Η μάγισσα του φωτός - Γαβριέλλα Κασουλίδου - εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Γαβριέλλα Κασουλίδου

Η μάγισσα του φωτός

Μυθιστόρημα


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ Γαβριέλλα Κασουλίδου Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Γαβριέλλα Κασουλίδου Σεπτέμβριος 2010 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-577-0


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ


ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔIΑΣ:

— Στο Δρόμο για τον Ουρανό, Πύρινος Κόσμος, 2005 — Ένα Ταξίδι στο Μύθο, στο Αιώνιο Παρόν, Πύρινος Κόσμος, 2006 — Οι κήποι των αγγέλων, Ιωλκός, 2008 — Angels Gardens, Eloquent Books, 2009 — Η μάγισσα του φωτός, Ιωλκός, 2010


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ



Στα παιδιά μου, την Ελένη, την Ήβη και το Γλαύκο, τα σπουδαιότερα ποιήματά μου.



ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Το μυθιστόρημα αυτό είναι μόνο αυτό που λέει η λέ-

ξη: μυθιστόρημα. Είναι μια φανταστική ιστορία και όλοι οι ήρωες ανεξαιρέτως είναι μυθικά πρόσωπα τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση με οποιαδήποτε πραγματικότητα. Και πάλι, καθετί φανταστικό έρχεται από κανάλια ανοιχτά του συγγραφέα, σαν έμπνευση, σαν οραματισμός κι οι ιστορίες που ξετυλίγονται όσο κι αν είναι μύθοι είναι ταυτόχρονα κι αληθινές. Τούτη η ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν πραγματικό χώρο, όπως επίσης και σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, όπου ιστορικά γεγονότα έλαβαν χώρα κι έτσι γίνεται εκ των πραγμάτων αναφορά τόσο στα γεγονότα αυτά όσο και στα ήθη, έθιμα, συνήθειες και στον τρόπο ζωής της εποχής. Για ό,τι δεν είναι απλά ιστορικό γεγονός, αλλά αναφορά σε τοποθεσίες, ήθη, έθιμα, συνήθειες και τρόπο ζωής ή άλλα που δίνουν την εικόνα ενός πραγματικού σκηνικού, θέλω να ευχαριστήσω όλους που


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

συνέβαλαν στη διαμόρφωση τούτης της εικόνας και ιδιαίτερα τους: 1. Την «Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών» και συγκεκριμένα τον Πρόεδρο Κώστα Βλάχο και το Σωτήρη Δερβελέζη για τη βοήθειά τους. 2. Το Χρήστο Κατσαρό, πρώην βιβλιοπώλη στα Ιωάννινα. 3. Τον Ιωάννη Ζήση, Περίπτερο Αρίστης. 4. Τον Αγάπιο Τόλη, συλλέκτη και ιδιοκτήτη του «Λαογραφικού Μουσείου» στους Κήπους. 5. Το Βαγγέλη Παπιγκιώτη στα Άνω Πεδινά, υπεύθυνο της προστασίας και συντήρησης της Μονής της Παναγίας της Ευαγγελίστριας. 6. Το Πνευματικό Κέντρο της Ριζαρείου «Κώστας Λαζαρίδης» στο Κουκούλι. Τέλος, θέλω ειδικά να ευχαριστήσω τη φίλη και καταξιωμένη ζωγράφο Εύα Γκρην, της οποίας ο πίνακας κοσμεί το εξώφυλλο και η οποία ήταν η συνταξιδιώτισσα και συνοδοιπόρος σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στα Γιάννενα, στο Ζαγόρι και στα άλλα μέρη της πανέμορφης Ηπείρου μας.

10


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Γεννήθηκα το 1937. Χρόνοι ανήσυχοι, παράξενοι και-

ροί, που κυοφορούσαν αλλαγές, αλλά και μπόρες. Μαύρα σύννεφα μαζεύονταν γοργά στα βόρεια σύνορα της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Ηπείρου. Έτσι, όταν πρωτάνοιξα τα μάτια μου στο φως τούτου του κόσμου, ήταν διάχυτο το γκρίζο κι όχι το φως του ήλιου το λαμπρό. Ίσως γιατί ήταν φθινόπωρο, όταν του ήλιου οι ακτίνες κρύβονται από τα σύννεφα που μαζεύονται σπρωγμένα από τα ρεύματα που όλο και δυναμώνουν, προμηνύοντας τη χειμωνιά. Ίσως πάλι και να ήταν ένας προάγγελος για το τι θα επακολουθούσε στη ζωή μου, προετοιμάζοντάς με, με τούτο τον τρόπο, για τα μελλούμενα. Αποδείχθηκε πολύ σύντομα πως ήταν πράγματι παραμονές ενός μεγάλου φονικού πολέμου, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τρία μόλις χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1940, οι Ιταλοί του Μπενίτο Μουσολίνι έφτασαν μέσα από την Αλβανία στα σύνορα με την 11


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

Ελλάδα και ζήτησαν επιτακτικά το δικαίωμα διέλευσης των στρατευμάτων τους, δίνοντας αλαζονικά προθεσμία απάντησης μέχρι τις 6 το πρωί της ίδιας μέρας. Το τελεσίγραφο επιδόθηκε από τον πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, στον τότε δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, για να πάρει την απάντηση την ίδια στιγμή που μεταφραζόταν σε ένα ηχηρό: «ΟΧΙ». Τούτη ήταν η απαρχή των δεινών της πατρίδας μου για μια περίοδο που κράτησε περίπου δέκα χρόνια. Έτσι, τέλος του Οκτώβρη του 1940, μας βρήκε να πολεμούμε τους Ιταλούς και παρά τα καθολικά προγνωστικά και χάρη στον πραγματικό ηρωισμό των Ελλήνων, να νικούμε. Δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες ένιωσαν περηφάνια για τις καινούργιες δοξασμένες σελίδες της ιστορίας τους, που γράφτηκαν εδώ και αναφέρονται ιστορικά ως «Το Έπος του ’40!». Μεγάλες όμως οι απώλειες τόσο από τον πόλεμο όσο και από έναν ανελέητο χειμώνα με αφόρητη παγωνιά, που θέριζε ένα φτωχά εξοπλισμένο στρατό. Παρά ταύτα κι ενώ έκθαμβος ο κόσμος παρακολουθούσε τούτο το θαύμα και οι Έλληνες προήλαυναν μες στο έδαφος της Αλβανίας, παίρνοντας τους Ιταλούς που υποχωρούσαν στο κατόπιν κι απελευθερώνοντας το ένα μετά το άλλο τα ελληνικά χωριά της Βορείου Ηπείρου, τον Απρίλιο του 1941 η Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Τούτο έγειρε άμεσα την πλάστιγγα του πολέμου υπέρ των Γερμανών, οι οποίοι εισήλθαν 12


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

στην Ελλάδα όπου και παρέμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου το 1944. Η κατοχή της πατρίδας μου από τους Γερμανούς ήταν μια σκληρή δοκιμασία για όλους μας. Ταυτόχρονα έφερε μαζί πολλά δεινά από τα οποία ίσως η πείνα και οι θάνατοι από ασιτία να ήταν τα σκληρότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δολοφονίες αθώων από τα εκτελεστικά αποσπάσματα σε αντίποινα για τις επιθέσεις των ανταρτών ή οι εκτοπισμοί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή ακόμα και η καταστροφή ολόκληρων χωριών από τους Γερμανούς ήταν λιγότερο οδυνηρά. Όλα αυτά ως απάντηση στη σθεναρή αντίσταση που είχε σχεδόν αυτόματα οργανωθεί από τους πατριώτες εκείνους που βγήκαν στα βουνά αρνούμενοι να σκύψουν τον αυχένα. Και δεν ήταν λίγοι! Η οικογένειά μου δεν έμεινε ανέγγιχτη, όπως εξάλλου κι όλοι οι Έλληνες από αυτά τα γεγονότα. Στο προσκλητήριο, που σήμαναν του πολέμου οι σάλπιγγες, ήταν επόμενο πως κι ο πατέρας μου έδωσε το παρών για να υπερασπίσει το σπίτι και την πατρίδα του. Ήταν κι η τελευταία φορά που τον είδα! Αμυδρά στη μνήμη μου υπάρχει η μορφή του. Ίσως πάλι να είναι και η θύμηση από τη φωτογραφία τού γάμου του, να στέκεται γαμπρός δίπλα στη μάνα, που ήταν καδραρισμένη και στόλιζε τον τοίχο στην «κρεβάτα» του σπιτιού μας, λες και καλωσόριζε τον επισκέπτη. Η μάνα δεν την κατέβασε ποτέ. Τούτη ήταν η εποχή που διάλεξε ο Θεός για την ψυχή μου να έλθει κάτω στη γη. 13



1

Ας πάρω την ιστορία απ’ την αρχή.

