ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1874-1910
ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1874-1910 Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης Σελιδοποίηση: Ζωὴ Ἰωακειμίδου Ἐπιμέλεια: Γιάννης Κορίδης Σχεδιασμὸς ἐξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης Εἰκονογράφηση ἐξωφύλλου: Πανδώρα Γιαμαλίδου ΣΕΙΡΑ ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Ὑπεύθυνος σειρᾶς: Κωνσταντῖνος Ἰ. Κορίδης © Copyright Ἔκδοσης: Ἐκδόσεις «Ἰωλκὸς» - Κωνσταντῖνος Ἰ. Κορίδης, 2011 Νοέμβριος 2011 Α΄ Ἔκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ • Ἀνδρέου Μεταξᾶ 12 & Ζ. Πηγῆς, 106 81 Ἀθήνα Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-612-8
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1874-1910
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Π ΟΙΗΜΑΤΑ 1874-1910
ΙΩΛΚΟΣ
ΛΥ Ρ Ι Κ Α [1874]
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ Μάννα μου, ἐγώ ᾿μαι τ᾿ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι, ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει. Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφῆ κι ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῆ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσει. Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾿ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾿ ἀφρισμένη, παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη. Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μαννούλα μου, ν᾿ ἀράξω, μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω. Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾿ ἀγναντέψω. Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω, κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω. Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου, ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο· εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴν ψυχὴ τὴ μαύρη, π᾿ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁπὄλεος δὲν θαὔρει. Κι ἐκείνη μ᾿ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: «Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης· ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες· ὅντας σὲ ἔπλασ᾿ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες».
Α Ν Α Λ Ε Κ ΤΑ [1876-1908]
ΠΟΘΟΣ ΕΡΑΣΤΗ Εἰς ἕνα μνῆμ᾿ ἀγνώριστο μικροῦ κοιμητηρίου δὲν θέλω νὰ τὸ βλέπωσιν ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, μηδὲ κυπάρισσος σκαιά, μήδ᾿ ἀπεχθὴς ἰτέα, νὰ τὸ σκιάζῃ· καταιγὶς ἂς τὸ κτυπᾶ βιαία! καὶ δὲν ποθῶ θυμίαμα, δὲν θέλω ψαλμωδίαν· νὰ ἔλθῃς μόνον σὲ ζητῶ, μίαν θαμβὴν πρωίαν, νὰ βρέξῃς μ᾿ ἕνα δάκρυ σου τὸ διψασμένον χῶμα, κι ἂς σβύσῃ μὲ τὸ δάκρυ σου καὶ τ᾿ ὄνομά μου ἀκόμα…
13
ΑΠΟΚΑΡΤΕΡΗΣΗ Δὲν ἔχω πλειὰ παράπονο σ᾿ ἐσέ, δὲν ἔχω, κόρη· τὸν πόνον, ποὺ τὸ στῆθος μου ἐξέρνα, δὲν ἐχώρει· θὰ τὸν χωρέσ᾿ ἡ ἄβυσσος, ἡ γῆ θὰ τὸν χωρέσῃ· εἶναι βαθὺ τὸ πέσιμο, ποὺ ἡ φτέρνα μου θὰ πέσῃ.
14
ΔΙΣΤΙΧΟ ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ Σύ, ποὺ θάμπωσες τὸν ἥλιο, ποὺ σ᾿ ἐζήλεψ᾿ ἡ αὐγή, σπέρμα οὐράνιο, ριχμένο, ποὺ ἐβλάστησες στὴ γῆ…
15
ΡΩΜΑΝΤΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ Τὴν νύκτα ὅλην ἄγρυπνος, νύκτα μακρὰν χειμῶνος, ὁ ναύτης πρὸ τοῦ κύματος σιωπηλὸς καὶ μόνος τηρεῖ τὸν οὐρανόν, ἐνῶ ἀβύσσους διαβαίνει, καὶ τὴν χρυσῆν ἀνατολὴν ἀνήσυχος προσμένει. Ὁμοίως σ᾿ ἐπερίμενα νὰ ἔλθῃς χθές, ὁμοίως!... Μακράν σου εἶναι ἔρημος καὶ ἀφεγγὴς ὁ βίος. Ὁπόταν νέος ἐκ μακρᾶς προκύπτων ἀσθενείας, σκιώδες φάσμα καὶ ὠχρὸν ἐκ τῆς ἀδυναμίας, τὸν κόσμον, τὴν μελλοντικὴν γωνίαν τοῦ ἀπείρου, ἣν ἐστερήθη, θεωρεῖ διὰ τοῦ παραθύρου, πόσους τῷ πέμπει ἀσπασμοὺς καὶ πόθους· ἀδελφή μου, ὁμοίως σ᾿ ἐπεθύμησεν, ὁμοίως ἡ ψυχή μου. Πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ὁ εὐσεβὴς ὁ κύπτων καὶ ἁμαρτίας λογισμοὺς ἐντὸς τοῦ στήθους κρύπτων, μὲ ποταμοὺς τοὺς πόδας του δακρύων καταβρέχει καὶ ἡ ψυχή του σπαραγμὸν καὶ πόνον πολὺν ἔχει. Ὁμοίως ἡ καρδία μου θερμῶς σ᾿ ἐπικαλεῖται καὶ διὰ σὲ πᾶσαν χαρὰν τοῦ κόσμου ἀπαρνεῖται.
