Ισίδωρος Ιωάν. Καρδερίνης
Οι διεφθαρμένοι Μυθιστόρημα
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ Ισίδωρος Ιωάν. Καρδερίνης Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Ισίδωρος Ιωάν. Καρδερίνης Σεπτέμβριος 2011 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-632-6
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
ΕΡΓΑ ΤOY ΙΔIOY: — — — — — — —
Στη μνήμη του πατέρα μου, Ποίηση, Ελληνικά Γράμματα, 2006 Ένα χρόνο δάκρυα, Ποίηση, Ελληνικά Γράμματα, 2007 Στα δίχτυα της μοναξιάς, Ποίηση, Ιωλκός, 2007 Η φωτογραφία της καρδιάς μου, Ποίηση, Ιωλκός, 2008 Ο καημός της προσφυγιάς, Ποίηση, Ιωλκός, 2008 Ο ανθόκηπος των γονιών, Ποίηση, Ιωλκός, 2009 Το ταξίδι του φωτός, Ποίηση, Ιωλκός, 2011
— Οι διεφθαρμένοι, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2011
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
ΟΙ Δ ΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
Μυθιστόρημα
ΙΩΛΚΟΣ
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα τού βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική.
Στη μνήμη του πατέρα μου
1
Είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο. Τα καστανοκίτρινα
φύλλα έπεφταν απ’ τα κλαδιά των δέντρων στους νοτισμένους δρόμους. Τα πυκνά, μπλάβα σύννεφα βασίλευαν στο νυχτερινό μελαγχολικό ουρανό. Τα σπουργίτια ξεπαγιασμένα τιτίβιζαν σπαρακτικά πάνω στα απογυμνωμένα κλαδιά. Το γαλαζοπράσινο βρόχινο ποταμάκι, που έρεε από τα πλευρά του βουνού, διαπερνούσε με αχό την καρδιά της δακρυσμένης αριστοκρατικής πολίχνης. Μια μαύρη αστραφτερή λιμουζίνα έστριψε τότε από τη γωνία ενός ερημικού, πευκόφυτου δρόμου και σταμάτησε μπροστά στη χρυσοποίκιλτη, καγκελωτή πύλη ενός πλέρια φωταγωγημένου, παλαιού, αρχοντικού σπιτιού. Η πύλη άνοιξε αυτόματα διάπλατα και η λιμουζίνα διέσχισε τον απέραντο κήπο που απλωνόταν σαν καταπράσινο σεντόνι. Τα τεράστια φοινικόδεντρα αργοσάλευαν με τα φτερωτά τους κλαδιά στα αγγίγματα του παγωμένου φθινοπωρινού αγέρα. Οι κισσοί ανηφόριζαν στους αψηλούς πέτρινους μαντρότοιχους. Τα διάσπαρτα λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα σκορπούσαν τη μοναδική τους ομορφιά. Όταν η λιμουζίνα έφτασε στο χώρο στάθμευσης ο οδηγός της, ένας παχουλός νέος ξανθομάλλης, κατέβηκε γρή
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
γορα και άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα. Από μέσα βγήκε, ενώ εκείνη τη στιγμή άρχιζε πάλι να ψιλοβρέχει, ένας μεσόκοπος άντρας με μακρουλό πρόσωπο, καστανά μαλλιά και παράστημα αγέρωχο. Ήταν ο υπουργός Φοίβος Γουναρόπουλος. Είχε αποκτήσει αυτό το επιβλητικό αρχοντικό από έναν ξεπεσμένο εφοπλιστή πριν από δύο μόλις χρόνια και είχε δαπανήσει πολλά χρήματα για να το επισκευάσει και να του δώσει τη σημερινή του όψη. Τώρα ξανανιωμένο και ακτινοβόλο όπως ήταν, αισθανόταν ότι ανταποκρινόταν πλήρως στην υψηλή κοινωνική του θέση. Ο Φοίβος Γουναρόπουλος ωστόσο καταγόταν από μια φτωχή, πολύτεκνη οικογένεια και τα πιότερα χρόνια τής ζωής του τα είχε περάσει μες στη μιζέρια. Όταν γεννήθηκε εκείνη την ηλιόλουστη μέρα του ανθοστολισμένου Απρίλη κανένας δεν μπορούσε να μαντέψει την κατοπινή πολυτάραχη ζωή του. Ο πατέρας του Νίκος ήταν εργάτης στα ναυπηγεία και η μητέρα του Ελένη δούλευε ως καθαρίστρια σε σπίτια πλουσίων. Ζούσαν μαζί με τις τέσσερις μεγαλύτερες αδελφές του, τη Μαρία, τη Γεωργία, την Κατερίνα και την Κωνσταντίνα σ’ ένα χαμόσπιτο στο Πέραμα. Το Πέραμα είναι ένα παραθαλάσσιο και αμφιθεατρικό λαϊκό προάστιο του μεγαλύτερου λιμανιού της Ελλάδας, του Πειραιά και βρίσκεται στο δυτικότερο άκρο του πολεοδομικού ιστού της Αθήνας. Κατά την αρχαιότητα η περιοχή του Περάματος είχε την ονομασία Αμφιάλη. Σε μια από τις κορυφές εξάλλου του όρους Αιγάλεω που εντάσσονται στο δήμο Περάματος, θεωρείται πως βρισκόταν η θέση από την οποία ο Πέρσης αυτοκράτορας Ξέρξης παρακολούθησε το 480 π.Χ. την καταστροφική γι’ αυτόν ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οι χωματένιοι δρόμοι της εργατούπολης σήκωναν πυ10
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
κνές τούφες σκόνης όταν οι εργάτες από τα εκεί ναυπηγεία επέστρεφαν κατάκοποι στα πλινθόκτιστα φτωχικά τους σπίτια. Τα αγριόχορτα σάλευαν μαραζωμένα στις ρακένδυτες αυλές. Τα όνειρα έσβηναν όπως οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου στον κατακόκκινο ορίζοντα της δύσης. Τις καθημερινές, που οι γονείς του μικρού Φοίβου έλειπαν από το σπίτι, από τα χαράματα μέχρι το απομεσήμερο, τον φρόντιζαν με στοργή οι αδελφές του. Τις Κυριακές, που είχαν αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη θολή ακόμα μωρουδίστική του μνήμη, οι τυραννισμένοι από τον κάματο της ζωής γονείς του, τον έπαιρναν μαζί με τις αδελφές του και πήγαιναν περίπατο στο εκεί γραφικό λιμανάκι με τα πλοιάρια και τις ψαρόβαρκες. Όταν πήγαινε στο δημοτικό φορούσε πάντοτε σκισμένα παπούτσια και μπαλωμένα ρούχα, αφού το πενιχρό μα τίμιο οικογενειακό εισόδημα έφτανε ίσα ίσα για να φυτοζωούν. Ο μικρός Φοίβος μολοντούτο από την πρώτη κιόλας τάξη είχε δείξει έφεση για τα γράμματα και ο πατέρας του αισθανόταν απερίγραπτη περηφάνια όταν έπαιρνε τον έλεγχό του γεμάτο με δεκάρια, μα και όταν οι δάσκαλοί του τού μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για το χαρακτήρα του. Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα όπως κυλούν πάντα σε αυτόν τον ψεύτικο κόσμο. Έτσι, έφηβος πια ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και έδωσε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Το όνειρο που έτρεφε από μικρός μες στην καρδιά του ήταν να γίνει δικηγόρος. Την τελευταία χρονιά είχε δοθεί με όλες τις δυνάμεις που διέθετε στην επίτευξη αυτού του στόχου. Κλεινόταν στο γκριζωπό του δωματιάκι και διάβαζε τα βράδια ακαταπόνητα κάτω από το χλωμό φως ενός σπαρματσέτου. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και είχε πετύχει, η χαρά 11
