Ευρυδίκη Νικήτα | Οδοντωτή μνήμη | Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Ευρυδίκη Νικήτα ΕΥΡΥΔIΚΗ ΝΙΚHΤΑ

Οδοντωτή μνήμη

ΝΟΥΒΕΛΑ


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ Ευρυδίκη Νικήτα Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης | dk design Φωτογραφία εξωφύλλου: Karolina Grabowska © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Ευρυδίκη Νικήτα Ιανουάριος 2016 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-847-4


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ



ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

Ο ΔΟΝΤΩΤΗ Μ ΝΗΜΗ

Νουβέλα

ΙΩΛΚΟΣ


Θερμές ευχαριστίες στο δάσκαλό μου Μισέλ Φάις, στους Θανάση Βαλτινό, Θανάση Θ. Νιάρχο, Γιάννη Κορίδη για τις παρατηρήσεις τους πριν την εκτύπωση.


Στη μνήμη του παππού μου Χρήστου Νικήτα-Στρατολάτη



Έξω απ’ τα δόντια

Είναι εννέα το βράδυ. Ήταν εννέα το πρωί. Ή είναι

εννέα το πρωί και ήταν εννέα το βράδυ; Τα φώτα σβήνουν με κρότο. Οι σειρήνες ανακατεύονταν μεταξύ τους επί ώρα. Ή οι σειρήνες ανακατεύονται μεταξύ τους επί ώρα και τα φώτα έσβηναν με κρότο; Ο διπλανός σου βρομάει κάτουρο και κακία. Η Ελίνα απέναντί σου μύριζε γιασεμί. Ή η Ελίνα απέναντί σου μυρίζει γιασεμί και ο διπλανός σου μύριζε δυστυχία; Τα δόντια του διπλανού σου είναι σάπια. Εσύ έχεις, όμως, γερό δόντι, υπουργός, εραστής της θείας σου. Κανείς δε σ’ ενοχλεί εδώ μέσα αν κρατάς το στόμα σου κλειστό, αλλιώς ό,τι πεις μπορεί να σου γυρίσει μπούμεραγκ, όπως το φρίσμπι που παίζατε στην παραλία στο Λουτράκι. Στόμα κλειστό κι εσύ έγκλειστος. Γερό δόντι. Μασάς καλά. Κανείς δε σε


ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

τρώει. Ό,τι φας δεν έχει γεύση, την ονειρεύεσαι, όπως τότε που έτρωγες αχινούς και σαρδέλες στα κάρβουνα. Σε πονάει ένας φρονιμίτης και μόλις που ανοίγεις το στόμα σου, εδώ μέσα μόνο σούπες καταπίνεις και την απουσία της. Μερικές φορές αναρωτιέσαι, δηλαδή είσαι βέβαιος, τι βέβαιος, σίγουρος, καλύτερη η γαμημένη απουσία από την παρουσία. Η μάνα σου πάλεψε με νύχια και με δόντια να σώσει το γάμο της, μέχρις ότου το κατάλευκο χαμόγελο του πατέρα κιτρίνισε σαν θειάφι. Καλύτερη η άδεια πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, από τις φωνές που κάλυπταν τον εκφωνητή στις ειδήσεις. Εσύ, απ’ την άλλη, γραπώθηκες απ’ τα μαλλιά της Ελίνας και χαϊδεύοντάς της το λαιμό την έκανες να σωπάσει. Ε, ναι... Καλύτερα που δεν την ακούς πια εδώ μέσα, απ’ το να λέει ασυναρτησίες. Κανείς δε λέει, βέβαια, έχεις μάτι ή έχεις αυτί· όλοι με το έρμο το δόντι τα ’χουνε. Αυτά καταστρέφονται, αλλά δεν καταστρέφουν. Το δόντι και δίχως ρίζα παραμένει πάντα κόκαλο. Ένα άδειο κουφάρι που συνθλίβει. Το συνειδητοποίησες όταν την ξαναείδες. Αντί να σου βγάλει τον έγκλειστο φρονιμίτη, σου χαμογέλασε με τους κυνόδοντες. Τα παιδικά δόντια χάθηκαν μαζί με τούφες απ’ τα μαλλιά στο Λουτράκι. Σου έμεινε μόνο το μπονσάι της, έβγαλε και καινούργιες ρίζες. Νόμιζες ότι πέθαινε, δεν είναι σαν το δόντι. Ο κορμός γίνεται σταχτής, μαραζώνει. Τα 10


