ιωλκός
σπύρος λάμπρου
προαύλια
προαύλια
Ο Σπύρος Λάμπρου γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως γιατρός καρδιολόγος. Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία από νεαρή ηλικία. Δείγματα της δουλειάς του δημοσιεύονται στον ημερήσιο Τύπο και σε φωτογραφικά περιοδικά στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει λάβει μέρος και βραβευτεί σ’ εκθέσεις φωτογραφίας στην Ελλάδα, την Κύπρο και τις ΗΠΑ. Τα Προαύλια είναι το πρώτο του φωτογραφικό λεύκωμα.
σπύρος λάμπρου
προαύλια
ιωλκός
π ρ ολογος
Οι εικόνες Οι απαρχές των εμπνεύσεων που συναντιούνται στο παρόν πόνημα έχουν χαθεί σε μία μνήμη αρκετά μακρινή, ώστε να μην μπορώ πια να βεβαιώσω αν όσα αποσπασματικά αλιεύω σ’ αυτήν είναι βιωμένες εμπειρίες, ονειροφαντασίες ή ένα συνονθύλευμα των δύο. Ας αρκεστώ, λοιπόν, να πω ότι μου αρέσει να πιστεύω πως σε κείνες τις νεφέλες στροβιλίζονται οι πρώτες –τροχήλατες– βόλτες στο γειτονικό μας τότε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κι ένα βιβλίο του πατρικού σπιτιού με ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Izis Bidermanas, ενθύμιο των γονιών από τη διαμονή τους στο Παρίσι. Τα μουσεία τα επισκεπτόμουν συστηματικά με μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια ήδη από τα εφηβικά χρόνια. Αργότερα, όταν η ενασχόληση με τη φωτογραφία είχε γίνει συστηματικότερη και πιο συνειδητή, τα μαρμάρινα σπαράγματα εξακολουθούσαν να παρελαύνουν μπροστά στο φακό μου ως ακλόνητα αγαπημένη θεματολογία. Όσο για την ιδέα ενός σχετικού λευκώματος, αυτή γεννήθηκε πριν από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια και βρήκε προοδευτικά την επιμέρους στόχευσή της. Ήταν εξαρχής ξεκάθαρο ότι το υλικό δε θα ήταν τεκμηριωτικό – μία εργασία, άλλωστε, που κάνουν άριστα οι ειδικοί. Αναζητούσα κάποια πρωτοτυπία, ήθελα το αντικείμενο να διαθέτει ένα βαθμό δυσκολίας ενώ φλέρταρα και με την ιδέα τού να μοιραστώ εκείνο το πιο μύχιο, ανιμιστικό στοιχείο του θαυμασμού μου προς αυτό. Στις επισκέψεις μου στα μουσεία δεν προσπερνούσα ποτέ βιαστικά τα προαύλια και τους κήπους τους. Απολάμβανα σ’ αυτά την ιδιαίτερη αύρα, το καλωσόρισμα και το ξεπροβόδισμα ενός χωροχρονικού «μεταξύ», σοφά τοποθετημένου ανάμεσα στο
ιλιγγιώδες παρόν –τη βουερή μας επιφάνεια– και στην κλινική, ευλαβική, υποβρύχια ηρεμία των μουσειακών αιθουσών. Aνταπέδιδα την ωραία αίσθηση με το να αφιερώνω χρόνο στα ευρήματα που ήταν τοποθετημένα εκεί, τα κάποτε χωρίς μαγνητίζουσα ομορφιά, τα διπλά εκτεθειμένα στις –μάλλον– φευγαλέες ματιές των επισκεπτών και στα πολύ πιο επίμονα στοιχεία της φύσης. Όταν σχηματοποίησα τις προαναφερόμενες επιδιώξεις για το υλικό μου, προέκυψε αβίαστα το συμπέρασμα ότι όλες τους θα μπορούσαν να εκπληρωθούν εκεί, στα προαύλια. Σε μια πρώιμη αιθεροβάμονα φάση πίστεψα ότι θα μπορούσα να περιηγηθώ όλα τα αρχαιολογικά μουσεία της επικράτειας. Η οικονομική κρίση ψαλίδισε σ’ ένα βαθμό αυτήν τη φιλοδοξία – η επιμονή στην οποία θα κατέληγε πιθανότατα στο να μην ολοκληρωθεί ποτέ το εγχείρημα. Σήμερα, αισθάνομαι ικανοποιημένος που οι σελίδες του λευκώματος περιέλαβαν εικόνες από τις τέσσερις γωνιές της χώρας και μεταξύ τους πολλές από «μικρά», αλλά θαυμάσια από κάθε άποψη, μουσεία της περιφέρειας.
