ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 1945-1974
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ 1945-1974 Γιώργος Καπράνος Διορθώσεις: Τζένη Γεωργαντά Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Εποπτεία έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Γιώργος Καπράνος Νοέμβριος 2010 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-594-7
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ 1945-1974
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔIΟΥ:
— Όταν βρέχει να κοιτάς ψηλά, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2004 — Νιοράντες και άλλες Κορφιάτικες κωμικοτραγικές ιστορίες, Νουβέλες, Απόστροφος, 2004 — Θα με βρεις στον αστερισμό του Ωρίωνα, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2006 — Φλογισμένοι δρόμοι, 1897-1922, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2007 — Η δοκιμασία, 1922-1945, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2009 — Τα χρόνια της απόγνωσης, 1945-1974, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2010
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
ΤΑ Χ ΡΟΝΙΑ ΤΗΣ Α ΠΟΓΝΩΣΗΣ 1945-1974
Ιστορικό Μυθιστόρημα
ΙΩΛΚΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το μυθιστόρημα «ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ, 1945-
1974» αποτελεί το τρίτο μέρος μιας ιστορικής τριλογίας.
Διαδραματίζεται στις δύσκολες και άγριες μέρες της μεταπολεμικής περιόδου, της εμφύλιας σύρραξης, τα χρόνια του εθνικού διχασμού και της απόγνωσης που ακολούθησε. Παρακολουθούμε τα πέτρινα χρόνια της άγριας εκδίκησης των νικητών σε βάρος των ηττημένων. Τις εξορίες, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τις πολιτικές διακρίσεις, τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων της δεξιάς και την πολιτική άνοιξη του 1963-64. Μια άνοιξη που κράτησε πολύ λίγο, για να ακολουθήσει το Βασιλικό πραξικόπημα του 1965. Η πολιτική αποστασία και οι κυβερνήσεις των αποστατών που ολοκλήρωσαν τον ευτελισμό της πολιτικής ζωής και προετοίμασαν το έδαφος που οδήγησε, μοιραία, στην κατάλυση της Δημοκρατίας και στην επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης παρακολουθεί το δράμα του λαού, την πολιτιστική γελοιότητα και πνευματική κατάπτωση των ξενοκίνητων δικτατόρων. Τις νέες φυλακίσεις, την καθεστωτική τρομοκρατία, τις νέες εξορίες, τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια. Μεταδίδει μέσα από τις σελίδες του τον παλμό και την ελπίδα που έφερε ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου, γεγονός που οδήγησε μετά την κυπριακή τραγωδία στην πτώση της δικτατορίας και στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα έχει μια σημαντική αποστολή. Να οδηγήσει τον αναγνώστη σε κάποια συναισθηματική σχέση, σε μια ψυχολογική ταύτιση με τους ήρωές του και με τις εποχές που διαδραματίζεται η δράση του. Μέσα από αυτήν την ταύτιση περνάει η ιστορία και γίνεται γνωστή και προσιτή στους φίλους του βιβλίου, της γνώσης και της αυτογνωσίας. Οι ήρωες αυτού του μυθιστορήματος είναι απλοί άνθρωποι. Είναι αυτοί που πληρώνουν πάντα το κόστος των πολιτικών και κοινωνικών αναστατώσεων. Λειτουργούν και βιώνουν όλες τις πολιτικές εξελίξεις και, όπως είναι φυσικό, είναι αυτές που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ζωής και του μέλλοντός τους. Η προσέγγιση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων της κρίσιμης τριακονταετίας, στην οποία εκτυλίσσεται η δράση του μυθιστορήματος, έγινε με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική πραγματικότητα και την –χωρίς πάθος– αναζήτηση της αλήθειας. Παράλληλα με τη μυθιστορηματική δράση των ηρώων του βιβλίου, αναδεικνύονται και πολλές άγνωστες σελίδες των τραγικών γεγονότων εκείνων των εποχών. Η «γηραιά κυρία», η ιστορία, αποκαλύπτει πρόθυμα τα μυστικά της, αρκεί να υπάρχει η αναγκαία χρονική απόσταση, στοιχείο που εξασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την ανάδειξη όλων των πτυχών του μεγαλείου, αλλά και της ανθρώπινης αθλιότητας, που τη συνθέτουν και τη σημαδεύουν. Ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Γιάννης Σταματίου, δικηγόρος και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, φέρνει στο μυθιστόρημα ένα μέρος από το ενδιαφέρον παρελθόν του. Δημοκράτης και φιλελεύθερος, είχε ακολουθήσει στα νεανικά του χρόνια το όραμα του Βενιζέλου και της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Έζησε το μεγαλείο εκείνης της εποχής, αλλά και την οδύνη της ταπείνωσης και της καταστροφής του Ελληνισμού της Ιωνίας. Δοκίμασε όλες τις δραματικές συνέπειες που είχε αυτή η εθνική τραγωδία, καθώς και τα μετέπειτα γεγονότα
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης, της απελευθέρωσης και του Εμφυλίου. Βίωσε με βαρύ προσωπικό κόστος τις τραγικές και ταραγμένες εποχές που ακολούθησαν. Παρακολουθούμε σε όλες τις φάσεις του εθνικού δράματος τις προσπάθειες που κάνει ο Γιάννης Σταματίου για να προστατέψει τα παιδιά του, τον Κωνσταντίνο και την Κλειώ, αλλά και όσους αγαπάει, από τους κινδύνους και από τους άσκοπους –όπως αυτός πιστεύει– ηρωισμούς. Όμως οι άνεμοι του μίσους και της καταστροφής αποδείχτηκαν ισχυρότεροι από τη λογική, και έτσι η οικογένεια Σταματίου δοκιμάστηκε σκληρά και ανεπανόρθωτα από δύο απώλειες. Ο γιος του ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε στις μάχες του Γράμμου λίγο πριν από το τέλος του Εμφυλίου, υπηρετώντας το Δημοκρατικό Στρατό, και ο αδελφικός του φίλος, ο Γιώργος Παπαδέλλης, εκτελέστηκε μετά από την καταδίκη του στο στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης. Δύο απώλειες που του σημάδεψαν τη ζωή και επηρέασαν ριζικά τα συναισθήματα και τη στάση της ζωής του. «ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ, 1945-1974» συναντάμε ακόμη και ένα μεγάλο αριθμό υπαρκτών, αλλά και μυθιστορηματικών προσώπων που με τη δράση τους φωτίζουν με πληρότητα τις κρίσιμες αυτές εποχές, μέχρι και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, μετά το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η ζωή, η δράση, τα αισθήματα, οι ιδέες, τα πάθη, οι τραγικές εποχές, το μεγαλείο και η μικρότητα των ανθρώπων κυριαρχούν στις σελίδες του έργου. Οι ήρωες του μυθιστορήματος μας επιτρέπουν να δούμε με ανθρώπινη ματιά τα ιστορικά γεγονότα και ίσως έτσι δοθεί η δυνατότητα στον αναγνώστη να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, που οδηγούν αποτελεσματικά στη χρήσιμη για τον καθένα μας αυτογνωσία. Γ.Κ.