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ

φύλλα λιώνουν κι εξαφανίζονται. Ο θάνατος του έρωτα. Το πότισες λίγο παραπάνω, γιατί έξω βράζει ο τόπος όπως το καλοκαίρι που γεννήθηκε η Ελίνα. Δεν το συνήθισε ποτέ. Αγαπούσε μόνο τη μυρωδιά της βροχής και της ρητίνης. Της ρητίνης των πεύκων και της οδοντιατρικής κόλλας. Ναι, και τις γέφυρες. Αγαπούσε να διασχίζει τη Millennium Bridge το χειμώνα με το ψιλόβροχο, δίχως ομπρέλα. Να τις πλάθει από κεραμικό στα στόματα που άνοιγαν γι’ αυτήν. Η δική σας μόνο κατέρρευσε, όταν συναντηθήκατε στη μέση. Τελικά, όταν τα υλικά είναι φτηνά, όλα γκρεμίζονται, δεν υπάρχει σωτηρία.

11



Δόντια γάλακτος

Η πιο μακρινή και, ταυτόχρονα, πιο κοντινή ανάμνη-

ση που έχεις απ’ τη μάνα σου, είναι η μπαλαρίνα στο λούνα παρκ του Παλαιού Φαλήρου που σε πήγαινε τα Σάββατα. Όχι κάθε Σάββατο, αλλά μια φορά το μήνα τουλάχιστον. Ήσουν έξι, εφτά, μπορεί και λίγο παραπάνω. Κάθε φορά που πλησιάζατε απ' τη Συγγρού, σ’ έπιανε ταχυκαρδία ότι το λούνα παρκ είχε εξαφανιστεί και δε θα την ξανάβλεπες. Ξαφνικά στρίβατε και πρόβαλε με το κοκκινόλευκο τεράστιο φόρεμά της να στροβιλίζεται στον αέρα, τα χέρια της ανοιχτά ν' ανεβοκατεβαίνουν χαϊδεύοντας τα κεφάλια του κοινού, τα μαύρα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω σε κοτσίδα σαν στεφάνι, τα χείλη της μια αιμάτινη γραμμή. Η ουρά στα εισιτήρια φαινόταν πάντα ατελείωτη, 13


ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

απ’ την ανυπομονησία δεν άντεχες το χέρι της μάνας σου που έσφιγγε το δικό σου και συντονιζόσουν στη χορωδία των φωνών μαζί με τ’ άλλα παιδιά. Ανατρίχιαζες, περίμενες ν’ απογειωθείς, όπως κι εκείνη. Τα Σάββατα εκείνος έμενε ριζωμένος στο σπίτι, εκείνη τον είχε συνεχώς πάνω απ’ το κεφάλι της σαν μαύρο σύννεφο. «Πού είναι το λαδί πουκάμισο, α, να το, πάλι χάλια το σιδέρωσε η θεια σου! Σου είπα να βουρτσίσεις τα μαύρα τα παπούτσια, καθαρά το λες εσύ αυτό; Τελείωνε και βιάζομαι, τι; Πάλι λεφτά θες, χτες σού άφησα στο κομοδίνο. Τι διάολο τα ’κανες, τα ’φαγες; Τι νομίζεις, στο δρόμο τα βρίσκω;». Στον έξω κόσμο ήταν πάντα μειλίχιος. Στο σπίτι μια αναποδογυρισμένη μάσκα. Μεγαλώνοντας έτρεμες μήπως του μοιάσεις και γι’ αυτό τον κλείδωσες στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού σου, να τον κρατήσεις μακριά. Απορούσες με την άβουλη μάνα σου. Εκείνη ραμμένο στόμα, σκυμμένο σώμα, σκαμμένα μάγουλα από σιωπηλά δάκρυα όταν εκείνος ήταν μπροστά. Με το που έφευγε όμως εκείνος, αυτή μεταμορφωνόταν. Λες και μάκραινε και το στόμα στράβωνε σ’ ένα απειλητικό χαμόγελο. Άλλη μ’ αυτόν, άλλη μ’ εσάς. Γελούσε και μιλούσε μόνη της στο σαλόνι σιδερώνοντας. Επέμενε στις τσακίσεις, λες και προσπαθούσε να ισιώσει το πεπρωμένο της. 14