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
έτρεχε από τα γαλανά του μάτια όπως το γάργαρο νερό από την κρήνη. Ο βασανισμένος εργάτης πατέρας του και η ρυτιδωμένη από τη σκληρή δουλειά καθαρίστρια μητέρα του γέμισαν τις ψυχές τους με ευτυχία και συνάμα αισθάνονταν ότι, μέσω του άξιου γιου τους, ψήλωναν κοινωνικά. Οργάνωσαν έτσι ένα μικρό γλέντι στο φτωχικό τους με καλεσμένους συγγενείς και φίλους. Τα κρέατα ψήνονταν στο μαγκάλι και με τη μυρωδιά τους τρυπούσαν τα ρουθούνια. Τα τραγούδια ξεπηδούσαν από τα μπουζούκια και τα μπαγλαμαδάκια. Οι ουρανομήκεις φωνές και τα γέλια σκορπούσαν στη φτωχογειτονιά. Ο χορός είχε για τα καλά ανάψει και τα λουλούδια, παρ’ ότι φθινόπωρο, άνθιζαν στις γλάστρες. Μια συννεφιασμένη μέρα του Οκτώβρη, λοιπόν, ο νεαρός Φοίβος γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ξεκίνησε τη φοιτητική του διαδρομή. Ως φοιτητής υπήρξε άριστος και έλαβε το πτυχίο του στον προβλεπόμενο χρόνο, παρ’ ότι εργαζόταν παράλληλα ως σερβιτόρος σ’ ένα πολυτελές εστιατόριο στο Κολωνάκι. Το Κολωνάκι είναι η πιο αριστοκρατική συνοικία του δήμου της Αθήνας. Τα χρόνια αυτά, όμως, ανέπτυξε και έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Συμμετείχε ως εκ τούτου σε μια ανεξάρτητη φοιτητική παράταξη με τον τίτλο «Αναγέννηση». Πολλοί συμφοιτητές του τον θυμούνται ακόμα σήμερα να αγορεύει στα αμφιθέατρα και να πρωτοστατεί στις διαδηλώσεις εναντίον της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης. Κάποτε σε μια διαδήλωση είχε χτυπηθεί βάναυσα από τις δυνάμεις καταστολής και είχε μεταφερθεί αιμόφυρτος στο νοσοκομείο. Ήταν δίχως άλλο ένας αληθινός ιδεολόγος που μπορούσε ακόμα και τη ζωή του να δώσει για να προασπίσει τα ιδανικά του. 12
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
Η αίθουσα τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που φέρει το όνομα του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας –όπως λεγόταν τότε– και θεμελιωτή του σύγχρονου ελληνικού κράτους Ιωάννη Καποδίστρια, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Νοέμβρη ήταν κατάμεστη. Ο Φοίβος, μαζί με τους γονείς του και τις τέσσερις αδελφές του είχαν προσέλθει από νωρίς για την ορκωμοσία του. Φορούσε ένα σκούρο καφέ κουστούμι που είχε καταφέρει να αγοράσει από τις αιματηρές του οικονομίες. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν ολόγιομο φεγγάρι. Τα μάτια του κοίταζαν με ανυπομονησία πίσω από τα χοντρά μαύρα μυωπικά του γυαλιά. Η καρδιά του χτυπούσε ακατάπαυστα σαν άρρυθμο ρολόι. Η σημερινή μέρα, εξαιρετικός καρπός των σκληρών του κόπων, ήταν πραγματικά όλη δική του. Ξαφνικά η οχλαγωγία που επικρατούσε μες στην αίθουσα σταμάτησε και έγινε απόλυτη σιωπή. Ο πρύτανης του πανεπιστημίου, ο αντιπρύτανης και ο πρόεδρος της σχολής, ντυμένοι με τις μαύρες μακριές σαν ράσα τηβέννους τους, μπήκαν μέσα ο ένας μετά τον άλλο, με βάση την ιεραρχική τάξη και στάθηκαν όρθιοι πίσω από ένα περίτεχνο λευκό μαρμάρινο τραπέζι που υπήρχε στην κορυφή της αίθουσας. Ο γραμματέας της σχολής, που ήδη βρισκόταν εδώ και αρκετή ώρα στη θέση του, τους προσκάλεσε κατά σειρά στο βήμα, όπου εκφώνησαν περισπούδαστους λόγους. Εν συνεχεία, άρχισε να διαβάζει τον όρκο και οι πτυχιούχοι, με σηκωμένο το δεξί τους χέρι και τα τρία δάχτυλα ενωμένα στον τύπο της Αγίας Τριάδας, επαναλάμβαναν τα λόγια. Όταν τελείωσε η ορκωμοσία τούς καλούσε με βάση τη συνολική βαθμολογία που ο κάθε πτυχιούχος είχε συγκεντρώσει στα μαθήματα και παραλάμβαναν το πτυχίο τους από τον πρύτανη, Μελέτη Παλαμά –μακρινό συγγενή του κορυφαίου ποιητή της Ελλάδας και στιχουργού του ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων– Κωστή Παλαμά. 13
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