1
Ακούστηκαν άγρια ποδοβολητά, φωνές, βλαστήμιες· έξω, απ’
την πλευρά του δρόμου, και ξαφνικά επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ο Στέλιος Γιαννίδης ξύπνησε ταραγμένος. Ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια και κοίταξε το ρολόι του στο μισοσκόταδο. «Τα ίδια και τα ίδια. Δεν έχει τέλος αυτός ο εφιάλτης. Αν κάποτε τελειώσει, θα χρειαστούν ολόκληρες δεκαετίες για να ηρεμήσει ο τόπος από τα μίση, πάθη και εχθρότητες. Το αίμα που χύνεται δεν ξεχνιέται εύκολα. Ο Εθνικός διχασμός που ήρθε σαν κατάρα, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεχίζεται μέχρι και μετά τη λήξη του Β΄ Πολέμου και κανείς δεν ξέρει πότε και αν θα τερματιστεί αυτή η αγριότητα του θανάτου και της καταστροφής. Αυτά που βλέπω, ακούω και ζω κάθε μέρα στους δρόμους, στην εφημερίδα και στα κυβερνητικά γραφεία που κάνω ρεπορτάζ είναι απίστευτα για την κοινή λογική. Η φρίκη των Δεκεμβριανών δε θα λησμονηθεί εύκολα. Οι τρύπες που άνοιξαν στους τοίχους των περισσότερων σπιτιών της Αθήνας οι οβίδες και οι όλμοι, όλα αυτά τα ερείπια, θα χάσκουν για δεκαετίες σαν ανοιχτές πληγές και θα μας θυμίζουν τις μέρες της Αποκάλυψης που περάσαμε. »Μέσα σ’ όλα έχω και την έγνοια της μάνας μου και των κοριτσιών. Μια μάνα χήρα και δύο αδερφές, στους πέντε δρόμους. Το σπίτι μας στην Κέρκυρα, στην πάνω πλατεία, έπεσε κι αυτό θύμα των βομβαρδισμών των συμμάχων. Άδειασαν τις βόμβες τους απάνω στα σπίτια και στα μνημεία της Κέρκυρας, ακόμα και στο ονομαστό της θέατρο και σκότωσαν αθώους ανθρώ11
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
πους. Οι Γερμανοί ήτανε καλά καλυμμένοι, οι άμαχοι πήραν το μάθημα θανάτου από τους «πολιτισμένους» συμμάχους μας. Ξεσπιτώθηκαν οι δικοί μου και μέχρι να φύγουν οι Ούννοι δεν μπορούσα να έχω ούτε ένα γράμμα τους. Δε λειτουργούσαν τα ταχυδρομεία. Δεν ήξερα τίποτα για τη συμφορά που μας βρήκε. Η μάνα και οι αδερφές μου καταφύγαν στο Γαστούρι, στο σπίτι μιας κουμπάρας μας. Χάθηκαν τα πάντα από το σπιτικό μας και τώρα μου γράφουν πως δεν έχουν κανένα λόγο για να παραμείνουνε στο νησί. “Πεινάμε” μου γράφουν οι αδερφές μου. Θέλουν να έρθουν στην Αθήνα. Θα μπουν κι αυτές στο ποτάμι της φυγής, που κάποιοι ηλίθιοι ονόμασαν κύμα αστυφιλίας. Δε φτάνουν τα βάσανα του κόσμου και η εσωτερική προσφυγιά, υπάρχουν κι αυτοί που πάνε να εξωραΐσουν την κατάσταση με ωραίες εκφράσεις. Αντί να πούνε πως ο λαός στις επαρχίες φεύγει αλλόφρων για να σωθεί, τον παρουσιάζουν σαν εραστή του “άστεως”. Λες και τους έπιασε ομαδική παράκρουση και αποφάσισαν όλοι μαζί να εγκαταλείψουν τα σπίτια, τις περιουσίες και τις ρίζες τους και να έρχονται στην Αθήνα για μια καινούργια ζωή. Τα έγραψα όλα τούτα χθες σε άρθρο μου στην εφημερίδα, αλλά δε βαριέσαι. Ποιος ακούει; Ένα καμίνι φωτιάς είναι ο τόπος, έτοιμο να μας καταπιεί όλους. Δεν ξέρω τι να κάνω. Θέλω να έρθουν οι δικοί μου, με όλη μου την καρδιά το επιθυμώ, αλλά πού και πώς, θα βολευτούμε όλοι μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο. Ας έρθουν με το καλό και βλέπουμε. Μόνο που πρέπει να πάω στην Πάτρα για να τις παραλάβω. Η μάνα μου με θερμοπαρακάλεσε στο γράμμα της να τις περιμένω στο λιμάνι της Πάτρας. Τώρα το πώς θα φτάσουν στην Πάτρα δεν το ξέρω. Κάποιος σκυλοπνίχτης, κανένα καΐκι θα τις φέρει; Θα δούμε. Τους έγραψα να με ειδοποιήσουν έγκαιρα. Το κακό είναι πως τα καράβια δεν περνάνε από τον Ισθμό της Κορίνθου. Οι Γερμανοί φρόντισαν φεύγοντας να τον φράξουν με βαγόνια τρένων που τα ανατίναξαν και τα πέταξαν στη θαλάσσια δίοδο του Ισθμού. Έτσι έκοψαν την Ελλάδα στα δύο. Για να πάω τώρα στην Πάτρα με το τρένο, χρειάζομαι δύο μέρες. Μια να πάω και μια να γυρίσω, φέρνοντας μαζί μου τους δικούς μου. Άγριες περιπέτειες και χρονοβόρες. Με τι μούτρα να ζητήσω απ’ τον 12
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
αρχισυντάκτη άδεια δύο ημερών; Τα γεγονότα τρέχουν και η εφημερίδα πρέπει να τα προλαβαίνει όλα. Η μόνη λύση θα είναι να δικαιολογήσω την απουσία μου με κανένα ρεπορτάζ από την Πάτρα ή από κάποιο άλλο μέρος της Πελοποννήσου. Θα δούμε πώς θα τα καταφέρω». Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στην οδό Ακομινάτου, με προορισμό το Πολιτικό Γραφείο της κυβέρνησης. Ανηφορίζοντας την οδό Πανεπιστημίου συνάντησε το φίλο του Σταμάτη Λουκίδη, συνάδελφό του, δημοσιογράφο της εφημερίδας «Εμπρός». Αυτός όταν τον είδε του φώναξε: — Φουλαριστό σε βλέπω σήμερα, Στέλιο. Είσαι στα πάνω σου. Η «Ελευθερία» είναι από σήμερα στα πράγματα. Κεντρώα κυβέρνηση στην εξουσία και όλοι εσείς, το «τσούρμο» της εφημερίδας, αποτελείται μέρος της. Τώρα που έχεις τα μέσα, φίλε, μην ξεχάσεις κι εμένα. Μπορεί να δουλεύουμε σε αντίπαλες εφημερίδες, αλλά είμαστε φίλοι κι αδερφοί από το πανεπιστήμιο. — Έλα να πιούμε έναν καφέ στο «Πανελλήνιο» και ας πάμε σε λιγάκι στην ενημέρωση του Υπουργείου. Προλαβαίνουμε, έχουμε τουλάχιστο μια ώρα στη διάθεσή μας. Κάθισαν στο βάθος της αίθουσας σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι. — Στέλιο, τι γνώμη έχεις για τα γεγονότα; Ο Σοφούλης θα τα καταφέρει να πάει τη χώρα σε εκλογές χωρίς αναβολές και παρατράγουδα; — Σταμάτη, ας μην είμαστε αφελείς. Αυτόν έχρισαν πρωθυπουργό οι Άγγλοι. Αυτός εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς τους για τη διενέργεια εκλογών. Μια κυβέρνηση του Σοφούλη μπορεί να πετύχει την αποδοχή της αριστεράς στο σύνολό της. — Έχεις δίκιο. Αν διαβάσει κανείς αυτά που σούρνει ο «Ριζοσπάστης» στο Δαμασκηνό θα καταλάβει πολλά. Γράφει επί λέξει: «Χθες στις δέκα το βράδυ, ο δωσίλογος Μακαριότατος Δαμασκηνός αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του από την Αντιβασιλεία». — Μα, από όσα μας ανακοίνωσαν, αλλά και από όσα δημοσιογραφικά ερευνήσαμε, χθες έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι, που λένε. Με λίγα λόγια και χωρίς πολλές λεπτομέρειες το χρονικό της χθεσινής κρίσιμης μέρας έχει ως εξής: Στις έντεκα το πρωί ο 13