Όταν γεννήθηκα οι Μοίρες, που συνηθίζουν σε κάθε καινούργια ζωή να προλέγουν τη διαδρομή της και να δίνουν τα δώρα εκείνα που θα βοηθήσουν τον καθένα μας σε τούτη τη διαδρομή, είτε ξεχάστηκαν είτε τους τέλειωσαν τα δώρα. Έτσι, σε μένα δε δόθηκε ούτε το δώρο της ομορφιάς ή της χάρης ή ακόμα κάποιου άλλου οποιουδήποτε φυσικού χαρίσματος. Δε μου ευχήθηκε καμιά τους μια ευτυχισμένη κι αγαπημένη πατρογονική, ή έστω μετέπειτα μια άλλη οικογένεια με σύζυγο και παιδιά, ευχή που δίνεται απλόχερα σε πολλά κορίτσια. Ούτε καν μια ήρεμη και γαλήνια ζωή. Ποιος ξέρει, ίσως να είχαν τελειώσει τούτες οι ευχές εκείνη τη στιγμή και φαίνεται πως ψάχνοντας στους σάκους που είχαν, βρήκαν μονάχα ένα παράξενο και ασυνήθιστο δώρο κι αυτό μου έδωσαν. Ένα δώρο που κουβαλούσε μαζί του πολύ πόνο και απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια και υπευθυνότητα από μένα για να αξίζει οτιδήποτε. Ένα χάρισμα που καθώς ήταν ασυνήθιστο τις 15


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

μέρες εκείνες προκαλούσε την καχυποψία και τη δεισιδαιμονία των ανθρώπων. Μια μεγάλη οροσειρά διασχίζει την Ήπειρο από τα βόρεια σύνορα με την Αλβανία και με κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοδυτικά καταλήγει στη Στερεά Ελλάδα. Είναι η οροσειρά της Πίνδου με τις πανύψηλες κορφές της, τα δάση της, τις χαράδρες και τα ποτάμια της και την ποικιλία της πανίδας και της χλωρίδας, χάρμα οφθαλμών για κάθε επισκέπτη. Σε αυτά τα βουνά βρίσκεται το χωριό μου. Ένα από τα λεγόμενα Ζαγοροχώρια, πολύ κοντά στη χαράδρα, που το όνομά της είναι γνωστό από το ομώνυμο χωριό ως η χαράδρα του Βίκου ή πάλι ίσως το ανάποδο να είναι το σωστό και το χωριό να ονομάστηκε από τη χαράδρα. Παρά το γεγονός ότι το χωριό μου ήταν ψηλά, περιτριγυρίζεται από ακόμα πιο ψηλά βουνά που τις πλαγιές τους καλύπτουν πυκνά δάση. Τα δέντρα τους είναι πολλών ειδών ανακατωμένα με διάφορους θάμνους και άγρια αναρριχητικά, που το πάντρεμά τους προκαλεί το θαυμασμό στον επισκέπτη. Μεγαλόπρεπες χιλιόχρονες βελανιδιές με κορμούς τόσο χοντρούς από τα χρόνια που ζούνε, που ίσως δύο άνθρωποι δεν μπορούν να αγκαλιάσουν, ανακατεύονται με πανύψηλες καρυδιές και καστανιές. Περήφανα ψηλά έλατα, που ξεχωρίζουν από μακριά από το σκουρόχρωμο τόνο του πράσινου και πεύκα που, καθώς στέκονται πλάι τους, προσελκύουν το βλέμμα με τη διαφορά που έχει ο τόνος τού χρώματός τους. Ακόμα πιο ψηλά βρίσκονται τα σφεντάμια που δε συναντά κανείς συχνά, γιατί πρέπει να ανέβει ακόμα πιο ψηλά. Όλα τούτα μαζί ζωγραφίζουν το μαγευτικό παράδεισο του χωριού μου. 16


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Την περιοχή σε τούτα τα μέρη όμως δεν τη διαφεντεύουν μόνο τούτα τα πανώρια βουνά και τα δάση, μα κι ο ποταμός Βοϊδομάτης που κυλά με τα πιο καθάρια νερά που υπάρχουν και ποτίζει τόσο τη βλάστηση, όσο και τα ζώα και τους ανθρώπους. Το χωριό μου είναι ένα μικρό ειρηνικό και ήσυχο χωριό, γιατί η γαλήνη της ατμόσφαιρας τριγύρω επηρεάζει και τους ανθρώπους που ζουν εδώ. Η μορφολογία τού εδάφους όμως δεν επιτρέπει πολλά περιθώρια να κερδίσουν τη ζήση τους από τη γη, με εξαίρεση κάποια από τα χωριά που βρίσκονται στα οροπέδια ανάμεσα στα βουνά και έχουν πλούσια και καλλιεργήσιμη γη. Σε τούτο λοιπόν τον παράδεισο γεννήθηκα, μα αλίμονο δεν ήταν γραφτό μου να τον χαρώ. Είχα φτάσει οχτώ χρόνων όταν η μάνα με πήρε από το χέρι κι αφού περπατήσαμε κάμποση ώρα, κατηφορίσαμε κάτω χαμηλά εκεί που ο Βοϊδομάτης κυλά χρόνια τώρα. Ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι μέσα από ένα δάσος από πανύψηλους πλάτανους που στους τεράστιους κορμούς τους σκαρφαλώνουν όλων των ειδών τα άγρια αναρριχητικά, αλλά και διαφορετικά είδη από μύκητες που η σκιά και η υγρασία ευνοεί την ύπαρξή τους. Βατόμουρα, μανιτάρια, αγριοτριανταφυλλιές ήταν διάσπαρτα παντού. Στο δάσος σιωπή. Σιγή! Ένιωσα δέος, γιατί τούτη η σιωπή μιλούσε και μες στο ανυπέρβλητό της μεγαλείο σίγησε υποκλινόμενος κι ο νους μου κι οι σκέψεις πέταξαν μακριά. Το ήξερα πως μόνο ο Θεός ήταν εκεί. Πίστεψα κάποια στιγμή πως άκουσα της σιωπής τη μελωδία σαν ύμνο στη δημιουργία, σαν ποίημα και ευχαριστία. Μια γνώση έλαμψε μπροστά μου: «Ζωή υπάρχει, γιατί υπάρχει ο Θεός». 17


