα –το Ινστιτούτο Ζαχάροφ και τον εκδοτικό οίκο Vozvrashchenie (το όνομα σημαίνει «επιστροφή»)– έχει ήδη δώσει σε ευρεία κυκλοφορία μερικά από αυτά τα απομνημονεύματα. Ρωσικά ακαδημαϊκά περιοδικά και τα τυπογραφεία διάφορων ιδρυμάτων έχουν εξάλλου αρχίσει να τυπώνουν μονογραφίες που βασίζονται σε νέα έγγραφα, όπως επίσης και συλλογές από αυτά τα ίδια τα έγγραφα. Παρόμοιο έργο παρατηρείται και σε άλλα μέρη, κυρίως από το Σωματείο Κάρτα στην Πολωνία· επίσης από μουσεία ιστορίας στη Λιθουανία, στη Λεττονία, στην Εσθονία, στη Ρουμανία και στην Ουγγαρία· και από μερικούς Αμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους μελετητές που διαθέτουν χρόνο και ενέργεια για να εργαστούν στα σοβιετικά αρχεία. Ενώ έκανα την έρευνά μου για το παρόν βιβλίο, είχα πρόσβαση στο έργο αυτών των μελετητών, όπως επίσης και σε δύο ακόμα είδη πηγών, οι οποίες δε θα ήταν διαθέσιμες πριν από μια δεκαετία. Το πρώτο είδος πηγών είναι μια πληθώρα νέων απομνημονευμάτων, η έκδοση των οποίων άρχισε τη δεκαετία του 1980 σε Ρωσία, ΗΠΑ, Ισραήλ, Ανατολική Ευρώπη και αλλού. Κατά τη συγγραφή του βιβλίου μου, χρησιμοποίησα επισταμένως αυτές τις πηγές. Στο παρελθόν, κάποιοι μελετητές της Σοβιετικής  Ένωσης ήταν διστακτικοί για το αν θα έπρεπε να βασίζονται σε υλικό που προέρχεται από απομνημονεύματα από τα στρατόπεδα του Γκουλάγκ και αιτιολογούσαν τους δισταγμούς τους λέγοντας ότι οι συγγραφείς των απομνημονευμάτων αυτών διαστρέβλωναν τις ιστορίες τους, επειδή είχαν πολιτικές σκοπιμότητες, οι περισσότεροι τις είχαν γράψει πολλά χρόνια μετά την αποφυλάκισή τους, ενώ πολλοί είχαν δανειστεί την ιστορία τους από κάποιον άλλο, όταν οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να ανακαλέσουν γεγονότα στη μνήμη τους. Εντούτοις, όταν είχα πια διαβάσει αρκετές εκατοντάδες απομνημονεύματα από τον καιρό των στρατοπέδων και αφού είχα συνομιλήσει με πολλούς επιζώντες, κατάλαβα ότι μπορούσα να φιλτράρω τις αφηγήσεις και να διακρίνω όσες αναμνήσεις φαίνονταν αβάσιμες ή εκείνες που κάποιοι τις είχαν ιδιοποιηθεί από άλλους ή όσες διακρίνονταν από κάποια πολιτική χροιά. Ακόμα, κατάλαβα ότι, παρά το γεγονός ότι οι αναμνήσεις δεν ήταν αξιόπιστες πηγές για ονόματα, ημερομηνίες και αριθμούς, αποτελούσαν ωστόσο πολύτιμη πηγή για άλλες πληροφορίες, ειδικά σε σχέση με κρίσιμης σημασίας εκφάνσεις της ζωής των κρατούμενων στα στρατόπεδα, όπως οι σχέσεις μεταξύ των κρατούμενων, οι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών ομάδων, η συμπεριφορά των φρουρών και των διοικητών, ο ρόλος της διαφθοράς, ακόμα και η ύπαρξη αγάπης και πάθους.  Έχοντας απόλυτη συνείδηση του γεγονότος, χρησιμοποίησα εκτεταμένα το μοναδικό συγγραφέα –το Βάρλαμ Σαλάμοφ– που έγραψε μυθιστορήματα όπου παρουσιάζονται εκδοχές της ζωής του στα στρατόπεδα, και αυτό το έκανα επειδή οι ιστορίες του βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Στο μέτρο που αυτό ήταν εφικτό, τεκμηρίωσα τις αναμνήσεις με εκτεταμένη χρήση αρχείων – μια πηγή την οποία, κατά παράδοξο τρόπο, δεν επιθυμούν όλοι να χρησιμοποιούν. Όπως θα καταστεί κατανοητό στην πορεία του βιβλίου, η δύναμη της προπαγάνδας στη Σοβιετική  Ένωση ήταν τέτοια που συχνά άλ-

-29-


ANNE APPLEBAUM

λαζε την αντίληψη της πραγματικότητας. Για αυτόν ακριβώς το λόγο οι ιστορικοί που μελέτησαν το συγκεκριμένο θέμα στο παρελθόν έπραξαν ορθά που δε βασίστηκαν σε επίσημα δημοσιευμένα σοβιετικά έγγραφα, τα οποία συχνά εσκεμμένα αποσκοπούσαν στη συγκάλυψη της αλήθειας. Τα μυστικά όμως έγγραφα –όσα δηλαδή σήμερα φυλάσσονται σε αρχεία– είχαν διαφορετικό σκοπό. Προκειμένου να διαχειρίζεται τα στρατόπεδά της, η κεντρική διοίκηση του Γκουλάγκ έπρεπε να καταγράφει συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφορίες. Η Μόσχα ήθελε να γνωρίζει τι συνέβαινε στις περιφέρειες, οι περιφέρειες έπρεπε να παίρνουν οδηγίες από την κεντρική διοίκηση, στατιστικά στοιχεία έπρεπε να διατηρούνται. Αυτό δε σημαίνει ότι τα εν λόγω αρχεία είναι απόλυτα αξιόπιστα –οι γραφειοκράτες είχαν τους δικούς τους λόγους για τους οποίους διαστρέβλωναν ακόμα και τα πιο κοινότοπα γεγονότα–, αν όμως τα χρησιμοποιήσει κάποιος με σύνεση μπορούν να ερμηνεύσουν κάποια πράγματα σχετικά με τη ζωή στα στρατόπεδα για τα οποία τα απομνημονεύματα δεν μπορούν να μας διαφωτίσουν. Πάνω από όλα, βοηθούν να καταλάβουμε γιατί χτίστηκαν τα στρατόπεδα – ή, τουλάχιστον, τι ήταν αυτό που πίστευε το σταλινικό καθεστώς ότι θα κατάφερναν τα στρατόπεδα αυτά. Είναι επίσης αλήθεια ότι τα αρχεία παρουσιάζουν ακόμα μεγαλύτερη ποικιλομορφία από αυτή που περίμεναν πολλοί ότι θα παρουσίαζαν, ενώ αφηγούνται την ιστορία των στρατοπέδων από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες. Είχα, λόγου χάρη, πρόσβαση στο αρχείο της διοίκησης του Γκουλάγκ, το οποίο περιλαμβάνει αναφορές επιθεωρητών, οικονομικές καταστάσεις, επιστολές από τους διευθυντές των στρατοπέδων προς τους επόπτες στη Μόσχα, αφηγήσεις για απόπειρες απόδρασης και καταλόγους μουσικών παραγωγών που είχαν παρουσιάσει οι θεατρικές ομάδες των στρατοπέδων. Όλα αυτά διατηρούνται στα Αρχεία του Ρωσικού Κράτους στη Μόσχα. Επιπλέον, συμβουλεύτηκα τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Κόμματος, όπως και έγγραφα τα οποία ήταν συγκεντρωμένα σε ένα τμήμα της συλλογής οσόμπαγια πάπκα του Στάλιν, της «ιδιαίτερης συλλογής» του. Με τη βοήθεια άλλων Ρώσων ιστορικών, κατόρθωσα να χρησιμοποιήσω κάποια έγγραφα από τα σοβιετικά στρατιωτικά αρχεία, καθώς και από τα αρχεία των φρουρών στις φάλαγγες, τα οποία περιέχουν καταλόγους με όσα επιτρέπονταν και όσα δεν επιτρέπονταν να πάρουν μαζί τους συλληφθέντες κρατούμενοι.  Έξω από τη Μόσχα, είχα επίσης πρόσβαση σε μερικά τοπικά αρχεία –σε Πέτροζαβοντσκ, Αρχάγγελο, Σίκτιβκαρ, Βορκούτα και Νησιά Σολοβέτσκι– όπου καταγράφονται καθημερινά συμβάντα από τη ζωή των στρατοπέδων, όπως επίσης και σε αρχεία του Ντμίτλαγκ, οι κρατούμενοι του οποίου κατασκεύασαν τη Διώρυγα Μόσχας-Βόλγα, που διατηρούνται στη Μόσχα. Όλα αυτά τα αρχεία περιέχουν καταγραφές της καθημερινής ζωής στα στρατόπεδα, έντυπα παραγγελιών, καταγραφές κρατούμενων. Κάποια στιγμή μού έδωσαν ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του Κέντροβι Σορ που αποτελούσε τμήμα του  Ίντα, ενός στρατοπέδου εξόρυξης βόρεια του Αρκτικού Κύκλου, και με ρώτησαν ευγενικά αν ήθελα να το αγοράσω. Συνεκτιμώντας λοιπόν τα παραπάνω, οι πηγές αυτές μού έδωσαν τη δυ-