Το πρώτο όνομα που ακούστηκε ήταν του Φοίβου, δεδομένου ότι είχε συγκεντρώσει την υψηλότερη βαθμολογία. Σηκώθηκε από τη θέση του και βημάτισε σταθερά, ανάμεσα σε επιφωνήματα και παλαμάκια, προς τους σεβάσμιους ακαδημαϊκούς δασκάλους. Παρέλαβε το πτυχίο του, με τα φλας να αστράφτουν, έκανε τις σχετικές χειραψίες και επέστρεψε στην καρέκλα του. Η ευτυχισμένη αυτή μέρα τελείωσε με μια οικογενειακή φωτογραφία μπροστά στην πύλη με τις αρχαιοελληνικές κολόνες του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από την πολιτική του δραστηριότητα εξάλλου είχε δημιουργήσει γνωριμίες με ορισμένα σημαντικά πρόσωπα. Ένα από αυτά ήταν ο διάσημος έγκριτος δικηγόρος, ποινικολόγος Άλκης Λορεντζάτος, ο οποίος εκτιμώντας την άρτια επιστημονική κατάρτιση του Φοίβου, αλλά και την πανθομολογούμενη εντιμότητά του τον προσέλαβε –όταν απευθύνθηκε σε αυτόν– ως ασκούμενο δικηγόρο στο γραφείο του. Και πανθομολογούμενη γιατί τον πρώτο χρόνο της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο είχε βρει τυχαία καθώς περπατούσε στην οδό Σόλωνος μια τσάντα με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς άλλη σκέψη την είχε παραδώσει στην αστυνομία και μάλιστα δεν είχε δεχτεί να πάρει ούτε τα προβλεπόμενα από το νόμο εύρετρα. Μετά από ένα χρόνο απόκτησε την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος και άνοιξε, μαζί με άλλους δυο πρώην συμφοιτητές του δικηγόρους, γραφείο στην οδό Ακαδημίας. Η φήμη του μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και έτσι πέντε χρόνια μετά αυτονομήθηκε και άνοιξε αποκλειστικά δικό του γραφείο στην οδό Πανεπιστημίου. Άσκησε επί πολλά έτη το επάγγελμα του δικηγόρου με ευσυνειδησία και εξελίχθηκε σε έναν πασίγνωστο, διαπρεπή δικηγόρο. 14
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
Εντωμεταξύ μια Κυριακή ενός Ιούνη, σε ηλικία μόλις είκοσι επτά χρονών, παντρεύτηκε στον Προφήτη Ηλία στον Πειραιά την κοινωνιολόγο Όλγα Σταματιάδη, κόρη ενός δικαστικού από την Καβάλα, με την οποία διατηρούσε πολυετή ερωτικό δεσμό. Η θαλασσοφίλητη Καβάλα είναι μια πεντάμορφη πόλη και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, με μεγαλοπρεπή αξιοθέατα, όπως το Κάστρο και οι Καμάρες, καθώς και πολυάριθμες μαγευτικές παραλίες. Ο Φοίβος και η Όλγα, λοιπόν, είχαν γνωριστεί σε ένα φοιτητικό πάρτι και είχαν αγαπηθεί κεραυνοβόλα. Από το γάμο του απόκτησε τρία παιδιά, το Νίκο, την Ελένη και την Ειρήνη. Ο Νίκος είκοσι δύο χρονών σήμερα ακολούθησε τα δικά του αχνάρια, είχε και αυτός πάρει το πτυχίο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τώρα υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Η Ελένη, είκοσι ετών, ήταν φοιτήτρια της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στην Αγγλία και η Ειρήνη, δεκαοκτώ χρονών, πρωτοετής φοιτήτρια της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στα σαράντα του χρόνια εντάχθηκε στο πολιτικό κόμμα «Διαφάνεια». Ο Φοίβος ήταν δίχως αμφιβολία ένα εξαιρετικά φιλόδοξο άτομο. Τον επόμενο χρόνο, λοιπόν, μετά από πρόταση του Άλκη Λορεντζάτου, που εκείνη την περίοδο ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, προς τον πρόεδρο του κόμματος Αλέξανδρο Κομνηνό, κατήλθε υποψήφιος βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια του Πειραιά. Παρ’ ότι έδωσε ένα δυναμικό και έντιμο, χωρίς χτυπήματα κάτω από τη μέση, αγώνα που του κόστισε ουκ ολίγα, δεν κατάφερε να εκλεγεί. Μετά από τέσσερα χρόνια που έγιναν πάλι εκλογές, το κόμμα του τις κέρδισε και ο 15
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
ίδιος εκλέχθηκε αυτήν τη φορά βουλευτής. Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κομνηνός, αξιολογώντας την εξαίρετη πολιτική, επαγγελματική και επιστημονική του πορεία, τον τοποθέτησε, αν και νεοεκλεγέντα, υφυπουργό Δικαιοσύνης. Σε αυτήν τη θέση παρέμεινε ένα χρόνο περίπου μέχρι τον ανασχηματισμό που τον αναβάθμισε σε υπουργό Δημοσίων Έργων. Δύο χρόνια μετά για εθνικούς λόγους έγιναν πρόωρες εκλογές που τις κέρδισε ξανά το κόμμα του. Στο νέο κυβερνητικό σχήμα τοποθετήθηκε υπουργός Εργασίας, θέση που διατηρούσε μέχρι σήμερα. — Παρακαλώ, κύριε υπουργέ, περάστε, είπε με βραχνή φωνή ο οδηγός του Λεωνίδας Βολάνης, ανοίγοντας ταυτόχρονα πάνω από το κεφάλι του μια φινετσάτη μαύρη ομπρέλα. Βημάτισαν προς την κεντρική είσοδο όπου τους περίμενε, με την τεράστια κερασένια πόρτα μισάνοιχτη, ένας κοντοπίθαρος με διαπεραστικά μάτια Φιλιππινέζος υπηρέτης. Μόλις μπήκαν μέσα ο υπουργός έβγαλε το μαύρο παλτό του, το παρέδωσε στον υπηρέτη και προχώρησε προς το σαλόνι. Η δεξίωση είχε ξεκινήσει εδώ και αρκετή ώρα. Ένα έκτακτο, όμως, υπηρεσιακό συμβούλιο τον είχε κρατήσει στο υπουργείο μέχρι αργά το βράδυ. Το απέραντο χλιδάτο σαλόνι ήταν γεμάτο κόσμο. Οι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με θαυμάσιους ζωγραφικούς πίνακες. Μάλιστα ανάμεσα τους ήταν και ένας άγνωστος, ανεκτίμητης αξίας πίνακας του κορυφαίου Ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ που ο κύριος υπουργός είχε αγοράσει μαζί με το σπίτι από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Λέγεται ότι αυτόν τον πίνακα ο πρώην εφοπλιστής τον είχε αγοράσει στο Άμστερνταμ από έναν τραπεζικό υπάλληλο. Ο ζωγράφος είχε χαρίσει αυτό το αριστούργημά του σε έναν πρόγονο του τραπεζικού που ήταν στενός του φί16
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
