Τάκης Σκανάτοβιτς
Ταξιδεύουμε χωρίς επάνοδο; Do we travel without return? Ποίηση
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΝΟΔΟ; Τάκης Σκανάτοβιτς Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Ανδρέου © Copyright: Τάκης Σκανάτοβιτς Χρυσολωρά 3, Αθήνα 114 73 Τηλ.: 210-3300233 © Copyright Έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός - Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης, 2010 Ιούλιος 2010 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ • Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-578-7
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΝΟΔΟ;
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ:
— Κύτταρο, Ποίηση, 1970 — …Όμως την άνοιξη, Ποίηση, 1972 — Mens rerum, Ποίηση, 1975 — Κάποτε σ’ έναν πλανήτη, Ποίηση, 1978 — Οι λέξεις κι ο βοηθός μου, Ποίηση, 1981 — Η Ακρόπολη των πηγών, Ποίηση, 1983 — Μυριώνυμη Ποίηση, Ποίηση, 1986 — Πέτρα από ψυχή, Ποίηση, 1990 — Πρώτα τα φτερά, Αφηγήματα, 1990 — Η κιβωτός των μυστικών, Ποίηση, 1994 — Μπλε καρέκλα στο φεγγάρι, Ποίηση, 1995 — Βελλεροφοντίνα (Μούσα μεταφυσική), 1996 — Στίχοι σε εύοσμο κίτρινο, Ποίηση, 1998 — Καταχρηστικά δοκίμια περί Φαντασίας και άλλα, Πεζό, 1999 — Η αυτοκτονία του Χρόνου, Ποίηση, 2000 — Το χρονικό μιας διάρρηξης, Διηγήματα, 2001 — Αργυρόηχα πορτρέτα, Ποίηση, 2003 — Απρόοπτη Πρόζα, Πεζό, 2004 — Νάρκισσος Θεός, Ποίηση, 2006 — Poems, Anglogreek poetry, Δίγλωσσες Εμπνεύσεις, 2007 — Σ’ αγαπώ, Πατρίδα μου Γη!, Ποίηση, 2007 — 5+1 παραμύθια για τα εγγόνια μου, 2008 — Το πλησίασμα των Άκρων, Ποίηση, 2008 — Τροχοσανίδα του Έρωτα, Ποίηση, 2009 — Ταξιδεύουμε χωρίς επάνοδο;, Ποίηση, 2010
ΤΑΚΗΣ ΣΚΑΝΑΤΟΒΙΤΣ
Τ ΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ Χ ΩΡΙΣ Ε ΠΑΝΟΔΟ;
Do we travel without return?
Ποίηση
IΩΛΚΟΣ
Στον άγνωστο Νου, που διέπει το αιώνιο πληθωριστικό Πολυσύμπαν
Άνοιξες την πόρτα σου ΠΟΙΗΤΗ και βγήκα, έξω από το Σπίτι σου. Μέσ’ απ’ το τζάμι ενός παράθυρου είδα, στης γκρίζας σου να εισβάλλεις Μοναξιάς την ανεπίστροφη παγίδα. Κι αφουγκράστηκα, την ψύχρα μιας ανύπαρκτης καρδιάς. Τ.Σ.
NIOBH Στο Γιώργο Πετρόπουλο
Ένα ψάρι, με μια χαντρούλα μάτι προτού ν’ αγκιστρωθεί μ’ αφαλοκόβει. Θα με πάρει, στης Θούλης το παλάτι υπνοταξιδευτή για τη Γλασκώβη. Μα στο Μπάρι, με πιάνει το γινάτι κι ανακάμπτω. Στροφή, πίσω στη Νιόβη! 1
1. Ακολουθεί απαλότερο, ελεύθερο recitativo: «Να με περιμένεις! Ω, μάνα Ελληνίδα μη θρηνείς! Δε χάθηκαν τα τέκνα σου έγκλειστα –Νιοβίδες άρρενες και θήλειες– ζουν, σ’ ευρωπαϊκά αρχαιοπρεπή μουσεία».
