Μαρία Κοτοπούλη
Variation Μυθιστόρημα
VARIATION Μαρία Κοτοπούλη Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Εικονογράφηση εξωφύλλου: Αθανασία Α. Καραγιαννοπούλου Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Μαρία Κοτοπούλη E-mail: mariakotopouli@eptastro.gr Δεκέμβριος 2010 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-601-2
VARIATION
ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔIΑΣ: — Το μυθικό ταξίδι της Γης, βιβλίο για παιδιά και νέους, εκδόσεις Καστανιώτη, 1997 — Τα μαγικά δώρα του Διονύσου, βιβλίο για παιδιά και νέους, εκδόσεις Καστανιώτη, 2000 — Για του Αλέξανδρου τη χάρη, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2002 — Χωρίς ωράριο στα όνειρα, Διηγήματα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006 — Variation, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Ιωλκός, 2010
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
VARIATION
Μυθιστόρημα
ΙΩΛΚΟΣ
Θερμά ευχαριστώ τη σκηνοθέτη και μεταφράστρια Αθανασία Α. Καραγιαννοπούλου. Δική της η τελευταία πινελιά, αφού φιλοτέχνησε ευγενικά το εξώφυλλο του βιβλίου και το σκίτσο του βιογραφικού.
Του Αναγνώστη
Ὁμολογοῦνε. Ὅτι ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ξέρουμε μήτε αὐτὸ ποὺ οἱ μάγοι διατείνονται Ἀλλά ζωὴ δεύτερη ἀτραυμάτιστη στὸν αἰώνα. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΟΡΤΑΣ»
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Θα σας πω μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι.
Ίσως, γιατί η εποχή που διαδραματίζεται φαντάζει μακρινή. Ίσως, γιατί ο άνδρας που την αφηγείται φέρει την αύρα από τον κόσμο του παραμυθιού και του ονείρου. Όπως τον βλέπω ντυμένο με το επίσημο ένδυμά του και με τον αέρα τού κοσμοπολίτη αναρωτιέμαι, αν και ο ίδιος δεν είναι ένας από τους ήρωες αυτής της ιστορίας. Προχωρεί, με βήμα αγέρωχο, στη σκηνή, υποκλίνεται στο ακροατήριο, ανεβαίνει στο πόντιουμ και αφήνει πάνω στο αναλόγιο μια χρυσή, μαγική ράβδο. Σκύβει, τραβάει ένα βιβλίο από τη δερμάτινη τσάντα του και καθώς το ανοίγει, πετούν μέσα από τα χέρια του παρτιτούρες, ελευθερώνοντας εξαίσιες μουσικές. Σπεύδει, συλλέγει τις σκόρπιες στον άνεμο νότες και υφαίνει την αιώνια του έρωτα 11
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
αρμονία, στα φύλλα του πενταγράμμου. Κάθεται στο πιάνο και αγγίζει με τις άκρες των δαχτύλων του τα φιλντισένια πλήκτρα, γιατί, με νότες αφηγείται την ιστορία του…
12
ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Έμενε πάνω στο λόφο, πέρα από τη θάλασσα. Τότε δε