Τα κ ε ί μ ε ν α Η σκοπιμότητα ή όχι της συνύπαρξης εικόνων και συνοδών κειμένων σ’ ένα φωτογραφικό λεύκωμα –ή το κατά πόσο τα δεύτερα χρησιμοποιούνται για αντιπερισπασμό των όποιων εικαστικών αδυναμιών των πρώτων– αποτελεί θέμα συζήτησης μεταξύ των θεωρητικών της καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Στην περίπτωση του παρόντος βιβλίου, θεώρησα ότι η παρουσία των κειμένων αποδίδει πληρέστερα την περιηγητική μου εμπειρία. Αυτό γιατί, ενώ η φωτογραφική πράξη ήταν απαρέγκλιτα η κύρια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού, εντούτοις η εμπλοκή με το αντικείμενο υπήρξε ευρύτερη και οι ψυχικές απολαβές πήγασαν, όχι μόνο από την επίτευξη του φωτογραφικού γεγονότος, αλλά κι απ’ τη γνωριμία με την ιστορικότητα των τόπων που επισκέφτηκα. Η επιλογή των κειμένων και οι μεταφράσεις τους (σημ. από το γράφοντα, εκτός
αποκεί όπου αναφέρεται διαφορετικά) έγινε κατά την τελευταία φάση της εργασίας και διήρκεσε δώδεκα μήνες. Ως δεξαμενή ταιριαστή με το φωτογραφικό υλικό χρησιμοποιήθηκε η κλασική γραμματεία – ελληνική και λατινική. Ένας πρώτος ηθμός για τη διαλογή ήταν η αναφορά κάθε αποσπάσματος στον τόπο όπου είχε δημιουργηθεί η εικόνα την οποία θα συνόδευε, μέσ’ από κάποιο γεγονός, μύθο ή πρόσωπο που διαδραματίστηκε, τοποθετήθηκε ή έδρασε εκεί. Σύντομα, όμως, έγινε φανερό ότι θα μπορούσε ν’ αναζητηθεί κι ένα δεύτερο και γοητευτικότερο επίπεδο διαλόγου ανάμεσα στις εικόνες και τα κείμενα, μέσ’ από το ζευγάρωμα συγγενικών οπτικών και λεκτικών στοιχείων με τη χρήση μιας ιδιότυπης ποιητικής αδείας – άλλωστε, η φωτογραφία επιδιώκει ν’ αποτελεί οπτική ποίηση. Αν ο αναγνώστης φανεί πρόθυμος να «δει» στη χαίτη ενός λιονταριού την κώμη ενός όμορφου έφηβου, σ’ ένα πιθάρι το κύπελλο ενός βασιλιά ή στη σπείρα και τους κύβους ενός ψηφιδωτού τα κυματόβρεχτα βράχια της Δήλου, τότε μπορώ να ελπίζω ότι θ’ απολαύσει τις προκύπτουσες στιχομυθίες όσο κι εγώ.
Θ ερμ ές ευχα ριστί ες Απευθύνονται σε μία ολιγομελή ομάδα ανθρώπων που συνέβαλαν στη δημιουργία των Προαυλίων, με τρόπους που περιέλαβαν την απροσποίητη ενθάρρυνση, την οξυδερκή κριτική και την έμπρακτη στήριξη της έκδοσης. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται ο φωτογράφος, δάσκαλος φωτογραφίας και ιδρυτής του Φωτογραφικού Κύκλου, Πλάτων Ριβέλλης, η ποιήτρια Αντωνία Μποτονάκη κι ο συγγραφέας John Brady Kiesling, δημιουργός του ιστότοπου ToposText. Εξίσου, η Ντελίς Αλχανάτη, η Βάσω Δημητρακοπούλου, ο Άγγελος Κόκοτος, ο Ευάγγελος Κοσμάς, η αρχαιολόγος Δέσποινα Λάμπρου, η γραφίστρια Βίκυ Λεμονή, ο Νίκος Μερκούρης, ο συνάδελφος καρδιολόγος Γιώργος Παπαϊωάννου, ο Θεόδωρος Τρύφων, ο Πιέρρος Χατζηγιάννης, ο εκδότης Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης κι ο σχεδιαστής Δημήτρης Κουρκούτης.
10
Στην οικογένειά μου. Στους περιηγητές. Στην Ντίκη Μακαρίου και το Νίκο Μπαξεβάνογλου, που θα το κρατούσαν στα χέρια τους με γνήσια χαρά.
11
12
Θα ξαναϊδωθούμε στους Φιλίππους.
