Κώστας Ν. Βελούτσος
Σεργιάνι στη ζωή Μυθιστόρημα
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ Κώστας Ν. Βελούτσος Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Κώστας Ν. Βελούτσος Φεβρουάριος 2011 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-609-8
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ
Σ ΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ Ζ ΩΗ
Μυθιστόρημα
ΙΩΛΚΟΣ
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΣΙΔΗ
…Ταξίδεψες πολύ ψηλά, τόσο μακριά, με το δικό σου zeppelin Νικόλα. Πέταξες ως την άλλη άκρη. Σε μέρη απάτητα, στου μυαλού σου τα σεργιάνια...
…Στην Ειρήνη, τη Χαρά και το Νίκο
ΕΛΛΑΔΑ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’70
Ήταν τότε…
...Τότε στην αρχή μιας καινούργιας εποχής, που η δίψα για τη μάθηση της ζωής, μας έφερνε μπροστά σε μονοπάτια δύσβατα. Γρήγορα, όμως, τα ξεπερνούσαμε και γεμάτοι εμπειρίες, με πείσμα, βαδίζαμε ολοταχώς για τα επόμενα. Χρόνια όμορφα, μα και παράξενα. Ανέμελα, αθώα λες και στο πέρασμά τους δε νιώσαμε φθορά. Ακόμα και τότε που στο μικρό παραλιακό χωριό χτύπησαν οι καμπάνες της εκκλησίας ειδοποιώντας τους κατοίκους για ένα μεγάλο κακό. Πόλεμος. Αυτό ακούστηκε από τα επίσημα χείλη του τόπου. Εκείνων που ήξεραν ή διάβασαν, σε κάποιο έντυπο εκείνης της εποχής, πως οι εχθροί είχαν καταλάβει ένα ελληνικό νησί. Πανικός. Ιούλιος. Μέσα Ιουλίου. 11
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ
Οι δύο παραλίες του χωριού σχεδόν γεμάτες από παραθεριστές και ντόπιους από νωρίς. Γυναίκες με ομπρέλες στα χέρια για μην «καούν» από τον ήλιο, με ψάθινα καπέλα στο κεφάλι τους και το ραδιό φωνο εκεί δίπλα στο αυτί, να μη χάσουν λέξη από τις αγαπημένες εκπομπές τους. Μικρά παιδιά έπαιζαν με την άμμο και λίγο πιο μακριά μια παρέα από νέους συζητούσε για τους καινούργιους της έρωτες. Μια μάνα φώναζε δυνατά στο παιδί της, να μην κολυμπάει στα βαθιά νερά, όταν ξαφνικά, μια απότομη διακοπή στο ραδιοφωνικό μυθιστόρημα και ο εθνικός ύμνος ακούστηκε δυνατά παντού. Όλοι σάστισαν. Στην αρχή οι γυναίκες και αργότερα όλοι όσοι ήταν στην παραλία. Οι καμπάνες της εκκλησίας ήχησαν τόσο δυνατά σαν τις Αναστάσιμες. Το μεγάφωνο του χωριού που καλούσε τον κόσμο σε γιορτές και πανηγύρια, τώρα του ανακοίνωνε, ότι: «Από τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας, εισβολείς κατέλαβαν εδάφη της πατρίδας μας» και στη συνέχεια τους υποδείκνυε σε ποιο σημείο του χωριού υπήρχαν χώροι συγκέντρωσης για το κοινό και, τελειώνοντας έτσι τον πιο άχαρο ρόλο που είχε ποτέ, άρχισε αλφαβητικά να καλεί όσους είχαν υπηρετήσει στο στρατό να επιστρατευτούν. Φόβος, ζωγραφισμένος ακόμα και στα πρόσωπα, εκείνων που έπρεπε, να παραμείνουν ψύχραιμοι. Τα δύο παντοπωλεία, άδειασαν τα ράφια τους από τρόφιμα, εν ριπή οφθαλμού, κόσμος μπαινόβγαινε σε μα12
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
νάβικα, κρεοπωλεία και ό,τι άλλο πουλούσε φαγώσιμα είδη. Για το σκοπό αυτό, όλες οι οικογένειες είχαν κατεβάσει στο κέντρο του χωριού, όπου και ήταν τα περισσότερα αυτού του είδους καταστήματα, ακόμα και τους γεροντότερους για να εξοικονομήσουν περισσότερα τρόφιμα και πιο πολλούς κουβαλητές. Κονσέρβες, ρύζια, μακαρόνια, γάλατα, ζάχαρη και όσ πρια ήταν κάποια από αυτά που γέμισαν τις πλαστικές και χάρτινες σακούλες και περπατώντας παρέες παρέες τα μετέφεραν στα σπίτια τους. Τα ψυγεία είχαν γεμίσει ασφυκτικά, το ίδιο και οι καταψύκτες, ακόμα και στα κατώγια τους είχαν κάνει χώρο και τοποθέτησαν από καρπούζια και πεπόνια μέχρι χαρτοκιβώτια γεμάτα ως επάνω, με ψωμιά και αλεύρι. Αφού σιγουρεύτηκαν πως για αρκετό καιρό θα έχουν τουλάχιστον τρόφιμα, ακολούθησαν πιστά