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
αρχηγός των Φιλελευθέρων, ο γηραλέος Θεμιστοκλής Σοφούλης, έστειλε στον Αντιβασιλέα τον κατάλογο επτά υπουργών. Ο Δαμασκηνός, ανακαλώντας ουσιαστικά την «εν λευκώ εντολή» που είχε δώσει στο Σοφούλη, κατόπιν βέβαια εντολής του Άγγλου υφυπουργού Εξωτερικών Μακ Νιλ και του πρεσβευτή Λίπερ, θέλησε να επιβάλει τη συμμετοχή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του εκλεκτού του Γεωργίου Παπανδρέου στην κυβέρνηση. Αυτό θα δυναμίτιζε κάθε προσπάθεια για ομαλή πορεία και συμμετοχή της αριστεράς στις εκλογές. Είναι γνωστό πως ο Παπανδρέου και η πολιτική του ύπαρξη εξοργίζει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την αριστερά γενικότερα. Με λίγα λόγια, τους κάνει ταύρους σε υαλοπωλείο. — Αφού οι Άγγλοι αποφάσισαν μια διέξοδο, που πιθανόν να εξασφαλίσει μια επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας και αποδοχής, κάτι που ταιριάζει στα σχέδιά τους, τα παιχνίδια του Δαμασκηνού και του βασιλιά δεν περνάνε, τουλάχιστον για την ώρα. Το βασιλιά θα μας τον φορτώσουν με τον τρόπο που αυτοί έχουν σχεδιάσει, τη στιγμή που αυτοί θα κρίνουν ως κατάλληλη για τους σχεδιασμούς τους. — Εγώ αυτό που βλέπω, Σταμάτη, είναι πως για μια ακόμη φορά θα χάσουμε το αύριο. Ο κόσμος άλλαξε περπατησιά κι εμείς τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά, χωρίς ελπίδα συνεννόησης. Σε τούτο τον τόπο περισσεύουν τα μεγάλα παχιά λόγια. Για παράδειγμα, χθες έκανα ρεπορτάζ σε δίκη δωσίλογων. Βλέπεις, εκτός από το πολιτικό ρεπορτάζ, όταν υπάρχει ανάγκη, φορτώνομαι και το δικαστικό. — Τα ξέρω. Οι εκδότες για μια μπουκιά ψωμί που μας δίνουν πιστεύουν πως είμαστε σκλάβοι σε γαλέρα. Δουλειά από το πρωί μέχρι τα χαράματα. Μας έχουν κάνει ανθρώπους για όλες τις δουλειές. — Τέλος πάντων. Να σου πω για χθες. Στο δικαστήριο δικάζεται ο διοικητής του μηχανοκινήτου της αστυνομίας, επί Γερμανών, ο πολύς και τρομερός Μπουραντάς. Αυτός ο υπηρέτης του ναζισμού, ο εγκληματίας. Ξέρεις ποιος ήτανε ο κυριότερος μάρτυρας υπεράσπισης; Ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Έβερτ. Μάλιστα, φίλε μου. Και μετά μιλάμε για τιμωρία των δωσίλογων, των ταγματασφαλιτών και των συνεργατών του εχθρού. 14
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
— Κάθε μέρα στήνεται σατανικά από τους περίφημους συμμάχους μας το νέο σκηνικό εξουσίας. Σ’ αυτήν τη μορφή εξουσίας θα έχουν θέση και όλα τα καθάρματα, οι προδότες και οι συνεργάτες του εχθρού. — Έλα μωρέ φίλε. Οι Άγγλοι ξέρουν καλά να διαλέγουν, χωρίς περιττά κι άχρηστα συναισθήματα. Αφού στήσαν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα με τη βοήθεια αυτών που σήμερα κυνηγάνε, σε ποιους θα αναθέσουν τις βρόμικες δουλειές; Στους πατριώτες ή στους προδότες; — Ασφαλώς στους προδότες. Δεν υπάρχει διαφορά. Απλώς τα καθάρματα θ’ αλλάξουν αφεντικά. Από προδότες ο τόπος μας έχει πλούσια συλλογή. — Στέλιο, στη Νυρεμβέργη, από προχθές, άρχισε η μεγαλύτερη δίκη της ιστορίας. Η δίκη των εγκληματιών πολέμου. Η δίκη των χιτλερικών φονιάδων. Μια τέτοια αληθινή δίκη, σε αναλογία με τα δικά μας, εμείς δε θα τη δούμε όσο κι αν τη ζητάει ο λαός... — Η κάθαρση δε θα έρθει ποτέ. Της κόψανε το δρόμο οι σκοπιμότητες. Να μου το θυμάσαι. Σήμερα που μιλάμε είναι 22 Νοεμβρίου 1945. Μακάρι να βγω ψεύτης. Τίποτα θετικό και δίκαιο δε θα γίνει. Χώρισαν με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν κάποιο βράδυ, μετά τη δουλειά, στο καρβουνιάρικο του μπαρμπα-Νίκου, στην οδό Ζαΐμη, για κρασί, φασολάδα και κουβέντα. Μπαίνοντας στα γραφεία της εφημερίδας, βρήκε να τον περιμένει μια στοίβα χαρτιά και τηλεγραφήματα. «Άντε τώρα να ζητήσεις διήμερη άδεια από το διευθυντή σύνταξης για οικογενειακούς λόγους. Έχω μπλέξει κυριολεκτικά και δε βλέπω πώς θα τα καταφέρω. Λεφτά δεν έχω, ψευτοζώ. Η μάνα και οι αδερφές μου περιμένουν από μένα και το πιο βαρύ, είναι που είμαι πολύ ερωτευμένος με την Κλειώ. Εγώ, ο φτωχότερος των φτωχών, ερωτευμένος με την κόρη του μεγιστάνα, για τα δικά μου μέτρα, του Γιάννη Σταματίου. Όταν την αντικρίζω χάνω τα λόγια μου. Κουβεντιάζω μαζί της για χίλια δυο ζητήματα. Αλλά τα αισθήματά μου γι’ αυτήν, κομπιάζω και δεν μπορώ να της τα εξομολογηθώ. Ένας έρωτας απελπισμένος, που πασκίζει να 15
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
