Ανδρέας Γούτης | Οι κόκκινες μπότες | Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

Οι κόκκινες μπότες ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ Ανδρέας Γούτης Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Εποπτεία έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης | dk design Φωτογραφία εξωφύλλου: Dreamstime.com © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Ανδρέας Γούτης Απρίλιος 2014 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-775-0


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ


ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔIΟΥ:

— Δάσκαλε... όταν δίδασκες, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2012 — Μοιραίο διαμάντι, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2012 — Οι κόκκινες μπότες, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2014


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

ΟΙ Κ ΟΚΚΙΝΕΣ Μ ΠΟΤΕΣ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ



Στη μνήμη της λατρεμένης μου μητέρας Έλλης, που έφυγε πολύ νωρίς



1

Κατά το δειλινό, όταν ο πύρινος δίσκος του ήλιου

αποφασίζει να εγκαταλείψει για μερικές ώρες τον ουράνιο θόλο, παραχωρώντας τη θέση του σε άλλα, λιγότερο φωτεινά, ουράνια σώματα, μοιάζει ντροπαλός, κοκκινίζοντας τον ορίζοντα, σαν να νιώθει τύψεις για τη φυγή του. Αυτή η φυγή προς τη δύση, πολλές φορές, συνοδεύεται από διάχυτες αποχρώσεις του κόκκινου, αναμειγμένες με λίγο γαλάζιο, γκρι και κίτρινο σε όλους τους τόνους, δημιουργώντας αφηρημένες συνθέσεις, πολλές φορές μοναδικού κάλλους, καδράροντας ένα θαυμάσιο πίνακα ζωγραφικής. Ένα τέτοιο φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα, στο ταρατσάκι ενός κάτασπρου πετρόχτιστου σπιτιού στην Οία της Σαντορίνης, απολάμβανε η Αλίκη τον απογευματινό της καφέ, ένα σούρουπο του Σεπτέμβρη. Η κίνηση των τουριστών στα στενά σοκάκια είχε


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

αραιώσει αρκετά, ιδιαίτερα μετά από μια καταρρακτώδη φθινοπωρινή βροχή, που είχε ξεσπάσει το πρωινό. Το βλέμμα της Αλίκης ήταν απλανές, λες και βρισκόταν σε άλλον κόσμο, ασυγκίνητο απ’ το θέαμα κι ας ξεδιπλωνόταν μπροστά της ο εξαιρετικός φυσικός πίνακας «Ηλιοβασίλεμα στην Οία». Χιλιάδες σκέψεις είχαν στήσει χορό στο μυαλό της που την προβλημάτιζαν, χωρίς να μπορεί να πάρει τελικές αποφάσεις. Είχε θαυμάσει πολλά ηλιοβασιλέματα αυτούς τους δυο μήνες που είχε απομονωθεί σ’ αυτό το δωμάτιο, χωρίς να καταφέρει να βρει λύσεις στα βασανιστικά προβλήματα που την απασχολούσαν. Πίστευε πως η απομόνωση θα τη βοηθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της και ν’ αναδιοργανώσει τη ζωή της· μάταια όμως. Η αλήθεια είναι πως το φυσικό περιβάλλον και η ομορφιά του που την περιέβαλλαν είχαν κατευνάσει κάπως το μεγάλο θυμό και την οργή που είχε μέσα της, ωστόσο η φυγή απ’ την πραγματικότητα δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση, δεν είναι καν λύση. Ένα τηλεφώνημα στο κινητό, απ’ την εφημερίδα που εργαζόταν τα τελευταία χρόνια ως δημοσιογράφος, την επανέφερε στην πραγματικότητα. Έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα· η παράταση της άδειας που είχε ζητήσει, είχε εξαντληθεί προ πολλού, εκείνη, όμως, δεν ένιωθε ακόμη έτοιμη να επιστρέψει. Η σκέψη 10


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

και μόνο πως θα ξαναβρισκόταν σ’ εκείνο το θλιβερό περιβάλλον που θα της έφερνε στο μυαλό τραγικές αναμνήσεις, της δημιουργούσε φοβερό πανικό. Από τις μαύρες σκέψεις την έβγαλε η παρουσία, στο άνοιγμα της πόρτας του δωματίου, της σπιτονοικοκυράς της, της κυρα-Μάρθας, μιας καλοσυνάτης μεσόκοπης γυναίκας του χωριού. Της έφερνε ζεστό ψωμί που μόλις είχε ξεφουρνίσει. Η κυρα-Μάρθα, χήρα ναυτικού, ζούσε με μια μικρή σύνταξη που της είχε αφήσει ο συγχωρεμένος ο άνδρας της και με τα ενοίκια από τα τρία δωμάτια που διέθετε σε τουρίστες τους καλοκαιρινούς μήνες. Όλο τον άλλο καιρό, ασχολούνταν με τη συγκομιδή και αποξήρανση αρωματικών φυτών και βοτάνων, που υπήρχαν άφθονα στο νησί. Δεν υπήρχε φυτό, που να μη γνωρίζει το όνομα και τις ιδιότητές του. Αυτά τα είχε μάθει απ’ τη γιαγιά της που, μεταξύ των άλλων, ήταν και μαμή. Τσάι του βουνού, φασκόμηλο, μέντα, μολοχάνθη, θυμάρι, ταραξάκο, αψιθιά, φλησκούνι, απήγανο, ρείκι, καλέντουλα, ρίγανη, λεβάντα κι ένα σωρό άλλα φυτά με παράξενα ονόματα και ιδιαίτερες φαρμακευτικές ιδιότητες. Τα αποξηραμένα φυτά, με τον ξεχωριστό τρόπο που απαιτούσε το καθένα, τα συσκεύαζε και τα έστελνε σε μια μεγάλη αποθήκη μπαχαρικών στην Αθήνα. Αρκετά απ’ αυτά, τα κρατούσε για προσωπική χρήση, αλλά και για κατανάλωση στο νησί, αφού όλοι την ήξεραν για τη μοναδικότητα της συλλογής 11


