Δ ΑΝΙΗΛ Ι. Σ ΑΧΑΣ
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΙΣΛΑΜ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ
ΣΠΕΡΜΑ ΑΒΡΑΑΜ
Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ἰσλάμ στήν οὐσία καί στήν ἔκφραση
Δανιήλ Ἰ. Σαχᾶς
SEED OF ABRAHAM
Judaism, Christianity, Islam in essence and manifestation
Daniel J. Sahas
Σελιδοποίηση: Ζωή Ἰωακειμίδου Εὑρετήριο: Δανιήλ Ἰ. Σαχᾶς Ἐπιμέλεια ἔκδοσης: Κωνσταντῖνος Ι. Κορίδης ΣΕΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ὑπεύθυνος Σειρᾶς: Ἀλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης © Copyright: Ἐκδόσεις «Ἰωλκός» & Ἀλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης Οκτώβριος 2011 Α΄ Ἔκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ἀνδρέου Μεταξᾶ 12 & Ζ. Πηγῆς, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-557-2
ΣΠΕΡΜΑ ΑΒΡΑΑΜ
Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ἰσλάμ στήν οὐσία καί στήν ἔκφραση
DANIEL J. SAHAS
Professor Emeritus, History of Religions University of Waterloo (Ontario, Canada)
S EED OF A BRAHAM JUDAISM, CHRISTIANITY, ISLAM IN ESSENCE AND MANIFESTATION
IOLKOS
ΔΑΝΙΗΛ Ι. ΣΑΧΑΣ
Ὁμότιμος Καθηγητής Ἱστορίας Θρησκευμάτων Πανεπιστήμιο τοῦ Waterloo (Ὀντάριο, Καναδάς)
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΙΣΛΑΜ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ
ΙΩΛΚΟΣ
ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ - ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ:
ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ Καθηγητής Μεσαιωνικῆς & Βυζαντινῆς Ἱστορίας Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Καλαμάτα)
Ἡ σειρά περιλαμβάνει εὐσύνοπτες ἤ ἐκτενέστερες μονογραφίες μέ εἰκονογρά φηση, χάρτες, ὑποσημειώσεις - παραπομπές στό τέλος καί ἐπιλογή βιβλιογραφίας πηγῶν - βοηθημάτων. Τό κυρίως κείμενο θά μπορεῖ νά ἐμπλουτίζεται μέ ἀποσπάσματα ἀπό τίς πρωτότυπες πηγές σέ νεοελληνική μετάφραση (ἄν είναι ξενόγλωσσες) ἤ σέ νεοελληνική ἀπόδοση (ἄν εἶναι ἀρχαῖες ἑλληνικές ἤ βυζαντινές). Ἀνάμεσα στή θεματολογία τῆς σειρᾶς εἶναι βιογραφίες, ἱστορίες λαῶν καί ἐθνών, τοπικές ἱστορίες, ἀφηγήσεις πολιτιστικῶν / καλλιτεχνικῶν φαινομένων κ.λπ.
THEMES IN WORLD AND GREEK HISTORY & CIVILIZATION EDITOR - COORDINATOR:
ALEXIOS G.C. SAVVIDES Professor of Medieval & Byzantine History Peloponnesos University (Kalamata)
The series includes concise or more extensive monographs with illustrations, maps, footnotes - references at the end and selected bibliography of sources secondary works. The main text may be enriched by extracts from the original sources either in modern Greek translation (if they are non-Greek) or in modern Greek adaptation (if they are ancient Greek or Byzantine). Among the series’ basic topics are biographies, histories of peoples and nations, regional histories, accounts of cultural / artistic manifestations etc.
Στούς δασκάλους μου – ἐκείνους μέ πτυχία, κι ἐκείνους χωρίς!
ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ
Τό βιβλίο αὐτό γράφτηκε μέ τό πλατύ, σκεπτόμενο κοινό, ὑπ’ ὄψιν
καί γιά ἀναγνῶστες τούς ὁποίους ἐνδιαφέρει σοβαρά ἡ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου εἰς βάθος ἀπό πλευρᾶς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας καί πολιτισμοῦ. Τό πόσο στενά συνδέονται τά δύο αὐτά καί ἐκφράζον ται τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο διαφαίνεται σέ κάθε βῆμα καί καθ’ ὅλη τήν πορεία τῆς ἀνάγνωσης τοῦ βιβλίου. Οἱ σελίδες αὐτές ἀποτελοῦν μιά πλατιά ἱστορικο-φαινομενολογι κή εἰσαγωγή στόν Ἰουδαϊσμό, στό Χριστιανισμό καί στό Ἰσλάμ, ὅσο γίνεται ξεχωριστά, ἀλλά καί στό καθόλου μονοθεϊστικό φαινόμενο ὅπως αὐτό ἀναδύεται καί ἐκφράζεται ἀπό τίς διαρκεῖς ἀναφορές τῆς καθεμιᾶς πρός τίς ἄλλες δύο θρησκευτικές παραδόσεις. Γιά ποιό λόγο τονίζεται ἡ διττή αὐτή προσέγγιση καί μέ ποιά μεθοδολογία, θά ἀναλύσουμε στήν Εἰσαγωγή. Ἡ πρακτική ἀξία μιᾶς τέτοιας θε ώρησης, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά ἀναδείξει τήν οὐσιαστική συνάφεια τῶν τριῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, ἀλλά καί τήν ἐξίσου οὐσια στική ταυτότητα τῆς καθεμιᾶς, ἐλπίζουμε ὅτι θά γίνει ἐμφανής στό τέλος τοῦ βιβλίου. Εἰσαγωγικά βιβλία (κάθε ἄλλο παρά ἀνιαρά καί κοινότοπα) εἶναι τά πιό δύσκολα νά γραφοῦν, καί τά πιό εὔκολα νά παρεξηγηθοῦν. Αὐτό πού πιθανόν νά εἶναι πρωτόλειο γιά τόν ἕνα ἀναγνώστη μπορεῖ νά εἶναι ἀκατανόητο γιά τόν ἄλλον. Ἰδίως σέ θέματα, ὅπως αὐτά τῆς Θρησκείας, στά ὁποῖα ὑπάρχει τέραστια διαφοροποίηση παιδείας καί προδιάθεσης, εἶναι δύσκολο νά ὁρίσει κάποιος τί εἶναι ὄντως εἰσαγωγικό καί τί δέν εἶναι. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ εἰσαγωγή στά βασικά καί οὐσιώδη τῆς κάθε θρησκευτικῆς παράδοσης ἀποτελεῖ
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα γιά ὁποιανδήποτε ἑρμηνευτική ἀναφορά σέ ἀντίστοιχα φαινόμενα στήν ἄλλη. Τό «εἰσαγωγικό» ἐδῶ προσπαθή σαμε νά εἶναι περιεκτικό, πληροφοριακό, οὐσιῶδες καί μέ ἄμεσο ὑπαρξιακό ἀντίκρυσμα. Νά μοιάζει μέ τό ἄνοιγμα τοῦ χάρτη μιᾶς ὑπαρκτῆς περιοχῆς ἀπ’ τόν ὁποῖον ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ ν’ ἀποκο μίσει μιά κατά τό δυνατόν ἀκριβή, ἰσόρροπη καί συναφή ἐντύπωση τοῦ χώρου, τοῦ μεγέθους, τοῦ περιβάλλοντος, τῶν βασικῶν στοιχεί ων καί χαρακτηριστικῶν της – στοιχεῖα θεμελιακά, οὐσιώδη καί συ νάμα δυναμικά τά ὁποῖα μποροῦν νά ἐξάψουν τήν περιέργεια καί νά ὠθήσουν πρός περαιτέρω ἔρευνα. Δέν ἀρκεῖ νά σταθεῖ κάποιος στόν ἀνοιγμένο χάρτη· πρέπει νά νιώσει τήν ἀνάγκη νά περπατήσει ὁ ἴδιος καί νά ἀνακαλύψει πιό πέρα τήν περιοχή, καί πιό βαθιά τόν ἄνθρωπο... Κατά πόσον οἱ ἑπόμενες σελίδες πετυχαίνουν αὐτούς τούς σκοπούς, παραμένει μόνο ἡ ἐλπίδα τοῦ βιβλίου. Στήν ἔκδοση αὐτή ὁδηγηθήκαμε ἀπό τρεῖς κυρίως λόγους. Πρῶ τον, διότι θεωροῦμε ὅτι τό θέμα τῆς κριτικῆς σπουδῆς τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου ἐμφανίζεται αἰσθητά ὑποβαθμισμένο καί ὑποτονικό, αἰτία πόλωσης καί ἀντιπαραθέσεων μᾶλλον παρά μελέτης καί καλ λιέργειας, στόν Ἑλληνικό χῶρο. Δεύτερον, διότι συνήθως βιβλία περί θρησκειῶν ἐνέχουν κάποιον ἀπολογητικό χαρακτήρα, ἤ ὠθοῦν ται ἀπό κάποια φολκλορική περιγραφική διάθεση χωρίς συνειδητή πρόθεση πληροφόρησης, ἑρμηνείας καί ἀντιμετώπισης ἐρωτημάτων γιά τό θεμελιακό αὐτό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι. Τρίτον, διότι στόν εὐρύτερο χῶρο καί παρά τήν πληθώρα βιβλίων σχετικά μέ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου δέν διακρίνει κάποιος, ὅπως στήν περίπτωση τῶν τριῶν αὐτῶν θρησκειῶν, ἐπαρκή προσπάθεια φαινομενολογικῆς θεώρησής τους ὡς ἐκφράσεις τοῦ φαινομένου τοῦ μονοθεϊσμοῦ. Ἄν ὑπάρχει κάποια ἄγνοια ὡς πρός τά θεμελιώδη στοιχεῖα καί δεδο μένα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, καί τῆς σημασίας τους, δεδομένα τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἐν πολλοῖς τόν ἰστό τῆς ἱστορικῆς, θρησκευτικῆς, πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ταυτό τητας τοῦ λεγομένου «Δυτικοῦ» πολιτισμοῦ, ἀσθενέστερη καί πιό ἐπιφανειακή ἐμφανίζεται νά εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ὀργανικῆς σχέσης μεταξύ αὐτῶν τῶν στοιχείων ἰδιαίτερα, καί τῶν τριῶν θρησκευτι κῶν παραδόσεων καί κοινοτήτων στό σύνολο. Ἡ σπουδή τοῦ Ἰου δαϊσμοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ πρέπει νά φτάσει στό 10
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
σημεῖο νά θεωρεῖται ἀναγκαῖο ἐφόδιο γνώσης γιά κάθε σπουδαστή, ἰδίως τῶν ἐπιστημῶν ἐκείνων τίς ὁποῖες (τόσο ἀντιφατικά πρός τό γεγονός τοῦ ἀνθρώπου!) ὀνομάζουμε «θεωρητικές». Ἐάν τό βιβλίο αὐτό μπορέσει, κατά ἕνα περιεκτικό τρόπο, νά ξεδιπλώσει μπρο στά στόν ἀναγνώστη τόν χάρτη τῆς γενικότερης αὐτῆς περιοχῆς γνώσης στά ἐξωτερικά καί στά κάπως βαθύτερα ὑποστρώματά της· ἐάν μπορέσει νά βοηθήσει τόν ἀναγνώστη νά συνειδητοποιήσει τόν ὑπαρξιακό χαρακτήρα τῆς κάθε μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης ξεχωριστά, καί τῶν τριῶν μαζί· ἐάν μπορέσει νά συνυφάνει γιά τόν ἀναγνώστη δεδομένα ἀπό διάφορους τομεῖς ἀνθρωπιστικῶν σπου δῶν· καί ἐάν τά καταφέρει νά αὐξήσει τή διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐπίκτητου, καθώς καί τήν ἐκτίμηση τῶν οὐσιωδῶν τῆς πίστεως καί τῶν ἰδεωδῶν τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν καί ἐμπνέονται ἀπό τίς θρησκευτικές αὐτές παραδόσεις, τότε τό ἐγχείρημα αὐτό θά ἔχει πετύχει πολύ πιό πολλά ἀπό αὐτά πού θά μποροῦσε κάποιος νά ἐλπίσει. Τό θέμα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου (ἐξ ὁρισμοῦ πολύπλευρο καί εἰσα γωγικό), ὑπόκειται ἄμεσα στόν κίνδυνο τῆς παράληψης σέ πολλές περιοχές, καί τῆς ἐπανάληψης σέ ἄλλες. Πολλά ὄντως ἔχουν χαθεῖ στήν προσπάθεια νά εἶναι κάποιος ἐπιλεκτικός, ὅπως πολλά ἔχουν ἐπαναληφθεῖ στήν προσπάθεια νά εἶναι ἑρμηνευτικός. Ἀλλά καί ἄν μποροῦσε κάποιος νά δαμάσει τό τεράστιο καί πολυσχιδές αὐτό ὑλι κό, θά ἔπρεπε ὑποχρεωτικά καί συνειδητά νά ἀφήσει ἄπλετο χῶρο στόν ἀναγνώστη γιά νά περιεργαστεῖ μόνος του τά θέματα τά ὁποῖα τοῦ κέντρισαν τήν περιέργεια ἤ τή φαντασία. Τό τί νά περιλάβει ἤ τό τί νά παραλείψει, τό τί νά συμπυκνώσει ἤ τό τί νά συγκεφαλαιώσει μέ μιά ἤ δύο φράσεις, σέ ποιό σημεῖο καί μέ ποιά συμφραζόμενα, εἶναι ἡ ἀγωνία καί ἡ εὐθύνη ἡ ὁποία βαρύνει ἀποκλειστικά τό συγ γραφέα. Στή μορφή του αὐτή ἔφτασε τό βιβλίο ὕστερα ἀπό διαρκεῖς ἀναθε ωρήσεις καί προσαρμογές τίς ὁποῖες προκαλοῦσαν καί ὑπαγόρευαν συνεχεῖς μελέτες, ἐμπειρίες, διαφορετικά ἀκροατήρια, πολλαπλές καί συχνά δύσκολες ἐρωτήσεις ἀφυπνισμένων ἀκροατῶν, ἀλλά καί ἡ ἄτεγκτη κριτική, οἱ παρατηρήσεις καί οἱ προτάσεις φιλόπονων φοιτη τῶν, συναδέλφων καί φίλων ἀπό διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις καί σημεῖα τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτά ἀποτέλεσαν τήν πιό πολύτιμη 11
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
συμβολή στή διάπλαση τοῦ ὑλικοῦ στό σημεῖο πού βρίσκεται τώρα· γι’ αὐτό τό λόγο καί ἡ ἐνδόμυχη ἀφιέρωση τοῦ βιβλίου, τήν ὁποίαν ἐννοῶ ἀπόλυτα. Δανιήλ Ἰ. Σαχᾶς
12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τό νά ἀγνοεῖ κάποιος τή θρησκευτική ταυτότητα, τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις, τίς πνευματικές ἀξίες, τά ἰδεώδη καί τήν πίστη τῶν ἄλ λων ἀνθρώπων εἶναι σάν νά ἀρνεῖται νά ζεῖ καί νά συμμετέχει στόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα, μιά ἐποχή πολυπολιτισμική καί πολυθρησκευτι κή, καί νά ἀρνεῖται νά κατανοήσει γεγονότα τά ὁποῖα ἐκτυλίσσονται μπροστά του. Γιά τό διεισδυτικό παρατηρητή ὑπάρχουν ἐλάχιστα πράγματα στή ζωή τά ὁποῖα δέν σχετίζονται, κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλ λο τρόπο, μέ θρησκευτικές δοξασίες, πεποιθήσεις καί παραδόσεις, δέν ἑρμηνεύονται ἤ δέν ἐκφράζονται μέ θρησκευτικά σύμβολα καί θρησκευτικούς ὅρους. Παρά τίς στερεότυπες ρήσεις καί γενικότητες περί ὑλιστικῆς ἐποχῆς, ἐκκοσμίκευσης, ἀθεϊσμοῦ, ἤ ἀγνωστικισμοῦ, ὁ κόσμος συνεχίζει νά ἐπηρεάζεται βαθύτατα ἀπό τόν παράγοντα Θρησκεία, αὐτός δέ ὁ βιομηχανικός, καταναλωτικός Δυτικός κόσμος εἶναι στό βάθος του μιά κοινωνία, καί ἰδεολογία, μέ ἔντονα θρησκευ τικά χαρακτηριστικά. Στό θρησκευτικό μωσαϊκό τῆς Δύσης τά χρώματα, οἱ ἀρχές, καί οἱ παραδόσεις τῆς Ἰουδαϊκο-Χριστιανικῆς κληρονομιᾶς (ὄχι ἀπα ραίτητα στήν αὐθεντική τους μορφή) κατέχουν ὑποβόσκουσα μέν, ἀλλά ἐξέχουσα θέση. Ὅσο παράξενο καί ἄν ἀκούγεται αὐτό, μέρος τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι καί τό Ἰσλάμ (μολονότι αὐτό δέν ἀν τιπροσωπεύει ἀπαραίτητα ὅλους τούς Μουσουλμάνους ), γιά τόν .
Εἶναι ἀπαραίτητο, ἰδίως στή σπουδή ἑνός θρησκεύματος ἤ μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης νά κάνει κάποιος σαφή διάκριση μεταξύ τῆς θρησκείας καί τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι τήν ἀκολουθοῦν, ἤ διατείνονται ὅτι τήν ἀκολουθοῦν. Μολο
13
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο καί ὀργανικό μέρος τῆς Ἰουδαιο-Χριστιανικῆς μονοθεϊστικῆς παράδοσης, καί τοῦ μονοθεϊστι κοῦ φαινομένου. Ἄραβες Μουσουλμάνοι ἦταν οἱ μεσάζοντες μέσω τῶν ὁποίων πέρασε ἡ κλασική Ἑλληνική φιλοσοφία στό Χριστιανικό Δυτικό κόσμο κατά τούς Μέσους χρόνους. Τό δόγμα, τά ἰδεώδη, καί ἡ πράξη τοῦ Ἰσλάμ ὡς θρησκείας γίνονται καλύτερα ἀντιληπτά μέσα στό πλαίσιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ μᾶλλον, παρά ἀφεαυτῶν ἤ ἔξω ἀπό αὐτές τίς παραδόσεις. Στήν πραγματικότητα καθεμία ἀπό τίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες γίνεται βαθύτερα καί οὐσιαστικότερα κατανοητή ὅταν ἐξετάζεται σέ συνάφεια καί ἀντι παράθεση πρός τίς ἄλλες δύο. Διακρίνει τότε κάποιος ὅτι ὑπάρχει ἕνας κοινός δεσμός καί μιά κοινή ρίζα στήν τρίκορμη αὐτή σημύδα – γιά νά χρησιμοποιήσουμε τή μεταφορική εἰκόνα τοῦ εὐπαρουσία στου αὐτοῦ δένδρου. Σπουδάζοντας καί ἐρευνώντας καθεμιά ἀπό τίς τρεῖς αὐτές παραδόσεις, σέ σχέση πρός τίς ἄλλες, ἐρχόμαστε νά γνωρίσουμε τήν ἰδιομορφία τοῦ δένδρου καί τό σχῆμα του – τό μονο θεϊσμό στό εἶναι, καί στίς ἐκφάνσεις του. Πῶς σπουδάζεται ἡ Θρησκεία; Μέ ἐπιμέλεια, ἀκρίβεια καί δια κριτικότητα! Πρέπει το ἄτομο νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό σύνδρομο τῶν γενικοτήτων, τῶν ὑπεραπλουστεύσεων καί τῶν ἀφορισμῶν καί νά ἀναγνωρίσει τήν πολυπλοκότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀνάγκη ἐπιστρά τευσης καί καλλιέργειας μιᾶς ἰδιαίτερης εὐαισθησίας ἐπ’ αὐτοῦ. Τό ἔργο τοῦ ἐρευνητῆ τῆς Θρησκείας, ἤ μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης, γίνεται ἀκόμη πιό δύσκολο σέ κοινωνίες ὅπου ἡ Θρησκεία δέν εἶναι μέρος τῆς παιδείας, δέν ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς καθημερινότητας, τῆς οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς, πολύ δέ περισσότερο συνιστᾶ στόχο ἀντιθρησκευτικῆς ἰδεολογίας καί ἔξαρσης. Ἐκεῖ λείπουν οἱ στοιχειώδεις γνώσεις καί οἱ προϋποθέσεις μιᾶς ἱστορικῆς, καί πραγ ματιστικῆς τουλάχιστον, προσέγγισης τῆς Θρησκείας. Καί τό ἀντίθε νότι μία θρησκευτική παράδοση δέν εἶναι κάτι ἀφηρημένο, δέν εἶναι ὅμως καί ταυτόσημο μέ (ὅλους) τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τήν ἐκφράζουν, ἤ νομίζουν ὅτι τήν ἐκφράζουν. Ἡ διάκριση μεταξύ Ἰουδαϊσμοῦ καί Ἰουδαίων (ἤ Ἑβραίων), Χριστιανισμοῦ καί Χριστιανῶν, Ἰσλάμ καί Μουσουλμάνων, εἶναι ἀπόλυτα κρίσιμη καί ἐκ τῶν προτέρων ἀναγκαία, χωρίς ὅμως νά ἀλλοτριώνει κάποιος ἐντελῶς τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο.
14
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
το. Σέ κοινωνίες μέ ἔντονη τή θρησκευτική διάσταση παρατηρεῖται μιά ἐξίσου ἀρνητική προδιάθεση γιά τήν ἐπιστημονική ἔρευνα καί τήν ἰσόρροπη θεώρηση τῆς Θρησκείας. Ἐκεῖ ὁ μόνος ἐνδεδειγμένος νά καταπιαστεῖ μέ τέτοια θέματα θεωρεῖται ὁ ἱερεύς, ὁ πάστορας, ὁ ραβίνος, ὁ ἰμάμης, ἡ κλειστή οἰκογένεια, ἤ κάποιος τοπικός θρησκευ τικός ὀργανισμός. Σέ κλειστές θρησκευτικά κοινωνίες ἡ Θρησκεία παραμένει μία ὑπερευαίσθητη καί ἀπαγορευμένη περιοχή γνώσης, ἕνα στενά φυλασσόμενο καί προστατευόμενο ἀντικείμενο (ὄχι οὐ σιώδης ἐμπειρία καί ἔκφραση) γιά τό ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν κεντρίσματα κριτικῆς αὐτογνωσίας, δέν εἶναι σέ θέση νά τό ἐκθέσουν καί νά τό ἑρμηνεύσουν πρός τούς ἔξω, καί δέν μποροῦν οἱ ἴδιοι νά προκληθοῦν πνευματικά ἀπό ἄλλα ἐξωτερικά ἐρεθίσματα. Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς, ὑπάρχει πολύς δρόμος ἀκόμη μέχρις ὅτου ὑποχωρήσει ἡ φοβία, ἡ προστατευτικότητα καί ἡ ἐνδοστρέφεια, ἤ ἡ προκατάληψη, ἡ συγκαταβατικότητα καί ἡ καταφυγή σέ ἀρνητικά στερεότυπα γιά θέματα Θρησκείας καί ἰσόρροπης καί συγκροτημένης σπουδῆς τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων ἄλλων λαῶν. Ἀνάγκη γιά εὐρύ, καί νοηματικό πλαίσιο. Γιά μιά κάποια «ἀποστειρωμένη» θεώρηση τῆς Θρησκείας ἔχει ἐπιστρατευτεῖ ἡ κα θαρά ἱστορική προσέγγιση. Ἐγχειρίδια θρησκειῶν τοῦ κόσμου ἐξι στοροῦν ἁπλῶς τήν ἱστορική ἐξέλιξη γεγονότων μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητας, ἀφευατῆς καί στό κενό, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐμφάνισής της μέχρι σήμερα – ἕνα χιλιοπατημένο καί ξηρό, μολονότι ἀπαραίτητο, μονοπάτι. Ἡ ἱστορική ἐξέλιξη μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης, ἄν καί πρωτεῦον θέμα, δέν εἶναι ἡ μόνη ὁδός κατανόησης μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητας. Χρειάζεται νά ἀναγνωρίσει κάποιος ὅτι μιά θρησκευτι κή παράδοση ἀποτελεῖ ζωντανή ὀντότητα ἡ ὁποία ἐμφανίζεται καί ἐξελίσσεται μέσα σέ ἕνα εὐρύτερο σύνολο δεδομένων, καταστάσεων, καί παραμέτρων. Ἡ Θρησκεία δέν βρίσκεται στήν στρατόσφαιρα. Παίρνει μορφή καί ἐκφράζεται στή ζωή πραγματικῶν ἀνθρώπων καί κοινωνιῶν. Οἱ θρησκευτικές παραδόσεις ἐκφράζουν ἀνθρώπινες ἀνη συχίες, δίψα, ὄνειρα, ἐλπίδες, φόβους, αἰσθήματα καί προσδοκίες, οἱ ὁποῖες δέν περιγράφονται οὔτε ἐξηγοῦνται μέ ἐπάρκεια ἀπό τήν ἔκθεση ἱστορικῶν γεγονότων. Οἱ θρησκευτικές παραδόσεις, ὄντας καί ἀνθρώπινες ἐκφράσεις, ἔχουν ἀπαραίτητα μεταξύ τους θεμελιώδη κοινά χαρακτηριστικά τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί πραγματικότητας. 15
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη εἶναι χρήσιμο καί οὐσιαστικό νά μελετάει κάποιος θρησκευτικές παραδόσεις μέσα σ’ ἕνα εὐρύτερο ἀλλά συναφές πλαίσιο, πάντα μέ κριτικό «συγκριτικό» τρόπο. Ἡ λέξη «κριτικός» δέν σημαίνει κατάταξη καί ἀξιολόγηση θρησκευ τικῶν παραδόσεων σέ «καλές», «κακές», ἤ «σωστές» καί μή. Ἡ δέ «σύγκριση» (ἕνας παρεξηγημένος ὅρος) δέν ἀποτελεῖ μεθοδολογία ὑπεραπλούστευσης ἤ ἰσοπέδωσης τῶν οὐσιωδῶν στοιχείων στό χα μηλότερο δυνατό παρονομαστή στόν ὁποῖον οὐσία καί ἰδιαιτερότητα δέν ἔχουν πιά θέση καί σημασία, ἀλλά ὅπου τά πάντα εἶναι ἁπλῶς σχετικά. Στή «συγκριτική» ἔρευνα θρησκευτικῶν παραδόσεων κοινά χαρακτηριστικά, ἰδίως ἀνάμεσα σέ συγγενεῖς θρησκευτικές παρα δόσεις, σημειώνονται, ἀπομονώνονται, καί ἐξετάζονται μέ ἰδιαίτερη ἐνάργεια, ὥστε νά μπορέσει κάποιος νά κατανοήσει ἕνα συγκεκριμέ νο φαινόμενο στό δικό του πλαίσιο, τῆς δικῆς του θρησκευτικῆς πα ράδοσης· ἀλλά καί γιά νά ὑπεισέλθει στήν πλατύτερη καί βαθύτερη ἔννοια τῆς πραγματικότητας τῆς Θρησκείας τήν ὁποία τό φαινόμενο αὐτό φωτίζει. Οἱ θρησκευτικές ἐμπειρίες καί παραδόσεις δέν ὑπο τιμῶνται οὔτε ἀπειλοῦνται ἀπό μιά τέτοια συγκριτική (contextual) μεταξύ τους σπουδή, ἤ ἀπό τή σπουδή θρησκευτικῶν φαινομένων. Ἡ συγκριτική σπουδή θρησκευτικῶν παραδόσεων προσδιορίζει οὐ σιώδη στοιχεῖα τά ὁποῖα συναντᾶ κάποιος στήν ἔρευνα, ἀναλύει καί τονίζει τά φαινόμενα ἐκεῖνα τά ὁποῖα παρουσιάζουν ὁμοιότητες ἤ ἀποκλίσεις, καί βοηθᾶ ἔτσι στόν ἐμπλουτισμό τῆς κατανόησης μιᾶς συγκεκριμένης θρησκευτικῆς παράδοσης ἀλλά καί τοῦ γενικότερου γεγονότος τῆς Θρησκείας. Μῆλα μέ μῆλα. Μέ μιά χαρακτηριστική φράση τῆς καθημερινό τητάς τους οἱ Ἀγγλόφωνοι προειδοποιοῦν νά μή συγκρίνει κάποιος ποτέ «μῆλα μέ πορτοκάλια». Καί τά δύο εἶναι φροῦτα, στρογγυλά, σχεδόν τοῦ ἴδιου μεγέθους, ἀλλά διαφορετικά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο στή γεύση, στά συστατικά καί ἄλλα στοιχεῖα... Ἄν αὐτό ἰσχύει γιά τά μῆλα, ἰσχύει πολύ περισσότερο γιά τίς θρησκεῖες καί τά θρησκευτικά φαινόμενα. Ἡ συγκριτική προσέγγιση θρησκευτικῶν παραδόσεων καί φαινομένων προϋποθέτει σωστή, ἐμπεριστατωμένη, ἄτεγκτη γνώση τῶν δεδομένων, ἀπό τίς δικές τους πηγές, μέ σεβασμό πρός τή δι κή τους ἐσωτερική ἑρμηνεία, χωρίς ἐξωτερικούς συμβιβασμούς καί μεροληψία, ἔτσι ὥστε νά μήν πέσει κάποιος στό σφάλμα τῆς ὑπερα 16
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
πλούστευσης, καί τῆς ἐπιπόλαιης σύγκρισης πορτοκαλιῶν καί μήλων ἐξαιτίας ἐξωτερικῶν, ἐπιφανειακῶν ἤ καί πλαστῶν ὁμοιοτήτων! Ἕνα ἁπλό παράδειγμα μπορεῖ νά ἐξηγήσει τόν κίνδυνο αὐτό. Σέ ἕνα πολύ γνωστό πανεπιστημιακό ἐγχειρίδιο μέ εὐρεία χρήση στή Β. Ἀμερική οἱ συγγραφεῖς ἐξετάζουν τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Χριστιανισμό μαζί, σέ μιά ἑνότητα, ὑπό τόν τίτλο «Βιβλικές Θρησκευτικές Παραδόσεις», τό δέ Ἰσλάμ σέ ξεχωριστό κεφάλαιο χωρίς κανένα ἄλλον προσδιορισμό ἤ χαρακτηρισμό, σάν τό Ἰσλάμ α) νά μήν εἶναι Βιβλική θρησκευτική παράδοση, καί β) σάν ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Χριστιανισμός νά εἶναι, στήν οὐσία τους, Βιβλικές θρησκευτικές παραδόσεις! Στήν πραγμα τικότητα, ὅπως ἐλπίζω νά διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης ὅταν φτάσει στό τέλος τοῦ ἀνά χείρας ἐγχειριδίου, καί οἱ δύο αὐτές προϋποθέσεις εἶναι ἀπόλυτα ἀνακριβεῖς, καί παραπλανητικές! Ἐκφράζουν πιθανῶς μιά Δυτικο-Προτεσταντικο-Βιβλική νοοτροπία, ἄν ὄχι προκατάληψη, ἐκ μέρους τῶν συγγραφέων τοῦ βιβλίου. Στήν πραγματικότητα, ἀπό τίς τρεῖς αὐτές θρησκευτικές παραδόσεις ἡ πιό «Βιβλική» καί ἡ πιό ἐξαρτώμενη ἀπό «Γραφή» εἶναι τό... Ἰσλάμ! Ἐπίσης, καί μολονότι ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Χριστιανισμός ἔχουν «Γραφή», οὔτε ἡ μιά οὔτε ἡ ἄλλη θρησκευτική παράδοση ἀποτελεῖ παράγωγο αὐτῆς τῆς Γραφῆς της. Ἀντίθετα, καθεμία ἀπό αὐτές τίς παραδόσεις εἶναι ἡ αἰτία καί ὁ «συγγγραφέας» τῆς Γραφῆς της. Οὔτε ὁ Ἰουδαϊσμός οὔτε ὁ Χριστι ανισμός, δηλαδή, προῆλθαν ἀπό τή Γραφή τους, ἀλλά μᾶλλον αὐτοί ἔγραψαν τή Γραφή τους! Ἰουδαϊσμός ὑπῆρχε πολύ πρίν συνταχθεῖ ἡ Ἑβραϊκή Γραφή. Στή δέ περίπτωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, Χριστιανισμός καί Χριστιανική κοινότητα, καί μάλιστα ἕνας αὐθεντικός Χριστιανι σμός καί μία ζωντανή Ἐκκλησία, ὑπῆρχαν πολύ πρίν ἀπό τή συγγραφή κἄν καί τή συγκρότηση (τόν «κανόνα») Χριστιανικῆς Γραφῆς! Καί στίς δύο αὐτές θρησκευτικές παραδόσεις, στόν Ἰουδαϊσμό καί στό . O’dea καί ἄλλοι (1972). Ὁ τόμος αὐτός εἶναι τό μισό μέρος ἑνός μεγαλύτερου τόμου μέ τόν τίτλο Religion and Man στόν ὁποῖο συμπεριλαμβάνονται πρωτόγο νες θρησκεῖες, Ἰνδικές θρησκευτικές παραδόσεις, καί θρησκευτικές παραδόσεις τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς. Τό ὄνομα τοῦ συγγραφέα καί ἡ ἡμερομηνία ἔκδοσης μέσα σέ παρένθεση παραπέμπουν στό ἀντίστοιχο ὄνομα καί σύγγραμμα στήν ἐπισυνα πτόμενη βιβλιογραφία ὅπου ὁ ἀναγνώστης θά βρεῖ τά πλήρη του βιβλιογραφικά στοιχεῖα.
17
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Χριστιανισμό, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δέν ὁρίζεται, δέν ἐξαντλεῖται, οὔτε παίρνει τή μορφή Βίβλου, ἤ Γραφῆς, ἀλλά στό μέν Ἰουδαϊσμό ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στή δημιουργία καί ἐκφράζεται στό γεγονός καί στή ροή τῆς ἱστορίας, στό δέ Χριστιανισμό ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στό γεγονός τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, στό γεγονός τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου – τῆς «καινῆς κτίσης», καί τῆς ἀναβίωσης τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας μέχρις ἐσχάτων! Ἐπίσης μέ τό νά βάζει κάποιος τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Χριστιανισμό στήν ἴδια ὁμάδα καί νά τούς ὀνομάζει «Βιβλικές θρησκευτικές παραδόσεις» ἀφήνει νά ὑπονοηθεῖ ὅτι καί οἱ δύο συμ μερίζονται τήν ἴδια Γραφή καί ἔχουν τόν ἴδιο τρόπο ἐξάρτησης ἀπό αὐτήν, κάτι τό ὁποῖο δέν ἰσχύει. Ἡ Ἰουδαϊκή Γραφή εἶναι μέρος τῆς Χριστιανικῆς Γραφῆς ὡς «Παλαιά Διαθήκη», καθόσον αὐτή γίνεται καταληπτή καί ἑρμηνεύεται ἀπό τούς Χριστιανούς ὡς «Παλαιά»· ἐνῶ ἡ Χριστιανική «Καινή Διαθήκη» δέν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νά εἶναι, κἄν μέρος καί εἶδος τῆς Ἰουδαϊκῆς Γραφῆς. Περιττό νά πεῖ κάποιος ὅτι ὁ Χριστιανικός χαρακτηρισμός τῆς Ἑβραϊκῆς Γραφῆς ὡς «Παλαιά Δια θήκη» ἀποτελεῖ χαρακτηρισμό καί ὀνομασία ἐντελῶς ἀκατανόητη, ἄν ὄχι προσβλητική, γιά τούς Ἑβραίους, ὅπως καί ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Κορανίου ἀπό μερικούς σύγχρονους Μουσουλμάνους ὡς ἡ «Ἐσχάτη Διαθήκη» εἶναι ἀδιανόητη γιά τούς Ἑβραίους καί τούς Χριστιανούς! Ἐν συνεχεία οἱ συγγραφεῖς τοῦ Judaism, Christianity, and Islam ἐξετάζουν τήν κοινή ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ σάν οἱ δύο αὐτές θρησκευτικές παραδόσεις νά εἶναι καί νά παρέμει ναν ἱστορικά καί πνευματικά ἀλληλένδετες – κάτι τό ὁποῖο εἶναι μερικῶς μόνο σωστό! Ἐπίσης στήν περίπτωση τοῦ Ἰσλάμ, καί γιά λόγους ἱστορικῆς καί κοινωνικῆς ἀκρίβειας, θά πρέπει νά ἐξετάζεται ἡ θρησκεία αὐτή ὄχι ὡς αὐτοφυές ἀνεξάρτητο φαινόμενο, ἀλλά ὡς ἔκφραση μιᾶς ἀναδυόμενης Ἀραβικῆς αὐτογνωσίας μέ ἔναυσμα πολύ μορφες μονοθεϊστικές τάσεις στήν Ἀραβία κατά τόν ἕκτο καί ἕβδομο αἰώνα, ὡς ἕνα εἶδος αὐτόχθονης Ἀραβικῆς ἔκφρασης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ καί Χριστιανικοῦ μονοθεϊσμοῦ τῆς ἐποχῆς, χωρίς ὅμως νά ἀποπνίγει τήν αὐτονομία του καί τήν περαιτέρω δική του ἐξέλιξη καί ὑπόστα ση. Μεταξύ τῶν ἐρευνητῶν ἀναγνωρίζεται διαρκῶς καί περισσότερο ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά σπουδάζει κάποιος σωστά μιά ἀπό τίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες χωρίς ἐπαρκή γνώση καί κατανόηση τῶν ἄλ 18
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
λων δύο . Ἔκανα τίς πλατιές αὐτές παρατηρήσεις χρησιμοποιώντας ἐνδεικτικά ἕνα μόνο ἐγχειρίδιο Ἱστορίας Θρησκευμάτων, ὄχι γιά νά κάνω βιβλιοκριτική, ἀλλά γιά νά τονίσω τό σημεῖο τοῦ πόσο σημαντικό εἶναι νά μελετᾶ κάποιος θρησκευτικές παραδόσεις καί θρησκευτικά φαινόμενα μέ τίς δικές τους πηγές καί μέσα στό δικό τους πλαίσιο, μέ προσοχή, λεπτότητα καί ἀπολυτότητα, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα καί τήν ποιότητα καθενός ἀπό αὐτά, καί ὄχι ἁπλῶς τήν ψυχρή, ἐξωτερική, ἱστορική τους ἔκφανση καί ἐξέλιξη. Μιά μονογραφία ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ πιό σωστά τή θεματική συγ κριτική μέθοδο γιά τίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, εἶναι αὐτή τοῦ F. E. Peters, Children of Abraham. Ἀποτελεῖ ἀπόπειρα μελέτης γενικό τερων κοινῶν θρησκευτικῶν ἐννοιῶν καί στοιχείων στόν Ἰουδαϊσμό, Χριστιανισμό καί Ἰσλάμ – στοιχείων τά ὁποῖα μποροῦν συνολικά νά χαρακτηρίσουν ὄντως Ἰουδαίους, Χριστιανούς καί Μουσουλμάνους ὡς «υἱούς Ἀβραάμ» ἤ, ὅπως πολλαπλά ἐμφανίζεται στίς Ἰουδαϊκές καί στίς Χριστιανικές πηγές, ὡς «σπέρμα Ἀβραάμ». Ὁ συγγραφέας ἐπικεντρώνει τήν προσοχή του σέ ὁρισμένα θέματα κοινά καί στίς τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις (ὅπως Κοινότητα καί Ἱεραρχεία, Νόμος, Γραφή, Παράδοση, Λειτουργία, Ἀσκητισμός, Μυστικισμός, Θεολογία), καί ἀναλύει τή χαρακτηριστική ἐκείνη ἔμφαση τήν ὁποία δίνει ἡ κάθε μιά θρησκευτική παράδοση στό καθένα ἀπό αὐτά. Οἱ προσδιορισμοί βέβαια αὐτοί δέν εἶναι κοινά ἀποδεκτοί ἤ χαρακτη ριστικοί καί στίς τρεῖς παραδόσεις. Ἡ προσέγγιση πάντως αὐτοῦ τοῦ βιβλίου εἶναι λιγότερο «συγκριτική» καί περισσότερο φαινομε νολογική. Μολονότι ὄχι πολύ εὔκολο ἀνάγνωσμα, τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἕνα ἐνδιαφέρον καί καλό συμπλήρωμα, ἀφότου κάποιος ἔχει γνωρίσει τά βασικά ἱστορικά δεδομένα τῶν τριῶν αὐτῶν θρησκευτι κῶν παραδόσεων. Ἡ σπουδή τῆς Θρησκείας καί τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων. Ἐγχειρίδια, συγγράμματα, μελέτες καί μονογραφίες περί τῶν θρη . Ἕνα νέο ἐρευνητικό ἔργο ὑπό τό γενικό τίτλο Studies in Late Antiquity and Early Islam (Princeton, N. J. 1992) ἔχει προσφέρει ἤδη ἐννέα ἐπιστημονικές μελέτες οἱ ὁποῖες ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή τους στή σχέση τῶν πολιτισμῶν τῆς ἀνατο λικῆς Μεσογείου, ἀπό τό θάνατο τοῦ Ἰουστινιανοῦ (565 μ.Χ.) μέχρι τήν πτώση τῆς Ἰσλαμικῆς δυναστείας τῶν Οὐμαγιαδῶν στά μέσα τοῦ ὀγδόου αἰώνα.
19
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
σκειῶν τοῦ κόσμου ἀφθονοῦν σέ ὅλες τίς Εὐρωπαϊκές γλῶσσες . Ὁ ὄγκος καί ἡ μεγάλη κυκλοφορία τέτοιων βιβλίων δείχνουν τό γενικό ἐνδιαφέρον ἐπιστημόνων, ἐρευνητῶν, καθηγητῶν, φοιτητῶν καί σκε πτόμενων ἀνθρώπων στό μεγάλον αὐτόν τομέα γνώσης. Δέν ὑπάρχει ἔνδειξη ὅτι ἡ περιέργεια ἤ τό ἐνδιαφέρον γιά τέτοια θέματα ἔχει ἱκανοποιηθεῖ, ἤ πρόκειται νά μειωθεῖ στό ἄμεσο μέλλον· ἴσως τό ἀντίθετο. Ὅσο ἡ ἐπικοινωνία, ἡ παγκοσμιοποίηση, καί οἱ διεθνεῖς σχέσεις συρρικνώνουν τήν ἔκταση τῆς ὑφηλίου σέ μιά πολυεθνική, πολυπολιτιστική, πολυθρησκευτική κοινότητα, ἄν ὄχι «χωριό» (ὄχι πάντα εὐνομούμενο, δίκαιο, εἰρηνικό καί ἀκίνδυνο), τόσο ἡ ἀνάγκη, ἤ ἡ ἁπλή περιέργεια, γιά κατανόηση τῆς ἰδιαιτερότητας τῶν συγκα τοίκων μας γίνεται ἐντονότερη, καί ἐπιτακτική. Αὐτό ἐξάλλου δέν εἶναι μόνο σύγχρονο φαινόμενο. Ἡ σπουδή τῆς Θρησκείας καί τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, πεποιθήσεων καί ἰδεωδῶν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων (αὐτό πού λέμε σήμερα «Ἱστορία θρησκευμάτων») φαί νεται νά ἀποτελοῦσε διαχρονική ἐνασχόληση, καί ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία συμπίπτει μέ τήν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης διανόησης . Τί εἶναι ἀκριβῶς ἡ «Ἱστορία Θρησκευμάτων»; Μέχρι πρόσφατα ὁ κλάδος ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖτο μέ τίς θρησκευτικές παραδόσεις τῶν . Ἀπό τούς πολλούς τίτλους βιβλίων (στά Ἀγγλικά ἤ σέ Ἀγγλικές μεταφράσεις), μέ βασικές πληροφορίες στό μεγάλο χῶρο τῶν Θρησκειῶν τοῦ κόσμου καί μέ κε φάλαια ἀναφερόμενα στόν Ἰουδαϊσμό, Χριστιανισμό καί Ἰσλάμ, σημειώνουμε τούς ἑξῆς: Hutchinson (1969), Ellwood (1987), Matthews (1991, 19952), Young (1995). Μέ ἐξαίρεση τό τελευταῖο καί μέ μερικές μόνο παραλλαγές οἱ τίτλοι αὐ τοί δέν διαφέρουν σημαντικά στό περιεχόμενο καί στή μεθοδολογία ἀπό ἐκεῖνα τῶν Noss (1974, 1994) καί Smart (1989, 19914). Βλέπε ἐπίσης καί ἄλλα ἐξαίρετα ἐγχειρίδια, ὅπως τῶν Hopfe (1991, 1994), Ludwig, (1989), Nielsen (1983), Fell ows (1979), Anderson (1977), καί McCasland (1969). Ἕνα πιό ἀπαιτητικό καί περιεκτικό βιβλίο εἶναι αὐτό τοῦ Ringren (1967). Ὅπως δηλώνεται στόν τίτλο καί ὑπότιτλό του (Θρησκεῖες τῆς Ἀνθρωπότητας: Σήμερα καί Χθές), τό βιβλίο αὐτό ἀσχολεῖται ὄχι μόνο μέ ζῶσες θρησκευτικές παραδόσεις, ἀλλά καί μέ θρη σκεύματα τοῦ παρελθόντος, μέ θρησκεύματα χωρίς γραπτά μνημεῖα, καί ὁμάδες ἀνθρώπων πού ζοῦν στήν Ἀφρική, στήν Ἀσία, στήν Ἀμερική, καί στήν Αὐστραλία, καθώς καί μέ θρησκευτικές παραδόσεις τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ. . Γιά τό θέμα τῆς παρατήρησης καί σπουδῆς τῆς Θρησκείας καί τῶν θρησκευτι κῶν φαινομένων, ἀπό τήν κλασική ἀρχαιότητα μέχρι τόν εἰκοστό αἰώνα, βλέπε τή σύντομη, ἀλλά ἔγκυρη, ἀναδρομή τοῦ de Vries (1967).