σπάσει τα όρια μιας φιλίας και που δε βρίσκει τη δύναμη να το κάνει». Κοίταξε το ρολόι του και μπήκε στο γραφείο του αρχισυντάκτη. Ο «παππούς», όπως έλεγαν το Νίκο Μοσχίδη οι νεαροί δημοσιογράφοι, με ανάμικτα αισθήματα φόβου, σεβασμού και εκτίμησης, σήμερα ήταν στα κέφια του. — Νεαρέ για κόπιασε, του είπε χαμογελώντας και κοιτάζοντάς τον πάνω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά του. — Καλημέρα σας, κύριε αρχισυντάκτη, στους ορισμούς σας. — Άσε τις επτανησιακές γαλιφιές, Στέλιο, και κάτσε. — Πρέπει να φύγω αμέσως για την ενημέρωση. — Το ξέρω, πάρε όμως να διαβάσεις στο δρόμο αυτά που γράφει το «ΕΜΠΡΟΣ». Η ακροδεξιά της «Χ», οι βασιλόφρονες και το Λαϊκό Κόμμα, μετά τα χθεσινά γεγονότα, την παραίτηση του Δαμασκηνού, την απόρριψη του αιτήματος για υπουργοποίηση των Παπανδρέου και Κανελλόπουλου από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό Σοφούλη, κάνουν στροφή και παριστάνουν τους ευαίσθητους δημοκράτες. Ενοχλήθηκαν, άκουσον άκουσον, για την ανάμιξη των Άγγλων στο σχηματισμό της κυβέρνησης. Αυτοί οι λακέδες των ξένων επιρροών και δέκτες των εντολών της αποικιοκρατίας θίχτηκαν και ουρλιάζουν. Πάρε και διάβασε. Ο Στέλιος άνοιξε την εφημερίδα και διάβασε τους τίτλους της: Η «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ» ΛΥΣΙΣ ΕΠΕΤΕΥΧΘΕΙ
Η Κυβέρνησις Σοφούλη επεβλήθει τελικώς υπό των κ.κ. Μακ Νηλ-Λήπερ; Ο Αντιβασιλεύς διαφωνήσας παρητήθει. Μετά τας δραματικάς εξελίξεις, οι νέοι υπουργοί κατόρθωσαν να ορκισθούν την 3η πρωινήν. — Μπορώ να γράψω ένα απαντητικό άρθρο; — Μα, γι’ αυτό σε θέλω μικρέ. Γράψ’ το και φέρ’ το να το δω. Θα μπει στο αυριανό φύλλο. Φύγε τώρα. Μετά την ενημέρωση πάλι εδώ ...για τη δική μου ενημέρωση. Η καλή διάθεση του αρχισυντάκτη και η εμπιστοσύνη που 16
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
έδειξε στις δυνατότητές του επέδρασαν ευεργετικά στην ψυχική του διάθεση. «Δεν είναι και λίγο να μου ζητάει να γράψω άρθρο για την πρώτη σελίδα. Από απλό ρεπόρτερ με αναβάθμισε σε αρθρογράφο. Αυτό είναι σπουδαίο για μένα. Αυτή τη μέρα θα τη θυμάμαι». Η μεγάλη αίθουσα του Υπουργείου ήταν γεμάτη από δημοσιογράφους, αστυνομικούς με πολιτικά και διάφορους άλλους τύπους, παρατρεχάμενους των νέων υπουργών. Ο Στέλιος, πριν ανέβει στο Υπουργείο, έριξε μια ματιά στην έκθεση φωτογραφιών από τα πεδία των μαχών του πολέμου, που είχε στήσει σε λυόμενα παραπήγματα η Βρετανική Αποστολή στην πλατεία Κλαυθμώνος. «Η προπαγάνδα είναι πανίσχυρο όπλο. Ίσως, αν τα καταφέρω, στο πλαίσιο της σημερινής συνέντευξης, θα κάνω κάποια σχετική ερώτηση στον υπουργό». Σχεδόν σπρώχνοντας, κατόρθωσε να βρει μια θέση στην πίσω σειρά των καθισμάτων. Ο υπουργός μετά από μια μικρή εισαγωγική τοποθέτηση διάβασε τα ονόματα των νέων υπουργών. Ο Στέλιος σημείωσε βιαστικά: Σοφούλης: πρόεδρος κυβερνήσεως. Καφαντάρης: Αντιπρ. κυβερνήσεως. Τσουδερός: 2ος Αντιπρ. Κυβερνήσεως και Υπουργός Συντονισμού. Σοφιανόπουλος: Υπουργός Εξωτερικών και προσωρινός Υπουργός Τύπου. Ρέντης: Υπουργός Εσωτερικών και προσωρινός Δικαιοσύνης. Μανέττας: Υπουργός Στρατιωτικών. Ιασωνίδης: Υπουργός Πρόνοιας και Καρτάλης: Υπουργός Εφοδιασμού. Μετά την εκφώνηση ο Υπουργός Σοφιανόπουλος δέχτηκε ένα πλήθος ερωτήσεων, από τις οποίες απάντησε σε ελάχιστες. Κυριαρχούσαν οι ερωτήσεις που είχαν ένα κάνουν με την υποστήριξη της νέας κυβέρνησης από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αυτές που αφορούσαν την ημερομηνία των εκλογών. Ο Σοφιανόπουλος απάντησε πως, επί του παρόντος, η κυβέρνηση Σοφούλη θα εξετάσει δύο βασικά προβλήματα: το Συνταγματικό και τα οικονομικά. Ευχαρίστησε τους δημοσιογράφους για τη συνεργασία τους και εξέφρασε τη βεβαιότητα πως ο Τύπος θα σταθεί αρωγός στην προσπάθεια της κυβέρνησης. Μετά την αποχώρηση του υπουργού η αίθουσα άδειασε αμέ17
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
σως. Οι εφημερίδες ετοίμαζαν απογευματινό παράρτημα και οι δημοσιογράφοι έτρεχαν για να προλάβουν να παραδώσουν τα ονόματα και τα ρεπορτάζ για τους νέους υπουργούς στις εφημερίδες τους... Ο Στέλιος συναντήθηκε στη σκάλα με το Σταμάτη, βγήκαν στο δρόμο μαζί. Ο Στέλιος, πιάνοντάς τον από το χέρι, τον ρώτησε. — Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σου για τη νέα κυβέρνηση; Θα τα καταφέρει μέχρι τέλους ο μπαρμπα-Σοφούλης; — Εξαρτάται, φίλε μου. Αν καταφέρει να αντιμετωπίσει τη λευκή, όπως τη λέμε, τρομοκρατία των ακροδεξιών και, κατά συνέπεια, αν εκπληρώσει τον όρο που βάζει το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, τότε η πορεία για τις εκλογές θα είναι ομαλή. Οψόμεθα, λοιπόν, οι μέρες που ακολουθούν θα κρίνουν πολλά. — Αυτό που μ’ αρέσει σε σένα, Σταμάτη, είναι η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψή σου από την επίσημη γραμμή της εφημερίδας σου. Ακούς εκεί «λευκή τρομοκρατία». Τον αποδέχεται αυτό τον όρο ο εκδότης σου; — Άλλο ο Σταμάτης και οι ιδέες του και άλλο οι ανάγκες του στομάχου του. Αφού τα ξέρεις. Στη δουλειά μας πολλές φορές φιλάμε εκεί που φτύνουμε. Χώρισαν με την υπόσχεση να βρεθούν το βράδυ και ο Στέλιος τρέχοντας πήγε στην εφημερίδα του. Καθαρόγραψε τα ονόματα των υπουργών, έγραψε ένα σύντομο ρεπορτάζ που «έσταζε» αισιοδοξία για το μέλλον της νέας κυβέρνησης και παρέδωσε τα χειρόγραφα στον αρχισυντάκτη. Αυτός τους έριξε μια ματιά, κοίταξε το Στέλιο ικανοποιημένος και είπε: «Τυπωθήτω». Γύρισε στο γραφείο στην εφημερίδα, που μοιραζόταν με τρεις ακόμα συναδέλφους του. Δεν ήταν κανείς εκεί. Το θεώρησε σαν ευκαιρία για να κάνει ένα τηλεφώνημα στην Κλειώ, χωρίς μάρτυρες. «Κάθε φορά που της τηλεφωνώ μου κόβονται τα γόνατα. Σκαρφίζομαι συνέχεια καθετί το άσχετο για να της πω. Αποφεύγω να της μιλήσω για ό,τι με καίει. Σήμερα, όμως, θα της μιλήσω, δεν πάει άλλο. Στην Κέρκυρα λένε: “ή του ύψους, ή του βάθους”. Ας ελπίσω πως η απάντησή της δε θα με οδηγήσει στο βάθος της απογοήτευσης». 18