λος. Έτσι, ακολουθώντας την εν λόγω διαδρομή έφτασε στα χέρια του υπουργού. Οι χρυσαφένιοι πολυέλαιοι κρέμονταν από το ταβάνι σαν τεράστια κεχριμπαρένια τσαμπιά σταφύλι. Μερικοί καλεσμένοι κουβέντιαζαν όρθιοι, κρατώντας στο χέρι το ποτό τους και οι υπόλοιποι κάθονταν στα διάσπαρτα στρογγυλά τραπέζια. Οι κυρίες φορούσαν πανάκριβες τουαλέτες, αγορασμένες από γνωστούς οίκους μόδας και οι κύριοι μεταξωτά κουστούμια, άλλοι με γραβάτα και άλλοι με παπιγιόν. Το μαρμάρινο τζάκι με την κατακόκκινη φλόγα στην πύρινη καρδιά του σκορπούσε απαράμιλλη γοητεία και θαλπωρή. Όταν μπήκε μες στο σαλόνι ο υπουργός όσοι ήταν μπροστά στην πόρτα τον υποδέχτηκαν θερμά. Άλλοι του έσφιγγαν το χέρι, άλλοι τον αγκάλιαζαν και άλλοι τον ασπάζονταν. Τα βλέμματα τότε όλων με έναν περίεργο αυτοματισμό στράφηκαν προς εκείνο το σημείο. Ο υπουργός, εξαιτίας αυτών των επαφών με τους καλεσμένους του, έφτασε με κάποια σχετική αργοπορία στο κέντρο τού σαλονιού που έμοιαζε σαν ξέφωτο στο δάσος. Αφού προηγουμένως με ένα νεύμα του όλοι σιώπησαν, άρχισε να μιλάει: Αγαπητοί μου φίλοι, Θα ήθελα να σας ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτή μου την καθυστέρηση. Η χώρα μας, όμως, αυτήν την περίοδο διέρχεται –όπως γνωρίζετε– μια βαθύτατη οικονομική κρίση και έτσι οι συσκέψεις στο υπουργείο είναι ορισμένες φορές απροσδόκητες. Θα ήθελα συγχρόνως να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας στην αποψινή δεξίωση. Όταν σταμάτησε να μιλάει ξέσπασαν ζωηρά χειροκροτήματα. Κατόπιν κινήθηκε προς το κεντρικό τραπέζι όπου 17
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
όρθια τον περίμενε η γυναίκα του, η οποία τον αγκάλιασε στοργικά και τον φίλησε. Η Όλγα Σταματιάδη ήταν μια ψηλόλιγνη, ομορφοπρόσωπη γυναίκα με καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά. Ύστερα, αφού χαιρέτισε έναν έναν τους ομοτράπεζούς του, κάθισε στην καρέκλα του. Στο ίδιο τραπέζι κάθονταν ο στενός του φίλος βουλευτής Νικήτας Ωραιόπουλος με τη σύζυγό του, ο μεγαλοεκδότης και μεγαλοεργολάβος δημοσίων έργων Σταύρος Ρουχωτάς με τη σύζυγό του, ο διαζευγμένος ανώτατος δικαστικός Αριστοτέλης Δεληβοριάς, ο τραπεζίτης Σόλων Παναγάκος με τη σύζυγό του και ο εργένης βιομήχανος Μίλτος Δημάκης. — Πώς πάνε τα πράγματα, Φοίβο; ρώτησε ο Αριστοτέλης Δεληβοριάς. — Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, αποκρίθηκε ο υπουργός. Η χώρα βρίσκεται προ των πυλών της χρεοκοπίας. Οι διαφορές των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται η Ελλάδα σε σχέση με τα επιτόκια που δανείζεται η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της ευρωζώνης, η Γερμανία, δηλαδή τα αποκαλούμενα spreads, έχουν κυριολεκτικά εκτοξευθεί στα ύψη στις αγορές των ομολόγων. Αυτήν τη στιγμή η Γερμανία δανείζεται στα δεκαετή ομόλογα ειδικότερα με επιτόκιο κοντά στο 3% και η Ελλάδα αν τολμούσε να βγει στις αγορές θα δανειζόταν με επιτόκιο κοντά στο 13%, δηλαδή το spread των ελληνικών δεκαετών ομολόγων βρίσκεται στο 10% ή στις 1.000 μονάδες βάσης. Οι στρόφιγγες του δανεισμού συνεπώς με αυτά τα απαγορευτικά επιτόκια έχουν κλείσει οριστικά για τη χώρα μας. Αν δεν υπάρξει, λοιπόν, ένα γενναίο δανειακό πακέτο από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, τότε η χώρα δε θα μπορέσει να εξοφλήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις και θα οδηγηθεί άμεσα σε στάση πληρωμών. Η κυβέρνηση πασχίζει με όλες τις δυνάμεις της να αποφευχθεί αυτό το τραγικό ενδεχό18
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
μενο και να διασωθεί ως εκ τούτου το τρικυμισμένο μας καράβι από τον επερχόμενο πνιγμό. Για αυτό άλλωστε ο πρωθυπουργός φεύγει μεθαύριο για ένα πολυήμερο ταξίδι στην Ευρώπη, όπου θα έχει κρίσιμες συναντήσεις με τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Ας αναμένουμε, λοιπόν, τις εξελίξεις. —Ακριβώς έτσι είναι όπως τα λέει ο Φοίβος, είπε παίρνοντας το λόγο ο μεγαλοεκδότης και μεγαλοεργολάβος δημοσίων έργων Σταύρος Ρουχωτάς. Η στάση πληρωμών και η συνακόλουθη έξοδος από το ευρώ θα είναι δίχως αμφιβολία καταστροφική για την ελληνική οικονομία! — Και εγώ συμφωνώ απόλυτα με το Φοίβο, είπε εν συνεχεία ο βιομήχανος Μίλτος Δημάκης. Η χρεοκοπία θα έχει ολέθριες επιπτώσεις. Η εγχώρια παραγωγή θα συρρικνωθεί δραματικά. Η εσωτερική ζήτηση θα αμβλυνθεί σε απίστευτο βαθμό. Ο πληθωρισμός θα καλπάσει σαν κατάμαυρο αγριεμένο άτι. Το χρηματιστήριο θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Τα εργοστάσιά μας θα κινδυνέψουν να κλείσουν. — Και μην το ξεχνάτε, οι τράπεζες σε αυτό το ενδεχόμενο θα καταρρεύσουν με τον πλέον βαρύγδουπο τρόπο, πρόσθεσε εμφατικά ο τραπεζίτης Σόλων Παναγάκος, ανάβοντας ταυτόχρονα το κουβανέζικό του πούρο. Κι αυτό θα είναι τραγικό. Όχι όχι, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να συμβεί σε καμία περίπτωση! Η ορχήστρα, που είχε σταματήσει να παίζει απαλή μουσική με την είσοδο του υπουργού, ξεκίνησε τώρα το κυρίως μουσικό της πρόγραμμα με ένα βαλς, τερματίζοντας απότομα τη συζήτηση. Ο υπουργός με τη σύζυγό του σηκώθηκαν τότε και χόρεψαν, ανοίγοντας το χορό. Οι αριστοτεχνικές τους φιγούρες πραγματικά εντυπωσίασαν τους πάντες. Η σύζυγός του άλλωστε όταν ήταν κοριτσάκι ήθελε να γίνει χορεύτρια και ο πατέρας της για να της κάνει το χατίρι την 19
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
είχε γράψει σε μια σχολή χορού, στην οποία φοίτησε για δύο χρόνια. Αλλά και ο υπουργός επειδή λάτρευε το συγκεκριμένο χορό τον είχε καλλιεργήσει επισταμένα. Η βραδιά κύλησε υπέροχα. Και στις τρεις τα μεσάνυχτα τα φώτα έσβησαν. Οι καλεσμένοι, αφού πρώτα χαιρέτησαν ένας ένας τον υπουργό και τη σύζυγό του, αποχώρησαν. Η σιωπή σκέπασε τώρα με το διάφανο σκοτεινό της πέπλο το αρχοντικό.
