Πώς δενόταν το ατσάλι - Αγαμέμνων Φαράκος - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Αγαμέμνων Φαράκος

Πώς δενόταν το ατσάλι Τα πικρά, μεγάλα, ωραία χρόνια


Εξήντα χρόνια δημοσιογραφίας, δεκατέσσερις εφημερίδες, «πρώην» και άλλες πάντα ζωντανές, τέσσερα τηλεοπτικά κανάλια –αυτά ειδικά τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια– ένας ραδιοφωνικός σταθμός ο περίφημος άλλοτε 9.84, το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τον καιρό του Χριστόφορου Μπιτσίδη, του Γιώργου Αναστασόπουλου και του Ανδρέα Χριστοδουλίδη, εκατόν πέντε αποστολές από τις Βρυξέλλες μέχρι τη (πυρπολούμενη τότε) Βηρυτό και από τη Λισσαβόνα μέχρι το Λένινγκραντ της εποχής του Μπρέζνιεφ. Μια ζωή δημοσιογραφίας και τίποτα άλλο, ο Γιώργος Καράντζας, οι αδελφοί Μπότση, ο Γιάννης Παπαγεωργίου της παλιάς «Αθηναϊκής», ο Δημήτρης Πουρνάρας, ο πλαστηρικός «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», ο Βαγγέλης Μπίστικας –στην ωραία τότε ΕΡΤ– ο Τζώρτζης Αθανασιάδης, που δολοφονήθηκε για να πεθάνει και η «Βραδυνή» του, από τον Κώστα Καραγιώργη στο Γιώργο Κουρή και από τους πέντε εκδότες του MEGA στο Μίνωα Κυριακού και στον Κώστα Μήτση. Ένα πανόραμα της ελληνικής-αθηναϊκής δημοσιογραφίας, επιτυχίες και λάθη, πόλεμοι και διώξεις, εξήντα χρόνια δημοσιογραφία, μια ζωή διά πυρός και σιδήρου δηλαδή... Αυτός είναι ο Αγαμέμνων Φαράκος.


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ


ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔIΟΥ:

— Οι Εργοδότες, Από τον Κώστα Καραγιώργη στον Γιώργο Κουρή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005 — Πώς δενόταν το ατσάλι, Τα πικρά, μεγάλα, ωραία χρόνια, Ιωλκός, 2009


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

ΠΩΣ Δ ΕΝΟΤΑΝ ΤΟ Α ΤΣΑΛΙ Τα πικρά, μεγάλα, ωραία χρόνια

ΙΩΛΚΟΣ



Στη Χριστίνα, που χωρίς την αγάπη και τη στοργή της ετούτο το βιβλίο ίσως να μην είχε ολοκληρωθεί.

Στη Μαριλένα, που η στέρεη αγάπη της συναγωνίζεται την απέραντη κατανόησή της.



Ας με συγχωρέσει ο Νικολάι Οστρόφσκι γιατί 75 χρόνια μετά «δανείζομαι» τον τίτλο από το ομώνυμο μυθιστόρημα, που είχε γράψει εκείνην την εποχή για τους πιονέρους της νεαρής τότε Σοβιετίας. Έστω και σε… μικρογραφία, μια παράλληλη εποχή προσπαθούν να αφηγηθούν οι σελίδες αυτού του βιβλίου.



3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Εκείνο το άγριο και φρικτό απομεσήμερο της πρώτης Κυριακής

του Δεκεμβρίου του 1944, είχαμε βρει καταφύγιο στη γωνιά του παλιού, μεγάλου ξενοδοχείου, που έχει δεθεί με την ιστορία αυτής της χώρας, ίσως περισσότερο και από το απέναντι κτίριο, που τώρα είναι η Βουλή των Ελλήνων. Είμαστε μια παρέα επτά φίλων και μαζί με πολλούς άλλους είχαμε στριμωχθεί κυριολεκτικά, στην πλευρά της Πανεπιστημίου, όπου ήταν τότε η είσοδος της «Μεγάλης Βρετανίας», δίπλα στο σημερινό θέατρο «Βρετάνια», σε ένα χαμηλό μαρμάρινο ανάχωμα. Σε ένα ανάχωμα, που στην ουσία ούτε καν μας προστάτευε. Από εκείνο το απροστάτευτο καταφύγιο βλέπαμε τα σωριασμένα πτώματα στα επάνω σκαλιά της πλατείας Συντάγματος, τους λαβωμένους που ζητούσαν βοήθεια, αλλά κανείς δεν πήγαινε να τους βοηθήσει… Παλιές ιστορίες, ξεχασμένες σήμερα από τους πολλούς, εκτός από τους επιτήδειους, ιστορίες όμως που δεν έγραψαν απλώς… ιστορία. Ουσιαστικά, αν και ελάχιστοι το αναγνωρίζουν και ακόμη λιγότεροι το παραδέχονται σήμερα, εκείνη η μέρα και όσα τη διαδέχθηκαν τις επτά φοβερές εβδομάδες, που ακολούθησαν, μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου του 1945, χάραξαν την πορεία αυτής της χώρας, μέχρι σήμερα. Μιλούν, κραυγάζουν, επαίρονται πολλοί και διάφοροι για την περίφημη Μεταπολίτευση, το Πολυτεχνείο, που δήθεν αυτό την έφερε, αλλά δε θέλουν να θυμηθούν ότι η «δική» τους Μεταπολίτευση –που μόνο δική τους δεν ήταν– εκείνο που έκανε ήταν να τερματίσει μια Δικτατορία η οποία είχε ανατρέψει τη Δημοκρατία. Εκείνην την ανθεκτική Δημοκρατία, 11


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

που την είχε επαναφέρει και θωρακίσει επί 24 χρόνια το τέλος και τελικά τη διέσωσε το αποτέλεσμα εκείνης της μάχης της Αθήνας.  Ότι αργήσαμε τόσο πολύ να το δούμε αυτό, είναι η μια παράδοξη παράμετρος…  Ότι στη μάχη αυτή χάθηκαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, ότι στη διάρκειά της υπήρξαν σχεδόν υπεράνθρωποι ηρωισμοί, αλλά και διαπράχθηκαν φοβερές αγριότητες, ότι δοκιμάσθηκαν οι πάντες και ότι η Ελλάδα, έφθασε στο χείλος της γνωστής αβύσσου και γλίτωσε από ένα θαύμα, είναι η άλλη πλευρά αυτού που κάποιοι αποκάλεσαν «Μεγάλο Δεκέμβρη». Γι’ αυτό, δεν μπορείς να αφηγηθείς μια πορεία προσωπική, δημοσιογραφική και πολιτική, χωρίς να επαναπροσεγγίσεις και την ανατομία εκείνων των ματωμένων ημερών. Γιατί «Ματωμένα Χώματα» δεν υπήρξαν μόνο στην άτυχη Ιωνία του 1922. Υπήρξαν και στην, τελικά, τυχερή Αθήνα του 1944…

12


MILLENNIUM

Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε να με βασανίζει, με ένα σω-

ρό άλλες μορφές, 55 χρόνια αργότερα, όταν όλοι άρχισαν να μιλούν για το τέλος του «Αιώνα» και της «Χιλιετίας», για το Millennium. Για τον τρόπο, τη λαμπρότητα, τους… προϋπολογισμούς και το μέγεθος του εορτασμού που έπρεπε να οργανώσει η Ανθρωπότητα και όχι μόνο οι χριστιανικοί πληθυσμοί της, αφού αυτούς αφορούσαν οι ημερομηνίες, και όλοι άρχισαν να κραυγάζουν για έναν εορτασμό που έπρεπε να περνά κάθε προηγούμενο. Αφού είδα ότι με τίποτε δεν μπορούσα να γλιτώσω, όταν πλησίασε εκείνη η ημερομηνία, τα μάζεψα και επέστρεψα στη Μάνη.  Ήξερα ότι εκεί, στη μικρή, μαγευτική Σελάνα, στο Καραβοστάσι, πάνω από τον απίστευτα μοναδικό Κόλπο του Οιτύλου και απέναντι στο φοβερό Κάστρο της Κελεφά, θα μετέτρεπα σε λέξεις, σε κείμενα, εκείνες τις μνήμες και τις τόσες άλλες αναμνήσεις. Εκεί, δεν απαγκιστρώθηκα μόνο από την τύρβη αυτής της θορυβώδους Χιλιετίας... Ξεπέρασα όχι μόνο τους δισταγμούς, αλλά και τις αντοχές μου και αποφάσισα να γράψω ετούτο το βιβλίο. Ξεκίνησε για να πει τις αλήθειες για αυτά που έζησα, αλλά επίσης και σαν επανάσταση σε αυτά τα τερατώδη που μας επέβαλαν εκείνην την εποχή. Σε πείσμα όχι μόνο της δικής μας απροθυμίας αλλά και της άρνησης να κατανοήσουν ότι αυτά που εμείς λέμε «Χιλιετίες» και δεσμευόμαστε σε ημερομηνίες και «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν» δεν αφορούν παρά μόνο αυτήν την κλειστή… κάστα των χριστιανικών πληθυσμών. Οι οποίοι, δα, δεν είμαστε και οι περισσότεροι 13


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

σε αυτήν τη Γη. Μόνο τα στατιστικά στοιχεία και τους αριθμούς που δίνει κάθε χρόνο ο ΟΗΕ, μην τυχόν και χάσουμε το μέτρημα, να δούμε, θα ανακαλύψουμε τι είδους μειοψηφία είμαστε σε αυτόν τον πλανήτη. Αλλά αυτό υπήρξε το κατόρθωμα της λευκής φυλής.  Όχι μόνο, στην πορεία εκατοντάδων χρόνων, έγινε χριστιανική, αλλά και επέβαλε αυτό που ήθελε και όπως το ήθελε. Γιατί όταν εμείς, οι λεγόμενοι και Χριστιανοί συμπληρώναμε, υποτίθεται, δύο χιλιετίες θρησκευτικής ιστορίας, το κινεζικό ημερολόγιο έγραφε 4698, το εβραϊκό το… 5760! Κι μόνο το αραβικό …μειονεκτούσε: κατέγραφε 1378 χρόνια «από Εγίρας» όπως λένε εκείνα τα πολύπλοκα του απεσταλμένου του Αλλάχ. Γιατί οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Μουσουλμάνοι έχουν τους δικούς τους… λογάριθμους, τις δικές τους ημερομηνίες και τα ημερολόγια. Άλλοι έχουν τον Κομφούκιο, άλλοι το Μωάμεθ, κάποια δισεκατομμύρια πιστών θρηνούν το θάνατο του Βούδα και όχι τη σταύρωση του Χριστού, για να μη μιλήσω για τους Εβραίους που μιας …ρίχτουν πάνω από 25 αιώνες στις θρησκευτικές ημερομηνίες και χρονολογίες που επιλέξαμε. Εμείς ξεκινήσαμε με τις μεγάλες εκστρατείες που, λέμε, ότι επιβεβαίωσαν την ανωτερότητα της Λευκής Φυλής, βάλαμε στο παιχνίδι και το Χριστιανισμό με τις Σταυροφορίες, παραμερίσαμε, ακόμη και με φοβερές και συχνά άχρηστες θυσίες, σχεδόν τα πάντα και κατορθώσαμε να επιβάλουμε τους δικούς μας αριθμούς και κανόνες – και, όπως πάμε, τελικά και τη μια και περίπου μοναδική γλώσσα. Ποιος αμφιβάλλει, ότι στο χώρο και τις ηπείρους των Λευκών, σε ένα-δύο αιώνες, κατά τον τρόπο που οι Μουσουλμάνοι λένε ένας είναι ο Αλλάχ και Προφήτης του ο Μωάμεθ θα ακούμε ένας είναι ο Χριστός και η γλώσσα του είναι η Αγγλική... Εν πάση περιπτώσει, το Millennium ήρθε και έφυγε, ένα άλλο βιβλίο, «ενδιάμεσο», «Οι Εργοδότες», από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», χρειάσθηκε να γραφτεί και να εκδοθεί το 2005, αλλά ο μόχθος που χρειάσθηκε για να στηθούν αυτές οι σελίδες, ετούτου του τωρινού βιβλίου, υπήρξε παράξενα επώδυνος για έναν άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή γράφει ακατάπαυστα και αυτά τα 40 τελευταία χρόνια γράφει περισ14


