ΠΟΙΗΣΗ
Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Kαλλιτεχνική επιμέλεια: Δημήτρης Κουρκούτης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου © Copyright κειμένου: Ελένη Παπανδρέου © Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός Γραμματοσειρά Iolkos Apla, fonts.gr [αποκλειστική χρήση] Σεπτέμβριος 2019, Α΄ Έκδοση Ε Κ ΔΟΣ Ε Ι Σ Ι Ω Λ ΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 – Fax: 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-999-0
ΩΡΕΣ
Η Ελένη Παπανδρέου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Σκοτία και στην Ελλάδα. Το 2017 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Ιωλκός, η πρώτη της ποιητική συλλογή Μάταιος Αύγουστος. Οι Ώρες είναι το δεύτερο βιβλίο της.
Ε Λ Ε Ν Η Π Α Π Α ΝΔ Ρ Ε ΟΥ
ΩΡΕΣ Ποίηση
Ι Ω Λ ΚΟΣ
Στον πατέρα μου
Ένας άντρας γύρω στα εξήντα σ’ ένα άδειο δωμάτιο νοσοκομείου. Περιμένει το γιο του απ’ το χειρουργείο. Το πανωφόρι του είναι καλά τακτοποιημένο πάνω σε μία καρέκλα. Κόσμος πηγαινοέρχεται έξω από το δωμάτιο.
10
Π ΑΤ Έ ΡΑ Σ [Ι]
Μες στο δωμάτιο ή και έξω, στο πεζούλι, πίσω από το μεγάλο παράθυρο ή πάνω από το κρεβάτι, στο περβάζι ή δίπλα στη λευκή ντουλάπα θα είχα δει τις ώρες να περνούν.
11
Σαν βήματα που μετρούν τη ζωή. Σαν βιαστικοί οργανοπαίχτες που πότε κατεβαίνουν τις σκάλες με το σκληρό ρυθμό της λύπης, πότε κρυφακούν από τις χαραμάδες του δωματίου τον τραχύ θόρυβο του φόβου να κυκλώνει μικρούς, καθημερινούς ήχους: μια σελίδα που γυρνάει, η κουβέρτα που μαζεύτηκε, η ζωή που αναπνέει.
12
Οι σκέψεις είναι φίδια. Ανεβαίνουν στο παρτέρι να χωρίσουν το δωμάτιο απ’ τον κόσμο, δαγκώνουν το σώμα της μέρας κι επιστρέφουν στην κοιλιά της μάνας τους πάντα πεινασμένες.
13
Μικροί, σιωπηλοί κύκλοι τα λεπτά. Στο στήθος σέρνουν το κενό των περαστικών, λαίμαργα ξεψαχνίζουν το παρόν, δανείζουν πνοή στο χρόνο και μετά ξαποσταίνουν σ’ ένα κέρινο δωμάτιο, πάνω απ’ το διάφανο σώμα του.
14
Θα μπορούσα και να μην υπάρχω. Σαν ένα είδωλο που αρνήθηκε τον εαυτό του. Ώσπου ένας μονότονος ρυθμός στο στήθος με πείθει πως η θλίψη είναι το δεξί και το αριστερό βάρος στα χέρια που σφουγγίζουν το μέτωπο και η αγωνία είναι ο αέρας στο στήθος που κάθε μέρα οσμίζεται το θάνατο.
15
Μισός διάφανος, μισός θλιμμένος κάθομαι σε καρέκλα για μένα σμιλευμένη σ’ αλλόκοτη σκηνή. Ίσως, για χρόνια ολόκληρα να έμεινε αζήτητη και ίσως, σκέφτηκα, να μη φτιάχτηκε ποτέ και για κανέναν. Σήμερα, όμως, εκείνη κι εγώ μοιραζόμαστε το βάρος του χρόνου που ήρθε κι έτσι έγινα προορισμός και ταξίδι για μία καρέκλα νοσοκομείου.