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
Σχημάτισε τον αριθμό τηλεφώνου και με ανακούφιση άκουσε τη φωνή της. — Γεια σου, Κλειώ. Είχες πολύ καιρό να μ’ ακούσεις; — Ακριβώς δύο μέρες και τέσσερις ώρες, του απάντησε γελώντας. — Το να μετράς και τις ώρες είναι πολύ τιμητικό για μένα, αν δεν είναι αστείο βέβαια. — Θέλεις να βρεθούμε, Στέλιο; — Γι’ αυτό σου τηλεφωνώ. Αν θέλεις στις έξι το απόγευμα στο «Πέτρογκραδ». Μπορεί να πάμε και στον κινηματογράφο, αν συμφωνείς. — Εντάξει, στις έξι θα είμαι εκεί. «Περίεργο. Σήμερα όλα μέχρι στιγμής μου πάνε καλά. Αν ακολουθήσουν την ίδια ρότα και μέχρι το βράδυ, τότε μπορεί να υπογράψω συμβόλαιο με την ευτυχία». Η αδημονία του τον έκανε να φτάσει στο ζαχαροπλαστείο μισή ώρα νωρίτερα και είχε την αίσθηση πως οι δείκτες του ρολογιού είχαν κολλήσει. Προσπαθούσε να κρατήσει μέσα του ζωηρή κι ανυποχώρητη την απόφασή του να της μιλήσει. «Αν δεν ξεκαθαρίσω σήμερα την κατάσταση, τότε αυτό δε θα γίνει ποτέ. Δεν μπορώ να συνεχίσω να τη βλέπω ως φίλη. Την αγαπώ και τη θέλω σαν κολασμένος. Ξέρω πως μας χωρίζουν πολλά. Κοινωνικά βρισκόμαστε σε δύο διαφορετικούς, μακρινούς κόσμους. Αυτά τα καταλαβαίνω, αλλά παρ’ όλα αυτά, πρέπει να της μιλήσω». Το κονιάκ που παράγγειλε τον βοήθησε να αντιμετωπίσει το άγχος του. Την είδε να μπαίνει στην αίθουσα και αναγάλλιασε. Ψηλή, πανέμορφη, μελαχρινή. Γινόταν πάντα αντικείμενο προσοχής σε κάθε χώρο που έμπαινε. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα απάνω της όταν πλησίασε στο τραπέζι του. Ένα ελαφρό κοκκίνισμα στα μάγουλά της έδειχνε τη φυσική της συστολή, μπροστά στα αδιάκριτα μάτια των θαμώνων. Ο Στέλιος σηκώθηκε, την υποδέχτηκε και τη συνόδεψε στο τραπέζι του. — Είσαι όπως πάντα συνεπής και πανέμορφη. 19
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
— Νομίζω πως με κολακεύεις, Στέλιο, κι αυτό με κάνει να νιώθω άβολα. — Αν μετά από τόσο καιρό που είμαστε φίλοι νιώθεις άβολα μ’ αυτά που λέω, τότε φοβάμαι πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. — Ελπίδα; — Ναι, για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε περισσότερο ο ένας τον άλλο. Η Κλειώ έμεινε αμίλητη, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. — Κλειώ, εκατοντάδες φορές προσπάθησα να σου μιλήσω και δεν έβρισκα το θάρρος, την ψυχική δύναμη, το κουράγιο. Σήμερα το αποφάσισα τελικά και γι’ αυτό σ’ άρπαξα απ’ τα μούτρα τόσο άτσαλα. Φοβάμαι πως αν δε σου πω αυτά που θέλω, τώρα αμέσως, μετά από λίγο θα δειλιάσω και θα τα καταχωνιάσω πάλι μέσα μου. — Νομίζω πως ξέρω τι θέλεις να μου πεις και είμαι έτοιμη να το ακούσω από καιρό. — Αυτό που λες, κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μένα και σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Κλειώ, τα μεγάλα και σημαντικά λέγονται με λίγα λόγια, απλά και σταράτα. Σου λέω, λοιπόν, με δυο λόγια, πως σ’ αγαπώ, με μια αγάπη μεγάλη, απόλυτη και καθάρια. Ξέρω καλά πως ανήκουμε κοινωνικά σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Κοινωνικά είσαι στην κορυφή και εγώ είμαι στα τάρταρα. Για το «χρηματιστήριο» της ζωής δεν έχουμε τίποτα το κοινό εμείς οι δυο. Για τον κόσμο, ένας δεσμός ανάμεσά μας θα χαρακτηριστεί αταίριαστος και τα σχόλια του κύκλου σου θα είναι αρνητικά για μένα. Όλες αυτές οι ανησυχίες και οι επιφυλάξεις ισχύουν βέβαια μόνο στην περίπτωση που νιώθεις κι εσύ κάτι για μένα. Άπλωσε το χέρι της και έσφιξε με θέρμη το δικό του. Του χαμογέλασε και του είπε με πρωτόγνωρη τρυφερότητα στη φωνή της. — Αυτό που εκτίμησα πολύ σε σένα, από την πρώτη στιγμή, είναι η ευγένεια και η διακριτικότητα που σε διακρίνει. Από καιρό έχω καταλάβει πώς νιώθεις και παρακολουθώ την προσπάθειά 20
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
σου να κρατάς σφραγισμένα μέσα σου τα αισθήματά σου. Σου ομολογώ πως αυτός ο θησαυρός που ανακάλυψα σε σένα έγινε αφορμή να σε συμπαθήσω στην αρχή και στη συνέχεια, μετά από μεγάλο διάστημα, συνειδητοποίησα πως η απλή συμπάθεια έγινε κάτι πιο σοβαρό μέσα μου. Σε ερωτεύθηκα κι εγώ, αν κι ένιωθα πως ο έρωτας δεν είχε θέση στην καρδιά μου. Ένιωθα ένοχη τον πρώτο καιρό που αισθάνθηκα να κτυπάει η καρδιά μου για σένα. Πίστευα πως προδίδω τη μνήμη του αρραβωνιαστικού μου που σκοτώθηκε στην Αλβανία. Αυτός ο θάνατος με είχε σημαδέψει και πίστευα πως η ζωή μου έχει ερωτικά τελειώσει. Πως θάφτηκε οριστικά σε κάποια χιονισμένη πλαγιά της Τρεμπεσίνας. Αποδείχτηκε και στην περίπτωσή μου, πως η ζωή πάντα κερδίζει. Αυτή είναι η αλήθεια και νιώθω ανακουφισμένη που αυτήν τη δύναμη της ζωής μου την έφερες εσύ. — Μου φαίνεται απίστευτη η τόση ευτυχία που νιώθω αυτή τη στιγμή. Φοβόμουν πως η σημερινή μας κουβέντα θα σημάδευε και το τέλος. Δε θα μπορούσα πλέον να λειτουργώ σαν φίλος σου. Μετά την αποκάλυψη των αισθημάτων μου δε θα μπορούσα να υποκρίνομαι. Θα απομακρυνόμουν από κοντά σου κι αυτό θα ήτανε πολύ οδυνηρό για μένα. — Θέλω κάτι να σου ζητήσω. — Πες μου καλή μου. Ό,τι μου πεις, θα το κάνω. — Να βγάλεις από τη σκέψη σου όλα όσα είπες για τις κοινωνικές διαφορές και τα άλλα ηχηρά παρόμοια. Αυτά δεν τα μετράω, ούτε μπορούν να καθορίσουν τη στάση μου απέναντί σου. Είσαι εσύ που αγαπώ και είμαι εγώ, που αγαπάς εσύ. Αυτό ξεπερνάει κάθε διαφορά και ξορκίζει όλες τις προκαταλήψεις. — Θα μπορούσα να μιλήσω στον πατέρα σου για μας; — Νομίζω πως καλό θα είναι να το κρατήσουμε για κάποιο διάστημα μυστικό. Υπάρχει λόγος. — Δεν είμαι αδιάκριτος, αλλά πολύ θα ήθελα να μάθω αυτόν το λόγο. — Ο πατέρας μου είναι πολύ καλός άνθρωπος, αλλά την εποχή αυτή δεν είναι εύκολο να καταλάβει ούτε εσένα ούτε και μένα. Έχει περάσει πολλά στη ζωή του και αυτήν την εποχή έχει μεγάλες στενοχώριες. Ο πόλεμος, τα προβλήματα στις επιχει21