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ

Ένα βράδυ, που σε είχε γυρίσει ένας φίλος με μηχανή από το φροντιστήριο, τον είδες στο αμάξι με τη φιλενάδα του! Έσφιξες τα δόντια κι έριξες μια μπουνιά στο ασανσέρ. Εκείνη σε είχε δει απ’ το μπαλκόνι. Τη ρώτησες. Σου άστραψε ένα χαστούκι. Σε πόνεσε περισσότερο απ’ τα δικά του, τότε, μετά το λούνα παρκ. Τα μάτια της έγιναν τόσο υγρά σαν να γλιστρούσαν από τις κόγχες. Ο Άρης είχε μια μεγάλη και περίτεχνη γκάμα από εντάσεις, βρισίδια και φωνές, ήταν μονίμως δυσαρεστημένος κι έτοιμος για καβγά και κυρίως τα ’χε με το γιο της, δηλαδή ουσιαστικά μαζί της, επειδή τους άρεσε ο χορός και δε θα του τον έκανε πούστη το γιο, φώναζε. Δεν είχε πατήσει τα δεκαοκτώ όταν πρωτοσυναντήθηκαν σε μια βεράντα στη Σίφνο, φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα, δεν της έριξε ούτε ένα βλέμμα, αντιθέτως εκείνη αιχμαλωτίστηκε με την πρώτη ματιά. Τα καλοκαίρια ήταν ανυπόφορα, καθόταν μόνη πίνοντας τσίπουρα και ρίχνοντας καμιά βουτιά στο ενδιάμεσο, μακριά από τις φωνές των γονιών και των υπόλοιπων οικογενειακών φίλων. Με το ζόρι τα ’βγαζε πέρα. Το χαρτζιλίκι από το τετράωρο στο σούπερ μάρκετ, ίσα που της έφτανε για τσιγάρα και κανένα ποτό κι όλα αυτά το χειμώνα, για το καλοκαίρι ούτε συζήτηση, ούτε που το 15


ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

σκεφτόταν να ζητήσει βοήθεια απ’ τους δικούς της για να πάει Σαντορίνη. Η παρέα της πήγαινε εκεί κάθε χρόνο στο εξοχικό μιας φίλης. Κανένας τους δεν τον δέχτηκε ποτέ. Τον θεωρούσαν κακότροπο και σνομπ. Εκείνη, αγύριστο κεφάλι, τους αψήφησε όλους. Πλησίασε εκείνα τα κάγκελα και δεν ξαναπήγε Σαντορίνη. Έπιναν μπίρες κοιτάζοντας τη Νάξο που αχνοφαινόταν μακριά στον ορίζοντα. Κάποια στιγμή γύρισε και την κοίταξε, εκείνη ένιωσε να ζαλίζεται, να χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της, τη ρώτησε αν είχε ξαναέρθει ποτέ στο νησί παραπονούμενος για τη ζέστη, καθότι στη Γερμανία δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες θερμοκρασίες και τον πονούσαν τα μάτια του. Τελικά θα πήγαινε να ρίξει μια βουτιά, τη ρώτησε αν είχε όρεξη, είχε, του απάντησε, είχε για μια ολόκληρη ζωή και βούτηξε μαζί του αγνοώντας γονείς και παρέες, άρχισε την καινούργια της ζωή πιστή, δίπλα του στις χαρές και τις λύπες, στην υγεία και την αρρώστια, μόνη της το ’κανε, μόνη τον ήθελε, μόνη τον έδιωξε, μέχρι τέλους. Μεγαλώνατε με την αδερφή σου στο σπίτι των σκιών. «Πού πάει ο μπαμπάς τέτοια ώρα;» είπες κρατώντας μια κόκκινη μπάλα. 16