16
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ Μὲ τὸ βαρειό, μὲ τὸ βαρειὸ ξυπνᾶ ὁ γύφτος τὸ χωριό. Τὸ χωριό, τὸ χωριό, Τραλαλά, λαρό, λαρό… Γιὰ τὸ σφυρί, γιὰ τὸ σφυρί, τρελαίνεται κι ἡ λυγερή. Λυγερή, λυγερή, Τραλαλά, λαρή, λαρή… Μὲς στὴ φωτιά, μὲς στὴ φωτιὰ παίζει ὁ γύφτος τὴ ματιά. Τὴ ματιά, τὴ ματιά, Τραλαλά, λατρά, λατά…
17
Η ΚΟΙΜΑΜΕΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ Λόγγος κι ὀρμάνι γύρω στὸ παλάτι, καὶ τὸ φυλᾶν ἀόρατα σπαθιά. Κι ἐκείνη ἀποκοιμήθηκε βαθειὰ καὶ δὲν τὴ βλέπει ἀνθρώπου μάτι. Μάγια κακὰ τῆς εἶχαν καμωμένα νὰ μὴν ξυπνήσει χρόνους ἑκατό, πρὶν ἕνα βασιλόπ᾿λο ξακουστὸ ἔρθει νὰ τὴν εὑρεῖ ἀπὸ τὰ ξένα. Σ᾿ εἶσ᾿ ἡ Κοιμάμενη Βασιλοπούλα, ποὺ ὅλ᾿ ἡ Ἑλλάς, νανούρισμα γλυκό, σοῦ στέλνει ἕνα τραγούδι μυστικὸ καὶ μιὰ χρυσόχλωρη μυρτούλα. Σ᾿ εἶσ᾿ ἡ Κοιμάμενη Βασιλοπούλα· μὰ δὲν κοιμᾶσαι μοναχή σου σύ. Κι ἄλλος ἐκεῖ δεξιά σου τὴ χρυσῆ τοῦ Ἔθνους καρτερεῖ αὐγούλα. Σταυρὸς ἀστράφτει καὶ σπαθὶ σιμά του, ψυχῶν κοπάδι φτερουγίζει ἐκεῖ, Ἁγίων μελίσσι γύρω κατοικεῖ Κι Ἀγγέλοι ἀμώνουν στ᾿ ὄνομά του. Ἐκειὸς εἶν᾿ ἡ ἐλπίς μας, ὁ Μεσσίας, Ἐκειὸς τοῦ Γένους ὁ ἐγδικητής, ὁποὺ κοιμᾶται στὰ ὑπόγεια τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας.
18
Καὶ θὰ ξυπνήσει νὰ χαροῦν σιμά του κι οἱ ὅσιοι μὲ τὰ πρόσωπα χλωμά, κι οἱ μάρτυρες στὰ στήθια, τὰ θερμὰ ἀπ᾿ τὴν πορφύρα τοῦ αἱμάτου. Καὶ σὲ ἄμποτε, μὲ τόσους πονεμένους, στὴν ὕστερη ὥρα, πρὶν ἀναστηθῆς νὰ σ᾿ ἀξιώσ᾿ ἡ Χάρις νὰ βρεθῆς στὴ μυστικὴ χαρὰ τοῦ Γένους. Ἐκεῖ κοιμᾶτ᾿, ἐκεῖ, καιροὺς καὶ χρόνια κι ἡ συντροφιά του θελὰ γίνεις σύ, μὰ ἡ ἁγνότης του εἶναι περισσὴ καὶ πρῶτα κι ὕστερα κι αἰώνια. Καὶ σέ, Βασιλοπούλα, θὰ σ᾿ ἁγνίσει Μαρτύρων αἷμα κι ἄχνη καὶ φωτιά, κι ἡ πρώτη τοῦ πολέμαρχου ματιά, πρώτη γλυκὰ θὰ σὲ ξυπνήσει. Παρηγοριὰ στὴ φτώχια μας νὰ στείλει, τὸ δουλωμένο Γένος νὰ χαρῆ, ποὺ ἀπ᾿ τὴ ματιὰ τοῦ ἥλιου καρτερεῖ, ὥρα τὴν ὥρα ν᾿ ἀνατείλει.
19