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Για την αγάπη του συμβολισμού, του σουρεαλισμού και μιας ξεχωριστής ονειρικής κι εξωπραγματικής δομής, που δεσπόζει στην παρούσα συλλογή.
Πιστεύω
ότι σε όλους τους ανθρώπους αρέσει η ποίηση. Ότι και οι πιο αμύητοι αναγνώστες της έχουν στο βάθος τού είναι τους απίστευτες κρυφές ευαισθησίες υποκειμενικού λυρισμού, που ευφραίνουν την ψυχή. Κάποιοι απ’ αυτούς αφού συγκινηθούν με τη βατή κατανοητή σου ποίηση στην αρχή και σ’ ευχαριστήσουν, φτάνοντας πιο πέρα σε κάποιους αδιανόητους στίχους υπερρεαλιστικής ποίησης, εντούτοις, όσο ευχάριστα κι αν τους ξαφνιάσουν με τον άσχετο κι εκπληκτικά πρωτότυπο εικονοπλαστικό τους παραλογισμό, απογοητεύονται και παραιτούνται. Τότε, ευγενικά, σου δηλώνουν ότι δεν μπορούν να σε καταλάβουν. Ο υπερρεαλισμός, εκεί όπου ξεσπάει, είναι μια ποίηση πιο ρεαλιστική κι απ’ ό,τι σημαίνει η πραγματικότητα του «ισμού» της. Δηλαδή, μια ποίηση υπέρ-πραγματική. Ένας «ισμός» που δε σβήνει, παραμένοντας διαχρονικός. Ένα κίνημα που συνδράμει με το Παράλογο. Λένε, ότι μια μέρα χωρίς μια παράξενη ανακάλυψη, δηλαδή χωρίς μια ιδέα παράλογη, είναι μια χαμένη μέρα. Κι ότι όσοι προσπαθούν και πετυχαίνουν το παράλογο, θεωρούνται ότι πέτυχαν το ανέφικτο και το ακατόρθωτο. Ότι ο υπερρεαλισμός είναι μια αναπνοή· έστω ενός μινιμαλιστικού, πλην ατελεύτητου ρυθμού. Τα παραπάνω φαντάζουν σαν διαφήμιση που ίσως να παρα
πλανεί. Κι έτσι θα παρέμεναν αν δεν εξηγούνταν μερικά πράγματα. Όχι βέβαια για την ιστορία του κινήματος. Αυτή, λίγο ως πολύ, όλοι τη γνωρίζουν. Όπως και την προηγηθείσα, του κινήματος του συμβολισμού. Αλλά για κάτι άλλο που ελπίζω να ικανοποιεί την περιέργεια και την απορία για το πώς γίνεται ένας ευαίσθητος άνθρωπος να μην μπορεί να καταλάβει ένα ποίημα σουρεαλιστικό. Ποια η σημασία του δηλαδή και μήπως υπάρχει και ακολουθείται μια ορισμένη γραμμή. Μια θεωρία. Ότι σ’ αυτή θα πρέπει πρώτα να μυηθεί κανείς, για να πιάνει το νόημα. Εδώ είν’ η παρεξήγηση. Το νόημα, και αν κάποιο αναδυθεί στην επιφάνεια του ποιήματος που άλλο δεν είναι από ένα υποκειμενικό ενός συγγραφέα δημιούργημα, χωρίς ν’ αποτελεί στόχο ή σκοπό συγκεκριμένο σημασιολογικά, είναι μόνο ανάλογο με τον παλμό των χορδών ή τον ήχο της καμπάνας που διαθέτει, τις γνωστικές τουτέστι εμπειρικές και ψυχικές του προσλαμβάνουσες ο ίδιος ο αναγνώστης. Έτσι, το νόημα θα πάρει το χρώμα της έννοιας που αφομοιώνεται και συμφωνεί με την ιδιοσυστασία τού παρατηρητή αναγνώστη ή ακροατή όταν το έργο απαγγέλλεται, και θεατή όταν πρόκειται για έργο εικαστικό. Η ουσία δε του νοήματος έγκειται, κυρίως, στην ελεύθερη έκφραση που αυτόματα και απροσχημάτιστα