τις εντολές που τους δόθηκαν. Δε θα κυκλοφορούσαν άσκοπα στον κεντρικό δρόμο του χωριού και δε θα άναβαν τις βραδινές ώρες λάμπες πετρελαίου ή ηλεκτρικού. Για το λόγο αυτό τοποθέτησαν στις εξώπορτες των σπιτιών τους σκουρόχρωμα υφάσματα, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί από τυχόν επιδρομή των εισβολέων. Απ’ τα ραδιόφωνα ακούγονταν πια μόνο οι τρομαγμένες φωνές των εκφωνητών που εξήραν τον πατριωτισμό και το σθένος των Ελλήνων, θέλοντας έτσι να τονώσουν το ηθικό τους. Από τις λιγοστές τηλεοράσεις που διέθεταν οι πλουσιότεροι του χωριού παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις για το τι μέλει γενέσθαι αποδώ και στο εξής… 13
Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ
Οι πρώτες φθινοπωρινές ημέρες του Σεπτέμβρη ήταν
εκεί. Το ένιωθες από τη μυρωδιά του αέρα, από τον ήλιο που δεν έκαιγε πια, από τη θάλασσα που ήταν λιγότερο ζεστή. Οι μέρες είχαν γίνει μικρότερες και οι γειτονιές είχαν πια αδειάσει. Οι γυναίκες άπλωναν σύκα στα μπαλκόνια και γέμιζαν στα γυάλινα μπουκάλια το χυμό από τις τελευταίες τομάτες του καλοκαιριού. Ακόμα ο τραχανάς και τα γλυκά κουταλιού είχαν κι εκείνα την τιμητική τους αυτήν την εποχή. Μύριζαν όλα τα σοκάκια του χωριού δαμάσκηνο και κυδώνι από ντόπιους καρπούς, που με τη συνδρομή τής αρμπαρόριζας μοσχοβολούσαν ακόμα περισσότερο, και μετά στα βάζα, περίμεναν τους μικρούς, κάθε ηλικίας για να εξιτάρουν τους ουρανίσκους τους. Μ’ ένα αμπελόφυλλο στο χέρι και στη σειρά σαν πειθαρχημένα στρατιωτάκια, περίμεναν τα παιδιά, για να βάλουν επάνω του, φρέσκο και ζεστό τραχανά, που έφτιαχναν οι μανάδες τους. 14
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Τα σχολεία είχαν ήδη αρχίσει τα πρώτα μαθήματα και τα παιδιά ξέκλεβαν κάποιες ώρες από το διάβασμά τους για το απογευματινό παιχνίδι. Ο Διονύσης, το μικρότερο από τα παιδιά της γειτονιάς δεν έκανε την εμφάνισή του για να παίξει με τους υπόλοιπους της παρέας, εκείνο το απόγευμα. Ο αδελφός του ο Αντρέας διαβεβαίωσε τους φίλους του πως έφυγαν μαζί από το σπίτι και θα πήγαιναν στη γειτονιά όπου, κάθε απόγευμα βρίσκονταν μ’ όλα τα παιδιά, αλλά κάποια στιγμή κι ενώ ήταν δίπλα δίπλα, ο Διονύσης άρχισε να τρέχει γρήγορα, τόσο γρήγορα, που ακόμα κι ο ίδιος τον έχασε. Υπέθεσε ότι ήθελε να φτάσει πρώτος από εκείνον, για να βρει τα παιδιά, να τους δείξει τα καινούργια του πάνινα παπούτσια που του είχαν στείλει κάποιοι γνωστοί των γονιών τους από την ξενιτιά. Του άρεσε πολύ του Διονύση να προκαλεί το θαυμασμό των παιδιών, να τους δείχνει καθετί το καινούργιο επάνω του. Έτσι έκανε κάθε φορά, κάθε τέλος του καλοκαιριού, κάθε αρχή της σχολικής χρονιάς, περίμενε πώς και πώς. Περίμενε το δέμα που θα ερχόταν από μακριά. Θα τους ειδοποιούσε ο ντελάλης, όπως κάθε φορά, που περιφερόταν μες στην αγορά, χτυπώντας ένα μικρό καμπανάκι και φώναζε δυνατά τα ονόματα εκείνων που είχαν γράμμα ή δέμα. Θα το έπαιρναν και το βράδυ όταν θα βρίσκονταν στο τραπέζι όλοι μαζί, θα το άνοιγε η μητέρα τους και θα μοίραζε στον καθέναν εκείνο που πίστευε ότι του αντιστοιχούσε. 15
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ
