Λίζα Κωνσταντοπούλου
SA RAJA MEURA Παραμυθιστόρημα
Η Λίζα Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε λίγα Νομικά και
πολλή Μουσική. Το 1994 διορίστηκε ως καθηγήτρια Μουσικής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευ-
ση κι από τότε ασχολείται έντονα με το σχολικό θέατρο, γράφοντας παιδικά μιούζικαλ κι ανεβάζοντας παραστάσεις σε διάφορα θέατρα της Θεσσαλονίκης.
Το 2005 κέρδισε με το «ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ» το Β΄ Βρα-
βείο από το Υπουργείο Πολιτισμού για νέους θεατρικούς συγγραφείς. Ήταν το πρώτο της θεατρικό έργο για ενήλικες και από τότε γράφει θέατρο και για μεγάλους. Το 2008 κέρδισε το Α΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ «Παις… Όπερα» που οργάνωσε η ΟΠΕΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, με το εφηβικό μιούζικαλ «ΛΙΓΟ ΑΠ’ ΟΛΑ», που ερμήνευσε, θεατρικά και μουσικά, ομάδα μαθητών του 2ου Γυμνασίου Τούμπας. Τα θεατρικά της έργα «ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ» και «ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΕΙΠΑ» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Γράφημα».
Εκτός από θεατρικά έργα, γράφει και περίεργα παραμύθια για μικρούς και μεγάλους, πολύχρωμα ποιήματα και μουσική για θέατρο.
Όταν δε γράφει και δε διδάσκει μουσική στο σχολείο, μεγαλώνει τα παιδιά της και ελπίζει ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος.
SA RAJA MEURA
SA RAJA MEURA Λίζα Κωνσταντοπούλου Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Πέτρος Μιχαλόπουλος Εικονογράφηση εξωφύλλου: Σωτήρης Πανουσάκης © Copyright: Λίζα Κωνσταντοπούλου © Copyright Έκδοσης: Εκδόσεις «Ιωλκός» - Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μάρτιος 2010 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-572-5
ΛΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
S A R AJA M EURA
Παραμυθιστόρημα
ΙΩΛΚΟΣ
Sa Raja Meura ή Αυτός που βλέπει τη βασίλισσα.
Για μεγάλους που είναι ακόμη παιδιά και μικρούς που μεγάλωσαν νωρίς
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Tο ρολόι του Χρόνου γυρνάει αργά μετρώντας
των Ανθρώπων τις στιγμές. Κάθε χτύπος του και μια ανάσα, κάθε γύρισμα του δείκτη και μια στροφή της μοίρας. Το ανθρώπινο κοπάδι βηματίζει αργά κι έχει τα μάτια βαριά στραμμένα στη γη. Τα αυτιά δεν ακούν τους χτύπους, τα μάτια δε στρέφουν το βλέμμα ψηλά. Κι ο Χρόνος κυλάει αργά, σταθερά κι ασταμάτητα. Στέκεται ψηλά, αλλά και ανάμεσα στους υπηρέτες του και ξοδεύει τις ζωές τους, χωρίς χαρά, υποταγμένος κι αυτός στη μοίρα του. Επιθεωρεί το ανθρώπινο κοπάδι του και το δένει μ’ αλυσίδες σφιχτά, τις αλυσίδες που γεννά η δική του Ύπαρξη, ελπίζοντας πως κάποιος θ’ αντιδράσει.
ΛΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Θα βγει απ’ το σωρό, θα σπάσει τα δεσμά και αψηφώντας τον, θα λευτερώσει κι αυτόν. Κάθε στιγμή και κάποιος εξαφανίζεται. Στη θέση του μπαίνει ένας άλλος με γέλιο μωρού. Σε λίγο έχει σωπάσει κι αυτός. Κανείς δε στρέφει το κεφάλι, δε γυρίζει να κοιτάξει αυτούς που χάνονται ούτε αυτούς που ξεφυτρώνουν. Κι ο Χρόνος κυλάει αργά, σταθερά, ασταμάτητα. Οι καμπάνες τ’ Ουρανού σημαίνουν. Και τότε το πλήθος κάνει στροφή και συνεχίζει να βαδίζει κοιτώντας τη γη. Χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Απλώς βαδίζει. Επειδή έχει πόδια. Κι επειδή αυτά ξέρουν να περπατούν. Τα πόδια των ανθρώπων ορίζουν την πορεία, όχι αυτοί οι ίδιοι. Κάποιοι στέκουν ασάλευτοι και στυλώνουν το βλέμμα στο κενό. Και στέκουν εκεί για πάντα. Ζωντανοί νεκροί. Κι οι άλλοι που συνεχίζουν να κυλούν στο πουθενά, τους σπρώχνουν, χωρίς να το καταλαβαίνουν κι αυτοί, οι ασάλευτοι, κουνιούνται λιγάκι σαν τα φύκια της θάλασσας, χωρίς να βγαίνουν απ’ την ανυπαρξία. Και το Ρολόι χτυπάει αργά, σταθερά, ασταμάτητα...