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

Συνεχίσαμε το δρόμο μας μες στη σιωπή. Ακούγαμε τα νερά του Βοϊδομάτη σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι. Στο βράχο δίπλα στο ποτάμι ήταν σκαρφαλωμένο, κι ο βράχος ο ίδιος, ψηλός κι απότομος, ξεπρόβαλλε σαν συνέχεια από πίσω. Ένας ψηλός πέτρινος περίβολος φάνηκε και ανεβήκαμε κάμποσα σκαλιά πριν να διαβούμε τη βαριά πόρτα. Με άφησε κάπου μόνη η μάνα και συνομίλησε με τις καλόγριες, νομίζω και με την Ηγουμένη. Περιεργάστηκα το χώρο. Ποτέ προηγουμένως δεν είχα βρεθεί εντός Μοναστηριού. Στον τοίχο απέναντι, όπου βρισκόταν του Μοναστηριού η πόρτα, βασίλευε περίτεχνη μια ζωγραφιά, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Τον αναγνώρισα, γιατί στο χέρι του κρατούσε τη ρομφαία. Και πάρα δίπλα η Παναγιά να κάθεται σε θρόνο με το Χριστό στο στήθος της μπροστά, λες κι ευλογούσαν τους επισκέπτες. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος που έκαναν τα ζουζούνια και το νερό του ποταμού που έτρεχε στο βάθος. Κάθισα στο πέτρινο πρεβάζι της αυλής και μια πεταλούδα πέρασε ξυστά και με χαιρέτισε. Μετά κάθισε δίπλα μου λες κι ήθελε να μου κάνει συντροφιά. Ίσως να μου ψιθύρισε κιόλας κάποια ευχή. Έτσι νόμισα εκείνη τη στιγμή. Συλλογισμένη κι εντυπωσιασμένη από του τόπου τη σιωπή, είδα τη μάνα να πλησιάζει και μετά να κατευθύνεται προς την έξοδο. Δεν κατάλαβα αμέσως τι είχε συμβεί. Ούτε γιατί είχαμε πάει εκεί. Η μάνα ποτέ δε μιλούσε πολύ. Κι εμείς είχαμε μάθει να μην τη ρωτάμε. Δε συνειδητοποίησα αμέσως τι έγινε κι η μάνα έφυγε μόνη της και μ’ άφησε εκεί μ’ αυτές τις μαυροντυμένες γυναίκες, που στα μάτια μου, τότε, έμοιαζαν όλες να έχουν 18


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

την ίδια ηλικία. Έτσι, όταν η βαριά πόρτα του Μοναστηριού έκλεισε πίσω της, κι εγώ, μετά από ένα ξερό «μείνε εκεί» στην προσπάθειά μου να την ακολουθήσω, σταμάτησα, ένιωσα, κοιτάζοντάς τες, τον πανικό να με κυριεύει. Παρατηρώντας τες τρομαγμένη, μου ήταν αδύνατον να διακρίνω κάποιο ίχνος συμπάθειας στα πρόσωπά τους για μένα, συναίσθημα που συχνά οι περισσότεροι εκδηλώνουν στη θέα κάποιου μικρού παιδιού, που η μάνα του μόλις το είχε εγκαταλείψει. Παρόλο που ήμουν τότε οχτώ χρόνων έδειχνα μόνο έξι. Είμαστε πολύ φτωχοί, μετά το θάνατο του πατέρα που ήταν το μοναδικό μας στήριγμα και πηγή του μόνου εισοδήματός μας. Ήμουν υποσιτισμένη με εμφανή τα αποτελέσματα στην ανάπτυξή μου. Ήταν τα δύσκολα χρόνια τής κατοχής του τόπου μας από τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο προσπαθώντας να υπερασπιστεί την πατρίδα. Η μάνα, μια γυναίκα της Πίνδου, που κι αυτή όπως κι όλες οι άλλες συνεισέφερε σε τούτο τον αγώνα κουβαλώντας στην πλάτη, μες στα χιόνια, εκείνα τα εφόδια που χρειαζόταν τότε ο Ελληνικός Στρατός, έμεινε χήρα μέσα σε τούτη την αναμπουμπούλα και τα έβγαζε πέρα πολύ δύσκολα. Πολλά ήταν εκείνα τα βράδια που το μόνο φαγητό στο τραπέζι μας ήταν νερό βρασμένο με λίγα χόρτα του βουνού και καμιά πατάτα ή άλλο λαχανικό της εποχής, που η μάνα αποκαλούσε σούπα. Η Κατοχή και η χηρεία συνδυασμένες δεν αστειεύονται. Εξάλλου δεν ήμουν το μόνο της παιδί. Είχα άλλα δύο αδέλφια που ήταν μεγαλύτερα και τα στόματα που ξαφνικά, σε αντίξοες συνθήκες, είχε να θρέψει ήταν γι’ αυτήν 19


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

ένας καθημερινός αγώνας. Όχι πως άμα ζούσε ο πατέρας είμαστε πλούσιοι. Μα ο πατέρας ήταν μάστορας της πέτρας και ο επιούσιος ήταν εξασφαλισμένος. Έτσι αφότου τον χάσαμε, η πείνα ήταν καθημερινό φαινόμενο στο σπιτικό μας. Η μάνα ήταν αγράμματη, μια χήρα με τρία παιδιά σε ένα χωριό μακριά από τη μάνα και τον πατέρα της. Έπρεπε εκτός από το να κατορθώσει να επιβιώσει, να αντιμετωπίσει και την προκατάληψη που επικρατούσε τα χρόνια εκείνα στα χωριά απέναντι στις χήρες. Μια προκατάληψη που γέμιζε την ίδια με ενοχές και δεισιδαιμονίες, αλλά και πικρίες. Βλέπεις δεν ήταν από τούτο το χωριό. Καθώς ο πατέρας ήταν μάστορας της πέτρας, όπως είπα, γύριζε σε όλα τα χωριά του Ζαγοριού κι έκτιζε όπου υπήρχε γι’ αυτόν εργασία. Σε ένα χωριό είδε τη μάνα στη βρύση και την αγάπησε. Πήγε και τη ζήτησε. Η μάνα δεν ήταν βέρα Ζαγοριανή. Καταγόταν από τους Σαρακατσάνους και οι Ζαγοριανοί τα χρόνια εκείνα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους από αυτούς. Οι Σαρακατσάνοι, πάλι, δεν ήθελαν να δίνουν τα κορίτσια τους σε ξένους. Μα η μάνα ήταν ήδη είκοσι, μεγαλοκοπέλα για την εποχή κι έτσι, παρά τις επιφυλάξεις τους, του την έδωσαν. Όταν την πήγε στο χωριό του, δεν καλοάρεσε ούτε στη μάνα του ούτε στις αδελφές του, που ήταν μεγαλύτερες και ανύπαντρες. Το πατρικό σπίτι, όμως, ήταν του πατέρα μου, όπως ήταν και το έθιμο, και μια και ο πατέρας τους είχε αφήσει χρόνους, αυτός ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Βλέπεις τότε υπήρχε το πατριαρχικό πρότυπο. Η μάνα δεν πέρασε καλά με την πεθερά και τις κουνιά20


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

δες όσο καιρό ζούσαν μαζί. Βλέπεις η δουλειά του πατέρα μου τον έπαιρνε μακριά από το σπίτι για μεγάλα χρονικά διαστήματα κι έμενε μόνη μαζί τους αντιμέτωπη με την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Σαν πέρασαν, όμως, τα χρόνια ο πάτερας έδωσε όλα τα κτήματα που είχε για να τις προικίσει και κατάφερε να τις παντρέψει, και κράτησε μόνο το σπίτι. Πίστευε ο καημένος πως με τη δουλειά του θα τα κατάφερνε να μας ταχτοποιήσει και εμάς στο μέλλον. Δεν ήξερε πως άμα ο άνθρωπος κάνει σχέδια τον ακούει ο Θεός και γελά. Η πεθερά της μάνας, η γιαγιά μου, πέθανε κι αυτή προτού τη γνωρίσω. Κι εκεί που η μάνα ανέπνευσε για λίγο κι έμεινε μόνη με τον άντρα της και τα παιδιά της, δεν πρόλαβε να χαρεί. Ήρθε ο πόλεμος και όλα άλλαξαν. Οι κουνιάδες, οι θείες μου, σαν χήρεψε, όχι μόνο δεν ήθελαν να έχουν τίποτα να κάνουν μαζί της, λες κι η συγγένεια ήταν ένα μίασμα ή το λιγότερο ντροπή, μα ξέχασαν βολικά, πως εμείς δεν είμαστε μόνο δικά της παιδιά μα και του αδελφού τους. Έτσι, δε γύρισαν ποτέ να μας κοιτάξουν. Η μάνα πάσχιζε να τα βγάλει πέρα μαζεύοντας ξύλα και κρανιές από το βουνό και τη χαράδρα, χόρτα, βατόμουρα και μανιτάρια. Είχαμε κι ένα κοτέτσι στην αυλή με πέντε-έξι κότες και μια γίδα στο υπόστεγο. Το σπίτι μας δεν ήταν κανένα αρχοντόσπιτο. Είχε μόνο ένα υπόγειο, που σε καλύτερους καιρούς χρησίμευε σαν αποθήκη για τα τρόφιμα: λάδι, σιτάρι, ρύζι κ.λπ. και εκεί φυλούσαμε και τα ξύλα για το φούρνο, στο μαγειρειό και το τζάκι στην «κρεβάτα» και φυσικά το ισόγειο που υπήρχε το μαγειρειό και η «κρεβάτα», αρκετά μεγάλη που το χειμώνα σε μια γωνιά περιείχε και το «μαντζάτο». Καμιά φορά το χειμώ21