20
2
— Κύριε υπουργέ, ξυπνήστε, φώναξε δυνατά από το διάδρομο η καμαριέρα Βασιλική Αυγερινού, χτυπώντας βροντερά την καρυδένια πόρτα του ημιφωτισμένου συζυγικού υπνοδωματίου. O υπουργός και η σύζυγός του ξύπνησαν αμέσως. — Μα τι συμβαίνει; Tι ώρα είναι, Όλγα; ρώτησε τη γυναίκα του μες στην παραζάλη τού ύπνου του. — Έξι και δέκα, του απάντησε εκείνη, κοιτώντας το χρυσό της ρολόι. Τότε ο υπουργός κοίταξε προς το παράθυρο. Είδε ότι ο ουρανός ήταν ακόμα σκοτεινός. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τη μεταξωτή του ρόμπα και με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς την πόρτα. — Τι συμβαίνει, Βασιλική; ρώτησε με σιγανή φωνή μόλις άνοιξε την πόρτα. — Κύριε υπουργέ, σας ζητάει επειγόντως η αδελφή σας, η Μαρία, στο τηλέφωνο. Μόλις η καμαριέρα είπε αυτά τα λόγια ξύπνησε ολότελα, λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ταυτόχρονα ένα σύννεφο ανησυχίας σχηματίστηκε στο αγουροξυπνημένο του πρόσωπο. Χωρίς καθυστέρηση βγήκε στο διάδρομο, κατέβηκε την 21
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
ξύλινη σκάλα, περπάτησε λίγα βήματα και σήκωσε το τηλέφωνο που βρισκόταν σ’ ένα τραπεζάκι στο μικρό σαλόνι του αρχοντικού. — Καλημέρα Μαρία. Τι συμβαίνει; ρώτησε με ανυπομονησία. — Καλημέρα Φοίβο. Έχω να σου πω ένα πολύ άσχημο νέο. Ο πατέρας δεν μπορούσε να αναπνεύσει, πριν μια ώρα που ξύπνησε. Ειδοποιήσαμε το ασθενοφόρο και τον πήρε. Τώρα βρίσκεται στο εφημερεύον σήμερα κρατικό νοσοκομείο «Γιατρειά». Μαζί του έχει πάει η Γεωργία και ο σύζυγός της. — Μαρία, φεύγω αμέσως για το νοσοκομείο, είπε τότε ο υπουργός και αφού χαιρέτησε την αδελφή του, έκλεισε το τηλέφωνο. Η ανησυχία του είχε επιβεβαιωθεί με τον πλέον χειρότερο τρόπο. Ανέβηκε τώρα την ξύλινη σκάλα και επέστρεψε στο συζυγικό υπνοδωμάτιο. — Όλγα, πρέπει να φύγω, είπε στη γυναίκα του. Ο πατέρας μου είναι άρρωστος και βρίσκεται στο νοσοκομείο. Η γυναίκα του σηκώθηκε τότε από το κρεβάτι, άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε έξω το κουστούμι του. Αφού το φόρεσε, χαιρέτησε τη σύζυγό του και κατέβηκε γρήγορα στο μικρό σαλόνι. Προχώρησε στο διάδρομο, όπου τον περίμενε έτοιμος ο οδηγός του, ο Λεωνίδας. Η Εκάλη, που είναι ένα αριστοκρατικό καταπράσινο προάστιο στα βόρεια της Αθήνας, με υψηλών προδιαγραφών αρχιτεκτονική και εξαίρετο ρυμοτομικό σχέδιο που συνίσταται σε ένα μείγμα από κυκλικές και ευθείες οδούς που διακόπτονται από κυκλικούς κόμβους και πλατείες «κοιμόταν» ακόμα. Η λιμουζίνα, λοιπόν, του υπουργού κύλησε γοργά στους έρημους δρόμους και κατόπιν βγήκε στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας. Μετά από δεκαπέντε λεπτά περνούσε την 22
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
ανοικτή πύλη του κρατικού νοσοκομείου «Γιατρειά» που βρισκόταν στη Νέα Χαλκηδόνα, η οποία είναι ένα όμορφο προσφυγικό προάστιο στη βόρεια πλευρά της Αθήνας. Η λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, όπου τον περίμενε η αδελφή του και ο σύζυγός της. Κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο και βημάτισε προς το μέρος τους. — Καλημέρα Γεωργία. Καλημέρα Θανάση. — Καλημέρα. — Καλημέρα, Φοίβο. — Τι έχει ο πατέρας; ρώτησε, κοιτώντας την αδελφή του. — Δυστυχώς έχει υποστεί έμφραγμα και βρίσκεται στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Οι γιατροί μάς είπαν ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσει. Τα λόγια αυτά της αδελφής του τού έσκισαν την καρδιά. Τον πατέρα του τον υπεραγαπούσε και η σκέψη και μόνο της απώλειάς του τον συγκλόνιζε. Η μονάδα εμφραγμάτων βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Ανέβηκαν μαζί με το ασανσέρ και έφτασαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Ο υπουργός χτύπησε τότε το κουδούνι. Μια ψηλόλιγνη νοσοκόμα, μετά από ένα λεπτό, άνοιξε την πόρτα. — Καλημέρα. — Καλημέρα σας κύριε υπουργέ, του είπε η νοσοκόμα που αμέσως τον είχε αναγνωρίσει. Ο υπουργός κατόπιν μπήκε στη μονάδα και είδε τον πατέρα του, που βρισκόταν χλωμός και ασάλευτος, απάνω στο γωνιακό κρεβάτι. Ήταν διασωληνωμένος και είχε διασωληνωθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή που τον παρέλαβε το ασθενοφόρο από το σπίτι του. Πλησίασε και του χάιδεψε στοργικά το αριστερό του χέρι. Από τα μάτια του 23
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