Παπούτσια και παντελόνια, δύο τρία πουκάμισα για τον πατέρα, φούστες μακριές για τη μητέρα τους και γλυκά, ένα σωρό μικρές ζαχαρένιες λιχουδιές. Τους έπαιρνε χρόνο μέχρι να τα δοκιμάσουν όλα. Η ευτυχία ήταν διάχυτη στα πρόσωπά τους. Άρεσε πολύ σε όλους, μικρούς και μεγάλους της οικογένειας, η προσμονή της ημέρας αυτής, όταν θα έπαιρναν το μεγάλο κουτί, δεμένο προσεκτικά και με πολλά γραμματόσημα στο επάνω μέρος του. Ήταν σημαντικό για εκείνους πως υπήρχε κάποιος από πολύ μακριά που τους θυμόταν, απ’ τη μακρινή ξενιτιά, όπως τους έλεγε η μητέρα τους. Η χαρά του παιχνιδιού από τα παιδιά της γειτονιάς μεμιάς έφυγε. Όλοι ήθελαν να μάθουν τι έγινε με το Διονύση. Ποτέ άλλωστε δεν είχε συμβεί παρόμοιο περιστατικό στα μέρη τους, σύμφωνα με τα λεγόμενα των μεγαλύτερων. Στην αρχή ακόμα κι εκείνοι που τον ήξεραν πίστευαν ότι σε λίγο θα κάνει την εμφάνισή του και θα τους έλεγε ιστορίες βγαλμένες απ το μυαλό του. Το συνήθιζε άλλωστε ο Διονύσης να περιπλέκει τα παραμύθια με την πραγματικότητα, την αλήθεια με το ψέμα, δημιουργώντας μια καινούργια, ολοκαίνουργια φανταστική ιστορία. Καλούσε τα παιδιά της γειτονιάς, τα μικρότερα από εκείνον και, με την αφορμή ότι κάτι σημαντικό του συνέβη, τους εξιστορούσε παραμύθια, πως παλιότερα υπήρχαν στο χωριό τους μάγισσες, πολλές μάγισσες και μεταμόρφωναν σε τέρατα, όμοια μ’ αυτά που μάθαιναν στη μυθολογία, οποιονδήποτε αθώο περαστικό, τολμούσε να περάσει απ’ τα μέρη τους, ότι ακόμα εκεί ζούσαν σωματώδεις άνθρω16
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
ποι, ανίκητοι στους πολέμους. Για τούτο ο Διονύσης είχε περίτρανη απόδειξη τον τεράστιο πέτρινο θρόνο ψηλά στο χωριό τους. Η ανησυχία στα πρόσωπα των παιδιών ήταν έκδηλη. Ο Αντρέας στην επιστροφή του για το σπίτι, το συζητούσε με όποιον έβρισκε μπροστά του, μικρό ή μεγάλο του χωριού. Τα παιδιά χωρισμένα σε ομάδες έψαχναν ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη, για το Διονύση. Σε λίγο το μαντάτο μαθεύτηκε σ όλο το χωριό. Έψαχναν όλοι παντού. Από εκκλησίες και εξωκλήσια, μέχρι παλιά ακατοίκητα σπίτια. Από στάβλους και κοτέτσια ως τη θάλασσα έφτασαν. Οι φωνές όλων αντάμωναν ψηλά στον αέρα που ξεπερνούσαν ακόμα και την ηχώ. Τ’ όνομα Διονύσης δονούσε την ατμόσφαιρα. Από τα βουνά ίσαμε τη θάλασσα, απ’ τα λαγκάδια και τα πυκνά δάση με έλατα και πεύκα, έως τα πιο δύσβατα μέρη έψαχναν, που ποτέ κανείς μεγάλος δεν είχε φτάσει. Ο Άγιος Νικόλαος, πολιούχος του τόπου τους, γέμισε απ’ αυτούς που δεν είχαν τη νιότη και τη δύναμη να τρέξουν, ούτε μπορούσαν να φωνάξουν, παρακαλώντας Τον να κάνει το θαύμα του. Ο χωροφύλακας καλούσε απ’ το μαύρο τηλέφωνο του μικρού του γραφείου τον ανώτερό του. Τον ενημέρωνε, ότι παρά τις προσπάθειες των ανδρών του σταθμού του, δε βρέθηκε το παιδί. Η νύχτα πλησίαζε απειλητικά. 17
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ
Τα φώτα του χωριού λιγοστά και θολά έκαναν πιο δύσκολη την εύρεση του Διονύση. Ο κοινοτάρχης ειδοποίησε όλο το χωριό να μαζευτεί στην πλατεία για να αποφασίσουν τι θα έκαναν αποδώ και πέρα. Το ξημέρωμα βρήκε τους πιο νέους στην πλατεία να συζητούν τι δεν έκαναν σωστά, σε ποιο μέρος δεν έψαξαν καλά και οι ευθύνες μετατοπίζονταν. Ο Ανδρέας και τα άλλα παιδιά, κουρασμένα απ’ την προσπάθεια, κοιμούνταν κι ας είχε φτάσει ο ήλιος ψηλά. Σχολείο δε θα πήγαιναν, έτσι τους είχαν πει οι δάσκαλοί τους την προηγούμενη ημέρα, συμμετέχοντας κι αυτοί στη δύσκολη αποστολή. Αγαπητός σ’ όλους ο Διονύσης, όχι μόνο από τα παιδιά. Καθένας είχε κι έναν καλό λόγο να πει για εκείνον. — Καλός μαθητής, ήσυχος στην τάξη, επιμελής και προσεκτικός. Πρώτος στην αριθμητική και πολύ καλός στην ιστορία. Έτσι τον περιέγραφε ο κυρ Στέλιος, ο δάσκαλός του, χτυπώντας το τσιγάρο του πάνω στο πακέτο, στους υπόλοιπους της παρέας, στο κεντρικό καφενείο του χωριού. Αλλά κι ο παπα-Αντώνης, παίρνοντας το λόγο, συμπλήρωσε: — Πάντα πρόθυμος και υπεύθυνος, ο Διονύσης. Ξεχώριζε. Αφού να φανταστείτε τον είχα ορίσει αρμόδιο, παρά το νεαρό της ηλικίας του, σε ό,τι είχε να κάνει με τα μυστήρια της εκκλησίας. Για τους γάμους και τις βαφτίσεις δεν υπήρχε καλύτερος απ’ το Διονύση. Εκείνος αναλάμβανε τα πάντα. Αυτός τα κανόνιζε.