ενδέχεται να αναβλύζει από τα βάθη τού ακαθόριστου υποσυνειδήτου ενός δημιουργού. Προσθέτω όμως ότι τα πάντα θα απορρέουν από ποικίλα ερεθίσματα, τόσο της πραγματικής όσο και της φανταστικής ζωής των όντων. Τίποτα δεν καλουπώνεται και δεν επεξηγείται –ούτε και πρέπει– από τον ίδιο τον εκφραστή που χαίρεται, χωρίς να συγκρατεί ούτε λέξη, ούτε εικόνα απ’ την περιγραφή που αποτυπώθηκε κι εξωραΐζει τη βιβλιοσελίδα, καταθέλγοντας το διαβαστή. Έτσι, μπορούν να συμμειγνύονται ψυχισμοί ποικίλων αποχρώσεων, που θα αφορούν κάθε φορά στην αοριστία ενός ατομικού, πρωτάκουστου υπερρεαλισμού. Στην παρούσα ποιητική συλλογή, μετά από κάποια εύληπτα, περιεσκεμμένα ποιήματα, ακολουθούν σελίδες πεζού λόγου καθαρής ονειρικής φαντασίας. Μιας φαντασίας εξωπραγματικής. 10
Ωστόσο, προς το τέλος του Β΄ Μέρους, ο πεζός λόγος μετουσιαστικά ξανακυλάει σε έναν καθαυτό ορθόφρονα λυρισμό, καίτοι ανάγεται στην εξωπραγματική ιδέα μιας ποιητικής πρόζας που έχει προηγηθεί. Πιστεύω εδώ ότι αυτή η εξπρεσιονιστικά ονειρική κι εξωπραγματική αφήγηση με ορθή ή πεζολογική ποίηση ούτε σχετίζεται, ούτε συγχέεται με τον υπερρεαλισμό. Γαλλιστί, θα μπορούσε να ονομαστεί «hors-réalisme onirique» και ελληνιστί «ονειρικός εξωπραγματισμός». Ή απλά: «Ορρεαλισμός». Τ.Σ.
11
Α΄ ΕΡΩΤΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΖΩΗ
ΠΑ-ΡΟΣ, ΘΕ-ΡΟΣ, EROS Το καλοκαίρι αυτό, θ’ αποκηρύξουμε την άνεση πολυτελών ξενοδοχείων. Με το άσβεστο χαμόγελο της ευτυχίας μες στην καρδιά, με την Ευτέρπη, ανεμπόδιστα να ιερουργεί μες στην ψυχή. Καλή μου, θα περιπλανηθούμε στον αγρό με τα κομμένα στάχυα. Στη γαλάζια θάλασσα, με το άρωμα απ’ της Πάρου την απλόχερη εξοχή θα κολυμπήσουμε. Στου πεύκου το φωτοδιάστικτο ίσκιο θ’ αποκοιμηθούμε, ψιθυρίζοντας τα λόγια του έρωτα: «Δε θα με ξαναδείς, μην κλαις, δε θα σε ξαναδώ! Τυλίγομαι μες στ’ όνειρο και φεύγω γαντζωμένος απ’ τη σκέψη σου κι απ’ τη μορφή σου. Γιατί ποτέ δεν ήθελα, ούτε το θέλω να σ’ αφήσω. Γιατί ποτέ δεν μπόρεσα, ούτε το μπορώ να σε προδώσω!».
15
ΚΟΚΚΙΝΑ ΝΥΧΙΑ ΜΕ ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΕΣ Η ματιά του έχασε πια την προοπτική της. Όχι, όχι η ψυχή του. Αυτή μπορεί να διακρίνει ακόμα καθαρά το κοντινό ή το μακρινό. Το ρηχό ή το βαθύ. Ενώ πασχίζει κυριολεκτικά να ξεχωρίσει –εκτός αν δεν το επιθυμεί– το αληθινό απ’ το ψεύτικο. Αν φερειπείν, γοητεύτηκε απ’ τα κόκκινα τα νύχια με τις πασχαλίτσες, της ωραίας φοιτήτριας και τα ερωτεύτηκε. Φιλάει τα δάχτυλα. Φιλάει τα χέρια της τ’ αληθινά και τα ερωτεύεται. Τα χέρια που τον χάιδεψαν. Το σώμα της το ευωδιαστό! Ξαναγυρίζει ο προαιώνιος Έρωτας; Αν είναι δυνατόν! Και όμως! Αχ, αυτός ο Έρωτας! Ο Έρωτας!