-30-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

νατότητα να γράψω για τα στρατόπεδα μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα. Στο παρόν βιβλίο δε χρειαζόταν πια να συγκρίνω τους «ισχυρισμούς» μιας χούφτας αντικαθεστωτικών με τους «ισχυρισμούς» της σοβιετικής κυβέρνησης. Δεν ήμουν αναγκασμένη να αναζητήσω τη χρυσή τομή ανάμεσα στις αφηγήσεις Σοβιετικών φυγάδων και τις αφηγήσεις Σοβιετικών αξιωματούχων. Αντί γι’ αυτό, για να περιγράψω όσα συνέβησαν, χρησιμοποίησα τη γλώσσα πολλών διαφορετικών ανθρώπων, φρουρών, αστυνομικών, τη γλώσσα πολλών διαφορετικών κρατούμενων που εξέτιαν διαφορετικές ποινές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Τα συναισθήματα και η πολιτική που χρόνια τώρα περιβάλλουν την ιστοριογραφία των σοβιετικών στρατοπέδων συγκέντρωσης δε βρίσκονται στην καρδιά αυτού του βιβλίου. Το μέρος αυτό το φυλάω για τα βιώματα των θυμάτων. Αυτή είναι η ιστορία του Γκουλάγκ. Με αυτό εννοώ ότι είναι η ιστορία των σοβιετικών στρατοπέδων συγκέντρωσης· της γέννησής τους στη διάρκεια της Επανάστασης των Μπολσεβίκων, της εξέλιξής τους μέχρι να φτάσουν ν’ αποτελούν νευραλγικό κομμάτι της σοβιετικής οικονομίας και της κατάρρευσής τους μετά το θάνατο του Στάλιν. Όμως είναι κι ένα βιβλίο για την κληρονομιά που άφησε πίσω του το Γκουλάγκ· δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα καθεστώτα και οι τυπικές διαδικασίες που επικρατούσαν στα σοβιετικά πολιτικά και ποινικά στρατόπεδα-φυλακές στις δεκαετίες του 1970 και 1980 ήταν το άμεσο γέννημα των καθεστώτων και των διαδικασιών που δημιουργήθηκαν προγενέστερα και για το λόγο αυτό θεώρησα ότι η διερεύνησή τους πρέπει να αποτελέσει ενότητα του παρόντος βιβλίου. Παράλληλα, το βιβλίο αφηγείται τη ζωή σε στρατόπεδα του Γκουλάγκ και για το λόγο αυτό αφηγείται την ιστορία στα στρατόπεδα με δύο τρόπους. Η πρώτη και η τρίτη ενότητα του βιβλίου δομούνται με χρονολογική σειρά. Περιγράφουν την εξέλιξη και τη διοίκηση των στρατοπέδων με αφηγηματικό τρόπο. Η κεντρική ενότητα αναπτύσσει τη ζωή στα στρατόπεδα με βάση τη θεματολογία. Παρόλο που τα περισσότερα από τα παραδείγματα και τα αποσπάσματα σε αυτή την κεντρική ενότητα αναφέρονται στη δεκαετία του 1940, τη δεκαετία κατά την οποία τα στρατόπεδα γνώρισαν το αποκορύφωμά τους, πολλές από τις αναφορές μου αφορούν προγενέστερες ή μεταγενέστερες περιόδους, χωρίς να είναι αυστηρά ιστορικού περιεχομένου. Συγκεκριμένες εκφάνσεις της ζωής στα στρατόπεδα εξελίχτηκαν με τον καιρό και θεώρησα ότι ήταν σημαντικό να εξηγήσω πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η εξέλιξη. Αφού ανέφερα ποιο είναι το θέμα του βιβλίου, θα ήθελα επίσης να αναφέρω ποιο δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Δεν είναι λοιπόν η ιστορία της ΕΣΣΔ, η ιστορία των εκκαθαρίσεων ή η ιστορία της καταδυνάστευσης γενικότερα. Δεν είναι η ιστορία της εξουσίας του Στάλιν ή του Πολιτικού Γραφείου του ή της μυστικής αστυνομίας του, τη δαιδαλώδη διοικητική ιστορία της οποίας εσκεμμένα προσπάθησα να απλουστεύσω όσο ήταν δυνατό. Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιώ όσα έγραψαν Σοβιετικοί αντικαθεστωτικοί, που συχνά πρόκειται για πονήματα που ολοκληρώθηκαν κάτω από ισχυρή πίεση και με

-31-


ANNE APPLEBAUM

ψυχικό σθένος, αυτό το βιβλίο δεν περιέχει την πλήρη ιστορία του σοβιετικού κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ούτε, εν προκειμένω, αναπτύσσει διεξοδικά την ιστορία ορισμένων εθνών και κατηγοριών κρατούμενων –μεταξύ αυτών, των Πολωνών, των κατοίκων της Βαλτικής, των Ουκρανών, των Τσετσένων, των Γερμανών και των Ιαπώνων αιχμάλωτων πολέμου– οι οποίοι υπέφεραν κάτω από το σοβιετικό καθεστώς, τόσο μέσα όσο και έξω από τα σοβιετικά στρατόπεδα. Το βιβλίο δε διερευνά εξαντλητικά τις μαζικές δολοφονίες της περιόδου 1937-38, οι οποίες συντελέστηκαν κυρίως εκτός στρατοπέδων, ούτε τη σφαγή χιλιάδων Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν ή σε άλλα μέρη. Γιατί το βιβλίο αυτό απευθύνεται στο γενικό αναγνώστη και δεν προϋποθέτει εξειδικευμένες γνώσεις της σοβιετικής ιστορίας, εφόσον όλα αυτά τα γεγονότα και τα φαινόμενα θα αναφερθούν στην εξέλιξη του βιβλίου. Εντούτοις θα ήταν αδύνατο να καταφέρω να αναπτύξω διεξοδικά όλα αυτά τα στοιχεία σε ένα επίτομο έργο. Επίσης, το βιβλίο αυτό δεν αναπτύσσει διεξοδικά την ιστορία των «ειδικών εξόριστων», των εκατομμυρίων εκείνων ανθρώπων που συχνά τους μάζευαν ταυτόχρονα και για τους ίδιους λόγους που συλλάμβαναν κρατούμενους του Γκουλάγκ, αλλά τους οποίους στη συνέχεια δεν έστελναν σε στρατόπεδα, αλλά εκτόπιζαν σε απομακρυσμένα χωριά εξορίας όπου πολλές χιλιάδες πέθαιναν από την πείνα, το κρύο και την εξαντλητική εργασία. Κάποιους τους εκτόπιζαν για πολιτικούς λόγους, μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν οι κουλάκοι ή οι πλούσιοι αγρότες, τη δεκαετία του 1930. Κάποιους τους εκτόπιζαν για την εθνικότητά τους, μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν οι Πολωνοί, οι κάτοικοι της Βαλτικής, οι Ουκρανοί, οι Γερμανοί του Βόλγα και οι Τσετσένοι, τη δεκαετία του 1940. Για τον καθένα η μοίρα επιφύλασσε και κάτι διαφορετικό στο Καζακστάν, την Κεντρική Ασία και τη Σιβηρία – τόσο διαφορετικό ήταν το πεπρωμένο όλων, που δε θα ήταν δυνατό να χωρέσει σε μια απλή περιγραφή του συστήματος στρατοπέδων. Επέλεξα να αναφέρω τους ειδικούς αυτούς εξόριστους, κάτι που πιθανόν να φαίνεται παράξενο, στις περιπτώσεις εκείνες που τα βιώματά τους μου φάνηκαν όμοια ή ανάλογα με τα βιώματα των κρατούμενων του Γκουλάγκ. Παρόλο που η ιστορία των εν λόγω εξόριστων έχει στενή σχέση με την ιστορία του Γκουλάγκ, θα χρειαζόμουν κι άλλο βιβλίο ανάλογης έκτασης για να μπορέσω να δώσω μια εμπεριστατωμένη παρουσίασή της. Ελπίζω κάποιος να γράψει αυτό το βιβλίο σύντομα. Αν και το βιβλίο μου αφορά τα σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι αδύνατο να τα αναλύσω ως μεμονωμένο φαινόμενο. Το Γκουλάγκ αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε σε μια ορισμένη χρονική περίοδο και σε ορισμένο χώρο παράλληλα με άλλα γεγονότα – και σε τρία συγκεκριμένα πλαίσια. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, θα πρέπει να πούμε ότι το Γκουλάγκ ανήκει στην ιστορία της Σοβιετικής  Ένωσης· στη διεθνή αλλά και στη ρωσική ιστορία των φυλακών και των εκτοπισμών· και, τέλος, στο ιδιαίτερο πνευματικό κλίμα της ηπειρωτικής Ευρώπης στα μέσα του 19ου αιώνα, το οποίο επίσης γέννησε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί στη Γερμανία.

-32-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

Με τη φράση «ανήκει στην ιστορία της Σοβιετικής  Ένωσης» εννοώ κάτι πολύ συγκεκριμένο: το Γκουλάγκ δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, με ολοκληρωμένη μορφή, από το πουθενά, αλλά αντιθέτως ήταν ο αντικατοπτρισμός των γενικών συνθηκών που επικρατούσαν στην κοινωνία που το περιέβαλλε. Αν τα στρατόπεδα ήταν ρυπαρά, αν οι φρουροί ήταν βάναυσοι, αν οι ομάδες εργασίας διακρίνονταν από προχειρότητα, αυτά οφείλονταν κατά ένα μέρος στο γεγονός ότι η ρυπαρότητα, η βαναυσότητα και η προχειρότητα κυριαρχούσαν και σε πολλές άλλες σφαίρες της ζωής των Σοβιετικών. Αν η ζωή στα στρατόπεδα ήταν φρικτή, ανυπόφορη, απάνθρωπη, αν τα ποσοστά θανάτων ήταν υψηλά –και αυτά τα γεγονότα με τη σειρά τους δεν προκαλούν καμιά έκπληξη–, σε ορισμένες περιόδους, η ζωή στη Σοβιετική  Ένωση ήταν επίσης φρικτή, ανυπόφορη και απάνθρωπη, ενώ τα ποσοστά θανάτων ήταν εξίσου υψηλά τόσο μέσα στα στρατόπεδα όσο και έξω από αυτά. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός ότι τα πρώτα σοβιετικά στρατόπεδα δημιουργήθηκαν ως άμεσο επακόλουθο της αιματηρής, βίαιης και χαώδους Ρωσικής Επανάστασης. Στη διάρκεια της Επανάστασης, του τρόμου που επιβλήθηκε στη συνέχεια και του επακόλουθου εμφύλιου πολέμου, στη Ρωσία επικρατούσε η άποψη ότι ο πολιτισμός είχε κατακερματιστεί για πάντα. «Επέβαλλαν θανατικές ποινές αυθαίρετα», γράφει ο ιστορικός Ρίτσαρντ Πάιπς, «πυροβολούσαν τον κόσμο χωρίς λόγο και με τον ίδιο παράξενο τρόπο αποφυλάκιζαν άτομα»18. Από το 1917 και ύστερα, ένα ολόκληρο σύστημα κοινωνικών αξιών ανατράπηκε. Ο πλούτος και η πείρα που συγκέντρωνες μια ολόκληρη ζωή ήταν πια βάρος, η καταλήστευση περιβαλλόταν με το γεμάτο αίγλη τίτλο της «εθνικοποίησης», η δολοφονία έγινε αποδεκτό μέρος του αγώνα για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι πρώτες φυλακίσεις χιλιάδων ανθρώπων από το Λένιν, με την αιτιολογία και μόνο του προγενέστερου πλούτου τους ή των αριστοκρατικών τους τίτλων, δε φάνταζαν καθόλου παράξενες ή άτοπες. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας στα στρατόπεδα σε συγκεκριμένα χρόνια επίσης αντικατοπτρίζουν εν μέρει τα γεγονότα που συνέβαιναν σε κάθε γωνιά της χώρας. Τα ποσοστά θανάτων εκτοξεύθηκαν στα ύψη μέσα στα στρατόπεδα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ο λιμός μάστιζε ολόκληρη τη χώρα. Τα ποσοστά εκτοξεύθηκαν και πάλι στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική  Ένωση οδήγησε όχι μόνο σε εκατομμύρια θανάτους σε μάχες, αλλά και σε επιδημίες δυσεντερίας και τύφου, όπως επίσης και σε λιμό. Η κατάσταση αυτή έπληξε όσους ήταν μέσα στα στρατόπεδα αλλά και έξω από αυτά. Το Χειμώνα του 1941-42, όταν το 1/4 του πληθυσμού του Γκουλάγκ πέθαινε από την πείνα, ένα εκατομμύριο περίπου κάτοικοι του Λένινγκραντ ίσως πέθαναν από την πείνα, παγιδευμένοι στον αποκλεισμό που είχαν επιβάλει οι Γερμανοί19. Η χρονικογράφος του αποκλεισμού, Λίντια Γκίνζμπουργκ, έγραφε ότι 18. 19.

Pipes, σ. 824-25. Overy, σ. 112 και 226-27· Moskoff.

