ΙΩΛΚΟΣ
�������������������
Σοφία Αθ. Μαρτίνου
Tοπο-γραφία
Τ Ο Π Ο - Γ ΡΑΦ Ι Α
Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Kαλλιτεχνική επιμέλεια & σελιδοποίηση: Karlopoulos & Associates © Copyright κειμένου: Σοφία Αθ. Μαρτίνου © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» Δεκέμβριος 2017, Α΄ Έκδοση Ε Κ ΔΟΣ Ε Ι Σ Ι Ω Λ ΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 - Fax: 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-928-0
Η Γ ΥΑ Λ Ι Ν Η Σ Η Μ Α ΔΟΥ ΡΑ
Α Λ Λ Α βιβλια Τ Η Σ Σ . Μ .
Απόψεις και εφαρμογές για την πόλη και την κατοικία του ανθρώπου – ο αρχιτέκτων Γιώργος Κανδύλης [εκδ. Καλλιτεχνικό και Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ, 1975] «3 άρθρα αρχιτεκτονικής καθημερινότητας» [σε συνεργασία με τον Μιτ Μητρόπουλο, εκδ. Κέδρος, 1978] Mailart: Scenarios for Possible Futures [θέματα τέχνης, ιδιωτική έκδοση, 1996]
Σ Ο Φ Ι Α Α Θ . Μ Α Ρ Τ Ι Ν ΟΥ
Η Γ ΥΑ Λ Ι Ν Η Σ Η Μ Α ΔΟΥ ΡΑ Τοπο-γρ αφία
Ι Ω Λ ΚΟΣ
Στους γονείς μου Νάσο και Αμαλία (γιατί ο χρόνος είναι πάντα Τώρα) Στην κόρη μου Λητώ Στους δασκάλους, στους φίλους, στους συνταξιδιώτες
εισαγωγη
Ένας τόπος, ένας φυσικός τόπος, δεν ταυτίζεται με το τοπίο. Το τοπίο είναι μια μερικότητα του τόπου, μια επιφάνεια καρτ-ποστάλ. Το κοιτάς «απέξω», το κρίνεις και το αξιολογείς με κριτήρια «αντικειμενικά» (αισθητικά, οικονομικά, ιστορικά κ.ά.). Όταν –και εφόσον– πάνω σ’ αυτήν την αντι/κείμενη επιφάνεια, πάνω σ’ αυτήν την οθόνη, εγγραφούν ή αναζωπυρωθούν βιώματα, μνήμες, προβολές, τότε και μόνον τότε το τοπίο (ή το «περιβάλλον») μετουσιώνεται σε τόπο. Τα όποια «αντικειμενικά» και εξωτερικά κριτήρια, μέσ’ από διαδικασίες σχέσης και οικειοποίησης, υποχωρούν. Η οθόνη (το απέναντι, η απόσταση) μετατρέπεται σε σκηνή, το ως εκείνη τη στιγμή θέαμα, μετατρέπεται σε θέατρο, ο ως εκείνη τη στιγμή θεατής μετατρέπεται σε ηθοποιό, γίνεται συνδημιουργός μιας νέας ποιότητας χώρου, πιο πολύπλοκης, φορτισμένης με νοήματα και συμβολισμούς, που πηγάζουν απ’ τον ίδιο ως «μέρους του έργου». Ισχύει εδώ, αναλογικά πάντα, αυτό που ισχύει και για έναν συμβατικά εννοούμενο θεατρικό χώρο. Αν σ’ αυτόν το χώρο (τον αντικειμενικό, τον μετρήσιμο) δεν παιχτεί ένα έργο, ο χώρος παραμένει απλώς μια δυνατότητα, κάτι σαν το τοπίο πριν απ’ την μετουσίωσή του μέσ’ από διαδικασίες σχέσης και συμμετοχής, σε τόπο. Οι τόποι, λοιπόν, ιδωμένοι μέσ’ από αυτήν τη ματιά, είναι κατά κάποιον τρόπο ζωντανές οντότητες, όπως ακριβώς ζωντανή οντότητα είναι (ή δεν είναι, κάποιες φορές) και η θεατρική παράσταση. Μια συνολική εμπειρία, μια ακαριαία αλλαγή συχνοτήτων
