Π Ο Ι Η Μ ΑΤΑ
Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Kαλλιτεχνική επιμέλεια: Karlopoulos & Associates Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου © Copyright κειμένου: Ελένη Παπανδρέου © Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός Γραμματοσειρά Iolkos Apla, fonts.gr [αποκλειστική χρήση] Ιούλιος 2017, Α΄ Έκδοση Ε Κ ΔΟΣ Ε Ι Σ Ι Ω Λ ΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 - Fax: 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-912-9
Μ ΑΤΑ Ι ΟΣ ΑΥ ΓΟΥ Σ Τ ΟΣ
Ε Λ Ε Ν Η Π Α Π Α ΝΔ Ρ Ε ΟΥ
Μ Α Τ Α Ι Ο Σ ΑΥ Γ Ο Υ Σ Τ Ο Σ Ποιήματα
Ι Ω Λ ΚΟΣ
Ευχαριστώ το Δάσκαλό μου στη Ζωή και την Ποίηση, Βάσο Η. Βογιατζόγλου
Στον Αργύρη
Κ Α ΛΟ Κ Α Ι Ρ Ι
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΜΑΤΙΆΣ πάντα εσύ και κάτω από τα βλέφαρα ο πόθος, πότε προσκέφαλο και πότε φως για μας διαλέγει εικόνες από το κενό του κόσμου. Τις αφήνει πάνω στο πλέγμα του Σείριου. Θεός και μοίρα ανταμώνουν και για ένα μόνο φιλί μονιάζει μέσα μας ο κόσμος.
11
ΕΚΕΙ που πεινώ, εκεί που διψώ, εκεί που στέκομαι στο μπαλκόνι της ζωής μου –μικρό κι ασήμαντο– έρχεσαι καλπάζοντας ένα καλοκαίρι και μια σιωπή. Ακουμπάς τα χείλη στο νοτιά και μου στέλνεις τον Ιούλη της χαράς, στο αίθριο της νύχτας με ντύνεις γιασεμί κι αύρα καλοκαιρινή. Ξεπετάγομαι από τη θάλασσα, για σένα μόνο, σαν ένας βράχος μαύρος, όπως τα μάτια σου, γυαλιστερός απ’ τα φιλιά σου. Εδώ, εδώ να μείνουμε, καλέ μου. Εδώ που το κύμα σου λειαίνει την καρδιά μου. Εδώ που το καλοκαίρι είναι το γέλιο σου στα θαλασσόδεντρα. Εδώ που μ’ έφερες ντυμένος με το ρούχο της χαράς. Κι όλο με ρωτάς κι εγώ σου απαντώ: «Τι άλλο να κάνει ένας βράχος ώρα δώδεκα, ένα βράδυ ζεστό του Αυγούστου απ’ το να σ’ αγαπά;».
12
ΘΑ ΝΤΥΘΩ μ’ όλα του κόσμου τα φτερά. Παγόνια, γλάροι κι αετοί θα έρθουν να με ντύσουν να βγω γυμνή στα μάτια σου. Ένα σπαθί που κόβει τη νύχτα στα δυο πριν και μετά από σένα. Γιατί ήμουν άνεμος πριν και ύστερα έγινα πνοή σε χείλη λατρεμένα. Να με καπνίζεις κάθε βράδυ κι εγώ να σχηματίζω στον τοίχο λόγια ειπωμένα από μένα για σένα. Σαν ταξίδι έλα και πάρε με, γνώρισέ με σαν νύχτα. Γιατί άλλη νύχτα δεν υπήρξε κι άλλο τραγούδι δεν ψιθύρισα, παρά μονάχα τ’ όνομά σου, Αγάπη μου.