-33-


ANNE APPLEBAUM

η πείνα που επικρατούσε την εποχή εκείνη ήταν μια «μόνιμη κατάσταση… ήταν σταθερά επικείμενη και η παρουσία της γινόταν πάντοτε αισθητή… το πιο απελπιστικό και βασανιστικό πράγμα στη διάρκεια του φαγητού ήταν όταν η τροφή τελείωνε απελπιστικά γρήγορα χωρίς να καταφέρει να φέρει το αίσθημα του κορεσμού»20. Τα λόγια της θυμίζουν τρομακτικά τα λόγια των πρώην κρατούμενων, όπως θα ανακαλύψει και ο αναγνώστης. Είναι αλήθεια ασφαλώς ότι οι κάτοικοι του Λένινγκραντ πέθαιναν στην πατρίδα τους, ενώ την ίδια στιγμή το Γκουλάγκ ξέσκιζε τις ζωές των ανθρώπων, κατέστρεφε οικογένειες, χώριζε παιδιά από γονείς και καταδίκαζε εκατομμύρια ανθρώπους να ζούνε σε απομακρυσμένες, έρημες περιοχές, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις οικογένειές τους. Κι όμως, τα φρικιαστικά βιώματα των κρατούμενων εύλογα μπορούν να συγκριθούν με τις τρομερές μνήμες των «ελεύθερων» Σοβιετικών πολιτών, όπως ήταν η Ελένα Κοζίνα, την οποία ανάγκασαν να εγκαταλείψει το Λένινγκραντ το Φεβρουάριο του 1942. Στη διαδρομή που ακολούθησε, είδε τον αδελφό της, την αδελφή της και τη γιαγιά της να πεθαίνουν από την πείνα. Καθώς πλησίαζαν οι Γερμανοί, εκείνη και η μητέρα της περπατούσαν στη στέπα και παρακολουθούσαν «σκηνές στις οποίες πρωταγωνιστούσαν το ανεξέλεγκτο, πανικόβλητο πλήθος και το χάος…  Έβλεπαν ανθρώπους να εκσφενδονίζονται γύρω τους σε χιλιάδες κομμάτια. Τα πάντα τα διαπερνούσαν ο καπνός και η απαίσια μυρωδιά του καμένου· η ατμόσφαιρα στη στέπα ήταν τεταμένη και αποπνικτική, λες και κάποιος έσφιγγε το πλήθος εκείνο μέσα σε μια καυτή, γεμάτη κάπνα γροθιά». Παρόλο που δεν έζησε ποτέ τα στρατόπεδα, η Κοζίνα γνώρισε το κρύο, την πείνα και το φόβο πριν κλείσει την ηλικία των δέκα, και οι αναμνήσεις αυτές τη βασάνιζαν για όλη την υπόλοιπη ζωή της. «Τίποτα» έγραφε «δεν μπορούσε να σβήσει τις αναμνήσεις μου από το σώμα του Βάντικ που το μεταφέραμε κάτω από μια κουβέρτα· της Τάνιας που πνιγόταν στο ψυχομαχητό της· του ίδιου μου του εαυτού και της μαμάς. Ήμασταν οι μόνες που είχαμε απομείνει από την οικογένεια και σερνόμασταν με κόπο μέσα από τον καπνό και τους κεραυνούς σε μια φλεγόμενη στέπα»21. Οι κρατούμενοι του Γκουλάγκ και ο πληθυσμός της υπόλοιπης ΕΣΣΔ είχαν πολλά κοινά στοιχεία, εκτός από τις κακουχίες που υπέφεραν. Τόσο στα στρατόπεδα όσο κι έξω από αυτά, μπορούσε κανείς να δει την ίδια προχειρότητα στις πρακτικές εργασίας, την ίδια εγκληματικά ανόητη γραφειοκρατία, την ίδια διαφθορά και την ίδια μελαγχολική περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή. Ενώ έγραφα το βιβλίο, περιέγραψα σε κάποιον Πολωνό φίλο το σύστημα τούφτα –την τακτική της εξαπάτησης σχετικά με τις απαιτούμενες νόρμες εργασίας– το οποίο είχαν αναπτύξει Σοβιετικοί κρατούμενοι και περιγράφεται στη συνέχεια του βιβλίου. Πέθανε στα γέλια: «Πιστεύεις ότι οι κρατούμενοι το επινόησαν; Ολόκληρο το σοβιετικό μπλοκ εφάρμοζε το σύστημα τούφτα». Στη Σοβιετική  Ένωση του Στάλιν η διαφορά ανάμεσα στη ζωή μέσα και στη ζωή 20. L. Ginzburg, σ. 36. 21. Κozhina, σ. 5.

-34-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

έξω από τα συρματοπλέγματα δεν ήταν ουσιαστική· αυτό που είχε σημασία όμως ήταν ο βαθμός της διαφοράς.  Ίσως γι’ αυτόν το λόγο το Γκουλάγκ έχει συχνά παρουσιαστεί ως η πεμπτουσία του σοβιετικού συστήματος. Ακόμα και στην αργκό των στρατοπέδων-φυλακών ο κόσμος έξω από το συρματόπλεγμα δεν αναφερόταν ως «ελευθερία», αλλά ως μπολσάγια ζόνα, δηλαδή η «μεγάλη ζώνη της φυλακής», μεγαλύτερη και λιγότερο θανατηφόρα από τη «μικρή ζώνη» του στρατοπέδου, αλλά εξίσου απάνθρωπη – και, ασφαλώς, εξίσου ανάλγητη. Εντούτοις, αν το Γκουλάγκ δεν μπορεί να διαχωριστεί εντελώς από τα βιώματα των ανθρώπων στην υπόλοιπη Σοβιετική  Ένωση, τότε ούτε και η ιστορία των σοβιετικών στρατοπέδων μπορεί να διαχωριστεί απόλυτα από τη μακρόχρονη, πολυεθνική, διαπολιτισμική ιστορία των φυλακών, της εξορίας, του εγκλεισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο εκτοπισμός των κρατούμενων σε μέρη απομακρυσμένα, όπου έχουν τη δυνατότητα να «ξεπληρώσουν το χρέος τους στην κοινωνία», να φανούν χρήσιμοι και να πάψουν να σπέρνουν καινά δαιμόνια με τις ιδέες τους ή με τις εγκληματικές τους πράξεις, είναι μια πρακτική τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο πολιτισμός. Οι ηγεμόνες της αρχαίας Ρώμης και της αρχαίας Ελλάδας συνήθιζαν να στέλνουν τους αντικαθεστωτικούς τους σε μακρινές αποικίες. Ο Σωκράτης επέλεξε το θάνατο αντί για το μαρτύριο της εξορίας από την Αθήνα. Ο ποιητής Οβίδιος εξορίστηκε σε ένα βρομερό λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα. Η Γεωργιανή Βρετανία έστελνε τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες της στην Αυστραλία. Η Γαλλία του 19ου αιώνα έστελνε τους καταδικασμένους εγκληματίες στη Γουιάνα. Η Πορτογαλία έστελνε τα ανεπιθύμητα στοιχεία στη Μοζαμβίκη22. Η νέα ηγεσία της Σοβιετικής  Ένωσης το 1917 δε χρειαζόταν να κοιτάξει τόσο πίσω στο χρόνο όσο η Γροιλανδία για να βρει τα δικά της, πρώτα περιστατικά εκτοπισμών. Ήδη από το 17ο αιώνα, η Ρωσία διέθετε το δικό της σύστημα εκτοπισμών: η πρώτη αναφορά εκτοπισμού στη ρωσική νομοθεσία γίνεται το 1649. Εκείνη την εποχή ο εκτοπισμός θεωρούνταν μια νέα, πιο ανθρώπινη μορφή ποινής –προτιμότερη έναντι της θανατικής ποινής ή του στιγματισμού και του ακρωτηριασμού– και την εφάρμοζαν σε ένα ευρύ πεδίο αδικημάτων ήσσονος ή μείζονος σημασίας, από το σνιφάρισμα καπνού και τη μαντική μέχρι τη δολοφονία23. Πολλοί Ρώσοι διανοητές και συγγραφείς, ο Πούσκιν μεταξύ αυτών, υποβλήθηκαν σε κάποια μορφή εκτοπισμού, ενώ ακόμα και το ενδεχόμενο του εκτοπισμού βασάνιζε πολλούς άλλους: στον κολοφώνα της λογοτεχνικής του δόξας, το 1890, ο Άντον Τσέχοφ εξέπληξε τους πάντες, όταν ξεκίνησε να επισκεφτεί και να περιγράψει τις αποικίες κατάδικων στο νησί Σαχαλίνη, έξω από τις ακτές της Ρωσίας στον Ειρηνικό. Πριν φύγει, έγραψε στον έκπληκτο εκδότη του, εξηγώντας τα κίνητρά του: Επιτρέψαμε σε εκατομμύρια ανθρώπους να σαπίσουν σε φυλακές, να σαπί22. Kaczynska, σ. 15. 23. Kennan, σ. 74-83.

-35-


ANNE APPLEBAUM

σουν χωρίς να υπάρχει λόγος, χωρίς καμιά περίσκεψη και με τρόπο βάρβαρο· οδηγήσαμε ανθρώπους-δεσμώτες δεκάδες χιλιάδες βέρστια μέσα στο κρύο, τους μολύναμε με σύφιλη, τους εξαχρειώσαμε, πολλαπλασιάσαμε τον αριθμό των εγκληματιών… τίποτα όμως από αυτά δεν έχει να κάνει μ’ εμάς, δεν είναι καν ενδιαφέρον…24 Αν το καλοσκεφτούμε, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι οι πρακτικές στην ιστορία του τσαρικού σωφρονιστικού συστήματος επαναλήφθηκαν συχνά στο σύστημα που εφαρμόστηκε στο σοβιετικό Γκουλάγκ. Όπως και στην περίπτωση του Γκουλάγκ, λόγου χάρη, ο εκτοπισμός των ατόμων στη Σιβηρία ποτέ δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στους εγκληματίες.  Ένας νόμος του 1736 δήλωνε ότι, αν ένα χωριό αποφάσιζε ότι κάποιος από τους κατοίκους του ασκούσε κακή επιρροή στους άλλους, οι πρεσβύτεροι του χωριού είχαν τη δυνατότητα να μοιράσουν την περιουσία του άτυχου αυτού ανθρώπου και να τον διατάξουν να φύγει για να ζήσει αλλού. Αν δεν κατάφερνε να βρει άλλη κατοικία, το κράτος τον υποχρέωνε σε εκτοπισμό25. Ουσιαστικά ο νόμος αυτός παρατίθεται από το Χρουστσόφ το 1948 και αποτελεί μέρος του (επιτυχημένου) επιχειρήματος που επικαλέστηκε για να αιτιολογήσει την τακτική του, σύμφωνα με την οποία εκτόπιζε αγρότες της κολεκτίβας για τους οποίους πίστευαν ότι δεν ήταν αρκετά ενθουσιώδεις ή φιλόπονοι26. Η τακτική εκτοπισμού εκείνων που δεν ενσωματώνονταν με το υπόλοιπο σύνολο συνέχισε ολόκληρο το 19ο αιώνα. Στο βιβλίο του, Siberia and the Exile System, ο Τζορτζ Κέναν –θείος του Αμερικανού πολιτικού– περιγράφει το σύστημα της «διοικητικής διαδικασίας» που παρατήρησε ο ίδιος στη Ρωσία το 1891: Το βλαβερό στοιχείο ίσως δεν είναι ένοχο για κάποιο έγκλημα… αν όμως, κατά την άποψη των τοπικών αρχών, η παρουσία του σε ένα συγκεκριμένο τόπο είναι «επιζήμια για τη δημόσια τάξη» ή «μη συμβατή με τη δημόσια ηρεμία», τότε μπορεί να συλληφθεί χωρίς ένταλμα, μπορεί να παραμείνει κρατούμενος στη φυλακή από δύο εβδομάδες έως δύο χρόνια και στη συνέχεια μπορεί να μετατεθεί διά της βίας σε άλλο μέρος μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας κι εκεί θα τεθεί υπό αστυνομική παρακολούθηση για μια περίοδο που κυμαίνεται από ένα έως δέκα χρόνια27. Ο διοικητικός εκτοπισμός –ο οποίος δεν απαιτούσε τη διαδικασία εκδίκασης και απαγγελίας ποινής– ήταν ιδανική τιμωρία όχι μόνο για τα ταραχοποιά στοιχεία καθαυτά, αλλά και για τους πολιτικούς αντικαθεστωτικούς. Αρχικά, τα ταραχοποιά αυτά στοιχεία ήταν Πολωνοί ευγενείς που αντιδρούσαν στην 24. 25. 26. 27.