13
14
Αθ ή ν α
[Μουσείο Αρχαίας Αγοράς]
Όπως έγραψε ο Εύβουλος1 στην Ολβία του: «Σ’ εκείνο το μέρος της Αθήνας πουλιούνται όλα μαζί: — Σύκα… — Κλητήρες… — Σταφύλια, γογγύλια, αχλάδια, μήλα… — Μάρτυρες… — Τριαντάφυλλα, μούσμουλα, πλακούντες, κηρήθρες, ρεβίθια… — Δίκες… — Πρωτόγαλα, πηγμένο γάλα, μύρτα… — Κληρωτήρια… — Ζουμπούλια, πρόβατα… — Κλεψύδρες, νόμοι, παραπεμπτικά βουλεύματα!».2 Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές»
15
Ελευσίνα
Ίακχε πολυτίμητε που ’χεις την κατοικιά σου σε τούτα τ’ άγια μέρη εισάκουσε τη δέηση του μυστικού σου θιάσου και, Ίακχε, έλα, έλα σε τούτο το λειμώνα πάλι με στεφάνι από καρπούς κι από μύρτα στο κεφάλι έλα χόρεψε καλέ μου γλυκέ και παγκαλόμορφέ μου χτύπα με το δυνατό πόδι σου το χώμα σύρε με το λυγερό σου σώμα τον τρελό χορό τον ιερό και πάναγνο των αγνών μυστών σου!3 Αριστοφάνης, «Βάτραχοι» μτφρ. Κώστας Ταχτσής
16
17
18
Άρτα
Η πόλη περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος με περίμετρο μεγαλύτερη από τέσσερα μίλια. […] Ο ύπατος ξεκίνησε την επίθεση σε πέντε διαφορετικά σημεία. […] Ο εκκωφαντικός θόρυβος των πολιορκητικών κριών που τράνταζαν τα τείχη και η θέα των μεγάλων δρεπανιών που ξήλωναν τα παραπέτα, προκάλεσαν αρχικά απελπισία στους αμυνόμενους. Όταν, όμως, είδαν ότι τα τείχη άντεχαν ξαναβρήκαν το κουράγιο τους κι άρχισαν να σφυροκοπούν τους κριούς με εκκρεμή που στα άκρα τους αιωρούνταν όγκοι μολυβιού, μεγάλες πέτρες ή κορμοί δέντρων. Ακόμη παγίδευαν τα δρεπάνια με σιδερένιες αρπάγες, τα τραβούσαν προς τις επάλξεις τσακίζοντας τα δοκάρια τους και κρατούσαν τις λεπίδες.4 Τίτος Λίβιος, «Από την κτίση της πόλης»
19
Ρόδος
Οι Ρόδιοι αποκαλούσαν τη χώρα τους Οφιούσα εξαιτίας των φιδιών που κάποτε την κατέκλυζαν. Το μεγαλύτερο μάλιστα από τα ερπετά ήταν θηριώδες και είχε σκοτώσει πολλούς απ’ αυτούς. Όταν το νησί άρχιζε πια να ερημώνει έφτασε εκεί φερμένος από κάποια θύελλα ο Φόρβαντας, γιος του Τρίοπα κι εγγονός του Μυρμιδόνα και σκότωσε όλα τα θηρία, μεταξύ τους και το μεγαλύτερο. Καθώς μάλιστα είχε την εύνοια του Απόλλωνα, ο θεός τον περιέλαβε στους αστερισμούς δείχνοντάς τον να φονεύει το φίδι, ώστε να τον θυμούνται και να τον τιμούν. Όσο για τους Ρόδιους, κάθε φορά που απομακρύνονται πολύ από το νησί με το στόλο τους, κάνουν προσφορές πρώτα στο Φόρβαντα, ώστε να δρέψουν τιμή και δόξα σαν εκείνη που του χάρισε μία θέση ανάμεσα στ’ αστέρια.5 Γάιος Ιούλιος Υγίνος, «Περί Αστρονομίας»
20
21
Mία ξεχωριστή περιήγηση στις αυλές και τους κήπους αρχαιολογικών μουσείων της χώρας, όπου ακόμη και οι τακτικοί επισκέπτες τους συνήθως περνούν το λιγότερο χρόνο. Ο φωτογραφικός φακός αναζητά την οπτική ποίηση στα σπαράγματα που ανασαίνουν εκεί ενώ η γαλήνη των χώρων μάς αφήνει ν’ αφουγκραστούμε απόηχους της ιστορικότητας κάθε τόπου, που έρχονται από μακριά για να συνομιλήσουν με τις εικόνες.