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

να κοιμόμασταν κιόλας στο «μαντζάτο». Το καλοκαίρι το «μαντζάτο» ήταν ημιυπαίθριο. Η χρεία ήταν στην πίσω αυλή σε τούρκικο στιλ. Τούτο το σπίτι, οι κότες και η γίδα, ήταν όλη κι όλη η μικρή περιουσία μας κι η μάνα τα φρόντιζε πώς και πώς! Ήταν για μας μια σημαντική πηγή τροφής. Μπορεί να μην ήταν αρκετά να χορτάσουν τα στομάχια μας, μα ήταν καλύτερα από το τίποτα. Η μικρή μας φτωχή οικογένεια είχε ανάγκη κι από το παραμικρό. Η μάνα προσπαθούσε να βρει και κανένα μεροκάματο, μα τούτο ήταν πάντα δυσεύρετο και εποχικό. Χωρίς σωστή ανάπτυξη, μικροκαμωμένη και μάλλον ασκημούλα δεν ήμουν ακριβώς το καμάρι της μάνας. Για σχολείο ούτε λόγος! Η μάνα ούτε που το σκέφτηκε να με στείλει στο σχολείο. Ούτως ή άλλως σε εκείνο το χωριό, τα κορίτσια που πήγαιναν σχολείο δεν ήταν και τα περισσότερα. Ίσως γιατί δεν υπήρχε σχολείο εκεί και έπρεπε να πάνε στο διπλανό κεφαλοχώρι. Τα αδέλφια μου, όμως, που ήταν αρκετά πιο μεγάλα πήγαιναν. Το κέρδος ήταν διπλό, γιατί όχι μόνο μάθαιναν γράμματα μα και η εκκλησία είχε φροντίσει για ένα υποτυπώδες συσσίτιο, για τα ορφανά του πολέμου, από γάλα και γαλέτα κάθε μέρα και τούτο μετρίαζε την πείνα τους και ήταν σε σχετικά καλύτερη μοίρα από μένα. Εξάλλου και η μάνα πάντοτε έδινε σ’ αυτούς πιο πολύ ψωμί ή πατάτες ή φασόλια λέγοντας πως ήταν αγόρια και χρειάζονταν περισσότερο. Για να πάνε στο σχολείο, βέβαια, είχαν να περπατήσουν κάπου μια ώρα το πρωί και άλλη τόση για να γυρίσουν, κάθε μέρα. Κι αυτό κάτω από κάθε είδους καιρικές συνθήκες, 22


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

εκτός βέβαια όταν το χιόνι έπεφτε τόσο πολύ που το σπίτι και το χωριό μας αποκλειόταν κι ήταν αδύνατο να πάνε. Όλες, όμως, τούτες οι δυσκολίες δεν τους πτοούσαν. Ήθελαν να πάνε σχολείο να μάθουν γράμματα και αισθάνονταν περήφανοι που πήγαιναν, που είχαν φίλους, και που ίσως κάποια μέρα θα γινόταν μπορετό έτσι να φύγουν από το χωριό και να βρουν αλλού την τύχη τους. Εγώ περιορίστηκα να συνοδεύω τη μάνα στο βουνό και να τη βοηθώ στο μάζεμα των χόρτων, των ξύλων και των βατόμουρων. Τάιζα και τις κότες τις πιο πολλές φορές. Εκεί στο βουνό, όμως, ήμουν πιο πολύ μπελάς για τη μάνα παρά βοήθεια. Έτσι τουλάχιστον έλεγε σαν με μάλωνε, γιατί με έχανε και έψαχνε ώρα να με βρει. Προσπάθησε να με φοβερίσει με λύκους και αρκούδες, μα εγώ δε φοβόμουν κι έτσι εγκατέλειψε την προσπάθεια. Κατ’ ακρίβεια, εγώ, μόλις έβρισκα την ευκαιρία, μαγεμένη πάντα από την ομορφιά του δάσους και την ησυχία που ένιωθα να με αγκαλιάζει, κρυβόμουν κάπου κι εκεί έπαιζα και κουβέντιαζα με το φίλο μου. Ήταν ο μόνος φίλος που είχα. Με αγαπούσε και με προστάτευε και στα μάτια του, όταν τον κοίταζα, έβλεπα πάντα τρυφερότητα, συμπόνια και καλοσύνη. Πόσο τα είχα ανάγκη όλα τούτα! Τον γνώρισα εκεί στο βουνό όταν ήμουν πέντε χρονών. Εκείνη τη μέρα είχα βρει μια φωλιά πεσμένη κάτω στο χώμα και μέσα τρία νεογέννητα πουλάκια. Δεν είχαν ακόμα βγάλει φτερούγες. Μονάχα ένα χνούδι από πούπουλα ήταν ορατό μαζί με τις φτερούγες που μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν. Τα δύο ήταν ήδη πεθαμένα μα το ένα από αυτά, αν και πληγωμένο, ανέπνεε βαριά ακόμα και κάποιες στιγμές ήταν 23


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

λες κι είχε σπασμούς. Πρόσεξα δίπλα μια μικρή έγχρωμη σφαίρα. Προσπάθησα να ξεχωρίσω τα διάφορα χρώματα που έβλεπα όταν με έκπληξη παρατήρησα δύο μάτια να με κοιτάζουν μέσα από τη σφαίρα. Ήταν δύο μάτια κι ένα πρόσωπο γατίσιο με τη μουσούδα και τα μουστάκια του γάτου κι ένα πρόσωπο τιγρέ με μικρά αυτιά. Μες στα μάτια του είδα νοημοσύνη. Καθώς με κοίταζε κατάματα, το κεφάλι του άλλαζε συνέχεια. Μια μεγάλωνε και μια μίκραινε και κάποτε το πρόσωπο φαινόταν από δεξιά κι άλλες από τα αριστερά, λες κι υπήρχαν πολλά πρόσωπα στο ίδιο κεφάλι ταυτόχρονα. Κατά διαστήματα άνοιγε το στόμα του και μου έβγαζε τη γλώσσα του. Προσποιόταν πως θα με δαγκώσει. Εγώ συνέχισα να το κοιτάζω κι έκανε κι αυτό το ίδιο. Δεν απέφευγα το βλέμμα του κι ούτε υποχωρούσα. Ήταν λες και με δοκίμαζε, εμένα ή τη δύναμη ή την αντοχή μου. Λες κι ήθελε να με φοβίσει, να με τρομάξει για να μην πλησιάσω τη φωλιά. Μα εγώ δεν το φοβήθηκα. Όταν μεγάλωσα κι έμαθα πιο πολλά, άκουσα να μιλούν για το ζώο με τα πολλά πρόσωπα. Το έλεγαν αυτό ψιθυριστά, λες κι ήταν κάτι κακό που έπρεπε να ξορκιστεί. Μα τότε, στα αθώα παιδικά μου μάτια, δεν έβλεπα τίποτα κακό ή άσκημο. Μόνο περίεργο. Έτσι το αντιμετώπισα απλά σαν κάτι που υπήρχε και το αγνόησα. Προχώρησα κοντά στο πληγωμένο πουλάκι, που πάσχιζε να ζήσει. Το έβαλα στην παλάμη μου, ένα τόσο δα πλασματάκι. Το χάιδεψα και προσπάθησα να το ζεστάνω κι ένιωσα μες στην καρδιά μου μια δυνατή επιθυμία: τούτο το ανήμπορο χτυπημένο πουλί να γίνει καλά, να ζήσει. 24