Chekhov, σ. 371. Kaczynska σ. 16-27. Popov, σ. 31-38. Kennan, σ. 242.

-36-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

κατοχή των εδαφών τους και της περιουσίας τους από τη Ρωσία. Αργότερα μεταξύ των εκτοπισμένων συγκαταλέγονταν θρησκευόμενοι αντιρρησίες, όπως επίσης και μέλη «επαναστατικών» ομάδων και μυστικών συλλόγων, ανάμεσά τους και Μπολσεβίκοι. Παρόλο που δεν ήταν διοικητικοί εκτοπισμένοι –περνούσαν από δίκη και τους απαγγέλλονταν ποινές– οι πιο διαβόητοι «εξαναγκασμένοι άποικοι» στη Σιβηρία το 19ο αιώνα ήταν και οι πολιτικοί κρατούμενοι, μεταξύ αυτών οι Δεκεμβριστές, μια ομάδα υψηλόβαθμων αριστοκρατών που οργάνωσαν μια ήπια εξέγερση κατά του Τσάρου Νικολάου Α΄ το 1825. Με μια εκδίκηση που συγκλόνισε ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης, ο Τσάρος καταδίκασε πέντε από τους Δεκεμβριστές σε θάνατο. Προχώρησε σε στέρηση αξιώματος για τους άλλους και τους έστειλε αλυσοδεμένους στη Σιβηρία. Ελάχιστους, τους ακολούθησαν οι αληθινά γενναίες σύζυγοί τους. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που επέζησαν και πρόλαβαν να πάρουν συγχώρεση από το διάδοχο του Νικόλαου, τον Αλέξανδρο Β΄, τριάντα χρόνια αργότερα και να γυρίσουν σπίτι τους στην Αγία Πετρούπολη, οπότε πλέον ήταν εξαντλημένοι και αρκετά μεγάλοι σε ηλικία28. Ο Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, ο οποίος είχε καταδικαστεί το 1849 σε τετραετή κάθειρξη σε καταναγκαστικά έργα, ήταν άλλος ένας διάσημος πολιτικός κρατούμενος. Αφότου γύρισε από τον υποχρεωτικό του εκτοπισμό στη Σιβηρία, έγραψε το έργο Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά αναγνώσματα για τη ζωή στις φυλακές την εποχή του Τσάρου. Όπως και με το Γκουλάγκ, το τσαρικό σύστημα εκτοπισμών δε δημιουργήθηκε αποκλειστικά ως μορφή τιμωρίας. Οι ηγέτες της Ρωσίας ήθελαν οι εκτοπισθέντες υπήκοοί τους, κατάδικοι και πολιτικοί κρατούμενοι, να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα που κακοφόρμιζε εδώ και αιώνες: τον υποπληθυσμό του απώτερου ανατολικού και βόρειου τμήματος της τεράστιας ρωσικής έκτασης, καθώς και τη συνεπακόλουθη αδυναμία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους της Ρωσίας. Αποβλέποντας σε αυτό το στόχο, το ρωσικό κράτος άρχισε, ήδη από το 18ο αιώνα, να καταδικάζει μερικούς από τους αιχμάλωτους του σε καταναγκαστικά έργα – μια μορφή τιμωρίας που έγινε γνωστή ως κάτοργκα, με ετυμολογία που ανάγεται στην αρχαία ελληνική λέξη κατείργω, που σημαίνει «εγκλείω, περιορίζω, εμποδίζω». Η τακτική των κάτεργων έχει μακρά προϊστορία στη Ρωσία. Στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Μέγας Πέτρος είχε χρησιμοποιήσει κατάδικους και σκλάβους για να κατασκευάσουν δρόμους, φρούρια, εργοστάσια, πλοία και την ίδια την πόλη της Αγίας Πετρούπολης. Το 1722, ψήφισε μια ακόμα πιο συγκεκριμένη ντιρεκτίβα, με την οποία διέταζε να σταλούν οι εγκληματίες, με τις συζύγους τους και τα παιδιά τους, σε περιοχές εκτοπισμών κοντά στα ορυχεία αργύρου της Νταουρίγια, στην Ανατολική Σιβηρία29. Στην εποχή του, η χρήση της καταναγκαστικής εργασίας από τον Τσάρο Πέτρο θεωρήθηκε εξαιρετική οικονομική και πολιτική επιτυχία. Είναι αλήθεια 28. Kaczynska, σ. 65-85. 29. Anisimov, σ. 177.

-37-


ANNE APPLEBAUM

ότι η ιστορία εκατοντάδων χιλιάδων σκλάβων που πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους χτίζοντας την Αγία Πετρούπολη άσκησε τεράστια επίδραση στις μελλοντικές γενιές. Πολλοί ήταν εκείνοι που πέθαναν στη διάρκεια της κατασκευής της πόλης – κι όμως η πόλη έγινε σύμβολο προόδου και εξευρωπαϊσμού. Οι μέθοδοι ήταν βάναυσες – κι όμως το έθνος είχε ωφεληθεί. Το παράδειγμα του Πέτρου ίσως συμβάλλει στο να καταλάβουμε γιατί οι διάδοχοί του υιοθέτησαν τόσο πρόθυμα την τακτική των κάτεργων. Αναμφίβολα και ο ίδιος ο Στάλιν ήταν μεγάλος θαυμαστής των μεθόδων κατασκευής του Πέτρου. Ωστόσο, το 19ο αιώνα, τα κάτεργα παρέμειναν μια σχετικά σπάνια μορφή τιμωρίας. Το 1906, μόνο 6.000 περίπου κατάδικοι εξέτιαν την ποινή τους σε κάτεργα· το 1916, παραμονές της Επανάστασης, υπήρχαν μόλις 28.600 κατάδικοι30. Ακόμα μεγαλύτερη σημασία όμως είχε μια άλλη κατηγορία κρατούμενων, οι διά της βίας άποικοι, οι οποίοι καταδικάζονταν σε εκτοπισμό, να ζήσουν δηλαδή όχι σε φυλακή, αλλά σε περιοχές της χώρας με ελάχιστο πληθυσμό που είχαν επιλεχθεί με άξονα το οικονομικό δυναμικό τους. Μεταξύ 1824 και 1889 μόνο, κάπου 720.000 τέτοιοι άποικοι στάλθηκαν στη Σιβηρία. Πολλοί πήγαν με την οικογένειά τους. Οι εν λόγω άποικοι, όχι οι κατάδικοι που δούλευαν αλυσοδεμένοι, ήταν εκείνοι που κατοίκησαν σταδιακά στις άδειες, πλούσιες σε ορυκτά αχανείς εκτάσεις της Ρωσίας31. Οι ποινές τους δεν ήταν απαραίτητα ελαστικές και μερικοί από τους αποίκους θεωρούσαν ότι η μοίρα τους ήταν χειρότερη από εκείνη των κρατούμενων που εργάζονταν στα κάτεργα. Αφού ορίστηκε να κατοικούν σε απομακρυσμένες περιοχές, σε άγονη γη και με ελάχιστους γείτονες, πολλοί πέθαιναν από την πείνα στη διάρκεια του χειμώνα που διαρκούσε πολύ ή πέθαιναν από το αλκοόλ που κατανάλωναν λόγω της ανίας που ένιωθαν. Ελάχιστες ήταν οι γυναίκες –ο αριθμός τους ποτέ δεν ξεπέρασε το 15%–, ακόμα λιγότερα τα βιβλία, ανύπαρκτη η διασκέδαση32. Στη διάρκεια της διαδρομής του μέσα από τη Σιβηρία και με κατεύθυνση το νησί Σαχαλίνη, ο Άντον Τσέχοφ γνώρισε από κοντά και περιέγραψε μερικούς από αυτούς τους εκτοπισθέντες αποίκους: «Οι περισσότεροι από τους εκτοπισθέντες αποίκους είναι σε φτωχή οικονομική κατάσταση, έχουν ελάχιστη αντοχή, ελάχιστη πρακτική εκπαίδευση και τίποτε άλλο εκτός από την ικανότητα να γράφουν, κάτι που συχνά δεν έχει κανένα νόημα για κανένα. Μερικοί από αυτούς αρχίζουν να πουλάνε, κομμάτι κομμάτι, τα πουκάμισά τους από λινό ύφασμα Ολλανδίας, τα σεντόνια τους, τις εσάρπες τους και τα μαντίλια τους, και καταλήγουν στο τέλος μετά από δύο ή τρία χρόνια να πεθαίνουν σε ολέθρια ανέχεια…»33. Δεν ήταν όμως όλοι οι εξόριστοι τόσο δυστυχισμένοι και διεφθαρμένοι. Η Σιβηρία ήταν πολύ μακριά από την ευρωπαϊκή Ρωσία και στην Ανατολή η γρα30. 31. 32. 33.

GARF, 9414/1/76. Kaczynska, σ. 44-64. Στο ίδιο, σ. 161. Chekhov, σ. 52.