13
ΧΤΕΣ μ’ επισκέφτηκε κείνο το μικρό φως πάνω απ’ την πόλη. Μου είπε για σένα· για το πώς διπλώνεις τη σκέψη, πώς χαμηλώνεις τα μάτια, πώς σφίγγεις το σεντόνι. Εκείνο το μικρό το φως θα είναι η σκέψη μου που σε στεφάνωσε με τα πρώτα λόγια του καλοκαιριού. Θα είναι η λάμπα που γίνεται λεμονανθός κι όταν βγαίνω στο δρόμο, άλλη δεν έχω μυρωδιά από τη δική σου κι άλλη εικόνα από το γυμνό σου το κορμί στο γέμισμα του φεγγαριού. Να θυμηθώ ν’ ανάψω το κερί σου. Να τρεμοπαίζεις κάθε βράδυ στα όνειρά μου και ύστερα να πετάς έξω στην πόλη ώσπου να γίνεις το μικρό φως της επιστροφής.
14
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ ομολογία των αισθήσεων. Σκοντάφτω πάνω του Δευτέρες, Τρίτες, Κυριακές. Σκύβω να το μαζέψω. Τεντώνομαι να το τρυγήσω. Μπαίνει αέρας καθαρός μέσα μου. Ανασαίνω όλες τις μνήμες του κόσμου σε τρεις συλλαβές. Τα χέρια μου κουβαλούν μνήμη απ’ το δέρμα σου, την αποθέτουν στο γραφείο, στις πόρτες, τα σεντόνια, το βράδυ ξεκουράζονται πάνω του. Τ’ όνομά σου έχει γεύση, είναι το φιλί και η ανάσα σου μέσα μου ζεστή. Είναι το πρώτο σ’ αγαπώ κι ο απρόσμενος χαιρετισμός του ανέμου στις αισθήσεις. Είναι η αλμύρα σου νωπή στα χείλη μου. Όταν σου μιλώ, τ’ όνομά σου γίνεται κάλεσμα όλο μυστήριο, υπέρβαση του ονείρου που σκαλίσαμε στις φλούδες δέντρων περαστικών κι ο ήχος του κόσμου μέσα μου ν’ αντηχεί. Τ’ όνομά σου επιστρέφει πάντα. Μόνο του ή με κόσμο επιστρέφει πάντα μέσα μου. Και ύστερα πάλι ξαπλώνει πάνω στις ώρες που σε φέρνουν σιμά μου.
15
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ήρθε μ’ ένα πλοίο και μια γαλάζια καρφίτσα στο στήθος. Κάθισε στο μουράγιο και ξέπλυνε όλη την αναμονή απ’ τα μάτια μας. Μια κουκκίδα χρυσή κι ούτε φωνή ούτε άλλο γνώρισμα. Επιτέλους, μπορούμε ν’ αντικρίσουμε τον έρωτα στα μάτια κι αυτός μπορεί να μας αναγνωρίσει όπως δύο αλμυρίκια με τις ρίζες στην άμμο. Εσύ και το κύμα απλωμένο στα χείλη σου. Εσύ κι ο έρωτας του πρώτου κόσμου. Εσύ και το φιλί του παλλόμενου ήλιου. Εσύ κι ο ψίθυρος του στεναγμού. Εσύ και το κάλεσμα που έγινε όνομα. Να χαιρετώ την πλάση όλη σ’ ένα καλοκαίρι κι εκείνο να κοιτά μόνο σένα. Ποτέ δε θα πεθάνει αυτός ο Αύγουστος. Λευκός, με μια χούφτα ήλιο κι ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, θα χαιρετά τον αρχάγγελο των γλάρων, προτού στρίψει τελευταία φορά πίσω από τον πυρωμένο βράχο του μεσημεριού.
16
ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ο ήλιος. Μη σε μέλει το κύμα. Μόνο η επιθυμία κι ένα κερί της σκέψης, μικρό και ταπεινό στην αρχή σαν μια προσευχή που δεν ξέρει τι να κάνει με τον εαυτό της. Γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο σε κάποιο γυμνό νησί. Ανεβαίνει σε βράχια κι ακρογιαλιές, ξαπλώνει σ’ ένα δωμάτιο λευκό, γίνεται μια ψαλμωδία των αισθήσεων και το άρωμα των υάκινθων που φύτρωσαν στα μαλακά σου χέρια. Τώρα είμαι πάλι στην αγκαλιά σου. Χωρίς ποτέ να έχω φύγει απ’ το αγαπημένο, γίνομαι η μικρή στροφή στο σπίτι που μεγάλωσα, επιστρέφω στ’ αρώματα της μάνας μου κι ανθίζω στο πεζούλι της ζωής μας, να γίνω άλλη μια βραδιά η αλμυρή μυρωδιά του κορμιού σου ανάμεσα στο μαξιλάρι και το ξημέρωμα.