γνώριζε πού πατούσε. Ένα απόγευμα, καθώς έκανε τον περίπατό του στη δυτική πλευρά του πύργου, είδε ανθρώπους να σκάβουν. Δεν παραξενεύτηκε. Νόμισε πως οι εργάτες του κάτι μαστόρευαν. Στάθηκε για λίγο από πάνω τους. «Αν ψάχνετε για κανένα θησαυρό, μπορώ κι εγώ να σας βοηθήσω» είπε αστειευόμενος. Η αξίνα σταμάτησε, το φτυάρι σύρθηκε στο χώμα και σκόρπισε έναν υγρό πέτρινο ήχο. Ένα κεφάλι ανασηκώθηκε και ήρθε αμέσως η απάντηση. «Ευχαρίστως θα δεχτούμε εθελοντές». Και πριν προλάβει, καλά καλά, να δει το πρόσωπο του ηλιοκαμένου άνδρα, τον έκανε να γυρίσει από την αντίθετη μεριά, μια μελωδική φωνή συμπληρώνοντας. «Ξέρετε, ο θησαυρός που ψάχνουμε, προδίδει δύσκολα τα μυστικά του, όμως, εσείς μπορεί να μας φέρετε τύχη!». 13
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Ο ήλιος χρυσόπλεκε στεφάνι γύρω της και οι αντανακλάσεις των ακτίνων τού θάμπωσαν τα μάτια. Ζαλίστηκε, μπέρδεψε τα λόγια του, πήδηξε στο λάκκο, άρπαξε το φτυάρι από τα χέρια της και την τράβηξε έξω. «Δεσποινίς μου, δεν είναι δουλειά αυτή για σας. Αν μου λέγατε τι θέλετε, θα έδινα αμέσως εντολή στους εργάτες μου να το κάνουν». Η νέα γυναίκα ξαφνιασμένη από την ορμή του, του αποκρίθηκε: «Δεν καταλάβατε, κύριε, αυτό που ψάχνουμε πρέπει να γίνει αργά, μεθοδικά και με μεγάλη προσοχή» ενώ συγχρόνως απολάμβανε τον αγώνα του να ξεφύγει από το βομβαρδισμό των ακτίνων που φώτιζαν τα καστανόξανθα μαλλιά του και αναδείκνυαν το εκφραστικό του πρόσωπο. Εκείνος, συνέχισε την πάλη με τον άρχοντα του ουρανού για να μπορέσει να τη δει, καθώς η αργυρόηχη φωνή της κυμάτιζε στον αέρα. «Ψάχνουμε μια πανάρχαια πόλη, που ίσως κρύβεται εδώ. Κάναμε δοκιμαστικά μια ερευνητική τομή. Αν μας δώσει ό,τι ελπίζουμε θα προχωρήσουμε στην ανασκαφή». Πόσο παράξενα ακούστηκαν όλα αυτά. Μήπως ονειρευόταν; Το πρόσωπό της, όμως, ήταν αληθινό και τόσο σαγηνευτικό μέσα στο εκτυφλωτικό φως! Την κοίταζε, την κοίταζε: «Ανασκαφή, πανάρχαια πόλη… Μα βέβαια, είστε αρχαιολόγος. Πώς δεν το σκέφτηκα από την αρχή; Πόσο ανόητος θα σας φαίνομαι…» κι αμέσως αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογηθεί. «Εδώ, ξέρετε, σπάνια έρχονται ξένοι, κι εγώ, επέστρε14
VARIATION
ψα πρόσφατα. Ίσως είναι η ομορφιά της γης που μ’ έφερε πίσω. O θρύλος που βαραίνει την περιοχή. H πολύτιμη βιβλιοθήκη του πύργου με τα πολλά μυστικά της, ίσως πάλι, ο πόθος ν’ αφήσω κάτι στον τόπο μου… Μα τι σας ενδιαφέρουν εσάς όλα αυτά; Ήθελα, μάλλον, να δικαιολογήσω την εδώ παρουσία μου… Πάντως η προσφορά μου ισχύει, αν, βέβαια, κάνω για την ομάδα σας». «Ευχαριστούμε, αυτό, όμως, που θα θέλαμε να σας παρακαλέσουμε, αφού όπως φαίνεται είστε ο ιδιοκτήτης αυτής της περιοχής, είναι, να μην εμποδίσετε την ανασκαφή μας» του είπε, με εμφανή αγωνία, η νεαρή γυναίκα. «Να την εμποδίσω; Πώς σας πέρασε από το νου;». «Οι άνθρωποί σας, λίγο πριν, μας άφησαν να καταλάβουμε ότι θα είναι αρκετά δύσκολο». «Οι άνθρωποί μου προστατεύουν αυτήν τη γη, γιατί είναι και δική τους και, ίσως, φοβούνται λίγο τους ξένους». «Μπορούμε, λοιπόν, να συνεχίσουμε χωρίς όχληση;» τέθηκε επίμονα το ερώτημα. «Και βέβαια» της αποκρίθηκε αυθόρμητα εκείνος, ενώ η νεαρή γυναίκα τον πλησίασε απλώνοντάς του το χέρι της. «Οι μαντικές σας ικανότητες δε σας διέψευσαν. Είμαι η Δανάη, η αρχαιολόγος». «Κι εγώ, ο Αρίσταρχος, ο γεωλόγος αυτής της δύσκολης ανασκαφής ή “ο Νέστορας”, όπως με αποκαλεί η νεολαία μας, προφανώς για να υπογραμμίσει την ηλικία μου». «Γιατί όχι και το σεβασμό της» πρόσθεσε ο πυργοδεσπότης, την ώρα που ο ηλιοκαμένος άνδρας αυτοσυστήθηκε, στηριζόμενος στην αξίνα του και του έδωσε το χέρι του, ενώ στις φούχτες του έκαιγε ακόμα εξουθενωτικά το απα15