δόνησης. Στο θέατρο ονομάζεται μέθεξη, λέξη πολύ κοντινή με τη μέθη, αρχηγέτης και δωρητής ο Διόνυσος. Στους χώρους και στα τοπία, που μέσ’ από ανάλογη «αύξηση συχνοτήτων» έχουν μετουσιωθεί σε τόπους, κατοικούν και εδώ πνεύματα, μικροί θεοί (δαίμονες αρχαιοελληνικά). Αυτά τα «πνεύματα του τόπου» (genii loci) αμφίσημα, πολύσημα, άλλοτε περιπαικτικά, άλλοτε δραματικά, κάποτε απειλητικά, εμψυχώνουν τους χώρους, τα σπίτια, κάποια αντικείμενα (που η Ψυχολογία, μια και λειτουργούν σαν γέφυρες, ονομάζει «μεταβατικά»). Μπορούν να κατοικούν οπουδήποτε, μπορούν να παίρνουν πολλές μορφές, και βέβαια ποτέ δεν έρχονται απρόσκλητα. Άλλοτε βρίσκονται στο τελείως ιδιαίτερο χρώμα κάποιου παλιοκαιρίτικου τοίχου, άλλοτε στο άρωμα ενός λουλουδιού ή και ενός φαγητού που «κάποτε» κ.λπ. Στο τελείως ιδιαίτερο ηχόχρωμα κάποιας φωνής, σ’ ένα τραγούδι, σ’ έναν φευγαλέο φωτισμό ενός χώρου, που όμως έχει τη δύναμη να τον μεταμορφώνει, να αλλάζει δραματικά το σκηνικό, να ξαναζωντανεύει ένα έργο που κάποτε παίχτηκε εκεί. Στη συνεχιζόμενη αντιστοιχία μεταξύ θεατρικού χώρου και βίωσης του τόπου, μπορούν να ενταχθούν (αν δεχθούν την επίσκεψη των μικρών θεών) και τα πιο ασήμαντα καθημερινά αντικείμενα, που μετατρέπονται έτσι σε «σκηνικά αντικείμενα». Μια βρύση που στάζει, μια κουβαρίστρα με τη βελόνα επιμελώς καρφιτσωμένη απάνω της σε μια αιώνια πια αναμονή. Το χέρι που κάποτε την τοποθέτησε εκεί, δεν υπάρχει πια, όμως (και να ο μικρός θεός), υπάρχει η κίνησή του, η αύρα του. Η παρουσία του. Ερεθίσματα, λοιπόν, (αντικείμενα, στιγμές, καταστάσεις) που λειτουργούν τώρα σαν «σημεία» (με τη γλωσσολογική έννοια), δηλαδή σαν «κόμβοι μεταφοράς». Σταυροδρόμια μεταξύ διαφο10
ρετικών συστημάτων αντίληψης και αξιολόγησης, που ανοίγουν πύλες εισόδου προς νέους συνειρμούς, προς νέες «αλυσίδες σημαινομένων». Το σημαίνον (η κουβαρίστρα π.χ.) έχει βέβαια παραμείνει το ίδιο, όμως, το σημαινόμενο, αυτό που ενεργοποιείται μέσα μας στη θέα του, έχει αλλάξει. Έχει διασταλεί, γεννώντας ένα χώρο που δεν είναι πια καρτεσιανός, ούτε στοιχειοθετείται από ιδιότητες αντικειμενικές και μετρήσιμες. Είναι ο ψυχολογικός χώρος του βιώματος, των υποκειμενικών συσχετισμών, νοηματοδοτήσεων και ερμηνειών. Των εικόνων, της μνήμης, της επιθυμίας. Ρευστός. Απρόβλεπτος. Ζωντανός. Αυτή