10
Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Κάποτε ζούσε ένας Πρίγκιπας ανάμεσα στους
ανθρώπους. Δεν ήξερε ότι ήταν Πρίγκιπας, γιατί δεν του το είχε πει κανείς. Κι ο ίδιος δεν είχε κοιτάξει ποτέ τον εαυτό του, τον έβλεπε μόνο στα μάτια των άλλων. Κι όταν τύχαινε να βρεθεί μπροστά στον καθρέφτη, ούτε του περνούσε απ’ το μυαλό ότι έβλεπε μπροστά του έναν Πρίγκιπα, γιατί του είχαν πει ότι οι Πρίγκιπες φορούν πάντα γυαλιστερά ρούχα και δεν πονούν ποτέ. Εκείνος έβλεπε στον καθρέφτη μόνο τις αλυσίδες που τον έδεναν και πονούσε. Για τις δικές του αλυσίδες, μα και του Κόσμου ολόκληρου. Πονούσε για όλους, ακόμα και για τα ζώα που πεινούσαν στους δρόμους. Εκείνο που δεν ήξερε ήταν ότι, εκτός απ’ τα μάτια των ανθρώπων που βλέπουν μόνο ό,τι φαίνεται, υπάρχουν κι άλλα 11
ΛΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
μάτια, αόρατα, που βλέπουν μες στις ψυχές και ξέρουν να ξεχωρίζουν τους αληθινούς Πρίγκιπες, όταν τους βλέπουν. Γιατί οι αληθινοί Πρίγκιπες είναι φτιαγμένοι από Δύναμη, Ευγένεια κι Ευαισθησία. Είναι αυτοί που ξέρουν ν’ ακούν και ν’ αφουγκράζονται τις σιωπηλές φωνές μες στις καρδιές των ανθρώπων. Και που πολεμούν με την ψυχή στα δόντια όχι για να κατακτήσουν κάστρα και πύργους, αλλά την Ελευθερία τους: του Πνεύματος και της Ψυχής τους. Που δε διστάζουν να κοιτάξουν τον Κόσμο στα μάτια και να επιλέξουν τη θέση τους σ’ αυτόν, χωρίς να λογαριάσουν το τίμημα. Και που πάνε κόντρα στο ποτάμι της Ζωής για να φτάσουν στην Πηγή, εκεί που ξεδιψάει η ψυχή τους. Κι ας τους πάρει μια ολόκληρη ζωή. Και ας πονούν. Γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Ανηφόριζε, λοιπόν, ο Πρίγκιπας το μονοπάτι τής Ζωής κι ούτε κι ο ίδιος ήξερε τι ζητούσε. Μόνο που ήταν σαν να κουβαλούσε πάνω του το βάρος όλου του Κόσμου. Γιατί έτσι είναι οι Πρίγκιπες, οι αληθινοί: Συναισθάνονται τη μοίρα τους. Ο Πρίγκιπας, όμως, άκουγε προσεκτικά τι είχαν να του πουν οι άνθρωποι και μάντευε μες στα μάτια τους την Ουσία της ύπαρξή τους. Αλλά και πάλι, επειδή αυτό το έκανε τόσο εύκολα, ούτε 12
SA RAJA MEURA