16
ΤΟ ΠΑΣΧΑ (τουλάχιστον) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΤΑΣΣΕΤΑΙ 1 ... θανάτω Θάνατον πατήσας
(Απ’ τον ύμνο της Ανάστασης)
Η φιλοσοφία ξυπνάει το πνεύμα μου. Μακραίνει τη γλυκιά ζωή. Δεν τη μικραίνει μίζερη, πικρή, όπως δρα ένα βαρβιτουρικό. Ο Τίβουλλος, Λατίνος ελεγειακός ποιητής του α΄ αιώνα προ Χριστού, πεθαίνει 32 ετών, λίγο πριν το τέλος του ίδιου αιώνα. Ο Θάνατος, ο επίβουλος, τον ήθελε να του σκαλίσει μια σεπτή ελεγεία στην πλάκα του. Πριν τον πατήσει με το θάνατο και την Ανάστασή του ο γιος του Θεού. Έτσι παρέρχεται κι η ως τότε δόξα του Θανάτου. Sic transit gloria mortis!2
1. Ο κ. Tony B. εντούτοις δήλωσε, ότι δε μετανιώνει που ένα Πάσχα στη Σερβία, δε διέταξε να παταχθεί ο Θάνατος. 2. Mors – mortis = θάνατος - θανάτου. Απ’ τη λατινική ρήση: Sic transit gloria mundi = Έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου. Εδώ, του Θανάτου.
17
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΛΑΓΝΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΗ Σαρακοστιανές νηστείες και Πάθη
Έκφοβοι1 οι ανάμβατοι2 ίπποι κάλπαζαν στις νάπες3. Τρόμος αποσκύθιζε4 τις κεφαλές θνητών. Στρουθοκαμήλιζαν οχυρωμένοι στις στενοποριές, με τον τριγμό5 στα δόντια οι κοιλόφθαλμοι6 κρονόληροι7 με διάττοντα άλγη8 εκπέμποντας ιυγμούς9 οδύνης. Αφουγκράζονταν χοριαμβική10, του ίστορα ευαγγελιστή Λουκά το διάλογο Ιησού – Πιλάτου... «Και τι σημαίνει ΑΛΗΘΕΙΑ, ω, Ραββί;». Ο Χριστός τον κοίταζε βαθιά στα μάτια δίχως να αποκρίνεται. Κι ήταν το βλέμμα αυτό η Αλήθεια του Θεού, που δεν την έβλεπε ο Ρωμαίος... Ίφθιμες11 τρεις Ιουδαίες δάκρυζαν μύρο στις πληγές του Ανθρώπου. ........................................................................... Μετά 2000 χρόνια επιγουνίδιοι12 οι πιστοί πριν απ’ το θείο ανάμα13 αποσιτούνται14. Αυθύμνητοι15, επιβοώντες16 σε κωφάλαλους αγίους προσεύχονται. Και άλλοι, κάτω απ’ τη σεμνόθεσμη17 έρπουν Τράπεζα ιερόσυλοι και εποίκιστοι18. Απ’ το Θόλο της Μετάληψης ο Πανθορών19 θα ξεδιψάσει μ’ άκρατες20 σπονδές, κραυγάζουσες: «IN VINO VERITAS!»21, τις άδολες ψυχές. 1. Περίτρομοι. 2. Χωρίς αναβάτη. 3. Δασώδεις κοιλάδες και φαράγγια. 4. Αφαιρούσε το τριχωτό. 5. Τρίξιμο. 6. Με βαθουλωτά μάτια. 7. Ξεμωραμένοι γέροι. 8. Ξαφνικοί οξείς πόνοι. 9. Κραυγές. 10. Πόδες συγκείμενοι εκ τροχαίου και ιάμβου (ποίηση). 11. Χαριτωμένες, ευπρεπείς. 12. Καθήμενοι στα γόνατα. 13. Οίνος μετάληψης. 14. Υποβάλλονται σε ασιτία. 15. Αυτοϋμνούμενοι. 16. Με δυνατούς ψαλμούς. 17. Ιεροπρεπούς χρήσης. 18. Αξιοθρήνητοι. 19. Τα πάντα ορών Θεός. 20. Ανόθευτες. 21. Ιν βίνο βέριτας (λατ.) = Στον οίνο η αλήθεια.