20
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
λαῶν τοῦ κόσμου λεγόταν συνήθως «Συγκριτική τῶν θρησκειῶν», ἤ «Συγκριτική θρησκειολογία» (Comparative Religion, στόν Ἀγγλόφωνο κόσμο). Ἀρκετοί συνεχίζουν νά τόν ὀνομάζουν ἔτσι. Οἱ περισσότεροι ἐπιστήμονες ὅμως ἔχουν ἀπορρίψει αὐτήν τήν ὀνομασία, διότι τό ἐπίθετο «Συγκριτική» δίνει τή λανθασμένη ἐντύπωση ἀξιολογικοῦ στόχου καί μεθοδολογίας γιά τήν ὁποία μιλήσαμε προηγουμένως. Στό Δυτικό κόσμο ὁ κλάδος αὐτός ἔχει μετονομαστεῖ ὡς «Ἱστορία Θρησκευμάτων» (History of Religions). Τό πιό ἔγκυρο διεθνές ἐπι στημονικό σῶμα τοῦ κλάδου αὐτοῦ φέρει τήν ὀνομασία «Διεθνής Ἑταιρεία Ἱστορίας Θρησκευμάτων» (International Association of the History of Religions, IAHR). Καί ἡ ὀνομασία αὐτή ὅμως δέν φαίνεται νά ἱκανοποιεῖ ὅλους· δεῖγμα τοῦ εὔρους, τοῦ πλούτου καί τῆς πολυ πλοκότητας τοῦ θέματος τῆς Θρησκείας. Γι’ αὐτό γίνονται ἔντονες προσπάθειες ἀλλαγῆς τῆς ὀνομασίας του σέ «Διεθνή Ἑταιρεία γιά τή Σπουδή τῆς Θρησκείας» (International Association for the Study of Religion) . Ἡ συζήτηση δέν γίνεται ἁπλῶς γιά τό ὄνομα, ἀλλά γιά τό πραγματικό περιεχόμενο καί τή μεθοδολογία τῆς σπουδῆς καί τῆς ἔρευνας τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων. Ἡ κεντρική λέξη «Ἱστορία» δημιουργεῖ προβλήματα ἐπικοινωνίας, καί μεθοδολογίας. Δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ μελέτη τῶν διαφόρων θρησκευμάτων σημαίνει ἁπλῶς τή μελέτη τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης καί μόνο, ἐνῶ ὁ στόχος καί τό οὐσια στικό θέμα εἶναι ἡ ἔρευνα τοῦ συνόλου μιᾶς θρησκευτικῆς παράδο σης καί, μέσω αὐτῆς, ἡ κατανόηση τοῦ φαινομένου τῆς Θρησκείας. Σέ αὐτόν τόν ἀπέραντο χῶρο τῆς Θρησκείας ὑπάρχουν πολλαπλοί κλάδοι ἔρευνας μέ τεράστιο ὑλικό, ὅπως ἡ Ἱστορία, ἡ Φιλοσοφία, ἡ Φιλολογία, ἡ Θεολογία, ἡ Ψυχολογία, ἡ Κοινωνιολογία τῆς Θρησκεί ας καί πολλές ἄλλες, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν διάφορες προσεγγίσεις καί μεθοδολογίες. Ὅπως ὑπάρχουν καί ἄλλοι «δευτερεύοντες» τομεῖς, ὅπως π.χ. ἡ Τέχνη, ἡ Μουσική, ὁ Χορός, τό Τελετουργικό, ἡ Ἔκφραση, τίς ὁποῖες ἐξετάζουν εἰδικότεροι κλάδοι. Ἡ στενά νοούμενη Ἱστορία, ἐξετάζει τήν ἱστορική ἐξέλιξη ἑνός θρησκεύματος, ἤ ἑνός θρησκευτι κοῦ φαινομένου, ἤ μιᾶς θρησκευτικῆς ἰδέας, ἤ ἑνός θεσμοῦ κ.λπ. Ἡ Φιλολογία ἐξετάζει ἱερά καί ἄλλα κείμενα τά ὁποῖα ἔχει παράγει ἤ . Ἡ διαμάχη ἦρθε πάλι πρόσφατα στό προσκήνιο κατά τήν 15η διεθνή συνέλευση τῆς IAHR στή Ρώμη, 3-9 Σεπτεμβρίου, 1990.
21
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
εἶναι βασικά μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους καί ἔλαβαν τή θέση τους στή θρησκευτική αὐτή παράδοση, τό περιεχόμενο, τά φιλολογικά τους στοιχεῖα, κ.ἄ. Ἡ Φιλοσοφία καί ἡ Θεολογία (ἤ καί ὁ συνδυασμός τῶν δύο, ἡ Φιλο σοφική Θεολογία, γιά ὁρισμένες θρησκευτικές παραδόσεις) ἐξετά ζουν τή σκέψη, τά δόγματα, τήν πίστη, τίς ἰδέες, τά ἰδεώδη τά ὁποῖα διακατέχουν μιά θρησκευτική παράδοση, καθώς καί τό φιλοσοφικό ἤ θεολογικό περιεχόμενο, τίς πηγές, τά κίνητρα τά ὁποῖα ὁδήγησαν στήν ὁρισμένη αὐτή διατύπωση, καθώς καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἐπενεργοῦν ὅλα αὐτά στή συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση καί κοινότητα. Οἱ σχετικοί ἐρευνητές καί ἐπιστήμονες ἀναλύουν, ἑρμη νεύουν, συστηματοποιοῦν καί κάνουν ὑποθέσεις γιά τή λογική, ἤ τό νόημα, τῶν ἰδεῶν αὐτῶν στή συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση. Ἡ Ψυχολογία τῆς Θρησκείας ἐξετάζει καί ἀναλύει τή δυναμική τῆς Θρησκείας, τά κίνητρα, τά αἰσθήματα, τίς ἀντιδράσεις, τά ἀποτελέ σματα, τίς ἐπιρροές πού ἔχει ἡ Θρησκεία στόν ἄνθρωπο. Τέλος, ἡ Κοινωνιολογία τῆς Θρησκείας ἐξετάζει τό ρόλο πού παίζει ἡ Θρη σκεία στή ζωή τοῦ ἀτόμου καί τῆς κοινωνίας ὡς δύναμη καί μοντέλο κοινωνικῶν μορφῶν καί ἀξιῶν· τίς δομικές καί ἄλλες ἐπιδράσεις τίς ὁποῖες ἐξασκεῖ ἡ Θρησκεία στήν κοινωνία – καί τανάπαλιν. Οἱ πολλές πλευρές τῆς σπουδῆς τῆς Θρησκείας. Αὐτές εἶναι μερικές ἀπό τίς πλατιές περιοχές τῆς σπουδῆς τῆς Θρησκείας. Πέ ραν αὐτῶν, ὅμως, καί ὅσο ἡ Θρησκεία ἀγκαλιάζει καί ἐκφράζεται ἀπό τήν ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σπουδή της ὑπεισέρχεται καί τροφοδοτεῖται ἀπό πολλές ἄλλες πηγές τῆς ἀνθρώπινης γνώσης ἀπό ὅπου δανείζεται δεδομένα γιά τήν κατανόησή της. Ὅλα αὐτά δείχνουν πόσο πολύπλευρο εἶναι τό γνωστικό πεδίο τῆς σπουδῆς τῆς Θρησκείας, μέ μιά κατεξοχήν πολυδιάστατη μεθοδολογία. Σύγχρο νοι ἐπιστήμονες, γιά παράδειγμα, μελετοῦν καί συσχετίζουν ἀκόμη καί τή γεωγραφία μέ τή Θρησκεία γιά νά ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα ὄχι ἄν ἀλλά πῶς καί κατά πόσον τό γεωγραφικό περιβάλλον καί οἱ συνθῆκες του ἔχουν ἐπιδράσει στή διαμόρφωση θρησκευτικῶν παραδόσεων, πεποιθήσεων καί πράξεων· καί τανάπαλιν: πῶς μία θρησκευτική παράδοση ἔχει ὁδηγήσει ἀνθρώπους καί τίς ἀνάλογες κοινωνίες νά διαμορφώσουν εἰδικούς τόπους καί τρόπους διαμονῆς, ἤ νά κάνουν χωροταξιακές παρεμβάσεις καί διακανονισμούς – ἀκό 22
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
μη καί ἀπό ποῦ μπορεῖ ἤ δέν μπορεῖ νά περάσει ἕνας δρόμος, ἤ νά δημιουργηθεῖ κατοικημένη περιοχή ἤ ὄχι – ἀπό τό κατά πόσον μιά περιοχή θεωρεῖται ἱερή ἤ ὄχι! Ὅλο καί περισσότερο ἀναγνωρίζεται (στήν ἐκκοσμικευμένη καί «ἄθεη» ἐποχή μας!) πόσο νευραλγικός παράγοντας καί πόσο πολύπλοκο εἶναι τό φαινόμενο τῆς Θρησκείας γενικά, τῆς κάθε θρησκευτικῆς παράδοσης, καί τοῦ κάθε ἐπί μέρους θρησκευτικοῦ φαινομένου εἰδικότερα. Μελετώντας, λοιπόν, τήν ἱστο ρία καί μόνο μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητας, ἤ μόνο τή Γραφή, ἤ μόνο τή φιλολογία ἤ τά γραπτά της, χάνει κάποιος τήν αἴσθηση τοῦ ὅλου δυναμικοῦ, τό νόημα τῆς οὐσίας, καί τόν πυρήνα μιᾶς συγκεκριμένης θρησκευτικῆς παράδοσης. Ἀντίθετα, ἡ ἀκαδημαϊκή σπουδή τῶν θρη σκειῶν, ἤ ἡ «Ἱστορία Θρησκευμάτων», χρησιμοποιώντας διάφορες περιοχές γνώσης καί μεθοδολογίες, συλλέγει ἀντίστοιχα δεδομένα ὥστε νά προσφέρει μιά ὁλοκληρωμένη, καθολική, περιεκτική εἰκόνα μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης. Ἕνας τόσο εὐρύς καί πολύπλευρος χῶρος γνώσης δέν ἀφήνει περιθώρια «σύγκρισης» καί ἀξιολόγησης. Ὁ ρόλος τοῦ ἐρευνητοῦ καί σπουδαστοῦ τῆς Θρησκείας εἶναι νά μελε τᾶ τά σχετικά δεδομένα μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης μέ ἀκρίβεια, κριτικό πνεῦμα, εὐαισθησία καί διάκριση πρός τό θρησκευτικό συναί σθημα τῶν ἀνθρώπων πού τή ζοῦν, καί νά προσπαθεῖ νά κατανοήσει τίς διάφορες ἐκφάνσεις καί τά φαινόμενά της μέσα στό δικό τους χῶρο, ἀπό τήν πλευρά πού τή ζοῦν καί τήν κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἴδιας αὐτῆς θρησκευτικῆς παράδοσης – ὄχι κάτω ἀπό τό πρίσμα καί τά κριτήρια τῆς δικῆς του θρησκευτικῆς πίστεως καί ἐμπειρίας, χωρίς αὐτά νά ἀπορρίπτονται ἤ νά καταργοῦνται. Ἡ «ἐπιστήμη» τῆς Θρησκείας. Μετά τήν ἀπόρριψη τῆς «Συγκρι τικῆς θρησκειολογίας» ἀναζητήθηκε μιά νέα ὀνομασία. Γερμανοί ἐπιστήμονες χρησιμοποιοῦν τήν ὀνομασία «ἐπιστήμη τῆς Θρησκείας» (Religionswissenschaft) καί Γάλλοι συνάδελφοί τους, «Θρησκευτικές ἐπιστῆμες» (Sciences Religieuses), ὀνομασίες οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν ἀντικειμενική-ἐπιστημονική ἔρευνα τῆς Θρησκείας. Ἡ λέξη ὅμως «ἐπιστήμη», ἤ «ἐπιστῆμες», στίς Ἀγγλόφωνες χῶρες τοῦ κό σμου ὑποδηλώνει θετικές ἐπιστῆμες, ὅπως τή Φυσική, τή Χημεία, τή Βιολογία, καί ἐργαστηριακή, πειραματική μεθοδολογία· κάτι τό ὁποῖο δέν ἀνταποκρίνεται πρός τή θεώρηση, τό περιεχόμενο καί τή μεθοδολογία τῆς σπουδῆς τῆς Θρησκείας. Ἡ σπουδή τῆς Θρησκεί 23
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ας περιέχει κάποια τέτοια δεδομένα τά ὁποῖα προέρχονται καί ἀπαιτοῦν ἐργαστηριακή-πειραματική-ἐμπειρική θεώρηση καί ἐπι βεβαίωση, ὅπως, π.χ. ἀρχαιολογικά καί παλαιογραφικά εὑρήματα, ἤ ἀντικείμενα, ἤ ἱστορικά στοιχεῖα, ἀλλά αὐτά δέν ἀποτελοῦν παρά ἕνα εἰδικό μέρος μόνο τῶν δεδομένων μιᾶς θρησκευτικῆς παράδο σης, καί ἐνδιαφέρουν μερικῶς τήν ἐπιστήμη τῆς Θρησκείας. Ἔτσι, μπορεῖ κάποιος νά ἀποδείξει σήμερα μέ ἐπιστημονικά δεδομένα καί μεθόδους ὅτι κάποιο πρόσωπο μέ τό ὄνομα Ἰησοῦς, ἤ Μωάμεθ ἦταν ἱστορικό τό ὁποῖο ἔζησε σέ μιά ὁρισμένη ἐποχή καί σέ ἕνα ὁρισμένο χῶρο. Ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖ νά ἀποδείξει μέ τά ἴδια αὐ τά δεδομένα καί τήν ἴδια μεθοδολογία εἶναι ὅτι τό πρῶτο ἦταν ὁ ἔνσαρκος λόγος τοῦ Θεοῦ, καί τό δεύτερο προφήτης! Οἱ ἰδιότητες, ἤ «πραγματικότητες» αὐτές ἀποτελοῦν ἕνα ἄλλο, πολύ σύνθετο, θέμα τό ὁποῖο ἔχει νά κάνει μέ τό συνυπολογισμό ἄλλων στοιχείων καί δεδομένων, τά περισσότερα τῶν ὁποίων ἔχουν νά κάνουν μέ τήν πίστη (προσωπική, ἤ κοινωνική), τήν παράδοση, μέ μιά μακρά ἐξέ λιξη τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας, καί μέ μεταφυσικές ἀξίες. Ἡ οὐσία καί τό νόημα τῆς Θρησκείας, ἤ τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, δέν μποροῦν νά καταδειχθοῦν μέ δεδομένα σάν αὐτά νά ἦσαν «ἀντικεί μενα». Οὔτε πάλι θρησκευτικά φαινόμενα μποροῦν νά ἀναλυθοῦν ἐργαστηριακά καί νά γίνουν ἀντικείμενα ἀνατομίας ὅπως γίνεται μέ ἕνα φυτό, ἕνα ὀργανισμό, ἕνα φυσικό φαινόμενο, ἤ ἕνα... βάτραχο! Ἔτσι, στόν Ἀγγλόφωνο κόσμο ἔγινε ἀποδεκτή ἡ ὀνομασία «Ἱστορία θρησκευμάτων» γιά νά ὑποδηλώσει τήν ἀκαδημαϊκή, δια-ἐπιστη μονική θεώρηση καί σπουδή τῆς Θρησκείας καί τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, ἀποφεύγοντας τήν ἔννοια καί τή μεθοδολογία τῆς Science, δηλαδή τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Στόν κλάδο τῆς Ἱστορίας θρησκευμάτων ἡ Ἱστορία ἀποτελεῖ μόνο μέρος, καί μία μόνο περιο χή γνωστικοῦ τῆς Θρησκείας, μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης, ἤ ἑνός θρησκευτικοῦ φαινομένου. Ἡ Ἱστορία θρησκευμάτων εἶναι περισσό τερο ἡ ἐπιστημονική ἀφήγηση (story) μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης, παρά ἡ ἔκθεση τῆς ψυχρῆς Ἱστορίας της. Θρησκεία καί θρησκευτικές παραδόσεις. Ὁ ἀναγνώστης θά ἔχει παρατηρήσει μέχρι στιγμῆς ὅτι ἀντί τή λέξη «θρησκεῖες» (μέ μικρό θ, καί στόν πληθυντικό) ἔχω χρησιμοποιήσει συνήθως τίς ἐκφράσεις «θρησκευτικές παραδόσεις», «θρησκευτικές κοινότητες», ἤ «θρη 24
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
σκευτικές ἐμπειρίες». Αὐτές εἶναι, ἴσως, περισσότερο ἀκριβεῖς ἐκ φράσεις. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα στίς λέξεις «Θρησκεία» (μέ κεφαλαῖο, καί στόν ἑνικό) καί «θρησκεῖες» (μέ μικρό καί/ἤ ὄχι στόν πληθυντικό). Στήν Ἑλληνική ὑπάρχουν προσφυῶς δύο λέξεις, «Θρησκεία» καί «θρήσκευμα». Ἡ κατάληξη -μα στό οὐσιαστικό προσδίδει τήν ἔννοια τοῦ καρποῦ, ἤ τῆς ἔκφρασης τοῦ πρώτου: Θρη σκεία εἶναι τό ἐσώτερο καί οὐσιαστικό ὑπόβαθρο, ἤ τό περιεχόμενο, ἀπό τό ὁποῖο πηγάζει καί ἐκφράζεται μιά θρησκευτική παράδοση, ἤ ἕνα θρήσκευμα . Σέ ἄλλες γλῶσσες, ἤ πολιτισμούς, «Θρησκεία» δέν ὑπάρχει κἄν ὡς λέξη ἤ ἔννοια· καί αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Στά Ἀραβικά, παραδείγματος χάριν, ἡ ἔννοια τῆς «Θρησκείας» ἀπο δίδεται μέ τή λέξη din, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα σημαίνει, συμ περιφορά, ἔκφραση, τρόπος ζωῆς σέ σχέση (ἀλλά ὄχι ἀπαραίτητα) μέ κάτι πέραν τῆς ἀνθρώπινης διάστασης, ὅπως τό θεῖον. Μερικές μάλιστα θρησκεῖες δέν συμπεριλαμβάνουν κἄν τή λέξη ἤ τήν ἔννοια «Θεός», ἤ θεότητας στό λεξικό τους! Ἔτσι, ἕνας ἀπόλυτα παραδεκτός ὁρισμός τῆς Θρησκείας παρα μένει ἀκόμη ἀνοιχτό θέμα γιά τούς θρησκειολόγους. Μιά γενική πάντως καί εὐρέως ἀποδεκτή ἀρχή εἶναι ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι αὐτό πού ἔχει νά κάνει μέ τή σχέση ἀνθρώπου καί θείου, ἤ τοῦ «Ἄλλου». Ὁ κοινωνιολόγος Peter L. Berger σέ ἕνα παράρτημα περί «Κοινωνιο λογικῶν ὁρισμῶν τῆς Θρησκείας» ἀναλύει διάφορες προτάσεις τίς ὁποῖες ἔχουν προτείνει ἄλλοι ἐπιστήμονες («πατριάρχες», θά ἔλεγε κάποιος, τῆς σπουδῆς τῆς Θρησκείας), ὅπως ὁ Max Müller, Edward Tylor, Max Weber, Emile Durkheim, Thomas Luckmann, ἤ ὁ Rudolf Otto. Ὁ ἴδιος ὅμως ἀποφεύγει ἀπόλυτους καί συγκεκριμένους ὁρι σμούς. Προτιμάει μᾶλλον πλατιές, κοινωνιολογικές ἐκφράσεις γιά τόν ὅρο «Θρησκεία» ὡς ἕνα «πανανθρώπινο σύμπαν ἐννοιῶν», τό περιεχόμενο τῆς ὁποίας ἐμπεριέχει τήν ἐνδόμυχη ἀνθρώπινη δίψα γιά ἕναν κόσμο ὄντως συγγενή καί φιλικό πρός τόν ἄνθρωπο, ἀναζωογο νούμενον ἀπό μιά τέτοια δύναμη. Ὁμολογεῖ δέ ὁ Berger ὅτι σέ τελική .
Βλέπε ἐπίσης πολλαπλά ἄλλα τέτοια παραδείγματα ἀπό τήν Ἑλληνική γλῶσσα, ὅπως: θεωρία-θεώρημα, ἐπίδοση-ἐπίδομα, ἐπιχείρηση-ἐπιχείρημα, βoυλή-βoύ λευμα, νoθεία-νόθευμα, περίσσεια-περίσσευμα, ἐμπόριo-ἐμπόρευμα, πoλιτείαπoλίτευμα, βίoς-βίωμα, νόηση-νόημα, καί πλεῖστα ἄλλα.
25
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἀνάλυση ἕνας ὁρισμός τῆς Θρησκείας ἔχει νά κάνει μέ τή διάθεση, τήν αἴσθηση, ἤ τή ... «γεύση» (de gestibus) τοῦ καθενός! Ἕνας ὁρισμός ὁ ὁποῖος ἔχει γίνει δεκτός ἀπό μιά σημαντική μερίδα ἐπιστημόνων στή Βόρειο Ἀμερική εἶναι αὐτός τοῦ Γερμανοῦ θεολόγου Paul Tillich (1886-1965). Γιά τόν Tillich Θρησκεία εἶναι αὐτό τό ὁποῖον συνέχει ἀπόλυτα τόν ἄνθρωπο καί ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ὕπαρξής του (the ground of being). Αὐτό τό ὁποῖον συνέχει ἀπόλυτα τόν ἄνθρωπο (the ultimate concern) ἀναφέρεται καί ἔχει ἴσως νά κάνει, κατά τόν Tillich, μέ τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο· ἀλλά στίς περισσότερες περιπτώσεις, ἄν ὄχι σέ ὅλες, ἔχει νά κάνει μέ κάποιον ἤ κάτι τό ὁποῖον εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ καί καθ’ ὁλοκληρίαν «ἄλλο» (the wholly other)! Ἀλλά αὐτό τό ἐντελῶς, καθοκληρίαν καί ἐξ ὁρισμοῦ «ἄλλο» δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἕνα Ὄν, ἤ Ὤν, ὅπως οἱ θεϊστικές-μονοθεϊστικές θρησκεῖες τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ ἀντιλαμβάνονται ὡς τό Θεό. Ἡ Θρησκεία, λοιπόν, εἶναι κάτι ἀφάνταστα εὐρύ, ἐξαιρετικά δύ σκολο νά ἐκφραστεῖ μέ λέξεις καί ἀδύνατον νά περιοριστεῖ σέ καθο λικά ἀποδεκτούς ὁρισμούς. Εἶναι ὅμως «κάτι» τό ὁποῖο μπορεῖ νά μελετηθεῖ καί νά τό προσεγγίσει κάποιος μέσα ἀπό θρησκεύματα, θρησκευτικά φαινόμενα καί ἐκφάνσεις αὐτῶν. Τήν ἔννοια τῆς Θρη σκείας δέν μπορεῖ νά τή συλλάβει κάποιος ἀφηρημένα, στό κενό, χωρίς ἐκφάνσεις, ἐκφράσεις, συγκεκριμένα φαινόμενα, θρησκευτικές κοινότητες καί παραδόσεις, καί μάλιστα στόν πληθυντικό, ἐν τόπῳ καί χρόνῳ. Παίρνει κάποιος μιά αἴσθηση τῆς Θρησκείας παρατη ρώντας, μελετώντας, καί ἀναλύοντας, θρησκευτικά φαινόμενα καί θρησκευτικές παραδόσεις. Ἡ Θρησκεία ἀποτελεῖ πολυσύνθετη καί πολυδιάσταστη πραγματικότητα. Ἡ προσέγγιση καί ἡ μελέτη της συνιστοῦν, καί ἀπαιτοῦν, πλατιά, ἀντικειμενική, ὀξυδερκή διάθεση, καί πολυσχιδή ἄσκηση. Ὁ διάλογος περί τῆς ἔννοιας τῆς Θρησκείας καί τῆς μεθοδολογίας (ἤ μᾶλλον μεθοδολογιῶν) σπουδῆς της ὑπῆρξε ἔντονος διά μέσου τῆς ἱστορίας, καί τοῦ πιό ἄμεσου παρόντος. Μεταξύ τῶν πιό γνωστῶν ὀνομάτων πρωτεργατῶν αὐτοῦ τοῦ διαλόγου κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες εἶναι αὐτά τῶν Mircea Eliade, Raffaele Pettazzoni, G. Van der Leew, Joahim Wach, C. J. Bleeker, J. M. Kitagawa, E. J. Jurgi, W. B. . Berger (1990), σσ. 175, 177.
26
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
Kristensen, Geo Widengren, A. Bausani, καί Wilfred Cantwell Smith. Κάτω ἀπό τά ὀνόματα αὐτά μπορεῖ κάποιος νά βρεῖ πολλαπλούς τίτλους καί περαιτέρω βιβλιογραφία σέ Πανεπιστημιακές καί δημό σιες βιβλιοθῆκες. Τά Πρακτικά τῶν Κογκρέσων τῆς Διεθνοῦς Ἑται ρείας τῆς Ἱστορίας Θρησκευμάτων (International Association for the History of Religions), καθώς καί τά περιοδικά Numen καί History of Religions εἶναι μερικά ἀπό τά ἐξειδικευμένα ὄργανα στά ὁποῖα μπο ρεῖ νά βρεῖ κάποιος ἐκτενεῖς συζητήσεις καί ἀναλύσεις θεωρητικῶν καί μεθοδολογικῶν θεμάτων περί τῆς Ἱστορίας Θρησκευμάτων. Με ρικά ἀντιπροσωπευτικά ἄρθρα ἐπί μεθοδολογικῶν θεμάτων ἔχουν περιληφθεῖ στό συλλεκτικό τόμο The History of Religions. Essays in Methodology τόν ὁποῖον ἔχει φροντίσει ἐκδοτικά ὁ γνωστός Ρουμᾶνος θρησκειολόγος Mircea Eliade. Προβλῆτες ἀπόπλου. Ἕνα βιβλίο τό ὁποῖον ἔχει ἐκφράσει μέ εὔπεπτο τρόπο τίς ἀρχές καί τούς καρπούς τῆς Ἱστορίας Θρησκευ μάτων εἶναι αὐτό τοῦ Huston Smith, Religions of Man (1964), ἀνα θεωρημένο μέ τόν τίτλο The World’s Religions (1991). Ἀρχικά ὡς Πανεπιστημιακό ἐγχειρίδιο ἐκδεδομένο τό 1958, ἔχοντας ἀπό τότε γνωρίσει πολλαπλές ἐκδόσεις καί ἀνατυπώσεις, ἔχει ἀναθρέψει γε νεές φοιτητῶν καί σκεπτόμενων ἀναγνωστῶν πρός τήν εὐαίσθητη προσέγγιση καί σπουδή τῶν θρησκειῶν. Γεννημένος στήν Κίνα τό 1919, σπουδασμένος στήν Ἀμερική, καί πολυγραφότατος συγγραφέ ας, ὁ Huston Smith ἔχει ὑπηρετήσει ὡς Καθηγητής Φιλοσοφίας καί Θρησκείας στά Πανεπιστήμια τοῦ Colorado, τῆς Washington, καί στό Syracuse University. Εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον ὅτι τά περισσότερα χρόνια δίδαξε σέ ἕνα κατεξοχήν τεχνολογικό Πανεπιστήμιο, στό Massachusetts Institute of Technology στή Βοστώνη, φημισμένο ὅμως γιά τά Τμήματα ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν καί ἰδιαίτερα τό Τμῆμα Φιλοσοφίας! Μιά ἐντελῶς ξένη γιά μᾶς νοοτροπία... Στό Εἰσαγωγι κό του κεφάλαιο μέ τίτλο «Σημεῖο ἀναχώρησης» ὁ Huston Smith διαγράφει ὁρισμένες βασικές θεωρητικές ἀρχές (μερικές ἀπό αὐτές ἴσως ἰδεαλιστικές) γιά τή σπουδή τῶν θρησκευμάτων, τίς ὁποῖες ἀξί ζει νά ἐπαναλάβουμε ἐδῶ. Κατά τόν Huston Smith γιά νά σπουδάσει κάποιος τίς θρησκεῖ ες τοῦ κόσμου ἀπαιτεῖται πρῶτα νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλοι λαοί στόν κόσμο· αὐτό τό τόσο ἁπλό καί ἀπολύτως εὐνόητο! 27
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Ρίχνοντας μιά ματιά στόν πλανήτη ἀναγνωρίζει κάποιος ὅτι εἶναι μέλος μιᾶς κοινωνίας ἀνθρώπων ἡ ὁποία ὅμως ἔχει καί κάποια θρη σκευτική διάσταση καί ταυτότητα. Ὅσο στρέφεται καί ἐξετάζει τίς δικές του θρησκευτικές ἐμπειρίες, τόσο ἀποκτᾶ συνείδηση τῶν θρη σκευτικῶν πεποιθήσεων καί ὁραματισμῶν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καί εὐαισθητοποιεῖται πρός αὐτές. Ἡ σπουδή τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων ἄλλων ἀνθρώπων δέν προϋποθέτει ἀθέτηση τῶν δικῶν του θρησκευτικῶν παραδόσεων καί πεποιθήσεων, ἤ συμβιβασμό· τό ἀντίθετο! Ἕνας ἄνθρωπος μέ θρησκευτικές εὐαισθησίες βρίσκεται σέ πλεονεκτικότερη θέση νά ἀναγνωρίσει, νά κατανοήσει, νά ἐκτιμή σει καί νά μελετήσει θρησκευτικά φαινόμενα καί ἐμπειρίες – πολύ περισσότερο ἀπό κάποιον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει εὐαισθησία, ἤ προσωπι κή ἐμπειρία σέ θέματα Θρησκείας. Ἡ πρώτη ἀρχή ἑπομένως εἶναι νά ἀναγνωρίσει κάποιος καί νά θέλει νά μάθει γιά τήν πίστη καί τίς ἀξίες ἄλλων ἀνθρώπων. Ἡ δεύτερη ἀρχή, κατά τόν Huston Smith, εἶναι νά δούμε τούς ἄλ λους (ἤ, καί τούς ἄλλους) ὡς ἀναζητητές τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖοι στρέφουν τά μάτια καί τή φωνή τους πρός τό θεῖον. Ἡ ἔκφραση «ἀναζητητές τοῦ Θεοῦ» ἐπιδέχεται ἴσως ἀμφισβήτηση καθότι, ὅπως εἴπαμε, δέν προϋποθέτουν ὅλες οἱ θρησκεῖες πίστη σέ Θεό, καί μάλιστα σέ ἕνα Θεό. Ἑπομένως ἡ ἀρχή αὐτή, ὅπως διατυπώνεται, ἴσως νά μή ἔχει ἐφαρμογή καί νά μή συμπεριλαμβάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἡ πρόθεσή της ὅμως εἶναι σαφής: ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση κινεῖται καί ἕλκεται μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο πρός καί ἀπό μιά δύναμη, ἕνα καθ’ ὁλοκληρίαν «ἄλλο» (the wholly other) πέραν τῆς δικῆς του ὕπαρ ξης, στό ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐναποθέσει τό εἶναι του. Ἡ τρίτη ἀρχή εἶναι ὅτι αὐτό πού σπουδάζει κάποιος ὡς μιά θρη σκευτική παράδοση εἶναι ἁπλῶς ἕνα, καί περιορισμένο, μέρος τοῦ ὅλου της. Οἱ περισσότερες θρησκευτικές παραδόσεις ἔχουν μακρά ἱστορία ὕπαρξης, καί καμιά ἀπό αὐτές δέν εἶναι κάτι μονολιθικό. Καθεμία ἐκφράζεται μέ ποικιλία μορφῶν καί ἐκφάνσεων, μέσα ἀπό διάφορα ἱστορικά καί πολιτιστικά δεδομένα. Ἄς δεῖ κάποιος, γιά παράδειγμα, μέ πόσες διαφορετικές ἐκκλησίες, παραδόσεις, ὁμο λογίες, πολιτιστικές καί γεωγραφικές ἰδιοσυγκρασίες ἐκφράζεται ὁ Χριστιανισμός! Σέ διάφορους βαθμούς τό ἴδιο ἰσχύει γιά ὅλες τίς θρησκευτικές παραδόσεις τοῦ πλανήτη. Τά θρησκεύματα εἶναι ζῶσες 28
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
πραγματικότητες, βιώματα καί ἐμπειρίες, τίς ὁποῖες ἐκφράζουν καί ἑρμηνεύουν ζωντανοί ἄνθρωποι· ἀποτελοῦν, ἑπομένως, ἀντικείμενα τροπῆς καί ἑρμηνείας. Γιά νά συνοψίσει κάποιος. Τρεῖς βασικές ἀρχές καί προϋποθέσεις ἀπαιτοῦνται γιά νά ξεκινήσει τήν ἔρευνα μιᾶς θρησκευτικῆς παρά δοσης: πρῶτον, ὡς πολίτης μιᾶς οἰκουμενικῆς κοινότητας νά θέλει νά δεῖ καί νά ἀποκτήσει ἐπίγνωση τοῦ κόσμου στόν ὁποῖον ζεῖ· δεύ τερον, νά ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ Θρησκεία εἶναι δομικό χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης – ἕνα ἀπό τά ἐντονότερα καί βαθύτε ρα, ἄν ὄχι τό ἐντονότερο καί βαθύτερο χαρακτηριστικό στοιχεῖο· καί τρίτον, σάν φαινόμενο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἡ Θρησκεία ἐκφράζεται μέ μία πληθώρα μορφῶν καί ἐκφάνσεων. Ἐπειδή ἡ Θρησκεία εἶναι κάτι τόσο βαθύ καί πολυδιάστατο, πρέπει νά συμβιβαστούμε μέ τήν ἰδέα ὅτι ἡ μελέτη καί ἡ ἔρευνα μιᾶς θρησκευτικῆς παράδοσης, πολύ δέ περισσότερο πολλῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, ἀποτελεῖ ἔργο ζωῆς, διαρκοῦς καί ἐπίπονης παρατήρησης, ἀναδίφησης καί μόχθου. Πρέπει, ἐπίσης, νά ἀποδεχθεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ κατανόηση τῆς οὐσί ας τῆς Θρησκείας αὐτῆς καθαυτήν ξεπερνᾶ καί ξεφεύγει ἀπό τή δυ νατότητα καί τή λογική τοῦ ὁποιουδήποτε ἐρευνητῆ. Παρόλα αὐτά μιά τέτοια ἐνασχόληση συμβάλλει ἀφάνταστα στήν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι καί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, καί ἐμπλουτίζει βαθύτατα τήν αὐτογνωσία τοῦ μελετητή. Καλό ταξίδι! Ἡ σπουδή τῆς Θρησκείας γενικά καί τῶν θρησκευ τικῶν παραδόσεων εἰδικότερα, ἀποτελεῖ ἕνα γοητευτικό, προκλητικό τομέα σπουδῶν καί γνώσης μέ τεράστιες διανοητικές καί πνευματικές ἀμοιβές. Συνεπαίρνει καί ἀπογειώνει. Εἶναι μιά ἐξελικτική πορεία, ἕνα ταξίδι (στήν πραγματικότητα, ἕνα μακρύ ταξίδι), μέ ὅλες τίς προκλήσεις, τούς κινδύνους, τόν ἐνθουσιασμό καί τή συγκίνηση τά ὁποῖα ἐνέχει ἕνα ταξίδι. Ἡ σπουδή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ, τριῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων μέ βαθιές ρίζες, κοινά χαρακτηριστικά, ἀλλά καί πολύ διακριτές καί οὐσιαστικές διαφορές, ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερα προκλητικό, καί ἀναγκαῖο γιά τήν ἐποχή μας ταξίδι. Καί οἱ τρεῖς τους ἔχουν διαμορφώσει τήν ἱστορία, τήν προσω πικότητα, τήν ὑφή καί τόν πολιτισμό τοῦ Μεσοανατολικοῦ καί τοῦ λεγομένου «Δυτικοῦ» κόσμου. Σέ ἕνα πολύ μεγάλο ποσοστό ἔχουν διαμορφώσει, καί συνεχίζουν νά διαμορφώνουν, τή δική μας ζωή! 29
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Στό κάλεσμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, «Ἀδάμ ποῦ εἶ;» (Γέν. 3:9), ἴσως νά βρίσκεται καί μιά ἐντολή μιᾶς δικῆς μας ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί τοῦ συνανθρώπου μας. Ἴσως μπορέσει ὁ καθένας νά κάνει αὐτήν τήν ἀναζήτηση μέσα ἀπό τήν πολυδαίδαλη καί πυκνόφυλλη παράδοσή του, καί ἀπό αὐτήν τοῦ ἄλλου. Ἡ σπου δή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ ἀποτελεῖ μιά κάποια ἀπόπειρα ἀνακάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῆς ταυτότητός μας, ἀλλά καί τοῦ κοινοῦ Δημιουργοῦ.
30
1 ΤΟ ΜΟΝΟΘΕΪΣΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ἰσλάμ: Θεμελιακά, κοινά καί διακριτικά χαρακτηριστικά
Ἐάν, ὅπως ὑπαινιχθήκαμε πρωτύτερα, ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός
καί τό Ἰσλάμ ξεφυτρώνουν ἀπό τήν ἴδια ρίζα, καί Ἰουδαῖοι, Χριστιανοί καί Μουσουλμάνοι εἶναι «σπέρμα Ἀβραάμ» , γιατί τότε εἶναι τόσο διαφο ρετικοί, γιατί ὑπάρχει τόση ἔνταση ἀνάμεσά τους, καί γιατί ἡ μνεία καί μόνο αὐτῶν μαζί δημιουργεῖ δυσφορία καί ἀντίδραση; Εἶναι, νομίζω, τά διακριτικά χαρακτηριστικά ἀνάμεσά τους τά ὁποῖα τούς κάνουν τόσο δια φορετικούς καί τούς τοποθετοῦν σέ ἀντίθετα καί ἀντίπαλα στρατόπεδα. Εἶναι ὅμως αὐτά τά διακριτικά χαρακτηριστικά αὐτά τά ἴδια τά ὁποῖα κά νουν κάθε θρησκευτική παράδοση αὐτό πού εἶναι στήν οὐσία της; Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τά ὁποῖα τόν διαχωρίζουν ἀπό τό Χριστια νισμό καί τό Ἰσλάμ αὐτά καί μόνο πού ὁρίζουν, γιά παράδειγμα, τί εἶναι ὁ Ἰουδαϊσμός στήν οὐσία του; Ποιά εἶναι μερικά ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι οὐσιώδη γιά τόν Ἰουδαϊσμό καί τά ὁποῖα συμβαίνει νά εἶναι χαρακτηριστικά καί τῶν δύο ἄλλων θρησκευτικῶν παραδόσεων, τά ὁποῖα καμιά ἀπό τίς τρεῖς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ γιά τόν ἑαυτό της, ἔστω καί ἄν ἡ καθεμία ἀπό αὐτές δέν τά βλέπει ἤ δέν θέλει νά τά ἀναγνωρίσει στίς δύο ἄλλες παραδόσεις; Ἐάν ὄντως ὑπάρχουν τέτοια χαρακτηριστικά, κοινά στόν Ἰουδαϊσμό, Χριστιανισμό καί Ἰσλάμ τά ὁποῖα εἶναι θεμελιώδη καί οὐσιώδη, εἶναι πολύ σημαντικό νά τά προσδιορίσει καί νά τά ἀναγνωρίσει κάποιος, ἀλλιῶς μπορεῖ νά παραβλέψει μιά τόσο σημαντική συγγένεια καί, τό χειρότερο, τά ἰδιαίτερα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τῆς καθεμίας. Σέ μιά . Βλέπε Παραλειπομένων Β΄ 20:7, Ψαλμ. 104 (105):6, Ἠσαΐας 41:8, Ἰω. 8:33, 37, Ρωμ. 11:1, Ἑβρ. 2:16.
31
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
πρώτη ματιά διαπιστώνουμε τά ἑξῆς θεμελιώδη, δομικά, κοινά στοιχεῖα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν τίς τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις:
Θεοκεντρικά θρησκεύματα Ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ εἶναι πρώτιστα «θεϊστικά», ἤ μᾶλλον θεοκεντρικά, θρησκεύματα καί παραδόσεις. Βασίζονται καί προ ϋποθέτουν πίστη σέ Θεό! Τά ἐπίθετα αὐτά ἐμπεριέχουν τήν Ἑλληνική λέξη Θεός ἀπό τήν ὁποίαν ἔχει προκύψει σειρά ἄλλων συναφῶν ὅρων, ὅπως θε ογνωσία (ἡ γνώση σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ), Θεολογία (ὀνομασία γιά τή σπουδή τῆς δογματικῆς πίστεως τῆς καθεμιᾶς) καί θεολόγος (γιά τόν ἐρευνητή ἤ ἐντρυφόντα στά θέματα αὐτά), θεοκρατία (ἡ ἔννοια τῆς ἀπόλυτης κυριαρχίας τοῦ Θεοῦ σέ ὅλα τά θέματα ζωῆς, ἀκόμη καί τῆς δια χείρησης τοῦ κράτους καί τῶν καθημερινῶν κοσμικῶν ζητημάτων), θεομηνία (ἔκφραση τῆς μήνης, ἤ «θυμοῦ», τοῦ θείου), θεοπνευστία καί θεόπνευστος (ἡ ἔμπνευση τήν ὁποία παρέχει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο), θεοφανεία (τό φαι νόμενο τῆς ἐμφάνισης καί ἐμπειρίας τοῦ θείου), θεοσέβεια (ὁ σεβασμός καί τό δέος πρός τό Θεό), καί πολλαπλές ἄλλες λέξεις καί ἐκφράσεις – κοινός τόπος στό λεξιλόγιο τῆς καθεμιᾶς ἀπό τίς τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις. Ὅσο καί ἄν προσπαθήσει κάποιος νά διαφοροποιήσει τόν Ἰουδαϊσμό ἀπό τό Χριστιανισμό ἤ τό Ἰσλάμ, τό Χριστιανισμό ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό ἤ τό Ἰσ λάμ, καί τό Ἰσλάμ ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό ἤ τό Χριστιανισμό, ὡς τελευταῖος παρονομαστής θά παραμείνει τό γεγονός τῆς ὕπαρξης Θεοῦ, αὐτοῦ τοῦ «ἐντελῶς ἄλλου» τοῦ ὑπέρτατου ὄντος τό ὁποῖο ὀνομάζουν Θεό, ὕπαρξη τήν ὁποία οἱ τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις προϋποθέτουν ὡς θεμέλιο γιά τή δική τους ὕπαρξη καί βάση τοῦ εἶναι τους. Ὅσο ἁπλό καί νά ἀκούγεται, αὐτό εἶναι τό πρῶτο καί θεμελιῶδες, οὐσιαστικό, κοινό χαρακτηριστικό! Καμιά ἀπό τίς τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις δέν ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει γνώση καί ὅτι κατανοεῖ τό Θεό, ἀπόλυτα καί ὁριστικά. Αὐτή ἡ «ἀγνωσία» εἶναι μέρος τῆς κοινῆς τους πίστεως στό Θεό!10 Καί οἱ τρεῖς θρησκευτικές 10. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή νά ξεκαθαρίσει κάποιος τό τοπίο καί νά κάνει ἕνα γενικό σχόλιο γιά τό «γένος» τοῦ Θεοῦ· κατά πόσον, δηλαδή, αὐτό εἶναι ἀρσενικό, θηλυκό, ἤ οὐδέτερο – ἕνα θέμα τό ὁποῖο στήν ἐποχή μας ἔχει γίνει θέμα «περιεκτικῆς» γλώσσας, καί ἀλλοιωθεῖ μέσα στή φεμινιστική διαμάχη περί ἰσότητας τῶν φύλων! Τό
32
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
παραδόσεις δέν ἀσχολοῦνται μέ τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ· τήν προϋποθέτουν. Ἀποδέχονται τό γεγονός τοῦ ἀνωτάτου καί ἀπολύτου αὐτοῦ Ὄντος, χωρίς νά ἀμύνονται, νά διαπληκτίζονται, ἤ νά κάνουν τήν ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξής του προϋπόθεση ὁμολογίας τῆς πίστεως τους. Καί κατά τίς τρεῖς θρησκευ τικές παραδόσεις, ὁ Θεός εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μυστήριο, πέρα ἀπό τήν ἀν θρώπινη κατανόηση καί, συνεπῶς, πέρα ἀπό κάθε ὀρθολογιστικό χειρισμό καί παραποίηση11. Τό ἀσύλληπτο Ὄν. Μία ἀπό τίς ἐτυμολογίες τῆς λέξης Θεός ἀναγάγει τή λέξη στό ρῆμα θέειν, «τρέχω». Ὁ Θεός, ἑπομένως εἶναι τό ὄν τό ὁποῖο «τρέχει» – ὡς ἀσύλληπτο στήν ἀνθρώπινη λογική. Εἶναι ὑπερβατικός, παν ταχοῦ παρών, πέραν κάθε περιορισμοῦ τόπου καί χρόνου. Θρησκευτικές παραδόσεις ἔχουν χρησιμοποιήσει τέτοιες ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις, ὅπως «σῶμα», «πόδες», «χεῖρες», «ὦτα», ἤ «θρόνους» κ.λπ. γιά τό Θεό, οἱ ὁποῖες ὅμως μέ κανέναν τρόπο δέν περιγράφουν, πολύ δέ περισσότερο δέν ἅπτονται οὔτε ἐξαντλοῦν, τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Θεός «τρέχει», διότι ὑπερβαίνει τή λογική καί ξεφεύγει κάθε ἀπόπειρα τοῦ ἀνθρώπου νά τόν περιορίσει σέ τόπο, χρόνο, ἤ σχῆμα. «Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι», γράφει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (π. 655-π. 750), ἕνας ἀπό τούς μεγαλύ τερους Πατέρες τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας Ἀνατολῆς καί Δύσης, «ἀλλά δέν ξέρουμε τί εἶναι». «Τό μόνο πού γνωρίζουμε περί Θεοῦ», συνεχίζει ὁ Σύρος Πατέρας, «εἶναι ἡ ἀγνωσία του»! Θά κάνουμε λόγο περί τῆς ἀγνωσί ας καί τοῦ ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ στήν κάθε θρησκευτική παράδοση στά ἀνάλογα σημεῖα. Αὐτό πού μποροῦμε νά ἐπαναλάβουμε στό σημεῖο αὐτό εἶναι ὅτι καί οἱ τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις προϋποθέτουν τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, καί πιστεύουν στό Θεό ὡς δημιουργό καί αἰτία τῶν πάντων. Αὐ ἄρθρο «ὁ» γιά τό Θεό (ὅπως καί γιά τόν «ἄνθρωπο») δέν ὑποδηλώνει, πολύ δέ περισ σότερο δέν ὁρίζει, ἀρσενικότητα· κάτι τέτοιο θά κατέλυε τό γνῶφο καί τήν «ἀγνωσία» τοῦ Θεοῦ, τή βασική ἀφετηρία τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ, καί τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ ἐπιτήρηση τῆς θρησκείας, καί μάλιστα τῆς ἔννοιας τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή γλῶσσα καί τή γραμματική (ἀπόρροιες πολιτισμικότητας) ἀποτελεῖ σκόπελο γιά τήν ἀνθρώπινη αὐτο γνωσία, καί φραγμό πρός τή γνώση καί τήν κατανόηση. 11. Ἕνα πρόσφατο βιβλίο, γιά τό νόημα καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ὅπως αὐτά ἐξελίχθηκαν στίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, τό ὁποῖο ἔχει προκαλέσει ἔντονο διάλογο εἶναι αὐτό τῆς Karen Armstrong, πρώην Ρωμαιοκαθολικῆς μοναχῆς (βιογραφία της, 1982), καί ἐν συνεχείᾳ καθηγήτριας στό Ἑβραϊκό Κολλέγιο, Leo Baeck College for the Study of Judai sm, στήν Ἀγγλία.