18
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Το καλό παιδί. Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που ταίριαζε απόλυτα στο Διονύση.
19
ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Όλα πια στο χωριό είχαν βρει το ρυθμό τους.
Πέρασαν αρκετές βδομάδες από τότε που χάθηκε ο Διονύσης, μα κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια εξήγηση, για το πού θα μπορούσε να ήταν. Όλα κυλούσαν ήσυχα, όπως παλιά. Ακόμα και τα παιδιά τον είχαν ξεχάσει. Τη θέση του στο θρανίο της τάξης είχε πάρει ο Βαγγέλης, γιος του διοικητή της χωροφυλακής, που πήρε μετάθεση από την Αθήνα. Ο «καινούργιος» έτσι τον έλεγαν τα παιδιά. Όλοι ήθελαν να έχουν εκείνον για φίλο τους. Μάλωναν για το ποια ομάδα θα τον πάρει, ποιος θα παίξει μαζί του, σε ποιανού σπίτι θα πάει. Ό,τι κι αν έκανε ο Βαγγέλης άρεσε σ’ όλη την παρέα. Ο τρόπος που τους μιλούσε, θύμιζε ρήτορα σε Ρωμαϊκή Αγορά, έτσι όπως κλοτσούσε την μπάλα, πώς χτένιζε τα μαλλιά του, το ντύσιμό του, ακόμα και ο τρόπος που περπατούσε έκανε τα παιδιά να τον ακολουθούν πιστά. Κι εκείνος καμάρωνε που ήταν ένας και μοναδικός. Μόνο ο Ανδρέας απείχε από τις εκδηλώσεις αυτές. 20
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Δεν έπαιζε πια τα απογεύματα, ούτε στην εκκλησία εμφανιζόταν, όπως έκανε ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Στο σχολείο τον έβλεπαν τα παιδιά, μα και στα διαλείμματα ο Ανδρέας έμενε μόνος του. Του έλειπε πολύ ο Διονύσης. Του έλειπαν οι παραμυθένιες ιστορίες του, τ’ αστεία του, ακόμα ακόμα του έλειπε το γέλιο του. Εκείνο το γέλιο που διαρκούσε πολύ. Πιο πολύ απ’ όλων των παιδιών. Όλο τούτο τον καιρό έφερνε στο μυαλό του εκείνο το απόγευμα. Προσπαθούσε να θυμηθεί κάθε λέξη, απ’ αυτά που έλεγαν οι δυο τους στη διαδρομή για το παιχνίδι στη γειτονιά. Πάσχιζε να θυμηθεί μήπως του είπε κάτι, μήπως τον στεναχώρησε, μήπως, μήπως… Πάντα τα έβρισκαν, ό,τι κι αν συνέβαινε. Ο Ανδρέας ως μεγαλύτερος τον αγκάλιαζε πρώτος και κάθε τυχόν παρεξήγηση, λυνόταν αμέσως. Πέρασε αμέτρητες φορές από τον ίδιο δρόμο, πάτησε σχεδόν στα ίδια ίχνη που άφησαν τα παπούτσια τους, σταμάτησε εκεί που περίμεναν το φίλο τους για το παιχνίδι, επανέλαβε τα ίδια λόγια που έλεγαν οι δυο τους και τότε κάτι σαν αναλαμπή φώτισε το πρόσωπό του. Αυτό ήταν…
21
ΙΟΥΝΙΟΣ ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ Ο ΜΑΡΚ, Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Ήταν η περίοδος της ψυχρότητας με τους απέναντι. Αυτός
είναι ο εχθρός μας. Όλοι έβλεπαν εχθρούς παντού. Ακόμα και στο σχολείο είχαν περάσει το μήνυμα, ότι κάποια στιγμή θα γίνει ένας μεγάλος πόλεμος, μα δε θα φταίμε εμείς, αλλά οι απέναντι. Τουρισμός δεν υπήρχε ή έστω ήταν ακόμα σε υποτυπώδη μορφή, αφού υποδομές δεν υπήρχαν, αλλά και η διάθεση ανάπτυξης, τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια, σπάνιζε. Μόνο κάτι ξέμπαρκους τουρίστες, λες κι ήταν βγαλμένοι μέσα απ’ τα ποιήματα τροβαδούρων κι ολοζώντανους τους έβλεπες να τριγυρίζουν στα χωριά, με τορβάδες στους ώμους και με πολλά χαϊμαλιά. Κάθε ξένος που ερχόταν στο χωριό περνούσε εξονυχιστικό έλεγχο από τους ντόπιους άρχοντες. Ήθελαν να ξέρουν ποιος ήταν, από ποια χώρα ήρθε, τι έφερνε μαζί του, με ποιους μιλούσε, πού θα έμενε.