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
ρήσεις του, η οικονομική καταστροφή που έφερε η Κατοχή, οι διαφορές που έχει με τον αδερφό μου και με μένα, στο πολιτικό επίπεδο, έχουν διαμορφώσει μια πολύ κακή κατάσταση στις σχέσεις μας. — Εσείς τα παιδιά του πρέπει να του δείχνεται κατανόηση. — Αυτό μια κουβέντα είναι. Να σκεφτείς πως ο Κωνσταντίνος, ο αδερφός μου, γύρισε από το Αίγιο που είχε πάει για κομματική αποστολή παντρεμένος με μια φτωχιά κοπέλα, που πριν από τον πόλεμο δούλευε σαν εργάτρια σε ένα καπελάδικο στην οδό Φιλελλήνων. Ό,τι και να σου πω, από όσα έγιναν στο σπίτι, θα είναι λίγα. Σκηνές βιβλικής αποκάλυψης σημειώθηκαν στο αρχοντικό του Σταματίου. — Αναλογίζομαι το τι θα συμβεί αν μάθει και τα δικά μας. — Τίποτα δε θα συμβεί. Ο Κωνσταντίνος είναι απότομος και εριστικός. Από μικρός έφερνε αντιρρήσεις και είχε κακές σχέσεις με τον πατέρα. Πάντα έκανε ό,τι θα τον ερέθιζε και θα τον ενοχλούσε. Είχε μια ανταγωνιστική στάση απέναντι στο πατέρα του, όπως συμβαίνει πολλές φορές. Και να σκεφτείς πως αγαπιούνται πολύ. — Με σένα έχει καλές σχέσεις ο πατέρας σου; — Εμείς οι γυναίκες ξέρουμε καλύτερα να ταξιδεύουμε στο πέλαγος των πατρικών αντιλήψεων. Πιστεύω πως χωρίς να τον ζορίσω, χωρίς να τον πεισμώσω, θα τον κάνω να δει ευνοϊκά τη σχέση μας. Θέλω όμως κάποιο χρόνο για να τον προετοιμάσω. — Αγαπημένη μου, σήμερα ζω ένα όνειρο, το πιο μεγάλο όνειρο. Μου φαίνεται απίστευτο να μιλάμε με τρόπο απλό και φυσικό για την αγάπη μας, για το μέλλον. Είναι τόση η ευτυχία που νιώθω γι’ αυτό που έγινε σήμερα ανάμεσά μας. Κάτι που εδώ και πολύ καιρό θεωρούσα σαν απραγματοποίητο, που δεν έχω τρόπο να το εκφράσω σε όλο του το μέγεθος. Η ευτυχία που αντάμωσα σήμερα μαζί σου με κάνει να λησμονώ τις δυσκολίες που θα συναντήσει στο δρόμο του ο δεσμός μας. Τώρα που κάνουμε το πρώτο βήμα, έχω την υποχρέωση να σου μιλήσω γι’ αυτές. Δε θα είναι τίμιο να σε παγιδέψω μέσα στα δικά μου προβλήματα και αδιέξοδα χωρίς να τα ξέρεις. — Πες μου, Στέλιο μου, μίλησέ μου. Ό,τι κι αν είναι, μαζί θα τ’ 22
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
αντιμετωπίσουμε. Η αγάπη είναι δύναμη ζωής και όταν υπάρχει καταφέρνει τα πάντα. — Αυτήν την εποχή, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μεγάλα προβλήματα, αλλά τα δικά μου είναι και οικογενειακά. Υπάρχει η φτώχεια μου, υπάρχει μια χήρα μάνα και δύο αδερφές, που δυστυχώς έχουν την ανάγκη μου. Σκέψου πως ακόμα και το σπίτι μας στην Κέρκυρα δεν υπάρχει πια. Έπεσε κι αυτό θύμα των βομβαρδισμών που έγιναν στο νησί στις 14 Αυγούστου του 1943. Κατέστρεψαν οι βάρβαροι τα σπίτια των αθώων κατοίκων και γκρέμισαν πολλά ιστορικά κτίρια ανεκτίμητης αξίας. Η Κέρκυρα από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή ήταν ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Αυτές οι ευρωπαϊκές κυριαρχίες στο νησί, αλλά και σε όλα τα Επτάνησα, άφησαν πίσω τους ονομαστά μνημεία και έργα πολιτισμού. Γκρέμισαν κι έκαψαν με τις βόμβες τους τα περισσότερα. Η ονομαστή βιβλιοθήκη και το περίφημο θέατρο της Κέρκυρας, που ήταν αντίγραφο της Σκάλας του Μιλάνου, δεν υπάρχουν πια. Μετά την απελευθέρωση έμαθα τα όσα έγιναν με λεπτομέρειες. Αργά πληροφορήθηκα πως οι τρεις γυναίκες της οικογένειάς μου έχουνε μείνει κυριολεκτικά στο δρόμο. Φιλοξενούνται από μια κουμπάρα μας σε ένα χωριό. Μου έγραψαν ζητώντας τη βοήθειά μου. Θέλουν να έρθουν στην Αθήνα. Δεν έχουνε τρόπο να ζήσουν πια εκεί. Ζητάνε διέξοδο από μένα. Εγώ είμαι ο προστάτης τους, ο άντρας της οικογένειας, ο γιος και αδελφός. Πώς όμως να τις προστατέψω; Μένω σε ένα άθλιο δωμάτιο και, όπως ξέρεις, αυτό δεν κρύβεται, είμαι φτωχός, πάμπτωχος. Ο μισθός μου στην εφημερίδα ίσα ίσα μου καλύπτει τις στοιχειώδεις ανάγκες. Η γενική κατάσταση στη χώρα είναι τραγική και δεν ξέρω μέσα στο γενικό κλίμα της ανασφάλειας και του φόβου για το μέλλον αν θα έχω και αύριο αυτό το σίγουρο μισθό για να ζήσω. Το αύριο είναι κατασκότεινο για μένα κι όμως, η αγάπη μου για σένα φλογίζει τις σκέψεις μου και φωτίζει την ψυχή μου. Η αγάπη μου για σένα με κάνει να ονειρεύομαι. Όταν όμως σκέπτομαι τα αδιέξοδά μου, τότε λυγίζω, γονατίζω ψυχικά. Πώς να εμφανιστώ μπροστά στον πατέρα σου; Πώς να βρω το θάρρος να σε ζητήσω; Φοβάμαι πως ευγενικά, αλλά ρεαλιστικά, θα μου δείξει την εξώπορτα του σπιτιού σας κι απ’ την πλευρά του θα έχει δίκιο. 23
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