33
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
τό εἶναι ἕνα θεμελιακό, κρίσιμο καί οὐσιῶδες σημεῖο σύγκλισης τῶν τριῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων. Διαιρεῖται ὁ Θεός; Τό πρακτικό συμπέρασμα τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἐξά γουμε ἀπό τήν προηγούμενη ἑνότητα εἶναι ὅτι εἶναι ἀπολύτως παράλογο καί ἀντιφατικό νά θεωρεῖ κάποιος τόν Ἰουδαϊσμό, τό Χριστιανισμό καί τό Ἰσλάμ ὡς τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις μέ πίστη ἡ καθεμιά σέ ἕνα μέρος, ἤ σέ διαφορετικό, ξεχωριστό Θεό, ὅταν μάλιστα πιστεύουν εἰς αὐτόν ὡς μόνον, ὑπερβατικό, δημιουργό Θεό! Ἀκόμη καί τέτοιες ἐκφράσεις, ὅπως «ὁ Θεός τῶν Ἑβραίων», ἤ «ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν», ἤ «ὁ Θεός τῶν Μου σουλμάνων», σάν ὁ κάθε Θεός νά ἦταν διαφορετικός, ἤ μέρος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκφράσεις λαϊκίζουσες, λανθασμένες, καί ἀπαράδεκτες. Ὅπως εἶναι ἐξίσου ἀφελές νά νομίζει κάποιος ὅτι τά διάφορα ὀνόματα περί Θεοῦ, ὅπως, Yahweh, Elohim, Θεός, Allah ἀναφέρονται σέ διαφορετικούς θεούς! Ὅταν ὁ Γάλλος ἀναφέρεται στόν Dieu, ὁ Ἄγγλος στόν God, ὁ Ἱσπανός στόν Dios, ὁ Γερμανός στόν Gott, ὁ Ρῶσος στόν Bog, ὁ Ἕλληνας στό Θεό, ἀσφαλῶς δέν ἀναφέρεται ὁ καθένας σέ διαφορετικό Θεό. Οἱ λέξεις αὐτές ἀναφέρονται στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά παραγνωρίζεται (ἰδίως ἀπό τόν πιστό καί διεισδυτικό ἐρευνητή) ἡ διαφορετική καί κρίσιμη ἐμπειρία καί δογματική διατύπωση περί τῆς θεότητας ἀπό τήν κάθε θρησκευτική παράδοση, ἀκόμη καί ἀπό τόν κάθε ἐπί μέρους πιστό!
Μονοθεϊστικά θρησκεύματα Οἱ τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις δέν εἶναι ἁπλῶς «θεϊστικές» (καί ἄλλα θρησκεύματα πιστεύουν σέ θεότητες)· εἶναι μονοθεϊστικές. Ἡ ἀντίληψη ὅτι οἱ τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις διδάσκουν καί οἱ λαοί τους πιστεύουν σέ «ἕνα» Θεό ἀποτελεῖ ὑπεραπλούστευση τοῦ νοήματος τῆς λέξης «μονο θεϊσμός». Τό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξης ἀπαιτεῖ ἀποσαφήνιση. Ὅταν ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ ἀναφέρονται στόν ἕνα Θεό δέν ἀναφέρονται σέ κάποιο ὄν τό ὁποῖο δέν εἶναι δύο, ἤ τρεῖς, ἤ περισσότεροι, ἤ κάτι λιγότερο, ἤ κανένα, ἀλλά στό ὄν τοῦ ὁποίου τό εἶναι εἶναι πέραν ὁποιουδήποτε, ἤ ὁτιδήποτε, ἕνα! Τό «ἕνα» περί Θεοῦ δέν εἶναι ποσοτικό, κάτι τό ὁποῖον ἀριθμεῖται, κάτι πού μπορεῖ νά νοηθεῖ, ἤ κάτι πού σχετίζε ται μέ τό «ἕνα» ἄλλων ὄντων καί πραγμάτων, ὅπως «ἕνα» βιβλίο, «ἕνας» ἄνθρωπος, «μία» καρέκλα! Ὁ Θεός δέν ὁμολογεῖται ὡς «ἕνας» μέ αὐτήν 34
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
τήν ἔννοια. Ἐάν ὁ Θεός ἦταν «ἕνας» μέ τήν ἴδια, ἤ παρόμοια, ἔννοια τότε θά ἦταν ἴδιος, ἤ παρόμοιος, μέ ὅλα τά ἄλλα ὄντα καί πράγματα, τοὐλάχι στον ὡς πρός τήν ἔννοια καί ἰδιότητα τοῦ «ἑνός», ἔστω καί ἄν διέφερε σέ ὅλα τά ἄλλα. Ἐντελῶς «ἄλλος». Στόν Ἰουδαϊσμό, Χριστιανισμό καί Ἰσλάμ ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα ἄλλος. Καί αὐτή ἀκόμη ἡ περί «ἑνός» ἔννοια εἶναι σ’ αὐτόν ἐντελῶς ἄλλη. Ἐπιπλέον πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὅ,τι βλέπουμε καί θεωροῦ με ὡς ἕνα, στήν πραγματικότητα αὐτό εἶναι κάτι σύνθετο. Παραδείγματος χάριν, ἕνα βιβλίο γιά νά εἶναι βιβλίο πρέπει νά φέρει ἐξώφυλλο, σελίδες, γράμματα, κεφάλαια, παραγράφους, γραμμές, καί διάφορα ἄλλα χαρακτη ριστικά στοιχεῖα. Ὅλα αὐτά μαζί δίνουν τήν ἔννοια τοῦ (ἑνός) βιβλίου. Ὁ Θεός δέν εἶναι «ἕνας» μέ αὐτή τήν ἔννοια. Στίς μονοθεϊστικές παραδόσεις ὁ Θεός δέν εἶναι κάποιο σύνθετο ὄν, ἀλλά ἡ ἀπόλυτη ἁπλότητα καί μονότη τα. Παραμένει ἑπομένως πέραν ὁποιασδήποτε ἀνάλυσης, ἤ σύνθεσης· εἶναι μοναδικός, μόνος. Εἶναι ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια πού στό μονοθεϊσμό ὁ Θεός εἶναι ἕνας· ὄχι τό ἀντίθετο. Δηλαδή, ὁ Θεός εἶναι μοναδικός ὄχι ἐπειδή εἶναι ἕνας (διότι πολλοί καί πολλά εἶναι ἕνα), ἀλλά εἶναι ἕνας ἐπειδή εἶναι μονα δικός! Ὁ Ὠριγένης μιλώντας γιά τό Θεό χρησιμοποιεῖ οὐσιαστικά μᾶλλον παρά ἐπίθετα: μονάς καί ἑνάς12. Τό ἴδιο καί τό Κοράνιο τό ὁποῖο μιλάει περί ἑνότητας (tawhīd) τοῦ Θεοῦ (σούρα 121): «Ὁ Θεός εἶναι ἑνότητα (taw hīd) ... καί τίποτε δέν εἶναι σάν αὐτόν», ἤ τίποτε δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ αὐτόν· αὐτό τόν κάνει ἕνα. Μόνος. Στό σημεῖο αὐτό, καί γιά περισσότερη ἔμφαση καί καλύτερη κατανόηση τῆς ἔννοιας «μονοθεϊσμός», εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε σέ δύο ἄλλους κοινούς ὅρους, πολυθεϊσμό καί ἑνοθεϊσμό, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἔχουν νά κάνουν μέ «θεϊστικές» θρησκεῖες. Ἡ λέξη πολυθεϊσμός, ἤ πολυ θεϊστικές θρησκεῖες, ἀναφέρεται σέ παραδόσεις οἱ ὁποῖες πιστεύουν στήν ὕπαρξη θεοτήτων. Συνήθως αὐτές ταυτίζονται μέ διάφορες ἀόρατες δυνά μεις, καταστάσεις (ὅπως ἡ ὀργή, ἡ τύχη, ἡ εὐμάρεια, ὁ ἔρωτας), ἤ φυσικά φαινόμενα (ὅπως ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ἡ γῆ, οἱ ποταμοί, τά βουνά) κ.ἄ. Ἡ λέξη ἑνοθεϊσμός ἀναφέρεται σέ θρησκευτικές παραδόσεις οἱ ὁποῖες πιστεύουν στήν ὕπαρξη διαφόρων θεοτήτων οἱ ὁποῖες μαζί ἀποτελοῦν πάνθεο μέ κάποια ἀρχιαιρεσία θεοτήτων, ἔχοντας ἕνα πατέρα θεό στήν κορυφή τῆς πυραμίδας. Στό πάνθεο αὐτό ὅλες οἱ θεότητες εἶναι γιοί, ἤ θυγατέρες, τοῦ 12. Περί ἀρχῶν, Ι, 1,6 (A.N.F.).
35
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἀνωτάτου αὐτοῦ θεοῦ, καί συνδέονται μεταξύ τους μέ κάποιο δεσμό «συγ γενείας». Στό σχῆμα ὑπάρχει κάποια ἑνότητα ἀλλά μιά τέτοια ἑνότητα δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τήν ἑνότητα τοῦ μονοθεϊσμοῦ. Στό ἑνοθεϊσμό ὁ ἀνώ τατος θεός ἔχει μετόχους, καί ὑφισταμένους, δέν εἶναι μόνος καί παρά τό γεγονός ὅτι αὐτοί εἶναι «ὑφιστάμενοι» δέν παύουν νά εἶναι θεοί οἱ ὁποῖοι μετέχουν κατά οὐσιώδη τρόπο στό εἶναι καί στή ζωή του. Στό μονοθεϊσμό ἡ λέξη μόνος δηλώνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα ἕνας καί ἁπλοῦς. Μερικοί μυστικοί μονοθεϊστικῶν θρησκευμάτων, καί ὄχι μόνον, ὤθησαν τήν ἔννοια τοῦ μόνος στά ἄκρα γιά νά ποῦν ὅτι, στήν πραγματικότητα, τίποτε ἄλλο δέν ὑπάρχει παρά μόνο ὁ Θεός· ὅλα τά ἄλλα ἀποτελοῦν ἀπατηλότητα, αὐ ταπάτη, ἤ ἀνταύγεια τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ! Σέ ἀνάλογα σημεῖα θά δοῦμε πῶς ἡ καθεμία ἀπό τίς τρεῖς μονοθεϊστικές παραδόσεις ἐκφράζεται ὡς πρός τή μονότητα καί μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ ἔχουν χαρακτηριστεῖ ἀπό ἱστορικούς θρη σκευμάτων ὡς πρωτοειδής μονοθεϊσμός, ἀπό τόν ὁποῖο ξεπήδησε ἕνας ἄλλος τύπος μονοθεϊσμοῦ στόν ὁποῖο ἀνήκει ὁ Χριστιανισμός. Ὁ Ἰουδαϊ σμός θεωρεῖται ὡς ἡ μητέρα τοῦ μονοθεϊσμοῦ. Οἱ πρόγονοι τῶν Ἰουδαίων ξέκοψαν ἀπό μία κοινωνία μέ ἑνοθεϊστικές πεποιθήσεις καί ἀποδέχτησαν τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ ὡς αἰτίας καί δημιουργοῦ τῶν πάντων. Τό Ἰσλάμ, ἐπίσης, διατεινόμενο ὅτι αὐτό καί μόνον ἀποτελεῖ τόν ἀνόθευτο μονοθεϊσμό καί τή συνέχεια τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ (din Ibrahim), κατατάσσεται σ’ αὐτόν τόν πρωτοειδή μονοθεϊσμό. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς δευτερεύων μονοθεϊσμός, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ξεκινᾶ ἀπό τόν ἀρχέγονο, πρωτοειδή, μονοθεϊσμό ἀλλά τόν ἐπεκτείνει μιλώντας περί προσώπων στή μία καί μοναδική οὐσιώδη Θεότητα. Ὄντως ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ ἐπέ κταση, ἤ μᾶλλον ὑπέρβαση, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, χωρίς νά ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἰουδαϊκή αὐτή βάση. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἰουδαῖος. Ὅπως ὁ ἴδιος τόνισε, δέν ἦλθε γιά νά καταργήσει «τόν Νόμο ἤ τούς Προφήτας» (καί θά δοῦμε ποιό εἶναι τό συγκεκριμένο καί ἁπτό νόημα αὐτοῦ τοῦ προσδιορισμοῦ), ἀλ λά γιά νά τούς ἐκπληρώσει. Αὐτό πού οἱ Χριστιανοί ὀνομάζουν «Παλαιά Διαθήκη» εἶναι ἡ Ἑβραϊκή Torah, τό σύνολο τοῦ γραπτοῦ Νόμου, ἤ ἡ Ἰουδα ϊκή Γραφή. Χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη ἡ Καινή Διαθήκη δέ βγάζει νόημα ὡς Γραφή, οὔτε ἀποτελεῖ Καινή Διαθήκη ὡς ἐμπειρία καί βίωμα. Γιά τήν κατανόηση καί τήν ἐκτίμησή του ὁ Χριστιανισμός ἀπαιτεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Μερικοί μάλιστα ἐπιστήμονες ἔχουν πάει λίγο παραπέρα διατεινόμενοι (ὄχι χωρίς κάποια ἱστορική αἰτιολογία, ἀλλά στηριζόμενοι 36
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
μόνο σέ ἐξωτερικά, θεσμικά, στοιχεῖα) ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἄρχισε νά ἐξε λίσσεται ὡς αὐτόνομη καί ἀνεξάρτητη θρησκευτική παράδοση, μέ τά δικά του χαρακτηριστικά (Γραφή, δομή, λατρεία, διοίκηση, δόγμα, πράξη, τέχνη κλπ.) μόνον ἀπό τίς ἀρχές τοῦ τετάρτου αἰώνα. Ὄντως, οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰ ῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελοῦν περίοδο κατά τήν ὁποία ἡ Χριστιανική κοινότητα ἦταν ὑπό ἐξέλιξη, ἀναπτύσσοντας τή δική της αὐτογνωσία καί ὡριμάζοντας ὡς αὐτόνομη θρησκευτική κοινότητα, σαφῶς διαφοροποιημένη ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό. Στήν ἱστορία καί ἐξέλιξη τοῦ μονοθεϊστικοῦ φαινομέ νου μποροῦμε νά δοῦμε καί τό Ἰσλάμ ὡς μία ριζοσπαστική ἐπάνοδο στόν πρωτοειδή μονοθεϊσμό, ἤ μᾶλλον στό δυναμικό μονοθεϊσμό, τήν ἀπόλυτη αὐθεντία καί ἐπικράτεια ἑνός ἀπόλυτα μόνου Θεοῦ.
Θρησκεύματα ἀποκάλυψης Ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ εἶναι θρησκευτικές παραδό σεις οἱ ὁποῖες βασίζονται στήν ἀποκάλυψη. Τί ἐννοοῦμε μέ αὐτό; Ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι μόνος, μοναδικός, ὑπερβατικός, «ἄγνωστος», ἀκατανόητος στήν οὐσία του, τίθεται τό ἐρώτημα: πῶς οἱ θρησκευτικές αὐτές κοινότη τες καί παραδόσεις, μιλοῦν γι’ αὐτόν τό Θεό, ἤ μποροῦν νά διατείνονται ὅτι τόν ξέρουν, ἤ ὅτι ἐκφράζουν τήν ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στό ὅτι καί οἱ τρεῖς διατείνονται ὅτι ὅ,τι κατέχουν δέν τό ἔχουν ἐφεύρει ἀλλά τό ἔχουν λάβει μέσῳ ἀποκάλυψης. Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα τρίτο, βασικό καί οὐσιαστικό, κοινό χαρακτηριστικό τῶν τριῶν αὐτῶν μο νοθεϊστικῶν παραδόσεων. Ἀποκάλυψη σημαίνει παροχή, χορήγηση, δωρεά ἐκ μέρους αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀνθρώπινη ἐφεύρεση ἤ ὑπόθεση. Ἡ ἀλήθεια μιᾶς ἀποκεκαλυμμένης θρησκευτικῆς παράδοσης βασίζεται στήν πίστη ὅτι ὁ Θεός ὁ ἴδιος ἀποκάλυψε τόν ἑαυτό του καί ἐπέτρεψε νά γίνει «γνωστός» καί ἐμπειρικά ἐφικτός στόν ἄνθρωπο, ἔστω καί «ἐν ἐσόπτρῳ». Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐπιτρέπει καί ἀπο-καλύπτει μιά φευγαλέα ματιά στό μυστήριο τῆς ὕπαρξης καί τοῦ θέληματός του. Τήν ἐγγύηση γνησιότητας καί αὐθεντικό τητας τῆς ἀλήθειας στόν Ἰουδαϊσμό, Χριστιανισμό καί Ἰσλάμ ἐξασφαλίζει αὐτή ἡ ἀποκάλυψη. Μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου ἔχουμε σημειώσει μία σημαντική σύγκλιση τῶν τριῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων σέ τρία βασικά θέματα. Τό πρόβλη μα δημιουργεῖται ὅταν καί οἱ τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις δηλώνουν 37
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
πίστη στόν ἕναν καί μόνο Θεό, καί ὅτι εἶναι ταυτόχρονα ἀποκεκαλυμμένες θρησκεῖες! Τί λέει αὐτό περί τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀποκάλυψής του, ἤ πόσο πιστευτή μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἀποκάλυψη ὅταν διαφορές, ἤ διάσταση καί ἐχθρότητα, ἐμφανίζονται ἀνάμεσα στίς τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις; Μή πως ἡ οὐσιαστική διαφορά βρίσκεται στήν ἔννοια τῆς ἀποκάλυψης, ἤ στόν τρόπο τῆς ἀποκάλυψης; Στό σημεῖο αὐτό ἀκριβῶς μπορεῖ νά διακρίνουμε τήν οὐσιώδη, καί καίρια, ἀπόκλιση τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν παραδόσεων τῆς μιᾶς ἀπό τήν ἄλλη. Ἱστορία. Σύμφωνα μέ τόν Ἰουδαϊσμό ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε, ἔγινε γνωστός, μέσῳ τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἀπερίγραπτος καί ἀπερινόητος Θεός ὡς δημιουργός τοῦ Σύμπαντος εἶναι ὁ κύριος τῆς δημιουργίας καί ἡ αἰτία τῆς Ἱστορίας. Μέ τή δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου μπῆκε ἡ ἀλλαγή, καί μέσῳ τῆς ἀλλαγῆς ὁ χρόνος, καί μέσῳ τοῦ χρόνου ἡ Ἱστορία. Ἡ δημιουργία καί ἡ Ἱστορία εἶναι τό ἀνοιχτό βιβλίο τό ὁποῖον ἀποκαλύπτει τό Θεό. Μέσα ἀπό τήν Ἱστορία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά διακρίνει καί νά σημειώσει τά μηνύμα τα τοῦ Θεοῦ. Ὁ χρόνος καί ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς, κατά τόν Ἰουδαϊσμό, δέν πρέπει νά ἀφήνονται ἀπαρατήρητα ὡς ἄσχετα πρός τήν παρουσία καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιά τούς Ἑβραίους, ἰδιαίτερα ἡ μακρά γεμάτη γεγονό τα ἱστορία τους, πλούσια σέ ἐμπειρίες, εἶναι σημαντική. Ἐφόσον μάλιστα, ὅπως πιστεύουν, ὁ Θεός ἐπέλεξε τό λαό τους, τό Ἰσραήλ, νά εἶναι δικός του λαός μέσῳ τοῦ ὁποίου ἡ ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα θά πληροφορηθεῖ περί τοῦ Θεοῦ καί θά ὁδηγηθεῖ πρός αὐτόν, ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμέ νου λαοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία διαρκής ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὄντας δέ ὁ Θεός, ὁ κατεξοχήν ἅγιος, ὁ ἔμπρακτα καί οὐσιαστικά ἐνεργός καί συμπλεκόμενος μέ τήν Ἰουδαϊκή ἱστορία, ἡ Ἱστορία γενικά καί ἡ ἱστο ρία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ εἰδικότερα, εἶναι ἱερή ἱστορία (heilsgeschichte) καί ἱστορία ἁγιότητας. Ἡ Ἱστορία εἶναι, κατά τόν Ἰουδαϊσμό, ἡ ἀρένα τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Ἐνσάρκωση. Ὁ Χριστιανισμός δέχεται τή δημιουργία καί τήν Ἱστορία ὡς μέσον ἀποκάλυψης, ἀλλά τά βλέπει αὐτά ὡς φυσικά, ἔμμεσα, εἰσαγωγικά καί παιδαγωγικά, δεῖκτες πρός τό Θεό, πρίν ἀπό μία ἀπευθείας καί ἄμεση ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανισμός βλέπει τόν ἄνθρωπο ὄχι ἁπλῶς ὡς παρατηρητή καί δέκτη, ἀλλά ὡς συγκοινωνό καί μέτοχο τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Στόν Χριστιανισμό ἀποκάλυψη δέν σημαίνει τόσο νοησιαρχική γνώση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήματός του, ὅσο σχέση καί συμμετοχή στό γε γονός τοῦ Θεοῦ, κατά τό παράδειγμα τῆς σχέσης τοῦ πρωταρχικοῦ, κατ’ 38
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ Ἀδάμ, μέ τό Θεό δημιουργό. Κατά τό Χριστιανι σμό, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ δημιουργική δύναμη, σοφία καί ἔκφραση τοῦ Θεοῦ (τόν ὁποῖον ὁ Χριστιανισμός γιά νά δείξει τήν ταυτότητα οὐσίας τόν ἀποκαλεῖ παραστατικά «Υἱόν» γιά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός δημιούργησε τά πάντα), αὐτός «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1:14) ὡς τέλειος ἄνθρωπος, ἀνακαινίζοντας ἔτσι τήν ἀνθρώπινη φύση μετά τήν πτώση της. Μεγάλη καί πολύπλοκη, ἀλλά νευραλγική πρόταση στή Χριστι ανική θέση τοῦ τρόπου ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Υἱός» καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄντας τῆς ἴδιας οὐσίας μέ τό Θεόδημιουργό («Πατέρα»), ἀλλά ἔχοντας ἀναλάβει στό πρόσωπό του ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀποκάλυψε μέ τή σάρκωσή του, μέ τή ζωή του ἐν τόπῳ καί χρόνῳ, τό εἶναι καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ τό δικό του εἶναι, μέ τό λόγο, τίς πράξεις, καί τό θέλημά του. Αὐτόν τόν ὁποῖον «οὐδεὶς ἐώρακεν πώπο τε», ἀποκάλυψε καί «ἐξηγήσατο» ἐκεῖνος (Ἰω. 1:18)! Ἔτσι, ἡ «γνώση» τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στό Χριστιανισμό σημαίνει σχέση καί συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό γεγονός τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στό πρόσω πο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προφητεία. Τό Ἰσλάμ θεωρεῖ τόν ἰσχυρισμό τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ περί Ἰου δαϊκῆς ἱστορίας καί ἐκλεκτοῦ λαοῦ ὡς πολύ στενά καί περιοριστικά μέσα ἀποκάλυψης· τόν δέ Χριστιανικό ἰσχυρισμό περί σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς φανταστικό, ἄν ὄχι βλάσφημο, μολονότι τό Κοράνιο ἀναφέρεται στόν Ἰησοῦ ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἤ Λόγο ἀπό τό Θεό (kalima l’ Illāhi). Τό Ἰσλάμ κηρύσσει ὅτι ὁ κατεξοχήν μέγας (akbar) καί ἀπρόσιτος Θεός ἀποκαλύπτει τό θέλημά του (τό Ἰσλάμ δέν μιλάει τόσο γιά τό εἶναι τοῦ Θεοῦ) μέσῳ ἀνθρώπων-ἀποστόλων του, ἤ «προφητῶν»13. Οἱ προφῆτες δέν εἶναι ὑπερφυσικά ὄντα τά ὁποῖα ἐνεργοῦν αὐτόνομα καί ἀφεαυτῶν. Εἶναι κοινοί ἄνθρωποι, ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, μέ φωτισμό Θεοῦ, ἐντεταλμένοι νά μεταφέρουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στούς συγχρόνους τους, καί στίς μετέπειτα γενεές. Οἱ προφῆτες εἶναι τό «ἐπιστόμιο», θά ἔλεγε κάποιος, τοῦ Θεοῦ. Στό Ἰσλάμ ἡ ἀποκάλυψη εἶναι κυρίως κάτι φραστικό. Καθόλη τή διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ὄντος, τοῦ Ἀδάμ, ὁ Θεός ἔχει ἐπιλέξει γιά τήν κάθε κοινότητα ἕνα προφήτη μέσῳ τοῦ ὁποίου ἔχει ἀποκαλύψει τό θέλημά Του, στή γλῶσ 13. Ἡ λέξη «προφήτης» σημαίνει κυριολεκτικά ἐκεῖνον πού μιλάει ὄχι πρίν ἀπό γεγονότα, ἀλλά κατ’ ἐπιταγήν, ἤ ἐξ ὀνόματος (προ-φάσκειν), τοῦ Θεοῦ.
39
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
σα τῶν συγκεκριμένων ἀνθρώπων, προειδοποιώντας τους γιά τίς συνέπειες παράβασής του. Σέ μερικούς ἀπό αὐτούς τούς προφῆτες ὁ Θεός ἀποκάλυ ψε τό θέλημά του γραπτῶς καί αὐτοί ἄφησαν τό μήνυμά τους σέ γραπτή μορφή. Ἡ Ἑβραϊκή Βίβλος, ὁ Νόμος (Torah) καί οἱ Ψαλμοί, καθώς καί τό Χριστιανικό Εὐαγγέλιο εἶναι, σύμφωνα μέ τό Ἰσλάμ, θεῖες γραφές καί μέ σα ἀποκάλυψης μέσῳ ἀντιστοίχων προφητῶν, τοῦ Μωυσῆ, τοῦ Δαυΐδ, καί τοῦ Ἰησοῦ στούς ὁποίους ὁ Θεός ἀποκάλυψε τό μήνυμά του αὐτό. Τόσο ὅμως οἱ Ἑβραῖοι ὅσο καί οἱ Χριστιανοί (τό Ἰσλάμ κάνει διάκριση μεταξύ Ἰουδαϊσμοῦ καί Ἰουδαίων, ὅπως καί Χριστιανισμοῦ καί Χριστιανῶν) διέφθει ραν τίς Γραφές τίς ὁποῖες τούς ἀπέστειλε ὁ Θεός. Τό Κοράνιο (προφέρεται Qur`ān, ὀνομασία ἡ ὁποία κυριολεκτικά σημαίνει «Ἀπαγγελία»), ἡ ἀποκά λυψη τήν ὁποία παρέδωσε ὁ Θεός στό Μωάμεθ, καί αὐτή προφορική, εἶναι ἡ τελευταία καί τέλεια «ἔκδοση» τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν καί ἄλλες Γραφές (κάπου 72 ἔχουν προσδιοριστεῖ), τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει ἡ Ἰσλαμική παράδοση, ἀλλά ὅλες αὐτές τίς ἔχει ὑπερκαλύψει ἡ τελευταία ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στό Κοράνιο. Αὐτός πού θά προσπαθήσει νά δεῖ ἐπίμονα καί νά καταλάβει σωστά τήν κάθε θρησκευτική παράδοση μέσα ἀπό τή συγκεκριμένη αὐτή χαραμάδα τοῦ τρόπου ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ, θά ἀντιληφθεῖ καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἀντιλαμβάνεται ἡ καθεμία θρησκευτική παράδοση, τήν κοινή πηγή τῆς ἀποκάλυψης, δηλαδή τό Θεό, τό χαρακτήρα τοῦ μονοθεϊσμοῦ, καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσ λάμ, ὡς θρησκευτικῶν παραδόσεων καί κοινοτήτων.
Βιβλικά θρησκεύματα Ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ διατείνονται ὅτι κατέχουν τόν κώδικα τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα, σέ γραπτή μορφή. Ἁγία Γραφή εἶναι, λοιπόν, στοιχεῖο κοινό καί καίριο καί στίς τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μολονότι ἡ ἔκφραση «λόγος Θεοῦ» ἔχει διαφορετικό νόημα, περιεχόμενο καί ἐπιπτώσεις σέ κάθε παράδοση. Ἡ Γραφή τῆς κάθε θρησκευτικῆς κοινότητας εἶναι ἰδιαί τερα διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες ὡς πρός τά ἐξωτερικά χαρακτηριστικά της, τά ὁποῖα θά δοῦμε στά οἰκεῖα κεφάλαια, ἀλλά κυρίως στό θέμα τοῦ τί ἀντιπροσωπεύει. Ὑπάρχει ἐπίσης σημαντική σχέση στό Χριστιανισμό καί 40
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
στό Ἰσλάμ μεταξύ τῆς κάθε Γραφῆς πρός τήν προηγούμενη ἤ, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Ἰσλάμ, πρός τίς δύο προηγούμενες. Ἡ Γραφή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ὀνομάζεται Torah, λέξη πού σημαίνει κυριολε κτικά «σκόπευση στόχου», ἤ «κατεύθυνση», ἤ «προσανατολισμός» ἤ, μέ τήν κοινή ἔννοια «Νόμος», ὁ ὁποῖος βοηθᾶ στή σωστή ἐπίτευξη τοῦ στόχου. Ἡ σωστή κατανόηση τῶν ὅρων πού χρησιμοποιεῖ ἡ κάθε θρησκευτική παρά δοση γιά τή Γραφή της ἀποτελεῖ στοιχεῖο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιά τή σωστή καί εἰς βάθος κατανόησή της. Στόν Ἰουδαϊσμό ἡ λέξη «Νόμος» πρέπει νά νοηθεῖ μέ τή δική του, εὐρεία, ἔννοια: εἶναι ὁ κώδικας τῆς Ἰουδαϊκῆς ἱστο ρίας καί ἐμπειρίας ὁ ὁποῖος ἐμπερικλείει καί ἀποτελεῖ τήν ἀποκάλυψη. Ἡ Torah δέν περιέχει μόνο νομοθεσία μέ τή στενή ἔννοια τῆς λέξης τοῦ τί ἐπι τρέπεται καί τί ἀπαγορεύεται, ἀλλά κυρίως ἱστορικά γεγονότα, ἐμπειρίες καί ἰδεώδη κατασταλαγμένα ἀπό τή Διαθήκη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων μέσα στή μακρά Ἰουδαϊκή ἱστορία καί ζωή. Ὅλα αὐτά μαζί ἀποτελοῦν γιά τόν πιστό Ἰουδαῖο ὁδηγό γιά νά ἐκπληρώσει τίς ὑποχρεώσεις του πρός τό Θεό καί τούς συνανθρώπους του. Γιά τόν Ἰουδαῖο ἡ Torah δέν εἶναι ἁπλῶς κάποια ἀρχαία Γραφή χαραγμένη σέ πλάκες, ἀλλά ἕνα διαχρονικό ζωντα νό τεκμήριο στό ὁποῖο κάθε γενεά Ἑβραίων καλεῖται νά ἐντρυφήσει, νά ἑρμηνεύσει καί νά μεταφράσει σέ τρόπο ζωῆς. Ἡ Χριστιανική Γραφή ὀνομάζεται «Εὐαγγέλιο», λέξη πού σημαίνει «καλή (χαρμόσυνη) ἀγγελία». Ἡ ὀνομασία δέν ἀνταποκρίνεται μόνο στά τέσσερα πρῶτα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως νομίζουν πολλοί, ἀλλά σέ ὅλη τή Χριστιανική Γραφή. Εἶναι ὀνομασία περιγραφική τοῦ περιεχομέ νου καί τοῦ οὐσιώδους μηνύματος τῆς Γραφῆς αὐτῆς. Ὁ πυρήνας τῆς καλῆς ἀγγελίας τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός-Λόγος ἀνέλαβε τήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση, τήν ἀποκατέστησε στήν πρωταρχική της κατάσταση καί, ἔτσι, ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στήν πρώτη του κατάσταση καί συνάφεια μέ τό Θεό. Οἱ Πατέρες, μάλιστα, τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787) πῆγαν ἕνα βῆμα πιό πέρα γιά νά ποῦν ὅτι ὁ δεύτερος Ἀδάμ ὁ ὁποῖος ἀναγεννήθηκε ἀπό τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου, εἶναι ἕνας βλαστός ἀνώτερος τοῦ πρώτου γιατί ἀκριβῶς ἑνώ θηκε μέ τή θεία φύση! Ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος ἦταν τό φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, καταργήθηκε μέ τή σάρκωση καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Γραφή τοῦ Ἰσλάμ ὀνομάζεται Κοράνιο (Qur`ān), λέξη ἡ ὁποία σημαίνει «ἀπαγγελία». Τό Κοράνιο εἶναι ὁ αὐτούσιος λόγος τοῦ Θεοῦ ὅπως αὐτός 41
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἀποκαλύφθηκε στόν Μωάμεθ καί ἀπαγγέλθηκε ἀπό αὐτόν σέ στιγμές ἔκ στασης. Δέν εἶναι Γραφή τοῦ, ἤ περί τοῦ, Μωάμεθ. Εἶναι ἀκριβής ἀπαγγε λία τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ, καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι αὐτός ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τό Κοράνιο δέν ἀποτελεῖ συλλογή κηρυγμάτων ἤ παραγγελιῶν τοῦ Μωάμεθ. Τό Ἰσλάμ δέν εἶναι «Μωαμεθανισμός», δηλαδή θρησκεία τοῦ Μω άμεθ, ἀλλά «ὑποταγή» (islām) στό θέλημα τοῦ Θεοῦ – ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία τῆς θρησκείας. Κατά τό Ἰσλάμ, ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κοινούς ἀνθρώπους γιά νά μεταφέρουν μέ τό στόμα τους τό θέλημά του, στή γλῶσσα τῶν συ νανθρώπων τους. Τό Κοράνιο, κατά τό Ἰσλάμ, εἶναι ἡ ἀνόθευτη καί τελική ἔκδοση τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ14.
Κοινή γεωγραφία καί συγγενής κουλτούρα Ἕνα πέμπτο κοινό χαρακτηριστικό τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν παραδόσεων ἔχει νά κάνει μέ τήν κοινή γεωγραφία καί κουλτούρα στήν ὁποία ἔχουν γεν νηθεῖ καί τήν ὁποία ἔχουν κληροδοτήσει. Καί οἱ τρεῖς εἶναι Μεσοανατολικές θρησκευτικές παραδόσεις μέ ρίζες ἀπό τήν εὐρύτερη γεωγραφική περιοχή ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπό τή Μεσοποταμία (σημερινό Ἰράκ) μέχρι τή χερσόνησο τῆς Ἀραβίας καί τά ἀνατολικά παράλια τῆς Μεσογείου. Ὁ μονοθεϊσμός, ἤ ὁ ἑνοθεϊσμός στίς πρῶτες του βαθμίδες, ἀποτελοῦσε ἐμφανή πόλο θέλξης τῶν Σημιτικῶν φύλων. Ἀπόδειξη τούτου, κατά τόν Ringgren, εἶναι ὅτι καί οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες ἀναπτύχθηκαν σέ Σημιτικό ἔδαφος15. Οἱ λαοί αὐτοί ἦσαν νομάδες μέ κοινή ἀρχικά γλωσσική καί πολιτιστική βάση. Ὁ Ἰουδαϊσμός, μιλώντας κάποιος πολύ γενικά, εἶναι ἀποκύημα σο βαρῶν κοινωνικοπολιτικῶν διαταραχῶν καί μαζικῶν κινήσεων πληθυσμῶν στήν ἐγγύς Ἀνατολή κατά τόν εἰκοστό αἰώνα πρό τῆς κοινῆς περιόδου16. 14. Σύγχρονοι Μουσουλμάνοι, κατά τή Χριστιανική ἔκφραση «Παλαιά Διαθήκη» καί «Και νή Διαθήκη», ὀνομάζουν τό Κοράνιο τελευταία, ἤ «Ἐσχάτη Διαθήκη». 15. Ringgren (1967). 16. Ἐπειδή ἐκφράσεις ὅπως «πρό Χριστοῦ» ἤ «μετά Χριστόν» δέν ἐκπροσωποῦν ὅλους τούς λαούς πολλοί ἀπό τούς ὁποίους, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι καί οἱ Μουσουλμάνοι, δέν ἀναγνω ρίζουν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς σημεῖο ἔναρξης μιᾶς νέας ἐποχῆς καί χρονολογικῆς περιόδου, ὅταν ἀναφερόμαστε σέ γεγονότα σχετιζόμενα μέ τίς δύο αὐτές θρησκευτικές παραδόσεις χρησιμοποιοῦμε τήν ὀνομασία «πρό (ἤ μετά) τήν κοινή [δηλαδή, Χριστιανι κή] ἐποχή».
42
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
Ὁ Χριστιανισμός ἱστορικά ξεπήδησε ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό ὡς παρακλάδι μειονότητας, συνέχισε τό δικό του δρόμο ὡς διωκόμενη θρησκεία ἤ (Ἰου δαϊκή) αἵρεση, καί ἐξελίχθηκε ὡς ἀνεξάρτητη θρησκευτική παράδοση ἡ ὁποία ἀγκάλιασε τήν εὐρύτερη Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία χωρίς νά ἀποκοπεῖ ἐντελῶς ἀπό τή Μέση Ἀνατολή, περιοχή ἡ ὁποία ἐξάλλου ἦταν ἀρχικά ὑπό τήν κατοχή τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Τό Ἰσλάμ ἀπό τό ἄλλο μέρος γεννήθηκε στή χερσόνησο τῆς Ἀραβίας μέσα σέ ἕνα σχετικά ὁμοιογενές περιβάλλον ὅπου στά στάδια τῆς διαμόρφωσής του ἀνατράφηκε καί ἐκ φράστηκε μέσῳ τῆς Ἀραβικῆς γλώσσας καί κουλτούρας. Ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς γλωσσικῆς, πολιτιστικῆς καί τώρα θρησκευτικῆς ὁμοιογένειας προήγαγε μία δυναμική ἑνότητα καί ἀλληλεγγύη μεταξύ τῶν πιστῶν του ὥστε νά ἐξελιχθεῖ σέ μία συνεκτική, πανεθνική, κοινωνική, θρησκευτική δύναμη, φορέα ἔκφρασης τῆς Ἀραβικῆς ταυτότητας. Ἔτσι τό Ἰσλάμ μέ βά ση τήν κουλτούρα καί τή θεοκρατική του ὀντότητα πέτυχε νά μετουσιωθεῖ σέ αὐτοκρατορία. Ἐνῶ στήν περίπτωση τοῦ Χριστιανισμοῦ μία αὐτοκρα τορία (ἡ Ρωμαϊκή) υἱοθέτησε μία θρησκεία, στήν περίπτωση τοῦ Ἰσλάμ ἡ θρησκεία ἔγινε αὐτοκρατορία!
Μέ θεοκρατικές τάσεις καί βλέψεις Στήν ἐποχή μας ἡ λέξη «θεοκρατία» καί τά παράγωγά της ἐνέχει ἀρνητι κή σημασία. Γιά τίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες ἕνας καλύτερος ὅρος θά ἦταν «θεοκεντρικότητα». Ἀπό αὐτή τήν πλευρά ἡ θεοκεντρικότητα ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη κοινό χαρακτηριστικό καί τῶν τριῶν παραδόσεων. Ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ διατείνονται ὅτι ἡ καθεμία δέν ἐκπροσωπεῖ ἕνα φιλοσοφικο-ηθικό σύστημα, οὔτε ἀποτελεῖ κατασκεύασμα ἀνθρώπινης φαντασίας ἤ ἰδεολογίας, ἀλλά μᾶλλον ἕναν τρόπο ζωῆς ὑπαγο ρευμένον ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Καί οἱ τρεῖς παραδόσεις ἀποσκοποῦν στό νά ἐνεργοῦν οἱ πιστοί τους κατά τόν τρόπο πού πιστεύουν, καί ἡ ζωή τους νά ἀποτελεῖ ἁπτή ἔκφραση τῆς πίστεώς τους καί προέκταση τοῦ τρόπου τοῦ Θεοῦ – κάτι τό ὁποῖο ἐπιδιώκουν νά γίνει κάποτε γενικός τρόπος ζωῆς. Αὐτή εἶναι ἡ σημασία τῆς θεοκεντρικότητας. Φυσικά, κάτι τέτοιο ἐκφράζει μία ἰδεαλιστική κατάσταση, καί δημιουργεῖ συχνά παρεξηγήσεις, φοβίες, ἐντάσεις συμβίωσης, ἰδίως μέσα σέ ἕνα πολυπολιτισμικό, ὑλιστικό καί ἐκ κοσμικευμένο περιβάλλον. 43
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Ἐπικράτηση τοῦ τρόπου τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει, ἐπίσης, βαριές εὐθῦνες γιά τούς ἴδιους τούς πιστούς τῆς κάθε θρησκευτικῆς κοινότητας. Καί γιά τό νόημα αὐτοῦ τοῦ ἰδανικοῦ ὑπάρχουν οἱ ἴδιες παρεξηγήσεις, φοβίες καί ἐντάσεις μέσα στήν καθεμία θρησκευτική κοινότητα! Γι’ αὐτό καί ἔχουν δημιουργηθεῖ μέσα τους στρώματα καί βαθμίδες «πιστότητας», «ὀρθο δοξίας» καί «ὀρθοπραξίας». Ἔτσι, ὑπάρχουν καί ἐπίσημα ὀνομαζόμενοι «Ὀρθόδοξοι» Ἑβραῖοι, «Ὀρθόδοξοι» Χριστιανοί, καί «Ὀρθόδοξοι» Μου σουλμάνοι. Πρέπει ὅμως νά εἶναι κάποιος πολύ προσεκτικός στό νά μήν ἐξομοιώνει καί τίς τρεῖς αὐτές «ὁμάδες», διότι ὁ χαρακτηρισμός «Ὀρθόδο ξος» ἔχει μία ἐξαιρετικά διαφορετική ὑφή, σημασία καί περιεχόμενο στόν Ἰουδαϊσμό, στό Χριστιανισμό καί στό Ἰσλάμ. Ἐπίσης ὁ χαρακτηρισμός «Ὀρθόδοξος» δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλους καί πάντα μέ τήν ἴδια ἔννοια, οὔτε ἔχει ἀπαραίτητα τήν κοινή, λαϊκή σημασία τοῦ «συντηρητικοῦ», «παραδοσιακοῦ», «αὐστηροῦ», πολύ δέ περισσότερο τοῦ «φονταμεντα λιστοῦ» ὅπως τήν ἑρμηνεύουν πολλοί σήμερα. Μολονότι ἡ θρησκευτική πεποίθηση δέν εἶναι κάτι διαζευγμένο ἀπό τίς συγκεκριμένες θρησκευτικές κοινότητες καί τούς πιστούς της, τό νά ἐξισώνει κάποιος τή θρησκευτική παράδοση μέ συγκεκριμένους ἀνθρώπους καί συμπεριφορές (ἕνας κοινός πειρασμός καί ἀνθρώπινη ἀδυναμία!) συνιστᾶ ἄδικη διάθεση πρός τή θρη σκευτική παράδοση αὐτήν καθαυτήν. Μέ μιά ἁπλή φράση, ἡ συμπεριφορά ὁποιουδήποτε ἤ ὁποιωνδήποτε Ἑβραίων, Χριστιανῶν, ἤ Μουσουλμάνων δέν ἀντιστοιχεῖ πρός, οὔτε ἀντιπροσωπεύει τόν Ἰουδαϊσμό, τό Χριστιανι σμό, ἤ τό Ἰσλάμ. Ἡ διάκριση εἶναι καίρια στή σπουδή καί στήν κατανόηση θρησκευτικῶν παραδόσεων.