22
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Τότε ήταν που ήρθε στο χωριό ο Μαρκ. Σκανδιναβός, με λίγα αγγλικά, πυρόξανθα μακριά μαλλιά, με ξανθά γένια, αδύνατος, σχεδόν κοκαλιάρης. Φορούσε λινά ρούχα και σανδάλια, κάτι σαν αρχαίος Έλληνας. Αυτό όμως που τράβηξε όλων την προσοχή ήταν το φλάουτο του Μαρκ. Έπαιζε μια μελωδική μουσική, που σου μάγευε τα αυτιά, όμοια με κείνη που έπαιξαν οι Σειρήνες στον Οδυσσέα. Επιδέξια έβαζε τα δάχτυλά του στις μικρές τρυπίτσες και φυσώντας το έβγαινε η όμορφη μελωδία. Άρεσε ο ήχος. Άρεσε πολύ και στο Διονύση. Δεν είχε δει τέτοιο μουσικό όργανο, ούτε είχε ακούσει τόσο όμορφη μουσική που τον συνέπαιρνε και διαρκώς ήταν κοντά στο Μαρκ. Με σπασμένα αγγλικά και λίγα ελληνικά που ήξερε ο Μαρκ, κατάφερναν να συνεννοηθούν. Έγιναν φίλοι. Μιλούσαν με τις ώρες. Εκεί, στο πλατύσκαλο του παλιού εγκαταλελειμμένου σπιτιού, τον ρωτούσε για το πώς είναι τα παιδιά στη χώρα του, με τι παιχνίδια έπαιζαν, πώς ήταν το σχολείο τους, αν έχει θάλασσα η πατρίδα του. Κι εκείνος υπομονετικός, του εξηγούσε λεπτομερώς και έλυνε κάθε απορία του Διονύση. Τον έφερνε και στο σπίτι του, έτρωγαν όλοι μαζί, κουβέντιαζαν, τους άρεσε. Συχνά πυκνά ξεσπούσαν σε γέλια για κείνα που τους έλεγε ο Μαρκ, που δήθεν δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν. Κοσμογυρισμένος ταξίδευε από παλιά, έμενε αρκετό χρόνο εκεί που ήθελε. 23
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ
Έτσι, χωρίς πολλά πολλά ρούχα, χωρίς αποσκευές, πήγαινε παντού. Γνωριμίες πάντα έκανε ο Μαρκ, όπου κι αν πατούσε το πόδι του. Ζούσε ασκητικά και το σακίδιο στους αδύνατους ώμους, ήταν όλη του η περιουσία. Στη σκηνή του, μια σκούρα πράσινη, στημένη πρόχειρα κάπου στην άκρη της παραλίας, είχε δύο τρία βιβλία, ένα ραδιοφωνάκι και μια φωτογραφική μηχανή. Απέφευγε τα πολλά λόγια με μεγαλύτερους όταν τον πλησίαζαν τάχα για τη μουσική του, αφού ήξερε ότι η αιτία ήταν άλλη. Ήθελαν να μάθουν πολλά γι’ αυτόν. Και δεν ήξεραν τίποτα. Τους φαινόταν παράξενος, όπως άλλωστε όλοι οι τουρίστες την εποχή εκείνη, που τους κοιτούσαν με διεισδυτικό, ερευνητικό βλέμμα οι ντόπιοι. Σχεδόν κακόβουλο, «αστυνομικό». Για εκείνους που κρατούσαν τις τύχες του τόπου στα χέρια τους, ο Μαρκ ήταν ύποπτος. Ολοένα και γίνονταν πιο κολλητοί ο Διονύσης με το Μαρκ. Κάθε μέρα μαζί. Τα παιδιά τον έχασαν απ’ την παρέα τους και τον έβλεπε μόνο αν είχε κάτι σημαντικό να τους πει. Στο Μαρκ άρεσε εκείνο το αγνό και συνάμα αθώο που είχε πάνω του ο Διονύσης, που διψούσε για γνώσεις και μάθηση. Έτσι ήταν κι εκείνος μικρός. Έψαχνε τη ζωή, ήθελε να γνωρίσει καινούργιους κόσμους, να ζήσει περιπέτειες, να ταξιδέψει παντού. Η χώρα του μικρή, τη γύρισε απ’ άκρη σ’ άκρη. Δεν τον χωρούσε πια. 24
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Μόνος μεγάλωσε, χωρίς γονείς, δίχως προστασία. Έμαθε, όμως, πολλά· σπούδασε μουσική, ήρθε κοντά με πολλούς ανθρώπους. Δάσκαλος μουσικής που ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα. Το θεωρούσε βαρετό να μιλάει για νότες και ρυθμούς σε παιδιά που δεν ήθελαν. Πίστευε ότι γεννιέσαι με τη μουσική, την έχεις μέσα σου και την καλλιεργείς. Πάντα στα ταξίδια του έπαιρνε μαζί του το φλάουτο. Το προτιμούσε γιατί έβγαζε μια αρχέγονη και συγχρόνως απαλή, μελωδία. Τα βράδια εκεί μόνος δίπλα στη σκηνή του, αυτοσχεδίαζε παίζοντας μουσική. Παρέα με τα τριζόνια και το γκιόνη, λες και του κρατούσαν ίσο. Καλοδουλεμένοι ήχοι και γλυκύτατοι, ακούγονταν σ’ όλο το χωριό. Μετά ακουμπούσε το κεφάλι του κατάχαμα και ο ξάστερος ουρανός του καλοκαιριού τον κοίμιζε βαθιά, χαρίζοντάς του όνειρα που τον έκαναν να γελάει. Σαν τα όνειρα μικρού παιδιού.