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ

«Εσύ πού λες;» είπε η Δανάη δίνοντας το αστέρι στη μητέρα σου για την κορυφή του δέντρου. Κίτρινη σαν κερί έμπηξε τα νύχια της στο μηρό της. Το ασημένιο αστέρι θρυμματίστηκε στο πάτωμα. Η αδερφή σου έτρεξε να φέρει το φαράσι. Εκείνη κατέβηκε αργά τη σιδερένια σκάλα κι άρχισε να μαζεύει τα κομμάτια με τα χέρια της. Χέρια μακριά, ματωμένα σαν φτερούγες. Χέρια μιας άλλης. Αυτός ο μηρός, όμως, και οι γάμπες ήταν πολύ ευέλικτες στο χορό. Στο σπίτι χορεύατε πολύ. Κάθε Κυριακή εκείνος έβαζε μουσική κι εσύ με τη Δανάη αρχίζατε να χοροπηδάτε στο σαλόνι. One, two, three o’clock, four o’clock rock, πέταγαν οι γονείς σου στη πίστα. Μικρός νόμιζες ότι σίγουρα γι’ αυτό είχαν παντρευτεί, χόρευαν σαν ένα σώμα. Ταίριαζαν. Γι’ αυτό άλλωστε δεν παντρεύεται ο κόσμος, όταν ταιριάζει; Κάποτε, όμως, έπαψαν να κινούνται ρυθμικά –ή μήπως σταμάτησε η μουσική;– και ξεκίνησαν να φωνάζουν. Πεδίο μάχης το σπίτι κι εσείς ο άμαχος πληθυσμός. Οι φωνές έσκαγαν μες στο μυαλό σου σαν δυναμίτης σε θάλασσα και οι σκέψεις σου ανέβαιναν σκασμένα ψάρια. Κλεινόσουν στο δωμάτιο με την αδερφή σου κι όσο εκείνη μιλούσε με τις Barbie, εσύ βούλιαζες σε μια αφίσα με τον Kitt κι έτρεχες στις αμερικάνικες λεωφόρους σαν παλαβός. Αργότερα, ο ιππότης της ασφάλτου πήγε στο λύκειο και βυθίστηκες σ’ ένα λήθαργο απάθειας κι 17


ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

αδιαφορίας. Δεν ήθελες να ξέρεις τίποτα, ούτε για μαθήματα ούτε για φίλους. Αδιαφορούσες για το σώμα σου, δε σ’ ενδιέφερε ούτε απ’ τη μέση και πάνω ούτε απ’ τη μέση και κάτω. Διάβαζες ίσα ίσα για να περνάς την τάξη. Έπεσες σ’ ένα πηγάδι σιωπής, αφαγίας κι απραξίας. Η μάνα σου σού έφτιαχνε γλυκά, σου έφερνε εφημερίδες – όλα μάταια. Έβλεπες την απελπισία στο πρόσωπό της και βυθιζόσουν ακόμα περισσότερο στην ανάγκη του τίποτα. Εκείνος, αραιά και πού, έφτυνε κάτι χλευαστικές κουβέντες στην πόρτα του δωματίου σου κι εξαφανιζόταν. Δε θυμάσαι ούτε ένα όνειρο από τότε. Η αδερφή σου δεν περνούσε καλύτερα. Πρώτη στο σχολείο κι όμορφη σαν τη γιαγιά σου τη Μικρασιάτισσα, μαύρο μάτι και φρύδι τσακίρικο. Διοχέτευε συνεχώς την ενέργειά της σε φλερτ, την έβλεπες να φιλιέται πίσω απ’ τους ευκάλυπτους στο προαύλιο του σχολείου. Ο πατέρας σου την παρακολουθούσε, τη ζήλευε, κάπου κάπου πέταγε μια ηθικολογία του κιλού «θα τη βιάσουν την κόρη σου έτσι που την ντύνεις, ηλίθια» και μετά εξαφανιζόταν πάλι. Η μικρή, όμως, είχε φτιάξει καλή πανοπλία τόσα χρόνια, η ψυχή της γι’ αυτόν ήταν αδιαπέραστη. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ούτε γι’ αστείο ότι ο γιος του, το σπέρμα του, η συνέχειά του, θα ήταν 18