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

σότερες από χίλιες λέξεις την ημέρα. Ίσως επειδή υπάρχει ένα καταλυτικό ερώτημα: πώς πλησιάζεις, πώς προσεγγίζεις, αυτό που είσαι εσύ ο ίδιος, αυτά που έκανες, αυτά που τόλμησες ή και αυτά που κάποια στιγμή, δείλιασες να πράξεις, ποιος είναι ο βίος σου και οι περιπέτειές σου, οι άνθρωποι που γνώρισες και εκείνοι που χάθηκαν πριν κατορθώσεις να τους πλησιάσεις. Αυτοί που αγάπησες και οι άλλοι που δε θα ήθελες να τους ξαναδείς, όσα δεν μπόρεσες και όσα πρόλαβες να γράψεις, να φτάσεις και να φτιάξεις. Αν προσεγγίσεις έτσι το πρόβλημα, επιβεβαιώνεις ότι μια μαρτυρία είναι, συχνά μια κατάθεση ψυχής.  Ένα ολόκληρο βιβλίο, απλώς, είναι η ανατομία της, της ψυχής, εννοώ. Αυτό το βιβλίο είναι, ίσως, άνισο, αλλά πώς θα μπορούσε να μην είναι; Η ζωή κάθε ανθρώπου που διέσχισε αυτές τις σχεδόν ατέλειωτες δεκαετίες, που έγινε και έμεινε δημοσιογράφος, που υπηρέτησε, έστω με τον τρόπο του, αυτήν την ιδιόρρυθμη «4η Εξουσία», που επέζησε αν και πέρασε διά πυρός και σιδήρου, μπορεί να μοιάζει παράδοξη, ίσως και ακατανόητη σήμερα.  Όμως, αυτή είναι – αυτή ήταν, αν θελήσουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους και να τα γράψουμε με την πραγματική τους έννοια. Οι αναμνήσεις πυκνώνουν, οι σκιές γίνονται όλο και μεγαλύτερες, οι άνθρωποι φεύγουν, άλλοι έρχονται, ο κόσμος διευρύνεται με τις γνώσεις και τις αξίες, αλλά όλο και γίνεται πιο απόμακρος, σχεδόν απρόσιτος. Δεν μπορείς να αντιληφθείς εύκολα όσα συμβαίνουν και πολύ λιγότερο να τα εξηγήσεις και να τα ερμηνεύσεις. Πήγαμε και ξαναπήγαμε στο φεγγάρι. Τουρίστες πληρώνουν αυτόν τον καιρό τερατώδη ποσά για να πάνε μια βόλτα στο διάστημα, όπως εμείς κάποτε παίρναμε τον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο για μια …τεράστια εκδρομή στην Κηφισιά. Κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν, πάντοτε για το καλό του λαού, όπως μας λένε, η πολιτική ανακύκλωση έχει πάντοτε προγραμματική αρχή, αλλά ουδέποτε τέλος... Κρίσεις πάνε και έρχονται, πόλεμοι γίνονται και συνεχίζονται για να τελειώσουν, μας λένε, όλοι οι άλλοι πόλεμοι… Οι δημοσιογράφοι, σε αυτήν τη χώρα, γινόμαστε όλο και περισσότεροι, συχνά όμως όλο και φτηνότεροι …Ουδείς, πλέον, ειδικά στο δικό μας σινάφι, ασπάζεται εκείνο το παλιό, 15


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

που έλεγε ότι η δημοσιογραφία σε οδηγεί παντού, αρκεί να την εγκαταλείψεις εγκαίρως, σχεδόν όλοι όμως νομίζουν και ελπίζουν ότι η δημοσιογραφία αν δεν τους κάνει πλούσιους, όμως τουλάχιστον θα τους κάνει διάσημους συγγραφείς. Μπορείς όμως να πεις «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα».

16


ΠΩΣ ΔΙΑΒΟΛΟ, ΠΕΡΑΣΑΝ

Σοφέ μου, το τετράσοφο που σε φωτά λυχνάρι να ’τανε, λέει, φεγγάρι κι εσύ, είκοσι χρονώ!

Ποτέ, λένε, δεν πρέπει να ρωτάς, για ποιον χτυπά η καμπάνα.

Κάποια στιγμή, μια φορά, όταν χτυπήσει, θα έχει χτυπήσει για σένα. Από τότε που ο Τζον Νταν έγραψε αυτήν την αλήθεια, πριν από 390 χρόνια, ξέρεις ότι ο κόσμος θα συνεχισθεί και χωρίς εσένα. Γιατί δεν μπορείς πια, όσο και αν θέλεις να ακούσεις τη συνέχεια πολύ περισσότερο την απάντηση. Τα κενά στη δημοσιογραφία είναι πολλά, μερικές φορές ξεπερνούν και αυτά που έπραξες ή, τουλάχιστον, προσπάθησες να κάνεις.  Όσα δεν μπόρεσες να γράψεις και να πεις, όσα δεν κατάφερες να περιγράψεις ή να αφηγηθείς, ξεπερνούν σχεδόν πάντοτε, αυτά που είπες, που έγραψες και περιέγραψες, όσα υποστήριξες και όσα κατήγγειλες και καταδίκασες με πάθος…  Έστω και αν αυτά ήσαν ατέλειωτα… Από το σταυροδρόμι της «Λεωφόρου Κένεντι» της Βηρυτού, τον Ιούνιο του 1982, όπου παραφύλαγε ο Παλαιστίνιος ελεύθερος σκοπευτής για να πυροβολήσει στο κεφάλι ή στην καρδιά, όποιον κινιόταν στην απέναντι, την ισραηλινή πλευρά και από τους όλμους που έπεφταν γύρω μας, εκείνες τις άγριες νύκτες στο Κιμπούτς της Κιριά Σιμονά και 38 χρόνια, πίσω, στο Σανατόριο-Φυλακή «Σωτηρία», όπου δεν ήξερες, όταν άνοιγε η πόρτα του κελιού, εκείνο το μαύρο Καλοκαίρι του 1944, έπρεπε, πάντα να περιμένεις ότι η καμπάνα μπορεί να κτυπά για σένα ή ΚΑΙ για σένα. Σε αυτήν τη μακριά, ατέλειωτη πορεία που, ευτυχώς για μένα, επιμηκύνεται συνεχώς, δεν ήσαν λίγες οι στιγμές που αναρωτήθηκα μήπως ήταν δική μου, η καμπάνα του πεπρωμέ17


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

νου, που άρχιζε να ακούγεται. Παλιές στιγμές, καινούργιες, στα δεκαοκτώ, στη «μέση της διαδρομής» αλλά και τώρα, όταν πια με πλήρη, γεμάτα, από κάθε πλευρά, 60 (και) χρόνια δημοσιογραφικής θητείας, θεωρητικά, τουλάχιστον, δε θα είχαν τίποτε άλλο να προσφέρουν – έστω απλώς συναρπαστικό ή μόνο, αποτελεσματικό. Απομένει η πικρή νοσταλγία όσων δεν πρόκανες, δεν μπόρεσες, δε θέλησες, δεν αποφάσισες ή δίστασες να κάνεις, όπως ακριβώς το εμπνεύσθηκε ο ποιητής σε εκείνον το μοναδικό στίχο του: «Σοφέ μου, το τετράσοφο που σε φωτά λυχνάρι, να ’τανε λέει, φεγγάρι κι εσύ είκοσι χρονώ!». Τελικά, καταλήγεις να βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα, όταν συμπληρώσεις 60 χρόνια δουλειάς στις εφημερίδες, –με μερικούς «ενδιάμεσους», αλλά ενδιαφέροντες σταθμούς και στην ελληνική τηλεόραση– κάποια εποχή και στο ραδιόφωνο, κάπου τρία χρόνια στον 9,84. Πρώτα στην κρατική ΕΡΤ, κατόπιν στο MEGA, μετά λίγο στον ΑΝΤ 1 και κάποιο φεγγάρι πάλι στην κρατική (και κομματικοποιημένη) ΕΤ-1, μόνον, ανάλογο παράδειγμα και περίπτωση ξέρω, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά στις εφημερίδες – γιατί βρεθήκαμε μαζί στην αρχή στο χώρο αυτό. Είναι ο Χρήστος Πασαλάρης, μαζί με τον οποίο ξεκινήσαμε τότε, το 1947 στο «Ριζοσπάστη» εκείνης της εποχής, αυτόν που λέγαμε ο «Ριζοσπάστης» του Κώστα Καραγεώργη. Για να χωρίσουν όμως έκτοτε οι δρόμοι μας, σε τελείως διαφορετικές –πάντα όμως, δημοσιογραφικές– πορείες. Θα έπρεπε, ίσως να αναφέρω εδώ και το Στάθη Ευσταθιάδη, τον τρίτο χαλκέντερο εκείνης της εποχής, που, όμως, τυχερός κατά κάποιο τρόπο, συνοδεύοντας τότε, το 1947, στις περιοχές του «Δημοκρατικού Στρατού» την Επιτροπή του ΟΗΕ, βρέθηκε εκτός δικαιοδοσίας του «Κράτους των Αθηνών». Κατάφερε, τότε, μέσα από απέραντες δολιχοδρομίες, να βρεθεί στην Αμερική, όπου και έμεινε για πάρα πολλά χρόνια. Δεν έζησε, δε χρειάσθηκε να ζήσει, όσα συνέβησαν έκτοτε, εδώ, εκείνα τα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν. Είναι ολίγον έπηλυς, αλλά όταν βλεπόμαστε, μάλλον θυμόμαστε πολλά από εκείνες τις εποχές της νιότης μας. Αλλά τώρα γράφω για τη δική μου περιπέτεια και τη δική μου διαδρομή στον ωραίο, ενίοτε συναρπαστικό, αλλά και πικρό, πάντοτε όμως μοναδικό αυτό χώρο. Για το πρώτο άρθρο που 18