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
λό χέρι της Δανάης και μπροστά του πρόβαλε η «Δανάη» του Μαμπούζε, προκλητική, έτοιμη να διεκδικήσει από τη συνονόματή της, τα πρωτεία, στο θρόνο της σαγήνης και της ομορφιάς. Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να καταφέρει να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του και να της πει κι εκείνος το όνομά του: «Εμένα, Ιάσονα με φωνάζουν» και απευθυνόμενος στην υπόλοιπη συντροφιά τούς ευχήθηκε: «Όλοι σας καλώς ήρθατε». Από την απρόσμενη αμηχανία τον έβγαλε ο Παύλος, καθώς ήρθε κοντά του βιαστικά και του έσφιξε το χέρι, λέγοντας: «Παύλος, ο συντηρητής της παρέας. Χαίρω πολύ. Δεν ξέρω αν εσείς βρήκατε το χρυσόμαλλο δέρας, εμείς, όπως βλέπετε, το ψάχνουμε ακόμα!». «Ίσως το βρείτε εδώ» τον αντέκοψε ο Ιάσονας προκαλώντας το αυθόρμητο γέλιο του Παύλου. Αμέσως ακολούθησαν οι συστάσεις των φοιτητών της ομάδας. Είχαν όλοι, σχεδόν, ανταλλάξει λίγες κουβέντες μαζί του όταν η νεαρή αρχαιολόγος τον πλησίασε και τον ρώτησε με κάποιο δισταγμό. «Θα μπορούσαμε να σας παρακαλέσουμε, να μας παραχωρήσετε κάποιο από τα πέτρινα σπίτια που βρίσκονται πέρα από τον πύργο σας ή τουλάχιστον ένα χώρο να στήσουμε τις σκηνές μας;» και συνέχισε δικαιολογώντας το αίτημά της: «Η πόλη είναι μακριά και θα χάνουμε πολύτιμο χρόνο κάθε ημέρα διανύοντας μια τόσο μεγάλη απόσταση για να φτάσουμε ως εδώ και να ξαναφύγουμε το βράδυ». Κόμπιασε για λίγο. «Αν, βέβαια, δε σας ζητάμε πολλά και δε σας φέρνουμε σε δύσκολη θέση». 16
VARIATION
«Παρακαλώ, δε με φέρνετε καθόλου σε δύσκολη θέση. Άλλωστε, βρίσκω ότι είναι πολύ λογικό το αίτημά σας. Θα σας πρότεινα, μάλιστα, κάτι καλύτερο. Θα μπορούσατε, αν το επιθυμείτε, φυσικά, να μείνετε στον πύργο μου για να είστε πιο άνετα. Εγώ, τις περισσότερες φορές, συνηθίζω να κοιμάμαι στο δωματιάκι πλάι στη βιβλιοθήκη για να βρίσκομαι κοντά της, κατά πώς λέτε, και να μη χάνω πολύτιμο χρόνο περιπλανώμενος στους ατέλειωτους διαδρόμους τού πύργου». «Σας ευχαριστούμε, είναι εξαιρετικά γενναιόδωρο από μέρους σας. Ξέρετε, όμως, κάτι; Είμαστε πολλοί και, ίσως έρθουν κι άλλοι αν χρειαστεί, να μη σας γίνουμε βάρος». «Βάρος, μα τι λέτε; Ούτε να το σκέπτεστε. Άλλωστε, όπως βλέπετε, ο πύργος είναι μεγάλος, μπορεί να φιλοξενήσει άνετα, είκοσι και τριάντα ανθρώπους. Ελάτε μαζί μου να το διαπιστώσετε και μόνοι σας». Έκανε νόημα στον κηπουρό του και του φώναξε: «Τρέξε μέσα, σε παρακαλώ, και πες να ανοίξουν γρήγορα την κεντρική πύλη. Έχουμε καλεσμένους!».