η ρήξη, ακαριαία και απροσδόκητη, από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, από το ξένο και αμέτοχο στο οικείο και στο μετέχον, αυτό το κατά κάποιον τρόπο «μαγικό» πέρασμα, είναι αυτό καθ’ εαυτό ο genius loci, ο μικρός θεός (ή δαίμων, ή πνεύμα) του τόπου. Εμπειρία που θα μπορούσε ίσως σήμερα να ονομαστεί κβαντικό άλμα. Άλλωστε ολόκληρο το φάσμα, όχι μόνο της Τέχνης, αλλά κάθε αυθεντικής δημιουργικότητας –επιστημονικής, πρακτικής–, ολόκληρο το φάσμα της έμπνευσης (αποκαλυπτική η ίδια η λέξη) της διαίσθησης και της ενόρασης, μέσα σ’ αυτόν το χώρο της «μετάβασης» ζει και υπάρχει. Χώρο που δε δομείται επαγωγικά, αλλά συλλαμβάνεται ακαριαία σαν σύνολο (και τα σύνολα ως γνωστόν υπερβαίνουν τα αθροίσματα). Τα πνεύματα, λοιπόν, των Τόπων αρθρώνουν και νοηματοδοτούν το χώρο μέσ’ από γλώσσες άλλης τάξεως, φτιαγμένες από χρώματα, μυρωδιές, χειρονομίες, ψιθύρους «ιδανικών φωνών», γλώσσες που μοιάζουν να λειτουργούν σαν επουλωτικοί μηχανισμοί τραυμάτων ακόμα ανοιχτών. Τα τοπία και οι χώροι που έχουν έτσι μεταμορφωθεί (ή σωστότερα: μετουσιωθεί) σε Τόπους, 11
μην υπακούοντας πια σε καρτεσιανούς νόμους, δε μετριούνται σε τετραγωνικά και κυβικά, ούτε απoτυπώνονται σε, συμβατικά τουλάχιστον, αρχιτεκτονικά σχέδια. Αντίθετα, εκεί που ενδεχομένως «δηλώνουν παρουσία», εκεί που ανιχνεύονται φευγαλέα έστω, είναι στα σκίτσα, που προηγούνται των τελικών σχεδίων (για να μεταχειριστώ ένα οικείο σε μένα παράδειγμα). Στο σκίτσο βγαίνει στο χαρτί ολόκληρη η διαδικασία δημιουργίας, που απ’ τη φύση της εμπεριέχει και κάνει φανερή τη διάσταση του χρόνου. Οι γραμμές, μεγάλης εκφραστικής γκάμας, άλλοτε αχνές και αβέβαιες, άλλοτε δυνατές και αποφασιστικές, αλληλοκαλύπτονται, αλληλοδιαλέγονται, συνυπάρχουν. Επιθυμία, απορία, δοκιμή, αμφιβολία, διερεύνηση, ονειροπόληση, απόφαση. Η διάθεση, μέσω της χειρονομίας αποτυπώνεται άμεσα στο χαρτί, ανεξάρτητα απ’ το αν περιγράφει ή ιχνηλατεί κάποιο θέμα συγκεκριμένο. Η πολλαπλότητα των διαθέσεων –και άρα των εκφράσεων–απέναντι στο ίδιο θέμα, η ποικιλία οπτικών γωνιών απέναντί του, έχει μια πολύ σαφή αναλογία με την πρόβα μιας θεατρικής παράστασης όπου όλα επιτρέπονται, όλα δοκιμάζονται, όλα ζουν έστω και για λίγο. Ανάμεσα στο σκίτσο ή στην πρόβα και στην τελική επιλογή και απόφαση πραγματοποίησης, όλες οι πιθανότητες είναι ακόμα ανοιχτές. Ο χρόνος είναι διεσταλμένος, γεμάτος χαραμάδες δυνατοτήτων και κατευθύνσεων. Μέσα ακριβώς σ’ αυτόν το διεσταλμένο χρόνο, το «μη ρεαλιστικό και μετρήσιμο», που τελικά είναι έξω από τη λογική του εμπορεύματος, εδώ λαμβάνει χώραν, δηλαδή χώρο, η μετουσίωση ενός τοπίου σε τόπο. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, δηλαδή, στη θεατρική πρόβα, στο σκίτσο, καθώς και στον «τόπο», χώροι, σπίτια, άνθρωποι, 12