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

έγραψα, τότε, την Άνοιξη του 1947 στον τότε, μετά-κατοχικό, αλλά ήδη... εμφυλιακό «Ριζοσπάστη», με τον τίτλο «Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια και όχι στον Εμφύλιο Πόλεμο». Αν ήμουν λιγότερο λογικός και περισσότερο επιεικής, κυρίως με τον εαυτό μου, σήμερα θα έλεγα και θα έγραφα, απλώς, «Εξήντα χρόνια δημοσιογραφίας», αν αυτό το... λειτούργημα, όπως το νιώθαμε κάποτε –και όπως το υπερασπισθήκαμε– δεν είχε καταλήξει, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, μια απλή επαγγελματική μέθοδος προβολής, ικανοποίησης διαφόρων φιλοδοξιών και –γιατί όχι– βολικού πλουτισμού. Φυσικά, και δε μιλώ για όλους, ούτε καν για τους πολλούς.  Όμως αυτοί οι λίγοι, οι απείρως λιγότεροι από τους άλλους, από «εμάς» δημιουργούν τις εντυπώσεις, αποσπούν την προσοχή, πλασάρουν την εικόνα και το όνομα της δημοσιογραφίας κατ’ εικόνα και ομοίωση. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο, ως δυόμισι χιλιάδες δημοσιογράφοι στην Αθήνα που ασκούν πραγματικά, ευσυνείδητα, με πάθος και αφοσίωση, συχνά και με αυταπάρνηση, αυτήν τη δουλειά, αυτό το επάγγελμα, αυτήν την αποστολή – το λειτούργημα όπως λένε, μερικοί, αφελείς ακόμη. Για τους υπόλοιπους 4.000, που είναι, λέει, μέλη της ΕΣΗΕΑ έχω το δικό μου, πικρό προβληματισμό.

19


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Από μια άποψη, αυτό το βιβλίο, ίσως είναι το τέλος του «Τα-

ξιδιού». Μια ζωή γεμάτη ατέλειωτη δουλειά, μεγάλους προβληματισμούς, δοκιμασίες ψυχής, καρδιάς και σώματος, αλλά και μιας φοβερής, συχνά πυκνά, ανάτασης... Οι σκιές αρχίζουν να βαραίνουν περισσότερο από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, και στο ημίφως που όλο και συχνότερα δημιουργείται, αυτές οι σκιές έχουν ανθρώπινες μορφές, άλλοτε, είναι τοποθεσίες, όπου βρέθηκα, πέρασα ή έζησα. Κάποιες φορές μοιάζουν με επαναστατικά πανό, με ανορθόγραφες επιγραφές σε ασπρισμένους τοίχους κάποιας γειτονιάς, όχι σπάνια, με ένα μικρό ρυάκι ζεστό αίμα δίπλα στο χώμα, είναι κραυγές, συνθήματα, απαγορευτικές πινακίδες… Άλλες ώρες, πάλι, θυμίζουν γραφεία εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών, μικρά κελιά φυλακής, δάση από πουρνάρια της Ικαρίας, το παλιό κτίριο του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο μπορεί να είναι και η ψαροταβέρνα του «Καπετάνιου» στη Λεύκα του Πειραιά ή τα παλιά «Καλάμια» στην οδό Σταδίου, το «Ιντεάλ» της μεγάλης περιποίησης και του ωραίου φαγητού… Άλλοτε πάλι, είναι οι πρώτοι φωτεινοί σηματοδότες, πιο πριν, πολύ πιο πριν, κάποιο πυρακτωμένο Καλοκαίρι του 1947, τόσες δεκαετίες πίσω, όταν εκεί στην κατακαμένη Ψυττάλεια, η Μάνη των προγόνων μου, μου …προσέφερε ένα ποτήρι νερό, στους 43 βαθμούς, εκείνης της πυρακτωμένης 9ης Ιουλίου… Αλλά η μνήμη παίζει περίεργα παιχνίδια και σε μετακινεί το ίδιο δευτερόλεπτο, σε δύο φρικτές αγχόνες στη Δαμασκό... ΄Η, πάλι, στο Τείχος του Βερολίνου, σε γερμανικούς και ιταλικούς 20


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

αυτοκινητόδρομους, στη Σήραγγα του Αρτεμισίου, με την έξοδό της να σε σπρώχνει καρσί προς την Αρεόπολη... Και πάλι πίσω, στον πεζόδρομο της Κνέζα Μιχαήλοβα στο Βελιγράδι, και στο Βεζελίν Μαρτίνοβιτς, και σ’ ένα Στρατάρχη που παλεύει και δεν εννοεί να πεθάνει, και σε μια κηδεία που μάζεψε, εκείνον το Μάιο του 1980 στο Βελιγράδι, της ενωμένης ακόμη Γιουγκοσλαβίας τους ηγέτες όλου του κόσμου για το «Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν»… Και στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκεί στον ωραίο κήπο της πρεσβείας μας, στη Φραντσιόζα Ullice, σε μια μοναδικής ομορφιάς και περιεχομένου, τηλεοπτική συνέντευξη που δεν κατάφερε να παιχθεί ποτέ στην ΕΡΤ, γιατί από την Αθήνα είπαν, ότι ήταν πολύ μεγάλη – ακόμη και για έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας! Ανθρώπινες και δημοσιογραφικές ιστορίες, συνεντεύξεις, ο Αντρέι Γκρομίκο, αλλά και ο Τζίμι Κάρτερ, ο Τοντόρ Ζίβκοφ και ο Μίκης Θεοδωράκης, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Κ. Μητσοτάκης εκεί στα Χανιά, ο Νιλ Άρμστρονγκ τη στιγμή που ακουμπά το πόδι του στη Σελήνη, η «Απογευματινή», η «Βραδυνή», ο «Ριζοσπάστης» του Κώστα Καραγεώργη και η «Μάχη» του Ηλία Τσιριμώκου. Και όταν δεν είναι η «Αθηναϊκή» του Γιάννη Παπαγεωργίου, που έχτισε μια πρόσκαιρη εκδοτική αυτοκρατορία, ξεκινώντας από ένα χειραμάξι μεταφοράς παλιού χαρτιού, είναι το στήσιμο του MEGA, σε χρόνο ρεκόρ, για τις συνθήκες του 1989 δίπλα και μαζί με τον Ιάσονα Μοσχοβίτη, είναι το ΕΙΡΤ μιας άλλης εποχής, όταν πρωτοήρθε η μαγεία τής Τηλεόρασης να διδάξει τον καινούργιο, λαμπερό ειδησεογραφικό άμεσο κόσμο που είχε αρχίσει να ανατέλλει δειλά, παρακάμπτοντας και αφήνοντας πίσω παρασάγγες ολόκληρες το …παλιομοδίτικο Ραδιόφωνο. Τότε που τις εφημερίδες, οι οποίες εκείνην την εποχή έγραφαν την ιστορία της Ανθρωπότητας, άρχιζαν να τη συμπληρώνουν –αλλά όχι να τις αντικαθιστούν, ακόμη τότε– τα καινούργια «συστήματα», αυτά που σήμερα τα λέμε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης... Μία ζωή αντιμόνιο, θα έλεγε κάποιος πριν από χρόνια, αλλά ποιος θα καταλάβει αυτήν τη φράση, σήμερα, που ζούμε στον πυρετό των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Ιντερνέτ. Μάλλον είμαι τελευταίος μιας γενιάς που πέρασε κυριολεκτι21


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

κά, διά πυρός και σιδήρου.  Έζησα, ως ένα βαθμό άμεσα, συχνά και ενεργά όλες αυτές τις σπουδαίες, ωραίες αλλά και, ενίοτε, φοβερές δεκαετίες. Είδα τους Γερμανούς να παίρνουν το σπίτι μας και να γινόμαστε πρόσφυγες στην ίδια τη γειτονιά μας, δίπλα μας έπεφταν, κάποιες ώρες, βροχή τα θραύσματα από τα αντιαεροπορικά. Χρόνια πολλά, μετά, τρέχαμε ένα απόγευμα, σαν τρελοί να προλάβουμε να βγάλουμε πρώτοι εμείς (δεν έχει σημασία η εφημερίδα, η προσπάθεια αρκούσε, τότε) Παράρτημα, εκείνο τον πικρό Νοέμβριο του 1963, όταν δολοφονήθηκε ο Κένεντι …Και τα γερμανικά τρικινητήρια «Γιούνκερ» να περνούν, 22 χρόνια νωρίτερα πάνω από τα κεφάλια μας, πετώντας για να ρίξουν τους αλεξιπτωτιστές που κατάκτησαν τότε και την Κρήτη.  Ήμουν στα... στασίδια των δημοσιογράφων παρακολουθώντας τη δίκη του Μπελογιάννη, ενώ στα σκαμνιά των κατηγορουμένων βρισκόταν και ένας νεαρός, τότε, συνάδελφος, ο Καλοφωλιάς της «Εξπρές» – απλώς εκείνος, τότε, ήταν τυχερός και δεν τον πήγαν κάποιο ξημέρωμα στο Γουδή. …Αγάπησα και αντιπάθησα ανθρώπους, δούλεψα σε 14 εργοδότες, χωρίς να μετρήσουμε κρατικά και ημικρατικά μαγαζιά, την ΕΡΤ, τον 9,84, το «Αθηναϊκό Πρακτορείο», κάποτε, χρειάσθηκε, ουκ ολίγα χρόνια, να δουλεύω παράλληλα σε τρεις δουλειές.  Ήταν το 1975, όταν έκανα το σάλτο να αγοράσω σπίτι που στοίχισε 1.500.000 δραχμές, ενώ στην τσέπη μου δεν είχα παρά 100.000. Γιατί, τότε, έπρεπε να στεγασθεί η οικογένεια, η Σόφη και η κόρη μας η Μαριλένα. Θέλω με όλα αυτά να πω ότι είμαι άνθρωπος της εποχής μου και δημοσιογράφος μιας άλλης εποχής – που στην πραγματικότητα κάνει το ίδιο. Πολύ πιθανόν θα εννοούσα τα ίδια, αν είχα ζήσει παλιότερα, και έγραφα και περιέγραφα, αυτά που στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, κατέγραφε σε εκείνο το εξαίσιο «Χρονικό του Σαν Μικέλε» ο μοναδικός Άξελ Μούντε, το 1915, στην αιματηρή καρδιά του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Ο καλύτερος συγγραφέας είναι η ίδια η ζωή – αλλά και αυτή δεν είναι πάντα αληθινή. Γιατί αυτή είναι πάντοτε η ίδια: αναίσθητη στις αλλαγές, αδιάφορη στις ανθρώπινες λύπες και στις ανθρώπινες χαρές, παραμένει βουβή και ακατανόητη σαν τη Σφίγγα. Η σκηνή είναι πάντοτε η ίδια, μοναχά η σκηνοθεσία αλλάζει, ίσως για να απο22