25
TYMΠΑΝΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τα γρήγορα και δυνατά χτυπήματα της καμπάνας ξύπνη-
σαν άγρια το Μαρκ. Η φασαρία του κόσμου και τα ακαταλαβίστικα λόγια απ’ το μεγάφωνο, τον ανησύχησαν. Υπέθεσε ότι θα ήταν κάποια γιορτή ή ένα απ’ τα πολλά πανηγύρια του Ιούλη. Με βιαστικές κινήσεις φόρεσε τα σανδάλια του και κατέβηκε στην πλατεία του χωριού. Είδε ανθρώπους που τόσο καιρό δεν είχε ξαναδεί, ηλικιωμένους, φορτωμένους με σακούλες, αραμπάδες να πηγαινοέρχονται γεμάτοι από κάθε λογής τρόφιμα, και τα σοκάκια άδεια από τις παιδικές φωνές. Ρωτούσε τον κόσμο, έβλεπε πρόσωπα που αγωνιούσαν, άκουγε τις βαριές ανάσες τους, μα κανείς δεν είχε το χρόνο να του εξηγήσει. Ολοένα και η πλατεία του χωριού γέμιζε απ’ όλους τους κάτοικους του χωριού. Κάπου σε μια άκρη είχαν συγκεντρωθεί οι άνδρες τού χωριού και ο κοινοτάρχης κρατώντας ένα χαρτί φώναζε τα ονόματά τους. 26
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Τους έδινε ρούχα στρατιωτικά κι από ένα όπλο. Κάποιες γυναίκες με τα παιδιά, τους σφιχταγκάλιαζαν κλαίγοντας, λίγο πριν ανέβουν στο μεγάλο φορτηγό. Μάνες κρεμούσαν στο λαιμό τους φυλακτά αγίων και εύχονταν γρήγορη αντάμωση. Παιδιά έτρεχαν πίσω απ’ τα στρατιωτικά οχήματα, που είχαν πάρει τους πατεράδες τους, να προλάβουν κι άλλο φιλί, άλλο ένα αντίο. Ακόμη και ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ τα λιγοστά σύννεφα του καλοκαιριού, γιατί δεν ήθελε να βλέπει, να είναι μάρτυρας τέτοιου αποχαιρετισμού. Μεμιάς το χωριό ερήμωσε. Όσοι έμειναν πίσω έτρεχαν κάπου να κρυφτούν για να σωθούν απ’ τον εχθρό. Πίστευαν πως το μέρος τους σύντομα θα καταστρεφόταν και δε θα υπήρχε. Εύκολα θα το καταλάμβανε ο εχθρός κι εκείνοι δε θα ζούσαν. Τα πάντα είχαν διαλυθεί. Τα βουνά και τα λαγκάδια ασφυκτιούσαν από τους ντόπιους. Εκεί θα ήταν το καταφύγιό τους. Τα ερημοκλήσια, τα ντάμια και τα ερειπωμένα χαμόσπιτα, ξεχασμένα απ’ όλους τόσα χρόνια, θα αποκτούσαν προσωρινούς θαμώνες. Για το Διονύση και την οικογένειά του το καταφύγιό τους ήταν ένας παραθαλάσσιος οικισμός λίγων κατοίκων ανατολικά του δικού τους χωριού. Έφυγαν αμέσως, δίχως να το πολυσκεφτούν, αφού γνώριζαν ότι εκεί θα ήταν ασφαλείς. . Αγροικίες.