Παγκόσμια θρησκεύματα Καί οἱ τρεῖς θρησκευτικές παραδόσεις ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι «παγκόσμια» θρησκεύματα. Τόν ἰσχυρισμό αὐτόν πρέπει νά τόν κατανοήσουμε ὑπό τήν εὐρεία καί ὑπό τήν εἰδική ἔννοια: πρῶτον, ὅτι οἱ ἀξίες τους ἀνταποκρίνον ται πρός τίς πνευματικές ἀνάγκες καί ἔχουν ἐφαρμογή γιά ὅλους τούς ἀν θρώπους ἀνεξαρτήτως φυλῆς, γλώσσας, ἤ πολιτισμοῦ· καί δεύτερον, ὅτι ὡς θρησκευτικές παραδόσεις ἔχουν ἐξαπλωθεῖ σέ κάθε γεωγραφική περιοχή τοῦ κόσμου καί ἔχουν υἱοθετηθεῖ ἀπό ἀνθρώπους διαφόρων πολιτισμῶν. Εἶναι γεγονός ὅτι καί οἱ τρεῖς εἶναι θρησκεῖες καί τῶν πέντε ἠπείρων. 44
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
Τόν ἰσχυρισμό τῆς παγκοσμιότητας μπορεῖ νά τόν διεκδικήσει καί ὁ Ἰουδαϊσμός, ἡ μικρότερη καί λιγότερο διαδεδομένη ἀπό τίς τρεῖς παραδό σεις, ἔστω καί ἄν ἐμφανίζεται ὡς θρησκεία ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ καί φυλῆς. Παρά τόν «ἐθνικιστικό» χαρακτήρα του, οἱ θεμελιώδεις ἀρχές καί τά ἰδεώδη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ εἶναι παγκόσμια καί καθολικά ἀφεαυτῶν. Ὁ Χριστιανισμός ὡς ἡ πλέον διαδεδομένη θρησκεία στόν κόσμο ἔχει λιγότερο πρόβλημα νά ἰσχυρισθεῖ παγκοσμιότητα. Μέ τήν παγκοσμιότητά του ἔχει δώσει διεθνή ἐμβέλεια καί στίς Ἰουδαϊκές ἀρχές καί τά ἰδεώδη τά ὁποῖα ἔχει κληρονομήσει ἀπὸ τόν «παλαιό Ἰσραήλ». Ὡς «νέος Ἰσραήλ» ὁ Χρι στιανισμός καταλύει κάθε «διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος» (Ρωμ. 10:12) καί εὐαγγελίζεται πρός «πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. 28:19), γλῶσσα καί πολιτισμό. Ὅσον ἀφορᾶ στό Ἰσλάμ, ὅσοι τό ταυτίζουν ἀποκλειστικά μέ τούς Ἄρα βες ἴσως νά μήν ἀναγνωρίζουν τήν παγκοσμιότητα τοῦ Ἰσλάμ. Βεβαίως τό Ἰσλάμ τό κήρυξε κάποιος Ἄραβας, στούς Ἄραβες, στήν Ἀραβία. Ἀπαρχῆς ὅμως ἀγκάλιασε ὄχι μόνο Ἄραβες ἀλλά καί Πέρσες, Σύρους καί Αἰγυπτίους. Ἀργότερα ἐπεκτάθηκε σέ ἕνα γεωγραφικό φάσμα τό ὁποῖο ἐκτείνεται ἀπό τήν Κίνα μέχρι τήν Ἱσπανία. Σήμερα τό Ἰσλάμ μέ διαρκῶς μεγαλύτερη τα χύτητα γίνεται μία Δυτικο-Ευρωπαϊκή καί Βορειο-Αμερικανική θρησκεία. Ἡ Ἀραβική κουλτούρα καί τά χαρακτηριστικά της εἶναι ὄντως ἔντονα στό Ἰσλάμ, κυρίως διότι ἡ Ἀραβική γλῶσσα παραμένει ἡ γλῶσσα τοῦ Κορανίου καί ἡ γλῶσσα τῆς προσευχῆς. Αὐτό ὅμως δέν καθιστᾶ τό Ἰσλάμ θρησκεία ἐθνική, τοπική, προσδιοριζόμενη ἀπό μία καί μόνο κουλτούρα. Ἡ Ἀραβική κουλτούρα δέν εἶναι τό καθαυτοῦ χαρακτηριστικό τοῦ Ἰσλάμ. Στήν πραγ ματικότητα πολλοί Ἄραβες εἶναι Χριστιανοί· καί ἦσαν Χριστιανοί ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ, πολύ πρίν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰσλάμ καί πρίν με ταστραφοῦν σ’ αὐτό, ὅπως ὑπάρχουν ἀκόμη σημαντικές Χριστιανικές κοινό τητες στή Μέση Ἀνατολή, ἰδιαίτερα στό Λίβανο, στή Συρία, στήν Αἴγυπτο, στό Ἰράκ, καί στήν Ἰορδανία. Ὁ κυρίως Μουσουλμανικός πληθυσμός εἶναι συγκεντρωμένος στήν Ἄπω Ἀνατολή, στήν Ἰνδονησία, καί στή χερσόνησο τῆς Ἰνδίας. Μόνο τό ἕνα τέταρτο τοῦ Μουσουλμανικοῦ πληθυσμοῦ ζεῖ στή Μέση Ἀνατολή! Ἑπομένως τό Ἰσλάμ δέν εἶναι πλέον θρησκεία τῆς Μ. Ἀνα τολῆς. Αὐτό δείχνει ὅτι τό Ἰσλάμ, τοῦ ὁποίου τά ἰδεώδη προέρχονται παρα δοσιακά ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Χριστιανισμό17, μπορεῖ νά υἱοθετηθεῖ 17. Ἡ βιβλιογραφία περί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ, ὑπό κοινή θεώρηση
45
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
(ὅπως ἔχει υἱοθετηθεῖ) ἀπό ὁποιονδήποτε πολίτη τοῦ κόσμου χωρίς αὐτός νά ἀπορρίψει τά ἰδιαίτερα πολιτιστικά του χαρακτηριστικά.
ὡς ἀδελφές θρησκευτικές παραδόσεις μέ κοινή ἱστορική παράδοση, αὐξάνει διαρκῶς. Ἀξίζει νά ἀναφερθοῦν, παραδειγματικά, οἱ ἑξῆς ἐργασίες: Arberry (1969), Biggar (1986), Falaturi (1987), Al-Faruqi (1986), Gutmann (1977), Hick (1989), Kritzeck (1965), Longton (1987), Maybaum (1980), Peters (1982, 1990).
46
Α΄ Η ΙΟΥΔΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
2 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΥ
Δ
έν θά μποροῦσε νά καταλάβει κάποιος μία θρησκευτική παράδοση ἄν δέν μελετοῦσε, ἔστω καί ἐπί τροχάδην, τήν ἱστορική της ἐξέλιξη (ἡ λέξη «παράδοση» τό ὑποδηλώνει αὐτό), ἤ τοὐλάχιστον τά ἱστορικά της ὁρόσημα ἀναφορικά πρός γεγονότα, ἐξελίξεις καί πρόσωπα. Θά ἦταν δέ ἀκόμη πιό ἐπισφαλές καί ἀντιφατικό νά ἐπιχειροῦσε νά καταλάβει, σέ μιά ἀφηρημένη θεωρητική βάση χωρίς ἀναφορά στήν ἱστορία του, εἰδικά τόν Ἰουδαϊσμό στόν ὁποῖον ἡ ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἀποτελεῖ τόν τρόπο ἀποκάλυψης καί τήν ἀρένα τῆς δράσης τοῦ Θεοῦ. Ἐπιστήμονες καί εἰδικοί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, Ἑβραῖοι18 καί μή, σημειώνουν ὅτι ἡ ἱστορία τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας καί ἡ ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ εἶναι συνώνυμα καί ταυτόσημα μέ τόν Ἰουδα ϊσμό. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὅση ἀπό αὐτήν εἶναι γνωστή, εἶναι ἱστορία τουλάχιστον τεσσάρων χιλιάδων χρόνων. Αὐτό καί μόνο κάνει τήν περιγραφή, ἀκόμη καί τήν περίληψή της, ἀδύνατη. Ἐδῶ θά ἀναφερθοῦμε μόνο στίς πιό καίριες φάσεις της, εἰδικότερα σέ ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ὁρόσημα στήν ἐξέλιξη τῆς Ἰουδαϊκῆς ζωῆς, πίστεως καί πράξης. Καί ποιά 18. Ὑπάρχει ἱστορική διαφορά ἀνάμεσα στίς ὀνομασίες «Ἑβραῖοι», «Ἰσραηλίτες», «Ἰουδαῖ οι». Σήμερα στήν Ἑλληνική χρησιμοποιοῦμε (ὄχι μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια) τό οὐσιαστικό «Ἑβραῖοι» γιά τό λαό, καί τό ἐπίθετο «Ἑβραϊκή» γιά τή γλῶσσα. Σέ ἄλλες γλῶσσες ἔχει ἐπικρατήσει, πιό σωστά, ἡ ὀνομασία Ἰουδαῖοι, Ἰουδαϊσμός, καί Ἰουδαϊκός. Στήν πραγ ματικότητα ἡ ὀνομασία Ἑβραῖοι ἀποτυπώνει τά ἀρχαιότερα φῦλα τά ὁποῖα ξεκίνησαν ἀπό τή Μεσοποταμία καί διαμόρφωσαν μία κοινή, ἰδιότυπη γιά τήν ἐποχή, θρησκεία καί παράδοση. Προέρχεται ἀπό παραφθορά τῆς προσωνυμίας Habiru τήν ὁποία οἱ κάτοικοι τῆς Καναάν (περίπου τῆς σημερινῆς Παλαιστίνης) ἔδωσαν σέ «αὐτούς πού εἶχαν διασχί σει τόν ποταμό» (= Habiru), μᾶλλον τόν Εὐφράτη, καί κατά πληροφορίες κατευθύνονταν πρός τήν Καναάν.
49
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἱστορική φάση δέν ἀποτελεῖ τέτοιο ὁρόσημο! Ὁ μόνος γενικά ἀποδεκτός ὁρισμός τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ εἶναι ἡ πρόταση ὅτι «Ἰουδαϊσμός εἶναι ἡ ἱστορία καί ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ». Διαφορετικά (δίχως τήν ἀποδοχή τοῦ πλατειασμοῦ αὐτοῦ) «τό νά εἶναι κάποιος Ἑβραῖος σημαίνει νά ἐπιχει ρηματολογεῖ γιά τό τί σημαίνει νά εἶναι Ἑβραῖος, μολονότι ὅποιος μπαίνει σ’ αὐτήν τή διαδικασία δέν εἶναι ἀπαραίτητα Ἑβραῖος»!19 Ὁ ὁρισμός τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ τί σημαίνει νά εἶναι κάποιος Ἑβραῖος δέν ἔχει ἀκόμη ἐπιτευχτεῖ. Κατά ἕνα κυκλικό τρόπο, ὁ ὁρισμός τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ βρίσκεται στή μελέτη τοῦ ὅλου φάσματος καί φαινομένου τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ! Οἱ Ἑβραῖοι τοῦ κόσμου. Στατιστικά στοιχεῖα θρησκευμάτων εἶναι σχετικά σπάνια, ἐλλειπή καί γενικά ἀναξιόπιστα. Πῶς θά μποροῦσε νά καταμετρήσει κάποιος μέ ἀκρίβεια τούς Χριστιανούς, καί μάλιστα τούς πιστούς Χριστιανούς, στή Ρωσία πρίν τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶ τος (ἀκόμη καί σήμερα), ἤ στήν Κίνα, στίς Ἰνδίες, στήν Ἀφρική; Ἤ πόσοι καί πόσο συχνά δηλώνουν τό θρήσκευμά τους στήν πολυπολιτιστική Β. Ἀμερική, ἤ στήν ἐκκοσμικευμένη Εὐρώπη; Πόσοι σήμερα δηλώνουν ὅτι εἶναι Μουσουλμάνοι, ἤ ποιός βεβαιώνει ποιός εἶναι Μουσουλμάνος; Στήν περίπτωση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ οἱ στατιστικές εἶναι κάπως εὐκολότερες καί πιό ἀξιόπιστες ἐξαιτίας τῆς σχέσης πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ἐθνική καί θρησκευτική ταυτότητα. Ἀκόμη καί ἕνα δεδηλωμένο ἄθεο τείνουν οἱ Ἑβραῖ οι νά τόν συμπεριλάβουν μεταξύ τῶν ὁμοθρήσκων τους. Ἡ «Ἑβραϊκότητα» ἑνός ἀτόμου εἶναι εὐρύτερη ἀπό τή δογματική του ὁμολογία, τή συμμετοχή του στήν πράξη καί στό τελετουργικό τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Σέ στρογγυλούς ἀριθμούς οἱ ὑπολογισμοί δείχνουν ὅτι δεκαπέντε ἕως δεκαέξι ἑκατομμύρια Ἑβραῖοι ζοῦν σήμερα στόν κόσμο· στή Βόρειο καί Νότιο Ἀμερική περί τά ἑπτά· στήν Εὐρώπη περί τά τέσσερα, ἤ τεσσεράμισυ· στήν Ἀσία, συμπερι λαμβανομένης τῆς Ἄπω καί Ἐγγύς Ἀνατολῆς καί τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ, περί τά πέντε ἑκατομμύρια. Τό Ἑβραϊκό κράτος τοῦ Ἰσραήλ ἀποτελεῖται ἀπό τρισήμισυ ἑκατομμύρια Ἑβραίους. Οἱ ἀριθμοί αὐτοί κάνουν σαφή δύο σημεῖα: ὅτι οἱ Ἑβραῖοι βρίσκονται διάσπαρτοι ἀνά τόν κόσμο, καί ὅτι περισ σότεροι Ἑβραῖοι ζοῦν ἔξω παρά μέσα στό κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Ὅπως πολύ 19. Neusner (1974). Ὅλο τό τέταρτο μέρος τοῦ βιβλίου τοῦ Neusner μέ τόν τίτλο «Defining Judaism», σ. 95-99, ἀποτελεῖ μία ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυση τοῦ τί σημαίνει νά εἶναι κάποιος Ἑβραῖος. Γιά τό κάθε θέμα τοῦ βιβλίου ἔχουμε προτείνει κάποια βιβλιογραφία μέ τίτλους κυρίως ἀπό ὁμοδόξους συγγραφεῖς καί εἰδικούς ἐπιστήμονες ἐπί τοῦ θέματος.
50
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
σωστά ἔχει παρατηρήσει ὁ Norman Bentwitch, οἱ Ἑβραῖοι «ἔχουν γνωρίσει περισσότερη ἱστορία καί λιγότερη γεωγραφία»!20 Μία ἐπί τροχάδην δια δρομή στήν ἱστορία τῶν τεσσάρων χιλιετηρίδων δείχνει ὅτι ἡ ἱστορία τῶν Ἑβραίων εἶναι μία ἱστορία διαρκοῦς διασπορᾶς. Εἶναι σ’ αὐτήν τή διαπί στωση ὅπου πρέπει νά ἀναζητηθεῖ τό βαθύτερο νόημα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ὡς θρησκευτικῆς παράδοσης, τόν ἰστό καί τήν ἐσωτερική της δύναμη, καθώς καί τό σθένος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ὁ ἰστός τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ Huston Smith, τόν ὁποῖον ἀναφέραμε στήν Εἰσαγωγή, πολύ διεισδυτικά ἔχει παρατηρήσει ὅτι αὐτό πού ἔχει ἀναδείξει τούς Ἑβραίους ἀπό τήν τέλεια ἀφάνεια στή θέση ἑνός μόνιμου θρησκευτικοῦ μεγαλείου εἶναι τό πάθος τους γιά νόημα. Προχωρεῖ δέ στήν ἐπισήμανση ἑπτά περιοχῶν στίς ὁποῖες οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν ἀναζητήσει καί βρεῖ νόημα: νόημα στό Θεό, νόημα στή Δημιουργία, νόημα στήν Ἀνθρώπινη Ὕπαρξη, νόημα στήν Ἱστορία, νόημα στήν Ἠθική, νόημα στή Δικαιοσύνη, καί νόημα στό Πάθος ἤ στά Δεινά. Στήν τελευταία ἔκδοση τοῦ βιβλίου του, The World’s Religions, ἔχει προσθέσει καί μία ὄγδοη περιοχή: νόημα στό Μεσ σιανισμό. Θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει κάποιος αὐτές τίς κατηγορίες γιά νά συνθέσει μία πλήρη εἰσαγωγή στόν Ἰουδαϊσμό· μόνο πού κάτι τέτοιο θά ἀπαιτοῦσε προηγουμένως μία ἀναδρομή σέ βασικά ἱστορικά καί ἄλλα δεδομένα προκειμένου νά κατοχυρώσει καί νά ἀναδείξει αὐτές τίς ἔννοιες μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα.
Ἡ ἀνατολή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ Ἀβραάμ Ἡ ἀρχή τῆς Ἰουδαϊκῆς παράδοσης, ὅσο μποροῦμε νά γνωρίζουμε, πηγαίνει πίσω στό δέκατο ὄγδοο, ἤ ἀκόμη καί στόν εἰκοστό, αἰώνα πρό τῆς κοινῆς περιόδου (π.κ.ἐ.). Ἡ ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ βρίσκεται (τί εἰρωνεία!) στήν περιοχή τοῦ σημερινοῦ Ἰράκ, στήν πόλη Οὔρ (Ur), λιμάνι στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη, στό μέσον τῆς ἀπόστασης μεταξύ σημε ρινῆς Βαγδάτης καί Περσικοῦ Κόλπου· μία περιοχή τήν ὁποία διεκδικεῖ τό Ἰράν καί ἡ ὁποία ἦρθε στή δημοσιότητα κατά τή διάρκεια τοῦ ἐννεατοῦς αἱματηροῦ πολέμου μεταξύ Ἰράκ καί Ἰράν (1980-1988), καί ἰδιαίτερα κα τά τή διάρκεια τοῦ πολέμου τοῦ Κόλπου (Ἰανουάριος, 1991)! Μέ πληθυσμό 20. Bentwitch (1960), σ. 11.
51
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
τότε μεταξύ ἑνός τετάρτου καί μισοῦ ἑκατομμυρίου κατοίκων, ἡ Οὔρ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας Σούμερ, στή νοτιοδυτική Μεσοποταμία, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ ἀφοῦ ἐκεῖ ἐφευρέθηκε ἡ γραφή. Ὅπως καί ἡ ὀνομασία Μεσοποταμία δηλώνει, ἡ γενικότερη περιο χή ἦταν ἀπό αἰῶνες γνωστή ὡς ὁ χῶρος «μεταξύ δύο ποταμῶν», τοῦ Τίγρη καί τοῦ Εὐφράτη. Τά ὀνόματα αὐτά τά ὁποῖα ἔδωσαν οἱ κάτοικοι στούς δύο ποταμούς δέν εἶναι τυχαῖα. Περιγράφουν τό «χαρακτῆρα» δύο ἐντελῶς διαφορετικῶν ποταμῶν: ὁ ἕνας ἦταν στενός, ἀπότομος, βίαιος· «Τίγρης» πραγματικός, διότι ὅταν τά νερά του φούσκωναν ἀπό τήν τύξη τῶν παγε τώνων τῶν ὀροσειρῶν τῆς Ἀρμενίας στά βόρεια, ἐπέφεραν καταστροφές σέ φυτεῖες καί ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶχαν τίς κατοικίες τους στίς ὄχθες του. Ἀντίθετα ὁ ἄλλος ἦταν πλατύς, εὐέλικτος, ὁμαλός. Μέ τήν πολύτιμη ἰλύ τήν ὁποία παρέσυρε ἀπό τίς πηγές του μετέτρεπε τίς ὄχθες σέ εὔφρατες καί γόνιμες πεδιάδες. Δέν εἶναι, ἑπομένως, τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἡ κύρια θρη σκεία ἡ ὁποία ἀνεπτύχθηκε στή Μεσοποταμία ἦταν ἡ λατρεία πολλῶν μέν θεοτήτων ἀντιπροσωπευτικῶν διαφόρων φυσικῶν φαινομένων, μέ ἔμφαση ὅμως τό δυαλισμό, τήν ἀντιπαράθεση μεταξύ ἀντιθέτων: ἡμέρας καί νύχτας, φωτός καί σκότους, πολέμου καί εἰρήνης, καλοῦ καί κακοῦ21. Ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους θεωρεῖτο ἐνσάρκωση τῶν θεῶν, ἀνώτατος ἱερεύς καί μεσίτης μεταξύ θεῶν, προγονικῶν πνευμάτων καί ἀνθρώπων. Ἀπό τίς ὄχθες τῶν ποταμῶν καί κυρίως στό δέλτα τους οἱ ἔμποροι ἔμαθαν νά ἀποκολλοῦν λεπτές πλάκες λάσπης ἐπάνω στίς ὁποῖες ὅσο ἦσαν ἀκόμη ὑγρές χάραζαν μέ αἰχμηρά ὄργανα σύμβολα καταγράφοντας ἔτσι προϊόντα καί ποσότητές τους – πρόδρομοι μετέπειτα γραφῆς καί «ἀρχείων». Ἦταν μεγάλη καί νευραλγική ἡ πόλη Οὔρ, ἀκόμη καί μέ τά σημερινά δεδομένα. Λεπτομερεῖς χάρτες τῆς περιοχῆς φέρουν τή γραμμή τῆς ἀκτῆς τοῦ Περσικοῦ κόλπου νά περνάει ἀπό τήν πόλη τῆς Οὔρ καθιστώντας την ἔτσι παραθαλάσσια μᾶλλον παρά παραποτάμια πόλη, πολυσύχναστο καί κομβικό λιμάνι, ὅπως τή θέλουν πολλοί ἀρχαιολόγοι. Κάτι τέτοιο προσδίδει μία ἰδιαίτερα πολιτιστική-πολυπολιτισμική, θρησκευτική-συγκριτιστική, ἐπικοινωνιακή-ἐμπορική ὑφή στή σημαντική αὐτή μεγαλούπολη. Γύρω στά 1960 (π.κ.ἐ.) εἰσβολεῖς Ἐλαμίτες ἀπό τά βορειοανατολικά ἐπετέθησαν κατά τῆς κυρίαρχης αὐτοκρατορίας τῶν Σουμερίων τῶν ὁποίων τήν πρωτεύουσα 21. Βλέπε τά ὅσα ἀναφέραμε στήν Εἰσαγωγή γιά τή σχέση θρησκείας καί γεωγραφίας, ἤ περιβάλλοντος.
52
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
κατέστρεψαν παντελῶς. Τήν πόλη μέ τούς πλατεῖς της δρόμους, τά μεγάλα δημόσια οἰκοδομήματα, ὑδραγωγεῖα καί περίτεχνα ἀντικείμενα ἔφερε στό φῶς, σχετικά πρόσφατα (1922-1934), ἡ σκαπάνη τοῦ Ἄγγλου ἀρχαιολόγου Sir Leonard Wooley ([1930] 1970). Ἀποτέλεσμα τῆς καταστρεπτικῆς αὐτῆς εἰσβολῆς ἦταν ἡ μαζική μετα κίνηση πληθυσμῶν πρός βορρᾶ καί βορειοανατολικά, κατά μῆκος τῆς λεγό μενης «γόνιμης ἡμισελίνου» περιοχῆς ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπό τόν Περσικό κόλπο πρός βορρᾶ μέχρι τήν Καναάν, τό σημερινό Ἰσραήλ. Τέτοιες μετακι νήσεις πληθυσμῶν ἀποτελοῦσαν συχνό φαινόμενο γιά τήν περιοχή. Ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἐξαιτίας τῆς εἰσβολῆς τῶν Ἐλαμιτῶν ἐγκατέλειψε μέ τήν οἰκογένειά του τήν Οὔρ ἦταν καί ὁ Terah, ἤ Θάῤῥα ὅπως τόν ὀνομάζει ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Ἑλληνική της μετάφραση. Προορισμός τοῦ Θάῤῥα ἦταν ἡ Καναάν τήν ὁποίαν ἀπό καιρό ἐποφθαλμιοῦσαν καί εἶχαν τελικά καταλάβει οἱ Φιλισταῖοι22. Δέν πρόφθασε, ὅμως, νά προχωρήσει πέρα ἀπό τήν πόλη Χαράν (Χαῤῥάν), στή σημερινή Συρία, στό βορειότερο σημεῖο τοῦ ἡμισελήνου. Ἀπό τόν Θάῤῥα στόν Ἄβραμ. Μετά τό θάνατο τοῦ Θάῤῥα ἡ ἡγεσία τῆς οἰκογένειας περιῆλθε στόν πρωτότοκο γιό του Ἄβραμ. Αὐτό ἦταν τό πρῶτο ὄνομα τοῦ μετέπειτα γνωστοῦ Πατριάρχη τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἀβραάμ, πατέρα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ μονοθεϊσμοῦ. Σέ μία πατριαρχική κοινωνία ὅπως τῆς ἀρχαίας Μεσοποταμίας, ὁ πατέρας (μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια τῆς λέξης) εἶναι τό προεξάρχον πρόσωπο τῆς εὐρύτερης οἰκογένειας. Εἶναι ἡ κεφαλή, ὁ ἡγέτης, ὁ δικαστής, τό σημεῖον ἀναφορᾶς γιά θέματα θρησκείας καί συμ περιφορᾶς τῶν μελῶν της, ἡ πηγή τῶν παραδόσεών της. Ἡ αὐθεντία αὐτή μεταβιβάζεται ἀπό ἄρρενα σέ ἄρρενα. Τό ὄνομα Ἄβραμ σημαίνει «ὁ πατέ ρας ὁ ὁποῖος ἔχει ἐξυψωθεῖ». Τήν ἱστορία τοῦ Ἄβραμ τήν περιγράφει τό βιβλίο τῆς Γενέσεως (11:2725:11), τό πρῶτο τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου. Εἶναι μία σχετικά σκειώδης περι γραφή, ἀλλά καί ἡ μόνη γιά τή μεγάλη αὐτή προσωπικότητα. Ἡ περιγρα 22. Ἡ προέλευση τῶν Φιλισταίων ἀνάγεται ἀπό πολλούς στήν Κρήτη. Αὐτοί λέγεται ὅτι κα τέλαβαν τήν ἀρχαία Καναάν, στήν ἀνατολική ἀκτή τῆς Μεσογείου, ἡ ὁποία ὀνομάστηκε Φιλιστίνα. Ἀπό παραφθορά τοῦ ὀνόματος προῆλθε ἡ ὀνομασία Παλαιστίνα (Παλαιστίνη). Εἶναι ἄραγε αὐτοί οἱ ἀρχαῖοι Κρῆτες ἐπιδρομεῖς πρόγονοι τῶν σημερινῶν Παλαιστινίων; Δύσκολο νά μπεῖ κάποιος στά βαθιά αὐτά νερά, τά γεμᾶτα σήμερα ἐθνικές διεκδικήσεις καί πολιτικές παγίδες.
53
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
φή τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, ὅπως καί ὅλων τῶν βιβλίων τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου, ἔχει χαρακτήρα θρησκευτικῆς διήγησης μᾶλλον παρά ἱστορικῆς πραγματείας. Διηγεῖται τήν ἐμπειρία τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τήν κλήση τοῦ Ἄβραμ ἀπό τό Θεό, καί τήν ἀπαρχή μιᾶς ἰδιαίτερης Ἰουδαϊκῆς αὐτογνωσί ας καί πίστεως. Τό κεντρικό στοιχεῖο καί μήνυμα στή διήγηση εἶναι ἡ βαθιά αἴσθηση θείου σκοποῦ καί πεπρωμένου ἡ ὁποία συνέχει τόν Ἄβραμ, καί ἡ ἄνευ ὅρων ὑποταγή του στή διαίσθηση, στίς προκλήσεις, στίς προσκλή σεις καί στίς ἐσωτερικές νύξεις τῆς θείας αὐτῆς ὁρμῆς. Αὐτός ὁ «Θεὸς τοῦ Ἄβραμ» δέν εἶναι κάποιος ἀπό τούς θεούς τοῦ Μεσοποταμιακοῦ πανθέου τούς ὁποίους λάτρευαν οἱ πρόγονοί του. Ὁ Ἄβραμ ἔχει αἴσθηση περί ἑνός Θεοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι δημιουργός τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὑπεράνω τοῦ σύμπαντος· ἕνας «Θεός ὕψιστος, ὅς ἔκτισε τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γέν. 14:19), ἡ αἰτία πίσω ἀπό τήν Ἱστορία καί τόν ἀνθρώπινο προορισμό. Τό αἴσθημα μεγέθους καί ὕψους αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ἐξωτερικεύει ὁ Ἄβραμ μέ τήν ὀνομασία τήν ὁποῖα τοῦ προσάπτει, «El Shada’i», «Θεός τῶν Κορυφῶν». Γι’ αὐτό καί χτίζει θυσιαστήρια σέ ὑπερυψωμένα μέρη, ἐπάνω σέ κορφές λόφων καί βουνῶν. Μία τέτοια πράξη ἦταν γνωστή στόν Ἄβραμ. Στή Μεσοποταμία οἱ ἄνθρωποι κατασκεύαζαν τεράστιους ναούς σέ σχῆμα κώνου μέ ἐξωτερικές ἑλικοειδεῖς σκάλες ἤ διαδρόμους οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦσαν στήν κορφή, ἐκεῖ ὅπου καί τό θυσιαστήριο γιά τούς θεούς. Τά κτίσματα αὐτά λέγονταν ziggurat. Γιά τόν Ἄβραμ ὅμως ὁ «El Shada’i» δέν ἦταν ἕνας ἀπό τούς πολλούς θεούς, ἤ κάποιο φανταστικό, ἀφηρημένο ὄν, ἀλλά ἕνα προσωπικό Ὄν. Εἶναι αὐτός ὁ Θεός ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ προσωπι κά μέ τόν Ἄβραμ, ἐνδιαφέρεται ἄμεσα γι’ αὐτόν, ὑπόσχεται καί ἀναλαμ βάνει νά τόν ὁδηγήσει ἀπό τήν πολυτάραχη γῆ τῶν πατέρων του σέ μιά γῆ ἐπαγγελίας καί πλούτου: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου...». (Γέν. 12:12, 14). Ταυτόχρονα ὁ Θεός αὐτός ἀναμένει κάτι ἀπό τόν Ἄβραμ. Τό «ἀντάλλαγμα» αὐτό εἶναι ἡ ἐμπι στοσύνη, ἡ ἀφοσίωση στό Θεό καί ἡ ἐκτέλεση τῆς ἐντολῆς του, αὐτό τό «Καὶ ἐπορεύθη Ἄβραμ καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος» (Γέν. 12:14). Αὐτό πού θέλει νά ἐπιβεβαιώσει ἡ Ἰουδαϊκή Γραφή ἀπ’ ἀρχῆς εἶναι ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι κάποιος τόν ὁποῖον ἐφεῦρε ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἡ αἰτία τῶν πάντων, ὁ κύριος τῆς δημιουργίας. Τό Θεό αὐτόν τόν δέχτηκε ὁ Ἄβραμ ὡς δικόν του. Καί ὁ Θεός, εἰς ἀπάντηση τῆς δεκτικότητας τοῦ Ἄβραμ, δέχτηκε ἤ ἐξέλεξε τόν Ἄβραμ ὡς δικόν του. Ἡ ἀμοιβαία αὐτή Ἐκλογή ἀποτελεῖ μία κεντρική, χαρακτηριστική ἰδέα 54
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
(«δόγμα» θά λέγαμε) στήν Ἰουδαϊκή θρησκευτική παράδοση. Ἐκλογή στόν Ἰουδαϊσμό δέν σημαίνει χατιρική προτίμηση, οὔτε φυλετική ἤ ἄλλου εἴδους ὑπεροχή ἑνός λαοῦ σέ σύγκριση πρός ἄλλους. Σημαίνει μᾶλλον ἀμοι βαία σχέση μεταξύ ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ καί τοῦ Θεοῦ-δημιουργοῦ ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς θετικῆς ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ! Ὁ Ἄβραμ, καί μέσῳ αὐτοῦ ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, δέχτηκε τό Θεό καί ὁ Θεός ἀμοιβαία δέχτηκε τόν Ἄβραμ καί κατέστησε τούς ἀπογόνους του «βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον»23, βασίλειο ἱερέων καί ἅγιο ἔθνος, ὥστε νά τόν τιμοῦν, καί μέσῳ αὐτῶν νά τόν γνωρίσουν οἱ λοιποί λαοί. Ἀπο τέλεσμα τῆς Ἐκλογῆς εἶναι ἡ Διαθήκη, ἡ συμφωνία, ἡ συνθήκη, μεταξύ Θε οῦ καί Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ δεύτερη κεντρική, χαρακτηριστική, πεποίθηση καί ἰδέα στήν Ἰουδαϊκή θρησκευτική παράδοση. Διαθήκη σημαί νει ἀμοιβαῖο δεσμό μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Θά δοῦμε ἀργότερα πῶς ὁ δεσμός αὐτός ἑρμηνεύεται ἔντονα ἀπό τούς προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ ὡς «συνουσία» καί γάμος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, γιά νά καταλάβουμε γιατί ὁ Παῦλος ὀνόμασε τήν Ἐκκλησία, τό λαό τοῦ Θεοῦ, «νύμφη Χριστοῦ»! Τό γεγονός αὐτό καθαυτό ὅτι ὁ Θεός συνομιλεῖ μέ τόν Ἄβραμ, τοῦ δίνει ὑποσχέσεις καί ἀναμένει ἀπό αὐτόν νά ἀνταποκριθεῖ μέ ἀπόλυτη ἐμπιστο σύνη καί ἀφοσίωση, ἀποτελεῖ πράξη συνθήκης, συμφωνίας, καί Διαθήκης. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἄβραμ εἶναι ἱστορία διαδοχικῶν ἐπιβεβαιώσεων, ἀλλά καί ἐπεκτάσεων τῆς Διαθήκης. Ἀπό «Ἄβραμ» σέ «Ἀβραάμ». Σέ μία ἀπό αὐτές τίς φάσεις ὁ Θεός ὑπό σχεται στόν Ἄβραμ νά τόν καταστήσει «πατέρα πλήθους ἐθνῶν»: «Καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεός, λέγων, Καὶ ἐγὼ ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου μετὰ σοῦ· καὶ ἔσῃ πατὴρ πλήθους ἐθνῶν. Καὶ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἄβραμ, ἀλλ’ ἔσται τὸ ὄνομά σου Ἀβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε. Καὶ αὐξανῶ σε σφόδρα, καὶ θήσω σε εἰς ἔθνη· καὶ βασιλεῖς ἐκ σοῦ ἐξελεύ σονται» (Γέν. 17: 2-4).
Μέ τήν προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς στό ὄνομα ἐπεκτάθηκε ἡ ἔννοια τοῦ ἤδη μεγάλου καί τιμημένου πατέρα, ἀπό Ἄβραμ σέ Ἀβραάμ – μία χαρακτηρι στική μετονομασία καί ἔξαρση ἀπό πατέρα ὑπεροχῆς σέ «πατέρα πλήθους ἐθνῶν», ἤ «Πατριάρχη»! 23. Κατά τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, 19:6.
55
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Διαθήκη σφραγισμένη στή σάρκα. Ἡ Διαθήκη αὐτή «ὑπογράφτηκε» καί μέ ἕνα καταπληκτικό, διακριτό, τρόπο: τήν περιτομή! Ὁ Ἀβραάμ, ἤδη σέ ἡλικία ἐνήντα ἐννέα ἐτῶν (Γέν. 17:1)24, καθώς καί ὅλα τά ἄρρενα μέλη τῆς εὐρύτερης οἰκογένειάς του, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ὑπηρετῶν τους, ὑποβλήθηκαν στήν ἐπίπονη αὐτή ἐπέμβαση25. Ἀπό τότε ὅλα τά ἄρρενα μέλη τῆς Ἑβραϊκῆς κοινότητας, ἀπό τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς γέννησης τοῦ παιδιοῦ, ὑποβάλλονται στήν περιτομή. Ἡ περιτομή εἶναι ἡ τελετή ὑποδοχῆς τοῦ ἄρ ρενος «στήν οἰκογένεια τοῦ Ἀβραάμ»26. Μέ τή ροή τοῦ αἵματος27 καί τήν αὐτο-θυσιαστική αὐτή ἐγχειρητική πράξη τῆς ἀφαίρεσης τῆς ἐπιδερμίδας ἀπό τό πέος ἐπισφραγίζεται, κατά τόν πιό προσωπικό καί δραματικό τρό πο, στήν ἴδια τή σάρκα τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα στό γεννητικό ὄργανο τῆς διαιώνισης τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, ἡ προσωπική δέσμευση τοῦ ἀτόμου πρός τή Διαθήκη τήν ὁποίαν ἔχει συνάψει μέ τό Θεό! Ἡ ἀπόλυτη ὑποταγή τοῦ Ἀβραάμ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ δοκιμάζεται γιά 24. Δέν εἴμαστε βέβαιοι ἄν οἱ μεγάλοι καί ὑπερβολικοί ἀριθμοί τῆς Ἰουδαϊκῆς Γραφῆς ἀν τιστοιχοῦν μέ τούς ἀριθμούς τούς ὁποίους χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς σήμερα. 25. Ἡ περιτομή φαίνεται νά ἦταν γνωστή ἀνάμεσα καί σέ ἄλλους λαούς τῆς ἐποχῆς. Οἱ λόγοι πού τήν ἐπέβαλαν ἦσαν πολλοί: σέ ἐποχές εὐρέων μετακινήσεων πληθυσμῶν, λό γοι ὑγιεινῆς καί καθαρότητας τῆς φυλῆς· λόγοι ταυτότητας καί διάκρισης ἀπό ἄλλους λαούς· λόγοι θρησκευτικοί ὡς ἔκφραση ὑποταγῆς καί ἀπόδειξη αὐτοθυσίας, κ.ἄ. Στήν περίπτωση τῶν Ἰουδαίων φαίνεται νά συντρέχουν ὅλοι αὐτοί οἱ λόγοι. 26. Οἱ Μουσουλμάνοι ὑποβάλλουν καί αὐτοί τούς ἄρρενες σέ περιτομή ἀναβιώνοντας τή θρησκεία, ἤ «τόν τρόπο συμπεριφορᾶς τοῦ Ἀβραάμ» (din Ibrahim), τόν ὁποῖον τιμοῦν ὡς τό κατεξοχήν πρότυπο ὑποταγῆς (islām). 27. Κατά τήν ἀρχαία πράξη τῶν Μεσοποταμίων ἡ συμφωνία μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερῶν σφραγιζόταν μέ τή δημόσια σφαγή ἑνός ζώου σέ δύο μέρη, ἀπό τό κεφάλι πρός τήν οὐρά, ἀνάμεσα στά ὁποῖα περνοῦσαν οἱ συμβαλλόμενοι. Ἡ δραματική αὐτή πράξη ἀποτελοῦσε τρόπο ἀνάλυψης εὐθυνῶν καί ὑπόσχεση τήρησης τῶν ὅρων τῆς συμφωνίας. Ἡ ἀθέτηση τῆς συμφωνίας θά ἀντιστοιχοῦσε μέ θάνατο γιά τόν ἀθετοῦντα, ὅπως συμβο λίζει ἡ ρύση τοῦ αἵματος. Μία τέτοια φρικτή καί ἀπρόσωπη «ὑπογραφή» παίρνει τώρα σέ μιά πιό ἐξελιγμένη φάση τῆς ἱστορίας τή μορφή προσωπικῆς δέσμευσης, θυσίας καί μαρτυρίας. Ἴσως στό σημεῖο αὐτό νά ἀρχίζει νά καταλαβαίνει κάποιος καλύτερα τό νόημα τῶν λέξεων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου πρός τόν Πιλάτο: «τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματ. 27:25)! Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ἡ φράση αὐτή βρίσκεται μόνο στό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ὁ ὁποῖος τό ἔγραψε ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἀπό τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ προσηλύτους, οἱ ὁποῖοι καί θά μποροῦσαν νά καταλάβουν καλύτερα τό ὑπονοούμενο τῶν λέξεων! Βλέπε καί κεφάλαιο 7.
56
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
μία ἀκόμη φορά ὅταν ὁ Θεός τόν προστάζει νά θυσιάσει τό μονογενή καί νό μιμο γιό του Ἰσαάκ. Ὁ Ἀβραάμ ὑπακούει χωρίς γογγυσμό ἤ συμβιβασμούς (Γέν. 22: 1-13)28. Στή διήγηση αὐτή οἱ Μουσουλμάνοι ἔχουν ἀντικαταστήσει τόν Ἰσαάκ μέ τόν Ἰσμαήλ, τόν πρωτότοκο γιό τοῦ Ἀβραάμ ἀλλά ἀπό τήν Ἅγαρ, τή δούλη τῆς συζύγου του Σάῤῥας, μιλώντας γιά θυσία τοῦ Ἰσμαήλ μᾶλλον παρά τοῦ Ἰσαάκ29. Ἡ μυστική ἕλξη τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ χαίρει μεγάλου σεβασμοῦ ὡς Πατριάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ μονοθεϊσμοῦ. Τόν Ἀβραάμ τόν τιμοῦν ἐξίσου Ἑβραῖοι, Χριστιανοί καί Μουσουλμάνοι. Μέ τίς λέξεις τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ἦταν «φίλος τοῦ Θεοῦ»30. Ἡ Ταλμούδ, ἡ συλλογή διδασκαλιῶν καί ἑρμηνειῶν Ἑβραίων ραβίνων, ἐκθειάζει τόν Ἀβραάμ ὡς τόν ἄνθρωπο «γιά τόν ὁποῖο δέν ὑπῆρξε ἄνθρωπος πού τόν δί δαξε πῶς νά γνωρίσει τό Θεό, γιατί ἔφτασε σ’ αὐτό τό σημεῖο γνώσης ἀπό μόνος του»!31 Τόν ἴδιο θαυμασμό πρός τήν πίστη τοῦ Ἀβραάμ βλέπουμε νά ἐπαναλαμβάνεται σέ ὅλη τήν Ἰουδαϊκή γραμματεία. Νά πῶς ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους φιλοσόφους τῶν Μέσων Χρόνων, ὁ Moses ben Maimon (π. 1204), ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τούς φιλόσοφους θεολόγους τοῦ Ἰου δαϊσμοῦ, γνωστός μέ τό ἐκ-Λατινισμένο ὄνομα Μαϊμωνίδης, περιέγραψε μέ τήν πιό ἁπλή γλῶσσα τή σημασία τοῦ Ἀβραάμ: Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας μας, δίδαξε τό λαό· ἄνοιξε τό νοῦ τους, καί τούς ἀπο κάλυψε τήν ὀρθή πίστη καί ἑνότητα32 τοῦ Θεοῦ. Ἀπόρριψε τά εἴδωλα καί κατάργησε τή λατρεία τους. Ἔφερε πολλούς κάτω ἀπό τίς πτέρυγες τῆς θείας παρουσίας. Τούς πρόσφερε συμβουλή καί κατεύθυνση, καί παρότρυνε τά μέλη τοῦ οἴκου του νά τηροῦν αὐτά πού θέλει ὁ Θεός γιά πάντα, καθώς 28. Ἡ διήγηση ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ ἀνθρωποθυσία δέν ἦταν κάτι ἄγνωστο τήν ἐποχή τοῦ Ἀβραάμ στήν εὐρύτερη περιοχή ἀπό ὅπου εἶχε ξεκινήσει. 29. Βλέπε καί κεφ. 15. Οἱ Μουσουλμάνοι διατείνονται ὅτι κατάγονται ἀπό τόν Ἰσμαήλ, τόν πρωτότοκο γιό τοῦ Ἀβραάμ καί ὅτι, ἔτσι, εἶναι οἱ πρῶτοι καί ἐγγύτεροι ἀπόγονοί του καί τῆς «θρησκείας» του. Οἱ Ἑβραῖοι τούς ὑπενθυμίζουν σκωπτικά ὅτι εἶναι ἀπόγονοι ἑνός νόθου γιοῦ τοῦ Ἀβραάμ... 30. Ἄς κρατήσουμε τό χαρακτηρισμό αὐτόν κατά νοῦν, διότι τόσο στό Χριστιανισμό ὅσο καί στό Ἰσλάμ ὁ χαρακτηρισμός «φίλος τοῦ Θεοῦ» ὑποδηλώνει τόν «ἅγιο». 31. Glatzer (1969), σσ. 240, 241. 32. Βλέπε τά ὅσα ἀναφέραμε ἀνωτέρω περί μονότητας, ἤ μᾶλλον ἑνότητας (στά Ἀραβικά tawhīd) τοῦ Θεοῦ.
57
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ τό λέει ἡ Γραφή: «ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐ τοῦ μετ’ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν...» (Γέν. 18:19)33.
Καί ἡ Χασιδική παράδοση, ἡ λαϊκή μυστικιστική κίνηση ἡ ὁποία ἐμφανίστη κε στήν Ἀνατολική Εὐρώπη στά μέσα τοῦ δεκάτου ἑβδόμου αἰώνα, ἐξαίρει τόν Ἀβραάμ ὡς τόν «πατέρα μας, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τή ζωή του ὥστε νά ἁγιάζεται τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καί ἔριξε τόν ἑαυτό του μέσα στή φοβερή πυρά» τοῦ θείου!34 Γιά τούς Ἑβραίους ὁ Θεός εἶναι «Θεός Ἀβραάμ», καί ἐν συνεχεία «Θεός Ἰσαάκ, Θεός Ἰακώβ», ὁ Θεός τῶν ἀπογόνων του – κοινή ἔκφραση τῆς Ἰουδαϊκῆς καί τῆς Χριστιανικῆς Γραφῆς! Τό Ἰσλάμ ἐξαίρει τόν Ἀβραάμ ὡς τόν παραδειγματικό «μουσουλμάνο», τόν χωρίς συμβιβασμό «ὑποτεταγμένον» στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιά τούς Μουσουλμάνους τό Ἰσλάμ δέν εἶναι κάτι νεοφανές, καί μάλιστα θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, ἀλλά ἡ din Ibrahim, ἡ «ὁδός» ἤ, στήν κυριολεξία, «ὁ τρόπος [ζωῆς] τοῦ Ἀβραάμ». Ἀξίζει νά σημειωθεῖ στό σημεῖο αὐτό ὅτι καί οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἀναφέρονταν στήν πίστη τους ὡς «Ὁδόν» (Πράξεις 24: 14, 22), ὡς τρόπο ζωῆς, ὄχι ὡς θρησκεία. Καί γιά τίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκείες, λοιπόν, θρησκεία εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς, ἡ «ὁδός» (ὑποταγῆς στό Θεό)»· καί ὁ Ἀβραάμ πρότυπο ἑνός τέτοιου τρόπου ζωῆς. Γιά τούς Μουσουλμάνους ὁ Ἀβραάμ εἶναι προφήτης ὁ ὁποῖος ἔκανε γνωστό καί μετέδωσε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Al Ghazzali (π. 1111), ὁ μεγα λύτερος Μουσουλμάνος φιλόσοφος-θεολόγος τῶν Μέσων Χρόνων, νομικός καί μυστικός τοῦ Ἰσλάμ, ἐξέφρασε τό κοινό περί τοῦ Ἀβραάμ αἴσθημα τῶν ὁμοθρήσκων του μέ τήν ἀκόλουθη διήγηση: Ὅταν ὁ Ἄγγελος τοῦ θανάτου35 ἦρθε νά παραλάβει τήν ψυχή τοῦ Ἀβραάμ 33. «Τόν ξέρω ὡς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει προστάξει τά παιδιά του καί τούς οἰκείους του νά τηροῦν τούς τρόπους τοῦ Κυρίου καί νά ζοῦν μέ ἁγιότητα καί διάκριση». Στήν Ἰουδαϊκή σκέψη καί Γραφή ἡ λέξη «δικαιοσύνη» δέν ἔχει τή νομοκανονική ἔννοια τήν ὁποία τῆς ἔχει δώσει ἡ Δυτική Χριστιανική σκέψη. «Δικαιοσύνη» εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κατεξοχήν ἅγιος· ἑπομένως «δικαιοσύνη» σημαίνει τόν τρόπο τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ, τήν ἁγιότητα. 34. Glatzer (1969), σ. 454. 35. Ὁ Ἰσραήλ, ὁ ἄγγελος ὁ ὁποῖος ἀναγγέλλει τή στιγμή τοῦ θανάτου στόν κάθε ἄνθρωπο. Γιά τή Μουσουλμανική πίστη περί ἀγγέλων καί θανάτου, Βλέπε κεφ. 14.
58
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ καί εἶπε τότε [ὁ Ἀβραάμ στό Θεό] «Ἔχεις δεῖ ποτέ ἕνα φίλο νά παίρνει τή ζωή τοῦ φίλου του;» ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε: «Ἔχεις δεῖ ποτέ ἕνα φίλο νά μή θέλει νά δεῖ τόν φίλο του;», τότε ὁ Ἀβραάμ εἶπε: «Ὤ Ἰσραήλ, ἤ Ἄγγελε τοῦ θανάτου, πάρε τήν ψυχή μου».