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Άκουσα τη μάνα του που φτερούγιζε νευρικά, ψάχνοντας τη φωλιά της, τα παιδιά της εκεί ψηλά στο δέντρο. Όλες οι μανάδες τα ίδια κάνουν, σκέφτηκα. Κι έτσι, όπως το είχα στην παλάμη μου και το χάιδευα με το άλλο μου χέρι, αυτό σιγά σιγά σταμάτησε να βαριανασαίνει κι άρχισε να αναπνέει κανονικά. Το πουλάκι είχε γίνει καλά. Τότε σκέφτηκα πως ήταν τυχαίο αν και μέσα μου μια φωνή έλεγε πως ήταν οι παλάμες μου και το άγγιγμά μου, η επιθυμία και η προσευχή μου που το έκαναν καλά. Το πίστευα και δεν το πίστευα αυτό. Ανέβηκα με τη φωλιά στο χέρι με πολύ κόπο στο δέντρο. Για μένα το σκαρφάλωμα στα δέντρα τότε ήταν ένα αγαπημένο παιγνίδι. Έτσι, μικρόσωμη κι αδύνατη όπως ήμουν, ανέβαινα στα δέντρα όπως οι γάτοι κι από ψηλά κοιτούσα μακριά. Τούτη η αίσθηση, να μπορώ να κοιτάζω πιο μακριά όταν ήμουν ψηλά, παρά όταν ήμουν στο έδαφος, με έκανε να νιώθω υπέροχα. Τότε ήταν, τη μέρα εκείνη που γνώρισα το φίλο μου. Παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου. Παρά το γεγονός ότι η παρουσία του ήταν ξαφνική εγώ δεν ένιωσα κανένα φόβο. Αντίθετα, ένα κύμα χαράς με πλημμύρισε και μια αίσθηση ασφάλειας. Του μίλησα κι αυτός σαν μου απάντησε είχε μια γλύκα η φωνή του. «Θέλεις να σου πω ένα παραμύθι;» ρώτησε. Ήταν τόσο ωραίο να τον ακούει κανείς τόσο γλυκά που μιλούσε! Από τότε συναντιόμασταν συχνά. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί παρόλο που δεν είχε φτερά μπορούσε να πετά και να πηγαίνει όσο ψηλά ήθελε. Με προειδοποίησε, όμως, να μην το δοκιμάσω κι εγώ, και, πράγμα σπάνιο, ήταν 25


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

τόσο πειστικός που δε διανοήθηκα να μην τον ακούσω. Μου είπε ακόμα πως ερχόταν από έναν άλλον κόσμο, όπου όσοι ζούσαν εκεί μπορούσαν να πετούν χωρίς φτερά. Κάθε φορά που τον συναντούσα ήταν και μια συναρπαστική εμπειρία. Αυτός ήταν κι ο λόγος που με την πρώτη ευκαιρία έτρεχα να κρυφτώ κάπου μονάχη για να βρεθώ μαζί του. Μπορεί να μην πήγαινα σχολείο, μα ο φίλος μου ήταν σοφός. Γνώριζε πάρα πολλά πράγματα και μου έλυνε όλες μου τις απορίες που είχα για τον κόσμο, καθώς τούτες γεννιόνταν στο παιδικό μου κεφάλι. Ξεχνιόμουν μαζί του και η μάνα για να με βρει εξαντλούσε όλη τη λιγοστή της δύναμη. Τη θυμάμαι τη μάνα! Ψηλή, ξερακιανή, πρόωρα γερασμένη, γιατί παρόλο που τότε θα ήταν τριάντα δύο τριάντα τρία, τα νιάτα την είχαν εγκαταλείψει πρόωρα κι έμοιαζε στα μάτια μου να βρίσκεται σ’ εκείνη την απροσδιόριστη ηλικία μεταξύ σαράντα και πενήντα, που καμιά φορά το συναντάς σε γυναίκες της υπαίθρου, ταλαιπωρημένες από μια ζωή γεμάτη βάσανα, συνεχείς αγώνες και την έκθεσή τους σε όλους εκείνους τους καιρούς της υπαίθρου, από τον καυτό ήλιο μέχρι τους ανελέητους αγέρηδες. Στη θύμησή μου η μορφή της, είναι πάντα τσακισμένη από τον πόνο και τις κακουχίες. Όλη η ζωή της μια συνεχής αναζήτηση για τον επιούσιο για τα παιδιά της και για την ίδια, χωρίς ανάπαυση καμιά. Ακόμα και τα πουλιά κάθονταν και κελαηδούσαν στα κλαδιά κάθε μέρα έστω και λίγο, μα αυτή όχι! Πάντα σκυθρωπή, σαν να μισούσε τη ζωή, λες κι ήταν γι’ αυτή μια τιμωρία. Με έψαχνε και με φώναζε κι όταν τελικά με έβρισκε, 26


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

γιατί είχε μάθει τις κρυψώνες μου, με ξυλοφόρτωνε. Εγώ είχα προσπαθήσει να της μιλήσω για το φίλο μου, μα κάθε φορά στις αρχές που το δοκίμασα, με κοίταζε οργισμένα και με αποκαλούσε ψεύτρα και τεμπέλα. Στο τέλος μού απαγόρευσε να τον αναφέρω ξανά, γιατί γι’ αυτήν ήταν μονάχα μια δικαιολογία η δήθεν ύπαρξή του από εμένα, για να κρύβομαι και να μη δουλεύω. Μου φαινόταν περίεργο πως το έλεγε αυτό, γιατί υπήρξαν αρκετές φορές που με είχε ανακαλύψει όταν ήταν κι αυτός μαζί μου. Αργότερα, ο φίλος μου, μου εξήγησε πως μόνο εγώ τον έβλεπα και τον άκουγα, γιατί ήταν μοναχά δικός μου φίλος. Πως ήμουν, είπε, η εκλεκτή του κι αυτός ο δικός μου εκλεκτός. Θα ήταν, είπε, πάντα μαζί μου αν εγώ το επέλεγα. Δεν κατάλαβα τότε τι σήμαινε η λέξη «επέλεγα» κι «επιλογή» μα ένιωσα πως ήταν πολύ σημαντική λέξη ακόμα και για την υπόστασή μου και πως έπρεπε να τη γνωρίζω. Γι’ αυτό ντράπηκα να τον ρωτήσω να μου εξηγήσει. Πέρασαν πολλά χρόνια για να εννοήσω ακριβώς τη σημασία τούτης της λέξης. Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή τούτη την έννοια πλήρως με έναν πολύ σκληρό τρόπο. Μου είπε ακόμα πως είχα τη δύναμη κάποια μέρα να βοηθήσω πολλούς ανθρώπους, που θα είχαν προβλήματα, μα ούτε αυτό μπόρεσα τότε να το καταλάβω πως εγώ θα το κατάφερνα. Τα αδέλφια μου, όταν προσπάθησα να αναφερθώ σ’ αυτόν και σ’ όλα τα απίθανα που κάναμε μαζί, με κορόιδεψαν και με έλεγαν αλλοπαρμένη. Γέλασαν όταν είπα πως πετούσε και είπαν πως όλα ήταν δημιουργήματα της 27