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

της, αλλά και για τις ιατρικές γνώσεις της. Ήταν μια πρακτική γιατρός «πρωτοβάθμιας φροντίδας», που πρόθυμα βοηθούσε τους συγχωριανούς της, σε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας. «Αλίκη μου, σου έφερα λίγο ζεστό ψωμάκι για να κολατσίσεις. Όμως, τι βλέπω, πάλι στις μαύρες σου είσαι;». «Άσε, κυρα-Μάρθα, όσο πλησιάζει ο καιρός που πρέπει να φύγω απεδώ και να επιστρέψω στη ζούγκλα της Αθήνας, με πιάνει πανικός. Βλέπεις, εκτός των άλλων, θα μου λείψει και η γλυκιά παρουσία σου και η φροντίδα σου· πότε θα ξαναφάω εγώ ζεστό σπιτικό ψωμάκι;». «Ο Θεός να σε φωτίσει, κόρη μου, εγώ είμαι μια γυναίκα του χωριού, χωρίς καμιά ιδιαίτερη μόρφωση και δεν καταλαβαίνω πολλά πράματα· έχεις όλα τα καλά του Θεού, νιάτα, ομορφιά, καλή δουλειά, τίποτα δε σου λείπει. Γιατί μαραζώνεις, κορίτσι μου, κλεισμένη όλη μέρα εδώ μέσα;» είπε γεμάτη απορία η κυρα-Μάρθα. «Αχ κυρα-Μάρθα, πόσο αγνή και καλόκαρδη είσαι! Έχεις δίκιο, γιατί δεν ξέρεις το σαράκι που με κατατρώει. Σ’ ευχαριστώ πολύ για την αγάπη και το ενδιαφέρον που μου δείχνεις· όσο για το ζεστό ψωμί που μοσχοβολάει, θα το τιμήσω αργότερα. Και πάλι σ’ ευχαριστώ». Αποτέλειωσε τον καφέ της η Αλίκη και σηκώθηκε να 12


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

μαζέψει τ’ αποτσίγαρα και το φλιτζάνι της. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο ήλιος βουτούσε στη θάλασσα και χανόταν στο βάθος του ορίζοντα, σαν να την προέτρεπε να βιαστεί για να προλάβει το φέγγος του δειλινού. Ένα ακόμη μεγαλοπρεπές ηλιοβασίλεμα είχε ολοκληρωθεί, αφήνοντας έκθαμβους τους τελευταίους τουρίστες που είχαν απομείνει, να μαζέψουν τα τρίποδα και τις φωτογραφικές τους μηχανές· ό,τι πρόλαβαν τράβηξαν. Φορώντας μια βερμούδα και αθλητικά παπούτσια, όπως συνήθιζε, βγήκε στο δρόμο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και με βιαστικά βήματα ανηφόρισε τα στενά σοκάκια της Οίας για να βρεθεί στη δημοσιά. Το γλυκό σούρουπο μετά το ηλιοβασίλεμα, της δημιούργησε την επιθυμία να περπατήσει σε ένα μοναχικό μονοπάτι που οδηγούσε σ’ ένα ξέφωτο άγριας χλωρίδας. Η καλοκαιρινή μυρωδιά του βρεγμένου αποβραδίς χώματος, που είχε αρχίσει να δροσίζεται και πάλι μετά το μεσημεριανό ήλιο, της τρύπησε τα ρουθούνια· ένα κύμα ευεξίας πλημμύρισε τα σωθικά της συνοδεύοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ήταν απίστευτο πόσο την ηρεμούσαν οι μυρωδιές του φασκόμηλου, της μέντας και της άγριας ρίγανης. Ήθελε, έστω για λίγο, να ξεχαστεί, ν’ αποβάλει απ’ το μυαλό της τις θλιβερές αναμνήσεις που βάραιναν την ψυχή της. Ξαφνικά, πρόβαλλε δειλά μπροστά της μια μι13


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

κρούλα σαύρα. Ακαριαία, έγινε μέσα της μια ανεξέλεγκτη ανατροπή· σαν να δέχτηκε το κορμί της ηλεκτρική εκκένωση, ένα κύμα μίσους και εκδίκησης θόλωσε το μυαλό και το βλέμμα της και με μια γρήγορη κίνηση πάτησε τη μικρή σαύρα συνθλίβοντάς τη. Σαν να μην έφτανε αυτό, πάτησε και ξαναπάτησε με μανία ό,τι είχε απομείνει απ’ το μικρό ανυποψίαστο ζωάκι, σαν να ήθελε να το εξαφανίσει εντελώς. Μετά απ’ αυτό το ξέσπασμα, σαν να συνήλθε, έκανε στην άκρη στο μονοπάτι, κάθισε κατάχαμα και ακούμπησε πανικόβλητη το κεφάλι της ανάμεσα στα δυο της χέρια. Τι έκανα; συλλογίστηκε! Τι μου έφταιξε αυτό το μικρό κι ανυπεράσπιστο ζωάκι; Εγώ που αποφεύγω να πατήσω μερμήγκι, πώς το έκανα αυτό; Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της, δάκρυα λύπης, έκπληξης αλλά και απορίας. Δεν είμαι καλά! σκέφτηκε και σφίχτηκε η καρδιά της. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Μήπως αυτό ήταν ένα κακό σημάδι που φανέρωνε μια διαστροφή του τραυματισμένου της ψυχισμού; Μήπως έκρυβε μέσα της και κάποια άλλη Αλίκη, λιγότερο ευαίσθητη, πιο σκληρή και επιθετική; Μήπως στο καταπιεσμένο της υποσυνείδητο είχαν συσσωρευτεί πάθη και μίση, άγνωστα συναισθήματα μέχρι πρότινος, που καιροφυλακτούσαν να εκδηλωθούν στην πρώτη ευκαιρία και τώρα άρχισαν να εκδηλώνονται; Θα πάλευε με 14