17
ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Πήραν το ανηφορικό δρομάκι. Μια στοά, πνιγμένη στα
άνθη που έμοιαζαν με γιασεμιά, πρόσφερε την ευεργετική σκιά της. Ο Ιάσονας τίναξε τα κλωνάρια, γέμισαν με λευκά, αρωματικά ανθάκια τα μαλλιά, ο κόρφος και τα χέρια της Δανάης. Εκείνη, ρουφώντας το μεθυστικό άρωμά τους, του είπε: «Σαν το γιασεμί της αγάπης, το ιερό λουλούδι της ασκητικής Ινδίας που αντιμετώπισε με θαυμαστή καρτερία τον πόνο και με εξίσου θαυμαστή ποιητική ευαισθησία, αφιέρωσε το ολόδροσο γιασεμί στον ονειροπόλο θεό της το “Βισνού”» και με μια κίνηση, όλο χάρη, πρόσφερε όσα άνθη κρατούσε στους συντρόφους της. Ο Ιάσονας, χωρίς να χάσει την αιθέρια της κίνηση και τις νύξεις για την Ινδία, σε μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή της, αν και συνήθιζε να στέκεται ταπεινά μπροστά στους συνομιλητές του για να αναδεικνύεται η προσωπικότητά τους, τόλμησε την ερώτηση: «Αλήθεια, πόσο σημαντική ανακάλυψη θα ήταν για μια 18
VARIATION
νεαρή αρχαιολόγο ένα αρωματοδοχείο με “ιάσμη” που θα ερχόταν κατευθείαν από την Αρχαιότητα;». «Πολύ σημαντική, ποιος ξέρει, μπορεί η τύχη να μας επιφυλάσσει εδώ, ένα τέτοιο σπάνιο εύρημα! Ένα δώρο, θα έλεγα καλύτερα». Της πρόσφερε το μπράτσο του να στηριχτεί για να περάσει τον πεσμένο κορμό ενός ροδόδεντρου και της εξήγησε προχωρώντας. «Σας έφερα από τον κήπο για να δείτε μερικά από τα σπάνια φυτά που ανθίζουν εδώ, χιλιάδες χρόνια». Ο κήπος, βέβαια, με τα θαυμάσια γλυπτά, τις κρήνες με το κελαρυστό νερό ήταν το καμάρι του, μα δεν το είπε. Οι καλεσμένοι του είχαν την αίσθηση ότι διέσχιζαν παρέα με τ’ αγάλματα τις ολάνθιστες αλέες και δεν ήξεραν τι να πρωτοθαυμάσουν. Ούτε έκρυψαν το ξάφνιασμά τους όταν διαπίστωσαν ότι πολλά δένδρα και φυτά τα έβλεπαν για πρώτη φορά. Δε γνώριζαν καν το όνομά τους, όμως εκείνος τα ήξερε όλα. Τα θυμόταν ένα ένα, όπως του τα είχε μάθει ο παππούς του, όταν έκαναν τις βόλτες τους το απόβραδο. Μικρός ήθελε να γίνει βοτανολόγος, τα δέντρα του μιλούσαν κι ένιωθε συνεπαρμένος από τα φαινόμενα της φύσης. Λαχταρούσε να ανασηκώσει το πέπλο του μυστηρίου που την κάλυπτε, να συλλάβει και να ερμηνεύσει το βαθύτερο νόημά της, ν’ αγγίξει την τελειότητα, όμως, ο παππούς του, άθελά του, τον είχε πληγώσει βαθιά. «Κανείς, παιδί μου, δεν μπορεί να φτάσει το τέλειο, γιατί δεν υπάρχει». «Πρώτη φορά μου μιλάς με τέτοιο απόλυτο τρόπο, δε 19
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