-38-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

φειοκρατία ήταν πιο επιεικής, οι αριστοκράτες λιγότεροι. Οι εύποροι εξόριστοι και πρώην κρατούμενοι πολλές φορές δημιουργούσαν μεγάλα κτήματα. Οι πιο μορφωμένοι γίνονταν γιατροί και δικηγόροι ή διευθυντές σχολείων34. Η Πριγκίπισσα Μαρία Βολκόνσκαγια, σύζυγος του Δεκεμβριστή Σεργκέι Βολκόνσκι, χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση ενός θεάτρου και ενός μεγάρου συναυλιών στο Ιρκούτσκ. Παρά το γεγονός ότι τυπικά τής είχαν στερήσει, όπως και στο σύζυγό της, τον τίτλο της, οι προσκλήσεις στα σουαρέ της και στα ιδιωτικά δείπνα που παρέθετε γίνονταν ανάρπαστες και αποτελούσαν το αντικείμενο συζητήσεων που έφταναν μέχρι τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη35. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, το σύστημα είχε κάπως απαλλαχθεί από τη σκαιότητα που το χαρακτήριζε παλαιότερα. Η μόδα των μεταρρυθμίσεων των φυλακών, που είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη το 19ο αιώνα, είχε τελικά φτάσει και στη Ρωσία. Τα καθεστώτα γίνονταν λιγότερο καταδυναστευτικά, ενώ η αστυνόμευση χαλαρότερη36. Ουσιαστικά, σε αντίθεση με όσα ακολούθησαν, η πορεία προς τη Σιβηρία σήμερα φαίνεται, αν όχι ακριβώς μια ευχάριστη, τουλάχιστον όχι τόσο δυσβάσταχτη τιμωρία για τη μικρή ομάδα εκείνων που θα ηγούνταν της Ρωσικής Επανάστασης. Το διάστημα που ήταν έγκλειστοι, οι Μπολσεβίκοι έτυχαν αρκετά ευνοϊκής μεταχείρισης ως «πολιτικοί» κρατούμενοι, όχι ως κατάδικοι. Κατά συνέπεια, τους επιτρεπόταν να έχουν βιβλία, χαρτί και σύνεργα γραφής. Ο Ορντζονίκιντζε, ένας από τους ηγέτες των Μπολσεβίκων, θυμόταν αργότερα ότι μπορούσε και διάβαζε Άνταμ Σμιθ, Ρικάρντο, Πλεχάνοφ, Ουίλιαμ Τζέιμς, Φρέντερικ Ο. Τέιλορ, Ντοστογιέφσκι και  Ίψεν, μεταξύ άλλων, όσο ήταν έγκλειστος στο Φρούριο Σλούσενμπεργκ της Αγίας Πετρούπολης37. Με βάση μεταγενέστερα μέτρα και σταθμά, οι Μπολσεβίκοι είχαν επαρκή τροφή και ικανοποιητική σίτιση, ενώ είχαν ακόμα και περιποιημένη κόμμωση. Μια φωτογραφία του Τρότσκι, όταν ήταν έγκλειστος στο Φρούριο Πέτρου και Παύλου το 1906, τον παρουσιάζει να φοράει γυαλιά, κοστούμι, γραβάτα και πουκάμισο με εντυπωσιακά λευκό γιακά. Το ματάκι της πόρτας που διακρίνεται στην πόρτα πίσω του είναι το μοναδικό στοιχείο για το πού βρίσκεται38. Μια άλλη φωτογραφία του, που τραβήχτηκε στην Ανατολική Σιβηρία το 1900, τον παρουσιάζει με γούνινο καπέλο και βαρύ παλτό, περικυκλωμένο από άντρες και γυναίκες που επίσης φορούσαν μπότες και γούνες39. Όλα αυτά τα αντικείμενα θα θεωρούνταν σπάνιες πολυτέλειες στο Γκουλάγκ μισό αιώνα μετά. Εάν η ζωή για τους εκτοπισθέντες τον καιρό των Τσάρων γινόταν ανυπόφορα δυσάρεστη, υπήρχε πάντοτε η δυνατότητα απόδρασης. Ο Στάλιν ο ίδιος συνελήφθη και εξορίστηκε τέσσερις φορές. Τρεις φορές δραπέτευσε, μία από 34. 35. 36. 37. 38. 39.

Kaczynska, σ. 161-74. Sutherland, σ. 271-302. Adams, σ. 4-11. Volkogonov, Stalin, σ. 9. Η φωτογραφία αυτή εμφανίζεται, μεταξύ άλλων, στο Figes. Η φωτογραφία αυτή εμφανίζεται στο Volkogonov, Trotsky.

-39-


ANNE APPLEBAUM

την περιφέρεια Ιρκούτσκ και δύο από την περιφέρεια Βόλογκντα, μια περιοχή που αργότερα γέμισε στρατόπεδα40. Κατά συνέπεια η περιφρόνησή του για την αναποτελεσματικότητα του τσαρικού καθεστώτος δε γνώριζε όρια. Ο Ρώσος βιογράφος του Ντμίτρι Βολκόγκονοφ περιέγραψε την άποψη του Στάλιν ως εξής: «Δε χρειαζόταν να δουλεύεις, μπορούσες να διαβάζεις με την ψυχή σου και είχες μάλιστα και τη δυνατότητα να αποδράσεις, κάτι που το μόνο που απαιτούσε ήταν η θέληση να το κάνεις»41. Με τον τρόπο αυτό, η εμπειρία των Μπολσεβίκων από τη Σιβηρία τούς έδωσε ένα πρώτο μοντέλο στο οποίο μπόρεσαν να βασιστούν – και ένα μάθημα για την ανάγκη εξαιρετικά αμείλικτων καθεστώτων που απέβλεπαν στην τιμωρία. Αν το Γκουλάγκ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τόσο της σοβιετικής όσο και της ρωσικής ιστορίας, το ίδιο αναπόσπαστο είναι και για την ευρωπαϊκή ιστορία. Η Σοβιετική  Ένωση δεν ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα του 20ού αιώνα που ανέπτυξε μια απολυταρχική τάξη πραγμάτων στην κοινωνία της ή που δημιούργησε ένα σύστημα στρατοπέδων συγκέντρωσης. Παρόλο που δεν εμπίπτουν στο φάσμα του παρόντος βιβλίου η σύγκριση και η αντιπαραβολή σοβιετικών και ναζιστικών στρατοπέδων, το θέμα αυτό δεν μπορεί να παραβλεφθεί τόσο εύκολα. Τα δύο συστήματα δημιουργήθηκαν σχεδόν την ίδια περίοδο, στην ίδια ήπειρο. Ο Χίτλερ είχε ακούσει για τα σοβιετικά στρατόπεδα και ο Στάλιν είχε ακούσει για το Ολοκαύτωμα. Υπήρχαν κρατούμενοι που έζησαν στα στρατόπεδα και των δύο συστημάτων και τα περιέγραψαν. Εξετάζοντάς τα βαθύτερα, αντιλαμβανόμαστε ότι τα δύο συστήματα έχουν στενή σχέση. Έχουν σχέση γιατί, πρωτίστως, τόσο ο ναζισμός όσο και ο σταλινικός κομμουνισμός προέκυψαν από τις βαρβαρικές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ρωσικού Εμφύλιου, ο οποίος ακολούθησε αμέσως μετά. Οι βιομηχανοποιημένες μέθοδοι διεξαγωγής πολέμου που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως και στις δύο περιπτώσεις προκάλεσαν την τεράστια αντίδραση του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου της εποχής. Λιγότερη προσοχή τράβηξε –εκτός βέβαια από τα εκατομμύρια των θυμάτων– η διαδεδομένη χρήση των βιομηχανοποιημένων μεθόδων εγκλεισμού. Και οι δύο πλευρές έχτισαν στρατόπεδα εγκλεισμού και στρατόπεδα αιχμάλωτων πολέμου σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά το 1914. Το 1918 καταμετρήθηκαν 2,2 εκατομμύρια αιχμάλωτοι πολέμου σε ρωσικό έδαφος. Η νέα τεχνολογία –μαζική παραγωγή όπλων, αρμάτων μάχης, ακόμα και συρματοπλέγματος– έκανε εφικτή τη δημιουργία αυτών των στρατοπέδων και των μεταγενέστερων. Μάλιστα, μερικά από τα πρώτα σοβιετικά στρατόπεδα ουσιαστικά χτίστηκαν πάνω σε στρατόπεδα αιχμάλωτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου42. 40. Bullock, σ. 28-45. 41. Volkogonov, Stalin, σ. 9. 42. Kotek and Rigoulot, σ. 97-107· Okhatin and Roginskii, σ. 11-12.

-40-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

Τα σοβιετικά και τα ναζιστικά στρατόπεδα έχουν σχέση μεταξύ τους, γιατί ανήκουν και τα δύο στην ευρύτερη ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η οποία άρχισε στο τέλος του 19ου αιώνα. Όταν λέω στρατόπεδα συγκέντρωσης εννοώ τα στρατόπεδα που δημιουργήθηκαν για τον εγκλεισμό ανθρώπων όχι για όσα είχαν κάνει αλλά γι’ αυτό που ήταν και πρέσβευαν. Σε αντίθεση με τα στρατόπεδα-φυλακές των κατάδικων ή τα στρατόπεδα αιχμάλωτων πολέμου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης χτίστηκαν για ένα συγκεκριμένο τύπο πολιτικών κρατούμενων που δεν ήταν εγκληματίες, αλλά μέλη μιας «εχθρικής» ομάδας, ή, εν πάση περιπτώσει, για μια κατηγορία ανθρώπων, που για λόγους φυλής ή υποτιθέμενων πολιτικών πεποιθήσεων, κρίνονταν ότι ήταν επικίνδυνοι ή παρείσακτοι στην κοινωνία43. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, τα πρώτα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης στήθηκαν όχι στη Γερμανία ή τη Ρωσία, αλλά στην αποικιακή Κούβα το 1895. Τη χρονιά εκείνη, σε μια προσπάθεια να δοθεί τέλος στις τοπικές εξεγέρσεις που εκδηλώνονταν, η αυτοκρατορική Ισπανία άρχισε να ετοιμάζει την πολιτική της reconcentración, η οποία αποσκοπούσε στην απομάκρυνση των Ισπανών χωρικών από τη γη τους και στο «ξαναμάζεμά» τους σε στρατόπεδα, στερώντας με τον τρόπο αυτό από τους εξεγερθέντες τροφή, καταφύγιο και υποστήριξη. Μέχρι το 1900, ο ισπανικός όρος reconcentración είχε ήδη μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει ένα παρόμοιο βρετανικό πρόγραμμα το οποίο είχε αρχίσει να εφαρμόζεται για αντίστοιχους λόγους στη διάρκεια του Πολέμου των Μπόερς στη Νότια Αφρική. Οι Μπόερς «συγκεντρώθηκαν» σε στρατόπεδα προκειμένου να στερηθούν οι μαχητές Μπόερς καταφύγιο και υποστήριξη. Από τότε η συγκεκριμένη ιδέα εξαπλώθηκε κι άλλο. Όπως φαίνεται, λόγου χάρη, ο όρος κόντσλαγκερ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ρωσικά ως μετάφραση του αγγλικού όρου «στρατόπεδο συγκέντρωσης» και αυτό πιθανόν οφείλεται στην εξοικείωση του Τρότσκι με την ιστορία του Πολέμου των Μπόερς44. Το 1904, οι Γερμανοί άποικοι στη γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική υιοθέτησαν με τη σειρά τους το βρετανικό πρότυπο – με μία παραλλαγή. Αντί να κλειδώνουν απλώς τους ιθαγενείς της περιοχής, μια φυλή που ονομαζόταν Χερέρο, τους ανάγκαζαν να εκτελούν καταναγκαστικά έργα για λογαριασμό της γερμανικής αποικίας. Υπάρχουν πολλά παράξενα και τρομακτικά κοινά σημεία ανάμεσα σε αυτά τα πρώτα γερμανοαφρικανικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας κι εκείνα που χτίστηκαν στη ναζιστική Γερμανία μετά από τρεις δεκαετίες. Χάρη σε αυτές τις νότιες αφρικανικές αποικίες εργασίας, για παράδειγμα, η λέξη Konzentrationslager πρωτοεμφανίζεται στη γερμανική γλώσσα το 1905. Ο πρώτος αυτοκρατορικός επίτροπος της γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής ήταν κάποιος Δρ. Χάινριχ Γκέρινγκ, ο πατέρας του Χέρμαν Γκέρινγκ που έστησε τα πρώτα στρατόπεδα των Ναζί το 1933. Εξάλλου, σε αυτά τα 43. Έχω αναπτύξει τον ορισμό αυτό στο «Α History of Horror». 44. Geller, σ. 43.