καταστάσεις, βιώματα, ξεφεύγουν από εκλογικεύσεις, δεν έχουν «μέσα» και «έξω» ούτε «πριν» και «μετά». Αυτοί οι κατά κάποιον τρόπο εξωτερικοί και μεταγενέστεροι προσδιορισμοί παύουν να λειτουργούν στεγανά και απόλυτα, ξεγλιστράνε, παίζουν, εναλλάσσονται ή και απλώς συνυπάρχουν ανεμπόδιστα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στα όνειρα, αλλά και στην τέχνη σ’ όλες της τις εκφράσεις (εδώ τα παραδείγματα είναι άπειρα: λογοτεχνία, κινηματογράφος, ποίηση, μουσική, κ.λπ.) Χώροι-θέατρα μνήμης και επιθυμίας, ασταθείς, ρευστοί, ενδιάμεσοι μεταξύ «βεβαιοτήτων», κι όμως αυθύπαρκτοι μέσα στη μεταβατικότητά τους. Γεμάτοι λογικά λάθη και όμως απολύτως αληθινοί. Η αφήγηση που ακολουθεί, σαν είδος σημειώσεων ημερολογίου, τυχαίνει να έχει ως αφορμή, ως «μεταβατικό αντικείμενο σήμανσης», μια απολύτως πραγματική σημαδούρα. Χαμογελάω στη σκέψη. Για μια ακόμα φορά οι ίδιες οι λέξεις σαν οι κατ’ εξοχήν «δαίμονες» των τόπων και όχι μόνο, παίζουν το δικό τους αμφίσημο παιχνίδι. Σ.Μ.
13
Ο Γιώργης ο Μαχαίρας
ζούσε στην Κυπαρισσία. Πριν πολλά χρόνια. Όταν ο πατέρας μου ήταν ακόμα παιδί. Όχι μέσα στην Κυπαρισσία, που οι γέροντες τη λέγανε ακόμα Αρκαδιά. Είχε φτιαγμένη μια καλύβα από ξύλα κι από καλάμια, στην αμμουδιά της Γιαννίτσαινας. Ήταν αλαφροΐ σκιωτος. Ζούσε μαζί με τη μάνα του. Την
κυρα-Χρυσαυγή.
Η Χρυσαυγή όλη μέρα τραγουδούσε. Είχε ωραία φωνή. Μπροστά στη θάλασσα και τραγουδούσε. Τα παιδιά στέκονταν παράμερα και την ακούγανε. 15
Μι’ αυγούλα Σταυρούλα θε να σηκωθώ
Μι’ αυγούλα θε να σηκωθώ Να μπω σε περιβόλι (# 2) Να κό –βάι– να κόψω μήλο της μηλιάς
Να κόψω μήλο της μηλιάς Κυδώνι της αγάπης (# 2) Να κό –βάι– να κόψω κι ένα λιόφυλλο
Να κόψω κι ένα λιόφυλλο Να παίξω το λιογκάρι (# 2)
( Ήχος Πλάγιος του Β΄. Όπως «Λαλούδι της Μονεμβασιάς»)
16
Ο Γιώργης ζούσε απ’ τη θάλασσα. Μαζεύοντας ό,τι ξεβραζόταν, πουλώντας ό,τι τότε ακόμα μπορούσε να πουληθεί ή ανταλλάσσοντας «σε είδος». Κυρίως, βέβαια, ζούσε από «σε είδος» κατευθείαν. Δηλαδή ψαρεύοντας, μαζεύοντας αυγά από θαλασσοπούλια, ίσως στο μικροσκοπικό μπαξεδάκι του να είχε και καναδυό κοτούλες.