Ὁ Ἀβραάμ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ὁ πρωτεργάτης τῆς Ἰου δαϊκῆς θρησκείας, καί αὐτός πού δίδαξε τό λαό του μία ἁπλή, ἀλλά τέλεια, πίστη: τήν ἀσυμβίβαστη ὑποταγή στό Θεό, καί τήν ἀμετάκλητη τήρηση τῆς Διαθήκης36. Ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰακώβ συνέχισαν τήν παράδοση τοῦ προκατόχου τους. Ὁ Ἰακώβ πῆρε τό ἐπίθετο «Ἰσραήλ» ὕστερα ἀπό μία παράδοξη ἀντιμέτωπη συνάντηση «πρόσωπον πρός πρόσωπον» μέ τό Θεό. Τό ἐπίθετο «Ἰσραήλ» μπορεῖ νά μεταφραστεῖ μόνο μέ μία ὁλόκληρη πρόταση: «αὐτός πού πά λεψε μέ τό Θεό, καί νίκησε καί, ἑπομένως, θά ὑπερισχύσει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους»37. Ὁ Ἰακώβ ἔγινε πατέρας δώδεκα υἱῶν, καί αὐτοί μέ τή σει ρά τους ἀρχηγοί ἰσάριθμων φυλῶν, τῶν «δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ», οἱ ὁποῖες συνέστησαν τό ἀρχαῖο Ἰουδαϊκό ἔθνος. Ἡ ἱστορία αὐτῶν καί τῶν ἀπογόνων τους ἀπασχολεῖ τά ὑπόλοιπα κεφάλαια τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσε ως (25:11 - 50:26). Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἀρχαιότερη ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἀντι στοιχεῖ μέ τήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων, «αὐτῶν οἱ ὁποῖοι διέχισαν τόν ποτα μό [Εὐφράτη]», ἡ μετέπειτα ἱστορία του ἀντιστοιχεῖ μέ ἐκείνη «τῶν υἱῶν Ἰσραήλ», τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ! Γιά λόγους ἀκριβολογίας, λοιπόν, θά πρέπει νά ἀναφερόμαστε σέ «Ἑβραίους» γιά τήν ἀρχαιότατη ἱστορία, καί σέ «Ἰσραηλίτες», ἤ συλλεκτικά «Ἰσραήλ», γιά τή μετέπειτα ἱστορία τῶν μελῶν τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ἡ ὀνομασία Ἰουδαϊσμός γιά τή θρησκεία προέρχεται, ὅπως θά δοῦμε σέ λίγο, ἀπό τήν ὀνομασία τοῦ μικρότερου βα σιλείου τοῦ Νότου, γνωστοῦ ὡς Ἰούδα, τό ὁποῖον ἐπέζησε τήν καταστροφή τῶν Ἀσσυρίων. Τρεῖς, λοιπόν, ὀνομασίες ἐμπλέκονται στήν περιγραφή τοῦ λαοῦ καί τῆς θρησκείας του: Ἑβραῖοι, Ἰσραηλίτες, καί Ἰουδαῖοι ἀπ’ ὅπου καί «Ἰουδαϊσμός». Ἡ χρήση κάθε φορά τῆς σωστῆς ὀνομασίας, μολονότι 36. Περισσότερα περί τοῦ Ἀβραάμ, βλέπε “Abraham” στή CDI, “Ibrahim” στήν EI, καί “Ha nif” στή SEI. Ἐπίσης, Firestone (1990), Frost (1963), Gaubert (1968), Moubarac (1958), Parrot (1968), Penfield (1954), Siker (1991), Wooley (1936). 37. «...ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετὰ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ». Βλέπε Γέν. 32: 24-31.
59
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
δύσχρηστη καί ἀκατάληπτη στήν ἐποχή μας, ἀντανακλᾶ τή σωστή ἐποχή, στιγμή καί ἐξέλιξη τῆς θρησκείας.
Δουλεία καί Ἔξοδος Ἡ δεύτερη σημαντική ἐξέλιξη τῆς πρώϊμης ἱστορίας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἔχει νά κάνει μέ δουλεία καί ἀπελευθέρωση. Κεντρικό μοχλό της ἀποτελεῖ τό γεγονός τῆς Ἐξόδου τῶν «υἱῶν Ἰσραήλ» καί τῆς μετάστασής τους ἀπό τή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Οἱ περισσότεροι ἐπιστήμο νες τοποθετοῦν τήν Ἔξοδο στό δωδέκατο αἰώνα πρό τῆς κοινῆς ἐποχῆς, ἐνῶ οἱ λιγότεροι στό δέκατο πέμπτο. Ὑπάρχουν ἐπίσης καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖ οι ἀμφισβητοῦν ἐξ ὁλοκλήρου τήν ἱστορικότητα ἑνός τέτοιου γεγονότος. Ἐντούτοις εἶναι ἀδύνατον νά ἐξηγήσει καί νά ἀναπαραστήσει κάποιος τήν ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ χωρίς αὐτό τό κεντρι κό Βιβλικό στοιχεῖο. Λοιμός στήν Καναάν (ἕνα σύνηθες φαινόμενο γιά μία ἐμπόλεμη ζώνη τήν ὁποία διεκδικοῦσαν διάφοροι λαοί· πόσο σύγχρονο τό φαινόμενο!) εἶχε ἐξαναγκάσει τούς «υἱούς Ἰσραήλ» νά ζητήσουν ἄσυλο στό σιτοβολόνα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, τήν Αἴγυπτο. Ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες μπῆκαν στήν Αἴγυ πτο γύρω στό δέκατο ὄγδοο αἰώνα, τή χώρα τήν κυβερνοῦσαν οἱ λεγόμενοι Ὑκσός (Hyksos), ἤ «οἱ ἀλλοεθνεῖς». Ἡ κυριαρχία τῶν Ὑκσός στήν Αἴγυπτο κράτησε ἀπό τό δέκατο ὄγδοο μέχρι τό δέκατο ἕκτο αἰώνα πρίν ἀπό τήν κοινή ἐποχή. Αὐτή ἦταν περίοδος εὐημερίας καί προκοπῆς γιά τούς «υἱοὺς Ἰσραήλ» – κάτι τό ὁποῖο πρέπει νά ὁδηγήσει στό συμπέρασμα ὅτι «οἱ ἀλλο εθνεῖς» κυρίαρχοι ἦσαν μέν ξένοι γιά τούς Χιτίτες Αἰγυπτίους ὄχι ὅμως καί γιά τούς Σημίτες Ἰσραηλίτες! Οἱ Ὑκσός ἦσαν πιθανῶς καί αὐτοί Σημίτες προερχόμενοι ἀπό τή νοτιοδυτική περιοχή τῆς «εὔφορης ἡμισελήνου», τήν ὁποίαν εἶχαν περάσει πρόσφατα ὁ Θάῤῥα καί ὁ Ἄβραμ! Ἡ πιθανότητα αὐ τή ἐξηγεῖ ἴσως τά ἑξῆς τρία πράγματα: τήν ἐπιλογή ἐκ μέρους τοῦ Ἄβραμ μιᾶς μᾶλλον γνωστῆς διαδρομῆς γιά τούς Σημίτες μέσῳ τῆς «εὔφορης ἡμισελήνου», ἔστω καί καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ· τήν εὐημερία καί τήν ὑψη λή κοινωνική θέση πού κατέλαβαν οἱ Ἰσραηλίτες στήν Αἴγυπτο κατά τήν περίοδο κατοχῆς της ἀπό τούς Ὑκσός· καί τήν πικρή δουλεία καί σκληρή καταπίεση τήν ὁποία δοκίμασαν ἀπό τούς Αἰγυπτίους μετά τήν ἐκτίναξη τοῦ ξενικοῦ αὐτοῦ ζυγοῦ. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει μία ἐπική σειρά γε 60
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
γονότων – ὅλα αὐτά καταγεγραμμένα μέ ἰδιαίτερη ἔνταση καί δράμα στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, τό δεύτερο τῆς Ἰουδαϊκῆς Γραφῆς· μία διήγηση ἡ ὁποία περιλαμβάνει δουλεία καί ἐλευθερία, καταπίεση καί ἀπολύτρωση, ἐξέλιξη ἑνός ἠθικοῦ μονοθεϊσμοῦ, δημιουργία ἐθνικῆς συνείδησης, σφυρηλάτηση ἔννοιας νόμου, ἔθνους καί ἠθικῆς, καί τελικά κατάκτηση τῆς «γῆς τῆς ἐπαγ γελίας» – γεγονότα τά ὁποῖα ἔδωσαν ἀνεξίτηλη μορφή στόν Ἰουδαϊσμό. Κανένας μελετητής τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας δέν μπορεῖ νά παρακάμψει τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου χωρίς νά καταργεῖ τόν Ἰουδαϊσμό. Ὁ Μωυσής. Κεντρικό πρόσωπο τῆς ἱστορίας αὐτῆς εἶναι ὁ Μωυσής· θαῦμα ἐπιβίωσης ὁ ἴδιος ἀπό τήν ὀργή τοῦ Φαραώ, ὅπως εἶναι ὁ τίτλος τοῦ Αἰγύπτιου μονάρχη. Ὁ Μωυσῆς συγκεντρώνει σέ μία πολύπλευρη προ σωπικότητα τά στοιχεῖα ἑνός φλογεροῦ ἐθνικιστή, ἑνός μορφωμένου καί φωτισμένου Αἰγύπτιου, ἑνός ὀξύνου καί ἐπιτελικοῦ στρατηγοῦ, ἑνός ἐξαί ρετου ὀργανωτικοῦ πνεύματος, ἑνός μεγάλου νομοθέτη, ἑνός δυναμικοῦ διεισδυτικοῦ ἡγέτη, καί ἑνός ἀνθρώπου μέ ἔντονη ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Ἐάν ὁ Ἀβραάμ εἶναι ὁ Πατριάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὁ Μωυσῆς εἶναι ὁ πατριάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἐθνικισμοῦ, καί τῆς ὀργανωμένης καί ἐπίση μης θρησκευτικῆς του παράδοσης. Ἡ τύχη του ἦταν αὐτή τήν ὁποίαν εἶχε ἐπιτάξει γι’ αὐτόν καί γιά ὅλα τά ἀρσενικά τῶν Ἰσραηλιτῶν ἡ Φαραωνική ἀρχή: ὁ ἄμεσος θάνατός του τή στιγμή τῆς γέννησής του. Ἦταν ἕνα μέτρο ἐξαναγκασμοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν νά δώσουν σέ γάμο τίς κόρες τους μέ Αἰγυ πτίους ἐπιταχύνοντας ἔτσι τήν ὀργανική ἀφομοίωσή τους μέ τήν Αἰγυπτιακή κοινωνία καί ὑπογράφοντας τήν ἀναγκαστική ἐξουδετέρωση τῆς φυλετικῆς τους ταυτότητας. Τό μέτρο αὐτό δείχνει ὅτι οἱ Ἰσραηλίτες κατά τήν περίοδο τῶν Ὑκσός στήν Αἴγυπτο συγκροτοῦσαν, λόγῳ θρησκείας καί προέλευσης, ἕνα σκληρό πυρήνα ἀντιστεκόμενο σέ κάθε μορφή ἀφομοίωσης. Μέ τή γέννηση τοῦ Μωυσῆ ἡ μητέρα του, κατά προτροπή τῆς μαίας, τόν ἔβαλε σέ ἕνα καλάθι καί τόν ἔριξε στό Νεῖλο στό σημεῖο ὅπου ἡ κόρη τοῦ Φαραώ συνήθιζε νά λούζεται. Τό ἐγχείρημα πέτυχε: ἡ κόρη τοῦ Φαραώ ἀνακαλύπτει τό καλάθι μέ τό βρέφος, διατάζει νά ἀνασυρθεῖ ἀπό τό Νεῖλο (τό ὄνομα Μωυσής σημαίνει «αὐτός πού ἀνασύρθηκε ἀπό τά νερά»), ζη τάει νά τό υἱοθετήσει καί, ὡς ἀπό μηχανῆς θεός, ἐμφανίζεται ὡς ἄγνωστη ἡ ἀδελφή τοῦ Μωυσῆ ἡ ὁποία προτείνει στήν πριγκίπισσα ὡς τροφό τοῦ βρέφους καί μέχρι τήν ἐνηλικίωσή του κάποια γυναίκα, ἡ ὁποία συνέβη νά μή ἦταν ἄλλη ἀπό τή μητέρα της καί μητέρα τοῦ βρέφους ( Ἔξ. 2:10)! Ἄν ἡ πλοκή τῆς διήγησης εἶναι ἰδιαίτερα συγκλονιστική, καί θελκτική, εἶναι διότι 61
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἐμπεριέχει ὅλα τά στοιχεῖα Ἀνατολικῆς διηγηματολογίας38 μέσα στά ὁποῖα ἔχουν διαφυλαχθεῖ μέ τέχνη καί ἀπόλυτη προσοχή τά ἰσχυρότερα καί πο λυτιμότερα ἱστορικά στοιχεῖα ἑνός λαοῦ. Εἶναι ὁ τρόπος διαφύλαξης καί προφορικῆς μετάγγισης μιᾶς μακραίωνης καί πολυτάραχης ἱστορίας ἑνός λαοῦ ἀπό μία γενεά στήν ἄλλη. Δέν πρόκειται ἐδῶ περί μυθοπλασίας· πρό κειται, ὅπως λέει ὁ Martin Buber (ὁ ἐγκυρότερος μελετητής τοῦ Μωυσῆ καί τῆς Ἰουδαϊκῆς Βίβλου) περί μελέτης ἑνός πραγματικοῦ, ὑγιοῦς, ζωντανοῦ, προσεκτικά διατηρημένου ξηροῦ καρποῦ («μύθου»), ὅπου ὁ ἐρευνητής πρέ πει νά σπάσει προσεκτικά τό κέλυφος γιά νά φτάσει στόν καρπό, χωρίς νά τό θρυμματίσει ἀλλ’ οὔτε καί νά τόν πετάξει ἄθικτον μαζί μέ τό κέλυφος! Στίς παρυφές τῆς διήγησης αὐτῆς θά πρέπει νά ἀναζητηθεί ἡ ἔντονη ἐθνικι στική καί θρησκευτική ἀνατροφή, καί ἡ διαμόρφωση ἑνός ἀτόφιου ἠθικοῦ χαρακτήρα, στά ὁποῖα θά πρέπει νά ἑστίασε μέ πάθος ἡ τροφός-μητέρα τοῦ Μωυσῆ κατά τά εὔπλαστα χρόνια τῆς ζωῆς του, γνωρίζοντας μάλιστα ὅτι ἡ ἀποστολή της εἶχε ἡμερομηνία λήξης!... Ἔφηβος ὁ Μωϋσῆς παραδόθηκε στήν αὐλή γιά νά συνεχίσει τή ζωή του ὡς «γιός» τῆς κόρης τοῦ Φαραώ. Καί ἐδῶ, ἐπίσης, θά πρέπει νά φανταστοῦμε τίς ἀμέτρητες εὐκαιρίες πού εἶχε ὁ νεαρός Μωυσῆς νά μάθει γιά τόν κόσμο, τούς λαούς, τούς πολιτισμούς, τά θρησκεύματα, τή γεωγραφία, τούς νόμους, τήν πολιτική τῆς ἐποχῆς του στό περιβάλλον τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Ἀνασυν θέτοντας τίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του ἀπό τά σπαράγματα τῆς Βιβλικῆς διήγησης μποροῦμε νά ὑποψιαστοῦμε τά μαθήματα πού πῆρε τόσο ἀπό τό μητρικό ὅσο καί ἀπό τό βασιλικό σχολεῖο τῆς ζωῆς του. Νέος στήν ἡλικία σκότωσε ἕναν Αἰγύπτιο ὁ ὁποῖος χτυποῦσε ἕναν Ἰσραηλίτη – μία ἀσυνήθι στη ὄντως συμπεριφορά γιά ἕναν «Αἰγύπτιο» πρίγκιπα, ἀλλά ταυτόχρονα καί μία χαρακτηριστική ἔκλαμψη τοῦ ἐθνικιστικοῦ χαρακτήρα τῆς μητρικῆς του ἀνατροφῆς! Ἡ πράξη αὐτή τόν ἀνάγκασε σέ αὐτοεξορία στή Μαδιάμ, τή βορειοδυτική περιοχή τῆς χερσονήσου τοῦ Σινᾶ, στήν ἀπέναντι πλευρά τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας. Ἐκεῖ ἀναγκάστηκε νά δουλέψει βόσκοντας τά πρόβατα τοῦ τοπικοῦ ἱερέα Ἰοθόρ, μετέπειτα πεθεροῦ του! Ἦταν ἄραγε τυχαία ἡ ἐπιλογή τῆς περιοχῆς καταφυγίου ἐκ μέρους του; Ἀλλά τότε τί νό ημα εἶχε ἡ παρουσία «ἱερέως» στό χῶρο αὐτό, καί πῶς δικαιολογεῖται τό 38. Στή διήγηση αὐτή τοῦ βιβλίου τῆς Ἐξόδου ὑποφώσκουν στοιχεῖα Μεσοποταμιακῆς προ έλευσης μέ παραδείγματα τοπικῶν ἡρώων οἱ ὁποῖοι ἐπέζησαν κατά παρόμοιο τρόπο. Βλέπε Pritchard (1974).
62
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
ὅτι ἕνας βαθιά ἐθνικιστής Ἰσραηλίτης, ἀπό τήν Αἴγυπτο, παντρεύεται ἔξω ἀπό τή φυλή του; Ἤ μήπως πρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ πρίγκιπας Μωυσῆς ἤξερε γιά τίς διάφορες φυλές οἱ ὁποῖες κατοικοῦσαν τήν εὐρύτερη περιοχή, καί ὅτι Σημιτικά ὑπολείμματα, φιλικά ἀσφαλῶς προσκείμενα πρός τούς Ἰσραηλίτες ἀπό ἐκεῖνα πού δέν εἶχαν καταφέρει νά μποῦν νωρίτερα στήν Αἴγυπτο, κατοικοῦσαν τή Μαδιάμ; Μόνον ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ φιλική διάθεση τῆς φυλῆς τοῦ Ἰοθόρ πρός τό Μωυσῆ, ὁ χωρίς δισταγμό γάμος του μέ τήν κόρη τοῦ Ἰοθόρ, Σεπφώρα, ἀλλά κυρίως ἡ ὑπό τήν ἡγεσία του μετέπειτα εἰρηνική διέλευση τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν ἴδια ἀκριβῶς περιοχή! Στήν ἔρημο τῆς Μαδιάμ, στό ὄρος Χωρήβ39, ἐνόσω φύλαγε τά πρόβατα τοῦ Ἰοθόρ, ὁ Μωυσῆς εἶχε μία μοναδική ἐμπειρία. Οἱ Βιβλικές λεπτομέρει ες στό σημεῖο αὐτό εἶναι σημαντικές γιά τήν ἱστορία καί τά χαρακτηριστι κά τοῦ μονοθεϊσμοῦ γενικά καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ εἰδικότερα: ἐμφανίστηκε στό Μωυσῆ «Ἄγγελος Κυρίου» μέσα ἀπό θαμνώδη βάτο ἡ ὁποία ἄν καί περιτυλιγμένη σέ φλόγες δέν καιγόταν – ἔτσι ὥστε ὁ Θεός νά μή ταυτίζεται μέ φυσικά στοιχεῖα οὔτε νά πάσχει ἀπό φυσικές αἰτίες. Ὅταν ὁ Μωυσῆς ἀποτόλμησε νά ἐρευνήσει τό φαινόμενο ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ τόν ἀπέτρεψε νά πλησιάσει. Τόν διέταξε νά ἀποδυθεῖ τά σανδάλια του διότι ὁ τόπος στόν ὁποῖον στεκόταν «γῆ ἁγία ἐστί» ( Ἔξ. 3:1-5). Ὁ Μωυσῆς ἔστρεψε τό πρό σωπό του ἀπό τή βάτο διότι «εὐλαβεῖτο κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» ( Ἔξ. 3:6). Τό κείμενο εἶναι πολύ προσεκτικό σέ ὅλες τίς λεπτομέρειές του. Προσπαθεῖ νά διαφυλάξει τόν ὑπερβατικό χαρακτήρα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τό κείμενο δέν κάνει τό Θεό ὁρατό ἀπό τόν ἄνθρωπο ἀλλά μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος βλέπει «Ἄγγελο Κυρίου», ἐνῶ ἀκούει τή φωνή τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο (ὅσον ἀφο ρᾶ στό Θεό-Πατέρα) συναντᾶται στό Χριστιανισμό («Θεόν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε...», Ἰω. 1:18), καί στό Ἰσλάμ40. Γιά ἕνα τέτοιο φαινόμενο σάν αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ Μωυσῆ ἔχει χρησι μοποιηθεῖ ἡ λέξη θεοφανεία – φανέρωση, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ καί ἐμπειρία 39. Ἔχει ἐπικρατήσει ἡ παράδοση ὅτι ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στό Μωυσῆ ἔλαβε χώρα στήν πε ριοχή τῆς Ἰουστινιάνειας μονῆς τοῦ Σινᾶ, στό νοτιοδυτικό ἄκρο τῆς χερσονήσου, ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι μοναχοί δείχνουν μέχρι σήμερα τή βάτο, ἤ τό εἶδος τῆς βάτου, ἀπό ὅπου μίλησε ὁ Θεός. Ἡ ἀκριβής τοποθεσία τοῦ ὄρους Χωρήβ ἀμφισβητεῖται ἀπό μία μικρή μερίδα ἐπιστημόνων οἱ ὁποῖοι θέλουν τό σημεῖο τῆς θεοφανείας ἀρκετά χιλιόμετρα βο ρειοανατολικότερα. 40. Βλέπε κεφ. 13.
63
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
αὐτοῦ μέ τίς φυσικές αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα τήν ἀκοή41. Ἀπό τή διήγηση φαίνεται ὅτι ὁ Μωυσῆς ἀνεγνώρισε τήν προέλευση τῆς φωνῆς χωρίς νά ἀμφισβητήσει τήν αὐθεντικότητά της. Μόνον ὅταν ὁ Θεός συστήθηκε στό Μωυσῆ ὡς «Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ»42 ὁ ὁποῖος καλοῦσε τό Μωυσῆ νά ἀναλάβει τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ του καί ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τό Θεό τί νά ἀπαντήσει στούς Ἰσραηλῖτες ὅταν τόν ρωτήσουν πιό εἶναι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού τόν ἔστειλε, ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε: «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» ( Ἔξ. 3:14). Ἕνα ὄνομα προσδιορίζει, καί περιορίζει, κάποιο πρόσωπο, ἤ πρᾶγμα. Κατά τή Βιβλική μάλιστα διήγηση ἡ ὀνομασία τῶν δημιουργημάτων δόθηκε ὡς προνόμιο ἀπό τό Θεό στόν ἄν θρωπο: «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν Ἀδάμ, ἰδεῖν τὸ καλέσει αὐτά» (Γέν. 2: 19). Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Θεός-δημιουργός εἶναι πέραν ὁποιουδήποτε ὁρισμοῦ ἀπό τό δημιούργημά του· εἶναι τό κατεξοχήν Εἶναι, ὁ Ὤν! Ὅλα τά ἄλλα ἔχουν γίνει. Ἡ διαφορά εἶναι οὐσιώδης. Ἀπό τήν αὐτο προσδιοριστική φράση «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» (στά Ἑβραϊκά, Ahyeh Asher Ahyeh, συμπυκνωμένη στά ἀρχικά YHWH, προφερόμενα Γιαχουέ, ἤ Γιαχβέ) ἔχει, ἐσφαλμένα, δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωση ὅτι τά γράμματα YHWH ἀποτελοῦν ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν μάλιστα ὡς σύνολο παραφθαρεῖ σέ Jehovah, ἤ «Ἰε χωβᾶ», μέ τό ὁποῖο ὀνομάζεται ἡ αἵρεση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἡ Ἑλληνική Χριστιανική γραμματεία, ἀποφεύγοντας μία τέτοια ἀνάγνωση, καί προκειμένου νά μιλήσει περί τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρεται στό «Τετραγράμ ματον». Ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια43, εὐσεβεῖς Ἑβραῖοι ἀποφεύγουν 41. Στό Χριστιανισμό ἡ λέξη θεοφανεία ἔχει συνδεθεῖ μέ τήν ἑορτή τῆς βάπτισης τοῦ Χρι στοῦ, ὡς τά Θεοφάνεια, ἑορταζόμενα στίς 6 Ἰανουαρίου, ὅπου καί πάλι ὁ Θεός-Πατέρας ἀποκαλύπτεται ὡς φωνή (Ματ. 3: 13-17). Φαίνεται ὅμως ὅτι πρίν ἀπό αὐτήν, γιά τούς Χριστιανούς, ἡ κατεξοχήν θεοφανεία ἦταν αὐτή καθεαυτήν ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ-Λό γου, καί ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ «ἐν σαρκί». Γι’ αὐτό καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (ca. 335/340-394) ἀφιέρωσε ἕνα λόγο του «Εἰς τά ἅγια Θεοφάνεια, ἤτουν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ». 42. Ραβίνοι σχολιαστές ἔχουν ἐπισημάνει ὅτι δέν εἶναι τυχαία ἡ ἐπανάληψη αὐτοῦ τοῦ «καί» στή φράση τοῦ Θεοῦ, χωρίς μάλιστα διακοπή μέ κόμμα – κάτι, βεβαίως, τό ὁποῖο δέν ὑπάρχει στά Ἑβραϊκά. Μέ τόν τρόπο αὐτόν τονίζεται ἡ ἀναλλοίωτη ὀργανική συνέχεια τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ διά μέσου τῶν Πατριαρχῶν, καί ἡ ταυτότητα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ μέ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Θεοῦ Ἀβραάμ. 43. Βλέπε κεφ. 3.
64
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
ἀκόμη καί νά γράψουν ὅλα τά γράμματα τῆς λέξης «Θεός» προτιμώντας τή γραφή «Θ-ός» γιά νά ἐκφράσουν ἔτσι τό δέος καί τήν ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά προφέρει κἄν τήν πραγματικότητα τοῦ Θείου! Ὤν καί ἐλευθερία. Ἡ θεοφανεία τοῦ βιβλίου τῆς Ἐξόδου εἶναι μία ἐξαι ρετικά σημαντική ἐξέλιξη στή μονοθεϊστική παράδοση. Εἰσαγάγει καθοριστι κά τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός εἶναι πέραν πάσης περιγραφῆς καί ὁρισμοῦ· εἶναι «ὁ Ὤν» καί/ἤ (ἐφόσον στήν Ἑβραϊκή ἡ ἔννοια τοῦ «ὄντος» ταυτίζεται μέ αὐτήν τῆς ἐνέργειας ἤ τῆς δράσης) «ὁ Ἐνεργῶν». Ὁ Θεός εἶναι ἐλεύθερα αὐθύπαρκτος καί ἐνεργῶν. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἔρχεται ἡ ἠθική ἔκφανση τῆς ἐλευθερίας! Χωρίς ἐλευθερία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Διαθήκη, διότι δέν ὑπάρχει ἀρετή σέ ὅ,τι γίνεται ὑπό πίεση44. Ὁ Θεός «τοῦ Μωυσῆ» εἶναι ὁ Θεός τῆς Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας καί ἐμπειρίας. Ἐκτός ἀπό τήν ἐνεργητική ἔννοια, τό «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» στά Ἑβραϊκά ἔχει ταυτόχρονα ἐνεστωτική καί μελλοντική ἔννοια. Γιά τό Θεό δέν ὑπάρχει χρόνος. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος Εἶναι, ὅπως καί αὐτό τό ὁποῖον Κάνει! Ἔτσι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται καί ἐκφράζεται στήν ὅλη ἱστορία καί στή ζωή τοῦ λαοῦ μέ τόν ὁποῖον βρίσκε ται σέ καστάσταση Διαθήκης, κατευθύνοντας καί δημιουργώντας Ἱστορία. Ἐφόσον θέλει νά ἐπιζήσει ὁ λαός του, εἶναι ὁ Θεός τῆς ζωῆς. Ἐφόσον θέλει τήν ἐλευθερία τοῦ λαοῦ Του, εἶναι ὁ Θεός τῆς ἐλευθερίας. Ἐφόσον δίνει στό λαό Του ἐντολές ἁγιότητας, εἶναι ὁ Θεός τῆς ἁγιότητας καί τῆς ἠθικῆς. Διαθήκη σμιλευμένη στήν ἔρημο. Ἡ ἐπιλογή τῆς διαδρομῆς τῆς Ἐξό δου (μία διαδρομή γιά τήν ὁποία δέν ὑπάρχει ἀπόλυτη ὁμοφωνία μεταξύ τῶν εἰδικῶν) μέσα ἀπό τήν τραχειά, βραχώδη καί ὀρεινή νότια γωνία τῆς χερσονήσου τοῦ Σινᾶ δέν ἦταν τυχαία. Ἡ βόρεια, καί παράλια, κατεύθυν ση ἀπό τήν Αἴγυπτο πρός τήν Καναάν θά ἦταν πιό σύντομη καί εὐχάριστη, ἀλλά καί ἡ πιό ἀνασφαλής. Στρατιωτικά παρατηρητήρια κατά μῆκος της ἐπιτηροῦσαν κάθε κίνηση πρός καί ἀπό τήν Καναάν. Ἀλλά καί χωρίς αὐτόν τόν παράγοντα, τόν ὁποῖον φαίνεται νά ἤξερε, ὁ Μωυσῆς θά εἶχε ἴσως συ νειδητά διαλέξει τό μακρύτερο καί σκληρότερο δρόμο. Ἔπρεπε, ὕστερα ἀπό αἰῶνες ἀλλοτρίωσης καί δουλείας, νά διαπλάσει ἕνα λαό μέ δική του αὐτοπεποίθηση καί ταυτότητα πού νά θέλει νά διεκδικήσει τήν Καναάν 44. «...οὔ γὰρ ἀρετὴ τὸ βίᾳ γινόμενον», θά γράψει ἀργότερα ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (ca. 670-750) ὁ ὁποῖος μιλάει γιά «αὐτεξούσιο» μᾶλλον παρά γιά «ἐλευθερία βουλήσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως θά δοῦμε στό ἀνάλογο κεφάλαιο (14), τήν ἀκριβῶς ἀντίστοιχη ἔννοια τοῦ αὐτεξουσίου (qadar) βρίσκουμε στό Ἰσλάμ!
65
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
σάν γῆ τῶν πατέρων του· καί κάτι τέτοιο μόνο τό σχολεῖο τῆς ἐρήμου καί μία ἀναγέννηση τῆς Διαθήκης μποροῦσε νά τό διαμορφώσει. Τό κεντρικό γεγονός τῆς σαραντάχρονης περιπλάνησης ἀνά τήν ἔρημο ἦταν ἡ Διαθήκη στό Σινᾶ. Ὅλος ὁ νόμος, ἡ σκέψη, ἡ ἠθική, οἱ Γραφές, οἱ παραδόσεις, οἱ θρύλοι, τό ἦθος, ἡ πρακτική τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ περιστρέφονται γύρω ἀπό τό γεγονός αὐτό. Ὁ Θεός κάλεσε τό Μωυσῆ στήν κορφή τοῦ γρανιτένιου ὄρους, γνωστοῦ μέχρι σήμερα ὡς Ὄρους τοῦ Μωυσῆ (Jebel Mūsa) καί ἐκεῖ τοῦ παρέδωσε τό Νόμο, δέκα λόγους («Δεκάλογο») ἤ ἐντολές χαραγμένες σέ πλάκες μέ τό ἴδιο τό δάχτυλό του! Δέν ὑποβιβάζει ἀλλά προσδίδει αὐ θεντικότητα τό γεγονός ὅτι ὁ κατά πάντα ὑπερβατικός Θεός ἀποκτᾶ ἀν θρωπομορφικά χαρακτηριστικά στήν Ἰουδαϊκή Γραφή. Γιά τούς Ἑβραίους Νόμος δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ δέκα ἐντολές (καί ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχές του στή Γραφή), ἀλλά ἡ ὅλη Ἰουδαϊκή Γραφή καί ὅλος ὁ κώδικας ἠθικῆς τόν ὁποῖον ξετύλιξαν καί μελέτησαν ἀργότερα οἱ ραβίνοι στήν ἑρμηνευτική τους παράδοση (Ταλμούδ). Διαβάζοντας κάποιος τό Δεκάλογο θά πρέπει νά διακρίνει ὅτι ἐδῶ δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά δέκα διατάγματα-ἐντολές ἀλλά γιά μιά ὁλόκληρη Διαθήκη συμπυκνωμένη σέ μία καί μοναδική πρόταση, «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας» ( Ἔξ. 20:2). Αὐτός εἶναι ὁ πυρήνας τῆς Διαθήκης: ὁ Θεός ἀφενός ὁ ὁποῖος ἐλευ θέρωσε τόν Ἰσραήλ ἀπό τή δουλεία, καί ὁ περιούσιος λαός ὁ ὁποῖος ἔγινε δέκτης αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ θεμελιώδης αὐτή καί διά βίου Διαθήκη ἐκφράζεται πρακτικά σέ δέκα χειροπιαστές πράξεις: «οὔκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ...», «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον...», «οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ...», «μνήσθητι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν...», «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου...», «οὐ μοιχεύσεις», «οὐ κλέψεις», «οὐ φονεύσεις», «οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν φευδῆ», «οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν... οἰκίαν τοῦ πλησίον σου...» ( Ἔξ. 20:3-17). Ἡ Διαθήκη αὐτή ἔγινε ἡ σπονδυλική στήλη καί ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Ἰουδαϊκῆς ζωῆς, καί τῆς Ἰουδαϊκῆς ἠθικῆς καί ταυτότητας. Ἡ ἐπί σαράντα χρόνια περιπλάνηση στήν ἔρημο σμίλεψε μία κοινή ἠθική, θρησκευτική καί ἐθνική συνείδηση καί συνέσφιγξε φυλές πλαδαρά ἑνωμένες μεταξύ τους σέ κοινό σκοπό, τήν κατάκτηση τῆς «γῆς τῆς ἐπαγγελίας». Ἡ τέχνη ἐπιβίωσης ἐνάντια στά πιό ἀντίξοα στοιχεῖα τῆς φύσης, οἱ ἐπιτυχεῖς μάχες μέ φυλές τῶν Ἀμαληκιτῶν καί τῶν Καναναίων, καί ἡ τελική κατάκτη 66
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
ση τῆς γῆς ἀπέδειξαν πόσο μακρόπνοα ἦσαν τά σχέδια τοῦ Μωυσῆ καί πόσο ἔγκυρα τά ἡγετικά του προσόντα. Εἶναι εἰρωνικό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς, ὁ ἀρχιτέκτονας καί ἀρχιστράτηγος αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος, δέν ἐπέζησε νά μπεῖ στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας ἡ ὁποία ἔρρεε «μέλι καὶ γάλα»! Γιά ἄλλη μιά φορά, ὅπως στό Σινᾶ, ὁ Θεός τόν κάλεσε στήν κορυφή Φασγά ἑνός ἄλλου ὄρους, Ναβοῦ, ἀπέναντι ἀπό τή συνοριακή πόλη Ἱεριχώ γιά νά δεῖ μέ τά μάτια του «πᾶσαν τὴν γῆν...» (Δευτερονόμιο 34:1) ἐκεῖ ὅπου αὐτός «οὐκ εἰσελεύσῃ» (Δευτ. 34:4)! Τό κληροδότημα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ εἶναι ὅτι ἡ ἀξία καί τό μεγαλεῖο ἑνός ἡγέτη δέν μετριοῦνται μέ τό ἀποτέλεσμα τῆς προσω πικῆς του ἐπιτυχίας ἀλλά μέ τήν ἀξία τοῦ ἐγχειρήματός του. Τό βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου, τό τελευταῖο τῆς Πεντατεύχου ἤ, κατά τούς Ἑβραίους, τῶν «πέντε βιβλίων τοῦ Μωυσῆ», τελειώνει μέ μία σημείωση ἡ ὁποία μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ πιό τιμητική διάκριση γιά τό Μωυσῆ, καί ὁ πιό κολακευτικός ἐπικήδειος λόγος τόν ὁποῖον θά μποροῦσε ποτέ νά δεχθεῖ ἕνας θνητός: «καὶ ἐτελεύτησε Μωυσῆς ὁ οἰκέτης Κυρίου ἐν γῇ Μωὰβ διὰ ρήματος Κυρί ου. Καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν Γαῖ ἐγγὺς οἴκου Φογώρ· καὶ οὐκ εἶδεν οὐδεὶς τὴν ταφὴν αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. Μωυσῆς δὲ ἦν ἑκατὸν καὶ εἴκοσι ἐτῶν ἐν τῷ τελευτᾶν αὐτόν· οὐκ ἠμαυρώθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐφθάρη σαν τὰ χελώνια αὐτοῦ [οἱ φυσικές του δυνάμεις]» (Δευτ. 34:5-7).
Ἐτάφη «διά ρήματος Κυρίου»· τόν τάφο του δέν τόν εἶδε ποτέ κανένας οὔτε ἔγινε ποτέ κέντρο λατρείας· πέθανε μέ σπινθηροβόλα μάτια καί ἀκμαῖες τίς φυσικές του δυνάμεις – ὅλα αὐτά ἐπισημαίνοντας ἴσως ὅτι τόν παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἄφθαρτον! Στή Χριστιανική Γραφή καί τέχνη ὁ Μωυσῆς μέ τόν προφήτη Ἠλία (ὁ ὁποῖος καί αὐτός δέν πέθανε φυσικό θάνατο, δέν ἐτάφη καί δέν ἀλλοιώθηκε σωματικά ἀλλά κατά τό βιβλίο τῶν Α΄ Μακκαβαίων 2:58 «ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον νόμου ἀνελήφθη ἕως εἰς τὸν οὐρανόν») ἐμφανί ζονται νά πλαισιώνουν τό Χριστό κατά τή Μεταμόρφωση (Ματθ. 17:1-8) – δηλώνοντας ἔτσι μέ τήν παρουσία τους τό νόημα τῆς Μεταμορφώσεως ὡς πρόγευσης τῆς ἐπερχόμενης θριαμβικῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ! Οἰκέτης Κυρίου. Ὁ λαός εἶδε τό Μωυσῆ μέ τέτοιο δέος ὥστε θεώρησε ὅτι κάποιος δέν θά μποροῦσε νά τόν θάψει καί νά τοῦ ἀποδώσει προσήκου σες σέ αὐτόν τιμές. Ὁ μόνος χαρακτηρισμός τόν ὁποῖον τοῦ ἀποδίδει τό ἀνωτέρω χωρίο εἶναι αὐτός τοῦ «οἰκέτη [δούλου] Κυρίου». Ὁ Ἀβραάμ ἦταν ὁ «φίλος» τοῦ Θεοῦ»· ὁ Μωυσῆς ὁ «οἰκέτης Κυρίου». Κατά τήν Ἰουδαϊκή 67
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Βιβλική σκέψη, τό μεγαλεῖο τοῦ Μωυσῆ δέν μετριέται μέ βάση τά προσω πικά του ἐπιτεύγματα ἀλλά τό βαθμό ὑποταγῆς του στό Θεό. Ὁ Μωυσῆς ἀποτελεῖ τήν πιό κεντρική φυσιογνωμία στήν ἱστορία καί στή θρησκεία τῶν Ἑβραίων. Εἶναι ὁ μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὁ νομοθέτης ὁ ὁποῖος ἀναβιβάζει τή Διαθήκη ἀπό τό ἐπίπεδο τῆς διαίσθησης τήν ἐποχή τοῦ Ἀβραάμ στό ἐπίπεδο τοῦ βιώματος καί τῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς ἑνός ὁλοκλήρου λαοῦ. Ὁ Μωυσῆς εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἡγέτη ὁ ὁποῖος μεταγγίζει ἰδανικά καί τίς ἀνώτερες δυνατόν προσδοκίες του μέχρι σημείου πού αὐ τός νά ἀναζητεῖ μέ πάθος μία κοινή μοίρα – ὅσο τολμηρή καί ριψοκίνδυνη νά εἶναι αὐτή! Στήν ἐξάσκηση τῆς ἡγεσίας ἀπέδειξε ὅλα τά χαρακτηριστι κά του, τίς ἱκανότητες καί τίς ἀδυναμίες ἑνός ἡγέτη. Ἐπί σαράντα χρόνια ὁδήγησε τό λαό μέσα ἀπό πάσης φύσεως κακουχίες στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Ἔκανε γι’ αὐτούς θαύματα. Τούς τιμώρησε. Ὀργίστηκε μαζί τους καί τούς συμπεριφέρθηκε μέ βαναυσότητα. Ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα τούς ἔδωσε τό Νόμο ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας καί ἠθι κῆς, ἕναν κώδικα συμπεριφορᾶς τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἄν ὄχι ὅλου τοῦ κόσμου. Ὁ Μωυσῆς ἀπό διαφορετικές, σκληροτράχηλες καί ἀσυντόνιστες φυλές λάξευσε μία κοινωνία. Ἔγινε ἡ μαία ἑνός ἔθνους. Ὁ Μωυσῆς εἶναι, ἐπίσης, ὁ ἡγέτης ὁ ὁποῖος μεταρρύθμισε τόν Ἰουδαϊσμό ἀπό παραδοσιακή-φυλετική θρησκευτική παράδοση σέ ἕναν ἐθνικο-ηθικό τρόπο ζωῆς. Γιά τόν Ἰουδαϊκό λαό ὁ Μωυσῆς ἔχει παραμείνει ὁ κατεξοχήν Ραβίνος (ὁ Moshe Rabbenu), «ὁ Μωυσῆς κύριός μας». Συγκεντρώνει στό πρόσωπό του τά χαρακτηριστικά καί τίς λειτουργίες τῶν ἀρχαίων πατριαρχῶν σέ ἐθνικό ἐπίπεδο. Τό ὄνομά του ἀναφέρεται ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους στήν Ἑβραϊκή Γραφή. Τά πρῶτα πέντε βιβλία τῆς Γραφῆς, γνωστά μέ τό γε νικό ὄνομα «Πεντάτευχος» ἀποδίδονται σ’ αὐτόν ὡς «βιβλία τοῦ Μωυσῆ», μολονότι ὁ ἴδιος δέν ἔγραψε οὔτε λέξη ἀπό αὐτά. Στήν πραγματικότητα τά βιβλία αὐτά πῆραν γραπτή μορφή μετά τόν ὄγδοο πρό τῆς κοινῆς ἐποχῆς αἰώνα! Εἶναι ὅμως ὁ κεντρικός ἥρωας καί μοχλός τους. Ἡ κωδικοποιημένη ἐπίσης Ἰουδαϊκή παράδοση (Ταλμούδ), οἱ λαϊκές δοξασίες καί οἱ θρῦλοι δίνουν ἐξέχουσα θέση στό Μωυσῆ. Ἥρωας γιά πολλούς. Τόσο στό Χριστιανισμό ὅσο καί στό Ἰσλάμ ὁ Μω υσῆς κατέχει, ἐπίσης, ἐξέχουσα θέση. Τό πρόσωπο καί ἡ ζωή του ἀποτελοῦν κεντρικό θέμα θρησκευτικῆς καλλιτεχνικῆς ἔκφρασης. Ἕνα ἀπό τά πιό δρα ματικά καί πιό γνωστά ἔργα τέχνης εἶναι ὁ Μωυσῆς τοῦ Μιχαήλ Ἀγγέλου τό ὁποῖο μπορεῖ νά θαυμάσει κάποιος στήν ἐκκλησία τοῦ San Pietro in Vincoli 68
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
(«ἅγιο Πέτρο στά δεσμά») στή Ρώμη. Τό ὀγκῶδες αὐτό Ἀναγεννησιακό ἔρ γο ἐκφράζει μέ μία ὑπερβολική ἀνδρικότητα, ρωμαλεότητα καί ὑπερηφά νεια τήν πληθωρική καί γεμάτη ζωτικότητα προσωπικότητα τοῦ Μωυσῆ. Ντυμένος μέ πλούσιο σέ πτυχές ὕφασμα ἀπό τή μέση καί κάτω, μέ μακριά πλούσια γενειάδα, ὁ Μωυσῆς καί καθιστός ἀκόμη, κρατώντας στό γόνατό του τήν πλάκα τῶν ἐντολῶν, καθυποβάλλει τό θεατή. Τό ἔργο, βέβαια, ἐκ φράζει περισσότερο τό πνεῦμα τῆς Ἀναγέννησης καί τοῦ οὐμανισμοῦ τοῦ δεκάτου ἕκτου αἰώνα παρά τό Βιβλικό πνεῦμα θεώρησης τοῦ Μωυσῆ ὡς τοῦ ἐθνικοῦ ἐκείνου τεχνίτη, ἐργαστήριο τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ ἔνδεια καί ἡ ἔρημος. Τό στοιχεῖο τό ὁποῖο ξεχωρίζει τό ἔργο εἶναι τά δύο κέρατα στό κεφάλι τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος ἀπαθανάτισε ἁπλῶς ἕνα περίφημο λεκτικό ὀλί σθημα στό ὁποῖο ὑπέπεσε ὁ μεγάλος ἀσκητής καί βιβλικός μεταφραστής τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἱερώνυμος (ca. 347/8-419/20) μεταφράζοντας τή Βίβλο στά Λατινικά, μετάφραση γνωστή ὡς Βουλγάτα. Τό Βιβλικό κείμενο ἀναφέρει ὅτι ὁ Μωυσῆς κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος Σινᾶ μέ τίς πλάκες τοῦ Νόμου ἀνά χείρας δέν εἶχε καταλάβει, ἤ δέν εἶχε συνείδηση, ὅτι ἡ ὄψη τοῦ προσώπου του εἶχε ἀπαστράψει ἀπό ἀκτίνες φωτός [στά Ἑβραϊκά karnaim] ὕστερα ἀπό τή συνομιλία του μέ τό Θεό. Κατά τήν Ἑλληνική μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα: «...οὐκ ᾔδει ὅτι δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἐν τῷ λαλεῖν αὐτὸν αὐτῷ» ( Ἔξ. 34:29). Ἡ λέξη karnaim («ἀκτίνες φωτός», ὅπως ταιριάζει μέ τά ἐδῶ συμφραζόμενα) σημαίνει ἐπί σης «κέρατα». Ὁ Ἱερώνυμος προτίμησε τή δεύτερη ἐκδοχή καί μετέφρασε τό κείμενο ὡς facies cornuta (πρόσωπο μέ κέρατα) ἀντί facies coronata (πρό σωπο στεφανωμένο ἤ ἀπαστράπτον)! Οὔτε ὁ Ἱερώνυμος οὔτε ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος ἦσαν σέ θέση νά μποῦν στό Σημιτικό νόημα τοῦ χωρίου τό ὁποῖο μιλάει γιά τήν ὑπερβατική δόξα καί μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ στήν ὁποία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μετάσχει κατά χάρη ἀπό τή σχέση του μέ τό θεῖον. Εἶναι αὐτό πού ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη θεολογία ὀνόμασε θέωση, μετοχή δηλαδή στό θεῖον, ἐδῶ καί τώρα, μέσω τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τό Ἰσλάμ, ἐπίσης, δίνει ἐξέχουσα τιμητική θέση στό Μωυσῆ: εἶναι προφή της τοῦ Θεοῦ, ὁ πρῶτος ἀπό τούς προφῆτες στούς ὁποίους ὁ Θεός παρέδωσε γραπτή ἀποκάλυψη, πρίν ἀπό τό Δαυίδ, τόν Ἰησοῦ καί τό Μωάμεθ. Σύμφω να μέ τό Κοράνιο ὁ Μωυσῆς «παρέδωσε στό λαό του [σωστή] λατρεία καί εὐχαριστία, καί ἔγινε ἀποδεκτός κατά πρόσωπον Κυρίου»45. 45. Σούρα 19:55. Ἕνα ἀπό τά πιό ἐνδιαφέροντα βιβλία γιά τό Μωυσῆ εἶναι αὐτό τοῦ Buber
69
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Ἰουδαϊκή Κοινοπολιτεία. Οἱ Κριτές Ἡ μετά τό Μωυσῆ ἐποχή, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1200 καί 1028 πρό τῆς κοινῆς ἐποχῆς, κυριαρχεῖται ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυή καί τῶν λεγόμενων Κριτῶν. Τήν περίοδο αὐτή ἐξιστοροῦν τά ἀντίστοιχα βιβλία τῆς Τορά, Ἰησοῦς τοῦ Ναυή καί Κριταί. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή συμπλήρωσε τό ἔργο τοῦ Μωυσῆ, καί ὁδήγησε τό λαό στή γῆ τῆς Καναάν. Μετά τήν κα τάκτησή της ἡ γῆ διαιρέθηκε καί μοιράστηκε μέ κλῆρο στίς ἕνδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ φυλή τοῦ Λευΐ ἀπό τήν ὁποία προήρχονταν οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔμεινε ἀκτήμων. Ὑποχρέωση ὅλων τῶν ἄλλων φυλῶν ἦταν νά παρέχουν στούς Λευΐτες τά ἀπαραίτητα πρό τό ζεῖν ὥστε αὐτοί νά μένουν ἀφοσιωμένοι στά ἱερατικά τους καθήκοντα46. Τῆς κάθε φυλῆς προεξῆρχε ἕνα μέλος τό ὁποῖο ἔφερε τόν τίτλο «Κριτής». Ὁ ὅρος δέν ἔχει δικανική ἔννοια. Ὁ «Κριτής» ἦταν ὁ τοπικός ἥρωας, τό πρόσωπο τιμῆς τό ὁποῖο ἀν τιπροσώπευε καί ἐξέφραζε τίς παραδόσεις καί τά ἰδεώδη τῆς φυλῆς. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι μεταξύ τῶν Κριτῶν περιλαμβάνεται καί μία γυναίκα, ἡ Δεβ βώρα· κάτι πού μιλάει γιά τή θέση τῆς γυναίκας στήν ἀρχαία καί κατά τά ἄλλα πατριαρχική καί ἀνδροκρατούμενη Ἰσραηλιτική κοινωνία. Σύμφωνα μέ τό βιβλίο τῶν Κριτῶν, ἡ Δεββώρα ἦταν «γυνὴ προφῆτις» ἡ ὁποία «ἔκρινε τὸν Ἰσραήλ», δηλαδή ἐνεργοῦσε ὡς κριτής του, «ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Τό βιβλίο μάλιστα ἀναφέρει μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση καί τό λόγο ἐμφάνισης τῆς Δεββώρας ὡς Κριτοῦ: διότι «ἐξέλιπον δυνατοὶ ἐν Ἰσραήλ, ἐξέλιπον, ἕως οὗ ἀνέστη Δεββώρα, ἕως οὗ ἀνέστη μήτηρ ἐν Ἰσραήλ» (Κριταί 4:4, 5:7). Τά χαρακτηριστικά τῶν Κριτῶν ἦσαν ἡ δύναμη τῆς προσωπικότητας καί ἡ αὐθεντία τῆς κρίσης τους, στά ὁποῖα προστίθεται τώρα καί ἡ δύναμη τῆς μητρότητας τήν ὁποία εἰσαγάγει στό θεσμό ἡ Δεββώρα. Θά μᾶς μετέφερε πολύ μακριά ἀπό τό θέμα μας ἡ συζήτηση γύρω ἀπό τήν ἔννοια καί τό ρόλο τῆς μητέρας στήν ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Θά ἀρκεσθοῦμε σέ μερικές μόνο νύξεις στό τέταρτο κεφάλαιο περί Ἰουδαϊσμοῦ στήν πράξη. (1958). Βλέπε ἐπίσης Beegle (1972), Fast (1958), Freud (1939), Gaubert (1969), Golding (1973), Gregory of Nyssa (ἔκδ. 1978), Mellinkoff (1970), Neher (1959), Nicholson (1973), Roswald (1969), Sandmel (1973), Schultz (1974), Wisel (1976), Wildavsky (1984). 46. Στό ἱστορικό αὐτό σημεῖο, ἀλλά καί στή μοναχική της παράδοση, πρέπει ἴσως νά ἀναζη τηθούν οἱ ἀρχές τῆς ἀκτημοσύνης (τουλάχιστον κατά πρόθεση) τῶν ἀνωτέρων κληρικῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Βλέπε ἐπίσης κεφ. 8.