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

νύχια και με δόντια ν’ αντιμετωπίσει τους άλλους, αλλά τον εαυτό της, τον άλλο της εαυτό; Αυτόν τον άγνωστο;... Τρομαγμένη, αποφάσισε να λησμονήσει το περιστατικό με τη σαύρα, σαν να μη συνέβη ποτέ, όπως είχε κάνει άλλωστε και παλαιότερα με το τραγικό τέλος του Άνθιμου. Ίσως παρεξήγησε την απερίσκεπτη πράξη της και μες στον πανικό της τη διόγκωσε υπέρμετρα· αυτό, όμως, που την προβλημάτιζε ήταν το γεγονός της επανάληψης. Τελικά μήπως ήταν μια διχασμένη προσωπικότητα; Μερικές φορές σκέφτηκε όταν βρισκόμαστε σε υπερένταση ή έντονη συναισθηματική φόρτιση, μεγεθύνουμε υπερβολικά κάποια ασήμαντα γεγονότα και κάποιες άλλες φορές, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ξεσπάμε στο περιβάλλον μας με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη βιαιότητα. Μ’ αυτές τις σκέψεις και προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα «εγκληματικά» παρορμητικά ξεσπάσματά της, εκλογικεύοντάς τα, πήρε το δρόμο της επιστροφής και με γοργό βήμα κατευθύνθηκε στο μίνι-μάρκετ της περιοχής για να προμηθευτεί λίγη γραβιέρα και μερικές ελιές. Στο δωμάτιο είχαν μείνει και μερικές ντομάτες που της είχε φέρει η κυραΜάρθα, οπότε το βραδινό της στο ταρατσάκι, με το φρέσκο ψωμί, ήταν εξασφαλισμένο.

15


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

Περασμένες έντεκα το πρωί, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι καταϊδρωμένη· ο εφιάλτης που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στα όνειρά της τον τελευταίο καιρό, δεν έλεγε να την αφήσει ήσυχη. Το προηγούμενο βράδυ στο ταρατσάκι της, παρέα μ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι, είχε καταναλώσει ένα μπουκάλι τσίπουρο, συνοδεύοντας το ψωμοτύρι με τις ελιές και την ντομάτα. «Να πάρει η ευχή, το κεφάλι μου είναι ασήκωτο!» είπε και σηκώθηκε να κάνει έναν καφέ να συνέλθει. Απολαμβάνοντας τις πρώτες ρουφηξιές του καφέ και του τσιγάρου της, προσπάθησε να συνδεθεί και πάλι με την πραγματικότητα. Καλή η ρέμπελη ζωή, αλλά ως πότε θα έκρυβε το κεφάλι στην άμμο σαν τη στρουθοκάμηλο; Έπρεπε, επιτέλους, να πάρει και πάλι τη ζωή της στα χέρια της και να συνεχίσει. Αναβάλλοντας για κάποια άλλη στιγμή τις μεγάλες αποφάσεις, έβαλε ένα μπλουζάκι και τη βερμούδα της, πήρε την πετσέτα της και κατηφόρισε προς τη θάλασσα, όπως έκανε κάθε μέρα. Ίσως το θαλασσινό αεράκι και το δροσερό αλμυρό νερό τής ξελαμπικάριζαν το μυαλό. Φτάνοντας στη γνώριμή της μικρή ερημική ακτή ανάμεσα στα απόκρημνα βράχια της καλντέρας, που οι ντόπιοι την ήξεραν σαν το «βράχο του αετού» και που όλο αυτόν τον καιρό είχε γίνει δεύτερο σπίτι της, απαλλάχτηκε από όλα της τα ρούχα –όπως συνήθιζε– και βούτηξε γυμνή στη 16


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

θάλασσα. Αυτή η αμεσότητα της επαφής με το υγρό στοιχείο την έκανε να νιώθει απόλυτα απελευθερωμένη, την εξάγνιζε. Κολύμπησε αρκετή ώρα και στο τέλος αποκαμωμένη, χαλάρωσε κι αφέθηκε να επιπλέει ανάσκελα, έρμαιο στην αγκαλιά της θάλασσας, σε μια περίεργη κατάσταση αποχαύνωσης. Για αρκετή ώρα έπλεε στην επιφάνεια, σχεδόν ακίνητη, απομακρυνόμενη συνεχώς απ’ την ακτή, στο έλεος των ρευμάτων του νερού, σχεδόν μισολιπόθυμη. Από αυτήν την κατάσταση της απόλυτης νιρβάνας την επανέφεραν δυο στιβαρά αντρικά χέρια! Από μια ψαρόβαρκα που έπλεε στην περιοχή θεώρησαν πως το ακίνητο σώμα χρειαζόταν βοήθεια ή ακόμη πως ήταν πνιγμένο. Μετά από λίγη ώρα, ίσως και αρκετή, όταν η Αλίκη συνήλθε και απέκτησε επαφή με το περιβάλλον, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε μια ψαρόβαρκα, έχοντας καλυμμένη τη γύμνια της μ’ ένα κομμάτι μουσαμά, που χρησίμευε σαν κάλυμμα της μηχανής, ανάμεσα σε δυο άντρες που προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν. Ο Αγγελής και ο Μάρκος, αφού είχαν μαζέψει τα δίχτυα που είχαν ρίξει αποβραδίς, ανοιχτά της Οίας, επέστρεφαν στο λιμάνι της Θήρας για να ξεφορτώσουν την ψαριά τους στην ιχθυόσκαλα. Στο δρόμο 17