27
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ
Δεν υπήρχε καν στο χάρτη του νησιού εκείνης της εποχής και λίγοι ήξεραν την ακριβή θέση του. Είχαν δικό τους σπίτι, μιας κι η μητέρα του Διονύση είχε μεγαλώσει εκεί. Θα έμεναν όσο ήθελαν και όσο χρειαζόταν. Άρεσε σ’ όλη την οικογένεια αυτό το μέρος. Είχε κάτι το μοναδικό, ήταν ξεχωριστό, βγαλμένο λες από μια άλλη εποχή, αιώνες πριν, πολύ πίσω απ’ τη δική τους. Ο μύθος έλεγε πως στο μέρος αυτό κατοικούσαν παλιά γίγαντες, εξαιρετικά όμορφοι και ρωμαλέοι. Τόσο όμορφοι και δυνατοί που ακόμα και ο τότε βασιλιάς ζήλεψε κάτι απ’ αυτούς. Με τις ασφυκτικές, αλλά και παμπόνηρες πιέσεις τής βασίλισσας, έκανε τότε μαζί τους μια συμφωνία. Αυτή έλεγε πως, πέντε απ’ τους πλέον ομορφότερους γίγαντες θα έπρεπε να φύγουν απ’ τον οικισμό τους, να ζήσουν κοντά στο παλάτι και να παντρευτούν γυναίκες που θα επέλεγε η βασίλισσα γι’ αυτούς. Σκοπός ήταν η γέννηση αρσενικών παιδιών, που αφενός θα ήταν όμορφα όπως οι γίγαντες και αφετέρου θα γίνονταν καλοί πολεμιστές, φόβητρο για τους εχθρούς. Δέχτηκαν εκείνοι, αφού τα ανταλλάγματα θα ήταν πολλά και πλούσια. Οι γάμοι τους δεν άργησαν να γίνουν και όλοι ήταν προσκεκλημένοι. Στο γλέντι που ακολούθησε το κρασί και το φαγητό ήταν άφθονο για όλους. Ακόμα μουσικοί με άρπες και λύρες είχαν έρθει από πολύ μακριά για να διασκεδάσουν τον κόσμο. Πλήθος από χορευτές και μάγους έκαναν πιο ξεχωριστή εκείνη την ημέρα. 28
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Μέχρι και ιπποδρομίες έγιναν, κάτι που οι γίγαντες δεν είχαν ξαναδεί. Καραβάνια από πλοιάρια πηγαινοέρχονταν καθημερινά, μεταφέροντας τρόφιμα και ξυλεία, απ’ το παλάτι στον οικισμό των γιγάντων. Για μερικά χρόνια όλα κυλούσαν ομαλά. Ένας από τους γίγαντες, όμως, αθέτησε κάποιον απ’ τους όρους της συμφωνίας, συνάπτοντας παράνομη σχέση με τη βασίλισσα, που τον ερωτεύτηκε σφόδρα. Ο βασιλιάς, όταν το έμαθε, εξοργίστηκε, τιμωρώντας και τους δύο με απαγχονισμό και παράλληλα διέκοψε τις συναλλαγές του, με τους υπόλοιπους γίγαντες του οικισμού. Όλες οι πόλεις έκαναν το ίδιο, υπακούοντας πιστά στις διαταγές του βασιλιά τους. Από το μαρασμό και τη στεναχώρια όλοι οι κάτοικοί του πέθαναν και αργότερα το χωριό λεηλατήθηκε από βάρβαρους και πειρατές. Λιγοστά σπίτια, μικρά και αυλές με λουλούδια, χτισμένα πολύ κοντά στο φυσικό λιμανάκι, αφού όλοι οι κάτοικοι ήταν ψαράδες και γεωργοί. Αυτές ήταν και οι ασχολίες τους. Ζούσαν με ό,τι τους έδινε η θάλασσα και η γη. Κάθε σπιτάκι είχε το δικό του πέτρινο φούρνο και ένα μικρό πηγάδι για νερό. Σ’ ένα απ’ αυτά έμενε και ο Διονύσης με την υπόλοιπη οικογένειά του. Από μικρό παιδί τον πήγαιναν εκεί οι γονείς του κάθε καλοκαίρι και έμεναν αρκετά, παρόλο που ήταν κουραστικό γι’ αυτούς, αφού έπρεπε να περπατήσουν πολλά χιλιόμετρα μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια, κου29
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ
βαλώντας τρόφιμα απ’ το χωριό και αρκετά ρούχα για τα δύο παιδιά. Και τώρα θα έμεναν πολύ έως ότου κοπάσει η ανακατωσούρα με τους απέναντι και τους διαβεβαίωναν ότι δε θα διέτρεχαν πια κανέναν κίνδυνο πίσω στο χωριό τους. Παιδιά εκεί για να παίξει, δεν υπήρχαν. Η ασχολία του ήταν το ψάρεμα μ’ ένα μικρό καλάμι και οι κόντρες που έκανε με τον Ανδρέα πετώντας βότσαλα μες στη θάλασσα. Τ’ απογεύματα μάζευαν κοχύλια και ακανόνιστες πέτρες, μικρές και μεγάλες, που απ’ το πέρασμα των χρόνων και των κυμάτων από πάνω τους πήραν παράξενα σχήματα, λες και τα λόξευσε χέρι επίδοξου γλύπτη ή ακόμα γυαλάκια πότε μπλε και άλλοτε πράσινα μετρώντας τα ένα προς ένα. Τα πρωινά έφευγαν από νωρίς για το δάσος, που υπήρχε στα ενδότερα του οικισμού και γυρνούσαν τα μεσημέρια φορτωμένοι κι οι δύο από σύκα και βατόμουρα, μέχρι αχλάδια και βερίκοκα. Πίσω στο χωριό όλα ήταν έρημα την επομένη το πρωί. Για μέρες το σκηνικό δεν άλλαζε. Δειλά δειλά έκαναν την εμφάνισή τους οι πιο θαρραλέοι, απ’ αυτούς που είχαν κρυφτεί στα βουνά και λίγο αργότερα όλοι οι υπόλοιποι. Όλα ήταν όπως ακριβώς τα είχαν αφήσει. Τα σπίτια τους, τα χωράφια τους ήταν εκεί. Ο εχθρός που περίμεναν, αλλά που ποτέ δεν ήρθε, δεν πείραξε τίποτα. Τελευταίοι επέστρεψαν οι νέοι που είχαν πάει με σκοπό να πολεμήσουν. Η υποδοχή τους ανάλογη μ’ αυτήν των ηρώων, ύστερα από νικηφόρα μάχη. 30
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Από νωρίς το πρωί εκείνης της ημέρας, κατόπιν εντολής του κοινοτάρχη, ασβέστωσαν όλες τις γειτονιές και τους δρόμους του χωριού, απ’ όπου θα περνούσαν οι ήρωες. Έτσι τους αποκαλούσαν: ήρωες. Όλος ο κόσμος συγκεντρωμένος στην πλατεία του χωριού ζητωκραύγαζε με ελληνικές σημαίες στα χέρια, και οι μανάδες έταζαν τάματα στους αγίους του τόπου, που για άλλη μια φορά πραγματοποιήθηκαν οι ευχές τους. Όλα πια είχαν επιστρέψει στους παλιούς ρυθμούς, αφού μια γενικότερη σύρραξη με τους απέναντι είχε πια αποφευχθεί.
31
Σ’ ένα νησί τουΟΑιγαίου, ένα ΕΙΔΕ παιδί ΤΟ εξαφανίζεται κάτω από μυστηΑΝΤΡΕΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗ… ριώδεις συνθήκες. Ανάστατοι οι κάτοικοι το αναζητούν. Μάταια όμως... Μια οικογένεια από την Ελλάδα αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Περθ της Αυστραλίας για μια καλύτερη ζωή.
Μια νέα κοπέλα, η Μαρία, που προσπαθώντας να πραγματοποιΣτα 14α γενέθλια του Αντρέα ήταν όλοι εκεί. ήσει τα όνειρά της, εγκλωβίζεται σ’ ένα μυστικό που για οποιαΌλη η γειτονιά είχε μαζευτεί από νωρίς το απόγευμα, δήποτε άλλη γυναίκα αποτελεί το μεγαλύτερο αγαθό.
μέσα και έξω απ’ το σπίτι του. Και κάπου εκείπολλά, ο Φράνσις κι οκαι Μιχάλης. Τα δώρα το ίδιο οι ευχές απ’ όλους. Τα αστεία των φίλων του τον έκαναν χαμογελάσει Το κοινό σημείο και των τριών, η αγάπη και ο να έρωτας. Συναισθήκαι να χαρεί, κάτι μετατρέπονται που ο Αντρέαςσε είχε καιρό πάθος να νιώσει. ματα που δυστυχώς άρρωστο και ανελέΕίχαν πια περάσει δύο χρόνια από τότε που χάθηκε ο ητη εκδίκηση. αδελφός του, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Απλοί άνθρωποι, που του προσπαθούν ισορροπήσουν, υπακούοντας άλλοτε Οι πρώτες μέρες Απρίληνα ήταν εκεί και σε λίγο θα γιόρστην καρδιά και άλλοτε στη λογική. Κάπου, όμως, χάνουν στο ζύγι και οι ρόταζαν το Πάσχα. λοι αλλάζουν. Οι θύτες γίνονται θύματα και το «Σεργιάνι στη ζωή» φέρνει Οι ανθισμένες πασχαλιές, τα ζουμπούλια, οι βιολέτες πίκρα και λύπη.
και το άρωμα απ’ τα πρώτα μπουμπούκια των λουλουδιών θύμιζαν έντονα τον ερχομό της άνοιξης. Τα σχολεία είχαν κλείσει για τις διακοπές της Λαμπρής, και όλα τα παιδιά βοηθούσαν στον καθαρισμό και το στολισμό των εκκλησιών του χωριού τους. Κάθε παιδί, μετά τη λήξη της λειτουργίας την Κυριακή του Λαζάρου, πήγαινε στην ενορία της γειτονιάς του και ο παπάς του ανέθετε κάποιες εργασίες που θα έπρεπε να κάνει τη Μεγάλη Εβδομάδα. 32