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

φεύγουμε την πλήξη. Εκείνος ο κόσμος που ζήσαμε εμείς χθες, δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που ζούμε σήμερα και ο σημερινός, ματωμένος κόσμος αυτού του πολέμου, δε θα μοιάζει καθόλου με αυτόν που έρχεται – τρέχει προς το άγνωστο πεπρωμένο του. Μαζί του, το ίδιο κάνουμε και εμείς. Κανένας άνθρωπος, έχει πει ο Ηράκλειτος, δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Ανάμεσά μας, άλλοι σέρνονται γονατιστοί, άλλοι τρέχουν με άλογο και άλλοι τρελαίνονται με τα αυτοκίνητα, πολύ περισσότερο με τα αεροπλάνα, ξεπερνώντας ακόμη και το πέταγμα του περιστεριού… Ποια όμως μπορεί να είναι η ανάγκη αυτής της βιασύνης;  Όλοι, έτσι ή αλλιώς, θα φτάσουμε, όταν έρθει η ώρα, στο τέλος αυτού του ταξιδιού… Οι σημερινοί άνθρωποι χάνουν τον καιρό τους ακούγοντας, διαβάζοντας ή διαλογιζόμενοι με τις σκέψεις των άλλων. Καλύτερα θα ήταν να άκουγαν τις δικές τους σκέψεις. Ίσως, τότε, μπορούμε να διδαχθούμε την Επιστήμη από τους άλλους, τη γνώση όμως πρέπει να τη γυρέψουμε μέσα στους ίδιους τους εαυτούς μας. Από τη δική μας τη ζωή, αλλά και από τη Γη και τις τεράστιες εμπειρίες της, ξεχύνεται η μεγάλη Πηγή της Γνώσης, που αναβλύζει μέσα από την άβυσσο της ουσιαστικής σκέψης και του μοναχικού στοχασμού. Το νερό αυτής της Πηγής είναι πεντακάθαρο και δροσερό σαν την αλήθεια, έστω και αν κάποιες φορές, από δικό μας σφάλμα, μας φαίνεται τόσο πικρή η γεύση του…».

23


ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΙΓΓΛΕΣ

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το 1940, όχι πια ένας Σουηδός γιατρός, φιλόσοφος και συγγραφέας, αλλά ένας «απλός» (αλλά, σχεδόν μοναδικός) συγγραφέας, ο, Αμερικανός αυτήν τη φορά, ΄Ερνεστ Χέμινγουεϊ, μιλούσε για το ίδιο πράγμα, τη ζωή και το θάνατο, από μία άλλη γωνία και σκοπιά, αλλά για να πει περίπου τα ίδια! Είμαστε πια σχεδόν στα μέσα του 20ού αιώνα, το 1939. Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, προοίμιο και πρελούδιο της φοβερής αλληλοσφαγής της Ανθρωπότητας που απεκλήθη Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, βρίσκεται στο αποκορύφωμά του και η ανθρώπινη ζωή έχει πάψει, καιρό τώρα, να έχει την παραμικρή αξία. Ο Ρόμπερτ Τζόρνταν, o Ρομπέρτο Ιγγλές, για τους Ισπανούς συντρόφους του, ο Αμερικανός ήρωας του βιβλίου, έχει έρθει στην Ισπανία, για να πολεμήσει στο πλευρό των Δημοκρατικών και εναντίον τού Φράνκο. Και να πεθάνει γι’ αυτό, στην περιγραφή του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα. Είναι οι δύο τελευταίες –και σπαρακτικές– σελίδες του θρυλικού «Για ποιον κτυπά η Καμπάνα», όπου ο ήρωάς του χάνει το παιχνίδι – τελεσιδίκως πια. Την ώρα που αυτός και οι ντόπιοι σύντροφοί του έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τους στρατιώτες τού Φράνκο, και σχεδόν έχουν βγει από το θανάσιμο κλοιό που τους περιβάλλει, ο Ρόμπερτ, πέφτει από το άλογο και σπάει το πόδι του, άσχημα και άγρια. Καθηλωμένος πια, στο χιονισμένο έδαφος της Σιέρα Μάντρε, δεν μπορεί να ακολουθήσει την ομάδα που πρέπει να βιαστεί για να ξεφύγει. Θα μείνει πίσω με ένα μυδράλιο στα χέρια για να καθυστερήσει όσο μπορεί τον εχθρό. 24


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

Ώστε να μπορέσουν οι υπόλοιποι της ομάδας να ξεφύγουν και να γλιτώσουν στα απέραντα γειτονικά δάση, αφού αυτός, τόσο άτυχος, έχασε την τελευταία εκείνη στιγμή αυτήν τη δυνατότητα. Εκεί, λοιπόν, καθηλωμένος στο έδαφος, παγιδευμένος, αντιμέτωπος με το θάνατο που επέρχεται αμείλικτα, λέει στην περίφημη Πιλάρ (το ρόλο που ζωντάνεψε στην ομώνυμη ταινία, η δική μας Κατίνα Παξινού) να του φέρει κοντά τη Μαρία, τη μικρή Ισπανίδα που γνώρισε και ερωτεύτηκε στη διάρκεια της τελευταίας αυτής, αποστολής. Ο ίδιος, από τα λίγα, τα ελάχιστα παλικάρια που έχει δημιουργήσει η πένα ενός μεγάλου συγγραφέα, ξέρει ότι θα πεθάνει, ότι δεν μπορεί και δεν πρόκειται να γλιτώσει. Ο χρόνος έχει τελειώσει, έχει παρέλθει προ πολλού το σημείο μη επιστροφής, όλα έχουν περάσει και απομένει μόνο ο λίγος, ο ελάχιστος χρόνος, αποκεί μέχρι την αιωνιότητα. Και εκεί, εκείνην τη στιγμή, πρέπει να πείσει τη Μαρία, ότι πρέπει να ζήσει. Ακόμη και για το δικό του χατίρι: «Κουνελάκι μου, αυτήν τη φορά δε θα πάμε στη Μαδρίτη, όπως σχεδιάζαμε... Μην κλαις…  Όπου και αν πας εγώ θα είμαι μαζί σου... Καταλαβαίνεις… Τώρα εσύ πρέπει να φύγεις, θα είσαι εσύ, αλλά θα είμαι μαζί και εγώ… Όσο υπάρχει ένας από εμάς, θα υπάρχουμε και οι δύο… Γι’ αυτό να φύγεις τώρα. Θα είναι σαν να φεύγω και εγώ μαζί σου… Δεν μπορείς να μείνεις… Αυτό που έχω να κάνω τώρα εγώ, δεν μπορούμε να το κάνουμε μαζί… Ενώ εσύ, εκεί που θα πας θα είμαι και εγώ μαζί σου… Γι’ αυτό φύγε για χατίρι μου. Κάνε το για μένα… Το ξέρω ότι είναι βαρύ για σένα, αλλά κάνε το για μένα… Για να εξακολουθώ να υπάρχω σε σένα. Γιατί εσύ τώρα, είμαι εγώ… Δεν πρέπει να είσαι εγωίστρια Κουνελάκι… Γιατί τώρα εσύ είσαι ο εαυτός μου… Και φεύγοντας αποδώ τώρα, από τον κίνδυνο και το θάνατο, θα με κρατήσεις και εμένα ζωντανό… Σήκω τώρα όρθια… Εσύ είσαι πια και ο εαυτός μου… Είσαι αυτό που θα μείνει από εμένα.  Έτσι ναι… Σε ευχαριστώ…». Είναι παράξενο, μπορεί και αφύσικο ότι καθείς κάποια στιγμή, βρίσκεται, μπορεί, ενδεχομένως, να βρεθεί σε μια τέτοια στιγμή. 25


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

Δε θα μπορεί ίσως να εξηγήσει, μπορεί όμως και πρέπει να πείσει ότι ένα τέλος μπορεί να είναι στην πραγματικότητα μια αρχή, έστω αλλιώτικη, έστω μεταφυσική… Δύσκολη δουλειά να πείσεις, να εξηγήσεις, να παρηγορήσεις προκαταβολικά, κάποιους, κάποια, που έζησε δίπλα σου σχεδόν σαράντα χρόνια, χωρίς αξιώσεις, χωρίς απαιτήσεις, μεγάλη και όμως σπουδαία, λογική στα όρια του παραλογισμού, δίκαιη, δραστήρια, γοητευτικά ελκυστική, Αφροδίτη μαζί και Δήμητρα. Ξέρει, δεν μπορεί να μην το έχει σκεφθεί, ότι αυτή η διαφορά της ηλικίας μας –και όχι οι σφαίρες των στρατιωτών του Φράνκο– κάποια στιγμή θα μας χωρίσουν, ότι κάποια στιγμή θα φύγω πρώτος. Ο Άξελ Μούντε και το «Χρονικό του Σαν Μικέλε», ο Ρομπέρτο και η Μαρία του Χέμινγουεϊ και της Σιέρα Μάντρε, η Χριστίνα και ο Μέμος, της Νέας Σμύρνης, αλλά και του Ταϋγέτου… Γιατί τώρα, όπως έχουν διαμορφωθεί καταστάσεις, καθόλου απροσδόκητες, αισθήματα και συναισθήματα, νοήματα και δεδομένα και όπως τελειώνω αυτό το βιβλίο στη ζεστή γωνιά της μικρής μανιάτικης πόλης με το όνομα του Θεού του Πολέμου, κάτω από τον ίσκιο του μεγάλου βουνού, σκέφτομαι ότι αυτό το βιβλίο, ίσως έπρεπε να έχει τίτλο «Το Χρονικό της Αρεόπολης…».