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

της επιστροφής, θα σταματούσαν για λίγο σ’ έναν όρμο της Οίας για να παραδώσουν σε μια θεια τους –αδελφή της συγχωρεμένης μάνας τους–, έναν μπόγο με ρούχα για πλύσιμο και να πάρουν τα καθαρά. Πλησιάζοντας προσεκτικά την απόκρημνη ακτή, αντιλήφθηκαν το ανθρώπινο σώμα που επέπλεε και όταν πλησίασαν αρκετά είδαν με έκπληξη το γυμνό σώμα της Αλίκης. Από μια ελαφρά κίνηση του χεριού της κατάλαβαν πως ήταν ζωντανή, οπότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, έπεσε με τα ρούχα ο Αγγελής στη θάλασσα και την ανέσυρε στη βάρκα τους, τοποθετώντας την προσεκτικά πάνω στα μαζεμένα δίχτυα. Πρώτος μίλησε ο Αγγελής, που σκύβοντας τρυφερά της ψιθύρισε: «Είσαι καλά, μήπως πονάς πουθενά;». Η Αλίκη ανοίγοντας τα μάτια της και βλέποντας τη γύμνια της, σταύρωσε ασυναίσθητα τα μπράτσα της μπρος στο στήθος της για να καλυφθεί κάπως και με απορημένο βλέμμα απάντησε: «Καλά είμαι, αλλά πώς βρέθηκα εδώ;». «Κι εγώ το ίδιο θα σε ρωτούσα· πώς βρέθηκες μεσοπέλαγα σ’ αυτήν την κατάσταση;» της αποκρίθηκε χαμογελαστά ο Αγγελής. «Κολυμπούσα κοντά στην ακτή· η αλήθεια είναι πως είχα βαρύ κεφάλι και είχα κουραστεί αρκετά! Μετά… δε θυμάμαι τίποτα. Θα σας ήμουν ευγνώμων 18


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

αν με βγάζατε στην ακτή, στο βράχο του “αετού”, αν τον ξέρετε, εκεί που έχω αφήσει τα ρούχα μου». «Και βέβαια τον ξέρουμε το βράχο του “αετού”, εδώ έχουμε μεγαλώσει» απάντησε ο Αγγελής, στρίβοντας το τιμόνι της βάρκας προς την ακτή. «Δε συστηθήκαμε, όμως! Εμένα με λένε Αγγελή και τον αδελφό μου Μάρκο και μένουμε στον όρμο του Αθηνιού. Εσένα πώς σε λένε και πού μένεις;». Είχε βρεθεί αρκετές φορές σε δύσκολη θέση η Αλίκη, όμως, πρώτη φορά της συνέβαινε, να συστήνεται σε δυο άγνωστους άνδρες, εντελώς γυμνή. Σφίχτηκαν τα χείλη της για να συγκρατήσει το γέλιο της. Ένιωσε γελοιοποιημένη! Τι να προέβλεπε άραγε το savoir vivre σε μια τέτοια περίπτωση; σκέφτηκε αστειευόμενη· ωστόσο, βλέποντας μπροστά της αυτούς τους δυο αγνούς νησιώτες, που πάνω απ’ όλα της έσωσαν τη ζωή, επιστράτευσε όλη της την ευγένεια και με φυσικότητα απάντησε: «Με λένε Αλίκη, είμαι δημοσιογράφος και εδώ και δυο μήνες μένω σ’ ένα από τα δωμάτια της κυραΜάρθας, αν την ξέρετε, στον πάνω μαχαλά». «Μα η κυρα-Μάρθα είναι θεία μας!» είπε μιλώντας για πρώτη φορά ο Μάρκος. Φτάνοντας στην ακτή σαλτάρισε ο Αγγελής απ’ τη βάρκα, πήρε τα αφημένα ρούχα και την πετσέτα απ’ τα βράχια και τα ακούμπησε δειλά δίπλα στην Αλίκη. Στη συνέχεια, τα δυο αδέλφια, απασχολούμε19


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

να δήθεν με τη βάρκα τους, γύρισαν την πλάτη τους διακριτικά προς την Αλίκη, αφήνοντάς τη να ντυθεί με την ησυχία της. «Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω» δήλωσε η Αλίκη «αν δεν ήσασταν εσείς… μπορεί να μην ήμουν εγώ…» είπε με νόημα, προσθέτοντας «σας οφείλω τη ζωή μου». «Δε μας οφείλεις τίποτα· ίσως ένα τσιπουράκι στο σπίτι της θείας μας. Τώρα, όμως, πρέπει να φύγουμε, έχουμε ήδη καθυστερήσει, πρέπει να παραδώσουμε τα ψάρια μας στον έμπορα στη Θήρα. Κάποια άλλη στιγμή. Δώσε χαιρετισμούς στη θεια-Μάρθα και πες της πως δεν την έχουμε ξεχάσει» είπε ο Αγγελής χαμογελαστός, όπως πάντα. Όταν έμεινε μόνη η Αλίκη, ανηφορίζοντας τα δαιδαλώδη σοκάκια προς το δωμάτιό της, αναλογίστηκε την περιπέτειά της και πόσο ακριβά θα πλήρωνε την απερισκεψία της να πέσει στη θάλασσα καταμεσήμερα, μετά το μεθύσι που ακόμη δεν της είχε περάσει. Το κεφάλι της βούιζε ακόμη και το στομάχι της είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Επιτάχυνε το βήμα της για ν’ αποφύγει το συντομότερο τις καυτές αχτίνες του ήλιου, που τη χτυπούσαν κατακέφαλα επιδεινώνοντας τον πονοκέφαλό της. Φτάνοντας στο δωμάτιο, βρήκε την κυρα-Μάρθα να την περιμένει· είχε μαγειρέψει σαλιγκάρια με πλιγούρι και της είχε φέρει σ’ ένα κατσαρολάκι. Η Αλίκη 20