16
H ώρα περνάει. Μια γυναίκα μετρά την πνοή του σε σταγόνες. Να τη φωνάξω αν τελειώσει ο ορός. Αν τελειώσει η ζωή; Αν φύγουν οι ώρες και οι μέρες; Εκείνη, σίγουρα, θα φύγει σε μία ώρα. Γελά η γυναίκα. Γελά η ζωή;
17
Σηκώνει τα φουστάνια της και τρέχει στο διάδρομο. Ανάσες που βιάζονται. Βήματα που ξανοίγονται. Θα μέτρησα κάθε βήμα, κάθε τοίχο, κάθε γωνία. Κι απόψε κάθε γωνία. Να του φέρω λίγο νερό; Μα δεν πίνει. Να του φέρω τα βιβλία του; Μα δε διαβάζει. Να του φέρω πίσω τη ζωή του; Μα πού είναι η ζωή του; Κι απόψε η ζωή ένα καλώδιο. Κι απόψε μια γυναίκα που δεν ξέρει τι ήταν για μένα η ζωή του.
18
Μ Η Τ Ε ΡΑ [Ι]
Ώρες γλυκές. Σαν το γάλα που έτρεξε απ’ τα στήθη μου για να ταΐσει τον ήλιο και να θυμίσει στο φως, πως φως μεγαλύτερο μου χάρισε ο Θεός κι εγώ το στράγγισα όλο. Γλυκό και το σκίρτημα της πρώτης πνοής. Η ζωή μόνο ένα σκίρτημα. Ξεχείλισαν τα σωθικά μου ανάσες και τραγούδια. Τα μάτια μου, μήνες ολόκληρους, πρόσμεναν μόνο τα μάτια του κι όνειρο άλλο δεν έβλεπαν παρά κείνο το μικρό χέρι που επίμονα σκάλιζε τη ματιά μου σαν απόδειξη πως ήταν μαζί μας εδώ.
19
Γλυκό το πρωινό που με χαιρέτησε η ζωή. Κάθισε στο τραπέζι και μου φανέρωσε πως ούτε από αγάπη, ούτε από χαρά ήξερα τίποτα και πως οι άγγελοι τόσο με συμπάθησαν που είπαν να στείλουν ένα δικό τους για να τα μάθω όλα απ’ την αρχή. Απ’ την αρχή τη γλύκα της ξαγρύπνιας, απ’ την αρχή το χτυποκάρδι, απ’ την αρχή τ’ αρώματα της νιογέννητης σάρκας.
20
Θολό ένα κράτημα στα σπλάχνα σου. Νομίζεις πως είναι ένα τίποτα, μία κουρασμένη μέρα. Το βιαστικό χτύπημα από δύο δάχτυλα στο τραπέζι. Ένας ρυθμός που δεν είναι δικός σου και σε ξεγελά και ξεχύνεται και γίνεται ώμοι γεροί. Φωνές που γίνονται αέρας, αέρας που σηκώνει τη ζωή και πάλι ξανά.
21
Ώρες ώρες έρχεται η μυρωδιά του και κάθεται πάνω μου. Σαν ρούχο δανεικό. Όλα δανεικά. Μα πιότερο δανεική η ζωή που μας δόθηκε – χωρίς καμία ομολογία προορισμού. Το αίμα της γέννας. Αλμυρό και συνάμα γλυκό. Γέμισαν τα λαγόνια μου κόκκινη ζωή. Φώναζαν τα κομμένα σωθικά μου. Μια κραυγή μωρού. Η δική του φωνή. Για πάντα δική του. Να ξεχωρίζει σαν αντίλαλος χαράς που μας ευλόγησε.
22
Γέμισε η ψυχή μου απ’ την ανάσα της ζωής του. Καθαρός αέρας νυχτολούλουδων και βασιλικού. Ζεστή άμμος και χόρτο δροσερό. Όλα ήταν εδώ. Η ανάμνηση σφίγγεται πάνω μου. Ανάσα που μεγαλώνει. Ανάσα πικρή κι αλμυρή. Γίνεται ιδρώτας, γεύση από πρώτο αίμα. Κι εγώ να κουβαλώ, χρόνια τώρα μια ανάσα που βγήκε απ’ τα σπλάχνα μου. Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με αξίωσες.
23
Π ΑΤ Έ ΡΑ Σ [ΙΙ]
Ήρθαν πριν και τον πήραν. Δυο άντρες με ρούχα λευκά. Αθόρυβα χάθηκαν. Σαν οι άνθρωποι εκείνοι και να μην υπήρξαν. Εκείνος ποτέ να μην έφυγε για το χειρουργείο. Κι έτσι, νομίζω, καλύτερα που ποτέ δεν τους άκουσα καθώς έφυγαν μαζί του.
24