-41-


ANNE APPLEBAUM

αφρικανικά στρατόπεδα πραγματοποιήθηκαν τα πρώτα ιατρικά πειράματα Γερμανών σε ανθρώπους: δύο από τους καθηγητές του Γιόζεφ Μένγκελε, ο Τέοντορ Μόλισον και ο  Έουγκεν Φίσερ, πραγματοποίησαν έρευνα για τους Χερέρο. Ο Φίσερ μάλιστα προσπάθησε με τον τρόπο αυτό να αποδείξει τις θεωρίες του περί ανωτερότητας της λευκής φυλής. Τέτοια πειράματα όμως δεν αντέβαιναν στις αντιλήψεις τους. Το 1912, κάποιο ευπώλητο βιβλίο με τον τίτλο German Thought in the World, υποστήριζε ότι: Τίποτα δεν μπορεί να πείσει τους λογικούς ανθρώπους ότι η διατήρηση της φυλής των Κάφρων στη Νότια Αφρική είναι σημαντικότερη για το μέλλον της ανθρωπότητας απ’ ό,τι η επέκταση σπουδαίων ευρωπαϊκών εθνών και της λευκής φυλής γενικότερα… Μόνο όταν οι ιθαγενείς θα έχουν μάθει να παράγουν κάτι πολύτιμο που μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία της ανώτερης φυλής… μόνο τότε θα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έχουν το ηθικό δικαίωμα να ζούνε45. Παρόλο που η παραπάνω θεωρία σπάνια είχε διατυπωθεί τόσο ξεκάθαρα, παρόμοια ήταν τα συναισθήματα που κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια της αποικιακής πρακτικής. Ασφαλώς, κάποιες μορφές αποικιοκρατίας όχι μόνο ενίσχυαν το μύθο για την ανωτερότητα της λευκής φυλής αλλά επιπλέον νομιμοποιούσαν και τη χρήση βίας από τη μία φυλή εναντίον κάποιας άλλης. Μπορούμε, επομένως, να ισχυριστούμε ότι οι εμπειρίες κάποιων διεφθαρμένων Ευρωπαίων αποίκων συνέβαλαν στην προετοιμασία για τον ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό του 20ού αιώνα46. Και όχι μόνο για τον ευρωπαϊκό. Η Ινδονησία είναι ένα παράδειγμα μετααποικιακού κράτους, οι ηγέτες του οποίου αρχικά έκλειναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όσους ασκούσαν κριτική εναντίον τους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έκαναν παλιότερα οι εξουσιαστές των αποικιών. Η Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία είχε με επιτυχία συντρίψει τους δικούς της γηγενείς λαούς κατά την προέλασή της προς τα ανατολικά, δεν αποτελούσε εξαίρεση47. Σε ένα δείπνο που αναφέρεται στο μυθιστόρημα του Λέοντα Τολστόι Άννα Καρένινα, ο σύζυγος της Άννας –ο οποίος είναι επιφορτισμένος με επίσημες αρμοδιότητες σχετικά με τις «Ιθαγενείς Φυλές»– διατυπώνει την ανάγκη οι ανώτεροι πολιτισμοί να αφομοιώσουν τους κατώτερους48. Σε κάποιο βαθμό, οι Μπολσεβίκοι, όπως όλοι οι μορφωμένοι Ρώσοι, σίγουρα θα είχαν συνειδητοποιήσει την καταστροφή που είχε προκαλέσει η Ρωσική Αυτοκρατορία σε λαούς όπως οι Κιργίζιοι, οι Μπουριάτ, οι Τουνγκούζ, οι Τσούκτσοι και άλλοι. Το γεγονός και μόνο ότι δεν τους αφορούσε ιδιαίτερα –αλλά, κατά τα άλλα, ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για τη μοίρα των καταδυναστευόμενων– υποδηλώνει κάτι για τις σιωπηρές υποθέσεις τους. 45. Kotek and Rigoulot, σ. 92. 46. Η συγκεκριμένη ανάλυση για την προϊστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης προέρχεται από Kotek and Rigoulot, σ. 1-94. 47. Kaczynska, σ. 270-85. 48. L. Tolstoy, σ. 408-12.

-42-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

Και πάλι όμως, δεν ήταν τόσο απαραίτητη η πλήρης συνείδηση της ιστορίας της Νότιας Αφρικής ή της Ανατολικής Σιβηρίας για την εξέλιξη των ευρωπαϊκών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η αντίληψη ότι κάποιοι άνθρωποι είναι ανώτεροι σε σχέση με κάποιους άλλους ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα. Και αυτό το στοιχείο, εντέλει, στη βαθύτερη ουσία του είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα στρατόπεδα της Σοβιετικής  Ένωσης κι εκείνα της ναζιστικής Γερμανίας. Και τα δύο καθεστώτα νομιμοποίησαν την ύπαρξή τους, εν μέρει, καθιερώνοντας κατηγορίες «εχθρών» ή «υπανθρώπων», τους οποίους καταδίωκαν και αφάνιζαν σε μαζική κλίμακα. Στη ναζιστική Γερμανία, οι πρώτοι στόχοι ήταν τα σωματικά και διανοητικά ανάπηρα άτομα. Αργότερα, οι Ναζί επικέντρωσαν την καταδίωξή τους στους Τσιγγάνους, στους ομοφυλόφιλους και κυρίως στους Εβραίους. Στην ΕΣΣΔ, τα θύματα ήταν αρχικά ο «πρώην λαός» –οι υποτιθέμενοι οπαδοί του παλαιού καθεστώτος– και αργότερα ήταν οι «εχθροί του λαού», όρος δυσπροσδιόριστος που κατέληξε να περιλαμβάνει όχι μόνο τους υποτιθέμενους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος, αλλά και συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες και εθνότητες, εάν έδιναν την εντύπωση (για εξίσου δυσπροσδιόριστους λόγους) ότι απειλούσαν το σοβιετικό κράτος ή την εξουσία του Στάλιν. Σε διαφορετικές περιόδους, ο Στάλιν πραγματοποιούσε μαζικές συλλήψεις Πολωνών, κατοίκων της Βαλτικής, Τσετσένων, Τατάρων και –τις παραμονές του θανάτου του– Εβραίων49. Παρόλο που οι παραπάνω κατηγορίες δεν ήταν ποτέ απόλυτα αυθαίρετες, δεν ήταν και ποτέ απόλυτα σταθερές. Πριν από μισό αιώνα, η Χάνα Άρεντ έγραψε ότι τόσο το καθεστώς των Ναζί όσο κι εκείνο των Μπολσεβίκων δημιούργησαν «αντικειμενικούς αντιπάλους» ή «αντικειμενικούς εχθρούς, η ταυτότητα των οποίων άλλαζε ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες – έτσι ώστε, όταν ολοκληρωνόταν η κάθαρση της μίας κατηγορίας, θα μπορούσε να κηρυχτεί πόλεμος σε κάποια άλλη». Κατά τον ίδιο τρόπο, πρόσθετε, «το έργο της αστυνομίας του ολοκληρωτικού καθεστώτος δεν ήταν να αποκαλύψει εγκλήματα, αλλά να είναι σε ετοιμότητα, όταν η κυβέρνηση αποφάσιζε να προχωρήσει σε συλλήψεις σε βάρος μιας ορισμένης κατηγορίας του πληθυσμού»50. Και σε αυτή λοιπόν την περίπτωση οι άνθρωποι δε συλλαμβάνονταν για όσα είχαν κάνει αλλά γι’ αυτό που ήταν. Και στις δύο κοινωνίες η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν ουσιαστικά το τελικό στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας απανθρωποποίησης αυτών των αντικειμενικών εχθρών – μια διαδικασία που ξεκινούσε αρχικά με δημαγωγία. Στην αυτοβιογραφία του, Ο Αγών μου, ο Χίτλερ έγραψε για το πώς ξαφνικά κατάλαβε ότι οι Εβραίοι ήταν υπεύθυνοι για τα προβλήματα της Γερμανίας και ότι «κάθε ύποπτη επιχείρηση, κάθε μορφή αχρειότητας» στο δημόσιο βίο ήταν άμεσα συνυφασμένη με τους Εβραίους: «χώνοντας το 49. Βλέπε Martin, The Affirmative Action Empire, για μια πληρέστερη ανάλυση της στάσης του Στάλιν απέναντι στις «εχθρικές» εθνοτικές ομάδες. 50. Arendt, σ. 122-23.

-43-


ANNE APPLEBAUM

μαχαίρι βαθιά σε ένα τέτοιο απόστημα ανακάλυπτες ένα μικρό Εβραίο, σαν σκουλήκι σε σηπόμενο σώμα, ο οποίος συχνά έχανε προς στιγμή την όρασή του στο ξαφνικό φως...»51. Ο Λένιν και ο Στάλιν άρχισαν να εφαρμόζουν την ίδια τακτική κατηγορώντας τους «εχθρούς» για τις μυριάδες οικονομικές αποτυχίες που είχε ζήσει η Σοβιετική  Ένωση: ήταν «καταστροφείς», «δολιοφθορείς» και δάκτυλοι ξένων δυνάμεων. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, καθώς το κύμα των συλλήψεων φούντωνε, ο Στάλιν προέκτεινε τη δημαγωγία στα άκρα, αποκηρύσσοντας τους «εχθρούς του λαού» και χαρακτηρίζοντάς τους αποβράσματα, μιάσματα της κοινωνίας, «δηλητηριώδη ζιζάνια». Αποκαλούσε μάλιστα τους αντιπάλους του «ρυπαρά στοιχεία» που έπρεπε να «υποβάλλονται σε συνεχή κάθαρση» – με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η προπαγάνδα των Ναζί συσχέτιζε τους Εβραίους με τα αποβράσματα, τα παράσιτα και τις μολυσματικές ασθένειες52. Από τη στιγμή που η ύπαρξή του έπαιρνε δαιμονικές διαστάσεις, ο εχθρός άρχιζε να τίθεται σοβαρά σε απομόνωση με το γράμμα πια του νόμου. Πριν τη συγκέντρωση και την εξορία των Εβραίων σε στρατόπεδα, τους είχε αφαιρεθεί η γερμανική υπηκοότητα. Απαγορευόταν να εργάζονται ως κρατικοί υπάλληλοι, δικηγόροι, δικαστές. Τους απαγορευόταν να παντρεύονται Αρίους, να παρακολουθούν μαθήματα σε σχολεία των Αρίων. Τους απαγορευόταν να εκθέτουν τη γερμανική σημαία. Τους ανάγκαζαν να φορούν το χρυσό αστέρι του Δαβίδ, ενώ τους υπέβαλλαν σε δημόσιους ξυλοδαρμούς και ταπείνωση53. Πριν αρχίσουν οι συλλήψεις τους στη Σοβιετική  Ένωση του Στάλιν, είχε γίνει πια καθημερινό φαινόμενο οι «εχθροί» να ταπεινώνονται σε δημόσιες συναντήσεις, να απολύονται από τη δουλειά τους, να αποβάλλονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, να τους χωρίζουν οι αηδιασμένοι ή αηδιασμένες σύζυγοι και να αποκηρύσσονται από τα ίδια τους τα εξαγριωμένα παιδιά. Μέσα στα στρατόπεδα, η διαδικασία απανθρωποποίησης άπλωνε ολοένα βαθύτερα τα πλοκάμια της κι έπαιρνε ακραίες διαστάσεις, συμβάλλοντας έτσι στον εκφοβισμό των θυμάτων και στην ενίσχυση της πεποίθησης που είχαν οι δυνάστες ότι αυτό που κάνουν είναι θεμιτό. Στη μακροσκελή συνέντευξή της που πήρε από το Φραντς Στανγκλ, το διοικητή της Τρεμπλίνκα, η συγγραφέας Γκίτα Σέρενι ρώτησε το Στανγκλ γιατί, πριν σκοτώσουν τους τροφίμους των στρατοπέδων, τους χτυπούσαν, τους ταπείνωναν και έπαιρναν τα ρούχα τους. Ο Στανγκλ απάντησε: «Για να προετοιμάσουμε όσους έπρεπε ουσιαστικά να εκτελέσουν αυτά τα καθήκοντα. Για να τους διευκολύνουμε να κάνουν αυτό που έκαναν»54. Στο βιβλίο του Η Τάξη του Τρόμου: Το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης, ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Σόφσκι απέδειξε πως η απανθρωποποίηση των κρατούμενων στα στρατόπεδα των Ναζί ενσωματωνόταν μεθοδικά σε κάθε έκφανση της ζωής στο στρατόπεδο, από τα 51. 52. 53. 54.