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

της αφηγήθηκε την περιπέτειά της και τον παραλίγο πνιγμό της. Η κυρα-Μάρθα σταυροκοπήθηκε, ενώ με την ποδιά της σκούπισε ένα κρυφό δάκρυ που ήταν έτοιμο να κυλήσει. Χωρίς να πει τίποτα, αγκάλιασε σφιχτά την Αλίκη, ενώ ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε απ’ τα χείλη της: «Δόξα τω Θεώ! Να προσέχεις, κόρη μου, η θάλασσα δεν έχει μπέσα». Η Αλίκη ξαφνιάστηκε απ’ το ξέσπασμα της κυρα-Μάρθας, όταν όμως επανέφερε στη μνήμη της κάποιες ιστορίες που της είχε πει παλαιότερα, τη δικαιολόγησε. Είχε χάσει τον άντρα της σ’ ένα ναυάγιο στο Λιβυκό Πέλαγος, που ψάρευε με το τσούρμο του σφουγγάρια και ο μοναχογιός της είχε σκοτωθεί ψαρεύοντας με δυναμίτη, που δεν πρόλαβε να πετάξει κι έσκασε στα χέρια του. Χαροκαμένη γυναίκα, που έμεινε μόνη κι έρημη σ’ αυτήν την άκρη του νησιού και αιτία των δεινών της ήταν η θάλασσα. Όταν άκουσε, όμως, πως την έσωσαν τα ανίψια της, το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Τον ανιψιό μου τον Αγγελή, γιο της αδελφής μου, τον έχω σαν γιο μου. Είναι πολύ καλό παιδί, άξιος δουλευτής, αλλά άτυχος· έφτασε στα τριάντα του κι ακόμη δε βρέθηκε μια καλή κοπέλα να νοικοκυρευτεί». Το γεγονός είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, όταν ένα πρωι­ 21


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

νό, μετά από μια εβδομάδα, εμφανίστηκε ο Αγγελής, κρατώντας μια μεγάλη σφυρίδα, γύρω στα τρία κιλά. «Καλημέρα, θεια! Πάρε αυτό το ψάρι, να το μαγειρέψεις όπως ξέρεις εσύ· το βραδάκι θα φέρω κρασάκι να το γλεντήσουμε, πες και στην Αλίκη, αν θέλει να μας κάνει την τιμή» και μ’ αυτά τα λόγια γύρισε την πλάτη του κι έφυγε. Η Αλίκη που εκείνη την ώρα έπινε τον καφέ της στο ταρατσάκι, τον είδε να πλησιάζει και πίστεψε πως θα της χτυπούσε την πόρτα. Όμως, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Δαγκώθηκε. Δεν είχε έρθει, λοιπόν, γι’ αυτή! Ένιωσε τη γυναικεία της φιλαρέσκεια να θίγεται· άραγε δεν τον είχε συγκινήσει ως γυναίκα; Απ’ την άλλη, σκεφτόταν, τι δουλειά είχε εκείνη με το νεαρό ψαρά; Δεν είχε καμιά διάθεση να μπλέξει σε περιπέτειες· όμως… αυτό το «όμως» ήταν που την τρόμαξε. Τι της είχε συμβεί; Μπορεί ο Αγγελής να ήταν ένας γεροδεμένος άντρας με ξανθά μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια σαν το βυθό της θάλασσας, όμως εκείνη, ήταν έτοιμη να κάνει νέες γνωριμίες; Εκείνη τη μέρα δεν κατέβηκε να κολυμπήσει στη θάλασσα. Όταν της είπε η κυρα-Μάρθα πως το βραδάκι θα ερχόταν ο Αγγελής με κρασί να φάνε τη σφυρίδα, έμεινε στο δωμάτιο να κάνει κούρα ομορφιάς. Λούστηκε, έβαλε τις κρέμες της, έκανε μια μάσκα 22


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

προσώπου και χτενίστηκε, όπως δεν είχε κάνει ολόκληρο το καλοκαίρι. Έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με κλειστά μάτια. Όμως, γιατί τα έκανε όλα αυτά; Τι ήθελε να πετύχει; Ήθελε να εντυπωσιάσει τον Αγγελή, αυτόν τον απλό νησιώτη; Τι ήθελε τελικά; Μ’ αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε. Είχε δροσίσει αρκετά και οι συνθήκες ήταν ιδανικές για έναν απολαυστικό μεσημεριανό ύπνο. «Ξύπνα μαμά, πεινάμε, τι θα φάμε σήμερα;». Τέσσερα πιτσιρίκια τής τραβολογούσαν το σεντόνι. Πετάχτηκε επάνω τρομοκρατημένη. Δεν είχε μαγειρέψει τίποτα για τα παιδιά της και τον άντρα της. «Ο πατέρας σας πού είναι;». «Μπαλώνει τα δίχτυα του και είπε να σου πούμε πως θ’ αργήσει λίγο μην ανησυχήσεις». «Ευτυχώς που θ’ αργήσει να έρθει ο Αγγελής, οπότε κάτι θα ετοιμάσω για να φάμε» σκέφτηκε η Αλίκη με ανακούφιση και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Αλίκη μου, είσαι καλά; Χτυπάω την πόρτα σου και δεν απαντάς. Εσύ συνήθως τα μεσημέρια δεν κοιμάσαι» ήταν η κυρα-Μάρθα που ήθελε να ρωτήσει αν της άρεσε το αυγολέμονο στη σούπα και να την ενημερώσει πως θα ερχόταν κι ο Αγγελής να φάνε παρέα, κατά τις οκτώ. 23