θέλω να σε πιστέψω» του είπε θυμωμένος και συνέχισε να ξεδιπλώνει τον κάλυκα, να οδηγηθεί στην καρδιά του λουλουδιού, ν’ ανοίξει τις παραμυθένιες πύλες του και να ανακαλύψει τα θαύματά του. Παρακολουθούσε έκθαμβος τη σταγόνα της δροσιάς του δειλινού –«τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκώς βώλους δρόσου»– που ζωογονούσε τη βελούδινη σάρκα του, ενώ η περιέργεια και τα ερωτήματά του πολλαπλασιάζονταν. Αργότερα άλλαξε σχέδια, τον κέρδισε η ιατρική. Σκεφτόταν όλα τούτα, καθώς παρατηρούσε τη διάφανη επιδερμίδα της Δανάης και με το βλέμμα του τη χάιδευε απαλά. Η Δανάη, ανυποψίαστη, πέταξε πίσω σε αλλοτινούς καιρούς, σε κείνους τους καιρούς, που στους κήπους μεγαλουργούσαν οι φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας. Άγγιζε τα πρωτόγνωρα λουλούδια και διέγραφε με τα χέρια της άυλα σχήματα, κι αυτό, τον γύρισε στην παλλόμενη εκείνη εποχή που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, στην εποχή των σπουδών και των ερώτων. Είδε στο πρόσωπο της Ιουλιέτας, τη Δανάη, να κινείται σαν Νεράιδα, πάνω στη σκηνή του «Covent Garden» κι ο ίδιος να ανασηκώνεται από το βελούδινο κάθισμά του για να τη θαυμάσει καλύτερα. «Περίεργο, τούτος ο κήπος μοιάζει με τόπο μιας άλλης εποχής, έξω από το σημερινό χρόνο…» του είπε η νεαρή αρχαιολόγος και την προσοχή της τράβηξε ένα σπάνιο λουλούδι. Έσκυψε αυθόρμητα να το μυρίσει. «Τι όμορφο που είναι! Όπως ακριβώς το περιγράφει ο Αθήναιος, δε νομίζετε;» και το λαμπερό τρέμολο της φωνής της αντιλαλούσε σαν να διέτρεχε την Ιερή Άλτη. Εκεί20
VARIATION
νος, παρατηρώντας τη χρυσοκόκκινη φλέβα του άνθους, γονάτισε σχεδόν υπνωτισμένος να το κόψει για να της το προσφέρει, μα η Δανάη τον συγκράτησε με ένα ανάλαφρο άγγιγμα του χεριού της που του έσπασε την ανάσα. Την κοίταζε στα μάτια. Έμοιαζε με πνεύμα, με ζωγραφιά, με ιερή εικόνα. Εδώ, στη φυλλωσιά, κάτω από τη Δάφνη του Απόλλωνα, μπόρεσε να δει τα πανέμορφα γαλαζοπράσινα μάτια της, τη λεπτή σιλουέτα της να διαγράφεται, φιγούρα αρχαίου αγγείου, κάτω από το διάφανο φόρεμά της. «Άραγε τι να σκέφτεται για μένα» αναλογίστηκε και έκοψε ένα κλαδί από τη Δάφνη, επικαλούμενος τη μαντική δεινότητα του Απόλλωνα. Ο θεός του φωτός, σιωπηλός, έστρεψε ξαφνικά το πρόσωπό του και σε μια φευγαλέα στιγμή τού έδειξε τα χείλη της να τρεμοπαίζουν, ενώ άρπαξε από τα χέρια του το κομμένο κλαδί της Δάφνης και διηύθυνε τη φανταστική συμφωνία των αρωμάτων και των χρωμάτων. Τα ανθισμένα Γεράνια ηχούσαν σε λα δίεση. Σι, ντο, σι οι Μενεξέδες με το Νάρκισσο. Φα, φα οι