26


ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

Κάποιες στιγμές αισθάνεσαι παράδοξα, προπαντός, όταν αυτές

οι στιγμές σε μετακινούν σε χρονολογίες που δε συμπίπτουν με τα γεγονότα και την πραγματική ιστορία...  Όπως όταν λέω και γράφω ότι ο «Άνθρωπος της Νιότης μας», θα μπορούσε να είναι ο Αντώνης Σαμαράκης. Ο Αντώνης δεν ήταν ο άνθρωπος της δικής μας νιότης, υπήρξε σχεδόν σύγχρονός μας. Γι’ αυτό και εκείνην την αυγουστιάτικη, την πικρή ημέρα του θανάτου του, τρία χρόνια μέσα στην καινούργια χιλιετία, υπήρξε ένα περίεργο συναίσθημα, ένα σφίξιμο στην καρδιά, παγώσαμε εμπρός στο θάνατο ενός ανθρώπου που αγαπήσαμε και σχεδόν τον νιώσαμε δάσκαλό μας, όχι, απλώς, εμπνευστή, αλλά και καθοδηγητή τής σκέψης μας. Ήμουν στη Μάνη, στο μακρινό Κότρωνα, προσκύνημα στην πατρίδα και για να ανάψω ένα καντήλι στους τάφους των γονιών μου, όταν ήρθε το κακό μαντάτο του θανάτου του Αντώνη. Προτιμώ, αντί για όποιο άλλο κείμενο, να αντιγράψω εδώ, τις 400 λέξεις που έγραψα εκείνο το βράδυ για τη «Βραδυνή» της επόμενης ημέρας. Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να αναπληρώσει τη στιγμή του αυθόρμητου θρήνου.  Ήταν τότε, την Παρασκευή 8 Αυγούστου του 2003, όταν ήρθε από την Πύλο η κακή είδηση για το θάνατο του Αντώνη Σαμαράκη: «Γιατί κιοτέψαμε, γιατί νιώσαμε πίκρα και μελαγχολία στην καρδιά, αλλά γιατί δεν κλάψαμε; Γιατί ήρθαν στο νου εκείνες οι φοβερές λέξεις του Τζον Νταν για την 27


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

“Καμπάνα” που κάποια στιγμή κτυπάει για καθέναν από μας, για όλους μας.  Όλοι κάποια στιγμή φεύγουμε για το μεγάλο και χωρίς επιστροφή ταξίδι, αλλά για κάποιους από μας, αυτούς που η μοίρα τούς χάρισε τη σφραγίδα δωρεάς – δεν υπάρχουν δάκρυα εκείνην την ώρα. Η μεγάλη, η άφατη μελαγχολία για το αναπόφευκτο, αμβλύνεται, αλλάζει μορφή και διάσταση. Στη συγκεκριμένη τωρινή στιγμή, επειδή έρχεται στη μνήμη και στην καρδιά εκείνο το σχεδόν αιώνιο, το “έμφυτο” το παιδικό χαμόγελο του Αντώνη. Που έμεινε νέος, ωραίος, ζωντανός, ακόμη και στα ύστερα χρόνια της ζωής του. Συμφιλιωμένος με τη σκέψη και την ιδέα αυτού του αναπόφευκτου, έμεινε όρθιος, εύθραυστος ως προς το σαρκίο του, ανεξίτηλος όμως μαζί και ανεπανάληπτος για τη μεγάλη ψυχή του και για την απέραντη καλοσύνη της καρδιάς του... Από τον Παράδεισο των συγγραφέων, αλλά και των καλών ανθρώπων, όπου βρίσκεται πια η ψυχή του, μόνο να τον θρηνούμε δε θα ήθελε. Ακόμη και τώρα που έχει φύγει, αλλά προπάντων εκείνα τα πραγματικά μεγάλα κι άξια χρόνια της ωριμότητάς του και του ύστερου βίου του, όταν η ηλικία, οι ταλαιπωρίες και οι πόνοι τον είχαν καταβάλει, ο Αντώνης παρέμεινε πιο νέος, αλλά και πιο ζωντανός από πολλούς άλλους που έμειναν πίσω. Θα τον θυμόμαστε πάντα, αλλά και θα τον ευλογούμε για όσα μας χάρισε όχι μόνο με τη γραφή και την έμπνευσή του, αλλά επίσης –θα έλεγα κυρίως– και για το δικό του παράδειγμα της καρτερικότητας, της διακριτικότητας, της υπομονής και της καλοσύνης. Εκείνα τα πρώτα δύσκολα χρόνια της δικής μας προσπάθειας για την πνευματική ωριμότητα και της πρώτης δικής του δυναμικής εμφάνισης –της εισβολής θα έλεγα– στην αποτελματωμένη τότε ελληνική Γραμματεία, τα κείμενα του Αντώνη Σαμαράκη να μη θύμιζαν ογκόλιθο, όμως αποτελούσαν ένα εντυπωσιακό “Βότσαλο στη Λίμνη”...  Ήταν ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά του σε μια εποχή που 28


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

η ουσιαστική λογοκρισία συναγωνιζόταν την κομματική αυτοπαγίδευση, όταν κυριαρχούσαν οι συγγραφικές και πολιτικές παραισθήσεις.  Ήταν άραγε τυχαίος ο σιβυλλικός και σχεδόν προφητικός τίτλος “Ζητείται Ελπίς”, ενός από τα πιο δυνατά και σημαντικά βιβλία-σταθμούς τού Αντώνη; Κι αν μπορείς να εκπέμπεις ένα “Σήμα Κινδύνου” μια κρίσιμη στιγμή που προέκυψε από ένα μεγάλο “Λάθος”, εύκολα συνειδητοποιείς πόσο δυνατή μπορεί να υπήρξε η δύναμη αυτών των κειμένων. Κάποια στιγμή, νεότεροί του κάποιοι, άλλοι όχι πολύ, μεγαλωμένοι όμως όλοι, έχοντας αφομοιώσει την πίεση παλαιών ιερών τεράτων της ελληνικής λογοτεχνίας προσεγγίσαμε διστακτικά ένα συγγραφέα που ενίοτε θύμιζε το Μενέλαο Λουντέμη. Πολύ γρήγορα όμως νιώσαμε τη φοβερή έλξη των κειμένων του, πολύ περισσότερο όμως την έννοια που είχαν αυτά τα κείμενα.  Ήταν τότε που στο περίφημο πατάρι του “Λουμίδη”, στην οδό Σταδίου, η εμφάνισή του είχε αρχίσει να προκαλεί τον εντυπωσιασμό και το δέος που έφερναν οι ανάλογες εμφανίσεις του Μάνου Χατζιδάκι ή του άλλου Μάνου, του μεγάλου τού Θεάτρου μας, του Μάνου Κατράκη. Μεγάλα, σπουδαία χρόνια.  Όταν στο Χρηματιστήριο όχι μόνο των συναισθημάτων, αλλά και της Αγοράς, μετρούσε φοβερά ο αριθμός των βιβλίων του που είχες κατορθώσει να αγοράσεις εξοικονομώντας τάλιρο τάλιρο από τους σχεδόν άθλιους δημοσιογραφικούς μισθούς που έδιναν τότε ο Παράσχος, ο Παπαγεωργίου και οι Μπότσηδες. Αυτό και μόνο αποτελεί από τότε έναν τίτλο τιμής για το συγγραφέα Σαμαράκη. Για τον άνθρωπο μετρά η αισιοδοξία που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, η ελπίδα που πάντοτε αναζητούσε και πάντοτε προσέφερε πλούσια και χωρίς δισταγμό σε όλους, αλλά ιδιαίτερα τους νέους. Να είσαι καλά Αντώνη για όσα έδωσες, για τη μαχητικότητα και τις ακούραστες προσπάθειές σου να βοηθήσεις τα παιδιά που δυστυχούσαν σε όλο τον κόσμο. Και ήταν μια μεγάλη στιγμή για μένα όταν μαζί με τη Χριστίνα τον συναντήσαμε, στο αεροδρόμιο 29


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

του Ελληνικού. Εμείς φεύγαμε για μια δημοσιογραφική αποστολή ρουτίνας στις Βρυξέλλες του ΝΑΤΟ, της ΕΟΚ και των δολοπλοκιών. Εκείνος έπαιρνε το αεροπλάνο για τα βάθη της Μαύρης Αφρικής, εκεί όπου τα παιδιά πέθαναν από την πείνα, χωρίς φάρμακα και χωρίς νερό.  Έψαξα και βρήκα ένα κείμενο που είχα γράψει όταν ήρθε η είδηση του θανάτου του. Σε πρώτο πρόσωπο προσπαθούσα να του μιλήσω, να θυμηθώ, να αφηγηθώ, να δείξω τα συναισθήματα που μας είχε προκαλέσει η ζωή του και πόσο μας είχε συγκλονίσει η είδηση του θανάτου του. Πως αλλιώς θα μπορούσε να γραφτεί; “ Ήσουν ολόκληρος μια αγκαλιά ζεστή και τρυφερή για όσους ήσαν κοντά σου… Και κοντά σου ήσαν πάντα νέοι... Τους είχες και σε είχαν ανάγκη... Υπήρξες για πολλούς ο φίλος των εφηβικών χρόνων και όσα πέρασαν από τη δική σου καρδιά στη δική σου ψυχή έμειναν ανεξίτηλα...  Όσα τότε δεν μπορούσαν να εκμυστηρευτούν ούτε σε γονείς ούτε σε φίλους έφταναν στα δικά σου αυτιά για να δώσεις εσύ λύση και απάντηση… Από τους νέους αντλούσες τα ερεθίσματά σου, αλλά και εσύ τους τραβούσες σαν μαγνήτης... Δεν περνούσες ως σοφός, ως πνευματικός άνθρωπος. Κι όμως ήσουν...  Ήσουν ο άνθρωπος που μπορούσε να δώσει αγάπη, πείρα και ζεστασιά μαζί και “καθοδήγηση” που ήξερες να την περνάς στα ατίθασα, στα επαναστατημένα, αλλά και αντιδραστικά νιάτα με ένα δικό σου μοναδικό τρόπο… Τα γελαστά λαμπερά σου μάτια, το σκεπτικό σου χαμόγελο και η τρυφερότητά σου πρέπει να συντροφεύουν στο υπόλοιπο του δικού τους βίου όσους σε γνώρισαν. Συγγραφέας ο ίδιος, πολύ περισσότερο όμως άνθρωπος έγραφε σαρκαστικά στο τελευταίο βιβλίο του, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυτοβιογραφία του: Η ζωή είναι για να τη ζεις όχι να την ταριχεύεις στο τυπογραφικό μελάνι!”».