Μιλούσε με έξαψη και με δακρυσμένα μάτια. Η Κλειώ ένιωσε μια απέραντη τρυφερότητα να πλημμυρίζει την ψυχή της. Είχε συγκινηθεί από την εξομολόγησή του και είχε νιώσει την ταραχή του βαθιά μέσα της. Αυτή η εκ βαθέων εξομολόγηση της έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει την ακεραιότητα του χαρακτήρα του κι αυτό την έκανε να δακρύσει κι αυτή. Έγειρε προς το μέρος του και του ψιθύρισε. — Αγάπη μου, ας φύγουμε αποδώ και πάψε να ανησυχείς. Όλα θα τα καταφέρουμε. Θα ξεπεράσουμε όλες τις δυσκολίες, θα το δεις. — Θέλεις, αγαπημένη μου, να πάμε στον κινηματογράφο; Ο «Ορφέας» παίζει μια σπουδαία ταινία, το «Εγωισμός και προκατάληψη». — Πάμε όπου θέλεις, αρκεί να είμαστε μαζί. Το σκοτάδι της αίθουσας τους έδωσε την ευκαιρία να ανταλλάξουν το πρώτο βιαστικό φιλί. Η πίσω σειρά των καθισμάτων τους πρόσφερε τη σιγουριά και τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την ταινία πιασμένοι απ’ το χέρι, κυριολεκτικά μαγεμένοι από την αίσθηση της αγάπης τους. — Μου φαίνεται απίστευτο αυτό που έγινε σήμερα, του είπε χαμηλόφωνα. — Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Μου ξόρκισες τα σκοτάδια και με έκανες να νιώσω δυνατός και αισιόδοξος. Πριν τελειώσει η προβολή της ταινίας και πριν ανάψουν τα φώτα, η Κλειώ με ένα ακόμη φιλί της τον αποχαιρέτησε. — Δε θέλω να μας δουν μαζί. Θα φύγω τώρα, πριν το τέλος, τώρα που είναι σκοτεινά. Το τέλος της ταινίας θα μου το διηγηθείς όταν συναντηθούμε. Να μου τηλεφωνήσεις αύριο, μετά τις δέκα το πρωί. Θα περιμένω πάνω απ’ το τηλέφωνο για να σ’ ακούσω. Έμεινε μόνος, αλλά ένιωθε έντονα την παρουσία της. Η γεύση των χειλιών της και το άρωμά της του έκαναν συντροφιά. «Είναι αλήθεια αυτό που έζησα σήμερα; Η Κλειώ κι εγώ μαζί; Είναι τόσο δυνατή, που μ’ εντυπωσιάζει. Δεν είμαι αδιάκριτος. Ξέρω ελάχιστα για την προηγούμενη σχέση της, για τον αρραβωνιαστικό της και το χαμό του στην Αλβανία. Δε θα τη ρωτήσω ποτέ 24
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
τίποτα γι’ αυτό. Το είπε και η ίδια προηγουμένως. Πόνεσε πολύ, αλλά η ζωή πάντα κερδίζει. Θα κάνω τα πάντα για να την κάνω ευτυχισμένη». Δεν παρακολούθησε το τέλος της ταινίας, απορροφημένος στις σκέψεις του, συνήλθε μόλις άναψαν τα φώτα. Η γεμάτη αίθουσα σιγά σιγά άδειασε. Βγαίνοντας στην οδό Σταδίου, είδε πως το πεζοδρόμιο μπροστά στον κινηματογράφο ήταν στρωμένο με πλήθος προκηρύξεις. Μικρά χαρτιά με χρώμα μπλε. Σήκωσε μια. Είχε συνθήματα και στις δύο πλευρές της: «ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ», στη μια όψη, και: «ΕΡΧΕΤΑΙ… ΕΡΧΕΤΑΙ», στην άλλη. Κοίταξε τριγύρω, ο κόσμος απομακρυνόταν βιαστικά. Η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τα μεσάνυχτα και όλοι ήθελαν να βρεθούν στα σπίτια τους μια ώρα αρχύτερα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο και στη γωνιά με την Κοραή, ο Στέλιος αντιλήφθηκε μια ομάδα από «Χίτες», ασφαλίτες και άλλους σκοτεινούς τύπους. Πολλές απ’ αυτές τις φάτσες, τις ήξερε. Τις είχε ξαναδεί αντάμα με Άγγλους στρατιώτες, αλλά και στις συγκεντρώσεις των φιλοβασιλικών του Λαϊκού κόμματος. «Έριξαν τις φιλοβασιλικές προκηρύξεις με το “ Έρχεται… Έρχεται” που μοιάζει σαν απειλή, και τώρα στέκονται στη γωνιά και μετράνε την απήχησή τους, στους διαβάτες. Δε θέλω να είμαι υπερβολικός και καταδικαστικός. Πιστεύω, όμως, πως σ’ αυτόν τον τόπο υπάρχει το μεγαλύτερο ποσοστό προδοτών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί έτρεξαν όλα τα καθάρματα που υπηρέτησαν τους κατακτητές, για να δώσουν γη και ύδωρ στους νέους αφέντες. Οι προδότες τώρα κόπτονται, υπέρ των ιερών και των οσίων του έθνους... Καρφώνουν, σκοτώνουν, βιάζουν, ληστεύουν και όλα αυτά, ανακατεμένα με επικλήσεις και κηρύγματα, υπέρ πατρίδος, βωμών και εστιών. Νιώθω μια απέραντη σιχαμάρα για δαύτους. Είναι χειρότεροι κι από τους εφιάλτες». Πήρε το δρόμο βιαστικά για την εφημερίδα. Έπρεπε να γράψει το άρθρο που του παράγγειλε ο αρχισυντάκτης. Ένιωσε τρακ και συγκίνηση. Αρχίζοντας να γράφει, βρήκε την αυτοκυριαρχία του και με κοφτές, δημοσιογραφικές φράσεις, χωρίς να απαντάει άμεσα στο άρθρο της φιλομοναρχικής εφημερίδας, έδωσε μια πλήρη 25
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
απάντηση στην οποία εύκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει και την ελαφρά ειρωνεία του κειμένου του. Το άφησε επάνω στο γραφείο του αρχισυντάκτη και ξεκίνησε για το σπίτι του. Η ώρα ήτανε περασμένες δύο τα χαράματα και οι άδειοι δρόμοι είχανε κάτι το τρομαχτικό. Σκοτάδι, σκιές και κάποια σποραδικά ποδοβολητά που σταματούσαν απότομα, του έδωσαν τη βεβαιότητα πως τον παρακολουθούν. Δεν υπήρχε καμιά πρωτοτυπία σ’ αυτό. Είχε συνηθίσει πια. Κυκλοφορούσε τα βράδια, πάντα τις πρωινές ώρες, επιστρέφοντας από την εφημερίδα και είχε μάθει από ένστικτο τους τρόπους προφύλαξης. Δε βάδιζε ποτέ στη μέση του δρόμου, αλλά στο πεζοδρόμιο, σε επαφή σχεδόν με τους τοίχους των σπιτιών. Έτσι, τουλάχιστον, απέφευγε τον άμεσο κίνδυνο να δεχτεί κάποια αδέσποτη σφαίρα. Κατέβηκε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και, φτάνοντας στο Βασιλικό θέατρο, έστριψε δεξιά. Το σκοτάδι στο δρόμο ήταν απόλυτο. Ξαφνικά ακούστηκε πίσω του μια φωνή. — Καλησπέρα, κύριε Τέλη. Φάγαμε τον κόσμο για να σας βρούμε. Σ’ αυτή την ήρεμη και ειρωνική φωνή διέκρινε το θάνατο που καραδοκούσε. Μια απρόσεκτη αντίδρασή του θα μπορούσε να είναι μοιραία. Συγκρατώντας τον τρόμο που του έκλεινε το λαιμό, σταμάτησε. Απάντησε στον άγνωστο, με όσο περισσότερο ήρεμο τρόπο, μπορούσε. — Δε με λένε Τέλη, κάποιο λάθος κάνετε. Ένας φακός άναψε και όπως γύρισε η φωτεινή του ακτίνα για να φωτίσει το πρόσωπό του, αντιλήφθηκε πως είχε βρεθεί ανάμεσα σε τρεις οπλισμένους άνδρες. Το φως του φακού στάθηκε αρκετά στο πρόσωπό του και οι τρεις άγνωστοι άντρες παρατηρούσαν τα χαρακτηριστικά του αμίλητοι. Μετά από λίγες στιγμές, που του φάνηκαν σαν σημαντικό μέρος της αιωνιότητας, αυτός που τον είχε αποκαλέσει «Τέλη» του μίλησε φιλικά και απολογητικά. — Συγγνώμη, φίλε. Κάναμε λάθος. Μας έμπλεξε το σκοτάδι. Άλλον περιμέναμε. Λάθος πληροφορία πήραμε. Αλλά, για στάσου. Εσύ πώς τριγυρίζεις στους δρόμους τέτοια ώρα; Μήπως 26