που του περνούσε απ’ το μυαλό ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Γιατί αυτό που έβλεπε στα μάτια των ανθρώπων ήταν το Φως της Ψυχής τους. Γύρευε να βρει το Φως, ακόμα και στα μάτια των ανθρώπων, που μόνοι τους το είχαν σβήσει, που δεν άντεχαν αυτήν την εσωτερική φωτιά, γιατί τους ανάγκαζε να περπατούν το μονοπάτι της Ζωής, ενώ το μόνο που ήθελαν ήταν να της γυρίζουν την πλάτη. Ήταν πιο εύκολο έτσι. Και θεωρούσε χρέος του να ξανανάψει τη φλόγα στα μάτια των άλλων, χωρίς να λογαριάζει αν αυτοί ήθελαν, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πώς γίνεται να θέλει κανείς να ζει με σβησμένη τη φωτιά της Ψυχής του. Ξόδευε σπίθα σπίθα το δικό του εσωτερικό Φως και τότε ένιωθε κουρασμένος και απορούσε γι’ αυτόν το Δρόμο, που τελειωμό δεν είχε κι όλο ανηφόριζε. «Πότε θα ξεκουραστώ;» αναρωτιόταν «έτσι κι αλλιώς δεν καταφέρνω κάτι με τους ανθρώπους». Κι όμως, πάλι ξανάρχιζε, κι αυτό τον έκανε ν’ απορεί, γιατί αυτό που δεν ήξερε ήταν πόσο λαμπερό ήταν το Φως της δικής του Ψυχής. Μόνο κάποιος, που δεν έχει μέσα του σκοτάδι, μπορεί να δει το φως στις ψυχές των άλλων. Αλλιώς το ζηλεύει ή το φοβάται και θέλει να το αρπάξει ή 13
ΛΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
να το σβήσει. Και τότε οι άνθρωποι οι λαμπεροί τρομάζουν και φεύγουν. Αλλιώς μένουν και σου προσφέρουν την καρδιά τους. Ο Πρίγκιπας είχε μέσα του κρυμμένο ένα Παιδί, που λάτρευε το Φως και το λαχταρούσε. Έκρυβε το Παιδί για να το προστατεύει απ’ τα σκοτεινά δίχτυα των ανθρώπων με τα παγωμένα μάτια, αλλά, όποτε συναντούσε το Φως, το άφηνε να βγει και να παίξει. Και τότε το Παιδί γελούσε μ’ ένα γέλιο γλυκό απ’ την καρδιά του και λάμπανε τα μάτια του κι έφεγγε μέσα τους το Φως απ’ την ψυχή τού Πρίγκιπα. Κι αυτό το φως γινόταν χίλια χρώματα και σχέδια, κίνηση και μορφές, και το Παιδί έπαιζε και ευχαριστιόταν. Και μέρωναν τα σωθικά του και γευόταν μια γλύκα ανείπωτη. Ο Πρίγκιπας το κοίταζε μ’ αγάπη και χαμογελούσε. Και το έπαιρνε ξανά απ’ το χέρι για να τραβήξουν μαζί το μονοπάτι της Ζωής. Όταν ήταν άλλοι μπροστά, το Παιδί ζωγράφιζε με τα χέρια του Πρίγκιπα και διάλεγε τα χρώματα μέσα απ’ τη δική του καρδιά. Κι ο Πρίγκιπας συνέχιζε έτσι το Δρόμο κι αναρωτιόταν ως πότε θα είναι αναγκασμένος να κρύβει το Παιδί μέσα του. Γιατί δεν ήξερε ότι τον 14
SA RAJA MEURA
βλέπουν. Αν σήκωνε τα μάτια του στον Ουρανό, θα έβλεπε αυτούς που κοιτούν από Ψηλά, να του χαμογελούν. Γιατί ο Δρόμος του Φωτός είναι για Πρίγκιπες, που ξέρουν να πονούν και να κρατούν ένα Παιδί από το χέρι. Το Παιδί της Ψυχής τους.