30


ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

Κατά κάποιο τρόπο, αυτό το βιβλίο γράφτηκε και για έναν

άλλο λόγο. Είναι ένα ανεκπλήρωτο χρέος για όσους χάθηκαν κάποια εποχή, παλεύοντας για όνειρα που προδόθηκαν και για ανθρώπους που δεν άξιζαν το ανάστημα που τους είχαμε δώσει κάποτε. Μπορεί να λες και να γράφεις σήμερα, «Νῦν ἀπολύεις», όμως εκείνο το απομεσήμερο μιας παλιάς και μοιραίας Κυριακής, με τους νεκρούς σπαρμένους στην άσφαλτο, εκεί μπροστά σου και απέναντι στη «Μεγάλη Βρετανία», με αυτά που πιστεύαμε και με όσα βλέπαμε τότε, ο νόμος της σωτηρίας, αλλά και η δίψα τής εκδίκησης, σκίαζαν ήδη την καρδιά και καθοδηγούσαν το μυαλό… Γιατί, εκεί απέναντι, πάνω στις στέγες του μεγάλου κτιρίου της σημερινής Βουλής, και χαμηλά, στο ύψος του δρόμου, οχυρωμένοι πίσω από τις νεραντζιές εκείνης της γωνιάς, οπλισμένο «τύποι», με στολή και χωρίς, κτυπούσαν επιλεκτικά όποιον προσπαθούσε να πλησιάζει, ακόμη και αν ήταν για να βοηθήσει κάποιον πληγωμένο. Αντίθετα, το παλιό διώροφο, μιας άλλης ξεχασμένης εποχής, στη γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας που στέγαζε τη Διεύθυνση της Αστυνομίας – και όπου έπρεπε, λογικά να βρίσκεται εκείνες τις ώρες ο Άγγελος  Έβερτ, έμοιαζε έρημο και ήταν σιωπηλό. Τουλάχιστον δεν πυροβολούσαν αποκεί.  Ήμαστε τυχεροί γιατί το αφύλαχτο δικό μας, δήθεν καταφύγιο δεν είχε την παραμικρή προστασία από την πλευρά εκείνη. Είμαστε στο έλεός τους, αλλά αποκεί δεν έπεσε ούτε ένας πυροβολισμός. Είμαστε επτά νεαρά, αμούστακα ακόμη αγόρια και κάποια θαρραλέα κορίτσια, με πολύ πάθος 31


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

στην καρδιά, αλλά εκτός από εμένα που είχα κάνει ήδη φυλακή στη «Σωτηρία», όλοι οι άλλοι ήσαν ακόμη ερασιτέχνες. Τα δύσκολα, τα πικρά, ο κίνδυνος, η απειλή, ο παραλίγο θάνατος ήρθαν αργότερα...  Ήσαν, είμαστε εκεί, ο Ορέστης και η Βιργινία, ο Τάκης Μενδράκος, η Καλλιόπη, η μικρή αδελφή τής Βίργως, ήταν ο Σάββας Αισιόπουλος και ο Αντώνης Βήχος, η μεγάλη παρέα των φίλων και των αισθημάτων που κατόπιν μας χώρισαν οι εξορίες, κάποιους τα Στρατοδικεία και οι φυλακές, ποτέ όμως τα φρονήματα, όπου και αν κυλήσαμε αργότερα, όσοι επιζήσαμε στα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν και πολύ μετά… Αλλά εκείνην την ημέρα, το κρύο κυριακάτικο απομεσήμερο, μας ένωνε και κάτι άλλο: η οργή, ανάμικτη με ένα ενστικτώδη φόβο, η οργισμένη απορία για αυτό που είχε συμβεί εκεί μπροστά στα μάτια μας μερικά λεπτά νωρίτερα. Δύο ήμερες αργότερα, στην κηδεία των νεκρών εκείνης της Κυριακής, έγινε φανερό ότι όλες οι ελπίδες είχαν χαθεί, και τίποτε πια δε θα σταματούσε την αλληλοσφαγή. Την Τρίτη, 5 Δεκεμβρίου, στην πορεία –ανθρώπινο ποτάμι– που συνόδευε τους πολλούς νεκρούς της Κυριακής, προς το Α΄ Νεκροταφείο, αλλά που το ΚΚΕ είχε αποφασίσει να διασχίσει όλο το κέντρο, Πανεπιστημίου, Χαυτεία, Σταδίου, Φιλελλήνων, έγινε η δεύτερη επίθεση. Από το «Μέγαρο Λινάρδου», στην Πατησίων-Καποδιστρίου, όπου ήταν τότε η Γενική Ασφάλεια, η πομπή κτυπήθηκε πάλι και άγρια. Άλλοι νεκροί και αυτήν τη φορά, την ίδια –και αμετανόητη– παρέα, μας έσωσε το μετέπειτα, περίφημο «Μινιόν». Που τότε, στις 5 Δεκεμβρίου του 1944 ήταν απλώς ένα μεγάλο ξύλινο περίπτερο. Σταθήκαμε πίσω από αυτό, από την πλευρά της Σταδίου, προφυλαγμένοι από τα πυρά που δε σταματούσαν και βλέπαμε σωριασμένους στην άσφαλτο της Αιόλου, άλλους νεκρούς και άλλους τραυματίες.  Ήταν φανερό πια τι μας περίμενε, αλλά κανένας από εμάς, τους νεαρούς, φανατικούς και τολμηρούς εκείνων των ημερών, δε φανταζόταν αυτά που θα ζούσε και θα έβλεπε τις επόμενες 37 ημέρες.  Όταν ο θάνατος έγινε μια καθημερινότητα, όταν το ρεύμα είχε κοπεί και προσπαθούσαμε να ζήσουμε με καντήλια και κεριά, όταν τα λιγοστά αλεύρια των φούρνων και τα υποτυπώδη τρόφιμα των μπακάλικων που είχαν εμφανισθεί μετά την 32


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

απελευθέρωση είχαν τελειώσει και εξαφανισθεί, όταν στους… φυσιολογικούς νεκρούς κάθε εποχής, προστίθενται κάθε μέρα και άλλοι. Νεκροί, σκοτωμένοι από τις μάχες, από τα οδοφράγματα, από αδέσποτες, οι κάθε λογής –και από πολλούς εκτελεσμένοι– οι νεκροί από τους αγγλικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, τα θύματα των δολοφονικών όλμων, που δεν μπορούσες να διακρίνεις την πληγή του θανάτου…  Έπαιρναν και οι μεν και οι δε, ανθρώπους μέσα από τα σπίτια τους, τους πήγαιναν σε κάποιο πάρκο ή σε μια απόμερη γωνιά και τους πυροβολούσαν στο κεφάλι. Αυτή η φοβερή ιστορία είχε ξεκινήσει πριν ακόμη από την Απελευθέρωση και συνεχίστηκε άγρια μετά. Στη «Σωτηρία», ολόκληρο εκείνο τον Οκτώβριο, ένας, που κάναμε το έγκλημα και τον είχαμε βάλει στην ΟΠΛΑ, ο Βασίλης ο Δάσκαλος τον φωνάζαμε, κάθε βράδυ, γυρνούσε μέσα στο Σανατόριο, έβρισκε κάποιους, Εχθρούς τους έλεγε, τους έπαιρνε με το όπλο που κρατούσε, πήγαινε σε ένα μεγάλο πηγάδι που βρισκόταν έξω από τον τοίχο προς την περιοχή του βουνού, και εκεί τους σκότωνε. Φρικαλέα, ακατανόητα και ακατονόμαστα πράγματα... Μέχρι να καταγγελθεί αυτή η ιστορία και εκτελεσθεί και αυτός από την ΟΠΛΑ, είχε φάει κόσμο και κοσμάκη. Αθώους, άσχετους σχεδόν όλες τις φορές. Ακόμη και τον… επίσημο κουρέα τής «Σωτηρίας», έναν ξανθό ομοφυλόφιλο τύπο που τον φωνάζαμε άγνωστο γιατί Μπελ Αμί, έτσι τον δολοφόνησε κάποιο από εκείνα τα βράδια.  Ήταν ένας χαμός, αυτοδικία, ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών, ένστικτα και αιμοβορία, που την πλήρωναν τυχαίοι, αθώοι πάντα… Ποιον, ποιόν, δεν είχε πια πολύ σημασία. Και όταν ξεκίνησαν οι μάχες το Δεκέμβρη απλώς γίναμε ένα πραγματικό φρενοκομείο. Δεν περίσσευαν οι ζωντανοί για να κάνουν τους νεκροθάφτες. Οι νεκροί συσσωρεύονταν και δεν υπήρχε τρόπος να θάψεις το δικό σου άνθρωπο στα γνωστά νεκροταφεία. Οι δρόμοι ήσαν κλειστοί για όλους εκτός από τους πολέμαρχους της περιοχής.  Ήταν τότε που όλες οι μικρές πλατείες στις γειτονιές και κάθε λογής χώρος είχαν μεταβληθεί σε πρόχειρα βιαστικά νεκροταφεία. Οι νεκροί δεν μπορούσαν να μείνουν άταφοι…  Ένα βλήμα όλμου κτύπησε κάποια στιγμή, τη δέκατη ημέρα των συγκρούσεων, τα κεραμίδια του σπιτιού μας 33


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

στο Μεταξουργείο, τα τρύπησε σαν να ήταν από λεπτό χαρτόνι, έφτασε στο πρώτο πάτωμα και εκεί εξερράγη…  Ένας θείος, από την πλευρά του πατέρα μας, ο Σταύρος Σουλουφάκος, που τον φιλοξενούσαμε από τις 3 Δεκεμβρίου, γιατί δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι του στα Καμίνια, συναντήθηκε με το βλήμα… Μια ημέρα μετά, μην μπορώντας να μένουμε με ένα νεκρό στο σπίτι, ξεκινήσαμε να βρούμε μια τελευταία κατοικία, για το θείο Σταύρο. Ξηλώσαμε μια πόρτα, τη μετατρέψαμε σε φορείο, τακτοποιήσαμε επάνω τον άτυχο θείο, τον δέσαμε με σχοινιά και ζώνες για να μη μας γλιστρήσει, και τέσσερις άνθρωποι, τρεις της οικογένειας και ένας εθελοντής ξεκινήσαμε αναζητώντας μια τελευταία κατοικία... Δύο φορές χρειάσθηκε να τον αφήσουμε καταγής και να ριχτούμε στα πλάγια, πίσω από κάποιον τοίχο. Ελεύθεροι σκοπευτές, που δεν ήξερες ποιοι είναι, για ποιον πολεμούσαν, πού έριχναν, ούτε καν γιατί έριχναν, έβαζαν κάθε τόσο στόχο περαστικούς, γείτονες, άτυχους περαστικούς, τους πάντες, ότι έβλεπαν να κινείται… Τελικά, ύστερα από περιπλάνηση δύο ωρών κατορθώσαμε να βρούμε ένα μικρό τόπο, στο τρίστρατο που από την οδό Σαλαμίνος έβγαινε στην Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί σκάψαμε με ένα σάπιο φτυάρι που είχαμε ένα ρηχό τάφο και εκεί εναποθέσαμε το θείο Σταύρο.  Ένα μήνα αργότερα, Εθνοφύλακες και άλλοι περίεργοι τύποι, τον ξέθαψαν, τον φόρτωσαν σε ένα φορτηγό, μαζί με άλλους νεκρούς που είχαν επίσης ξεθάψει από διάφορα αυτοσχέδια νεκροταφεία και εξαφανιστήκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Μερικές ημέρες αργότερα το σώμα του θείου Σταύρου ήταν εκτεθειμένο σε μια φρικιαστική, ατελείωτη σειρά νεκρών, στο Περιστέρι, που όλοι εμφανίστηκαν τότε, ως σκοτωμένοι από τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ...  Ήρθε τότε και ένας Βρετανός συνδικαλιστής, ο Σιτρίν, και έγραψε μια έκθεση για όσα είχαν διαπράξει οι Αριστεροί στην Αθήνα. Υπερβολή και αρκετή σκηνοθεσία.  Όχι ότι εκείνες τις 30 ημέρες των Δεκεμβριανών, της ομηρείας, της αυτοδικίας και των απερίγραπτων αγριοτήτων, η «αποδώ» πλευρά δεν είχε σφάξει κόσμο και κοσμάκη, στο όνομα του «Λευτεριάς στο Λαό». Αλλά τότε όλοι έσφαζαν όλους, μέσα στο γενικό αμόκ που είχε δημιουργηθεί και όπου η ανθρώπινη ζωή δεν είχε πια καμία 34


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

αξία. Αλλά ήταν παράλογο να φορτωθούν όλα στη μια πλευρά. Πώς όμως είχε πει κάποτε ο Βρέννος: «Οὐαί τοῖς ἡττημένοις». Μερικά χρόνια αργότερα, όταν είδαμε, μια νεανική συντροφιά Επαναστατών, στο θέατρο «Βρετάνια» εκείνο το μυθικό «Θάψτε τους Νεκρούς», του Ίρβιν Σόου, επέστρεψαν βίαια και ανάγλυφα στη θύμησή μου, εκείνες οι σκηνές τού Δεκέμβρη… Περασμένα, καθόλου ξεχασμένα όμως.