70
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
Ἰουδαϊκή μοναρχία. Οἱ Bασιλεῖς Τελευταῖος ἀπό τούς Κριτές ἀναφέρεται ὁ Σαμουήλ. Πρίν ἀπό τό θάνατό του ὁ λαός ἀπαίτησε ἀπό αὐτόν νά τούς διορίσει βασιλιά ὁ ὁποῖος νά κυ βερνᾶ ὅλες τίς φυλές μαζί ὡς ἔθνος. Στήν ἐξέλιξη αὐτή μπορεῖ νά διακρίνει κάποιος ἐπίδραση τῶν αὐτόχθονων φυλῶν τῆς Καναάν. Ὁ Σαμουήλ ἦταν διστακτικός νά προχωρήσει σέ ἕνα τέτοιο νεωτερισμό ἀπό φόβο μήπως ὁ θεσμός τοῦ βασιλιᾶ ἀποδειχθεῖ δεσποτικός! Τό αἰσθητήριο ἐλευθερίας, ἀνεξαρτησίας σκέψης καί πράξης ἀποτελεῖ δομικό χαρακτηριστικό τῆς Ἰουδαϊκῆς νοοτροπίας καί παράδοσης. Ὁ Σαμουήλ ὑποχώρησε τελικά στή λαϊκή πίεση. Αὐτό πού ἐπακολούθησε δέν ἦσαν ἐκλογές ἀλλά μία πράξη καθαρά θρησκευτική· στήν κυριολεξία μία χειροτονία βασιλιᾶ μέ ἕνα βαθύ τατο συμβολισμό! Κλήθησαν οἱ πρεσβύτεροι κάθε φυλῆς νά ἐναποθέσουν τά χέρια τους στό κεφάλι τοῦ πρωτοδιορισθέντος βασιλιᾶ, Σαούλ – μία συμβολική πράξη μεταβίβασης ἐξουσίας, πόθων καί εὐχῶν, ἐκ μέρους αὐ τῶν τούς ὁποίους ἀντιπροσώπευαν. Ὁ κεχρισμένος. Ἐκτός ἀπό τήν ἐπίθεση τῶν χεριῶν οἱ ἐκπρόσωποι ἄλει ψαν τό βασιλιά μέ λάδι. Τό λάδι τῆς ἐλιᾶς ἦταν σύμβολο πολλῶν δωρεῶν: μακροζωίας, ὄντας τό προϊόν δένδρου τό ὁποῖο ζεῖ πολλά χρόνια, ἀκόμη καί αἰῶνες· πλούτου καί εὐημερίας, ὄντας προϊόν τό ὁποῖον παράγεται ὕστερα ἀπό μεγάλη ποσότητα καρποῦ ἐλιᾶς, προϊόν στά χέρια πλουσίων τήν ἐποχή ἐκείνη· μακροημέρευσης καί ὑγείας, ὄντας προϊόν τό ὁποῖο τό χρησιμοποιοῦσαν γιά θεραπευτικούς λόγους, μολύνσεις, ἐπούλωση πληγῶν (ἰδίως ταξιδιῶτες μαζί μέ τό ξίδι, γιά νά θυμηθεῖ κάποιος τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη), καί κατά στομαχικῶν διαταραχῶν· εἰρήνης, ὄντας τό κλαδί τῆς ἐλιᾶς σύμβολο ἐπιβίωσης καί εἰρήνης (γιά νά θυμηθεῖ κάποιος τή Βιβλική ἱστορία μέ τό περιστέρι καί τόν κλάδο ἐλιᾶς στό ράμφος του νά φέρνει στό Νῶε μήνυμα παύσης τοῦ κατακλυσμοῦ καί εἰρήνης μέ τό Θεό). Χρίοντας, λοιπόν, τό βασιλιά τους εἰδικά μέ λάδι οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ ἐξέ φραζαν τήν εὐχή ὅπως ἡ ζωή του, καί μέσω αὐτοῦ ἡ δική τους ζωή, εἶναι μακρά, πλούσια σέ ὑλικά ἀγαθά, ὑγιής καί εἰρηνική. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος γινόταν βασιλιάς ἀπό τό λαό ἦταν «ἀλειμμένος», ἤ «κεχρισμένος», δηλαδή «Χριστός» (Massih στά Ἑβραϊκά, ἐξελληνισμένη ὡς «Μεσσίας»). Σέ περιόδους καταπίεσης ἤ ἐθνικῶν κρίσεων ἡ ἰδέα τοῦ Μεσ σία, εἴτε ὑπό τή μορφή στρατιωτικοῦ λυτρωτοῦ ὁ ὁποῖος θά κατατρόπωνε τούς ἐχθρούς, εἴτε ὑπό τήν ἔννοια καθολικῆς Μεσσιανικῆς ἐποχῆς ὅπου θά 71
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
ἐπικρατοῦσε παγκόσμια εἰρήνη καί εὐδαιμονία, ἀναπτερωνόταν στή συνεί δηση τῶν Ἑβραίων. Μέσα σέ ἕνα τέτοιο κλίμα ἔκανε ρίζες ὁ Χριστιανισμός σέ μία μερίδα Ἑβραίων, ἐνῶ γιά τούς ὑπόλοιπους οἱ λόγοι ἐμφάνισης τοῦ Μεσσία δέν ἔχουν ἀκόμη συντρέξει!47 Τό «ἡνωμένο βασίλειο». Ἡ συνομοσπονδία τῶν φυλῶν ὡς «ἡνωμένο βα σίλειο» διήρκεσε μικρό μόνο διάστημα, ἐπί βασιλείας Σαούλ (1028-1013), Δαυίδ (1013-972) καί Σολομώντα (972-933). Ὁ Σαούλ, στρατιωτικός καί μελαγχολικός τύπος ἀνθρώπου, δέν ἦταν ὀργανωτικός ἀλλά ἀποδείχτηκε πετυχημένος στρατιωτικός ἡγέτης. Ὑπερασπίστηκε τό νέο καί ἀδύναμο ἔθνος τῶν Ἰσραηλιτικῶν φυλῶν στήν Καναάν καί ἐπιδίωξε νά ἐξαγνίσει τή θρησκεία ἀπό τίς παγανιστικές ἐπιδράσεις τῶν ἐντοπίων φυλῶν τῆς Καναάν. Ἔτσι, ἄνοιξε τό δρόμο γιά τό Δαυίδ τό μεγαλύτερο βασιλιά πού γνώρισαν οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ Δαυίδ, γιός τοῦ Ἰεσσαί, νεαρός τσοπά νος ἀπό τή Βηθλεέμ, αὐτοδίδακτος μουσικός καί ποιητής, ἀποδείχθηκε με γάλη ὀργανωτική προσωπικότητα. Κατέλαβε ἀπό τούς Ἰεβουσαίους καί ὀχύρωσε τήν Ἱερουσαλήμ (τήν «πόλη εἰρήνης»!) ἡ ὁποία ἦταν χτισμένη ἐπάνω σέ ἑπτά λόφους, ὁ ψηλότερος τῶν ὁποίων λεγόταν Σιών. Τήν πόλη αὐτή κήρυξε πρωτεύουσα τοῦ κράτους, ἔχτισε ἐκεῖ τό ἀνάκτορό του καί, κατά τό Α΄ βιβλίο τῶν Παραλειπομένων τῆς Τορά, ἤ Χρονικό (11:7) «ἐκά λεσεν αὐτὴν πόλιν Δαυίδ». Ἔτσι ἔδωσε σάρκα καί ὁστᾶ στό ἀναδυόμενο ἐθνικιστικό αἴσθημα. Γιά νά τονίσει τό θεοκεντρικό χαρακτήρα τῆς βασιλείας, ὁ Δαυίδ τοπο θέτησε τήν «Κιβωτό τῆς Διαθήκης» δίπλα στό βασιλικό του ἀνάκτορο. Ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης ἦταν τό ξύλινο κυβικό κατασκεύασμα, πλούσια δια κοσμημένο, τό ὁποῖο περιεῖχε τίς πλάκες τῆς Διαθήκης, δηλαδή τό Νόμο, τή ράβδο τοῦ Ἀαρών, ἀδελφοῦ καί συναρχηγοῦ τοῦ Μωυσῆ, καί δεῖγμα τοῦ μάννα, τῆς τροφῆς πού παρεῖχε ὁ Θεός στούς Ἰσραηλίτες κατά τήν πολυε τή περιπλάνησή τους στήν ἔρημο. Γιά τούς Ἰσραηλίτες ἡ Κιβωτός ἦταν τό πιό ἁπτό δεῖγμα τῆς Διαθήκης καί τό πολυτιμότερο ποτέ ἀντικείμενο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὅταν ἀργότερα τό τελετουργικό τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ μετατέθηκε ἀπό τίς θυσίες στή συναγωγή τῶν πιστῶν, ἡ λέξη καί ἡ ἔννοια «Κιβωτός» ἀποδόθηκαν στό κουβούκλιο μέσα στό ὁποῖο τοποθετήθηκε τώρα ἡ Τορά σέ μορφή εἰληταρίου, ἤ ρολοῦ, τό ὁποῖο ἔγινε τό κυριότερο στοιχεῖο καί ἡ ἑστία τῆς συναγωγῆς. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ «Κιβωτός» ἀποτελεῖ 47. Περισσότερα στά κεφ. 6 καί 7.
72
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
τό σύμβολο τῆς Διαθήκης. Ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας καί ἡ ἐγκα θίδρυση ἑνιαίου βασιλείου μέ κοινή πρωτεύουσα ἦσαν τά σημαντικότερα ἐπιτεύγματα τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ. Ἡ σημαία τοῦ σημερινοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ φέρει τό ἔμβλημα τοῦ «ἄστρου τοῦ Δαυίδ». Ἱερουσαλήμ! Ἡ πόλη τῆς εἰρήνης. Ἡ ἐγκαθίδρυση τῆς Ἱερουσαλήμ ὡς «πόλις Δαυίδ» τόνωσε τό αἴσθημα ἐθνικῆς συνείδησης ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες καί ἔγινε ἔκτοτε (ὅπως θά δοῦμε σέ διάφορες ἄλλες πτυχές τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ) τό σημεῖο ἀναφορᾶς καί ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν Ἑβραίων ἀνά τόν κόσμο. Ἡ Ἱερουσαλήμ ἔχει παίξει τεράστιο πολιτικό, θρησκευτικό, ἐθνικό καί ψυχολογικό ρόλο στήν ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἔχει γίνει τό σύμβολο τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἐθνικισμοῦ. Οἱ σύγχρονες πολιτικές κρίσεις καί συγκρούσεις γιά τήν κατοχή τῆς Ἱερουσαλήμ καί τήν ἀναγνώρισή της ὡς πρωτεύουσας τοῦ νέου κράτους τοῦ Ἰσραήλ δείχνουν τήν ἔντονη θέλξη τήν ὁποίαν ἀσκεῖ ἡ πόλη μέχρι σήμερα. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι τό ἴδιο ἱστορικό, θρησκευτικό καί συναισθηματικό πάθος γιά τήν ἴδια πόλη διακατέχει καί τούς Παλαιστινίους Μουσουλμάνους, καί τούς Χριστιανούς τοῦ κόσμου καί τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἐπί αἰῶνες ἐκεῖ – κάτι τό ὁποῖο, κατά εἰρωνικό τρόπο, ἔχει μετατρέψει τήν Ἱερουσαλήμ ἀπό πόλη εἰρήνης σέ ἐπίκεντρο αἱματηρῶν συγκρούσεων, καί σέ ἕνα ἀπό τά πιό εὐαίσθητα καί ἐκκρηκτικά γιά τήν παγκόσμια εἰρήνη σημεῖα τοῦ πλανήτη. Ὁ Σολομών καί ὁ Ναός. Ὁ τρίτος βασιλιάς τοῦ ἑνιαίου βασιλείου ἦταν ὁ γιός τοῦ Δαυίδ, Σολομών ἤ Σαλωμών, χαρακτηριστικός τύπος ἀνατολίτου μονάρχου, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τό κάλλος, τή χλιδή καί τίς γυναῖκες! Χωρίς κανέναν ἐνδοιασμό, καί μέ τή συνήθη γιά τή Γραφή ὑπερβολή, τό βιβλίο τῶν Γ΄ Βασιλειῶν εἰσαγάγει τό ἑνδέκατο κεφάλαιο μέ τήν περιγραφή: «Καί ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν ἦν φιλογύνης. Καὶ ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι [νό μιμοι] ἑπτακόσιαι, καὶ παλλακαὶ τριακόσιαι» (11:1)!! Ἀπό τό σημεῖο αὐτό παύει πλέον κάθε ἀναφορά τοῦ Σολομώντα στή Βίβλο! Μετέπειτα Ἑβραῖ οι ραβίνοι συνέδεσαν τήν ἵδρυση τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, τιμωρό τοῦ Ἰου δαϊκοῦ ἔθνους καί βεβηλωτή τῶν ἱερῶν του, μέ τή βασιλεία τοῦ φιλογύνη βασιλιά. Βέβαια, οἱ περισσότερες «νόμιμες» σύζυγοι τοῦ Σολομώντα προ ήρχονταν ἀπό γάμους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πολιτικό χαρακτήρα καί ἦσαν ἁπλῶς συμβατικοί· ἦταν ὁ τρόπος γιά νά σφραγιστεῖ κάποια συνθήκη εἰρήνης μέ ἕνα ξένον μονάρχη παίρνοντας σέ «γάμο» τήν κόρη του. Εἶναι χρήσιμο νά κρατήσουμε κατά νοῦν παραδοσιακές συμπεριφορές καί παραδείγματα σάν αὐτά τοῦ Ἀβραάμ ἤ τοῦ Σολομώντα γιά τήν ὥρα πού θά ἀναφερθοῦμε 73
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
στό περιβόητο ζήτημα τῆς πολυγαμίας στό Ἰσλάμ. Ὁ Σολομών βασίλευσε σέ περίοδο εἰρήνης. Ἔγινε κτήτορας πολλῶν καί πολυτελῶν κτισμάτων. Τό ὄνομά του συνδέεται κυρίως μέ τήν κατασκευή τοῦ περίφημου Ναοῦ στήν Ἱερουσαλήμ ὁ ὁποῖος φέρει τό ὄνομά του. «Ὁ Ναός», ὅπως ἦταν κοινά γνω στός, ἔγινε τό κέντρο τῆς θρησκευτικῆς δραστηριότητας καί τό σύμβολο ἐθνικῆς ταυτότητας καί ἑνότητας τῶν Ἑβραίων. Ἡ διαίρεση τοῦ βασιλείου. Ὅταν τό 933 πέθανε ὁ Σολομών τό βασίλειο χωρίστηκε σέ δύο βασίλεια, ἕνα στό βόρειο καί ἕνα στό νότιο τμῆμα τῆς Καναάν. Δέκα φυλές κατοίκησαν τό βόρειο βασίλειο μέ τό ὄνομα «Ἰσραήλ» ἀπό τό ὄνομα τῆς ἐπιφανέστερη φυλῆς. Τό νότιο βασίλειο κατοικήθηκε ἀπό δύο φυλές, αὐτές τοῦ Βενιαμίν καί τοῦ Ἰούδα, μέ τήν ὀνομασία «Ἰούδα» ἀπό τήν πολυπληθέστερη ἐκ τῶν δύο. Τό νότιο βασίλειο ὑπερηφανευόταν γιά τήν Ἱερουσαλήμ καί τό Ναό τά ὁποῖα κληρονόμησε. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι τό σύγχρονο κράτος τοῦ Ἰσραήλ διατήρησε τό ὄνομα τοῦ βόρειου βασι λείου τό ὁποῖο δέν ἐπέζησε, ἐνῶ γιά τό ὄνομα τοῦ λαοῦ του (Ἰουδαῖοι, Jews) ἐπέλεξε τό ὄνομα τοῦ νότιου βασιλείου τό ὁποῖο τελικά ἐπέζησε. Τό βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Τό καθένα ἀπό τά δύο βασίλεια συνέχισε τή δική του, ταραχώδη, ἱστορία καί εἶχε τή δική του τύχη. Τό 722 πρό τῆς κοινῆς ἐποχῆς τό βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ ἔπεσε στά χέρια τῶν Ἀσσυρίων οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπό τή Μεσοποταμία. Οἱ Ἀσσύριοι δήωσαν τή γῆ Ἰσραήλ καί τήν κατέστρεψαν. Διασκόρπισαν δέ τόν πληθυσμό του ἀνά τήν ἀπέραντη αὐτοκρατορία τους ἡ ὁποία ἐπεκτεινόταν ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Ἰνδοῦ πο ταμοῦ στά ἀνατολικά μέχρι καί τά ἀνατολικά παράλια τῆς Μεσογείου στά δυτικά. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς τεράστιας διασπορᾶς ἦταν νά ἀναμειχθοῦν οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ μέ διάφορα φύλα, νά χάσουν τήν ἐσωτερική τους συ νοχή, καί τελικά νά ἐκλείψουν. Ἀπό τήν ἐξέλιξη αὐτή γίνεται ἀναφορά στίς «δέκα χαμένες φυλές τοῦ Ἰσραήλ». Τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό εἶναι δύσκο λο νά προσδιορίσουμε. Μέ τήν ἐμπειρία τῆς ἱστορίας τῶν Ἑβραίων στήν Αἴγυπτο πρίν τήν Ἔξοδο, τή μετέπειτα καθόλου ἱστορία καί στάση τους στό θέμα αὐτό, ἀλλά καί τίς σύγχρονες θεωρίες περί ἐπιβίωσης ὑπολειμμά των τῶν φυλῶν αὐτῶν, εἶναι δύσκολο νά μιλήσει κάποιος γιά ἀφομοίωση, καί μάλιστα παντελή. Ἀνθρωπολόγοι καί ἄλλοι, στήν προσπάθειά τους νά ἐξηγήσουν τή μοίρα αὐτῶν τῶν φυλῶν συνεχίζουν νά προτείνουν διάφορες θεωρίες οἱ περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες φαίνεται νά εἶναι ὑποθετικές. Με ταξύ αὐτῶν ἀναφέρεται ἡ ὑπόθεση ὅτι «οἱ χαμένες φυλές τοῦ Ἰσραήλ» ἀπετέλεσαν τούς προγόνους τῶν λαῶν τῆς σημερινῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς! 74
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
Στή δεκαετία τοῦ 1990 ὁ Καναδικός Τύπος ἔκανε λόγο γιά κάποιο νεαρό Ἑβραῖο ραβίνο ἀπό τή Σρί Λάνκα ὁ ὁποῖος ἦρθε νά σπουδάσει Ἰουδαϊσμό στό Πανεπιστήμιο τοῦ Τορόντο μέ σκοπό νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του καί νά ὀργανώσει τήν ἐκεῖ συναγωγή ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ δήλωσή του, ἀνήκει στή φυλή τοῦ Ἐφραίμ, μία ἀπό τίς «χαμένες φυλές»! Τό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Τό βασίλειο τοῦ νότου εἶχε μακρύτερη ἱστορία καί εὐτυχέστερη μοίρα. Ἐπέζησε τήν καταστροφή τῶν Ἀσσυρίων ἀλλά καί αὐτό, ἑκατόν πενήντα περίπου χρόνια μετά τήν καταστροφή τοῦ Ἰσραήλ, ἔπεσε στά χέρια τῶν Βαβυλωνίων, τῶν κληρονόμων τῶν Ἀσσυρίων. Ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Βαβυλωνίων ὁ Ναός καταστράφηκε, ἡ γῆ ἀποδαψιλώθη κε, ἀλλά τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἐπέζησε. Ἀντίθετα ἀπό τούς Ἀσσυρίους, οἱ Βαβυλώνιοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλλειψη μονίμων στρατιωτικῶν δυνάμεων, γιά νά ἔχουν καλύτερη ἐπιτήρηση ἐπί τοῦ πληθυσμοῦ καί γιά νά ἀποφύγουν τυχόν ἐξεγέρσεις, αἰχμαλώτισαν μόνο τούς προύχοντες τοῦ βα σιλείου οἱ ὁποῖοι τυχόν θά μποροῦσαν νά ξεσηκώσουν τό λαό. Αὐτούς τούς ἡγέτες ἀπήγαγαν στή Βαβυλώνα, τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας τους, παρά τίς ὄχθες τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ ἐνῶ ἄφησαν πίσω τους τό ἐρειπωμένο βασίλειο στούς ἐνδεεῖς ἐπιζῶντες του. Ἡ διαφορετική αὐτή στρατηγική τῶν κατακτητῶν ἀποδείχθηκε εὐεργετική γιά τό βασίλειο καί τίς φυλές τοῦ Ἰού δα. Συνέτεινε στήν ἐπιβίωση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ στοιχείου καί στή θρησκευτική μεταρρυθμιστική ἀναγέννηση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ σημερινός Ἰουδαϊσμός, στήν ἔκφανση καί στόν τρόπο λειτουργίας του, εἶναι παράγωγο αὐτῆς τῆς περιόδου αἰχμαλωσίας γνωστῆς ὡς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας. Ἡ σημερινή Ἑβραϊκή κοινωνία ἀποτελεῖ τό «κατάλειμμα» (τό «ὑπόλοιπο», ἤ αὐτό πού στήν ἁπλή Ἑλληνική γλῶσσα θά λέγαμε «ρετάλι») τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἀπό τό νότιο βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ἡ λέξη «κατάλειμμα» δέν εἶναι οὔτε ἀρνητική οὔτε μειωτική. Εἶναι λέξη καί ἰδιωματικός χαρακτηρισμός προερχόμενος ἀπό τόν Ἰσαΐα, τόν προφήτη ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος κατέκρινε μέν μέ σφοδρότη τα τούς ἡγέτες καί τούς συμπολίτες του γιά τά παραπτώματά τους, ἀλλά ταυτόχρονα τούς ἀναθέρμαινε τήν ἐλπίδα σωτηρίας καί ἐπιβίωσης. Ὡς ἔκ φραση ἀπώτατης ἐλπίδας ὀνόμασε ἕναν ἀπό τούς γιούς του Shear-jashub (= τὸ κατάλειμμα σωθήσεται) καί προφήτευσε ὅτι, «Καὶ ἔσται τὸ καταλειφθὲν τοῦ Ἰακώβ ἐπὶ Θεὸν ἰσχύοντα. Καὶ ἐὰν γένηται ὁ λαὸς Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα αὐτῶν σωθήσε ται» (Ἰσ. 10:21-22).
75
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Ἕνας ἄλλος ἐκκεντρικός προφήτης, ὁ Ἱερεμίας, καθ’ ὅν χρόνο οἱ Βαβυλώ νιοι κατακτοῦσαν τή γῆ καί ὁ λαός πουλοῦσε τίς περιουσίες του γιά νά ἐξασφαλίσει ρευστό ἀπόθεμα, ἐκεῖνος πήγαινε καί ἀγόραζε τήν πιό ἄγονη γῆ σάν ἔκφραση ἐλπίδας ὅτι ὁ Ἰσραήλ θά ἐπιζήσει καί θά ἐπιστρέψει στίς ἑστίες του. Προφῆτες. Στό σημεῖο αὐτό καί μέ ἀφορμή τίς δύο αὐτές μορφές εἶναι ἀνάγκη νά ἀνοίξουμε μία παρένθεση γιά νά μιλήσουμε γιά ἕνα μοναδικό φαινόμενο (διότι περί φαινομένου πρόκειται!) στήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ γενικότερα: τό φαινόμενο τῶν προφητῶν. Τό αἴσθημα Διαθήκης μεταξύ Θεοῦ καί τοῦ περιουσίου λαοῦ διατήρησε ζωντανό ἡ εὐαισθησία καί ἡ δράση μερικῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖ οι ὀνομάστηκαν «προφῆτες». Ὁ προφήτης δέν εἶναι μάντις, ἤ αὐτός πού προ-βλέπει τά μέλλοντα, ἀλλά αὐτός πού μιλάει (=φάσκει) ἐξ ὀνόματος (=προ-) κάποιου· στήν περίπτωση αὐτή, τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἐπιστόμιο, ἤ τό φερέφωνο, τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος ὑπενθυμίζει μέ τά λόγια καί τίς πράξεις του (δέν ὑπάρχει ἀνενέργητος, παθητικός, λόγος στόν προφήτη!) τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν διατείνεται ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ πηγή ἤ ἡ αὐθεντία, ἀλλά μόνον ὁ ἐντολοδόχος τοῦ μηνύματος. Ἀπαιτεῖται εὐαισθησία καί «κλήση» γιά νά μπορεῖ κάποιος νά ἀφουγκραστεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τά γεγονότα καί τήν ἱστορία, καί νά τό μεταφέρει μέ λέξεις ὡς «ῥῆμα Θε οῦ»48. Αὐτό εἶναι βασικά ὁ προφήτης: ἕνα εἶδος εὐαίσθητου σεισμογράφου ὁ ὁποῖος καταγράφει τούς παλμούς τῶν γεγονότων σέ μιά δεδομένη στιγμή τῆς ἱστορίας καί τούς μεταφράζει σέ ἠθικές ἀρχές, συμπεριφορά, τρόπο ζω ῆς καί κλήση πρός πνευματική ἐνάργεια. Φαίνεται ὅτι ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς μοναδικότητας καί ἀπολυτότητας τῆς Διαθήκης ἡ ὁποία γέννησε τέτοιου εἴδους ἐπιτηρητές της ἀνάμεσα στόν Ἰσραηλιτικό λαό. Ἀρχικά «προφῆτες» (nebiim) ἦσαν ὁμάδες ἀνθρώπων, καί μάλιστα νέων στήν ἡλικία, οἱ ὁποῖοι μέ χορούς, ἅσματα καί ὄργανα προσπαθοῦσαν νά διεγείρουν τό λαϊκό ἔν στικτο στήν τήρηση τῶν ὅρων τῆς Διαθήκης καί νά τό κρατοῦν σέ ἐνάργεια. Μέ τόν καιρό ἐμφανίστηκαν μεμονωμένες προσωπικότητες οἱ ὁποῖες μέ παρρησία ἤλεγχαν τούς ἄρχοντες γιά τήν τυχόν ἀνήθικη προσωπική συμπε ριφορά τους, καί γιά ὅσες τυχόν πολιτικές ἦσαν ἀντίθετες πρός τό πνεῦμα τῆς Διαθήκης καί πρός τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ περιουσίου λαοῦ. Τά δύο αὐτά 48. Βλέπε τήν ἔκφραση στόν Ἱερεμ. 1:1 καί σέ ὅλους σχεδόν τούς προφῆτες, πλήν ἴσως τοῦ Ὠσηέ.
76
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
θεωρούνταν συχνά συναφή. Ὁ προφήτης Νάθαν ἐπέκρινε τήν πράξη καί ἀπο κάλυψε τά σχέδια τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ ὁ ὁποῖος εἶχε ἐρωτευθεῖ τή γυναίκα τοῦ στρατηγοῦ του Οὐρία καί ἐσκεμμένα τόν εἶχε κατατάξει στήν πρώτη γραμμή τοῦ πολέμου γιά νά σκοτωθεῖ καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτόν. Ὁ προ φήτης Ἱερεμίας, ἐμμένοντας στήν ἀνάγκη οὐδετερότητας ἀπό δυνάμεις οἱ ὁποῖες ἦσαν ἀσυμβίβαστες πρός τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κα τέκρινε τίς προσπάθειες τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα νά συνάψουν συμμαχία μέ τούς Αἰγυπτίους (τή μία ἀπό τίς δύο ὑπερδυνάμεις τῆς ἐποχῆς) γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἀπειλή τῶν Βαβυλωνίων (τήν ἄλλη ὑπερδύναμη)! Οἱ προφῆτες ἐπίσης καυτηρίαζαν τήν ἀπιστία τοῦ λαοῦ καί τίς παρανομίες του, τοῦ ὑπενθύμιζαν ὅτι ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, τόνιζαν τή σημασία τῆς Διαθήκης ἐνῶ ταυτόχρονα, σέ στιγμές ἐθνικῆς κρίσης, ἐμβολίαζαν τόν λαό μέ τήν ἐλπίδα τῆς τελικῆς του ἐπιβίωσης. Ὁ Ἰεζεκιήλ, νεαρός ἱερέας, φίλος καί μαθητής τοῦ Ἱερεμία ὁ ὁποῖος ἔδρασε κατά τά πρῶτα χρόνια τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας, κατέκρινε τόν λαό ὡς «πόρνη» (Ἰεζεκιήλ 16:35) γιά τήν ἐκπόρνευση τῆς Διαθήκης, ταυτόχρονα ὅμως τόν γέμιζε μέ ἐλπίδα ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν λαό του ἦταν σάν αὐτή ἐραστοῦ πρός τήν ἄπιστη σύζυγό του ἡ ὁποία θά τόν λύτρωνε! Πιό γνωστός εἶναι ὁ Ἰεζεκιήλ γιά τό περίφημο ὄραμα τῆς πεδιάδας μέ τά ἀποξηραμένα ὀστᾶ στήν ὁποία τόν ὁδήγησε ὁ Θεός. Ἐκεῖ ὁ προφήτης βλέπει τά ξερά ὁστᾶ νά ἀποκτοῦν νεῦρα, σάρκα, δέρμα καί «πνεῦμα ζωῆς», καί ἀπαγγέλλει τά λόγια πού τοῦ ὑπαγορεύει ὁ Θεός: «καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος» (Ἰεζ. 37:1-6). Μία φοβερά συγκλονιστική σκηνή, ἀλλά καί ἐξίσου τρομερή ἔνεση ἐλπίδας! Μέ ἰδιαίτερο νόημα διάλε ξε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν προφητεία αὐτή (Ἰεζ. 37:1-14) ὡς ἀνάγνωσμα ἀμέσως μετά τόν ἐπιτάφιο θρῆνο τό βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς, ὅταν ὅλοι οἱ ὕμνοι καί τά κείμενα τῆς ἀκολουθίας μιλᾶνε πιά γιά τή «νέκρωση τοῦ Ἄδου»! Γι’ αὐτές τίς προφητεῖες του, καί γιά τό πῶς θά μποροῦσε νά ἐπιβι ώσει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ στήν Ἱερουσαλήμ ἀλλά καί στή μακρινή Βαβυλώνα (γιά τόν Ἰεζεκιήλ ὁ Θεός ἦταν καί ἐκεῖ!), ὁ Ἰεζεκιήλ ἔχει δίκαια θεωρηθεῖ ὡς ὁ πατέρας τοῦ μετέπειτα Ἰουδαϊσμοῦ49. 49. Ἡ γοητευτική προσωπικότητα τοῦ Ἰεζεκιήλ κρατάει ζωντανό τό ἐνδιαφέρον τῶν μελετη τῶν. Ἦταν ἕνας ἱερατικός προφήτης, ὅπως τόν βλέπουν οἱ περισσότεροι, ἤ ἕνας προφη τικός ἱερέας, φύλακας τῆς Τορά, ὅπως τόν ἀναλύει μία πρόσφατη μονογραφία; Βλέπε T. J. Betts (2005).
77
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ παραμένουν ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί με λέτης γιά ὅσους τούς βλέπουν εἴτε ὡς ἕνα μοναδικό φαινόμενο πνευματι κῆς καί ἠθικῆς εὐαισθησίας, εἴτε ὡς ἐκφραστές ἀγωνίας καί ἐλπίδας, εἴτε ὡς «σαλούς» σέ κατάσταση πνευματικοῦ παροξυσμοῦ. Κανένας πάντως δέν τούς ἀμφισβητεῖ τήν πνευματική εὐαισθησία, τήν παρρησία, τό ψυχικό σθένος, καί τήν ἔνταση τῆς ἔκφρασης. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τίς δεκαετίες τοῦ ’60 καί ’70 κατά τήν περίοδο τῶν σφοδρῶν διαδηλώσεων κατά τοῦ πολέμου στό Βιετνάμ, τήν «περίοδο τῶν hippies», τῶν κοινωνικῶν καί φυλετικῶν συγκρούσεων, ἕνα ἀπό τά πιό προσφιλῆ ἀναγνώσματα ἰδίως ἀπό τούς ἀνήσυχους νέους τῆς ἐποχῆς ἦσαν τά βιβλία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης!50
Ἡ Βαβυλώνιος αἰχμαλωσία (586-538) Κατά τήν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας οἱ ἐξόριστοι ἔκαναν γιγαντιαία προ σπάθεια νά ἐπιζήσουν ὡς μία διακριτή κοινότητα στή Βαβυλώνα. Κάτι ἀπό αὐτή τήν ἀποφασιστικότητα διαβλέπουμε στίς γραμμές τῶν στίχων τοῦ γνωστοῦ 136ου (137ου) Ψαλμοῦ, ὁ ὁποῖος γιά τό ἔντονο περιεχόμενό του ψάλλεται σέ συναγωγές καί σέ Χριστιανικούς ναούς μέχρι σήμερα, ὅπως ἔχει ἑρμηνευτεῖ ἀκόμη καί ἀπό κοσμικά λαϊκά συγκροτήματα: Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν, καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. Ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν. Ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς, λόγους ᾠδῶν, καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς, ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. 50. Ἕνα ἀπό τά πιό ζωντανά καί θελκτικά ἀναγνώσματα, γιά τή βαθιά ἀνάλυση τοῦ φαι νομένου τῶν προφητῶν καί τῆς σκέψης τους, εἶναι αὐτό τοῦ Ἑβραίου φιλοσόφου καί μυστικοῦ Abraham Heschel (1962).
78
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου. Κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῷ, ἐὰν μή προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου. (Ψαλμός 136/137:1-6)
Αἰχμαλωσιακή μεταρρύθμιση. Ἡ Βαβυλώνιος αἰχμαλωσία διήρκεσε ἀπό τό 586 μέχρι τό 538 πρό τῆς κοινῆς ἐποχῆς· μόλις σαράντα ὀκτώ χρόνια. Ἐντούτοις αὐτή ἡ τόσο σύντομη ἀλλά καί ἐπώδυνη περίοδος τῆς Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας ἀποδείχθηκε ὡς μία ἀπό τίς πιό, ἄν ὄχι ἡ πιό σημαντική περίοδος μεταρρύθμισης τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ὡς θρησκευτικῆς παράδοσης. Πρίν ἀπό τήν αἰχμαλωσία ὁ Ἰουδαϊσμός περιστρεφόταν γύρω ἀπό τό τελετουργικό τοῦ Ναοῦ. Ὁ Ναός ἦταν ἕνα τεράστιος περιγεγραμμένος, ἀνοιχτός, χῶρος. Ὅπως θά δοῦμε ὅταν θά περιγράψουμε τό παραδοσιακό Ἰσλαμικό τέμε νος, ὁ Ναός χαρακτηριζόταν ὄχι ἀπό κάποιο κτίσμα ἀλλά ἀπό τήν ἔλλειψη κτίσματος! Ὁ μόνος κλειστός χῶρος ἦταν τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἕνα μικρό κυβικό κτίσμα, μέ τό θυσιαστήριο στό κέντρο του, ὅπου μόνον ὁ Ἀρχιερεύς ἔμπαινε γιά νά τελέσει ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ θυσίες θυμιάματος ἤ ζώων. Ἡ σχέση τοῦ λαοῦ μέ τά τελούμενα ἦταν τόσο «ἄμεση» καί «προσωπική» ὅσο, κυριολεκτικά, «ἀπ’ τή μυρωδιά» (by osmosis) τοῦ ἀναδυόμενου κα πνοῦ! Στήν πρό-αἰχμαλωσιακή περίοδο, λοιπόν, τό τελετουργικό τοῦ Ἰου δαϊσμοῦ περιστρεφόταν γύρω ἀπό τρεῖς πόλους, τόν Ναό, τούς Ἀρχιερεῖς καί τίς θυσίες. Στή Βαβυλώνα δέν ὑπῆρχε Ναός. Οἱ ἐξόριστοι συγκεντρώνονταν σέ κά ποιο εὐρύχωρο σπίτι τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἡ σύναξη αὐτή πῆρε τήν Ἑλ ληνική ὀνομασία «συναγωγή», λέξη ἡ ὁποία μέχρι σήμερα χρησιμοποιεῖται διεθνῶς γιά τήν Ἑβραϊκή θρησκευτική συνάθροιση καί τό ἀντίστοιχο κτίσμα. «Συναγωγή» δέν ἦταν ὁ τόπος ἀλλά μᾶλλον αὐτό καθαυτό τό γεγονός τῆς σύναξης. Ἡ σύναξη τοῦ διάσπαρτου λαοῦ «ἐπὶ τὸ αὐτό», ἔκφραση σχέσης καί Διαθήκης του μέ τό Θεό, ἀναδείχθηκε ἀναγεννητική καί πνευματικά ζωο γόνος, «... ὅτι ἐκεῖ ἐνετείλατο Κύριος τὴν εὐλογίαν, ζωὴν ἕως τοῦ αἰῶνος»51. 51. Παράβαλε Ψαλμό 132 (133):1.