κύλησε ένα δάκρυ. Η μνήμη του τότε ξύπνησε και θυμήθηκε πολλά. Ανάμεσα σε αυτά θυμήθηκε και κάποτε όταν ήταν γυμνασιόπαιδο, που είχε πάει μια Κυριακή του Μάη με τον πατέρα του για ψάρεμα στα βράχια της Πειραϊκής. Ο πατέρας του πολλές Κυριακές συνήθιζε να ψαρεύει ούτως ώστε να συνεισφέρει και με αυτόν τον τρόπο στο φτωχό οικογενειακό τσουκάλι. Ενώ, λοιπόν, ο πατέρας του ψάρευε με το καλάμι, γλίστρησε από τα αψηλά απόκρημνα βράχια και έπεσε στη θάλασσα, χτυπώντας κατά την πτώση το δεξί του πόδι. Ο πατέρας του τότε αστραπιαία βούτηξε στη θάλασσα και τον έβγαλε αναίσθητο και αιμόφυρτο στο διπλανό γραφικό λιμανάκι, όπου του έδωσε για δεύτερη φορά το φιλί της ζωής. Τους συλλογισμούς του αυτούς τούς διέκοψε απότομα η νοσοκόμα με τη χαρακτηριστική βελούδινή της φωνή. — Κύριε υπουργέ, σας ζητάει στο γραφείο του ο διευθυντής της καρδιολογικής κλινικής, ο κύριος Ιάσων Τριανταφύλλου. Είχε ήδη ξημερώσει. Ο ήλιος είχε ανατείλει ολόλαμπρος στον καταγάλανο ουρανό. Η νοτισμένη πλάση από τη χτεσινή καταρρακτώδη βροχή είχε αρχίσει να στεγνώνει. Οι γιατροί, οι νοσοκόμοι και οι υπόλοιποι υπάλληλοι του νοσοκομείου βρίσκονταν όλοι στις θέσεις τους. — Καλημέρα σας κύριε υπουργέ, είπε ο διευθυντής, μόλις μπήκε στο γραφείο του. — Καλημέρα κύριε Τριανταφύλλου. — Λυπάμαι πολύ για ό,τι σας συνέβη. — Να είστε καλά. — Παρακαλώ, κύριε υπουργέ, καθίστε. — Κύριε Τριανταφύλλου, θα ήθελα να σας ζητήσω να δώσετε και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών σας για τη σωτηρία του πατέρα μου. — Κύριε υπουργέ, ο πατέρας σας έχει υποστεί ένα βα24
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
ρύτατο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η κατάστασή του είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Αν επιβιώσει τα πρώτα εικοσιτετράωρα και καταφέρουμε να τον αποσωληνώσουμε, τότε θα έχει διαφανεί μια πιο στέρεα αχτίδα ελπίδας στον ορίζοντα. Να είστε, όμως, σίγουρος ότι τόσο εγώ όσο και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της κλινικής κάνουμε από το πρώτο λεπτό ό,τι περνάει από το χέρι μας. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ένα ιδιαίτερα βαρύ περιστατικό είχε διακομιστεί στα εξωτερικά ιατρεία και ο γιατρός έπρεπε να μεταβεί επειγόντως εκεί. — Με συγχωρείτε, κύριε υπουργέ. Με ζητούν στα εξωτερικά ιατρεία. Πρέπει να φύγω. — Παρακαλώ, κύριε Τριανταφύλλου. Πρώτα από όλα το καθήκον. Αυτήν τη στιγμή μια ζωή μπορεί να κινδυνεύει. Βγήκαν από το γραφείο και ο υπουργός κατευθύνθηκε προς την αδελφή του και το σύζυγό της που περίμεναν στο διάδρομο. — Νιώθω την ανάγκη να πάω λίγο έξω, τους είπε. — Να πας, Φοίβο, είπε τότε η αδελφή του. Εμείς θα είμαστε εδώ. Ο υπουργός, αφού κατέβηκε μουντός και στεναχωρημένος από την εσωτερική πλατιά σκάλα του νοσοκομείου, βγήκε έξω στον περίβολο. Άνοιξε τότε το κινητό του και τηλεφώνησε στην ιδιαιτέρα γραμματέα του στο υπουργείο, Ελισάβετ Δελή. — Καλημέρα σας κύριε υπουργέ, του είπε αμέσως η γραμματέας του, αναγνωρίζοντας την κλήση του. — Καλημέρα Ελισάβετ. Ξέρεις βρίσκομαι στο νοσοκομείο. Ο πατέρας μου έπαθε έμφραγμα και δε θα μπορέσω σήμερα να έρθω στο υπουργείο. Ως εκ τούτου η κρίσιμη προγραμματισμένη σύσκεψη για τις δύο το μεσημέρι θα αναβληθεί για άλλη μέρα. — Κύριε υπουργέ, έχω ενημερωθεί από τον οδηγό σας, 25
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
εδώ και ώρα, γι’ αυτό το δυσάρεστο συμβάν. Θα ήθελα να σας εκφράσω τη λύπη μου και να ευχηθώ ολόψυχα περαστικά στον πατέρα σας. — Ελισάβετ, σε ευχαριστώ. Γεια σου. — Και πάλι τα περαστικά μου στον πατέρα σας, κύριε υπουργέ. Γεια σας. Έκλεισε αμέσως το κινητό του, διότι δεν επιθυμούσε να έχει άλλη συνομιλία και άναψε ένα τσιγάρο. Το απαλό οκτωβριανό αεράκι που φυσούσε εκείνη τη στιγμή καθάρισε, έστω και προσωρινά, το μυαλό του από τις στενάχωρες σκέψεις. Περπάτησε κατόπιν με αργόσυρτα βήματα προς το εκκλησάκι που υπήρχε στον περίβολο του νοσοκομείου. Αφού δρασκέλισε το κατώφλι, προσευχήθηκε με ευλάβεια και παρακάλεσε το Θεό για την αποκατάσταση της υγείας του πατέρα του. Ο υπουργός εξάλλου εδώ και δύο χρόνια πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Έμεινε όλη τη μέρα στο πλευρό τού αγαπημένου του πατέρα που χαροπάλευε και αργά το βράδυ επέστρεψε κατάκοπος και εξαντλημένος στο σπίτι του. Την επόμενη μέρα ο υπουργός ξύπνησε στις δέκα και αφού έκανε το μπάνιο του, ξυρίστηκε και έφαγε το πρωινό του μαζί με τη γυναίκα του ξεκίνησε φρέσκος και ξανανιωμένος για το νοσοκομείο. Στο δρόμο είχε αυξημένη κίνηση και έτσι η λιμουζίνα του έφτασε στο νοσοκομείο σε τριάντα περίπου λεπτά. Ο οδηγός του, αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο μες στον περίβολο του νοσοκομείου, του άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα και ο υπουργός κατέβηκε. Τη στιγμή που βάδιζε προς την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου είδε έκπληκτος να βγαίνει από μέσα ένας γιατρός με χειροπέδες, συνοδευόμενος από δύο αστυνομικούς. 26
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