35


ΤΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, ΕΝΑΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Είχαμε ζήσει άγριες ημέρες στην Κατοχή που μόλις είχε τελει-

ώσει, 55 ημέρες, πριν, αλλά τότε ήσαν οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και οι Τσολιάδες που χτυπούσαν. Τώρα ήσαν οι  Έλληνες αστυνομικοί που πυροβολούσαν άλλους  Έλληνες και ήταν η ελληνική κυβέρνηση, η κυβέρνηση όλων μας, πια, που βρισκόταν πίσω μας, σε απόσταση είκοσι μέτρων, από το μεγάλο ξενοδοχείο, και είχε διατάξει πυρ, εκείνην τη φοβερή Κυριακή, όταν ξεκινούσε ο εφιάλτης. Εκείνες τις ώρες δε θέλαμε να το πιστέψουμε, όμως ήταν η κατάπικρη αλήθεια. Εκείνο το χειμωνιάτικο ηλιόλουστο απομεσήμερο είχε ξεκινήσει η καινούργια αναμέτρηση, ο δεύτερος γύρος, όπως τον αποκάλεσαν κάποιοι ευφάνταστοι, τα Δεκεμβριανά, όπως τα είπαν άλλοι, το αιματοκύλισμα της Αθήνας, κατά την επίσημη ορολογία εκείνων και των μετέπειτα χρόνων, ο «Μεγάλος Δεκέμβρης των λαϊκών αγώνων και της αντίστασης στην Αγγλοκρατία» όπως τον βάφτισε από τότε η Αριστερά!  Όταν τα τανκς και οι αλεξιπτωτιστές που έστειλε εσπευσμένα ο Αλεξάντερ από την Ιταλία, τη δεύτερη εβδομάδα εκείνου του μήνα, άνδρες εμπειροπόλεμοι και ψημένοι στις μάχες της Αφρικής πετσόκοψαν τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Δεκέμβρη τα άπειρα παιδόπουλα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ και τους ταλαίπωρους ένοπλους χωρικούς του 6ου Συντάγματος Αργολιδο-Κορινθίας του ΕΛΑΣ, που έφθασαν κάποια στιγμή σχεδόν ποδαρόδρομο από τον Ισθμό για να κρεουργηθούν κυριολεκτικά όχι μόνο από τα βρετανικά τανκς, αλλά και από τα Σπιτφάιρ που κυριαρχούσαν, τότε στον ουρανό της Αθήνας. 36


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

Είμαι από τους ελάχιστους που έζησαν εκείνες τις ημέρες και ζουν ακόμη και όσα έζησα, είδα, άκουσα και έπαθα πολλά, τότε, αλλά, πολύ περισσότερο, όσα έμαθα, τους επόμενους μήνες και τα λίγα επόμενα χρόνια, στο «Ριζοσπάστη», αλλά και από το Φοίβο Γρηγοριάδη, το γιο του στρατηγού Νεόκοσμου, ένα πραγματικό παλικάρι, παλιό λοχαγό του Ελληνικού Στρατού, με δράση στο «Οχυρό του Ιστίμπεϊ», τον Απρίλιο του 1941, μου επέτρεψαν να σχηματίσω μια πιο καθαρή εικόνα για το τι έγινε εκείνες τις άγριες, ματωμένες και συχνά ηρωικές ημέρες του Δεκέμβρη… Δύο υπήρξαν τα αποφασιστικά, καίρια στοιχεία που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και στις εξελίξεις εκείνου του μήνα. Το πρώτο, που σχεδόν δε συζητιέται ούτε τώρα, φυσικά, αλλά και δε συζητήθηκε σχεδόν καθόλου από την άλλη πλευρά, γιατί υπήρξε ένα απερίγραπτο πάθημα του ΚΚΕ, έχει να κάνει με την τύχη –τη φοβερή ατυχία, μάλλον και τη μοίρα– της περίφημης 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Η οποία μεραρχία, σαφώς πιο εμπειροπόλεμη από τα χωριατόπαιδα του 6ου Συντάγματος Αργολιδο-Κορινθίας, κατέβαινε προς την Αθήνα από τη Βοιωτία και τα κράσπεδα της Αττικής, όπου ήταν διασκορπισμένη, για να λάβει μέρος στη μάχη της Αθήνας. Πριν από τις 3 Δεκεμβρίου, έπρεπε να τηρηθούν τα προσχήματα και η μεραρχία, η μόνη υποφερτά ετοιμοπόλεμη μεγάλη μονάδα, που διάθετε ο Σιάντος, έμενε πολύ έξω από την Αθήνα.  Όταν όμως έφθασε και στρατωνίστηκε στα ξενοδοχεία της Κηφισιάς, στο περίφημο «Σέσιλ», το «Σεμίραμις» και το «Πεντελικόν», επήλθε το φιάσκο που, ίσως, στοίχισε στο ΚΚΕ το Δεκέμβρη. Μια ταξιαρχία αγγλικών αρμάτων, που βρισκόταν μάλιστα, λένε …τυχαία, σε εκείνην την περιοχή, επέπεσε ξαφνικά επάνω της, την περικύκλωσε, την αφάνισε και την υποχρέωσε να παραδοθεί, ενώ τα υπολείμματά της επέστρεψαν στα ορμητήριά τους στα βουνά. Ο διοικητής της, ο συνταγματάρχης Παπασταματιάδης και ο Πολιτικός Επίτροπος, ο κομισάριος, ο ονομαστός Καπετάν Ορέστης, ο Ανδρέας Μούντριχας, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μόνο, πολύ μετά τη Βάρκιζα είδαν την Αθήνα, ελεύθεροι μεν αλλά άοπλοι και υπό επιτήρηση. 37


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

Το δεύτερο ήταν η μεγάλη και ύστατη προσπάθεια, αλλά και η τελική αποτυχία, όσων δυνάμεων του ΕΛΑΣ είχαν κατορθώσει να συγκεντρωθούν στην πρωτεύουσα, να επιτεθούν και να εκπορθήσουν το κέντρο της Αθήνας, να κόψουν την επικοινωνία με το Αεροδρόμιο μέσω της Συγγρού, να καταλάβουν την Ομόνοια. Πέτυχαν κάποια πράγματα στην αρχή, κατέλαβαν το Σύνταγμα Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, έφθαναν με λαγούμια μέχρι τον κινηματογράφο «Κοσμοπολίτ» στην Ομόνοια και τον ανατίναξαν, αλλά αυτή ήταν η ύστατη προσπάθεια. Δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν αυτές τις δύο πρόσκαιρες επιτυχίες τους. Οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές και τα άρματα τους πετσόκοψαν και παρά τις ανατινάξεις όλων των μεγάλων σπιτιών του Μεταξουργείου, για να δημιουργήσουν, όπως έλεγαν, οδοφράγματα δεν κατάφεραν να κρατηθούν, ούτε κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Ματαίως είχαμε τότε ανασκουμπωθεί όλοι και με πρωτόγονα εργαλεία και με επιστράτευση όλων των ανδρών της περιοχής, σκάβαμε μανιασμένα για να φτιάξουμε υποτυπώδη χαρακώματα και ανοίγαμε όσες τάφρους μπορούσαμε, για να εμποδίσουμε τα βρετανικά τανκς να περάσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Στις 7 Ιανουαρίου, ανήμερα του Αγίου Ιωάννου, μια τελευταία σκληρή και αιματηρή σύγκρουση, με φοβερές απώλειες και για τις δύο πλευρές για την κατοχή της σιδηροδρομικής γραμμής, στο πλέγμα των δρόμων γύρω και νότια από την πλατεία Μεταξουργείου, τερματίσθηκε με άλλη μια ήττα του ΕΛΑΣ.  Ήταν ακριβώς η ημέρα που ο αδελφός μου ο Ορέστης έφαγε επτά βρετανικές σφαίρες στην είσοδο του τότε σπιτιού μας, στην οδό Πλαταιών 51, για να γλιτώσει όμως ως εκ θαύματος χάνοντας απλώς το μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού του. Αποκεί και πέρα ήταν υπόθεση ημερών το τέλος, αφού στρατιωτικά δεν υπήρχε δύναμη για να πλήξει τους Άγγλους και ήδη, στο στρατόπεδο του ΕΑΜ είχαν αρχίσει οι έντονες διαφωνίες για το τι έπρεπε, αλλά και για το τι μπορούσε πλέον να γίνει.  Όσα ακολούθησαν με τους ομήρους που είχαν μαζευτεί στο Περιστέρι να υποχρεώνονται να πάρουν τον οδυνηρό δρόμο με τον ΕΛΑΣ, και την 38


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

περιβόητη ΟΠΛΑ, με τη σφαγή των πιο γνωστών από αυτούς, αλλά και των πιο ανήμπορων, στην πορεία προς τα Κρώρα, δεν αποτελούν φυσικά και τη λαμπρότερη σελίδα των περίφημων λαϊκών αγώνων…