79
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Καί στίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες ἡ ἔννοια τοῦ γεγονότος τῆς σύναξης τοῦ λαοῦ, εἴτε ὡς «συναγωγή», εἴτε ὡς «ἐκκλησία», εἴτε ὡς «ἀδελφότητα» (ummah) πιστῶν ἀνταποκρίνεται πρός μία συγκέντρωση, μέ ἰδιαίτερη ση μασία καί μυστηριακή διάσταση συνάντησης ἀνθρώπου μέ τό Θεό ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πηγή εὐλογίας καί ζωῆς. Στίς συνάξεις αὐτές ἐπαναλαμβανόταν, ἑρμηνευόταν καί συζητιόταν δι αλεκτικά ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ἡ Διαθήκη του μέ τό Θεό, ὁ Νόμος, τό νόημα καί οἱ ἐφαρμογές του. Ἡ προφορική ἀναβίωση τῶν ἐμπειριῶν αὐτῶν ἔγινε γιά τούς ἐξόριστους ἡ οὐσία ἡ ὁποία τούς συνέδεε σέ μία κοινή ἱστορική αὐτοσυνειδησία, καί τούς κατεύθυνε πρός μία κοινή θεώρηση καί ἀντίληψη τοῦ Νόμου (Τορά). Αὐτή εἶναι ἡ κυριολεκτική σημασία τῆς Ἑβραϊκῆς λέξης Τορά, προσανατολισμός, ὄχι «Νόμος» μέ τήν αὐστηρή δικανική ἔννοια. Μερικοί ἀπό τούς πιό ἐπιδέξιους καί σοφούς ἑρμήνευαν τά γεγονότα καί τά λεγόμενα τῆς Γραφῆς (ἐλάχιστα εἶχαν ἀκόμη καταγραφεῖ), ἔκαναν δι εισδυτικά σχόλια, ἐξέφραζαν λεπτολόγες καί κρίσιμες ἀπόψεις, καί συχνά συνόψιζαν μέ λέξεις τό κοινό αἴσθημα ὅσων συμμετείχαν στή σύναξη. Ἕνα τέτοιο ἄτομο δέν θεωρεῖτο χαρισματικό, οὔτε ἐξασκοῦσε αὐθεντία ἐπί τῶν ἄλλων. Ἀναγνωριζόταν ὅμως μέ τόν καιρό ὡς «διδάσκαλος» (στά Ἑβρα ϊκά, rabbi, λέξη μεταγλωττισμένη στά Ἑλληνικά ὡς «ραβίνος»). Κυριολε κτικά ἡ λέξη rabbi σημαίνει «διδάσκαλός μου», ἤ «διδάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ μου», καθόσον κάθε ἐνηλικιωμένο μέλος θεωρεῖται προσωπικά ὑπεύθυνο ἀπέναντι στίς ἐντολές καί στό Νόμο, καί ὡς πρώτιστα καθοδηγητής τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔτσι ἡ συναγωγή τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας ἀντικατέ στησε τό Ναό τῆς προαιχμαλωσιακῆς ἐποχῆς, ἡ (προφορική) Τορά καί ἡ μελέτη της τίς θυσίες, καί οἱ ραβίνοι τούς Ἀρχιερεῖς. Αὐτοί εἶναι οἱ πόλοι καί τό νέο τρίπτυχο τῆς αἰχμαλωσιακῆς καί μετα-αιχμαλωσιακῆς περιόδου τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὅταν ἡ αἰχμαλωσία τελείωσε οἱ μεταρρυθμίσεις αὐτές ἐπιβλήθηκαν ἀπό τούς μεταρρυθμιστές στούς Ἰσραηλίτες οἱ ὁποῖοι εἶχαν μείνει πίσω στήν Ἱερουσαλήμ καί στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα, συνέχισαν δέ νά ἀποτελοῦν τή σπονδυλική στήλη καί τά χαρακτηριστικά «τελετουργικοῦ» τῆς Ἰουδαϊκῆς κοινότητας μέχρι σήμερα. Ὁ Ἰουδαϊσμός ὅπως τόν ξέρουμε στίς ἡμέρες μας εἶναι καρπός τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας! Ὁ προ-αιχμα λωσιακός Ἰουδαϊσμός ἦταν Ἰουδαϊσμός τοῦ Ναοῦ καί τῆς ἱεροτελεστίας. Ὁ μετα-αιχμαλωσιακός Ἰουδαϊσμός ἔγινε Ἰουδαϊσμός τῆς Συναγωγῆς καί τῆς μελέτης τοῦ Νόμου. Συνοψίζοντας τήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ θά μποροῦσε νά 80
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
διακρίνει κάποιος τρεῖς ἐξελικτικές μορφές του: τόν Πατριαρχικό Ἰουδαϊ σμό στήν παραδοσιακή, «πρωτόγονη», ἀνοργάνωτη, φυλετική μορφή τῶν παραδόσεων καί τῶν ἐθίμων τῆς οἰκογένειας ὑπό τήν κατεύθυνση τοῦ γε νάρχη, ἤ «πατριάρχη»· τόν Ἰουδαϊσμό τοῦ Ναοῦ μέ τό νομοθετημένο τρόπο συμπεριφορᾶς, τήν πράξη καί τό ἱερατικό τελετουργικό· καί τόν Ἰουδαϊσμό τῆς Συναγωγῆς μέ ἔμφαση στή σπουδή καί στήν ἐφαρμογή τοῦ Νόμου στήν καθημερινή ζωή τοῦ ἀτόμου καί τῆς κοινότητας. Δέν θά πρέπει ὅμως νά θεωροῦνται οἱ τρεῖς αὐτές μορφές ὡς τρία εἴδη Ἰουδαϊσμοῦ, ἀλλά ὡς ἱστο ρικές ἐξελικτικές φάσεις τῆς Ἰουδαϊκῆς παράδοσης· τρία στάδια ἐξέλιξης μιᾶς ζώσης, ἑνιαίας καί συνεχοῦς θρησκευτικῆς παράδοσης ἡ ὁποία ἔχει παραμείνει ἡ ἴδια στά οὐσιώδη, καί σέ πολλά ἐξωτερικά της στοιχεῖα. Στό κέντρο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ παραμένουν ὁ ἠθικός μονοθεϊσμός, ἡ ἔμφαση σέ ἕνα συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφορᾶς, ἡ αὐθεντία καί ἰσχύς τοῦ Νόμου, ἡ περιτομή, ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου, οἱ μεγάλες ἑορτές, κ.ἄ. – στοιχεῖα τά ὁποῖα προέρχονται καί διέρχονται ἀπό ὅλες τίς ἱστορικές του φάσεις. Ἐκεῖνο πάντως πού θά μπορούσαμε νά ποῦμε συμπερασματικά καί μέ ἀπόλυτη ἀσφάλεια εἶναι ὅτι ὁ Ἰουδαϊσμός ἀποτελεῖ καρπό καί ἐμπει ρία βίαιης μετανάστευσης (Ἀβραάμ), ἐξόδου (Μωυσής), καί αἰχμαλωσίας – ἐξεύρεση νοήματος στά Δεινά, ὅπως ἔχει παρατηρήσει ὁ Huston Smith! Στή μελέτη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ δέν πρέπει νά ξεφεύγει τήν προσοχή τοῦ μελε τητοῦ ἡ διάσταση αὐτή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ «Δεύτερος» Ναός. Ἡ ριζική μεταρρύθμιση τήν ὁποίαν ἔφερε ἡ Βαβυ λώνιος αἰχμαλωσία δέν κατάργησε τόν Ναό καί τό τελετουργικό του. Ὅταν μετά τήν ἧττα τῶν Βαβυλωνίων (538 π.κ.ἐ.) ἀπό τούς Πέρσες ἀφέθηκαν οἱ αἰχμάλωτοι νά ἐπιστρέψουν στήν πατρίδα τους, τό πρῶτο πού ἔκαναν ὅσοι λίγοι, καί ἐγγράμματοι, ἀπό αὐτούς ἐπέστρεψαν ἦταν νά ἀνοικοδομήσουν τό Ναό. Ὁ Ναός ἐγκαινιάστηκε ἐκ νέου (ἐπαναφιερώθηκε) τό 516 π.κ.ἐ., καί μεγάλες θρησκευτικές ἑορτές ἄρχισαν νά τελοῦνται στό χῶρο του. Ἡ περίοδος ἱστορίας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τῶν Ἑβραίων τῶν 586 χρόνων, ἀπό το 516 πρό τῆς κοινῆς ἐποχῆς μέχρι τό ἔτος 70 μετά τήν κοινή ἐποχή, ὅταν ὁ Ναός καταστράφηκε ἀπό τούς Ρωμαίους καί καταλύθηκε ὁριστικά τό Ἰουδαϊκό κράτος, ὀνομάζεται περίοδος τοῦ «Δευτέρου Ναοῦ». Βλέπουμε πόσο ἡ ἱστορία τοῦ Ναοῦ συνυφαίνεται μέ τήν ἱστορία καί τήν ταυτότητα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ἀνθρώπινου ναοῦ. Μαζί μέ τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ οἱ μεταρρυθμιστές ἔστρεψαν τήν προσοχή τους 81
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
στή θρησκευτική μεταρρύθμιση καί στόν ἐξαγνισμό τῶν ἀνθρώπων καί τῶν τοπικῶν κοινοτήτων τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα: ἐπανέφεραν τούς νόμους ἀτομικῆς καί οἰκογενειακῆς συμπεριφορᾶς οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποστεῖ συμβι βασμούς ἤ εἶχαν ἀθετηθεῖ ἀπό τά λαϊκά στρώματα κατά τήν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας· ὑποχρέωσαν ὅσους εἶχαν συνάψει γάμους μέ εἰδωλάτρεις γυναῖκες νά τίς χωρίσουν· ἐπέβαλαν αὐστηρή τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαβ βάτου τόσο ὥστε μέ τήν ἔναρξη τῆς ἡμέρας (ἡ ὁποία ὁρίζεται ἀπό τή δύση τοῦ ἥλιου τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς) ἀκόμη καί οἱ πύλες τῆς Ἱερου σαλήμ σφραγίζονταν γιά νά ἐμποδίσουν τήν ὁποιαδήποτε μετακίνηση καί συναλλαγή μέ τόν ἔξω κόσμο. Ἡ Τορά καταγράφηκε καί ἔγινε πλέον γρα πτό κείμενο τό ὁποῖον ἀπέκτησε δύναμη ἀτομικοῦ καί ἀστικοῦ δικαίου. Ὅσοι ἐγγράμματοι ἀσχολήθηκαν μέ τήν ἀντιγραφή τοῦ κειμένου τῆς Τορά ὀνομάστηκαν soferim, ἤ γραμματεῖς. Μέ τόν καιρό τό λειτούργημα αὐτό πε ριέλαβε καί τή διάδοση, τήν ἑρμηνεία, τή διδασκαλία στίς πρακτικές του ἐφαρμογές, καί τήν προσαρμογή του στίς συγκεκριμένες ἀνάγκες τῶν ἀνθρώ πων. Ἔτσι οἱ soferim ἀπέκτησαν δύναμη καί αὐθεντία, ἰδιότητες οἱ ὁποῖες ἔγιναν ἀντικείμενο περαιτέρω κατάχρησης. Ἡ διδασκαλία καί ἐφαρμογή τοῦ Νόμου ὑπέπεσαν σέ μία στενή, λεπτολόγο, δικανική ἑρμηνεία ἡ ὁποία καταργοῦσε τό πνεῦμα τῆς Διαθήκης, τήν προσωπική εὐαισθησία καί εὐ θύνη ἔναντι τοῦ νόμου. Ὁ Ἰησοῦς, Ἑβραῖος ὁ ἴδιος, δέν εἶχε πρόβλημα μέ τό Νόμο. Εἶχε πρόβλημα μέ τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐπιβολή τοῦ Νόμου ἀπό τούς ραβίνους, τή συμπεριφορά τῶν ὁποίων κατέκρινε ὡς ὑποκριτική – ἕνα χαρακτηρισμό ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπό τήν τεχνική τῶν θεάτρων καί τῶν ἠθοποιῶν οἱ ὁποῖοι ἦσαν πολλοί τήν ἐποχή. Τά ἀπανωτά «οὐαί» τά ὁποῖα ἐξαπέλυσε ἐναντίον τῶν «γραμματέων» (καί Φαρισαίων) ὡς «ὑποκριτῶν» τά ἔχει καταγράψει ὁ Ματθαῖος στό εὐαγγέλιό του (κεφάλαιο 23), ἕνα εὐαγγέλιο τό ὁποῖο γράφηκε ἔχοντας κατά νοῦν τούς ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό προσήλυτους! Εἶναι ἐνδιαφέρον νά σημειώσουμε ὅτι τόν χαρακτηρισμό «ὑποκριτές» τόν βρίσκει κάποιος πολύ συχνά καί στό Κοράνιο γιά «ὅσους λένε: Πιστεύουμε στό Θεό καί στήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἐνῶ δέν πιστεύουν [σέ τίποτε]» (Σούρα 2:8).
Ἡ Τορά (Torah) Ἡ λέξη Τορά, ἤ Νόμος, μολονότι προσάπτεται πιό ἄμεσα στά πέντε πρῶτα 82
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
βιβλία, στήν πραγματικότητα ὑποδηλώνει τό σύνολο τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν Ἑβραίων. Ἀρχικά ὁ Νόμος ἦταν προφορικός, θέμα κοινῆς γνώ σης καί πράξης ἐκ μέρους τῶν Ἑβραίων. Οἱ συγκρούσεις, οἱ μετακινήσεις, οἱ καταπιέσεις καί τώρα ἡ αἰχμαλωσία ἀνέδειξαν τήν ἀνάγκη γραφῆς τῆς Διαθήκης σέ μία πιό μόνιμη μορφή. Κατά τή Βαβυλώνιο αἰχμαλωσία οἱ ἐξόριστοι ἐπανελάμβαναν προφορικά καί ἀνέλυαν τίς διηγήσεις, τίς παρα δόσεις, τούς νόμους καί τίς ἐντολές τῆς Ἰουδαϊκῆς κληρονομιᾶς. Μετά τήν αἰχμαλωσία οἱ soferim ἀνέλαβαν τό ἔργο τῆς καταγραφῆς, διάδοσης καί ἑρ μηνείας τοῦ Νόμου. Ἔτσι, ἀπό τήν περίοδο κυρίως τοῦ «Δευτέρου Ναοῦ» ἄρχισε ἡ σύνταξη τῆς Ἑβραϊκῆς Γραφῆς, ἤ Βίβλου. Μερικά τμήματα αὐτῆς, ὅπως οἱ Βασιλεῖς καί οἱ Προφῆτες, εἶχαν ἤδη καταγραφεῖ πρίν ἀπό τήν αἰχ μαλωσία. Τά περισσότερα ὅμως βιβλία τά ὁποῖα ἀποτέλεσαν τήν Ἑβραϊκή Βίβλο κατεγράφησαν μετά τή Βαβυλώνιο αἰχμαλωσία. Στήν πραγματικό τητα ὁ κανόνας, δηλαδή τό αὐθεντικό σύνολο καί ἡ σειρά τῶν βιβλίων, τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου ὁλοκληρώθηκε πολύ ἀργότερα, κατά τό δεύτερο αἰώνα τῆς μετά Χριστόν ἐποχῆς. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή μπορεῖ κάποιος νά πεῖ ὅτι ὁ Ἰουδαϊσμός δέν εἶναι «Βιβλική» θρησκεία, ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι δέν ἦταν ἡ Γραφή ἡ ὁποία γέννησε τόν Ἰουδαϊσμό, ἀλλά ὁ Ἰουδαϊσμός (δηλαδή, ἡ ζωή, ἡ ἐμπειρία καί ἡ συνείδηση τῆς Ἰουδαϊκῆς κοινότητας) αὐτός ὁ ὁποῖος παρήγαγε τή Γραφή. Ὅπως θά ἐπαναλάβουμε στό ἀνάλογο σημεῖο, τό ἴδιο καί μέ περισσότερη ἔμφαση μπορεῖ νά πεῖ κάποιος καί γιά τό Χριστιανι σμό καί τή Χριστιανική Ἐκκλησία, σέ ἀντίθεση πρός τήν προσκόλληση στό γράμμα τῆς Γραφῆς, τό Βιβλισμό τόν ὁποῖον ἐμφανίζουν πολλές, κυρίως Προτεσταντικές, ὁμολογίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δέν ἰσχύει ὅμως τό ἴδιο καί γιά τό Ἰσλάμ. Τό Ἰσλάμ εἶναι καρπός καί ἀποκύημα τοῦ Κορανίου. Ἡ Πεντάτευχος. Τά ἐπιμέρους βιβλία τῆς Τορά εἶναι ταξινομημένα σέ τρεῖς μεγάλες ὁμάδες. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖται ἀπό πέντε βιβλία τά ὁποῖα περιγράφουν τήν ἀρχαιότερη ἱστορική, θρησκευτική καί ἠθική κληρονομιά. Περιέχουν, ἐπίσης, κατά γράμμα τό Νόμο σέ διάφορες μορφές αὐτοῦ. Στήν πραγματικότητα καί τά πέντε μαζί ὀνομάζονται Τορά (Νόμος) ἤ, στήν κυρι ολεξία, «προσανατολισμός». Εἶναι γνωστά ἐπίσης μέ τήν Ἑλληνική ὀνομα σία «Πεντάτευχος» («πέντε τεύχη»): Γένεσις, Ἔξοδος, Λευϊτικό, Ἀριθμοί, Δευτερονόμιο, καί ὡς «Βιβλία τοῦ Μωυσῆ», μολονότι ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς δέν ἔγραψε τίποτε ἀπό αὐτά. Ὀνομάζονται ἔτσι λόγω τοῦ ὅτι κεντρικό σημεῖο ἀναφορᾶς στά τέσσερα τελευταῖα εἶναι ἡ ἐπιβλητική προσωπικότητα τοῦ Μωυσῆ. Ἀκόμη καί τό πρῶτο βιβλίο, ἡ Γένεσις, τό ὁποῖον ἀσχολεῖται μέ τή 83
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
δημιουργία τοῦ σύμπαντος καί τήν ἱστορία τῶν πρώτων πατριαρχῶν (ἕνα εἶδος εἰσαγωγῆς στό χρόνο, στήν ἱστορία καί στόν τρόπο ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ) θεωρεῖται ὡς ἕνα ἀπό τά «βιβλία τοῦ Μωυσῆ»! Ποιός ἔγραψε τήν Πεντάτευχο καί τή Βίβλο; Ἕνα ἀπό τά καίρια ἐρω τήματα ἀναφορικά πρός τήν Πεντάτευχο, ἄν ὄχι τήν Ἑβραϊκή Βίβλο στό σύνολό της (θά ἔλεγε κάποιος ἀναφορικά πρός τίς Γραφές καί τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν), εἶναι αὐτό τῆς ταυτότητας τοῦ συγγραφέως, ἤ τῶν συγγραφέων της. Τό ἐρώτημα «Ποιός ἔγραψε τήν Πεντάτευχο καί τή Βίβλο;» δέν εἶναι καθόλου ἁπλό. Οὔτε ὅμως ἡ ἁπλή ἀπόκριση «ὁ Θεός», ἀποτελεῖ πλήρη ἀπάντηση. Ἡ Βίβλος δέν εἶναι κείμενο τό ὁποῖο βρίσκει κάποιος ταξινομημένο σέ κάποια δημόσια βιβλιοθήκη κάτω ἀπό τό ὄνομα κάποιου συγγραφέα. Πολλοί ἔχουν παλέψει μέ τό ἐρώτημα αὐτό. Εἰδικά ὡς πρός τήν Πεντάτευχο, πολλοί ἐπιστήμονες στίς ἀρχές καί τά μέσα τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα συμφώνησαν ἀρχικά μέ τή λεγόμενη θεωρία διαφόρων πη γῶν τῶν κειμένων (Documentary theory) τήν ὁποία ὅμως οἱ περισσότεροι ἔχουν τώρα ἐγκαταλείψει. Σύμφωνα μέ αὐτήν, τό κείμενο τῆς Πεντατεύχου ἀποτελεῖ συμπίλημα ὑλικοῦ τό ὁποῖον ἔχει προέλθει ἀπό τέσσερις διαφορε τικές πηγές. Τίς πηγές αὐτές, ἐξαιτίας ἔλλειψης καλύτερου χαρακτηρισμοῦ, τίς προσδιορίζουν μέ τά Λατινικά γράμματα “J”, “E”, “P”, καί “D”. Μέ τό γράμμα “J” προσδιορίζουν τό ὑλικό ἐκεῖνο στό ὁποῖο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται κατά πλειονότητα ὡς YHWH. Μέ τό γράμμα “E” προσδιορίζουν τό ὑλικό ἐκεῖνο στό ὁποῖο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται κατά πλειονότη τα ὡς Elohim (= ὁ Θεός μας). Μέ τό γράμμα “P” προσδιορίζουν τό ὑλικό ἐκεῖνο τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό Ἱερεῖς (στά Ἀγγλικά, Priests), ἤ ἱερατικές (priestly) πηγές. Μέ τό γράμμα “D” προσδιορίζουν τό ὑλικό ἐκεῖνο τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό Δευτερονομικές (Deuteronomic) πηγές, ἀπό τήν ὀνομασία τοῦ πέμπτου βιβλίου τῆς Πεντατεύχου. Δηλαδή ἡ θεωρία τῶν πηγῶν μιλάει γιά συρραφή τῆς Πεντατεύχου ἀπό κείμενα τά ὁποῖα πέρασαν διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀπό στόμα σέ στόμα, μέσα ἀπό διάφορες διόδους, καί στά ὁποῖα κείμενα βλέπουμε νά πρωτοστατεῖ κάποια ἰδιαίτερη ἔκφραση ὡς πρός τήν ὀνομασία τοῦ θείου, ἤ νά ὑποφώσκουν σ’ αὐτά ἰδιαίτερα λεκτικά χαρακτηριστικά, ἤ ἰδιότητες, ἐκείνων οἱ ὁποῖοι εἶχαν διατηρήσει ζωντανή τήν παράδοσή τους. Οἱ προφῆτες (Nebiim). Ἡ δεύτερη ὁμάδα βιβλίων τῆς Τορά ἀποτελού μενη ἀπό εἴκοσι ἕνα βιβλία ὀνομάζεται συλλογικά Nebiim (Προφῆτες). Στήν ὁμάδα αὐτή συγκαταλέγονται δύο ἐπί μέρους συλλογές, οἱ πρώιμοι καί οἱ 84
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
μετέπειτα «προφῆτες». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σέ αὐτό πού ὀνομάζουμε «πρώιμους προφῆτες» περιλαμβάνονται τά ἑξῆς βιβλία: Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, Κριταί, Σαμουήλ Α΄ καί Β΄, Βασιλειῶν Α΄ καί Β΄52, δηλαδή ἱστορικά βιβλία τῆς πρώτης μετά τό Μωυσῆ ἐποχῆς, χωρίς καμία προφητική προσωπικότη τα νά διαφαίνεται σέ αὐτά. Ἑπομένως ἡ λέξη «Προφῆτες» γιά τήν ὁμάδα αὐτή βιβλίων τῆς Τορά χρησιμοποιεῖται μέ τήν εὐρεία της σημασία. Θέλει νά ὑποδηλώσει ὅτι μαζί μέ τή νέα διοικητική κατάσταση ἡ ὁποία προέκυ ψε μετά τό Μωυσῆ ἐμφανίστηκε, ὅπως ἀναφέραμε νωρίτερα, καί τό ρεῦμα τῶν προφητῶν· ἑπομένως τό φαινόμενο τῶν προφητῶν ἔχει βαθιές ρίζες στό χρόνο. Εἶναι τά μετέπειτα βιβλία τά ὁποῖα φέρουν τό ὄνομα τῆς κάθε προφητικῆς προσωπικότητας. Τά βιβλία τῶν μετέπειτα προφητῶν ὑποδι αιροῦνται περαιτέρω στούς «ἐλάσσονες» καί στούς «μείζονες» προφῆτες. Οἱ «ἐλάσσονες» προφῆτες εἶναι οἱ ἑξῆς δώδεκα: Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰω ήλ, Ὀβδιοῦ, Ἰωνάς, Ναούμ, Ἀμβακούμ (ἤ Ἀβακούμ), Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας, καί Μαλαχίας. Οἱ «μείζονες» εἶναι τρεῖς: Ἰσαΐας, Ἱερεμίας, καί Ἰεζεκιήλ. Ὁ χαρακτηρισμός «ἐλάσσονες» καί «μείζονες» εἶναι οὐσιαστικά αὐθαίρετος καί ὄχι γενικά παραδεκτός. Ἀναφέρεται κυρίως στήν ἔκταση τῶν κειμένων καί ὄχι στή σπουδαιότητα τῶν προφητῶν. Τά Ἱερά Γράμματα, ἤ Ἁγιόγραφα (Ketubim). Ἡ τρίτη ὁμάδα βιβλίων τῆς Τορά ἀποτελεῖται ἀπό δεκατρία βιβλία ποιητικῆς, φολκλορικῆς, λαϊκῆς σοφίας, ὀνομαζόμενα συλλογικά Ketubim. Ἡ λέξη σημαίνει ἁπλῶς «βιβλία», ἤ γραφές, ἀλλά μέ θεῖο περιεχόμενο καί χαρακτήρα. Μεταγενέστερες γενε ές Ἑβραίων ὀνόμασαν τά βιβλία αὐτά μέ τήν Ἑλληνική λέξη «Ἁγιόγραφα». Στήν ὁμάδα αὐτή περιλαμβάνονται οἱ Ψαλμοί, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδονται στόν ποιητή-βασιλιά Δαυΐδ (χωρίς ὅμως νά εἶναι ὅλοι δικοί του)53, οἱ Παροιμίες, ἕνα ἀπάνθισμα παροιμιῶν ἀπό τή γενικότερη περιοχή τῆς Καναάν, οἱ ὁποῖες καί αὐτές ἀποδίδονται στόν ἐπιδεικτικό καί διεθνικιστή βασιλιά Σολομώντα, 52. Στήν ἔκδοση τῶν Ἑβδομήκοντα, στήν ὁποία θά ἀναφερθοῦμε ἀργότερα, τά βιβλία Σα μουήλ Α΄ καί Β΄ ὀνομάζονται Βασιλειῶν Α΄, Β΄. Ἀκολουθοῦν τά ἄλλα δύο ὡς βιβλία Βασιλειῶν Γ΄ καί Δ΄. 53. Ὅπως καί μέ τήν Πεντάτευχο ἡ ὁποία ἀποδίδεται στό Μωυσῆ, ἔτσι καί οἱ Ψαλμοί ἀπο δίδονται (πιό πολύ γιά λόγους τιμῆς παρά ἱστορίας) στόν ποιητή-βασιλιά Δαυΐδ. Πῶς ὅμως θά ἦταν δυνατόν π.χ. ὁ Ψαλμός 136/137, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στή Βαβυλώνιο αἰχ μαλωσία (586-538) νά εἶναι τοῦ Δαυΐδ ὁ ὁποῖος βασίλεψε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1013-972 καί εἶχε πεθάνει κάπου τετρακόσια χρόνια νωρίτερα;
85
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
τό Ἄσμα Ἀσμάτων, οἱ Θρῆνοι (ἀποδιδόμενοι στόν Ἱερεμία) καί μεταγενέστε ρα κείμενα ὅπως τά βιβλία τοῦ Δανιήλ καί τῶν Μακκαβαίων. ΤΕΝΑΚ. Ἔτσι, τό σύνολο τῶν τριάντα ἐννέα κανονικῶν βιβλίων54 τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου κατατάσσονται σέ τρεῖς ὁμάδες, τό Νόμο (Torah), τούς Προφῆτες (Nebiim), καί τά Ἁγιόγραφα (Ketubim). Ἀπό τά Ἑβραϊκά ἀρχικά (ΤΕ, ΝΑ, Κ) τῶν ὀνομασιῶν αὐτῶν ἐπινοήθηκε ἡ ἁπλουστευμένη συντομογρα φία τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου ὡς ΤΕΝΑΚ. Μολονότι ἡ ὀνομασία Τορά (Νόμος, ἤ προσανατολισμός) ἀναφέρεται κυρίως στήν Πεντάτευχο, ἡ ἴδια ὀνομα σία χρησιμοποιεῖται συχνά γιά ὁλόκληρη τήν Ἑβραϊκή Βίβλο, ὑπονοώντας ὅτι ὅλα τά βιβλία της πηγάζουν, διαφωτίζουν καί ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς Τορά. Ἡ κυρίως Τορά, ἤ Πεντάτευχος, εἶναι τό σημαντικότερο τμῆμα τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου τό ὁποῖο διηρημένο σέ ἀναγνώσματα διαβάζεται κατά τή διάρκεια ὅλου τοῦ ἡμερολογιακοῦ χρόνου στή συναγωγή. Τό Ἑβραϊκό κείμενο θεωρεῖται ὡς τό αὐθεντικό καί θεόπνευστο, μολονότι ἡ μετάφρασή του σέ ἄλλες γλῶσσες δέν καταργεῖ τήν αὐθεντικότητά του55. Ἡ ἀρχαιότε ρη μετάφραση ἔγινε στά Ἑλληνικά τόν τρίτο πρό τῆς κοινῆς ἐποχῆς αἰώνα, πρός χάριν τῶν Ἑβραίων τῆς Ἀλεξάνδρειας οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐξελληνιστεῖ καί δέν καταλάβαιναν σωστά τά Ἑβραϊκά. Ἀναφέρεται ὅτι ἡ μετάφραση αὐτή ἀνατέθηκε, γιά λόγους ἀκρίβειας καί κοινῆς ἀποδοχῆς, σέ ἑβδομήντα δύο σοφούς, ἕξι ἀπό κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα φυλές! Τό Ἑλληνικό αὐτό κείμενο τῆς Βίβλου εἶναι γνωστό ὡς Septuagint (ἀπό τόν Λατινικό ἀριθμό septuaginta=70) ἤ, στά Ἑλληνικά, «τῶν Ἑβδομήκοντα» σημειούμενο μέ τόν Ἑλληνικό ἀριθμό Ο΄. Δικαιολογημένη ἴσως ἡ δυσφορία τῶν δύο σοφῶν οἱ ὅποιοι, γιά λόγους συντομίας, ξέπεσαν ἀπό τήν ὁμάδα τῶν ἑβδομήντα δύο στήν ὀνομασία! Τή μετάφραση αὐτή χρησιμοποιεῖ κυρίως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν ὁποία καί ὀνομάζει «Παλαιά Διαθήκη». Φυσικά, μιά τέτοια ὀνομασία δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τούς Ἑβραίους ἐφόσον γι’ αὐ τούς δέν ὑπάρχει Νέα, ἤ «Καινή Διαθήκη». 54. Ἡ Ἑλληνική ἔκδοση τῆς Τορά, ἤ τῶν Ἑβδομήκοντα, περιλαμβάνει ἄλλα δέκα βιβλία τά ὁποῖα προστέθηκαν στόν ἀριθμό αὐτό τῶν βιβλίων, καί γι’ αὐτό ὀνομάζονται Δευτερο κανονικά. 55. Στό σημεῖο αὐτό εἶναι σημαντικό νά σημειώσουμε ὅτι κατά τούς Μουσουλμάνους τό Κοράνιο (λέξη ἡ ὁποία σημαίνει «ἀπαγγελία») δέν εἶναι πλέον ὁ αὐθεντικός λόγος τοῦ Θεοῦ ἅπαξ καί μεταφραστεῖ σέ γλῶσσα ἄλλη ἀπό τήν Ἀραβική στήν ὁποίαν ὑπαγορεύ τηκε καί ἀπαγγέλθηκε.
86
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
Πηγή σοφίας. Ἡ ἀνάγνωση, μελέτη, ἑρμηνεία καί ἐμβάθυνση στήν κάθε λέξη τῆς Βίβλου ἀποτελεῖ βασικό μέλημα γιά τόν πιστό Ἑβραῖο. Ἡ Βίβλος δέν περιέχει ἁπλῶς τήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων - ἀφεαυτῆς πολύτιμη πηγή γνώσης καί ἔμπνευσης· ἀποκαλύπτει τόν ἴδιο τό Θεό, τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημά του, τήν ἐκλογή ἑνός λαοῦ καί τή σχέση του μέ τό Θεό. Οἱ ραβίνοι ἀνά τούς αἰῶνες ἔκαναν τή Βίβλο ἀντικείμενο ἐντατικῆς με λέτης, συνεχοῦς ἐμβάθυνσης, ἐκλέπτυνσης τῶν νοημάτων καί τοῦ τρόπου ἐφαρμογῆς της στήν καθημερινή ζωή – κυρίως αὐτό τό τελευταῖο. Στό κεί μενό της διέκριναν καί ἀπομόνωσαν (μέ κάποια θεληματική ποιμαντική καί διδακτική διάθεση) ὄχι ἁπλῶς δέκα ἀλλά 613 ἐντολές: 365 ἀρνητικές ἤ ἀπαγορευτικές, ἀντίστοιχες πρός τίς ἡμέρες τοῦ χρόνου, καί 248 θετικές ἤ νουθετικές, ἀντίστοιχες πρός τόν ἀριθμό τῶν μελῶν καί τῶν ὀργάνων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό θέλησαν νά διδάξουν ὅτι ὁ ἄνθρω πος πρέπει νά εἶναι ἐναργής κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς του ὥστε νά μήν ἀθετεῖ καμία ἐντολή καί, κατά θετικό τρόπο, νά τηρεῖ τίς ἐντολές ὑπαρξιακά, μέ κάθε μέλος τοῦ σώματός του. Κι ὁ Θεός διαβάζει Τορά! Ἡ μελέτη τῆς Τορά εἶναι σημαντικό ἔργο. Ἐπιφέρει χάρη καί εὐλογία σέ ὅποιον ἐμβαθύνει στά νοήματά της καί τά μεταφράζει σέ ἐντολές (mitzvah) καί τρόπο ζωῆς. Στήν Ταλμούδ, τή συλλογή τῶν ραβινικῶν διδαχῶν, οἱ λέξεις τῆς Τορά συγκρίνονται μέ τά φάρμακα ἴασης καί ζωῆς: Κάποιος βασιλιάς ἔβαλε γύψο στήν πληγή τοῦ γιοῦ του, καί τοῦ εἶπε: «Γιέ μου, ὅσο καιρό αὐτός ὁ γύψος εἶναι πάνω στήν πληγή σου τρῶγε καί πίνε ὅ,τι σ’ ἀρέσει, καί πλύσου μέ ζεστό ἤ κρύο νερό· δέν θά πάθεις τίποτε. Ἄν ὅμως βγάλεις τό γύψο θά ὑποφέρεις. Ἔτσι εἶπε ὁ Θεός (εὐλογημένο τό ὄνομά Του56) στούς Ἰσραηλίτες: «Σᾶς δημιούργησα μέ τήν τάση πρός τό κακό μέσα σας, ἀλλά δημιούργησα καί τήν Τορά σάν φάρμακο. Ὅσο ἀσχολεῖστε μέ τήν Τορά ἡ φορά πρός τό κακό δέν θά σᾶς κυριεύει. Ἀλλ’ ὅταν δέν θ’ ἀσχολεῖσθε μέ τήν Τορά θά πέφτετε μέσα στή δίνη τῆς τάσης πρός τό κακό57.
Οἱ ραβίνοι, ἐπίσης, διδάσκουν ὅτι «Ἡ ἡμέρα ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα ὧρες. 56. Κάθε φορά πού ἀναφέρεται στό Θεό, σέ κάποιο ἀπό τά ἐπίθετα ἤ τά ἰδιώματά του, ὁ πιστός Ἑβραῖος διακόπτει τό λόγο του καί ἐπευλογεῖ: «εὐλογημένο τό ὄνομά Του». 57. Hertzberg (1991), 89.
87
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Τίς τρεῖς πρῶτες ὧρες ὁ Ἅγιος [Θεός] (εὐλογημένο τό ὄνομά Του) ἀσχολεῖ ται μέ τή μελέτη τῆς Τορά!»58. Ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀχολεῖται μέ τή μελέτη τῆς Τορά. Τό ἔχει ἀνάγκη; Δέν τό θέτουν ἔτσι οἱ ραβίνοι. Τό νόημα τῆς διδασκαλίας τους εἶναι ὅτι ἐάν ὁ Θεός ἀφιερώνει χρόνο καί μελετάει τήν Τορά πόσο μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν νά κάνουν τό ἴδιο!59
Ἡ Ταλμούδ Γιά ὅλους τούς Ἑβραίους, ἀλλ’ ἰδιαίτερα γιά τούς Ὀρθόδοξους60, ἕνα ἀπα ραίτητο συμπλήρωμα καί συνοδός τῆς μελέτης τῆς Τορά εἶναι ἡ Ταλμούδ. Ἡ κεντρική θέση τήν ὁποία πῆρε ἡ Τορά στή ζωή τῶν Ἑβραίων ἔκανε τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐφαρμογή της ἀναγκαία καί κρίσιμη. Κατά τή Βαβυλώνιο αἰχμαλωσία ἡ μελέτη τῆς Τορά ἔγινε κεντρικό στοιχεῖο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Ἔκτοτε ἡ ὅλη ἐνασχόληση μέ τήν Τορά πρόσθετε διαρκῶς ἑρμηνευτι κά σχόλια καί ἀπόψεις. Μπορεῖ ἴσως νά φανταστεῖ κάποιος τό ζῆλο καί τήν ἔνταση τῶν συζητήσεων ἀνάμεσα σέ θερμόαιμους, φιλομαθεῖς καί ἐρευνη τικούς ραβίνους. Πίσω ἀπό τό ἁπλό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, «Ἄκουσε» (Sh’ ma), μέ τό ὁποῖο ἀρχίζει ἡ θεμελιώδης ὁμολογία πίστεως στόν Ἰουδαϊσμό (Δευτ. 6:4), βρίσκεται μία ἐντολή χωρίς ὅριο, κατάληξη ἤ προθεσμία λήξης. Εἶναι ἐντολή γιά κάθε Ἑβραῖο νά ἐμβαθύνει σέ ἰδέες, νά κάνει τίς δικές του ἐρωτήσεις, νά διευκρινίζει, νά ἐκλεπτύνει λέξεις καί νοήματα, καί νά κάνει διαχωρισμούς καί λεπτές διακρίσεις· καί οἱ ραβίνοι πλειοδότησαν σ’ αὐτήν. Ἡ ὅλη αὐτή διαδικασία πῆρε τήν ὀνομασία pilpul, ἤ pilpel, ἡ ὁποία σημαίνει ... «πιπέρι»! Δίνει νοστημιά, ἀλλά δημιουργεῖ καί θερμές, πιπερᾶτες συζη τήσεις, καί γνώσεις! Κάποιος μεταπτυχιακός φοιτητής στό Πανεπιστήμιο Queens τοῦ Καναδᾶ ρώτησε τόν καθηγητή του, πιστό Ἑβραῖο καί διάσημο ἐπιστήμονα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, «Ποιό εἶναι τό ἕνα καί μοναδικό πρᾶγμα στό 58. Hertzberg (1991), 73. 59. Ἀπό τήν τεράστια βιβλιογραφία γιά τήν Ἑβραϊκή Γραφή ἐπιλέγουμε τούς Blenkinsopp (1992), Buber, (1968), Campbell (1993), Cassuto (1961), Friedman (1987), Gaster (1969), Habel (1971), Neusner (1986), Noth (1981), Petuchowski (1968), Pritchard (1955), Sand mel (1968), Vermes (1973). 60. Γιά τούς τρεῖς μεγάλους κλάδους-ἐκφράσεις σέ Ὀρθόδοξο, Συντηρητικό καί Μεταρρυθ μισμένο Ἰουδαϊσμό, Βλέπε κεφ. 5.
88
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
ὁποῖο συμφωνοῦν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι;» - ρητορικό ἐρώτημα, δεδομένου ὅτι εἶναι πασίγνωτη ἡ ἀνεξαρτησία πνεύματος τῶν Ἑβραίων. Ὕστερα ἀπό κά ποια παρατεταμένη περισυλλογή ὁ καθηγητής ἀπάντησε: «Στό ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός – ἴσως!». Αὐτό δέν εἶναι ἀγνωστικισμός. Εἶναι εὐρυμάθεια καί γνώση, ἐντολή γιά περαιτέρω μελέτη καί ἑρμηνεία. Midrash καί Mishnah. Σχόλια καί ἑρμηνεῖες τά ὁποῖα ἔκαναν ἐντύπωση, ἄφησαν ἴχνη πίσω τους, ἀπομνημονεύτηκαν, ἐπανελήφθηκαν σέ διάφορες περιστάσεις, ἀπέκτησαν αὐθεντία καί κωδικοποιήθηκαν ὡς Midrash, ἤ «δι δασκαλία» καί «ἀναζήτηση». Αὐτή ἡ Midrash, μεταφερόμενη προφορικά ἀπό τή μία γενεά στήν ἄλλη ὡς ἀποφθέγματα61, ἀφορισμοί, σχόλια, συμβου λές, ἤ ὑποθῆκες ζωῆς, παγειοποιήθηκε μέ τόν καιρό καί καταγράφτηκε ὡς Mishnah (ἀπό τό ρῆμα «ἐπαναλαμβάνω»)· δηλαδή κατά λέξη, ὡς «ἐπανα ληπτική διδασκαλία». Καί οἱ δύο λέξεις, Midrash καί Mishnah, σημαίνουν στήν οὐσία τό ἴδιο πρᾶγμα, τή ραβινική «διδασκαλία». Ἡ καθεμία ὅμως ὑποδηλώνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μεταδόθηκε καί παραδόθηκε – προφο ρικά ἡ πρώτη, σέ γραπτή παγειωμένη μορφή ἡ δεύτερη. «Περίφραξη» τῆς Τορά. Ἡ πολύμορφη αὐτή ραβινική διδασκαλία χρησι μοποιήθηκε εὐρύτατα στήν Ἰουδαϊκή κοινότητα ὡς ἕνα εἶδος συνακόλουθου σχολιασμοῦ, ἤ ὁριοθέτησης καί «περίφραξης» (ὄχι ἀπολυτοποίησης) μέσα στήν ὁποία μπορεῖ νά κατανοήσει κάποιος σωστά τήν Τορά. Τό δεύτερο αἰώνα τῆς κοινῆς ἐποχῆς ὁ ραβίνος Ἀκίβα (50-135 κ.ἐ.) συνέλεξε καί ὀργά νωσε συστηματικά μεγάλο μέρος τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ. Τό ἔργο του συμπλή ρωσε καί κωδικοποίησε ὁ ραβίνος Yehudah, ὁ ἐπονομαζόμενος «Ha Nassi» («ὁ Πρίγκιπας», 135-περίπου 217 κ.ἐ.). Ἔτσι, ἡ Mishnah κωδικοποιήθηκε καί ὁλοκληρώθηκε στά τέλη τοῦ δευτέρου αἰώνα τῆς κοινῆς ἐποχῆς. Τό πε ριεχόμενό της καταχωρίσθηκε σέ ἕξι ἑνότητες, στήν κυριολεξία «σειρές» (sedarim, πληθ. τοῦ seder), οἱ ὁποῖες εἶναι: Zeraim (= «σπόροι») ἀφιερωμένη στούς νόμους περί δικαιωμάτων τῶν φτωχῶν, τῶν ἱερέων καί τῶν Λευϊτῶν, καθώς καί περί θερισμοῦ τῆς γῆς καί ὅ,τι σχετίζεται πρός τή γεωργία· Mo ed (= «καθορισμένες ἐποχές») ἀφιερωμένη στίς ἐπετείους καί ἑορτές τοῦ Ἰουδαϊκοῦ χρόνου· Nashim (= «γυναῖκες») ἀφιερωμένη σέ θέματα γάμου, 61. Παράβαλε τά «Ἀποφθέγματα Πατέρων», τή συλλογή ἱστοριῶν καί ἀποφθεγμάτων μο ναχῶν τῆς ἐρήμου στήν Αἴγυπτο, Συρία καί Παλαιστίνη τοῦ τετάρτου αἰώνα, ἀρχικά σέ προφορική μορφή καί ἐν συνεχεία καταγεγραμμένη σέ Κοπτική, Συριακή, Ἑλληνική καί Λατινική γραφή γιά τήν πνευματική κατάρτιση ἐπερχομένων γενεῶν μοναχῶν.
89
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
διαζυγίου καί συζυγικῶν σχέσεων· Nezikim (= «ζημίες») περιέχουσα τόν ποινικό κώδικα, τρόπον τινα, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἀναφορικά πρός τίς ὑπο χρεώσεις τοῦ ἀτόμου καί τῆς κοινότητας σέ θέματα ὑλικῶν ὑποχρεώσεων, εὐθυνῶν, ἀποζημιώσεων· Kodashim (= «ἱερά πράγματα») ἀφιερωμένη σέ κανόνες καί θέματα θυσιῶν, Ναοῦ, ἱερέων καί τῶν καθηκόντων τους· καί, τέλος, Tohoroth (= «καθαρότητα») ἀφιερωμένη σέ θέματα ἐξαγνισμοῦ καί καθαρότητας τοῦ Ναοῦ, ἀνθρώπων καί πραγμάτων. Μετά τήν πρώτη αὐτή κωδικοποίηση ἑπόμενοι ραβίνοι ἔκαναν ἐπιπρό σθετα σχόλια καί ἔδωσαν περαιτέρω ἐπεξηγήσεις στή Mishnah. Τό ὑλικό συλλέχθηκε, ὀργανώθηκε, κωδικοποιήθηκε καί προστέθηκε διακριτικά ὡς συμπλήρωμα στή Mishnah τόν ἕκτο αἰώνα τῆς κοινῆς ἐποχῆς. Τό τεράστιο αὐτό συμπλήρωμα ὀνομάζεται Gemara (= «προσθήκη»). Ἡ Mishnah καί ἡ Gemara μαζί ἀποτελοῦν τό σύνολο τῆς ἑρμηνείας, σχολιασμοῦ καί διδασκα λίας (Ταλμούδ) τῶν ραβίνων μέ βάση τήν Τορά62. Ἡ Τορά καί ἡ Ταλμούδ εἶναι δύο διακριτές ἀλλά συναφεῖς συλλογές γραμματείας. Ἡ Τορά εἶναι ὁ «γραπτός» (καί θεόπνευστος) νόμος τοῦ Ἰου δαϊσμοῦ, ἐνῶ ἡ Ταλμούδ εἶναι ὁ «προφορικός» νόμος καί ὁδηγός ὁ ὁποῖος ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς ραβίνους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ὕστερα ἀπό ἐνδελεχή ἐξονυχιστική ἐξέταση καί διαλεκτική διαμάχη. Ἡ Τορά εἶναι θεία Γραφή, ἐνῶ ἡ Ταλμούδ ἀντιπροσωπεύει τήν ἀνθρώπινη, ραβινική φιλομάθεια καί σοφία στήν ἄσκηση διευκρίνισης, διασάφισης, διύλησης καί ἀναζήτησης τῆς βαθύτερης ἔννοιας καί τῆς ἀκριβέστερης δυνατόν ἐφαρμογῆς τῆς θεί ας Γραφῆς. Εἶναι τόσο στενός ὁ συσχετισμός τῶν δύο στή συνείδηση τῶν πιστῶν Ἑβραίων ὥστε ἔχει δημιουργηθεῖ ἡ παράδοση ὅτι ὁ Μωϋσῆς παρέ λαβε ἀπό τό Θεό τόσο τή γραπτή ὅσο καί τήν προφορική ἀποκάλυψη! Μέ τήν Ταλμούδ οἱ Ἑβραῖοι ραβίνοι θέλησαν νά «περιφράξουν», ἤ μᾶλλον νά ὁριοθετήσουν63 τήν Τορά καί νά τῆς προσδώσουν τήν κατάλληλη κατανόη 62. Ἀπό τήν πλούσια βιβλιογραφία ἐπί τῆς Ταλμούδ, βλέπε ἐνδεικτικά Avery-Peck (1989), Bokstev (1989), Cohen (1949), Epstein (1961), ET=Zenin (1969- ), Goldin (1957), Herford (1903), Jacobs (1984), Mielziner (1969), Neusner (1970), (1972), (1975), (1982-), (1991), (1992), Steinsalz (1976). 63. Βλέπε ἕνα παράλληλο φαινόμενο στό Χριστιανισμό ὃπου ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε θεο λογικές παρεκκλίσεις καί κατεδίκασε ὑποκειμενικά δόγματα (αὐτή εἶναι ἡ κυριολεκτική σημασία τῆς λέξης «αἵρεση» = προτίμηση) ἐκδίδοντας μέ Οἰκουμενικές Συνόδους «ὅρους πίστεως» οἱ ὁποῖοι διέγραφαν τά ὅρια μέσα στά ὁποῖα ἐνοικεῖ καί κινεῖται ἡ ὀρθόδοξη δι δασκαλία. Τά σύμβολα τῆς πίστεως τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἀκριβῶς «ὅροι πίστεως».
90
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
ση καί τή συγκεκριμένη ἐφαρμογή. Διαμέσου τῶν αἰώνων ἡ ἐπίδραση τῆς Ταλμούδ στήν Ἰουδαϊκή κοινότητα, καί ὁ ἐκπαιδευτικός, πνευματικός καί ψυχολογικός δεσμός μεταξύ τῶν πιστῶν Ἑβραίων καί τῆς Ταλμούδ ἔγινε ἰδιαίτερα στενός. Ἡ Ταλμούδ πῆρε θέση χάρτη ζωῆς καί Ἰουδαϊκῆς ἐγκυ κλοπαιδείας ἐφ’ ὅλων τῶν θεμάτων. Ὑπ’ αὐτή τήν ἰδιότητα ἔπαιξε τεράστιο ρόλο στήν ἐπιβίωση τοῦ τρόπου ζωῆς καί τῆς ταυτότητας τῶν Ἑβραίων, ἰδίως κατά τή μακρά περίοδο τῆς διασπορᾶς σέ ἀντίξοα μάλιστα, μή Ἰου δαϊκά, περιβάλλοντα. Ἡ Ἰουδαϊκή sola scriptura. Ὁ δεσμός αὐτός μεταξύ Ἑβραίων καί Ταλ μούδ δέν ἦταν πάντοτε ἀπόλυτος καί καθολικός. Ἤδη ἀπό τόν ἔνατο αἰώ να μία ὁμάδα Ἑβραίων ἀντέδρασε στήν πλειοψηφία ἑνός Ἰουδαϊσμοῦ ὁ ὁποῖος ἦταν «Ραβινικός», δηλαδή ὑπαγορευόμενος καί καθοδηγούμενος ἀπό τή διδασκαλία τῶν ραβίνων. Ἀμφισβητώντας τή ραβινική αὐθεντία καί ἐπιμένοντας στήν ἐπιστροφή μιᾶς ἀπευθείας ἑρμηνείας καί ἀφαρμογῆς τοῦ γράμματος τῆς Τορά, οἱ ἀντιδραστικοί αὐτοί ὀνομάστηκαν Καραΐτες, δηλα δή ὀπαδοί τοῦ γραπτοῦ λόγου – ἕνα εἶδος Προτεσταντικῆς Μεταρρύθμισης μέ σύνθημα τό sola scriptura, «μόνη ἡ Γραφή» ὡς πηγή πίστεως. Θά ἔλεγε κάποιος ὅτι ἡ Ἑβραϊκή «Μεταρρύθμιση» προηγήθηκε τῆς Μεταρρύθμισης τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ κατά ἑπτά αἰῶνες! Ἡ ἀντίδραση τῶν Καραϊτῶν ἀποτελεῖ τό πρῶτο «σχίσμα» στήν Ἰουδαϊκή κοινότητα, χωρίς ὅμως μία ἀντίστοιχη βαθιά ρήξη, ὅπως στό Χριστιανισμό. Μία τέτοια ρήξη ἐπῆλθε στόν Ἰουδαϊσμό πιό πρόσφατα, τό δέκατο ὄγδοο αἰώνα, ὅταν ἡ Ἑβραϊκή κοινότητα στήν Εὐρώπη διαιρέθηκε ἀνάμεσα σέ Ὀρθοδόξους καί Μεταρρυθ μισμένους Ἰουδαίους (Reformed Jews) μέ κεντρικό καταλήτη τοῦ σχίσμα τος τήν αὐστηρή τήρηση τοῦ γράμματος τοῦ Νόμου καί τῆς Ταλμουδικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἀφενός, καί τή μεταρρύθμιση καί προσαρμογή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ στή νέα τάξη πραγμάτων τήν ὁποίαν ἔφερε ἡ Γαλλική ἐπα νάσταση τοῦ 1789 καί ἡ χειραφέτηση τῶν Ἑβραίων τῆς Εὐρώπης· θέμα γιά τό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε στό πέμπτο κεφάλαιο.