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

Η Αλίκη πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι αναστατωμένη. Τι όνειρο-εφιάλτης ήταν αυτό; Τι δουλειά είχε αυτή στο νησί παντρεμένη με τόσα παιδιά; Με την ιδέα και μόνο πανικοβλήθηκε. Όταν έκανε έναν καφέ και άναψε ένα τσιγάρο, ξανασκέφτηκε το όνειρο πιο ψύχραιμα και χαμογέλασε. Λες το κάρμα της να την είχε προορισμένη για πολύτεκνη μάνα, γυναίκα ενός ψαρά, μακριά απ’ την πολύβουη Αθήνα; Μπα, πολύ απίθανο είναι. Η φαντασία μου καλπάζει, επηρεασμένη από τις δημοσιογραφικές μου εμπειρίες σκέφτηκε και συνέχισε να χαμογελάει αυτάρεσκα. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι ευδιάθετη κι άρχισε να ετοιμάζεται. Ελαφρύ διακριτικό μακιγιάζ, τα μαλλιά σηκωμένα ψηλά σινιόν για ν’ αναδεικνύεται ο μακρύς λαιμός της κι ένα ζευγάρι μακριά κρεμαστά σκουλαρίκια συνέθεταν ένα πορτρέτο αρχαίας Ελληνίδας. Το μακρύ, μέχρι τον αστράγαλο, μπλε μερσεριζέ φόρεμα ολοκλήρωνε την εμφάνισή της. Μόνο κατάλληλα παπούτσια δε διέθετε, αλλά μάλλον δε χρειάζονταν· θα έμενε ξυπόλυτη. Όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ξαφνιάστηκε! Είχε πολύ καιρό ν’ αντικρίσει αυτήν την εικόνα της «γυναίκας». Το ξάφνιασμα δεν ήταν μόνο οπτικό, ήταν και συνειδησιακό. Τι έκανε και πού αποσκοπούσε όλη αυτή η ετοιμασία; Σχεδόν τρομαγμένη, κάθισε σε μια καρέκλα σκεπτική. Πού πας Αλίκη; Σύνελθε! Δεν παίζουν με τα 24


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

συναισθήματα των άλλων! Δε σου φταίει σε τίποτα το παλικάρι. Ωστόσο, το νερό είχε μπει πια για τα καλά στο αυλάκι και τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τη ροή του. Κατά τις οκτώ χτύπησε η πόρτα της και η κυρα-Μάρθα την ενημέρωσε πως είχε έρθει ο Αγγελής κι όποτε ήθελε μπορούσε να κατεβεί στην αυλή κι εκείνη. Σχεδόν ταραγμένη, έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη της, έβαλε λίγη κολόνια πίσω απ’ τους λοβούς των αυτιών της, πήρε ένα μικρό τσαντάκι με τα τσιγάρα της και κατέβηκε στην αυλή της κυρα-Μάρθας. Το τραπέζι κάτω απ’ την κληματαριά ήταν στρωμένο με τ’ απαραίτητα· ζυμωτό ψωμί, ελιές και το κρασί που λαμπύριζε στην καράφα. «Καλησπέρα σας!» είπε σχεδόν τραγουδιστά η Αλί­κη. «Καλώς το, το κορίτσι μου!» αποκρίθηκε η κυρα-Μάρθα. «Εσύ δε μιλάς, δε χαιρετάς την Αλίκη;» ρώτησε τον ανιψιό της. Ο Αγγελής είχε μείνει στήλη άλατος με την εμφάνιση της Αλίκης. Σάστισε και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί, σε τι θεά αντιστοιχούσε, εκείνο το ηλιοκαμένο, γυμνό και άψυχο γυναικείο σώμα, που είχε ανασύρει τις προάλλες στη βάρκα του. Παρατηρούσε το θεσπέσιο 25


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

γυναικείο πλάσμα και δεν το αναγνώριζε· έτριβε τα μάτια του για να σιγουρευτεί πως έβλεπε καλά. «Τι έπαθες, Αγγελή μου, γιατί δε μιλάς;». «Γιατί φοβάμαι πως αν μιλήσω θα εξαφανιστεί η θεϊκή οπτασία που βλέπω μπροστά μου». «Υπερβολές! Δεν είμαι δα και καμιά θεά!» είπε η Αλίκη φιλάρεσκα και πλησιάζοντας του πρότεινε το χέρι. Ο Αγγελής, που δεν είχε ακόμη συνέλθει απ’ το ξάφνιασμα, άπλωσε τα δυο του στιβαρά χέρια και έκλεισε μέσα το λεπτό χεράκι της Αλίκης. «Μου φαίνεται πως ήρθε η ώρα να συστηθούμε κανονικά και με τους τύπους» ψιθύρισε και γέλασαν κι οι δυο, φέρνοντας στη μνήμη τους την εικόνα των συστάσεων, μεσοπέλαγα, μες στη βάρκα. «Αλίκη η διασωθείσα...». «Αγγελής ο τυχερός...». Η βραδιά, όπως ήταν αναμενόμενο, κύλησε πολύ ευχάριστα. Μετά τις πρώτες στιγμές αμηχανίας, το κλίμα στο τραπέζι άλλαξε σύντομα. Θες το υπέροχο κρασί που είχε φέρει ο Αγγελής, θες η νοστιμότατη ψαρόσουπα της κυρα-Μάρθας, θες η γλυκιά βραδιά, ίσως και η ψυχική διάθεση της συντροφιάς, δημιούργησαν συνθήκες απόλυτης ευφορίας. Τα αστεία και τα πειράγματα εναλλάσσονταν και στο τέλος, πήρε ο Αγγελής την κιθάρα του κι άρχισε να παίζει και 26