Τότε κοντοστάθηκε και ρώτησε γεμάτος απορία ένα διερχόμενο νοσοκόμο. — Μα τι συμβαίνει; — Συνελήφθη, κύριε, γιατί πήρε φακελάκι, του απάντησε ο νοσοκόμος. Είχε ζητήσει χρήματα από το συγγενή ενός ασθενή, προκειμένου να πραγματοποιήσει μια εγχείρηση. Η εγχείρηση ήταν απολύτως αναγκαία και ο ασθενής δεν μπορούσε να μετακινηθεί σε άλλο νοσοκομείο. Έτσι, ο συγγενής υπέκυψε. Του έδωσε τα μισά λεφτά πριν την εγχείρηση και σήμερα επρόκειτο να του δώσει τα άλλα μισά. Ο συγγενής, όμως, κατήγγειλε το γεγονός στην αστυνομία, τα λεφτά προσημειώθηκαν και ο γιατρός συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. — Αίσχος! Μα δεν ντρέπονται λιγάκι! αναφώνησε ο υπουργός. Η διαφθορά, εδώ και χρόνια, ταλαιπωρούσε τη χώρα. Πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί χρηματίζονταν. Η πληγή, όμως, αυτή το τελευταίο χρονικό διάστημα είχε πραγματικά κακοφορμίσει. Ο υπουργός, μετά από αυτό το επεισόδιο που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια του, πήγε στη μονάδα εμφραγμάτων. Η κατάσταση της υγείας τού πατέρα του ήταν για δεύτερη μέρα στάσιμη. Έμεινε για μια ώρα περίπου εκεί και ύστερα έφυγε για το υπουργείο. — Καλημέρα κύριε υπουργέ, του είπε ο θυρωρός Ανέστης Αμπάρας, μόλις μπήκε στο υπουργείο. Περαστικά στον ερίτιμο πατέρα σας. — Ευχαριστώ, Ανέστη. Να είσαι καλά. Ανέβηκε με το ασανσέρ στο δέκατο όροφο, όπου βρισκόταν το γραφείο του. — Καλημέρα Ελισάβετ, είπε στην ιδιαιτέρα γραμματέα του, μόλις μπήκε στον προθάλαμο του γραφείου. — Καλημέρα κύριε υπουργέ. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ με αυτό που σας συνέβη. 27
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
— Να είσαι καλά, Ελισάβετ. Σε ευχαριστώ. — Έχεις ενημερώσει τους διευθυντές ότι η χτεσινή αναβληθείσα σύσκεψη θα πραγματοποιηθεί στη μία; — Βεβαίως, κύριε υπουργέ. Έχουν ενημερωθεί οι πάντες. Κατόπιν ο υπουργός άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο του. Άφησε το χαρτοφύλακά του πάνω στην τράπεζα των συσκέψεων και περπάτησε προς το παράθυρο. Έσυρε τη βαριά μπεζ κουρτίνα και κοίταξε προς τα κάτω την οδό Πειραιώς. Οι διαβάτες περπατούσαν αέναα στα πεζοδρόμια σαν σμάρια πουλιά. Τα αυτοκίνητα, που του φάνηκαν αποκεί ψηλά σαν παιδικά παιχνιδάκια, είχαν καταλάβει στριμωγμένα το ένα πίσω από το άλλο όλο το δρόμο. Τα λιγοστά δεντράκια μαράζωναν μες στα καυσαέρια και τα κορναρίσματα. Άφησε εν συνεχεία το παράθυρο και κάθισε στη βαθύκολπη δερμάτινή του πολυθρόνα. Άνοιξε ένα φάκελο και άρχισε να διαβάζει. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. — Κύριε υπουργέ, οι διευθυντές είναι απέξω, είπε η ιδιαιτέρα του, μόλις μπήκε στο γραφείο. — Να περάσουν. Η σύσκεψη κράτησε τέσσερις ώρες. Ακριβώς μόλις τελείωσε χτύπησε το κινητό του. Ήταν η αδελφή του η Κωνσταντίνα. — Καλησπέρα Φοίβο. Έχω να σου αναγγείλω ένα χαρμόσυνο νέο. Ο πατέρας απέκτησε επαφή με το περιβάλλον και αποσωληνώθηκε. Τώρα μιλάει και οι γιατροί είναι πολύ αισιόδοξοι για την πορεία της υγείας του. — Κωνσταντίνα, έρχομαι αμέσως στο νοσοκομείο, της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο, αφού τη χαιρέτησε. Τα μάτια τού υπουργού φωτίστηκαν σαν αστέρια. Το πρόσωπό του έλαμψε ολόκληρο. Η ψυχή του αγαλλίασε. 28
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
Το θαύμα που περίμενε έγινε. Οι προσευχές του είχαν εισακουστεί. Βγήκε τότε αμέσως από το γραφείο του γεμάτος χαρά. — Ελισάβετ, φεύγω για το νοσοκομείο, είπε στην ιδιαιτέρα του. Ο πατέρας μου συνήλθε και οι γιατροί τώρα είναι αισιόδοξοι. — Χαίρομαι πολύ για αυτήν την εξέλιξη, κύριε υπουργέ. — Ελισάβετ, γεια σου. — Γεια σας, κύριε υπουργέ. Έξω από το υπουργείο τον περίμενε ο οδηγός του. — Λεωνίδα, γρήγορα στο νοσοκομείο, είπε στον οδηγό μόλις βγήκε φουριόζος. Ο πατέρας μου ανάνηψε. Ο δρόμος για κακή του τύχη είχε πάρα πολλή κίνηση, ανάλογη με την ανυπομονησία του. Έφτασαν στο νοσοκομείο μετά από μία ώρα και πέντε λεπτά. Ο υπουργός ανέβηκε στο δεύτερο όροφο, όπου στο διάδρομο περίμενε η αδελφή του, η Κατερίνα. — Γεια σου, Κατερίνα. Έμαθα τα ευχάριστα νέα. — Ναι, Φοίβο τα πράγματα πάνε πολύ καλά. Ο υπουργός αμέσως χτύπησε το κουδούνι της μονάδας εμφραγμάτων. Τότε μια κοντόχοντρη νοσοκόμα τού άνοιξε την πόρτα. — Γεια σας, κύριε υπουργέ, του είπε χαμογελώντας. Ο πατέρας σας είναι πολύ καλά. Περιμένετε ένα λεπτό, όμως, γιατί αυτήν τη στιγμή τού κάνουμε καρδιογράφημα. Ο υπουργός περίμενε με ανυπομονησία στο διάδρομο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ήθελε διακαώς να δει τον πατέρα του και να του μιλήσει. Μετά από κάμποση ώρα η πόρτα άνοιξε. — Τώρα, κύριε υπουργέ, μπορείτε να περάσετε, του είπε η νοσοκόμα. Ο υπουργός μπήκε στη μονάδα και πλησίασε στο κρε29
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