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

φαντασίας μου ή τα είχα δει στα όνειρά μου. «Μπας και κοιμάσαι όρθια στο βουνό και βλέπεις φαντάσματα;» είπαν και γέλασαν με το αστείο τους. Ο φίλος μου, όμως, δεν ήταν καθόλου φανταστικός. Ήταν πολύ πολύ πραγματικός. Μάθαινα ένα σωρό πράγματα κοντά του και μπορούσα να τον ακούω για ώρα μαγεμένη. Όταν, όμως, συνέχισα να μιλώ γι’ αυτόν, τα αδέλφια μου μού έδωσαν φάπες και με είπαν «ηλίθια» και «καθυστερημένη». Ένιωσα μεγάλη απογοήτευση όταν κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να μιλώ γι’ αυτόν. Φαίνεται πως μόνο εγώ πίστευα σ’ αυτόν και λογικό ήταν, μια και μόνο εγώ τον έβλεπα. Πάλι, όμως, περίεργο δεν ήταν που τον έβλεπα μόνο εγώ; «Ήμουν άραγε αλλοπαρμένη;» διερωτήθηκα κάποια στιγμή. Τότε ο φίλος μου μού είπε: «Έχεις καμιά αμφιβολία ότι με βλέπεις και με ακούς;». «Όχι, καμιά!» του είπα κι απόρησα κι εγώ πως είχα διερωτηθεί για κάτι, τη στιγμή που γνώριζα την αλήθεια κι ας ήμουν τότε μόνο πέντε χρονών. «Ένα παιδί μονάχα τι να ξέρει;» κάποιος μεγάλος θα πει! Κι όμως παρά το ότι ήμουν παιδί, γνώριζα πολλά, χάρη στο φίλο μου. «Σήμερα» μου είπε μια μέρα, «θα κάνουμε μαζί ένα ταξίδι!». Άνοιξα το στόμα και τα μάτια μου διάπλατα. Ταξίδι! Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα ήταν δυνατόν για μένα να ταξιδέψω, να πάω οπουδήποτε, εκτός από τα όρια του χωριού μου ή ίσα ίσα μέχρι το βουνό με το δάσος που το κάλυπτε. Κοιτάζοντας πολλές φορές τον ορίζοντα και τον ουρανό πίστευα πως το πιο μακρινό μου ταξίδι θα το έκανε το βλέμμα μου μέχρι εκεί. 28


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Γέλασε ο φίλος μου παρατηρώντας την αντίδρασή μου και είπε μόνο: «Πάμε!». Ένιωσα να πηδώ μαζί του και βρέθηκα ψηλά στο δέντρο. Ένιωσα χαρά. Μου φαινόταν ένα πρωτόγνωρο, απίθανο παιγνίδι, μια ξέγνοιαστη αίσθηση, λες κι είχα πετάξει. Κοιτάζοντας κάτω, όμως, μου φάνηκε πως ήμουν καθισμένη στη ρίζα του δέντρου. Ήξερα πως αυτό δεν ήταν δυνατόν αφού βρισκόμουν εκεί ψηλά με το φίλο μου. Ένιωσα, όμως, μια μικρή ανησυχία. Μα το σφίξιμο στο χέρι μου από το φίλο μου με καθησύχασε. Ήταν μαζί μου και ήμουν ασφαλής. Έτσι αφέθηκα σ’ αυτόν. Πετούσαμε! Όχι, δεν ήταν ένα συνηθισμένο πέταγμα αυτό. Τούτο το πέταγμα γινόταν με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα κι έβλεπα αστραπιαία να προσπερνώ, χωρίς να προλαβαίνω να ξεχωρίσω, διάφορα αντικείμενα, άγνωστα σε μένα, μέχρι που σταματήσαμε κάπου. Πατήσαμε στη γη. Το έδαφος ήταν καλυμμένο από μια χλόη, μα τούτη ήταν ψεύτικη, άψυχη, φτιαχτή κι όχι το ζωντανό χορτάρι που γνώριζα, εκεί στο βουνό που έβοσκε η γίδα μας. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο με αυτό. Κι ενώ το κοίταζα με περιέργεια, ο φίλος μου με τράβηξε απ’ το χέρι μακριά. Μου φάνηκε τότε πως υπήρχε μια κουρτίνα που σηκώθηκε και φανερώθηκε μπροστά στα μάτια μου μια σκάλα. Δεν πρόσεξα να ακουμπούσε κάπου ούτε που κοίταξα να δω πού έφτανε, μόνο σαν με κρατούσε από το χέρι ο φίλος μου άρχισα μαζί του να ανεβαίνω. Ανέβηκα λίγα σκαλιά και στάθηκα. Σκέφτηκα τότε να ρωτήσω πού θα με ανέβαζε τούτη η σκάλα, μα δε μίλησα. Κοίταξα από το ύψος που βρισκόμουν και είδα πως το 29


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

βλέμμα μου έφτανε μακριά. Πιο μακριά ακόμα από όταν ανέβαινα στο δέντρο. Ανέβηκα ακόμα κάποια σκαλιά με την προτροπή του φίλου μου και τότε ξεχώρισα εκεί μακριά ένα Μοναστήρι με κάποιες καλόγριες. Μου φάνηκε περίεργο που μπορούσα από τόσο μακριά να διακρίνω ακόμα και τις καλόγριες. Γύρισα και τον κοίταξα γεμάτη απορία. «Πού βρίσκεται τούτο το Μοναστήρι;» ρώτησα. «Πού σου φαίνεται πως βρίσκεται;» ρώτησε αυτός χωρίς να μου απαντήσει. «Μοιάζει να είναι σε εκείνο το ψεύτικο, το άψυχο χορτάρι!» παρατήρησα. «Ίσως και να ’ναι!» είπε αυτός, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο. «Γιατί ανεβαίνουμε τούτη τη σκάλα; Πού πρέπει να φτάσουμε;» ρώτησα τότε γιατί η περιέργειά μου είχε πια φουντώσει. «Όσο ανεβαίνεις τα σκαλιά όλο και πιο μακριά θα βλέπεις» είπε μόνο, χωρίς να μου λύσει την απορία τού «γιατί». «Δεν καταλαβαίνω!» είπα. Ένα παιδάκι ήμουν τότε κι οι γρίφοι δεν ήταν το πιο δυνατό μου σημείο. Αφού δε μίλησε, πρόσθεσα: «Τι θα καταλάβω περισσότερο αν βλέπω μακριά; Τι να το κάνω το Μοναστήρι που είδα;». «Κάποια στιγμή, όταν κοιτάζεις κάτι θα καταλαβαίνεις τι βλέπεις» είπε ο φίλος μου κι ένιωσα πως το έλεγε με σημασία. «Πώς θα συμβεί αυτό; Θα είσαι κοντά να μου εξηγήσεις;» συνέχισα, γιατί μπερδεύτηκα. «Τούτη η σκάλα θα είναι η δική σου σκάλα και θα την 30


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

έχεις πάντα μαζί σου ακόμα κι εάν δεν τη βλέπεις! Κι ας ξεκινά η βάση της από ένα ψεύτικο γρασίδι. Γι’ αυτό όσο ανεβαίνεις και φτάνει το βλέμμα σου πιο μακριά, η αλήθεια θα γίνεται ολοένα και πιο ορατή, πιο καθαρή». Είπε τότε. «Ας ανεβούμε κι άλλο τότε!» είπα, γιατί τα παιδιά πάντα θέλουν κάτι να τελειώνει αμέσως. «Τούτη τη σκάλα θα την ανέβεις σιγά σιγά. Κάθε φορά που θα ακούς και θα ακολουθείς τη φωνή της αγάπης θα ανεβαίνεις ένα σκαλί. Κι όταν θα έχεις μεγαλώσει και θα έχεις αποκτήσει διάκριση, τότε τα σκαλιά που θα ανέβεις θα είναι πολλά μαζί, γιατί η διάκριση είναι πολύτιμη για την εξέλιξη του ανθρώπου». Σιώπησε, κι εγώ, που δεν πολυκατάλαβα τα λόγια του, ένιωσα ένα προαίσθημα και μια ανησυχία γι’ αυτά που μου είπε κι έτσι του έσφιξα το χέρι κι είπα μόνο: «Πάμε πίσω». Αμέσως βρέθηκα με ένα δυνατό τράνταγμα να κάθομαι στη ρίζα του δέντρου. Ένιωθα ζαλισμένη κι ο φίλος μου δεν ήταν πια εκεί. «Άραγε, μήπως αποκοιμήθηκα και τα ονειρεύτηκα όλα αυτά;» σκέφτηκα. Όμως μου εντυπώθηκε στη μνήμη τούτο το ταξίδι το πρώτο και στο μέλλον πολλές φορές μου δόθηκε η ευκαιρία να το ξαναθυμηθώ κι άλλες πάλι όλα τούτα που δεν πολυκαταλάβαινα να τα εξηγήσω σαν βρέθηκα αντιμέτωπη με τα γεγονότα που έφεραν στη ζωή μου οι καιροί. Εκείνη τη μέρα είχα μαζευτεί σε μια γωνιά της «κρεβάτας» για να μην είμαι στη μέση, καθώς η μάνα σκούπιζε. Κοίταξα κάποια στιγμή έξω από το παράθυρο. Δεν ξέρω ακόμα και σήμερα πώς μου ήρθε ή γιατί, μα ήμουν σίγουρη όταν το έλεγα πως έτσι ήταν: «Μάνα, ο Ανδρέας χτύπησε 31