17
Όταν μάθαμε πως ο παππούς μου,
ο
γ έ ρ ο ς όπως τον αποκαλούσαν μεταξύ τους τα παιδιά του (οκτώ τότε εν ζωή από τα δεκατέσσερα που είχε γεννήσει η γιαγιά μου η Ευσταθία, σήμερα όλα κεκοιμημένα), όταν, λοιπόν, μάθαμε πως ο παππούς ήταν στα τελευταία του, ξεκινήσαμε να κατεβούμε οικογενειακώς στην Κυπαρισσία.
18
19
20
Εδώ πρέπει να πω, ότι η ονομασία «ο γέρος» με την οποία αναφέρονταν όλοι στον παππού τον
Χ
α
ρ
ά
λ
α
μ
π
ο
(γιατί απευθυνόμενοι στον ίδιο, τον προσφωνούσαν «πατέρα»),
αυτή, λοιπόν, η ονομασία, αυτό το «ο γέρος», δεν είχε τη σημερινή απαξιωτική χροιά. Ακριβώς το αντίθετο. Σήμαινε το μέγιστο σεβασμό, μαζί με κάποιο δέος, ίσως ακόμα και κάποιο φόβο. Ως κι ο τόνος της φωνής σαν ν’ άλλαζε σ’ αυτήν τη λέξη, σαν να χαμήλωνε. Ο ήχος της ερχόταν από
π
ο
λ
ύ
μ
α 21
κ
ρ
ι
ά.
Τελικά τον παππού δεν τον προλάβαμε. Το αυτοκίνητο (μουσειακής αξίας, και με την κολακευτική ονομασία «ο αετός») χάλασε στον τότε δύσβατο Αχλαδόκαμπο. Όταν κάποτε αξιωθήκαμε να φτάσουμε, ο παππούς είχε πια «φύγει», αφού ευλόγησε όλα τα παιδιά του με τη σειρά, και τον πατέρα μου (μαζί με το θείο το Γιώργο που συνταξιδεύαμε) από μακριά. (Υπάρχει, άραγε, κοντά ή μακριά για μιαν ευλογία;) Μας είπανε πώς
τα τελευταία του λόγια ήταν:
Τι γίνεται στην Κύπρο; Τι λέει ο Μακάριος;
22
Πριν κλείσει κάποια θεία μου την πόρτα («να μην τρομάξει το παιδί»), πρόλαβα και τον είδα.
Το
σώμα ξα ωμ πλ ο
έν
καταγής
–τουλάχιστον αυτή την εικόνα έχω– και γύρω γυναίκες, μοιρολογίστρες με λυμένα τα μαύρα τσεμπέρια να τα τραβάνε με τα δυο χέρια στα πλάγια του κεφαλιού. Μια κίνηση ρυθμική που συνταίριαζε με το ανεβοκατέβασμα των φωνών καθώς κουνιόνταν ακατάπαυστα μπρος πίσω, δεξιά αριστερά. Φωνών που φτάνοντας σ’ ένα κρεσέντο κόβονταν ξαφνικά κι απότομα με ένα τσάκισμα, μ’ ένα τίναγμα προς τα πάνω, κάτι σαν την απόστροφο σε ένα γραπτό, διακοπή και συνέχεια ταυτόχρονα. Με τη σειρά μια φωνή πρωτοστατούσε, κι οι άλλες ακολουθούσαν, επιβεβαίωναν,
η αλυσίδα δεν κοβόταν,
περνούσε κυκλικά απ’ τη μια γυναίκα στην άλλη. Με παραξένεψε που μονάχα γυναίκες θρηνούσαν. 23
Καθόλου δεν τρόμαξα.
Εντυπωσιάστηκα, γοητεύτηκα, ένιωσα κι ένα είδος περίεργης ευχαρίστησης, η θύμηση της οποίας είχε αφήσει μέσα μου κάποια αίσθηση ντροπής. (Ευχαρίστηση ακούγοντας το μοιρολόγισμα του παππού;)
Μέχρι που –πολύ αργότερα έμαθα το όνομά της.
24