17
ΠΡΩΤΑ ΗΤΑΝ σταγόνα. Μετά έγινε θάλασσα. Άπλωσε μέσα μας το γαλάζιο τ’ ουρανού, ξέπλυνε τον κόσμο από τα μάτια μας, γυμνοί απομείναμε και φωτεινοί. Στρώσαμε γιορτή του έρωτα, ένα κρεβάτι μόνο. Η νύχτα σκόρπιζε φιλιά στο σεντόνι της χαράς. Εσύ κι εγώ απ’ την αρχή. Εσύ κι εγώ στο βασίλειο της προσμονής. Υγρό με φιλάει στα χείλη, υγρό ξαπλώνει ανάμεσά μας. Εσύ κι εγώ είμαστε θάλασσα, μέσα μας κολυμπάει τ’ όνειρο, επάνω αγναντεύει ο Θεός των ανθρώπων και μας γνέφει να βγούμε στ’ απλωμένα τ’ αστέρια της μοίρας.
18
ΜΟΥ ΕΙΠΕΣ: «Η στεριά μόνη της, πυξίδα ο ορίζοντας κι εμείς κολυμπάμε στον ήλιο που ξαπλώνει ανάμεσα σε αίσθηση και όνειρο. Κρατώ ετούτη τη σταγόνα σου χαρίζω τη θάλασσα, η θάλασσα μαραίνεται, φουντώνει». Πιο δυνατός εσύ και το φιλί σου υγρό. Το καλοκαίρι γίνεται νωχελικό, μια χούφτα άμμος στα χέρια μας.
19
ΣΕ ΚΟΙΤΑΞΑ ΑΠΌ ΤΗ ΧΑΡΑΜΆΔΑ της νύχτας. Τα μαλλιά σου μια σκοτεινή προσμονή στο μαξιλάρι. Τα χέρια σου μια σιωπηρή ανησυχία. Αζύγιαστος ο χρόνος ξέχασε ν’ αποθέσει κάπου τις ώρες του. Πώς να του ομολογήσω πως πέθανε το χτες; Πώς να του πω πως δε γνωρίζω ούτε κι ελπίζω; Πώς να του εξηγήσω πως στάθηκα σ’ αυτή την πόρτα μόνο για να σε δω χωρίς να ορίζω το αύριο, χωρίς να ονειρεύομαι το τώρα, παρά σαν ένα μικρό δευτερόλεπτο έσπασα τα δεσμά μου. Και λίγο πριν και λίγο μετά από την προσμονή μου για σένα διέσχισα το δωμάτιο με βήματα απαλά μόνο για να σε φιλήσω γυμνό και διάφανο στη μέση ενός ξένου ονείρου.
20
ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΣΟΥ. Μόνο για μας τ’ αστέρια τη νύχτα μαρτυρούν σε χείλη μισάνοιχτα. Σμίγουν και χωρίζουν και η ουράνια άμπωτη, μια κίνηση άγρια και τρυφερή, ταξιδεύει μες στα σωθικά μας. Ώσπου εγώ κι εσύ, μια διάφανη πνοή του έρωτα, χανόμαστε στα πυρωμένα λαγόνια της νύχτας. Γυμνοί κι ευάλωτοι από την προσμονή, ζωντανοί και κυρίαρχοι στο φως, πιο δυνατοί απ’ το φιλί, μαζί ανεβαίνουμε ένα προς ένα τα σκαλιά της νύχτας.