15
Η ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ζούσε κάποτε μια Μάγισσα μες στο σώμα ενός
παιδιού. Όσο το κοριτσάκι ήταν μικρό, η Μάγισσα έφεγγε μέσα από τα μάτια του και χαμογελούσε. Όλοι το κοίταζαν κι έλεγαν: «Κοίτα πώς λάμπει αυτό το παιδί. Σαν τον ήλιο! Κι όλο χαμογελάει!». Όσο μεγάλωνε οι άνθρωποι άρχισαν να του φορούν τις αλυσίδες τους. Έβγαζαν κομμάτια απ’ τις δικές τους, τις έπλεκαν πλεξούδες και τις τύλιγαν γύρω του λέγοντας: «Έτσι πρέπει, μη φοβάσαι! Τώρα πια είσαι γυναίκα!». Κι έσφιγγαν τις αλυσίδες γύρω του σαν να του περνούσαν κορδέλες στα μαλλιά. Γιατί αυτό μόνο ήξεραν να κάνουν. Έτσι, η Μάγισσα κλείστηκε στη φυλακή και το χαμόγελο χάθηκε απ’ τα μάτια του Παιδιού, που 16
SA RAJA MEURA
τώρα πια είχε γίνει γυναίκα. Έτσι της έλεγαν οι άλλοι, μα εκείνη δεν το ένιωθε. «Πώς είναι δυνατόν να έχω γίνει γυναίκα;» αναρωτιόταν. «Εγώ νιώθω ακόμα παιδί». Μα ούτε παιδί ένιωθε πια. Ούτε γυναίκα. Δεν ένιωθε τίποτα. Κι ας έκανε όλα όσα κάνει μια γυναίκα. Γιατί έτσι της είχαν πει. Γελούσε ακόμα μερικές φορές, μα μ’ ένα γέλιο που δεν έφτανε στα μάτια. Ήταν γιατί η Μάγισσα μέσα απ’ τη φυλακή τής καρδιάς της σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε με απελπισμένο βλέμμα απ’ το παράθυρο του κελιού της τον Ουρανό. Κι έστελνε εκεί ψηλά μια βουβή Ικεσία: « Ως πότε;». Μα ο καιρός περνούσε και το Παιδί-Γυναίκα συνήθισε τις αλυσίδες και δεν τις ένιωθε πια, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους. Κι επειδή δεν ήθελε να στεναχωρεί όσους την αγαπούσαν, τους έλεγε ότι της άρεσαν κιόλας. «Κοιτάξτε με» έλεγε «οι αλυσίδες μού πάνε μια χαρά». Και χαμογελούσε με κείνη την ανάμνηση του χαμόγελου, που σκαρφάλωνε στα χείλη της απ’ την καρδιά της, όταν ήταν παιδί. Και τριγυρνούσε όλη μέρα ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και φρόντιζε τα παιδιά της. Μόνο που, όταν ξάπλωνε τα βράδια να κοιμηθεί, ένιωθε τα μέλη της βαριά και την ψυχή της ν’ αγκομαχάει. 17
ΛΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όταν αφουγκραζόταν μέσα της, άκουγε μια κραυγή σαν ζώου που πονάει και παλεύει να λευτερωθεί. Ήταν η Μάγισσα που έκλαιγε μέσα της βουβά. Και τότε τρόμαζε κι αγκάλιαζε πιο σφιχτά τις αλυσίδες. Για να μην ακούει. Τραβούσε έτσι το μονοπάτι της Ζωής κι έσερνε με κόπο τα βήματα και τις αλυσίδες της. Με τον καιρό τα πόδια της βάρυναν και έπαψαν να προχωρούν. Βημάτιζε ακόμα από συνήθεια, όμως δεν πήγαινε πουθενά. Ήταν σαν να γλιστρούσε ο Δρόμος προς τα πίσω κι εκείνη έμενε στο ίδιο σημείο. Κι όλο βάδιζε. Κοίταζε τα πόδια της κι απορούσε. «Μα τα κουνάω…» σκεφτόταν. «Γιατί δεν προχωρώ;». Σιγά σιγά η απορία άρχισε να γίνεται φόβος. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να προχωρήσει μπροστά, μα όσο κι αν βάδιζε, ήταν πάντα στο ίδιο σημείο. Κι όσο συνέχιζε, τόσο τα πόδια της, σ’ αυτό το αέναο σημειωτόν, άνοιγαν μια τρύπα στο χώμα, που όλο και βάθαινε. Κοίταζε απελπισμένα γύρω της, μα δεν έβρισκε κανένα να τη βοηθήσει. Και τότε ανακάλυψε με φρίκη πως όλοι άνοιγαν τους δικούς τους λάκκους. Μα δεν το καταλάβαιναν. Κοίταζαν γύρω τους με παγωμένο βλέμμα και χαμογελούσαν με κείνη την ανάμνηση του χαμόγελου. Βάδιζαν σε μια θάλασσα 18