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

στο σχολείο και έσπασε το χέρι του». Ο Ανδρέας ήταν ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια μου και η αδυναμία της μάνας. Αυτός έπαιρνε πάντα τις μεγαλύτερες μερίδες φαγητού, γιατί όπως η μάνα έλεγε, ήταν αγόρι και ήταν πάνω στην ανάπτυξη. Τα αγόρια, έλεγε, χρειαζόταν να τρώνε πιο πολύ για να είναι δυνατά. Γιατί μ’ αυτό εννοούσε μόνο τον Ανδρέα και όχι και τον Πέτρο δεν εξήγησε ποτέ κι εγώ δεν τόλμησα να τη ρωτήσω. Η μάνα ξαφνιάστηκε και τρόμαξε όταν το είπα αυτό και μου έδωσε ένα δυνατό σκαμπίλι μαζί, με την απειλή πως αν ξαναέλεγα τέτοιες ανοησίες θα πήγαινα για ύπνο νηστική το βράδυ. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ασυνήθιστο έτσι κι αλλιώς όπως είχαν τότε τα πράγματα, με τη φτώχεια από τη μια και την Κατοχή με τα επακόλουθά της από την άλλην. Πραγματικά ακόμα κι εγώ τότε διερωτήθηκα τι ήταν αυτό που με έσπρωξε να πω κάτι τέτοιο κι όταν η μάνα μού έδωσε το σκαμπίλι δεν παραξενεύτηκα καθόλου. Όπως ήταν φυσικό δεν το πίστεψε και θεώρησε πως πάλι έλεγα φαντασίες και ανοησίες. Σαν ήρθε, όμως, το απόγευμα κι απ’ το σχολείο γύρισε μόνο ο Πέτρος με τα μαντάτα πως ο Αντρέας είχε σπάσει το χέρι του και πως κάποιος τον είχε πάει σε ένα άλλο χωριό μακρύτερα, γιατί εκεί υπήρχε ένας καλός βικογιατρός που γνώριζε πώς να του το βάλει καλά στη θέση του και στο γύψο και πως η μάνα έπρεπε να πάει να τον φέρει πίσω, η μάνα έβγαλε μια δυνατή φωνή. Δεν κατάλαβα αν ήταν φωνή απελπισίας ή φόβου ή κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή. Μα όταν γύρισε και με κοίταξε αγριεμένη και με ξυλοφόρτωσε θυμωμένη, κατάλαβα πως ήταν φωνή οργής μαζί 32


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

μου, γιατί με θεώρησε, μια και το είπα, υπεύθυνη και για το γεγονός. Από τότε ήμουν πολύ προσεκτική για το τι έλεγα και τι όχι. Δεν ήταν εύκολο. Στην ηλικία που ήμουν τότε δεν ήμουν σε θέση να γνωρίζω και να ξεχωρίζω τι μόνο εγώ έβλεπα, άκουγα ή γνώριζα και τι ήταν γνωστοποιημένο σε όλους. Έτσι, αποφάσισα να μιλώ όσο το δυνατόν λιγότερο έξυπνα κρίνοντας πως έτσι το διακύβευμα θα ήταν μικρότερο. Καθώς πέρασαν τα χρόνια κι έγινα σοφότερη, αυτή μου την απόφαση είχα κάθε λόγο να τη θεωρήσω σαν την πιο σοφή για την ηλικία μου. Είναι αποδεδειγμένο ότι η πληροφόρηση για θέματα που κάποιοι είναι αδύνατον να κατανοήσουν είναι μια μάλλον επικίνδυνη ενέργεια τόσο γι’ αυτούς όσο και για τον πληροφοριοδότη. «Κρεῖτον τὸ σιγᾶν». Η σοφία ήταν από την αρχαιότητα η ίδια. Όταν είχα κλείσει τα οκτώ, ο πόλεμος είχε ήδη τελειώσει κι οι κατακτητές έφυγαν από την πατρίδα μου. Ο κόσμος αναστέναξε με ανακούφιση και προσδοκία και με ελπίδα για το μέλλον. Η μάνα όλο έλεγε πως τώρα θα ζούσαμε καλύτερα. Πού στήριζε την εκτίμησή της δε μας εξηγούσε. Τίποτε, όμως, δεν προμήνυε τα γεγονότα που ακολούθησαν. Όπως συχνά γινόταν ήμουν με τη μάνα στο βουνό κι όπως συνήθιζα, είχα αποζητήσει τη συντροφιά τού φίλου μου. Δε μοιραζόμουν την αισιοδοξία της μάνας για καλύτερες μέρες. Αντίθετα τη μέρα εκείνη ένιωθα μια στενοχώρια να με τυλίγει κι ένα κακό προαίσθημα, κάτι σαν γκρίζο, με ακολουθούσε. Άκουσα τη φωνή της μάνας. Κραυγές πόνου και απόγνωσης ήταν μάλλον. Τρόμαξα! Έτρεξα γρήγορα προς το μέρος 33


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

που ακούγονταν και τη βρήκα πεσμένη σε μια μικρή χαράδρα. Βογκούσε και δεν μπορούσε να περπατήσει γιατί, όπως έλεγε, είχε σπάσει το πόδι της. Σαν με είδε μου φώναξε να τρέξω στο χωριό να ζητήσω βοήθεια. Μα εγώ, σαν κάτι άλλο να με έσπρωξε να το κάνω, κατέβηκα, παρά τις αντιρρήσεις και τις φωνές της, εκεί που βρισκόταν ανακαθισμένη, την πλησίασα κι άρχισα να χαϊδεύω το σημείο που είχε αρχίσει να πρήζεται. Η μάνα πονούσε και φώναζε, μα εγώ δεν άκουγα, ούτε τη φοβόμουν εκείνη τη στιγμή. Η καρδιά μου χτύπούσε δυνατά. Όχι με κάποιο φόβο, αλλά με τη δύναμη της επιθυμίας. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο χτυπημένο πόδι και κράτησα την αναπνοή μου σαν εισέπνευσα, κάνοντας ταυτόχρονα την πιο δυνατή ευχή που είχα κάνει ποτέ. Δεν ήθελα με τίποτα τη μάνα με σπασμένο πόδι. Κι ας με χτυπούσε, κι ας μη με λογάριαζε, εγώ την αγαπούσα πάρα πολύ. Το χέρι μου ακούμπησε το πόδι της κι ένιωσα όλη την αγάπη και τη θέλησή μου να ενώνονται και να αποκτώ μια δύναμη που δε γνώριζα πως είχα. Το ήξερα, το κατάλαβα πως όλη τούτη η δύναμη είχε περάσει μέσα από το χέρι μου στο πόδι της κι άφησα ελεύθερη την αναπνοή μου μαζί με τη δύναμη στο χτυπημένο πόδι. Συνέχισα να το χαϊδεύω κι αυτό σύντομα της έφερε ανακούφιση και σταμάτησε τις φωνές. Έμεινα εκεί για δέκα λεπτά, νομίζω. Το πόδι ξεπρήστηκε. Ο πόνος έφυγε. Η μάνα δοκίμασε να το πατήσει και τα κατάφερε. Ήταν καλά. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού χωρίς καμιά μας να μιλά. Σιωπηλά φτάσαμε στο σπίτι. Η μάνα ήταν σκεφτική. Μου έριχνε κλεφτές ματιές κι έδειχνε πως φοβόταν να με κοιτάξει ή να μου απευθύνει το λόγο. 34


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Τις επόμενες μέρες η τακτική της αυτή συνεχίστηκε κι η συμπεριφορά της απέναντί μου άλλαξε. Με απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι, που λέμε. Ήταν συνέχεια σκεφτική και σκυθρωπή. Αν δεν την ήξερα τόσο καλά και δε γνώριζα τι σκληρό καρύδι ήταν, θα έλεγα πως με φοβόταν για κάποιο λόγο. Δεν ξέρω αν ήταν τούτο το συμβάν ή η φτώχεια κι η ανέχεια που μας βάραινε ή και τα δύο που την έκαναν εκείνη τη μέρα να με πάρει από το χέρι και να με πάει στο Μοναστήρι με τις καλόγριες. Κι εκεί να με παρατήσει!