21
ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΛΌΜΕΝΗ κερνά τον κόσμο τη γεύση από τα χείλη σου. Ουρανός το παράθυρο –μέσα μόνο εσύ– δείχνεις το δρόμο στη νύχτα. Ξαπλώνει μέσα μας διάφανη κι όμως, πυρωμένη, στο κέντρο του κόσμου όπου μαζεύεται κι απλώνει. Εκεί που είσαι εσύ και πάλι εσύ.
22
ΓΥΜΝΟ ΤΟ ΣΩΜΑ στον ήχο της σιωπής σημείο έγινε ορισμένο ούτε οπτασία ούτε μνήμη. Απόλυτος κρότος των αισθήσεων καθώς μπαίνω μέσα σου.
23
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΕΝΤΌΝΙΑ και το πρόωρο άγγιγμα της αγάπης συναντώ την αφή σου, φορώ αθέατα ρούχα πνοής κι απ’ το φωταγωγό της καρδιάς βγαίνω στο σύμπαν των αισθήσεων. Εκεί, θυμάμαι πώς είναι να γεννιέσαι και μετά να γυρίζεις στο σώμα που σ’ έπλασε. Δεν είμαι σάρκα πια· είμαι ένας διαβάτης φωτεινός στο ασυνάρτητο βουητό των ονείρων σου. Εδώ θα λικνιστώ κι απόψε. Μέσα σου.
24
ΜΙΚΡΟ βλέφαρο –κεντημένο με όνειρα– ταιριάζει μόνο σε ορίζοντα αγάπης. Ένα ζευγάρι γυαλιά στερεώνω και φώτα χαρίζω στη βραδιά να σε ζαλίζει μόνο το φως του έρωτα.
25
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ το αθέατο ταξίδι του κόσμου στη λήθη, λίγο πριν νυστάξει η τελευταία σκέψη και φορέσει τ’ όνειρο ρούχα πολύχρωμα, θα μπω στη σχισμή της ανάσας σου κι αποκεί θα χαράξω μονοπάτια της καρδιάς. Ούτε αίμα ούτε όνειρο, μόνο εγώ μέσα σου. Αερικά της φωτιάς θα καλέσω, πρωτομάστορες της πνοής, όλα για μένα να δουλέψουν. Κι όλοι οι στεναγμοί να γίνουν αέρας στα πρώιμα πανιά της αγάπης. Ας αρμενίσουν μαζί σου και μαζί μου απόψε.
26
ΣΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΟ ΑΠΆΓΚΙΟ στο πόδι σου το ασημένιο που έκανε κύκλους, ήρθα κι ακούμπησα τα μάτια μου σαν προσευχή που υπήρχε πριν από μένα κι από σένα. Μικρή και σίγουρη για κείνο το πρώτο μας τραγούδι από χείλη που ψιθύρισαν φώτα μιας πόλης μαγικής.
27
ΜΕ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΣΟΥ έπλυνα τούτο το πουκάμισο. Με τη σκέψη σου το σιδέρωσα χωρίς δίπλες και ζαρωματιές. Με τη σκέψη σου το φόρεσα κι έγινε η σκέψη σου μια μέρα ονειρεμένη.
28
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΑ κι αγαπημένα για σένα. Αγαπάς το γιατί και το όχι, το θέλω και το πρέπει. Αγαπάς τα περίεργα ονόματα και το νερό γιατί είναι ταξίδι επιστροφής. Αγαπάς και μένα, το μικρό σου κουτάκι, που κάθε μέρα το διπλώνεις και το παίρνεις μαζί σου· στο αμάξι που σε καληνύχτισε, στο πρεβάζι της μέρας που αποκοιμήθηκε πάνω σου, στο μικρό τσεπάκι της Δευτέρας, στην Τρίτη που σε ξανάφερε κοντά μου.
29
Η ΚΑΡΔΙΑ πρόσταξε και η μοίρα ευλόγησε εσύ κι εγώ, για ένα φεγγάρι και για δέκα μέρες, να ορίσουμε τα σύνορα της καρδιάς και μ’ ένα άγγιγμα να χαράξουμε πάλι το περίγραμμα του έρωτα μέσα μας.
30