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

να σιγοτραγουδάει παλιά νοσταλγικά τραγούδια, με μια βελούδινη φωνή. Αυτήν τη φορά ήταν η Αλίκη που ξαφνιάστηκε. Ανακάλυπτε μια ακόμη πτυχή της προσωπικότητας του Αγγελή, την καλλιτεχνική. «Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε συνοδεύσω στο τραγούδι· η φωνή μου είναι τραχιά, ίσως να φταίει το τσιγάρο» ομολόγησε με θλίψη η Αλίκη. «Μπορώ να τραγουδάω εγώ και για τους δυο μας. Άλλωστε κάποια τραγούδια ακούγονται καλύτερα ως μονωδία. Εσύ ίσως είσαι πλασμένη να χειρίζεσαι το λόγο στη γραπτή του μορφή, ως δημοσιογράφος». Αυτά κι άλλα πολλά είπαν κι έφθασαν στο σημείο να μιλάνε με ιδιαίτερη οικειότητα, σαν να γνωρίζονταν από παλιά. Κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι του ο Αγγελής και απόρησε: «Ξέρεις τι ώρα πήγε; Θα πρέπει να φύγω γιατί ο Μάρκος μόνος του θα δυσκολευτεί να ρίξει τα δίχτυα» είπε κι έκανε να σηκωθεί, μα κοντοστάθηκε. «Πού πήγε η θεία μου;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα. Δεν είχαν αντιληφθεί, πως η κυρα-Μάρθα είχε φύγει διακριτικά πριν από αρκετή ώρα, για να τους αφήσει μόνους. «Ελπίζω να ξαναβρεθούμε σύντομα, όχι βέβαια… στο πέλαγος. Πέρασα πολύ ωραία, αγαπητή μου Αλίκη». 27


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

«Κι εγώ πέρασα μια απ’ τις ωραιότερες βραδιές της ζωής μου· σ’ ευχαριστώ πολύ, για… όλα, όσα έχεις κάνει για μένα. Μου επιτρέπεις να σε φιλήσω;» και μ’ αυτές τις λέξεις έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. Με δυσκολία ανέβηκε στο δωμάτιό της και όπως ήταν ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το κρασί τής είχε φέρει μια ευχάριστη ζάλη, μια χαλάρωση πρωτόγνωρη· ήταν άραγε μόνο το κρασί; Ελάχιστες φορές στη ζωή της είχε νιώσει έτσι. Τα μάτια της βάρυναν κι ένας γλυκός ύπνος την αγκάλιασε τρυφερά. Μια τρυφερή μελωδία ακούστηκε απ’ την ανοιχτή της μπαλκονόπορτα· το «ρομαντσέρο», ένα ρομαντικό μουσικό κομμάτι, άγνωστου συνθέτη, που παίζεται μόνο από κιθάρα. Θα ήταν περίπου δέκα η ώρα όταν ξύπνησε η Αλίκη. Παρέμεινε στο κρεβάτι με κλειστά μάτια, σαν να μην ήθελε να σταματήσει τη ροή των εικόνων που πρόβαλλαν μπροστά της απ’ τη χθεσινή βραδιά. Της φαινόταν απίστευτο αυτό που έζησε την προηγουμένη, παρέα μ’ έναν άγνωστο μέχρι χθες. Ακόμη και ο ύπνος της ήταν ανάλαφρος, σαν να έπλεε ανάμεσα σε πούπουλα. Κι εκείνη η κιθάρα που έπαιξε το «ρομαντσέρο», τι ήταν, καντάδα ή όνειρο; Μουδιασμένη από μια γλυκιά χαλάρωση, σηκώθηκε τελικά απ’ το κρεβάτι κι έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της για να συνέλθει. Ένας καφές της 28


ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

χρειαζόταν επειγόντως. Όσο τον ετοίμαζε, προσπάθησε να σιγοτραγουδήσει κάποιο τραγουδάκι απ’ τα χθεσινά. Δυστυχώς, όμως, οι νότες που έφταναν στ’ αυτιά της τής θύμιζαν περισσότερο ξεκούρδιστη λατέρνα. Θυμήθηκε τα λόγια του Αγγελή: «Μπορώ να τραγουδάω εγώ και για τους δυο μας»· σίγουρα είχε δίκιο. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα της, ήταν η κυρα-Μάρθα. «Καλημέρα, Αλίκη! Είσαι καλά; Χθες ήπιατε τον άμπακο, πέντε κιλά κρασί. Ανησύχησα λιγάκι». «Μια χαρά είμαι, κυρα-Μάρθα, και σας ευχαριστώ πολύ, εσένα και τον ανιψιό σου· πέρασα μια ονειρεμένη βραδιά». «Αλήθεια, τι του έκανες του Αγγελή μου και είναι τρελός και παλαβός μαζί σου; Πριν λίγο ήταν εδώ, ήρθε δήθεν να με βοηθήσει να μαζέψουμε το τραπέζι, αλλά συνεχώς έβλεπε προς το ταρατσάκι σου μήπως και σε δει. Με ρωτούσε συνέχεια για σένα. Θα ξαναπεράσει το βραδάκι, μου είπε». «Εγώ του έκανα ή εκείνος μου έκανε, κυρα-Μάρθα; Έπεσε στο κεφάλι μου σαν κεραυνός και δεν ξέρω πώς θα συνέλθω». «Δε σας καταλαβαίνω εσάς τους νέους. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζει η διάθεσή σας· εγώ πάντως, το μόνο που έκανα ήταν να μαγειρέψω την ψαρόσουπα» είπε απολογητικά η κυρα-Μάρθα, ενώ μια λάμψη φώτισε το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. 29