Κάθε άνθρωπος που γεννιέται σ’ αυτόν τον κόσμο έχει μια διπλή ιδιότητα. Η μια είναι αυτή του ξεχωριστού όντος, του ατόμου, της προσωπικότητας, που είναι όμως εφήμερη και διαρκεί τόσο όσο και η ζωή του. Η άλλη, όμως, είναι εκείνη που είναι το αναπόσπαστο κομμάτι του συνόλου της ανθρωπότητας ολόκληρης, της οποίας ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα κύτταρο. Τούτη η δεύτερη ιδιότητά του φαίνεται πως είναι κατά πολύ μακροβιότερη και, όπως και η πρώτη, βρίσκεται σε τούτο τον κόσμο, επίσης, σαν ένα μικροσκοπικό του κύτταρο, πάντα σε μια πορεία εξέλιξης. Ο άνθρωπος δε συνειδητοποιεί συνήθως ποτέ, κατά τη διάρκεια της ζωής του, τη σημασία που έχει η ύπαρξή του στα μεγαλύτερα σύνολα, παρά ταυτίζεται με την πρώτη του ιδιότητα και παραμένει ταυτισμένος κατά τη διάρκεια της εφήμερης παραμονής του στον κόσμο. 35


ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ

Κι όμως, σαν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, μερικοί αντιλαμβάνονται πως τούτη η δεύτερή τους ιδιότητα είναι απείρως πιο σημαντική και τούτη είναι που δίνει νόημα στην ύπαρξή τους στη ζωή. Συνειδητοποιούν ότι η εξέλιξη του συνόλου εξαρτάται από την εξέλιξη που τα επιμέρους άτομα θα επιτύχουν, από το βαθμό συνεργασίας μεταξύ τους κι ότι η προσπάθεια κατά τη διάρκεια κάθε εφήμερης ζωής θα πρέπει να είναι για την επίτευξη τούτου του στόχου. Τούτη η συνειδητοποίηση και προσπάθεια κάνει από μόνη της τον άνθρωπο «συνδημιουργό» και συνυπεύθυνο στην εξέλιξη και ολοκλήρωση του κόσμου του και του δίνει αυτό που λέμε «μαγικές δυνάμεις» μέσα από την πνευματικότητα, που αναπόφευκτα αποκτά. Με λίγα λόγια, τούτο είναι το πρώτο σκαλί του ανεβάσματός του προς την επίτευξη της θειότητας, για την οποία προορίζεται. Τούτες οι «μαγικές δυνάμεις» δεν του φανερώνονται αμέσως, αλλά σταδιακά. Ακόμα δεν του φανερώνονται όλες μαζί, αλλά ανάλογα με το όραμα ζωής ενός εκάστου, κάποια ή κάποιες από αυτές. Αυτό πάλι συμβαίνει κι ανάλογα με το επίπεδο εξέλιξής του από ζωή σε ζωή, μια και η επιτυχία σε μια ζωή δε χάνεται όπως η προσωπικότητα με το Θάνατο, αλλά μεταφέρεται σαν ένα δώρο στην καινούργια προσωπικότητα. Έτσι, ο άνθρωπος σαν άτομο, συνειδητοποιώντας τη σημασία του σαν μέρος του συνόλου του σώματος της ανθρωπότητας, χρησιμοποιεί τούτες τις δυνάμεις ή ενέργειες τόσο για τη δική του εξέλιξη όσο και για να βοηθήσει άλλους, καθώς 36


Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

η επιτυχία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κάποιες φορές, ο άνθρωπος, στον οποίο δόθηκε απ’ το Θεό το χάρισμα της ελευθερίας της επιλογής, αλλάζει γνώμη καθ’ οδόν, σταματά ή ακόμα κάνει ένα ή δύο βήματα πίσω σε τούτη την εξέλιξη, που ήδη έχει επιλέξει προτού να γεννηθεί...

37


To μυθιστόρημα «Η μάγισσα του φωτός» είναι η ιστορία μιας γυναίκας που είχε το χάρισμα να συνδέεται με τις παγκόσμιες ενέργειες και να χρησιμοποιεί τη δύναμή τους. Ήταν γεννημένη με το χάρισμα του ενεργειακού θεραπευτή. Τούτες οι Δυνάμεις και Ενέργειες δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. 2 Είναι μόνο Δυνάμεις και Ενέργειες. Η χρήση τους από τον άνθρωπο είναι αυτή που τις διαφοροποιεί και τις κατατάσσει, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλα τα πράγματα.

Η ιστορία όμως δεν αρκείται να δείξει μόνο αυτό, αλλά και να περιγράψει πως κι ο άνθρωπος ο ίδιος έχει πάντα τη δυνατότητα της επιλογής του δρόμου και της κατεύθυνσης που αν έκλεισαν οι πόρτες του Μοναστηριού πίσω από τη μάθα ακολουθήσει κατά την παραμονή του στον κόσμο, όπως να για πρώτη φορά φόβο. βρεθεί καιπου της έφευγε, θέλησης ένιωσα κι επιμονής του ανεξάρτητα από Είχα τα εμπόμόνη, σε έναν άγνωστο κόσμο, μ’ αυτές τις μαυροντυμένες δια, τις αντιξοότητες, τις συμπεριφορές άλλων ή ακόμα και των δραματικών γεγονότων ζωή του. Είναι αιώνια διασκυθρωπές φιγούρες, που στη το πρόσωπο τουςηέμοιαζε να μην μάχηποτέ καλού και κακού μεςγέλιο στον ίδιο τονκαν άνθρωπο. έχει γνωρίσει ούτε ούτε χαμόγελο.

Σ

μάνα φορούσε πάντα μαύρα ωςτους χήρα που ήταν κι ΗΗ πρωταγωνίστρια είναι μια από αυτούς ανθρώπους, οι κακουχίες, οι απογοητεύσεις, ο πόνος και οικατάφεδυσκολίες που κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στον κόσμο, ρε να μείνειστερήσει μέχρι τέλους προσηλωμένη στο όραμα τηςτα ζωής της είχαν κι αυτής το χαμόγελο απ’ χείλη. της που είχε επιλέξει, προτού να γεννηθεί, να θέσει. Όμως τούτες οι γυναίκες ήταν διαφορετικές. Η όψη τους,

το βλέμμα τους είχε κάτι το τρομακτικό, θα έλεγα εχθρικό. Τις κοίταζα τρομαγμένη απ’ τη θωριά τους κι απελπισμένη απ’ το συναίσθημα που μου προκαλούσαν. Είχα την αίσθηση πως μόλις είχα κατέβει μέσα σε έναν τάφο. Ίσως κι η βαριά πόρτα που είχε κλείσει πίσω απ’ τη μάνα, να συνέτεινε σ’ αυτό. Πάλι μπορεί κι ο βράχος που υψωνόταν απειλητικά από πάνω να έπαιζε κι αυτός κάποιο ρόλο. Άραγε έτσι νιώθουν κι οι πεθαμένοι όταν τους θάβουν; Διερωτήθηκα. Είχα πάντα την πεποίθηση πως οι 38


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.