SA RAJA MEURA
από χώμα που σιγά σιγά τους κατάπινε. Όλους. Κι αυτή μαζί. Και τότε τρόμαξε. Προσπάθησε να φωνάξει, μα δεν την άκουγε κανείς. Οι αλυσίδες τής έκλειναν το στόμα. Προσπάθησε να τρέξει, μα ήταν αδύνατον. Οι αλυσίδες τής έσφιγγαν τα πόδια. Κι ο λάκκος από κάτω της όλο και βάθαινε. Κοίταξε με τρόμο την άβυσσο, που άνοιγε κάτω απ’ τα πόδια της κι ένιωσε την ψυχή της ν’ αναταράζεται. Ένα τεράστιο «ΟΧΙ» ξεπήδησε από μέσα της κι άκουσε ξανά την κραυγή του πληγωμένου ζώου να της ξεσκίζει τα σωθικά. Και τότε είδε τη Μάγισσα. Την είδε όρθια, γεμάτη αγωνία, να στέκεται αρπαγμένη από τα κάγκελα του κελιού της και να την κοιτάει. Για πρώτη φορά με μάτια γεμάτα Ελπίδα. «Σώσε με» της φώναξε η γυναίκα με απελπισία «σε παρακαλώ, σώσε με». Και τότε η Μάγισσα χαμογέλασε. Για πρώτη φορά από τότε που το Παιδί μεγάλωσε, ανασηκώθηκε με δύναμη κι έστρεψε το βλέμμα της Ψηλά. «Με αναγνώρισε» είπε στον Ουρανό κι έκλαιγε. «Τώρα μπορούμε να ζήσουμε». Και τότε οι αλυσίδες άρχισαν να σπάζουν με 19
ΛΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
θόρυβο και να ξεχωρίζουν απ’ το κορμί και την Ψυχή της γυναίκας. Έβγαιναν από μέσα της με πόνο και αίμα κι ενώ εκείνη έσφιγγε τα δόντια για να μη φωνάξει από τρόμο, η Μάγισσα έκλαιγε βουβά από Ευγνωμοσύνη, καθώς λουζόταν στη Λύτρωση. «Μη φοβηθείς» της έλεγε «άσ’ τες να βγουν, λευτερώνεται η Ψυχή σου». Κι έλαμπαν τα μάτια και των δύο. Και χαμογελούσαν.
20
21
Το εξώφυλλο κοσμεί το έργο in between (λάδι σε καμβά, 90x90 εκ., 2002) του Σωτήρη Πανουσάκη.
ΛΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ένας Πρίγκιπας, που κρύβει μέσα του ένα Παιδί, αναζητάει τη Γαλήνη.
Μια Γυναίκα, που έχει μέσα της φυλακισμένη μια Μάγισσα, προσπαθεί να τη λευτερώσει. Και οι δυο τραβούν το Μονοπάτι της Ζωής, παλεύουν με Θε ριά και Αλυσίδες και ψάχνουν το Δρόμο για το Φως.
Όταν συναντιούνται, βλέπουν μπροστά τους το Δρόμο ν’ ανοί γει. Μα, για να τον βαδίσουν, πρέπει να νικήσουν το Χρόνο, τον αμείλικτο εχθρό των ανθρώπων. Ο Αγώνας του Πρίγκιπα μαζί του είναι φοβερός και κινδυ νεύει να μείνει για πάντα φυλακισμένος στους μαγνήτες του Χρόνου.
Και τότε έρχεται σε βοήθεια η Μάγισσα και του προσφέρει τη φωτιά της καρδιάς της. Μαζί καταφέρνουν να νικήσουν το Χρόν0. Ο Δρόμος για το Φως είναι πια ανοιχτός.
Η Λίζα Κωνσταντοπούλου με το παραμύθι-μυθιστόρημά της, με τίτλο «Sa Raja Meura», που είναι γεμάτο συμβολισμούς, περιγράφει την προσπάθεια της ανθρώπινης ψυχής να ελευθερωθεί από τα γήινα δεσμά τής προσωπικότητας και μέσα από τη Δύναμη της Αγάπης να αναταθεί και ν’ αγγίξει τη Γαλήνη.
22