39


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ

Η κατάληξη της Βάρκιζας και της περιώνυμης συμφωνίας που

υπογράφτηκε εκεί, στην παλιά έπαυλη Κανελλόπουλου, ήταν το τέλος της μάχης για την Αθήνα.  Ό,τι, ακριβώς, ένα χρόνο αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου του 1946, η περίφημη 2η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ αποφάσισε –πάλι– έναν καινούργιο ένοπλο Αγώνα, στο όνομα της αντίστασης στη «Λευκή Τρομοκρατία», η οποία πραγματικά, τότε, εξόντωνε συστηματικά κάθε Αριστερό, ακόμη και τρίτης γενιάς, είναι επίσης μια άλλη ιστορία…  Όπως, επίσης, είναι δεδομένο ότι η κυριαρχία και η αδιαφιλονίκητη παντοδυναμία, στα δρώμενα του ΚΚΕ του Νίκου Ζαχαριάδη – που είχε γυρίσει στην Ελλάδα, τον Ιούνιο του 1945, πρέπει να διαδραμάτισαν καίριο ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη! Τα περίφημα Δεκεμβριανά, δεν μπορούν, με κανέναν τρόπο να του χρεωθούν, όλα τα μετέπειτα και ακόμη πιο άγρια, όμως σίγουρα… Πέρα των άλλων και επειδή όσα είχαν μεσολαβήσει μεταξύ της απελευθέρωσής του από το χιτλερικό στρατόπεδο, της επιστροφής του στην Αθήνα, της περιόδου της νομιμότητας και, τέλος, της 2ης Ολομέλειας, δε φέρνουν απλώς, τη σφραγίδα Ζαχαριάδη, αλλά συνθέτουν επίσης και κάτι άλλο, που θα μπορούσε να αποκληθεί «αίνιγμα Ζαχαριάδη»… Γιατί ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, δεν επέστρεψε απλώς, ζωντανός και υγιέστατος από το στρατόπεδο του Νταχάου, όπου κρατήθηκε επί τέσσερα χρόνια. Στο Παρίσι, όπου με τη φροντίδα των Αμερικανών σιτιζόταν, πριν επιβιβασθεί σε ένα αμερικανικό μεταγωγικό αεροπλάνο και επιστρέψει στην Αθήνα, δέχθηκε να δώσει μια 40


ΠΩΣ ΔΕΝΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

συνέντευξη σε έναν  Έλληνα δημοσιογράφο, το Γιώργο Δρόσο. Και εκεί, με μια του φράση τορπίλισε και μετέτρεψε σε συντρίμμια όλο εκείνο το ιδεολόγημα του «Εθνικού» απελευθερωτικού μετώπου που είχαν δημιουργήσει υπομονητικά (ίσως και υποκριτικά) οι άλλοι άνθρωποι, σίγουρα, όχι δικής του επιλογής, που τον είχαν αντικαταστήσει στην ελληνική κομμουνιστική ηγεσία. Εκεί, λοιπόν, σε εκείνην τη συνέντευξη που του… απέσπασε ο πανέξυπνος Δρόσος, ο Ζαχαριάδης, γαντζωμένος πάντοτε, στην παλιά προπολεμική γραμμή της «Κομιντέρν», τίναξε στον αέρα όλο το οικοδόμημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της ελεύθερης και ανεξάρτητης Ελλάδας, που είχαν οικοδομήσει με τόση προσπάθεια και τόσες θυσίες οι προσωρινοί αντικαταστάτες τους στην ηγεσία της Αριστεράς. Αλλά αυτά αξίζουν ένα χωριστό κεφάλαιο στη συνέχεια αυτής της αφήγησης. Γιατί λένε πολλά, που δεν έπρεπε να έχουν ξεχαστεί, και παράλληλα εξηγούν πολλά άλλα, μεταγενέστερα… Πολλοί είπαν τα επόμενα χρόνια ότι εκείνη η ιστορία αποτελούσε μια προβοκάτσια, χωρίς προηγούμενο, αλλά ότι προσπάθησαν και κατόρθωσαν να τη βάλουν… κάτω από χαλί λέει πολλά και εννοεί διάφορα. Σημεία των καιρών ή ίσως δίδαγμα, προάγγελος, όσων συμβαίνουν σήμερα; Ίσως κάποιοι, κατοπινοί μας βρουν την απάντηση, εβδομήντα, ογδόντα χρόνια μετά… Έρχονται όλα αυτά στο μυαλό, αλλά θυμάσαι, επίσης, ότι μόλις τέσσερα χρόνια πριν από την αγριότητα αυτής της τραγωδίας, το Δεκέμβριο του 1940, κάποια άλλα εικοσάχρονα παιδιά πολεμούσαν και πέθαιναν στο Τεπελένι για τη λευτεριά... Πάλευαν, πολεμούσαν ενωμένοι σαν μια γροθιά, ο «χαμένος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας», ο Κωνσταντίνος Δαβάκης, ο συνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, που σκοτώθηκε παραμονή του Αγίου Νικολάου, καβάλα στο άσπρο άλογό του, ο Σταμούλης ο λοχίας από την Αμφιλοχία, όλοι... Μην ξέροντας τι θα τους περίμενε, τέσσερα χρόνια αργότερα, όσους είχαν επιζήσει, φυσικά… Γιατί, το Δεκέμβριο του 1944, τα ίδια παιδιά – και πολλά άλλα μαζί τους, πέθαιναν στους δρόμους, στις πλατείες και στα οδοφράγματα της Αθήνας, για μια άλλη λευτεριά, που όμως τώρα ήταν πια χρωματισμένη, βαθιά, 41


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

διχαστικά και ανεξίτηλα.  Ήταν η κόκκινη λευτεριά των μεν, η γαλάζια, τότε, όλων των υπολοίπων. Αλλά το αίμα και των μεν και των δε, όταν χυνόταν στα οδοφράγματα ή στις τόσο εύκολες εκτελέσεις εκείνων των εβδομάδων ήταν κόκκινο. Και ήταν αίμα ελληνικό. Για τη συγκεκριμένη περίσταση ειδικά ήταν και αίμα εγγλέζικο, πολύ αίμα και από αυτό. Ρώσικο, ούτε σταγόνα, δε… χρειάσθηκε να χυθεί εκείνες τις πικρές και άγριες ημέρες του Δεκέμβρη. Οι πέντε Σοβιετικοί αξιωματικοί, πού αποτελούσαν την «ομάδα Συνδέσμου», με το συνταγματάρχη Ποπώφ επικεφαλής ήσαν καλά και άνετα εγκαταστημένοι, και άψογα ουδέτεροι, στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», μαζί με Αμερικανούς δημοσιογράφους, το στρατηγό Σκόμπι και μια πανικόβλητη ομάδα Ελλήνων πολιτικών που έλεγαν ότι ήσαν η ελληνική κυβέρνηση. Αυτή που με το Γ. Παπανδρέου επικεφαλής, 45 ημέρες πριν, στις 18 Οκτωβρίου, είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, στη χαραυγή μιας ελευθερίας, που τώρα πια φαινόταν τόσο μακρινή και απρόσιτη, πιο απρόσιτη ακόμη και από τις πρώτες ημέρες της σκλαβιάς, 43 μήνες νωρίτερα. Γιατί, τώρα, η μισή Ελλάδα πολεμούσε μανιασμένα την άλλη μισή και οι ιαχές της χαράς και του θριάμβου των ημερών τής απελευθέρωσης, επτά εβδομάδες νωρίτερα, είχαν αντικατασταθεί από κραυγές μίσους, εμφυλίου πολέμου, αίματος και μιας αβύσσου που έμοιαζε να τις χωρίζει. Εξήντα χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 2004, χρειάστηκε να θυμηθώ εκείνην την ιστορία και να γράψω για τα γεγονότα εκείνου του μήνα, ιδωμένα όμως πλέον από τη σκοπιά του 21ου αιώνα. «Δεκέμβριος ήταν και τότε» έγραφε ο τίτλος εκείνων των οδυνηρών αναμνήσεων.

42


Μοιάζει ατελείωτη η δημοσιογραφική –και η άλλη– πορεία του ανθρώπου που έγραψε αυτό το βιβλίο. Η «άλλη» που ξεκίνησε, στη σκοτεινή και φοβερή καταχνιά της Κατοχής, από το Σανατόριο-Φυλακή «Σωτηρία» και η δημοσιογραφική που ξεκίνησε πριν από 786 μήνες, την Άνοιξη του 1947, από το «Ριζοσπάστη» του Κ. Καραγεώργη. Ότι αυτή η πορεία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, απλώς δείχνει ότι υπήρξε χαλκέντερη η μανιάτικη και μακεδονική φύτρα του. Ότι η δημοσιογραφική πορεία του, συνεχίζεται χωρίς διακοπή, χωρίς «ταξίδια» σε άλλους γειτονικούς χώρους, με παράδοξα, ενίοτε και δύσκολα σκαμπανεβάσματα, σε δύο ίσως, δεκάδες εργοδότες, χωρίς συμβιβασμούς, όμως και πάντοτε χωρίς παρωπίδες, είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ίσως, επειδή απαρνήθηκε, έγκαιρα –και άγρια– τη θεωρία που έλεγε ότι «ένα είναι το Κόμμα», ακριβώς για να έχει τη δυνατότητα να μην ανήκει σε κανένα κόμμα, με δεσμούς ιδιοκτησίας που νομίζουν πολλοί ηγέτες ότι έχουν, ακόμη και με τους ενίοτε, απλούς ψηφοφόρους τους.

43 Φωτογραφία εξωφύλλου: Αγαμέμνων Φαράκος.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΦΑΡΑΚΟΣ

Οι σκιές αρχίζουν να βαραίνουν περισσότερο από ότι τα προηγούμενα χρόνια, και στο ημίφως που δημιουργείται, έχουν ανθρώπινες μορφές. Άλλοτε, είναι τοποθεσίες τόπων, όπου βρέθηκα, πέρασα ή έζησα. Κάποιες φορές μοιάζουν με επαναστατικά πανό, άλλες ώρες, πάλι, θυμίζουν κελιά φυλακής, δάση από πουρνάρια της Ικαρίας, το παλιό κτίριο του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο, δύο φρικτές αγχόνες στη Δαμασκό, τον πεζόδρομο της Κνέζα Μιχαήλοβα στο Βελιγράδι, και, ένα Στρατάρχη που παλεύει και δεν εννοεί να πεθάνει... Είδα τους Γερμανούς να παίρνουν το σπίτι μας και να γινόμαστε πρόσφυγες στην ίδια τη γειτονιά μας. Χρόνια, τρέχαμε ένα απόγευμα, σαν τρελοί να προλάβουμε να βγάλουμε πρώτοι εμείς Παράρτημα, εκείνον τον πικρό Νοέμβρη του 1963, όταν δολοφονήθηκε ο Κένεντι. Και τα γερμανικά τρικινητήρια Junker να περνούν, είκοσι δύο χρόνια νωρίτερα πάνω από τα κεφάλια μας, πετώντας για να ρίξουν τους αλεξιπτωτιστές που κατάκτησαν τότε και την Κρήτη.

44


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.