Bullock, σ. 24. Weiner, «Nature, Nurture and Memory in a Socialist Utopia». Bullock, σ. 488. Sereny, σ. 101.

-44-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

ξεσκισμένα, πανομοιότυπα ρούχα, μέχρι τη στέρηση της ιδιωτικότητας, τους δυσβάσταχτους κανονισμούς και τη μόνιμη αναμονή του θανάτου. Αλλά και στο σοβιετικό σύστημα η διαδικασία απανθρωποποίησης ξεκινούσε κατά τη στιγμή της σύλληψης, όπως θα δούμε, όταν οι κρατούμενοι απογυμνώνονταν από ρούχα και ταυτότητα, αποκλείονταν από οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, βασανίζονταν, ανακρίνονταν και περνούσαν από δίκες-φάρσες, αν βέβαια περνούσαν ποτέ από μια διαδικασία που να θύμιζε δίκη. Σε μια παράξενα σοβιετική διαστροφή της διαδικασίας, οι αιχμάλωτοι εσκεμμένα εξοβελίζονταν από τη ζωή της σοβιετικής κοινωνίας, απαγορευόταν να αποκαλεί ο ένας τον άλλο «σύντροφο» και μετά το 1937 τους απαγορευόταν να φέρουν τον πολυπόθητο τίτλο του «υπερπαραγωγικού εργάτη», ανεξάρτητα από την καλή συμπεριφορά τους ή τη σκληρή εργασία τους. Πορτρέτα του Στάλιν, που βρίσκονταν σε σπίτια και γραφεία σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ, δε φαίνονταν σχεδόν ποτέ σε στρατόπεδα και φυλακές, σύμφωνα με όσα αφηγούνται πολλοί κρατούμενοι. Τίποτα ωστόσο από τα παραπάνω δε μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι τα σοβιετικά και τα ναζιστικά στρατόπεδα ήταν πανομοιότυπα. Όπως θα ανακαλύψει στην πορεία του βιβλίου κάθε αναγνώστης με γενικές γνώσεις γύρω από το Ολοκαύτωμα, η ζωή μέσα στο σοβιετικό σύστημα στρατοπέδων διέφερε από πολλές απόψεις, τόσο σε βαθύτερο όσο και σε πιο προφανές επίπεδο, από τη ζωή στο ναζιστικό σύστημα στρατοπέδων. Διαφορές εντοπίζονται στην οργάνωση της καθημερινής ζωής και εργασίας, στις διαφορετικές κατηγορίες φρουρών, στις διάφορες μορφές ποινών και προπαγάνδας. Το Γκουλάγκ ως θεσμός διήρκεσε περισσότερο και πέρασε κύκλους σχετικής σκληρότητας και σχετικής ανθρωπιάς. Η ιστορία των ναζιστικών στρατοπέδων είναι βραχύτερη και διακρίνεται από μικρότερη ποικιλομορφία. Το μόνο που άλλαζε σε αυτά ήταν ότι γίνονταν ολοένα πιο σκληρά, μέχρι που οι Γερμανοί προέβησαν στη διάλυσή τους κατά την οπισθοχώρησή τους ή οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν τους κρατούμενους των στρατοπέδων κατά την επέλασή τους. Ακόμα, το Γκουλάγκ διέθετε μεγάλη ποικιλία στρατοπέδων, από τα θανατηφόρα ορυχεία χρυσού της περιοχής του ποταμού Κολίμα μέχρι τα «πολυτελή» μυστικά ιδρύματα έξω από τη Μόσχα, όπου επιστήμονες κρατούμενοι μελετούσαν και ανέπτυσσαν όπλα για τον Κόκκινο Στρατό. Παρόλο που υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη στρατοπέδων στο ναζιστικό σύστημα, το πεδίο που κάλυπταν ήταν πραγματικά πιο περιορισμένο από τα σοβιετικά. Κυρίως όμως δύο είναι οι διαφορές μεταξύ των συστημάτων, που θεωρώ ότι έχουν θεμελιώδη σημασία. Πρώτον, ο ορισμός της λέξης «εχθρός» στη Σοβιετική  Ένωση ήταν πάντοτε πολύ πιο συγκεχυμένος και αόριστος από τον ορισμό της λέξης «Εβραίος» στη ναζιστική Γερμανία. Με εξαιρετικά ελάχιστες, ασυνήθιστες εξαιρέσεις, κανένας Εβραίος στη ναζιστική Γερμανία δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάστασή του, κανένας Εβραίος μέσα σε ένα στρατόπεδο δεν μπορούσε εύλογα να τρέφει την προσδοκία ότι θα γλιτώσει το θάνατο και όλοι οι Εβραίοι είχαν απόλυτη συνείδηση αυτού του γεγονότος

-45-


ANNE APPLEBAUM

σε κάθε εποχή. Ενώ εκατομμύρια Σοβιετικοί κρατούμενοι έτρεμαν στην ιδέα του θανάτου –και πολλοί από αυτούς, πράγματι, πέθαναν– δεν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη κατηγορία κρατούμενων, για την οποία ο θάνατος αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο δεδομένο. Κατά καιρούς, ορισμένοι κρατούμενοι βελτίωναν τη θέση τους δουλεύοντας σε σχετικά άνετες θέσεις εργασίας, ως μηχανικοί ή γεωλόγοι. Σε κάθε στρατόπεδο υπήρχε ιεραρχία των κρατούμενων, στα υψηλότερα επίπεδα της οποίας μερικοί είχαν τη δυνατότητα να ανέλθουν εις βάρος άλλων ή με τη βοήθεια άλλων. Άλλοτε πάλι –όταν το Γκουλάγκ ήταν επιβαρημένο με μεγάλο αριθμό γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων ή όταν έπρεπε να βρεθούν στρατιώτες για να πολεμήσουν στο μέτωπο– οι κρατούμενοι αποφυλακίζονταν μαζικά μετά τη χορήγηση αμνηστίας. Μερικές φορές μάλιστα φαινόταν ότι ολόκληρες κατηγορίες «εχθρών» ξαφνικά επωφελούνταν από κάποια αλλαγή στο καθεστώς. Ο Στάλιν συνέλαβε εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνούς, λόγου χάρη, στην αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 – και στη συνέχεια τους απελευθέρωσε αναπάντεχα από το Γκουλάγκ το 1941, όταν Πολωνία και ΕΣΣΔ έγιναν προσωρινά σύμμαχοι. Όμως και το αντίθετο μπορούσε να συμβεί. Στη Σοβιετική  Ένωση αδικοπραγούντες μπορούσαν να γίνουν και οι ίδιοι θύματα. Φρουροί και διοικητές του Γκουλάγκ, ακόμα και ανώτεροι αξιωματικοί της μυστικής αστυνομίας, μπορούσαν να συλληφθούν και να βρεθούν να εκτίουν ποινές σε στρατόπεδα. Για να το πούμε διαφορετικά, δεν έμεναν όλα τα «δηλητηριώδη ζιζάνια» δηλητηριώδη – και δεν υπήρχαν μεμονωμένες ομάδες Σοβιετικών κρατούμενων που ζούσαν με τη διαρκή αναμονή του θανάτου55. Δεύτερον –όπως και σε αυτή την περίπτωση θα καταστεί φανερό στην πορεία του βιβλίου– ο πρωταρχικός στόχος του Γκουλάγκ, τόσο σύμφωνα με ιδιωτικές συζητήσεις όσο και σύμφωνα με τη δημόσια προπαγάνδα όσων συνέλαβαν το θεσμό αυτό, ήταν οικονομικής φύσης. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το Γκουλάγκ είχε ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, οι κρατούμενοι αντιμετωπίζονταν ως ζώα, ή μάλλον ως άμορφοι όγκοι από σίδερο. Οι φρουροί τούς πηγαινοέφερναν κατά τις διαθέσεις τους, τους φόρτωναν και τους ξεφόρτωναν σε βαγόνια για ζώα, τους ζύγιζαν, τους μετρούσαν, τους τάιζαν, αν έδειχναν ότι ίσως ήταν χρήσιμοι ή τους άφηναν να πεθάνουν από την πείνα, αν ήταν άχρηστοι. Και για να χρησιμοποιήσω τη μαρξιστική γλώσσα, τους εκμεταλλεύονταν, τους υποστασιοποιούσαν και τους εμπορευματοποιούσαν. Αν δεν ήταν παραγωγικοί, η ζωή τους δεν άξιζε τίποτα για τα αφεντικά τους. Ωστόσο η εμπειρία των κρατούμενων στα σοβιετικά στρατόπεδα ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη των Εβραίων και άλλων κρατούμενων, τους οποίους οι Ναζί έστελναν σε ειδικά στρατόπεδα που δεν ονομάζονταν Konzentrationslager, αλλά Vernichtungslager – στρατόπεδα που στην πραγματικότητα δεν ήταν «στρατόπεδα εργασίας», αλλά εργοστάσια θανάτου56. Αυτά ήταν 55. Είμαι ευγνώμων στον Τέρι Μάρτιν, που με βοήθησε να αποσαφηνίσω αυτό το σημείο. 56. Κατά λέξη, στρατόπεδα αφανισμού [Σ.τ.Μ.].