18
ΜΟΥΣΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Της Ποίησης η Μούσα, είναι καλό, να μην υποκύπτει στη μονοτονία στοιχείων όπως αυτά που ακολουθούν: Πρώτον, σε μια συθέμελη κατάργηση της στίξης. Δεύτερον, ο κάθε στίχος της να ξεκινά με Κεφαλαίο. Τρίτον, στανικά, κι όταν ο οίστρος της δεν το απαιτεί, πάση θυσία να τηρεί μια φόρμα με της ρίμας την παράδοση και με την περιττή των Αλεξανδρινών πνευματοπολυτονικότητα. Ω, πόσοι άγιοι των Γραμμάτων της Ακαδημίας των Αθηνών βλέπουν βγαλμένους επιστήμονες τα εγγόνια τους που προχωρούν στο δρόμο του πολιτισμού και της αλήθειας, να μειδιούν διακριτικά σε τούτο το στοιχείο, που ευτυχώς δεν τα βασάνιζε και δεν τα προβλημάτιζε στιγμή, το χρόνο τους να ροκανίζει τον πολύτιμο. Τη μάταιη πολυτέλεια, που δεν έτυχε ν’ ασχοληθούν: Με πνεύματα και τόνους διαφορετικούς πάνω απ’ τις λέξεις, και υπογεγραμμένες κάτωθι ως πεσσούς μιας προσωδίας αχρηστικής, σκοντάφτοντας στην υποτακτική ενός ρήματος, ν’ αλλάζουν στην κατάληξη της λέξης το φωνήεν σε ήτα και σε ωμέγα. Εν κατακλείδι, εκδήλως ή υπαινικτικώς, το ποίημα να θυμίζει υπογραμμίζοντας, ότι ό,τι σου απαγγέλλει ξύπνα! είναι «η» Ποίηση. Μη δε μοσκοβολάει αλλιώς το γιασεμί, δεν τραγουδάει τ’ αηδόνι στον γκρεμνό, μη και δε λάμπει το φεγγάρι το ασημί, στο νυχτογάλανο ουρανό.
19
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗ Είπα στον εαυτό μου: Ένα δημιούργημα οποιοδήποτε, ένα ποίημα, ένα σχέδιο, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια σύνθεση, ένα αρχιτεκτόνημα, είναι ένα συμβάν. Ένα γεγονός που ενέχει ιστορία και συναίσθημα. Εσύ να φέρνεις στην επιφάνεια αν μπορείς και να σχολιάζεις ή ν’ αντιπαραβάλλεις το συναίσθημα του δημιουργού, σε συνάρτηση με το προσωπικό συναίσθημα που σου προξένησε, κι όχι την ιστορία του. Η ιστορία είναι συνήθως πεζογράφημα για τον περίγυρο. Το συναίσθημα είναι μέσα σου, στον εσώτερο χώρο, της Ποίησης. Διαβάζοντας λοιπόν στην πρόσφατη συλλογή τού Γιάννη Κορίδη «Κλειστός Χώρος» το έξοχο ποίημά του με τίτλο «Νίκος Καραντηνός – 27 Ιουνίου 2008» με ένα δικό μου σχόλιο στη συνέχεια, διαπιστώνω το σφιχταγκάλιασμα των συναισθημάτων του δημιουργού με τα δικά μου. Το πώς δηλαδή μπορεί να προεκταθεί στο διηνεκές η τέχνη με ενδεδειγμένο σχολιασμό και κριτική στο αναγνωσματοποιηθέν ποιητικό συμβάν που ακολουθεί: «Τον αποχαιρετίσαμε όπως του άξιζε / σύντροφοι παλιοί νέα παιδιά συναγωνιστές / σαν μια οικογένεια σφιχτά δεμένοι / ακουμπώντας στο φέρετρο ανεβήκαμε τα σκαλιά / ως εκεί που φτάνει ο άνθρωπος. Ο νεκρός μάς άκουγε μας έβλεπε / χαμογελούσε με τη φλύαρη σιωπή του / όπως γίνεται πάντα με τους γενναίους / τους ασυμβίβαστους που κόβουν το ψωμί τους στα δύο / κι έχουν τον καλό λόγο για προσευχή. Τον αποχαιρετίσαμε όπως του άξιζε / όχι με δάκρυα / όχι με παρακάλια / όρθιοι δίπλα του ομοτράπεζοι. Του αντρειωμένου η καρδιά βάλσαμο δε θέλει / αετός πετά και σκίζει τα ουράνια». Έτσι περίπου, πάνε χρόνια, στη Λαμία, στο σπίτι του εξαδέλφου μου καθίσαμε «ομοτράπεζοι», οι συγγενείς και οι φίλοι, πλάι στο φέρετρο της μάνας του να καλοφάμε και 20
να πιούμε κατά το έθιμο πριν απ’ το κατευόδιο. Ήταν η πλούσια αδελφή της μάνας μου η δική του. Η δική μου ήταν φτωχή. Και τώρα από ψηλά μας ένευε. Η άνασσα, η σεπτή, είχε φύγει πρώτη. Μόλις είχε πέσει η Χούντα. Και της έλεγα: «Μητέρα, να μη βιάζεσαι να φύγεις, τώρα που της δουλείας το καθεστώς αποτινάχτηκε θα έρθουν καλύτερες ημέρες». Μα δε μ’ άκουγε... Ο ξάδελφός μου σήκωσε διακριτικά ένα ποτηράκι με κρασί να πιει. Κι ήταν η ευχή του ανείπωτη και μυστική. Διστακτικός και ακατατόπιστος εγώ, σηκώνω το δικό μου και τσουγκρίζοντας, «να ζούμε ξάδερφε, να τη θυμόμαστε» είπα. Κι ήταν ο ήχος από το γυαλί εκκωφαντικός. Και σαν ομοβροντία εκτελεστικού αποσπάσματος είχαν στραφεί τα βλέμματα όλων καταπάνω μου. Σηκωθήκαμε όλοι, δούλοι του θανάτου για το κοιμητήριο. Κι αναρωτιόμουν, εάν θα ήταν εφικτή χωρίς δουλεία ποτέ, μια αληθινή Δημοκρατία στον κόσμο.
21
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ... Στην Ολυμπία Καράγιωργα
...είχε προτείνει στον ποιητή: — Ο κάθε στίχος σου, ακόμα κι αδιανόητος, να έχει ουσία. Βάθος, σοφία και χάρη. Είναι των παραστάσεων τα σπουδαία προσόντα, όπου πρωταγωνιστούν οι Λέξεις σου και οι Λόγοι σου που συντελούν προοδευτικά στην άξια αναγνώρισή σου από τους ισχυρούς ειδήμονες, έως και τη βράβευσή σου, εφόσον συναινέσει η Τύχη. — Τι είδους Τύχη, Δάσκαλε; — Όχι βεβαίως των αστεριών του σύμπαντος, αλλ’ ατυχώς, μιας υποκριτικής του ανθρώπου σαρκικής συνείδησης η προεσκεμμένη Σύμπτωση. — Ε, να γιατί κι εγώ γι’ αυτό λοιπόν αδιαφορώ. Ανέκαθεν αδιαφορούσα για όποια διάκριση ή βραβείο, δίχως ποτέ να παραιτούμαι ή ν’ αφαιρώ με αυταρχισμό στον εαυτό μου το δικαίωμα ν’ ασχολείται ατομικά, μ’ αυτήν την εγνωσμένη πεμπτουσία της Τέχνης.
22