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ

μια σκέτη αποτυχία. Ο γιος του μπαλαρίνα; Πόσες φορές είχε χώσει σε μια σακούλα τη φόρμα και τα παπούτσια μπαλέτου και τα είχε πετάξει στα σκουπίδια; Και πάντα η αλλοπαρμένη τού τα ξαναγόραζε. Σκατά! Αυτή η παλαβή έφταιγε που τον σιγοντάριζε. Στο γάμο τους ήθελε να στολίσουνε την εκκλησία με αγκινάρες. Έδειχναν πολύ αριστοκρατικές, έλεγε, έμοιαζαν με σκήπτρα. Θεόμουρλη! Εκείνος χόρευε για να έχει πέραση στις γκόμενες. Όσο ήταν με την Εύα, δεν είχε ανάγκη από χορούς. Κι αυτός την άφησε για να παντρευτεί την Αθηνά. Πιο παλαβός ακόμα. Σκατά! Είχε έρθει μόλις απ’ τη Γερμανία να κάνει κανά μπάνιο να ξελαμπικάρει. Έπινε μπίρες στο μπαλκόνι έχοντας στο μυαλό του την Εύα και η άλλη ήρθε και του κόλλησε. Ο κυκλαδίτικος ήλιος τού τρυπούσε το κεφάλι. Κολύμπησαν μαζί, είχε ωραία βυζιά, σφιχτά, όχι μαλακά σαν της Εύας. Μόνο στο χορό ταίριαζε μαζί της, κάτι Κυριακές. Παρηγόρια από την παλιά του ζωή.

19



Πονόδοντος

Στο χωριό της Αθηνάς στην Αρκαδία, πηγαίνατε πά-

ντα για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής τον Ιούλιο. Το περίμενες πώς και τι κάθε χρόνο, όχι μόνο για τους ντόπιους φίλους που είχες κάνει, αλλά περισσότερο για το διαγωνισμό δημοτικών χορών. Έρχονταν συγκροτήματα απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας εκείνες τις μέρες, ήταν μεγάλη τιμή να λάβει μέρος κανείς. Βασικός οργανωτής ήταν ο παππούς σου και το κρυφό σου όνειρο ήταν κάποτε να σε δει να χορεύεις και να κερδίζεις το πρώτο βραβείο. Κάθε φορά που σ’ έγραφε η Αθηνά σε μια σχολή, δεν προλάβαινες να κάνεις πάνω από δυο τρία μαθήματα. Τα ρούχα σου βρίσκονταν πάντα πεταμένα στο μπαλκόνι. Ρούχα και ψυχή, όλα ανακατεμένα. Το χωριό, όμως, δεν είχε μόνο τη μουσική απ’ τα κλαρίνα. Είχε χρώματα, μυρωδιές και τις φωνές των 21


ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

ζωντανών. Η υγρασία του πρωινού, αξημέρωτα που πηγαίνατε με τον παππού στο παχνί να ταΐσετε τα ζώα, ανακατεμένη με τα χνότα τους και το σανό, κολλούσε στη μύτη μέχρι το ταξίδι της επιστροφής. Δύο άλογα και τρία γαϊδούρια είχατε που σκούζανε από νωρίς και δε σ’ αφήνανε να κοιμηθείς – όλα αρσενικά. «Τα θηλυκά, μανάρι μου, μόνο φασαρία είναι και σαν είναι ζώα και σαν είναι αθρώποι» έλεγε ο παππούς σου «τι να την κάνω τη φοράδα δω χάμου, άμα είναι κι έρθει η ώρα, θα πάρουμε της κυρα-Λεμονιάς» κι έφτυνε στο χώμα σέρνοντάς σε απ’ το χέρι στο παχνί όπου σ’ έβαζε να τα βουρτσίζεις με τις ώρες. Μόλις γυρίζατε στο σπίτι, σούζα ο παππούς στη γιαγιά, πού να τολμήσει να της πει πως ξέχασε να πάει στο μύλο για τ’ αλεύρι, χαλασμός κυρίου, τον πέταγε έξω ενώ συνέχιζε ν' ανοίγει τραχανά στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Μόνο μια φορά τον άκουσες να της φωνάζει: «Το ’λεγα εγώ, να μην τον παντρευτεί αυτόν το χαραμοφάη!» αλλά τότε, δεν ήξερες τι θα πει αυτό. Σε λίγο ο παππούς επέστρεφε πάλι με το σακί το αλεύρι στον ώμο κι ένα μάτσο σπάρτα που ’χε κόψει απ’ το δρόμο. Ψιλότρεμε το πάνω χείλος του καθώς της τα ’δινε. Σκούπιζε εκείνη τα τραχιά της χέρια στην ποδιά της κι έστρωνε για φαγητό. Χυλοπίτες για μας, σούπα γι’ αυτήν. 22


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ

Μια ζωή πονεμένα δόντια. Μια ζωή η Αθηνά να την εκλιπαρεί να επισκεφτεί την ξαδέρφη σας την οδοντίατρο όσο ανέβαινε το χειμώνα στην Αθήνα. Με κάτι βοτάνια και ροφήματα που της έκοβε η θεία η Σταυρούλα προσπαθούσε να βολευτεί. Ένα πρωί τη βρήκατε στην κουζίνα να κλαίει. Η ξαδέρφη τής αφαίρεσε όλα τα δόντια και της έφτιαξε μια «ωραιότατη» –όπως τη χαρακτήρισε– μασέλα κι έτσι εκείνη ξανάφαγε κρέας. Ολοκαίνουργια δόντια, λευκά και ίσια σαν των πουλαριών απέκτησε η γιαγιά σου, ήταν πάλι νέα, πιο νέα κι από εκείνα τα πουλάρια που άλλαζαν σιγά σιγά τα δόντια μεγαλώνοντας. Από τα δόντια, λένε, καταλαβαίνεις την ηλικία των αλόγων, όπως και με τα ανθρώπινα, τα νεογιλά δόντια μέχρι τα έξι επτά. Ποιος θέλει, όμως, να παραμείνει για πάντα έξι προκειμένου να έχει τέλεια δόντια; Αν και με καινούργια οδοντοστοιχία, η γιαγιά ξάπλωσε αμετάκλητα στο χώμα πριν απ’ τον παππού. Εκείνος έμεινε πίσω κάνα χρόνο ακόμα, να κλαίει για το «θηλυκό» με τα σάπια και μαυριδερά δόντια του. Ο πατέρας της εξαρχής τον είχε καταλάβει. Ήταν ξύπνιος, λεβέντης απ’ την Τρίπολη, δεν του είχε αρέσει η φάτσα του και οι πολλές φανφάρες των συμπεθέρων. Της το ’πε, όμως, μια, της το ’πε δυο, 23


ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

ξεροκέφαλη εκείνη από μωρό, έβαλε τα κλάματα, ούτε να τ’ ακούσει δεν ήθελε. Πόσες φορές την έπνιγαν αυτές οι σκέψεις και δεν κατέβαινε αέρας στα πνευμόνια της, αν τους είχε ακούσει άραγε τότε, αν τους είχε ακούσει ίσως δε θα ήταν αναγκασμένη να τον ανέχεται κάθε μέρα για μια ζωή, αλλά οι δικοί της ήταν μαλακοί άνθρωποι και την εμπιστεύονταν, ως μορφωμένη που ήταν. Είχε τελειώσει το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, αλλά φυσικά τα μαθηματικά της ζωής δεν έχουν καμία σχέση με τα μαθηματικά των εδράνων. Όταν αρραβωνιαστήκανε σ’ ένα ταξίδι του αστραπή στην Ελλάδα, ένα καλοκαίρι, την είχε φιλήσει στο μάγουλο, ούτε καν στην άκρη απ’ τα χείλη της που φαίνονταν πιο χλωμά ακόμα, παρόλο το καινούργιο κραγιόν που είχε αγοράσει, τον κοίταζε στα μάτια και ήταν σαν να ’πεφτε στο πιο βαθύ πηγάδι. Τα ίδια και στο γάμο, ένα φθινόπωρο, έξι χρόνια μετά, εκείνη είχε πάρει πτυχίο κι έψαχνε για δουλειά, εκείνος, αιώνιος φοιτητής, χρονοτριβούσε στη Γερμανία με πρόσχημα τις σπουδές. Καμιά φορά του έπλεκε κασκόλ για να της περνάει η ώρα και να τον νιώθει δίπλα της, το τύλιγε στο λαιμό της λες και τον μύριζε μηδενίζοντας την απόσταση που τους χώριζε και τη μοναξιά της.

24


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ

Αναπολούσες εκείνα τα καλοκαίρια στην Αρκαδία σε κάθε βόλτα σου στο πάρκο της Λιέγης. Παρατηρούσες τους αστυνομικούς να βολτάρουν πάνω στα καφέ τους άλογα, που ενίοτε χλιμίντριζαν αφήνοντας να διαφανούν οι σειρές από τα τεράστια τετράγωνα δόντια τους. Αν κι έδειχναν σαν να γελάνε, δυστυχισμένα τα ’βλεπες, προτιμούσες κάτι κοπάδια που συναντούσατε στην εξοχή, στις εκδρομές που κάνατε τα Σαββατοκύριακα για ν' αποφύγετε το διάβασμα. Το Βέλγιο δεν ήταν τυχαία επιλογή. Την έλεγαν Sabine και είχε έρθει στην Γ΄ λυκείου, λόγω του διορισμού του πατέρα της ως πρέσβη στην Αθήνα. Μπήκε στην τάξη, κατάξανθη και συνεσταλμένη, ψάχνοντας κάπου να κρύψει το πράσινο άγχος των ματιών της. Η φιλόλογος την παρουσίασε όρθια στην τάξη, η ανάσα της φτερούγιζε, ήθελες να της πιάσεις το χέρι, να της χαρίσεις λίγη απ’ τη δική σου. Κάθισε στο τρίτο θρανίο, στη μεριά των κοριτσιών, αμίλητη και με κατεβασμένο το κεφάλι μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Την παρατηρούσες κάθε μέρα ψάχνοντας αφορμές και τρόπους να εισχωρήσεις στον κόσμο της. Ένα πρωί, καθυστερώντας την πρώτη ώρα της γυμναστικής, τη βρήκες να κάθεται στις κερκίδες μόνη με το γουόκμαν –ήταν «εκείνες» οι μέρες–, ενώ οι άλλοι έτρεχαν. Κάθισες δίπλα της και περίμενες. Περίμενες κάτι, δεν ήξερες ακριβώς τι, πανικόβλη25


ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΝΙΚΗΤΑ

τος. Σου έδωσε το ένα ακουστικό κι ακούγατε μαζί Aerosmith. Τον επόμενο χρόνο έφυγε, γιατί ο πατέρας της πήρε αναπάντεχη μετάθεση για τη Ρώμη. Παγωτό βανίλια το φιλί της στο στόμα σου. Αλληλογραφούσατε κάθε εβδομάδα. Στη Ρώμη σπούδαζε αρχαιολογία και τα είχε φτιάξει μ’ έναν Ιταλό. Η απουσία της σε τσάκιζε. Ποιος χρόνος και ποιος γιατρός. Σταμάτησες το διάβασμα για τις πανελλαδικές και το ’ριξες στο ποτό. Ούτε ο χορός δε σ’ ενδιέφερε πια. Όχι δίχως αυτήν. Έτσι αποφάσισες ν' ασχοληθείς κι εσύ με την αρχαιολογία και διάλεξες το Βέλγιο. Να την έχεις κοντά μέσ' από τα βιβλία. Ένας επίκουρος καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και χρόνια πελάτης στο λογιστικό γραφείο της Αθηνάς, ο συνδετικός κρίκος. Δεν θα ήταν εύκολα εκεί, αλλά αυτό έψαχνες κι εσύ. Ένα ζευγάρι καινούργια πόδια. Δεν του είχε μείνει τίποτα απ’ την παλιά του ζωή. Ούτε χοροί με γκόμενες ούτε ελευθερία – τίποτα. Ο πεθερός του ήταν ένας άκακος γίγαντας – Θεός σχωρέσ’ τον. Η γυναίκα του η Λίνα, τον είχε πάντα ένα βήμα πίσω. Όταν είχε πάει να ζητήσει την Αθηνά, τον είχε βάλει να καθίσει απέναντί του σε μια βελούδινη πράσινη πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Τον περιεργαζόταν πίσω απ’ τα τετράγωνα μυω26


ΟΔΟΝΤΩΤΗ ΜΝΗΜΗ

πικά γυαλιά, κρατώντας ένα ποτήρι ρετσίνα. Του είχε μιλήσει τάχα μου, να αγαπάει την Αθηνά και τέτοια. Απεχθανόταν τόσο αυτήν τη φαινομενική ηρεμία, την είχε για δειλία. Οι «αδερφές» είναι μόνο ήρεμες. Έπρεπε να είχε καταλάβει το κόλπο, την περιουσία του είχανε βάλει στο μάτι οι αλήτες. Ζήτησε ένα ουίσκι, δεν είχαν. Μόνο λικέρ βύσσινο. Ήρεμα ποτά, ήρεμη υποκρισία. Στο διάολο όλοι!

27


Δύο αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες εξάρτησης. Δύο παράλληλες –όχι χρονικά– αλλά συναισθηματικά ιστορίες ζωής. Ίσως και αγάπης, εάν η αγάπη φτάνει ως εκεί που βλέπει κανείς τα λάθη του στο πρόσωπο του άλλου ή βλέπει στο πρόσωπο αυτό τη σωτηρία από αυτά τα λάθη. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, κάποτε γονιών, πατέρας θύμα του πατέρα, μητέρα θύμα εκείνου. Ένα ζευγάρι νεαρών, άντρας θύμα του εαυτού, κοπέλα θύμα της μητέρας της. Ο καιρός κυλά μέσα σε τεχνητές χαρές, δάκρυα δειλίας, αλλά και αχτίδες ελπίδας, γιατί κάποτε, κάποιος χόρεψε πάνω στην μπαλαρίνα με τα κερασένια χείλη του λούνα παρκ, κάποια κολύμπησε ξέγνοιαστα σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί, κάποιος άλλος ζωγράφιζε τα χωράφια του χωριού του και κάποια άλλη αποκοιμιόταν μυρίζοντας την πίπα του πατέρα της στο σαλόνι. Στ’ αλήθεια, γινόμαστε αυτό που μας κάνουν οι γονείς μας;


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.