Καμέλιες και οι Γαρδένιες. Φούλια, Γαρίφαλα, Τριαντάφυλλα, Μι, σολ, σολ, ντο. Στο ίδιο τέμπο Οι Υάκινθοι, οι Βιόλες, τα Κυκλάμινα, τα Κρίνα. Κι οι νότες να τρέχουν, να κυλούν σκαλί σκαλί, χρωματίζοντας με γαλάζια, κόκκινα, κίτρινα, χρυσαφένια και βιολετιά τη γη, σε μια αέναη ερωτοτροπία με τον ουρανό. Ο θεϊκός Απόλλωνας, αφού πρώτα έβαλε το σπασμένο κλαδί στην ανοιχτή πληγή της Δάφνης, ολοκλήρωσε τη 21
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
φανταστική συμφωνία του, αποκαθιστώντας την αρμονία και τη γαλήνη! Είχαν περάσει το μεγάλο τοξωτό διάδρομο με την πολυτελή διακόσμηση του δαπέδου και είχαν φτάσει στη βάση μιας διπλής μαρμάρινης σκάλας με έναν εντυπωσιακό εξώστη. Το προσωπικό του πύργου, βγήκε να τους προϋπαντήσει. Χαιρέτησαν έναν έναν κι ύστερα τους οδήγησαν στο εσωτερικό. «Αφού, όπως λέτε, ο πύργος ήταν κλειστός τόσο καιρό, φοβάμαι ότι σας δημιουργούμε πρόβλημα…» αισθάνθηκε την ανάγκη να παρατηρήσει η Δανάη. «Είναι, όμως, πάντα έτοιμος να υποδεχτεί τους προσκεκλημένους και τους φίλους του κυρίου» της απάντησε με την ωραία contralto φωνή της η οικονόμος του σπιτιού, η ψυχή, όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούσε ο Ιάσονας. «Περάστε» και τους άνοιξε το μεγάλο σαλόνι με τις αλαβάστρινες κολόνες. Όλοι κοίταζαν έκθαμβοι! «Είναι κρίμα που δεν έχουμε χρόνο να μελετήσουμε και να θαυμάσουμε ένα τόσο σπάνιο και ευφυώς διαρθρωμένο αρχιτεκτονικό έργο» συνέχισε η Δανάη. «Θα το γνωρίσετε σιγά σιγά την ώρα της σχόλης» της απάντησε η οικονόμος που προπορευόταν και τους οδήγησε σε μια ανακτορική σκάλα που έβγαζε στους πάνω ορόφους, όπου τα υπνοδωμάτια και οι ξενώνες. Ποτέ πριν δεν είχαν δει τέτοια αρχοντιά, τόση καλαισθησία, τόση τάξη. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον απορημένοι και ρωτούσαν: «Δηλαδή, εδώ θα μείνουμε;». «Ακριβώς, εδώ θα μείνετε» έσπευσε να τους βεβαιώσει ο οικοδεσπότης. 22
VARIATION
«Μα αυτά είναι δωμάτια για πρίγκιπες και όχι για απλούς αρχαιολόγους σαν εμάς που ήρθαν εδώ να σκάψουν τη γη» σχολίασε η Δανάη. «Ίσως, οι απλοί αρχαιολόγοι, ωραία μου κυρία, να είναι πιο πρίγκιπες από τους πρίγκιπες και να μην το γνωρίζουν» της απάντησε εκείνος. «Λοιπόν, τακτοποιηθείτε όσο γίνεται καλύτερα. Το προσωπικό του πύργου θα είναι στη διάθεσή σας. Αν με χρειαστείτε, θα βρίσκομαι στη βιβλιοθήκη. Μη διστάσετε, παρακαλώ, να με αναζητήσετε. Θα με ειδοποιήσουν αμέσως. Θα σας δω αργότερα στο δείπνο. Και πάλι καλώς ήλθατε στο σπιτικό μας». Υποκλίθηκε και έφυγε.