-46-


ΓΚΟΥΛΑΓΚ

τέσσερα: Μπέλτσεκ, Τσέλμνο, Σόμπιμπορ και Τρεμπλίνκα. Το Μάζντανεκ και το Άουσβιτς περιλάμβαναν στρατόπεδα εργασίας και θανάτου. Κατά την είσοδό τους σε αυτά τα στρατόπεδα, οι κρατούμενοι περνούσαν από μια διαδικασία «διαλογής». Οι διοικητές έστελναν ένα μικρό αριθμό κρατούμενων για μερικές εβδομάδες στα καταναγκαστικά έργα. Οι υπόλοιποι οδηγούνταν κατευθείαν σε θαλάμους αερίων, όπου τους σκότωναν και στη συνέχεια τους αποτέφρωναν. Από όσο μπόρεσα να εξακριβώσω, αυτή η μορφή φόνου που εφαρμόστηκε στο αποκορύφωμα του Ολοκαυτώματος δεν είχε κάτι αντίστοιχο στη σοβιετική πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ότι η Σοβιετική  Ένωση έβρισκε άλλες μεθόδους για τη μαζική δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων υπηκόων της. Η συνήθης πρακτική ήταν να τους οδηγούν τη νύχτα σ’ ένα δάσος, να τους παρατάσσουν σε σειρά, να τους πυροβολούν στο κεφάλι και να τους θάβουν σε μαζικούς τάφους πριν καν προλάβουν να φτάσουν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης – μια μορφή δολοφονίας που δεν υστερεί σε τίποτα συγκριτικά με τη «βιομηχανοποιημένη» και ανώνυμη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί. Εξάλλου, για το συγκεκριμένο ζήτημα, έχουν καταγραφεί ιστορίες, σύμφωνα με τις οποίες η σοβιετική μυστική αστυνομία χρησιμοποιούσε καυσαέρια –μια πρωτόγονη μορφή αερίου– για να δολοφονεί κρατούμενους, ακριβώς όπως έκαναν οι Ναζί τα πρώτα χρόνια της δράσης τους57. Μέσα στο πλαίσιο του Γκουλάγκ ακόμα και οι Σοβιετικοί κρατούμενοι πέθαιναν, συνήθως όχι χάρη στην εξαιρετική επίδοση όσων τους συλλάμβαναν, αλλά λόγω χονδροειδούς ανικανότητας και αμέλειας58. Σε κάποια σοβιετικά στρατόπεδα, σε συγκεκριμένες περιόδους, ο θάνατος ήταν ουσιαστικά προδιαγεγραμμένος για όσους επιλέγονταν να κόψουν δέντρα σ’ ένα δάσος μέσα στο καταχείμωνο ή να εργαστούν στα χρυσωρυχεία της περιοχής του Κολίμα. Εκτός αυτού, τους κλείδωναν σε απομονωτήρια μέχρι που πέθαιναν από την παγωνιά και την πείνα, τους εγκατέλειπαν χωρίς ιατροφαρμακευτική φροντίδα σε νοσοκομεία χωρίς θέρμανση ή απλώς τους πυροβολούσαν κατά βούληση λόγω «απόπειρας απόδρασης». Παρ’ όλα αυτά το σοβιετικό σύστημα στρατοπέδων στο σύνολό του δεν είχε οργάνωση που αποσκοπούσε στη μαζική παραγωγή πτωμάτων – παρόλο που, κατά καιρούς, αυτό ακριβώς έκανε. Οι παραπάνω διαφορές είναι πολύ λεπτές, αλλά σίγουρα έχουν μεγάλη σημασία. Παρόλο που το Γκουλάγκ και το Άουσβιτς ανήκουν στην ίδια πνευματική και ιστορική παράδοση, εντούτοις διαχωρίζονται και διαφοροποιούνται τόσο μεταξύ τους όσο και από τα συστήματα στρατοπέδων άλλων καθεστώτων. Η έννοια του στρατοπέδου συγκέντρωσης ίσως είναι αρκετά γενική, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορους πολιτισμούς και σε διαφορετικές καταστάσεις· όμως ακόμα και μια επιφανειακή μελέτη της διαπολιτισμικής ιστορίας του στρατοπέδου συγκέντρωσης αποκαλύπτει ότι 57. Shreider, σ. 5. 58. Η Λιν Βαϊόλα καταλήγει σ’ αυτή τη διαπίστωση για τους κουλάκους που είχαν εκτοπιστεί.

-47-


ANNE APPLEBAUM

ορισμένες λεπτομέρειες –η οργάνωση της ζωής στα στρατόπεδα, η εξέλιξη των στρατοπέδων με τον καιρό, η αυστηρότητα ή η έλλειψη οργάνωσης που τα διέκρινε, η σκληρότητα ή ο φιλελευθερισμός τους– όλα αυτά είναι στενά συνυφασμένα με τη συγκεκριμένη χώρα, τον πολιτισμό και το εκάστοτε καθεστώς59. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονταν παγιδευμένοι πίσω από τα συρματοπλέγματα, οι λεπτομέρειες είχαν κρίσιμη σημασία για τη ζωή, το θάνατο και την επιβίωσή τους. Στην πραγματικότητα κάποιος που διαβάζει τις αφηγήσεις όσων επέζησαν και από τα δύο είδη στρατοπέδων εκπλήσσεται περισσότερο, όταν εντοπίζει τις διαφορές στις εμπειρίες των θυμάτων παρά εκείνες που αφορούν τα δύο συστήματα στρατοπέδων. Κάθε ιστορία έχει τις δικές της μοναδικές, ιδιαίτερες αποχρώσεις, κάθε στρατόπεδο αντιπροσώπευε μια διαφορετική μορφή φρίκης για ανθρώπους διαφορετικού χαρακτήρα. Στη Γερμανία υπήρχε η πιθανότητα να βρεθείς σ’ ένα θάλαμο αερίων, στον Κολίμα πάγωνες μέχρι θανάτου στο χιόνι. Υπήρχε το ενδεχόμενο να πεθάνεις σ’ ένα δάσος της Γερμανίας ή σ’ έναν ερημότοπο της Σιβηρίας, να πεθάνεις σ’ ένα δυστύχημα σε ορυχείο ή να πεθάνεις σ’ ένα βαγόνι μεταφοράς ζώων. Στο τέλος όμως η ιστορία της ζωής σου ήταν η προσωπική σου ιστορία.

59. Βλέπε Applebaum, «A History of Horror», για περισσότερα στοιχεία.

-48-


Μνημειώδες έργο που θα αποτελεί το χρονικό μνήμης των αμέτρητων θυμάτων του Γκουλάγκ, αλλά και ενθύμιο της ντροπής όλων εκείνων που αρνήθηκαν την ύπαρξή του. ΖΜΠιΓΚνιΕφ ΜΠΡΖΕΖινΣΚι

Το «Γκουλάγκ - H αληθινή ιστορία» αποτελεί μεγαλειώδες επίτευγμα, αριστούργημα της σοβιετικής ιστορίας και, πραγματικά, ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά έπη της εποχής μας. Με έντονη ηθική ενάργεια, η Αν Άπλμπαουμ εκθέτει στα μάτια του αναγνώστη όχι μόνο όλο το μέγεθος της φρίκης όσων ήταν καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα –η κληρονομιά της γενοκτονίας με κρατική επιχορήγηση της Ρωσίας– αλλά και την εξίσου συγκλονιστική παγκόσμια αμνησία απέναντι στα εκατομμύρια ανθρώπων που πέθαναν εκεί. ιΡιΣ ΤΣΑνΓΚ

Το έργο της Αν Άπλμπαουμ είναι τόσο ανθρώπινο, τόσο ευανάγνωστο, πλούσιο σε λεπτομέρειες και εξαιρετικά εντυπωσιακό ως μια γενική παρουσίαση του τεράστιου και φρικτού φαινομένου που λέγεται Γκουλάγκ. Η εκπληκτική αυτή ιστορία ζωντανεύει μέσα από ένα νέο τρόπο παρουσίασης, ενώ κάνει στον αναγνώστη έντονη εντύπωση που συνδυάζεται με βαθιά κατανόηση. ΡοΜΠΕΡΤ ΚονΚουΕΣΤ

Το «Γκουλάγκ - H αληθινή ιστορία» της Αν Άπλμπαουμ είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Η πολυετής, εμπεριστατωμένη μελέτη της απέφερε έναν πλούτο εντυπωσιακών λεπτομερειών που δημιούργησαν μια φρικτή και αλησμόνητη ιστορία. ΑνΤονι ΜΠιΒοΡ


ΓΚΟΥΛΑΓΚ Η αληθινή ιστορία

Το Γκουλάγκ –ο τεράστιος αριθμός σοβιετικών στρατοπέδων συγκέντρωσης– ήταν ένα σύστημα καταστολής και τιμωρίας. Η συγγραφέας Αν Άπλμπαουμ παρουσιάζει χρονολογικά την ιστορία των στρατοπέδων, καθώς και τη λογική που φαινόταν να διέπει τη δημιουργία, την επέκταση και τη διατήρησή τους. Το Γκουλάγκ άρχισε να εφαρμόζεται για πρώτη φορά το 1918, μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Το 1929, ο Στάλιν αποφάσισε να επεκτείνει το σύστημα των στρατοπέδων, όχι μόνο για να χρησιμοποιήσει τα καταναγκαστικά έργα των κρατουμένων, προκειμένου να επιταχύνει την εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και για να εκμεταλλευτεί τις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές των απέραντων, ακατοίκητων σχεδόν και απομακρυσμένων βόρειων περιοχών της χώρας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας βρίσκονταν και στις 12 ζώνες ώρας της Σοβιετικής Ένωσης. Το σύστημα συνέχισε να εξαπλώνεται στη διάρκεια του πολέμου, φτάνοντας το αποκορύφωμά του μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Από το 1929 μέχρι το θάνατο του Στάλιν, το 1953, περίπου 18.000.000 άνθρωποι πέρασαν από το αχανές αυτό δίκτυο στρατοπέδων. Από αυτά τα 18.000.000, υπολογίζεται ότι περίπου 4.500.000 άνθρωποι δεν επέστρεψαν ποτέ στις εστίες τους. Το Γκουλάγκ μετατράπηκε με τον καιρό σ’ ένα σχεδόν αυτόνομο οργανισμό, με δικούς του νόμους, συνήθειες, πνευματική παραγωγή, παραδόσεις, αργκό και σύστημα ηθικών κανόνων. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου και σε κάθε θέμα που πραγματεύεται, η συγγραφέας εξετάζει πώς ήταν η ζωή μέσα στο πλαίσιο αυτού του φρικιαστικού συστήματος, πώς εργάζονταν οι κρατούμενοι, πώς κατάφερναν να επιβιώσουν. Ερευνά τους φρουρούς και τους δεσμοφύλακες, τη φρίκη των μεταγωγών μέσα σε άδεια βαγόνια μεταφοράς ζώων, την παράξενη φύση των συλλήψεων και των προσαγωγών των κατηγορουμένων στη δικαιοσύνη που γίνονταν στη Σοβιετική Ένωση, τον αντίκτυπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τις σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, τους δραπέτες, όπως επίσης και τις ασυνήθιστες για τα δεδομένα της εποχής εξεγέρσεις που σημειώθηκαν τη δεκαετία του 1950. Καταλήγοντας, εξετάζει το ενοχλητικό ερώτημα, γιατί το θέμα του Γκουλάγκ συνέχισε να καλύπτεται με το πέπλο του μυστηρίου στην ιστορική μνήμη τόσο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης όσο και της ίδιας της Δύσης.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.