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

Από εκείνο το απόγευμα και μετά, έγινε καθημερινή συνήθεια η επίσκεψη του Αγγελή στο σπίτι της θείας του, με προφανή λόγο, τη συνάντηση με την Αλίκη. Έκαναν μαζί ατέλειωτους περιπάτους, πότε στον περιφερειακό δρόμο της Καλντέρας με θέα το πέλαγος και πότε στα μοναχικά μονοπάτια του κοντινού άλσους. Στις αμέτρητες συζητήσεις τους, πότε συντροφιά με το καφεδάκι τους και πότε με το κρασάκι και το μεζεδάκι τους, είχαν καταθέσει εκατέρωθεν τα εσώψυχά τους. Ο Αγγελής ήταν ένας αγνός νησιώτης με πολλές ευαισθησίες, που ονειρευόταν να συναντήσει τον άγγελο, που θα έφτιαχνε μαζί του μια ωραία οικογένεια. Η Αλίκη τού περιέγραψε σε γενικές γραμμές τη ζωή της στην Αθήνα και τις υποχρεώσεις της στην εφημερίδα, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες σχετικά με την προσωπική της ζωή. Ίσως ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να του αποκαλύψει, κάποιες από τις βασανιστικές αναμνήσεις του παρελθόντος, που την κυνηγούσαν εφιαλτικά τις νύχτες.

30


2

Ο Παράσχος, αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας εφη­

μερίδας «Ρεπόρτερ», ιδιαίτερα εκνευρισμένος, προσπαθούσε ανεπιτυχώς να κλείσει την ύλη της εβδομάδας. Κάτι δεν του άρεσε, έλειπε το στοιχείο του εντυπωσιασμού. Τον τελευταίο καιρό η εφημερίδα σερνόταν· κυκλοφορούσε χωρίς κάτι το συναρπαστικό. Η αλήθεια είναι, πως όλοι οι ρεπόρτερ δημοσιογράφοι αγωνίζονταν φιλότιμα, ωστόσο, δεν κατάφερναν να βρουν θέματα μεγάλου ενδιαφέροντος. Αν ήταν εδώ η Αλίκη, όλο και κάτι συνταρακτικό θα ξετρύπωνε αυτή η γάτα. Έχουμε πέσει σε τέλμα... σκέφτηκε ο αρχισυντάκτης και έπιασε στα χέρια του το τηλέφωνο. «Έλα Αλίκη μου, ο Παράσχος είμαι. Καλά τόσο καιρό δε χόρτασες ακόμη τις διακοπές σου; Δε νο31


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣμίζεις πως πρέπει να γυρίσεις στην εφημερίδα; Μας ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΟΥΤΗΣ

λείπεις πολύ, τόσο σ’ εμένα όσο και στους συναδέλφους σου». Η αδικία, η οργή, το μίσος κι η απόγνωση μπορούν να μας οδηγήσουν σε Δεν τόλμησε να ομολογήσει, πως στην πραγματιαπίστευτα ακραίες πράξεις με ολέθριες συνέπειες που δε χωράει ο ανκότητα έλειψε απ’ την ν’ εφημερίδα, φοβούμενος μην θρώπινος νους, στην προσπάθεια αποδοθεί δικαιοσύνη, που μπορεί και να μην τουαποδοθεί ζητήσειποτέ… καμιά αύξηση. «Έχεις Κι εγώ πιστεύω πως πρέπει να γυΤο μυθιστόρημα «Οιδίκιο. κόκκινες μπότες» του Ανδρέα Γούτη είναι μια συρίσωανθρώπινη στη δουλειά· άλλωστε μου τέλειωσαν και τα την γκλονιστική, ιστορία με αστυνομική πλοκή, που ξετυλίγει υπαρξιακή διαδρομή μιαςτακτοποιήσω έγκριτης δημοσιογράφου, τηςεπιστρέΑλίκης, μέσα χρήματα. Μόλις κάποιο θέμα, απ’ τις πολύπλοκες διαπροσωπικές της σχέσεις που τη στιγμάτισαν, οδηφω στην Αθήνα με φορτισμένες τις μπαταρίες μου, γώντας την σε αδιέξοδες, σκοτεινές, ψυχικές ατραπούς. ξεκούραστη κι έτοιμη για τρεχάματα, που ξέρω καλά Ίντριγκες, δολοφονίες πάθους με δηλητήρια, βότανα κι άλλους απίστευπως με περιμένουν στην εφημερίδα σου μετά από τους τρόπους, απίθανα ατυχήματα, φλογεροί έρωτες, ανεκπλήρωτες επιτόσο καιρό που λείπω» είπε η Αλίκη κλείνοντας το θυμίες και μοιραίες συμπτώσεις σκιαγραφούν μια ιστορία που θα μποτηλέφωνο. ρούσε να βιώσει ο καθένας μας. Και τώρα ενώπιος ενωπίω... σκέφτηκε. Έφτασε Μια ιστορία για τις ανατροπές της ζωής και τα παιχνίδια της μοίρας. η στιγμή που απευχόταν, η στιγμή που θα έπρεπε ν’ Μια δαιδαλώδης διαδρομή στα σκοτεινά καλντερίμια της ψυχής. αντιμετωπίσει την τόσο βασανιστική πραγματικότητα· τη στιγμή που θα ξαναζούσε τον εφιάλτη της, την αδελφή της Ισμήνη, το οικογενειακό της περιβάλλον, τις τραυματικές αναμνήσεις, μα πάνω απ’ όλα τις τύψεις και ενοχές της. Μ’ αυτές τις σκέψεις έπεσε στο κρεβάτι σαν άδειο σακί. Αλλοπρόσαλλες και ανάκατες σκηνές και εικόνες άρχισαν να εναλλάσσονται μπρος στα μάτια της, μέχρι να μπουν τελικά σε μια σειρά. Πώς τσαλαπάτησε τόσα ιδανικά; Πώς κατάφερε τελικά κι έκανε τη ζωή της τόσο χάλια; Και τώρα, 32

Οι κόκκινες μπότες

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.