23
Θα σας πω μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Ίσως γιατί ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ η εποχή που διαδραματίζεται, φαντάζει μακρινή. Ίσως, γιατί ο άνδρας που την αφηγείται, φέρει την αύρα από τον κόσμο του παραμυθιού και του ονείρου. Όπως τον βλέπω ντυμένο με το επίσημο ένδυμά του και με τον αέρα τού κοσμοπολίτη, αναρωτιέμαι, αν και ο ίδιος δεν είναι ένας από τους ήρωες αυτής της ιστορίας.
Μόλις βρέθηκε μόνος του, στηρίχτηκε με την πλάτη στον Προχωρεί, με βήμα αγέρωχο στη σκηνή, υποκλίνεται στο
τοίχο και πήρε μια βαθιά ανάσα. ακροατήριο, ανεβαίνει στο πόντιουμ και αφήνει πάνω στο «Θεέ μου, τι παραλογισμός! Λες και βλέπω πρώτη φορά αναλόγιο τη χρυσή, μαγική ράβδο του. γυναίκα στη ζωή μου. Κι όμως, είναι η πρώτη φορά που συΣκύβει, τραβάει μια παρτιτούρα τη δερμάτινη τσάντα ναντώ τέτοιο πλάσμα» σκέφτηκεαπό και μοιραία συνέκρινε το του και καθώς την ανοίγει, ελευθερώνονται εξαίσιες μουσιαπαιτητικό ύφος, το γεμάτο περισσή αυθάδεια και υπερκές. Σπεύδει, συλλέγει τις σκόρπιες στον άνεμο νότες και βολική των νεαρών υπάρξεων τηςτου «καλής υφαίνειαυτοπεποίθηση, την αιώνια τού έρωτα αρμονία, στα φύλλα πεκοινωνίας», με την απλότητα, τη σεμνότητα και τη γαλήνη νταγράμμου. της Δανάης, που τον καθήλωσε από την πρώτη στιγμή. Η Κάθεται στο πιάνο και αγγίζει με τις άκρες των δαχτύλων πνοή της κομψότητάς της ξυπνούσε μέσα του συναισθήματου τα φιλντισένια πλήκτρα, γιατί με νότες αφηγείται τη τα βαθιά θαμμένα απότου τα νεανικά χρόνια. συναρπαστική ιστορία μυθικού του πύργου, τη μεγάλη αρ«Τι έχω πάθει; Πρέπει να συνέλθω πριν είναι αργά». χαιολογική ανασκαφή και το «παιχνίδι» των ερώτων. Χώθηκε στη βιβλιοθήκη του σαν να ήθελε να κρυφτεί από τον κόσμο κι άρχισε να μετρά τα ράφια, όπως έκανε όταν ήταν παιδί. Η σκάλα, που σκαρφάλωνε να φτάσει από ψηλά τα βιβλία, γυαλισμένη πρόσφατα, λαμποκοπούσε και οι ράγες πάνω στις οποίες κυλούσε, είχαν καλά λαδωθεί για να μην τρίζουν στη μετακίνηση. Η ματιά του πλανήθηκε 24