βάτι τού πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν ημικαθιστός με ανασηκωμένο στην πλάτη του το μαξιλάρι. — Γεια σου πατέρα, του είπε. — Γεια σου, γιε μου, ψιθύρισε ο πατέρας του. Εν συνεχεία ο υπουργός τον αγκάλιασε στοργικά και τον φίλησε. — Πατέρα, σε βλέπω πολύ καλά. — Κακά τα ψέματα, γιε μου, δε νιώθω καλά, νιώθω πολύ κουρασμένος. — Πατέρα, πέρασες μια πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, αλλά τώρα όλα θα πάνε καλά. — Όχι, γιε μου, νομίζω ότι θα πεθάνω. — Πατέρα με τρομοκρατεί και μόνο που μου το λες. Οι γιατροί είναι πολύ αισιόδοξοι για την πορεία της υγείας σου. — Γιε μου, να μην τρομοκρατείσαι, να είσαι ψύχραιμος. Σε αυτόν το μάταιο κόσμο είμαστε όλοι προσωρινοί. Εκείνη τη στιγμή επικράτησε μια αναστάτωση στη μονάδα, γιατί οι τραυματιοφορείς έφεραν έναν καινούργιο ασθενή. — Πατέρα, πρέπει να φύγω. — Να πας στο καλό, γιε μου. — Θα έρθω αύριο πάλι. Γεια σου, πατέρα. — Γεια σου, γιε μου. Η επόμενη μέρα ήταν Σαββάτο. Ο υπουργός ξύπνησε νωρίς. Οι αυγινές αχτίδες του ήλιου χάιδευαν απαλά το αρχοντικό. Έτσι, αποφάσισε να βγει μια βόλτα στον κήπο που υπήρχε πίσω από το αρχοντικό, όπου στο κέντρο δέσποζε μια τεράστια πισίνα. Ο αλαφρός αγέρας, που φυσούσε εκείνη την ώρα στην Εκάλη, νότισε την ψυχή του. Τα πολυποίκιλα λουλούδια του κήπου γαλήνεψαν τα μάτια του. Το κρυστάλλινο νερό της πέτρινης πηγής δρόσισε πλέρια την καρδιά του. 30
ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ
Επέστρεψε κατόπιν μες στο αρχοντικό και κάθισε στον κεραμιδί καναπέ στο μικρό σαλόνι. Θυμήθηκε τότε τα παιδιά του που τον έκαναν, με την πρόοδο τους, υπερήφανο. Συλλογίστηκε πόσο του έλειπαν και πόσο θα ήθελε να ήταν κοντά του. Τις σκέψεις του αυτές τις διέκοψε η γυναίκα του. — Φοίβο, πρέπει να πάμε στο Πέραμα. — Ναι, Όλγα, σε μια ώρα θα ξεκινήσουμε. Η λιμουζίνα έφτασε στο Πέραμα στις δέκα. Ο οδηγός του, ο Λεωνίδας, την πάρκαρε μπροστά στο πατρικό σπίτι τού υπουργού. Στη θέση του χαμόσπιτου υπήρχε τώρα μια πολυκατοικία και ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος. Στο ισόγειο έμεναν οι γονείς του, στον πρώτο όροφο η αδελφή του η Μαρία, στο δεύτερο όροφο η αδελφή του η Γεωργία, στον τρίτο όροφο η αδελφή του η Κωνσταντίνα, στον τέταρτο όροφο η αδελφή του η Κατερίνα και στον τελευταίο όροφο έμενε ο ίδιος μέχρι πριν δύο χρόνια που μετακόμισε στην Εκάλη. Κατέβηκαν από τη λιμουζίνα και ο υπουργός χτύπησε το κουδούνι της μητέρας του. Η ογδοντάχρονη γερόντισσα τους άνοιξε την εξωτερική πόρτα. — Καλημέρα μητέρα, είπε ο υπουργός, καθώς ανέβαινε τα λιγοστά σκαλιά. — Καλημέρα μητέρα, είπε η Όλγα. — Καλημέρα παιδιά μου. Περάστε. Ο υπουργός τότε αγκάλιασε και φίλησε στοργικά τη μητέρα του. Το ίδιο έκανε και η γυναίκα του. Εν συνεχεία κάθισαν στο σαλονάκι. — Είμαι πολύ χαρούμενη με τις χτεσινές εξελίξεις, είπε η μητέρα του. — Ναι, μητέρα. Ο πατέρας πάει πολύ καλά. — Ανυπομονώ να τον δω, είπε η μητέρα του. Κατόπιν ήπιαν καφέ που τους έφτιαξε η ογδοντάχρονη 31
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
γερόντισσα και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Στην μπροστινή θέση κάθισε η μητέρα τού υπουργού και πίσω ο υπουργός με τη σύζυγό του. Ο δρόμος δεν είχε κίνηση καθόλου και έφτασαν σχετικά πολύ σύντομα στο νοσοκομείο. κεντρική είσοδο τους Ο Φοίβος Γουναρόπουλος, γόνος μιαςΣτην φτωχής εργατικής οικογένειας,περίμενε που κατοικεί στο Πέραμα Αττικής καταφέρνει με μύριες δυσκοη Μαρία με το σύζυγό της και η Κωνσταντίνα λίες και Ανέβηκαν να εξελιχθεί σε ένα διάσημο διαπρεπή στο δικημενατοσπουδάσει σύζυγό της. όλοι μαζί με το ασανσέρ γόρο. δεύτερο όροφο και μπήκαν τώρα στο κανονικό δωμάτιο που νοσηλευόταν ο πατέρας του, αφού βγει από την Η φιλοδοξία που αποτελεί ισχυρό στοιχείο της είχε προσωπικότητάς του Πρώτοι μπήκαν ο υπουργός η μητέρα βουλευτής του που τονεντατική. οδηγεί στην πολιτική. Έτσι κατέρχεταικαι υποψήφιος στην περιφέρεια του Πειραιά με το πολιτικό κόμμα «Διατηνεκλογική κρατούσε σφιχτά από το δεξί της μπράτσο. φάνεια» εκλέγεταισου με τη δεύτερη — και Καλημέρα Νίκο μου, προσπάθεια. είπε η μητέρα του, μόλις είδε το σύζυγό της. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και πρόεδρος του κόμματος Αλέξαν— Καλημέρα σου Ελένη μου, είπεπολιτική, ο πατέρας του που δρος Κομνηνός, εκτιμώντας την εξαίρετη επαγγελματική καθιστός του στοπορεία κρεβάτι. καιήταν επιστημονική τον ορίζει, στην πρώτη του κυβέρνη— Καλημέρα πατέρα,Ένα είπαν ο ένας άλλον. ση, υφυπουργό Δικαιοσύνης. χρόνο μετάμετά με τοντον ανασχηματισμό αναβαθμίζεται σε υπουργός Δημοσίων Έργων, θέση που διατηρεί — Καλημέρα παιδιά μου. για δυο χρόνια. Μετά τις πρόωρες εθνικές εκλογές τοποθετείται Η μητέρα τού υπουργού πλησίασε και δακρύζοντας υπουργός Εργασίας… αγκάλιασε και φίλησε το σύζυγό της. — Τι ήταν αυτό που πάθαμε, Νίκο μου, του είπε. — Μη στεναχωριέσαι, Ελένη μου, όλα θα περάσουν. Ένα μυθιστόρημα για την ελληνική πολιτική σκηνή, τις πελατειακές Σήμερα είμαι πολύ καλά. σχέσεις και τη διαφθορά τού πολιτικού συστήματος. Πράγματι ο πατέρας τού υπουργού εκείνη τη μέρα ήταν ευδιάθετος και είχε όρεξη για κουβέντα και αστεία. Οι ώρες έτσι κύλησαν ευχάριστα και πήγε τρεις το μεσημέρι. Εντωμεταξύ είχε έρθει στο νοσοκομείο και η Γεωργία με το σύζυγό της, καθώς και η Κατερίνα με το σύζυγό της. Αποφάσισαν, λοιπόν, μιας και με τον πατέρα τους πήγαιναν όλα κατ’ ευχήν και είχαν βρεθεί όλοι μαζί να πάνε κάπου να φάνε. Πρώτα χαιρέτησε η μητέρα τού υπουργού το σύζυγό της, κατόπιν ένα ένα τα παιδιά και εν συνεχεία έφυγαν. Πήγαν στο μουσικό μεζεδοπωλείο «Πενιές» στον Κερα32