91
3 ΙΟΥΔΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ
Στόν Ἰουδαϊσμό δόγμα, ὅροι πίστεως καί ἑρμηνεία βασίζονται καί ἀπορ
ρέουν ἀπό τή Γραφή, βρίσκουν τό ἠθικό τους νόημα καί τήν πρακτική τους ἐφαρμογή στήν Ταλμούδ, καί διευκρινίζονται συνεχῶς ἀπό ραβίνους καί διανοουμένους. Ὁ Ἰουδαϊσμός δέν ἀφήνει τήν πίστη καί τή σκέψη νά τελ ματώσουν. Καθώς εἶναι, λοιπόν, ἀδύνατο νά διαγράψουμε τήν ἱστορική πορεία ὅλης τῆς Ἰουδαϊκῆς διανόησης καί νά κατονομάσουμε ὅλους τούς ἐκφραστές, τίς πηγές, τήν ἐξέλιξη καί τίς ἐπιδράσεις τους ἀπό καί πρός ἄλλους, θά ἀσχοληθοῦμε ἐπιλεκτικά καί μέ συντομία μέ δύο θεμελιώδη θέματα τῆς Ἰουδαϊκῆς θεολογίας, τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τά ὁποῖα ἀπο τελοῦν τή σπονδυλική στήλη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὅπως καί κάθε θρησκείας. Ὑπάρχουν ὅμως καί θέματα πίστεως, ἤ «δόγματα», χαρακτηριστικά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ τά ὁποῖα ἀπορρέουν ἀπό αὐτήν τήν Ἰουδαϊκή ἀντίληψη περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅπως αὐτό τῆς Ἐκλογῆς τῶν Ἑβραίων ὡς περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς Διαθήκης μεταξύ Θεοῦ καί Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τοῦ Μεσ σία, καί τῆς πίστεως στήν ἱερότητα τῆς Γῆς Ἰσραήλ.
Ὁ Θεός Αὐτό τό ὁποῖο ἡ Χριστιανική Δύση ὀνόμασε «Συστηματική Θεολογία», δη λαδή ἕνα σύστημα δογματικῶν διατυπώσεων μέ ὀρθολογιστική ἑρμηνεία καί ἀλληλουχία, εἶναι κάτι πολύ πιό ἁπλό καί χωρίς «σύστημα» στόν Ἰου δαϊσμό. Ὅλη ἡ Ἰουδαϊκή θεολογία περιστρέφεται γύρω ἀπό τό θέμα Θεός· αὐτός εἶναι ὁ μοχλός της. Ὅλα τά ἄλλα θέματα καί ἰδεώδη ἀποτελοῦν παράγωγα, ἤ συνέπειες, τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ὁ Ἰουδαϊσμός ἔχει δια 92
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
τυπώσει καί ἐκφράσει τήν πίστη του στό Θεό. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς θρησκευτική κοινότητα, καί ἀπό χαρακτῆρος, ἔχουν διατυπώσει διαφορετικές ἀπόψεις γιά ὅλα σχεδόν τά θέματα τῆς θρησκείας τους, ἐκτός ἴσως ἀπό αὐτό περί Θεοῦ. Ἡ ὕπαρξη, ἡ ὀντότητα, ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο καί ὁ δεσμός του μέ τό λαό τοῦ Ἰσραήλ ἀποτελοῦν ἀλληλένδετες ἔννοιες καί προϋποθέ σεις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὀνόματα τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ. Παίρνει κάποιος μία ἰδέα ἀπό τό πῶς βλέπει ὁ Ἰουδαϊσμός τό Θεό ἀπό τίς ἐκφράσεις καί τά «ὀνόματα» τά ὁποῖα ἔχει δώσει στό Θεό. Ἡ Ἰουδαϊκή Γραφή ἀναφέρεται στό Θεό μέ μία ποικιλία ὀνομάτων· κάτι τό ὁποῖο θέλει ἴσως νά ὑποδηλώσει ὅτι δέν ὑπάρχει τρόπος, ἤ ἕνας τρόπος, νά «ὁρίσει» κάποιος τό Θεό· ὁ Θεός εἶναι πέραν κάθε ὁρισμοῦ καί κανένα ὄνομα δέν περιγράφει ἤ, πολύ λιγότερο, δέν ἐξαντλεῖ τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Τά διάφορα ὀνόματα τά ὁποῖα ἀναφέ ρονται στό Θεό μιλοῦν περισσότερο γιά τούς Ἑβραίους καί τόν Ἰουδαϊσμό, καί λιγότερο γιά τόν ἴδιο τό Θεό. Ἕνας τέτοιος προσδιορισμός τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ὄνομα Ἀδονάι (Adonai) τό ὁποῖο ἐπιχειρεῖ νά μεταφέρει τήν ἔννοια τοῦ Κυρίου, τοῦ δημιουργοῦ καί δεσπότη, τῆς αἰτίας τῶν πάντων. Ὁ Θεός, ἑπομένως, εἶναι πρώτιστα ὁ δημιουργός τοῦ Σύμπαντος καί ἡ πρωταρχική αἰτία τῶν πάντων, ὁρατῶν καί ἀοράτων. Ἕνας ἄλλος προσδιορισμός εἶναι τό ὄνομα El Shaddai («ὁ ὑψηλά κατοικῶν», κατά λέξη «ὁ Θεός τῶν ὀρέων»), τό ὁποῖο ἐπιδιώκει νά δηλώσει τὸ ὑπεράνω κάθε δημιουργήματος ὑπέρτατο Ὤν. Μία ἄλλη προσωνυμία τήν ὁποία βρίσκουμε στήν Τορά, ἰδιαίτερα στό βιβλίο τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, εἶναι τό ὄνομα Makom ἡ ὁποία σημαίνει «ὁ πάντα παρών», «ὁ ἀπανταχοῦ ὑπάρχων», ἤ ὁ χαρακτηρισμός Shalom (εἰρήνη, ὁ Θεός ὡς εἰρήνη), Rahum (ὁ Θεός ὡς δικαιοσύνη, ἤ εὐσπλαχνία), καί ἄλλα. Τέτοια καί πολύ περισσότε ρα ὀνόματα ἔχουν προσαφθεῖ στό Θεό – δεῖγμα δημιουργικῆς φαντασίας, πίστεως, εὐλάβειας καί ἀφοσίωσης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ πρός τή Θεότητα. Μία ἔκφραση ὅμως, καί ἡ πιό συνήθης, εἶναι ἡ προσωνυμία Elohim. Προ σθέτοντας τό προσωπικό ἐπίθετο -ohim στή Σημιτική προσωνυμία «El» γιά τό «θεῖο», ἤ τή «δύναμη», στήν ἀπόλυτη ἔννοια τῆς λέξης, οἱ Ἑβραῖοι δημιούργησαν τήν ἐπωνυμία Elohim (= «ὁ Θεός μας», ὁ Θεός ἡμῶν), μέ τήν ἔννοια τοῦ ἰδιαιτέρου Θεοῦ μέ τόν ὁποῖον βρίσκονται σέ αἰώνια Διαθήκη. Ἐδῶ πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἀραβική λέξη Allah προέρχεται ἀπό τήν ἴδια Σημιτική λέξη γιά τό θεῖο, ὅπως ἡ Ἑβραϊκή El, μέ τό ὁριστικό ἄρθρο al (= ὁ). Allah, ἑπομένως δέν εἶναι κάποιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀλλά τό οὐσιαστι 93
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
κό «ὁ Θεός» στήν ἀπόλυτη μορφή του ὡς ὁ μόνος καί κατεξοχήν Θεός. Μέ τήν ἔμφαση αὐτή τό Ἰσλάμ θέλει νά δείξει ὅτι δέν ὑπάρχει παρά ἕνας καί μόνο Θεός, ὁ Θεός τοῦ σύμπαντος κόσμου, κύριος τῆς δημιουργίας καί ὄχι μέρους αὐτῆς, οὔτε κάποιας ἰδιαίτερης φυλῆς ἤ λαοῦ. «Ὁ Ὤν». Τό πιό σημαντικό ὅμως ὄνομα εἶναι αὐτό τό ὁποῖο, κατά τή μαρτυρία τῆς Ἰουδαϊκῆς Γραφῆς, ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός στόν ἑαυτόν του. Ὅταν ὁ Μωυσῆς κατά τή θεοφάνεια στήν καιόμενη βάτο ζήτησε ἀπό τό Θεό νά τοῦ προσδιορίσει πιό συγκεκριμένα ἐκεῖνο τό «ὁ Θεὸς Ἀβραάμ καὶ Θε ὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ», ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» ( Ἔξ. 3:14), δηλαδή αὐτός πού εἶμαι! Ὁ Θεός εἶναι αὐτό (ἤ μᾶλλον Αὐτός) πού εἶναι. Δέν ἔγινε, δέν δημιουργήθηκε - εἶναι, ὁ κατεξοχήν Ὤν! Ἐπειδή στήν Ἑβραϊκή ὁ ἐνεστώς καί ὁ μέλλων χρόνος συμπίπτουν καί ἐναλλάσσονται, μπορεῖ κάποιος νά διαβάσει τή φράση ὡς «Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού θά εἶμαι», δηλαδή ὁ Θεός πέραν τοῦ χρόνου. Γιά πολλούς Ἑβραίους ἡ φράση μπορεῖ ἀκόμη νά ἑρμηνευτεῖ καί ὡς «Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού ἐνεργεῖ», δηλαδή ἡ δύ ναμη, ἡ δράση, ἡ ἱστορία, ἡ αἰτία ὅλων ὅσων λαμβάνουν χώρα. Κατά ἕνα «συστηματικό» τρόπο, θά ἔλεγε κάποιος, ὁ Ἰουδαϊσμός λέει τά ἀκόλουθα περί Θεοῦ. Πρώτιστα ὅτι ὁ Θεός εἶναι, δηλαδή ὑπάρχει ἀφεαυτοῦ. Ὁ Ἰουδαϊσμός δέν ἀρχίζει ἀπό ὁποιαδήποτε ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ· τήν προϋποθέτει. Ἡ Ἑβραϊκή Βίβλος ἀρχίζει μέ τήν ἱστορία τῆς δημιουργί ας, προϋποθέτοντας τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ· δέν ἐπιχειρεῖ νά ἀποδείξει, ἤ νά δικαιολογήσει, ἤ νά ἐξηγήσει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί μετά νά μιλήσει γιά τή δημιουργία. Γιά ἕνα πιστό Ἑβραῖο ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ πραγ ματικότητα σύμφωνα μέ τή διαβεβαίωση τοῦ Ἡσαΐα: «Ἐγώ εἰμι πρῶτος, καὶ ἐγώ εἰμι εἰς τὸν αἰῶνα» (48:12)64, καί «Ἐγὼ ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ ὁ σῴζων» (43:11). Δημιούργησε τά πάντα ἐκ τοῦ μηδενός (ex nihilo), κάτι τό ὁποῖον ἀφεαυτοῦ ὑποδηλώνει τήν ὕπαρξή του. Ὁ Θεός εἶναι Ὤν· ὄχι τί, ἤ κάποια ἀφηρημένη ἔννοια. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατανόητη καί ὑπερβατική. Ἐντούτοις εἶναι, «μιλάει» στήν ἀνθρωπότητα, ἐνεργεῖ μέσα στήν ἱστορία καί ἀποκαλύπτεται μέσω τῆς δημιουργίας, τῆς ἱστορίας καί τῶν προφητῶν65. Ὅπως λέει μία προσευχή στό Ἰουδαϊκό εὐχολόγιο, 64. Ἡ μετάφραση αὐτή τῶν Ο΄ διαφέρει κάπως ἀπό τό Ἑβραϊκό κείμενο: «Ἐγώ εἰμι Αὐτός, ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος, καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἔσχατος». 65. Εἶναι ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον τό ὅτι, μολονότι ἡ Ἑβραϊκή Γραφή ἐπικεντρώνει τό περι
94
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ «Εὐλογητός ὁ Κύριος καί Θεός, ὁ Βασιλεύς τοῦ σύμπαντος. Ἔθεσας τόν κῦ κλο τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους. Ὅρισας τήν πορεία ὅλης τῆς δημιουργίας. Ἔθεσας τό φῶς ἐπιφᾶναι ἐπί πᾶσαν τήν γῆν. Ἡ ὁλόφωτος εὐσπλαχνία Σου ἐπικαλύπτει τούς ζώντας ἐπ’ αὐτήν».
Τίς ἴδιες ἔννοιες παντοδυναμίας, πανταχοῦ παρουσίας, προστασίας, καί ἀπόλυτης συμπαράστασης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, τό δημιούργημά του, μεταφέρει ζωηρά ὁ γνωστός στόν Ἰουδαϊσμό, ὅπως καί στό Χριστια νισμό, 22ος (23ος) Ψαλμός: «Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει. Εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με, τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν...»
Ἡ κεντρική ἰδέα τοῦ Ψαλμοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μολονότι δέν βλέπει τό Θεό μέ τά φυσικά μάτια του καί δέν μπορεῖ νά συλλάβει τήν ὕπαρξη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ μέ τή λογική του, ἐντούτοις νιώθει τή βεβαιότητα τῆς παρουσίας του νά τόν προστατεύει καί νά τόν κατευθύνει. Ὄχι δύο, τρεῖς, πολλοί, ἤ κανένας. Τό δεύτερο πρᾶγμα τό ὁποῖο λέει ὁ Ἰουδαϊσμός περί Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ὄχι ποσοτικά ἀλλά ὑπό τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητας τῆς οὐσίας του. Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας σημαίνει ὅτι δέν εἶναι οὔτε σύνθετος, οὔτε πολλοί, οὔτε κάποιο μή Ὄν. Κα νένα ὄν δέν μπορεῖ νά εἶναι ἴδιο, παρεμφερές, πολύ δέ περισσότερο ταυ εχόμενό της στή σχέση του μέ τόν Ἰσραήλ καί περιγράφει τό Θεό ὡς ἐμπλεκόμενο σέ ὅλα, ἐντούτοις στίς περισσότερες Βιβλικές διηγήσεις ὁ Θεός ἐμφανίζεται μόνο ἔμμεσα. Τήν παραδοξότητα τοῦ φαινομένου ἐξετάζει μία πρόσφατη μελέτη τῆς Amelia Devin Freedman (2005).
95
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
τόσημο τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας σημαίνει ἐπίσης ὅτι δέν ἀποτελεῖ ἔκφραση ἤ σύνθεση ἤ δυαλισμό δύο ἀντιθέτων ὄντων, ὅπως στή Μεσοποταμία ἀπό ὅπου ἔφυγαν οἱ προπάτορες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἐκεῖ, ὅπως προαναφέραμε, ἡ κυρίαρχη πίστη ἦταν ὅτι ἡ δημιουργία καί ἡ ἁρμονία στή φύση προῆλθαν ἀπό τή σύγκρουση μεταξύ δύο ἀντιτιθεμένων δυνάμεων, δύο ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν οἱ ὁποῖες ἀνταγωνίζονται καί ἀλληλο συμπληρώνουν ἡ μία τήν ἄλλη. Ὁ Ἰουδαϊσμός ἀπορρίπτει μία τέτοια δυα λιστική ἀφετηρία περί Θεοῦ. Γιά τόν Ἰουδαϊσμό ὁ Θεός εἶναι ἕνας, καί ὁ κατεξοχήν Ἅγιος. Ὅταν ὁ Ἰουδαϊσμός τονίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας, στήν πραγματικότητα ἀπορρίπτει τόν πολυθεϊσμό ὁ ὁποῖος διαιρεῖ καί καταμερίζει τή θεία οὐ σία, ἤ τόν ἀθεϊσμό ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι δέν ὑπάρχει τέτοιο ὄν ὅπως ὁ Θεός, ἤ τόν ἀγνωστικισμό ὁ ὁποῖος ἀποφεύγει νά μπεῖ στήν ὁποιαδήποτε διαδικασία λογικῆς περί ὑπάρξεως ἤ μή τοῦ Θεοῦ, καί στίς ἀπόρροιες μιᾶς ὁποιασδήποτε τέτοιας τοποθέτησης. Παρεπιπτόντως, καί παρά τό γεγονός ὅτι Ἰουδαϊσμός γιά τούς περισσοτέρους ὑπονοεῖ ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικό παρελθόν, μία συγκεκριμένη θρησκευτική, φυλετική καί ἱστορική παράδοση ἡ ὁποία εἶναι ἀλληλένδετη μέ τήν πίστη στό Θεό, δέν εἶναι καθόλου σπάνιο νά συναντήσει κάποιος δεδηλωμένους Ἑβραίους οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀγνωστι κιστές, ἤ καί ἄθεοι, ὅσο ἀντιφατικό καί νά ἀκούγεται αὐτό ἐκ πρώτης ὄψε ως. Αὐτό δείχνει ὅτι «Ἑβραῖος», ἤ «Ἰουδαῖος», εἶναι ἕνα πολύ πιό σύνθετο φαινόμενο (ἰδίως σήμερα) ἀπό ὅ,τι θά νόμιζε κάποιος. Ὁ κατεξοχήν Ἅγιος. Τό τρίτο πρᾶγμα τό ὁποῖο λέει ὁ Ἰουδαϊσμός γιά τό Θεό εἶναι ὅτι εἶναι ἅγιος, ἤ μᾶλλον ὁ κατεξοχήν Ἅγιος! Στή Βιβλική ἱστο ρία τῆς θεοφανείας του στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ ὁ Θεός διέταξε τόν Μωυσῆ νά μήν προσεγγίσει τήν καιόμενη βάτο ἀλλά νά βγάλει τά παπούτσια του γιατί ὁ τόπος ὅπου στεκόταν ἦταν ἅγιος ( Ἔξ. 3:5). Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἅγιος καί κάθετι τό ὁποῖο σχετίζεται μέ αὐτόν εἶναι, καί γίνεται, ἅγιο. Ὁ προφή της Ἡσαΐας εἶδε σέ ὅραμα ἀγγέλους νά περιβάλουν τό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί νά ἀναφωνοῦν ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ [τῶν πάντων], πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἰσ. 6:3). Ἡ πιό κοινή προσφώνηση τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς πιστούς Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι δι στάζουν νά προφέρουν ἤ καί νά γράψουν ὁλόκληρη τή λέξη «Θεός», εἶναι «ὁ Πανάγιος». Ἡ ἁγιότητα (kadosh) ἀποτελεῖ κεντρική ἰδέα, καί σκοπό τῆς πίστης καί τῆς πράξης τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὅλες οἱ ἐντολές, οἱ διατάξεις καί οἱ πράξεις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἔχουν σκοπό νά προσανατολίσουν καί νά βοηθή 96
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
σουν τόν ἄνθρωπο νά κατακτήσει τήν ἁγιότητα. Ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ τόν ἀπώτατο σκοπό καί στόχο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ – αὐτό πού ὁ Χριστιανισμός θά ὀνόμαζε σωτηρία. Ὄχι ἄγνωστος. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄντως, καί γιά τίς τρεῖς μονο θεϊστικές θρησκεῖες, πέραν τῆς γνώσης καί τοῦ λογικοῦ. Αὐτό ὅμως δέν κάνει τό Θεό ἀνύπαρκτο καί ἄγνωστο. Ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε ὁ με γαλύτερος Ἰουδαῖος θεολόγος τῶν Μέσων χρόνων καί ὅλων τῶν ἐποχῶν, Moses ben Maimon (1135-1204) γνωστός μέ τό ἐκλατινισμένο ὄνομά του Μαϊμωνίδης, «Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι, ἀλλά δέν γνωρίζουμε τί εἶναι». Τήν ἴδια ἀκριβῶς διατύπωση εἶχε κάνει κάπου πέντε αἰῶνες νωρίτερα ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (ca. 650-750), ὁ πρῶτος «συστηματικός» θεολόγος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, Ἀνατολῆς καί Δύσης, στό τρίτο μέρος τοῦ πε ρίφημου ἔργου του Πηγή Γνώσεως, «Περί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως». Μιά τέτοια δήλωση ὁρίζει μία προσέγγιση καί θεολογική μεθοδολογία περί Θεοῦ τήν ὁποία φαίνεται νά ἀποδέχονται οὐσιαστικά καί οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες (ὄχι ἀπαραίτητα μέ τήν ἴδια ὁρολογία) γνωστή ὡς «ἀποφατι κή» ἤ, ὅπως λανθασμένα ὀνομάζεται ἀπό ἄλλους, «ἀρνητική» θεολογία (negative theology). Ὁ ὅρος «ἀποφατική» θεολογία (apophatic theology, ἀπό τό Ἑλληνικό ρῆμα ἀποφάσκειν) δηλώνει ὅτι οἱ ὁποιεσδήποτε περί Θεοῦ καταφατικές δηλώσεις δέν ὁρίζουν τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Τό εἶναι τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τό ἀνθρώπινο λογικό καί, ἑπομένως, ὁ Θε ός εἶναι οὐσιαστικά ἄγνωστος. Μέ αὐτό ὅμως ἡ ἀποφατική θεολογία δέν λέει ὅτι ὁ Θεός δέν ὑπάρχει· ἐπισημαίνει ἁπλῶς ὅτι ἡ ἀνθρώπινη λογική, ἡ γλῶσσα καί ἡ ἔκφραση ἀδυνατοῦν νά ὁρίσουν καί νά περιγράψουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι ὁτιδήποτε λέει ὁ ἄνθρωπος περί Θεοῦ στηρίζεται στήν ἀνθρώπινη αὐτογνωσία καί ἐμπειρία καί ἐκφράζεται ἀνθρωπομορ φικά. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν ἀποφατική θεολογία εἶναι συνεπέστερο νά μιλᾶ κάποιος περί τοῦ Θεοῦ μέ ἀποφατικούς ὅρους ὡς πρός τί ὁ Θεός δέν εἶναι, παρά ὡς πρός τί εἶναι· νά ἐπιβεβαιώνει, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πρωτίστως ἀκατάληπτος καί πέραν παντός Ὄντος, παρά ὁτιδήποτε ὁρι στικό περί τοῦ Θεοῦ! «Ὁ ἐνοικῶν». Γιά τή μυστική, ἀόρατη, παρουσία τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία διαχέ εται καί διαποτίζει τά πάντα ὁ Ἰουδαϊσμός χρησιμοποιεῖ τή λέξη Shekhinah (προφέρεται Σεχίνα). Ἡ λέξη σημαίνει «ὁ ἐνοικῶν», αὐτός ὁ ὁποῖος βρίσκε ται ἐντός. Ἐδῶ δέν πρόκειται περί πανθεϊσμοῦ, ἀλλά περί τῆς ἔννοιας τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία πληροῖ τά πάντα. Ὁ Ἰουδαϊσμός 97
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
μιλάει μέν γιά τήν ὑπερβατικότητα, ἀλλά ταυτόχρονα τονίζει μέ ἔμφαση καί τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του στήν ἀνθρωπότητα καί στόν ἐκλεκτό λαό του. Εἶναι μέσω τῶν ἐνεργειῶν του πού ὁ Θεός γίνεται γνωστός. Εἶναι παντοδύναμος, δίκαιος, φιλεύσπλαχνος, μέ ἴδιον θέλημα, πανταχοῦ παρών, αἰώνιος ὡς πρός τό μέλλον καί αἰώνιος ὡς πρός τό παρελθόν (ἀΐδιος), ἅγιος καί ἀθάνατος. Αὐτές εἶναι μερικές ἀπό τίς ἰδιότητες καί τά χαρακτηριστικά τά ὁποῖα ὁ Ἰουδαϊσμός ἔχει προσάψει στό Θεό. Καί πάλι, αὐτά ἀποτελοῦν ἐκφράσεις οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό ἀνθρώπινες ἔννοιες καί ἀπό τό ἀνθρώπινο λεξιλόγιο· χωρίς νά περιγράφουν ἀπαραίτητα τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τόν Ἰουδαϊσμό οἱ πράξεις καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκφάνσεις τῆς ὕπαρξής του. Τέτοιες ἐνέργειες εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ συντήρηση τοῦ κόσμου, ἡ πρόνοια τοῦ κόσμου, ἡ ἀποκάλυψή του μέσω τῆς ἱστορίας, καί ἡ κρίση του. Αὐτές εἶναι ἐνέργειες οἱ ὁποῖες κάνουν τήν ὕπαρξη καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ «αἰσθη τή». Ὁ Θεός βρίσκεται σέ σχέση, συναλληλία καί ἀλληλεπίδραση, κατά κάποιον τρόπο, μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Ἄλλες ἐμπειρίες οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν καί χαρακτηρίζουν τήν πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, στόν Ἰουδαϊκό λαό ἰδιαίτερα, εἶναι ἡ ἐκλογή τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ ὡς ὑπηρετῶν καί ἱερέων του, ἡ διαθήκη ἤ συμφωνία τήν ὁποία συνῆψε ὁ Θεός μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ του, καί ἡ πίστη στή ἀπολύτρωση τοῦ περιουσίου λαοῦ ἀπό τή δουλεία καί τή δοκιμασία. Σχετιζόμενα μέ αὐτά τά χαρακτηριστικά εἶναι ἡ πεποίθηση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ στήν ἰδέα περί Μεσσία ὡς λυτρωτοῦ, τόν ὁποῖον θά χρίσει καί θά ἀποστείλει ὁ ἴδιος ὁ Θε ός. Θά ἀναφερθοῦμε στό θέμα αὐτό σέ προσεχή παράγραφο. Sh’ma. Ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαϊκή θεολογία καί πίστη συμπυκνώνονται σέ μία πολύ σύντομη Βιβλική φράση τήν ὁποία βρίσκουμε στό βιβλίο τοῦ Δευ τερονομίου (6:4): «Ἄκουε, Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι» (“Sh’ma Yisrael, Adοnai Elohainu Adοnai ehad”). Ἡ φράση-πρόσκληση αὐτή εἶναι γνωστή ὡς Sh’ma ἀπό τήν πρώτη της Ἑβραϊκή λέξη («Ἄκουε»), καί ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ὅρου ἤ ὁμολογίας πίστεως. Στήν πραγματικότητα τό Sh’ma, τό ὁποῖο ἀναφέρεται ἐπίσης καί σάν προσευχή διότι ἀπαγγέλλεται (ἤ μᾶλλον, ψάλλεται) σέ κάθε ἰδιωτική ἤ κοινή προσευχή, ἔχει καί μία μα κρύτερη μορφή ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τή σύνθεση τριῶν Βιβλικῶν χωρίων: Ἀριθμοί 15:37-41, Δευτερονόμιο 6:4 καί 11:13-21. Καί τά τρία αὐτά χωρία ἀποτελοῦν μία περίληψη τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰσραήλ. Ἡ φράση 98
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
ὅμως τοῦ Δευτερονομίου 6:4 συνθέτει τήν πεμπτουσία τῆς ὅλης Διαθήκης, γι’ αὐτό καί κατέχει τήν πιό κεντρική θέση στό τελετουργικό. Ὁ Ἰουδαϊσμός δέν ἔχει ἐπίσημο σύμβολο πίστεως, ὅπως εἶναι τό «Ἀπο στολικό σύμβολο», ἤ τό σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ἤ ἄλλα βαπτιστήρια ἤ λατρευτικά σύμβολα πίστεως στό Χριστιανισμό. Στόν Ἰου δαϊσμό τό κοντινότερο πρᾶγμα πού θά μποροῦσε νά χαρακτηρίσουμε ὡς ὅρο ἤ σύμβολο πίστεως εἶναι τό Sh’ma. Ὁ Ἑβραῖος δέν δηλώνει τί πιστεύει (ὅπως στό Χριστιανισμό, «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα...»), ἀλλά ἐπαναλαμβάνει καί ἐπιβεβαιώνει αὐτό τό ὁποῖον ὁ Θεός κάλεσε τόν Ἰσραήλ νά ἐνωτιστεῖ μέ προσοχή καί συνέπεια. Ἡ ὕπαρξη κάποιου ἐπίση μου, καί ἀπόλυτου, συμβόλου πίστεως θεωρεῖται ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό ἐμ πόδιο στήν προσωπική ἐλεύθερη σκέψη καί ἀναζήτηση. Ὁ ἀφοσιωμένος Ἑβραῖος καλεῖται νά εἶναι πάντοτε ἐναργής στό «ἄκουσμα» τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ· περίεργος πάντα καί ἐρευνητικός στήν ἀποκάλυψη καί στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Στό Sh’ma μπορεῖ νά διακρίνει κάποιος δύο θέσεις πίστεως τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ: πίστη στό Θεό ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ σχέση διαθήκης μέ τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ («Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν...»), καί πίστη στήν ἑνότητα καί ἀπολυτότητα τοῦ Θεοῦ («Κύριος εἷς ἐστι»). Αὐτή εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ σέ ὅλη τήν ἁπλότητα τῆς ἔκφρασής της. Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά σταματήσει κάποιος καί νά σημειώσει τούς ἑξῆς παραλληλισμούς στό ἴδιο φαινόμενο πρωτογενῶν ὁμολογιῶν πίστεως. Ὅπως στόν Ἰουδαϊσμό, ἡ πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ βρίσκεται ἐκπε φρασμένη, μέ τήν ἴδια ἀπόλυτη ἁπλότητα καί σαφήνεια, στήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου, «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματ. 16:16). Ἡ πεμπτουσία, ἐπίσης, τοῦ Ἰσλάμ ἔχει ἐκφραστεῖ στή δική της ἁπλούστατη ὁμολογία πίστεως (shahādah), «Δέν ὑπάρχει θεότητα ἐκτός ἀπό τό Θεό· ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης τοῦ Θεοῦ» (La ilaha il Allah, Muhammadun rasul All ah). Ἔτσι, καί οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες φέρονται νά ἔχουν ἐκφράσει ἐξαρχῆς τή θεμελιώδη πίστη τους μέ σύντομες καί ἁπλούστατες φράσεις, κατανοητές σέ ὅλους, μή ἐπιδεχόμενες καμία ἀλλαγή ἤ παρανόηση. Ἀπό πλευρᾶς δομῆς καί οἱ τρεῖς αὐτές «ὁμολογίες πίστεως» περιέχουν ἡ κάθε μία δύο ἀλληλένδετες προτάσεις. Ἀπό πλευρᾶς ὕφους ἡ Ἰουδαϊκή ὁμολογία ἔχει προστακτικό-παραινετικό χαρακτήρα· ἡ Χριστιανική ὁμολογιακό-ἐπιβε βαιωτικό· καί ἡ Ἰσλαμική ἀπολογητικό-ἀντιρρητικό. Στή συγκριτική μελέτη αὐτῶν τῶν ἁπλῶν ἀλλά θεμελιωδῶν ὁμολογιῶν ὅσον ἀφορᾶ στίς συνθῆκες ἀποκάλυψης ἤ δημιουργίας τους, στό περιεχόμενο, στόν τρόπο ἔκφρασης 99
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
καί στήν ἔμφαση τῆς καθεμιᾶς θά μποροῦσε νά ἀνακαλύψει κάποιος τήν ἰδιαιτερότητα, τήν ἰδιοσυγκρασία, τήν ψυχολογία καί τήν ἀποστολή τήν ὁποία ἡ κάθε θρησκευτική κοινότητα φέρεται νά ἔχει.
Ὁ ἄνθρωπος, τό ἰδιαίτερο δημιούργημα Στόν Ἰουδαϊσμό ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τήν κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ἡ οὐσιαστική διακριτή φύση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀξία της ἐπιβεβαιώνονται καί διακηρύσσονται στά πρῶτα δύο κεφάλαια τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως. Διαβάζοντας κάποιος τό κείμενο αὐτό παρατηρεῖ τά ἑξῆς: ὁ Θεός παρου σιάζεται νά ἔχει δημιουργήσει τά πάντα, ἐξ ἀποστάσεως, μέ ἕνα εἶδος... τηλεχειριστοῦ (!), ὁ Θεός εἶπε66 καί ἔγιναν: «γενηθήτω φῶς», «γενηθήτω στερέωμα...», «συναχθήτω τὸ ὕδωρ...», «γενηθήτωσαν φωστῆρες...», «ἐξαγα γέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν...», «ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν...». Ἀλλά στήν περίπτωση τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός ἐμπλέκεται, ἤ μᾶλλον ἐνέχεται ὁ ἴδιος προσωπικά67 καί ὑπαρξιακά. Σχηματίζει μέ τά ἴδια του τά χέρια ἄνθρωπο ἀπό πηλό καί πνέει σ’ αὐτόν πνοήν ζωῆς – τή δική του πνοή! Ἡ Βιβλική ἀνθρωπομορφική αὐτή περιγραφή δηλώνει τή διαφορά διαδικασίας δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁποία διαφοροποιεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Ἐπιπλέον τό βιβλίο τῆς Γενέ σεως προσθέτει κάτι μοναδικό: διαβεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός, σέ ἐλεύθερη καί ἀγαπητική συμφωνία μέ τό ὅλο Εἶναι του («ποιήσωμεν...»), δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1:26). Καί σάν νά θέλει νά διαβεβαιώσει καί νά ἐμπεδώσει τή μοναδική αὐτή δημι 66. Αὐτό τό «εἶπε» εἶναι ἕνα οὐσιαστικό στοιχεῖο στή μονοθεϊστική, ἰδιαίτερα ὅμως στή Χριστιανική θεολογία. Ἐνῶ στόν Ἰουδαϊσμό καί στό Ἰσλάμ ἡ ἔννοια τοῦ «λόγου τοῦ Θεοῦ» παραμένει στήν ἐκ-φραστική, προφορική του, διάσταση, στό Χριστιανισμό ὁ «λόγος», ἡ σοφία, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐνδιάθετος Λόγος «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», ἔχει προσωπική ὑπόσταση, καί ἀναλαμβάνει σάρκα! 67. Ἡ ἔννοια «πρόσωπο» εἶναι οὐσιαστικῆς σημασίας, ἰδιαίτερα στό Χριστιανισμό. Ὁ Θεός δέν εἶναι μία ἀφηρημένη, ἀπόμακρη, ἔννοια· σχετίζεται μέ τόν ἑαυτό του (ἄς σημειώσει κάποιος τόν πληθυντικό ἀριθμό τόν ὁποῖον χρησιμοποιεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως 1:26, «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»), μέ τή δημιουργία του (διά τοῦ λόγου του) καί μέ τόν ἄνθρωπο μέ τόν ὁποῖον ἔρχεται σέ ἄμεση, προσ-ωπική σχέση, καί στόν ὁποῖον πνέει τή δική του πνοή ζωῆς!
100
Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ
ουργία, τό βιβλίο τῆς Γενέσεως ἐπαναλαμβάνει μέ ἔμφαση στόν ἐπόμενο στίχο τό ἴδιο μήνυμα: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γέν. 1:27). Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἐξυπακούει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινω νία προσώπων στόν ἄνθρωπο! Ἡ ἔννοια «ἄνθρωπος» στή Γραφή σημαίνει κοινωνικό ὄν ἐξ ὁρισμοῦ καί ἀφεαυτοῦ. Ἡ ἔκφραση «ἄρσεν καί θῆλυ» δέν δηλώνει διάσταση, ἤ ἁπλῶς βιολογικό ἤ σεξουαλικό ὁρισμό, ἀλλά ὁρισμό σχέσεως προσώπων «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ». Ὁ Θεός ἐμπλούτισε ἐπιπλέον τόν ἄνθρωπο μέ ἐλευθερία καί δυνατότητα νά γίνει ὅπως ὁ Θεός - ἅγιος κατά χάριν, ὄχι κατ’ οὐσίαν ὅπως ὁ Θεός, διά τῆς υἱοθεσίας καί μέσω τῆς ἄσκησης τῆς ἐλευθερίας του. Αὐτό εἶναι τό νόημα τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν». Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» δέν εἶναι ταυτόσημο μέ τό «κατ’ εἰκόνα». Τό «κατ’ εἰκόνα» εἶναι τό ἀρχέτυπο καί τό πρότυπο. Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι τό δυνητικό, τό δυναμικό, τό ἐσαεί δημιουργικό. Ἡ δημιουργία δέν τελείωσε μέ τόν ἄνθρωπο· ἄρχισε! Στόν Ἰουδαϊσμό, ἐφόσον τό καθετί δημιουργήθηκε ἀπό τόν κατεξοχήν Ἅγιο, εἶναι καί θεωρεῖται ἱερό. Ὁ ἄνθρωπος ἰδιαίτερα δημιουργήθηκε γιά νά εἶναι ἐκφραστής τῆς ἁγιότητας. Ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά πρέπει νά εἶναι συμπεριφορά ἁγιότητας. Οἱ ἀνθρώπινες πράξεις πρέπει νά εἶναι πράξεις ἁγιότητας. Τά ἀνθρώπινα κίνητρα πρέπει νά εἶναι κίνητρα ἁγιότητας. Οἱ ἀνθρώπινες ἐπιδιώξεις πρέπει νά ἀποτελοῦν ἐπιδιώξεις ἁγιότητας. Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῶν ἐντολῶν (mitzvoth, πληθ. τοῦ mitzvah), καί ὁ σκοπός τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ: νά καθοδηγοῦν τόν ἄνθρωπο πρός τήν ἁγιότητα (kadosh). Συνεργός Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε ἀπό τό Θεό νά εἶναι ἄρχοντας τῶν δημιουργημάτων τῆς γῆς: «καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάν των τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς» (Γέν. 1:26). Κλήθηκε ἐπίσης νά εἶναι συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ στή διαιώνιση τοῦ εἴδους. Μέσω τῆς ἐργασί ας, τῆς συμπεριφορᾶς καί τῆς συνδημιουργίας καλλιεργεῖται, ἐκφράζεται καί ἀναπτύσσεται ἡ ἁγιότητα. Ὁ Ἰουδαϊσμός δέν εἶδε ποτέ τήν ἀγαμία ὡς ἀνώτερο τρόπο ζωῆς. Ἡ ἀσκητικότητα ἤ ὁ μοναχισμός πρός χάριν τοῦ Θεοῦ φαίνονται ἀντιφατικά στόν Ἰουδαϊσμό. Ὁ γάμος καί ἡ παιδοποιία θεωροῦνται ὡς οἱ καλύτεροι τρόποι ἐπιβεβαίωσης τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὑπη ρέτη καί συνεργοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ἔκφρασης τῆς ἁγιότητας τῆς ζωῆς, τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τοῦ πρωταρχικοῦ ρόλου τοῦ ἀνθρώπου στή δημιουργία. 101
Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ
Ἀσθενής, ἀλλ’ ὄχι «πεσμένος». Ὁ ἄνθρωπος στόν &Ἰουδαϊσμό δέν6θε ΣΕΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ωρεῖται ἁμαρτωλός, ἤ «πεσμένος», ὅπως περιγράφεται μέ σκοτεινά χρώ ματα ἀπό πολλούς στό Χριστιανισμό. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο Τό βιβλίο πλατύ, σκεπτόμενο, χαμηλότερα ἀπόαὐτό τούς γράφτηκε ἀγγέλους68γιά , ὄχιτόὑπό τήν ἔννοια ὅτι δέν κοινό εἶναι τόσο στόν Ἑλλαδικό χῶρο καί ἰδιαίτερα γιά ἀναγνῶστες οἱ ὁποῖοι καλός ὅσο οἱ ἄγγελοι ἀλλά ὑπό τήν ἔννοια ὅτι δέν εἶναι ἄυλος ὅπως οἱ ἄγ σοβαρά μιά εἰλικρινή γνώση καί κατανόηγελοι,ἐνδιαφέρονται ἀλλά δημιούργημα μέ γιά πνευματική καί ὑλική σύσταση. Εἶναι λόγω ση τοῦ ἀφετηρία τή θρησκευτική, καί ὄχι τῆς ὑλικῆς τουἀνθρώπου σύστασηςμέπού ὁ ἄνθρωπος ὑπόκειται ἱστορική σέ ἀδυναμίες, πολιτιστική του ταυτότητα καί ἐμπειρία, στήν οὐσία καί στήν λόγω τῆς ἀνθρώπινης φύσης του αὐτῆς καθαυτήν. Στόν Ἰουδαϊσμό δέν ἔκφραση. ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς ἐνδογενοῦς, φυσικῆς, ἤ προπατορικῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σωθεῖ, ἤ νά ἀπαλλαγεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει Οἱ σελίδες αὐτές ἀποτελοῦν μιά πλατειά ἱστορικο-φαινομενολοἀνάγκη νά ἀναγνωρίσει τίς ἀδυναμίες τῆς φύσης του καί νά ἀγωνιστεῖ γιά γική εἰσαγωγή στόν Ἰουδαϊσμό, στό Χριστιανισμό καί στό Ἰσλάμ, νά τίς ξεπεράσει προσβλέποντας πρός καί ἐπιδιώκοντας ἀνώτερα ἰδανι τρεῖς γνώριμες-ἄγνωστες θρησκευτικές παραδόσεις, μέ ὅσο τό κά καί ἠθικούς στόχους. Ὁ Ἰουδαϊσμός χτυπάει μία θετική χορδή ὅσον δυνατόν διακριτή τήν οὐσιαστική ταυτότητα τῆς κάθε μίας, ἀλλά ἀφορᾶ στήν ἀνθρώπινη φύση τονίζοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκ φύσεως καί τήν ἐξίσου ἐσωτερική τους συνάφεια ὡς ἐκ «σπέρματος καλός, ὅτι πρέπει νά ἀγωνίζεται νά ζεῖ τήν ἁγιότητα τῆς φύσης του, καί Ἀβραάμ» θρησκευτικῶν παραδόσεων καί κοινοτήτων. Μία τένά ἁγιάζει τή ζωή γύρω του. Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, ἐξομολόγηση καί ἄφεση τοια προσέγγιση ἐπιδιώκει νά ἀναδείξει τήν ξεχωριστή ταυτότηἁμαρτιῶν στόν Ἰουδαϊσμό, ὅπως νοεῖται τουλάχιστον στό Χριστιανισμό. τα τῆς κάθε παράδοσης, ἀλλά καί τήν ὅσο γίνεται συνολική φυσιὉ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος καί πρέπει νά ἔρχεται σέ ἀπευθείας συνδι ογνωμία τοῦ μονοθεϊσμοῦ ὡς φαινομένου, ὅπως αὐτό ἀναδύεται αλλαγή καί συμφιλίωση μέ τό Θεό καί τούς συνανθρώπους του. Πρέπει νά ἀπότόν τίςἑαυτό διαρκεῖς ἀντιπαραβολές καί ἀναφορές στίς ἐκφράσεις γνωρίζει του καί νά χρησιμοποιεῖ κάθε εὐκαιρία νά ἀποκαθιστᾶ τῆς κάθετου. μίαςὩς θρησκευτικῆς παράδοσης τίς ἄλλες δύο. τά σφάλματά θρησκευτική παράδοσηπρός ὁ Ἰουδαϊσμός παρέχει ἐπί σημα τήν εὐκαιρία μετάνοιας καί συνδιαλλαγῆς στό δεκαήμερο Ἡ σπουδή τῆς δικῆς του θρησκευτικῆς παράδοσης ἀλλά διάστημα καί ἀπό τήν τοῦ Νέου Ἔτουςὁδηγεῖ (Roshτόν Hashanah) τήν Ἡμέρα τοῦ τῆςπρώτη θρησκείας τῶν ἄλλων ἄνθρωπομέχρι σέ μία προσωἘξιλασμοῦ (Yom Kippur). Ἡ ὅλη πική του αὐτογνωσία. Ὡς αὐτή στάσηπερίοδος δέ ζωῆς,αὐτοεξέτασης, καλλιεργεῖ τόἐνδοστρέ σεφειας,βασμό αὐτομεμψίας, μετάνοιας καί συνδιαλλαγῆς μέ τόἐλευθερία Θεό καί τούς στήν ὕπαρξη, στίς ἀρχές, στίς ἀπόψεις, στήν συνανθρώπους του κορυφώνεται μέ τήν Ἡμέρα τοῦ Ἐξιλασμοῦ, ἡμέρα καί στήν ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας Θεοῦ, συγχώρησης καί «ἐπανασυγκρότησης». Εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον τό ὅτι χωρίς σχετικοποίηση, συγκριτισμό, ἤ ἀλλοτρίωση τῆς δικῆς ἡ λέξη «ἐξιλασμός» (ἤ ἐξιλέωση), μία λέξη ἡ ὁποία φαίνεται νά ἐκφράζει του αὐτοσυνειδησίας. Αὐτό συνιστᾶ ὡριμότητα, καί ἀποπνέει μόνο τήν πλευρά τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ἐνοχή, ἔχει μεταφραστεῖ καί ἐπι ἐλπίδα. κρατήσει στήν Ἀγγλική διεθνή ἐπικοινωνία ὡς Atonement, λέξη ἡ ὁποία προσφυῶς ἔχει ἑρμηνευτεῖ ἀπό Ἑβραίους διανοουμένους ὡς συνθετική τῶν λέξεων At-one-ment, δηλαδή συγκρότηση, ἑνοποίηση, καί ὁλοκλήρω ση τῆς προσωπικότητας καί τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Ἡ ἁμαρτία, οἱ 68. «ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν», Ψαλ μός 8:6.
102