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
είσαι ασφαλίτης ή Χίτης; Οι ένοχες προδοτικές συνειδήσεις που μας κυβερνάνε απαγορεύουν την κυκλοφορία μετά τα μεσάνυχτα. Εσύ ποιος είσαι; Πώς κυκλοφορείς, μήπως είσαι χαφιές; — Έχω άδεια κυκλοφορίας. Είμαι δημοσιογράφος. Οι εφημερίδες ετοιμάζονται τα βράδια. Αυτή την ώρα σχολνάμε. — Δείξε μας την άδεια κυκλοφορίας και πες μας σε ποια εφημερίδα δουλεύεις; — Δουλεύω στην εφημερίδα «Η Ελευθερία». Τους έδειξε την άδεια και το κλίμα αυτόματα έγινε φιλικό. Του πρόσφεραν τσιγάρο και, χαιρετώντας τον, εξαφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι. «Καλό και τούτο. Για πρώτη φορά ανησύχησα τόσο πολύ. Δεν είμαι άμαθος. Οργανωμένος στο ΕΑΜ, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Χρόνια πρόσφερα στον παράνομο Τύπο. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας απομακρύνθηκα. Διαφώνησα με τον τρόπο που έγινε η παράδοση. Πίστεψα τότε, και συνεχίζω να πιστεύω μέχρι σήμερα, πως αυτή η υποταγή του κινήματος, έτσι όπως έγινε, απογύμνωσε τους αγωνιστές της αντίστασης. Μας έβγαλαν στο ξέφωτο και μας άφησαν αδύναμους στα δολοφονικά χέρια των ακροδεξιών κακοποιών. Πόσα παιδιά πήγανε χαμένα μέσα σε λίγες μέρες; Συλλήψεις, δολοφονίες εν ψυχρώ και στημένες δίκες, με ψευδομάρτυρες. Δυο μήνες έμεινα κρυμμένος στη στάνη του μπαρμπα-Λέκκα, στη Χασιά. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, με έσωσε». Μπήκε στη σκοτεινή αυλή του σπιτιού του. Σε κάθε δωμάτιο της μακρόστενης αυτής αυλής κατοικούσε και μια οικογένεια. Δυο, τρία ή και περισσότερα άτομα σε κάθε δωμάτιο. Ένα κουζινάκι για την κάθε φαμελιά και ένα κοινόχρηστο αποχωρητήριο συμπλήρωναν το σκηνικό της μιζέριας που επικρατούσε σ’ αυτό το «πάνθεον» της ανθρώπινης κατάπτωσης και μιζέριας, όπως το αποκαλούσε ο Νίκος Μακρίδης. Αυτός έμενε στο διπλανό δωμάτιο, απ’ το δωμάτιο του Στέλιου. Φιλόλογος ο Νίκος. Τραυματίας στο πόδι από θραύσμα χειροβομβίδας, σουβενίρ από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Έμενε μόνος του κι αυτός και είχε συνδεθεί φιλικά με το Στέλιο. Η γνωριμία τους ήταν πιο παλιά. Από το δεύτερο χρόνο της Κατοχής. Σ’ εκείνες τις μέρες 27
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
της μεγάλης πείνας του 1941, οι τραυματίες της Αλβανίας είχαν αφεθεί κυριολεκτικά στην τύχη τους. Το ΕΑΜ είχε αναλάβει το κτύπημα της μαύρης αγοράς και τη βοήθεια των τραυματιών. Οι μαυραγορίτες αντιμετώπισαν από την αντιστασιακή οργάνωση τη μοναδική αντίδραση για την απάνθρωπη δράση τους. Τους κρίσιμους εκείνους μήνες, πολλοί εγκαταλειμμένοι τραυματίες βρήκανε μια στοιχειώδη ανακούφιση και σωτηρία από βέβαιο θάνατο, από την πείνα. Βρέθηκαν πάλι αργότερα, μετά την Κατοχή, σ’ αυτήν εδώ την αποθήκη ανθρώπινων ψυχών. Σ’ αυτή την αυλή με τα επτά δωμάτια που ζούσαν στοιβαγμένες πολλές αγωνίες, πάθη, πόνοι, αλλά και ελπίδες. Μόνοι τους κι οι δυο, έκαναν πολλές φορές συντροφιά και κουβέντιαζαν ώρες ολόκληρες για την πολιτική κατάσταση και τις εξελίξεις. Ο Στέλιος εμπιστεύεται πολύ τις απόψεις και τις κρίσεις του φίλου του. Ο Νίκος, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο βάδισμα, λόγω του τραύματός του, δεν το έβαλε κάτω. Κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές γυμνασίου. Οι αμοιβές του πενιχρές, μόλις που του επιτρέπουν να φυτοζωεί. Περιμένει την έγκριση του διορισμού του από το Υπουργείο Παιδείας και γράφει ασταμάτητα. Είναι πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Έχει εκδώσει μια σειρά διηγημάτων και νιώθει ευτυχισμένος από την απήχηση που είχε η δουλειά του και οι ευνοϊκές κριτικές που γράφτηκαν γι’ αυτόν σε δυο τρεις εφημερίδες. Είναι αριστερός, αλλά η σωματική του αδυναμία τον κράτησε μακριά από την πρακτική αντιστασιακή δράση. «Το όπλο μου είναι ο κονδυλοφόρος μου» έλεγε. Παρά την αισιοδοξία που εξέπεμπε, η μελαγχολία και οι ανασφάλειές του τον τυραννούσαν όταν έμενε μόνος του. Το γράψιμο και ο μαγικός κόσμος της λογοτεχνίας τον βοηθούσαν να ξεπερνάει τα αδιέξοδά του. Ο Στέλιος προτού ξεκλειδώσει την πόρτα του, παρατήρησε το αμυδρό φως μιας λάμπας πετρελαίου που φώτιζε στο δωμάτιο του γείτονά του. Ανησύχησε και κτύπησε διακριτικά την πόρτα του. Του άνοιξε αμέσως, σαν να τον περίμενε. Του έκανε νόημα να περάσει. 28
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
Τον είδε ανήσυχο και νευρικό. — Γιατί δεν κοιμάσαι ακόμα, Νίκο; Είναι περασμένες δύο τα χαράματα. Είσαι καλά; — Σε περίμενα, φίλε. Έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον κι εσύ είσαι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος. — Σε βλέπω ταραγμένο. — Είναι να μην είμαι; Σήμερα πήρα την απάντηση του Υπουργείου Παιδείας στην αίτηση για το διορισμό μου. Με λίγα λόγια, δε με έκριναν κατάλληλο, ώστε να μου εμπιστευθεί η πατρίδα τα παιδιά της. Δεν έχω λέει «καθαρές εθνικές θέσεις». Υπάρχουν αμφιβολίες για το εθνικό μου φρόνημα και με θεωρούν ως φιλικά προσκείμενο προς τις αναρχικές, κομμουνιστικές ιδέες. Άλλα λέει η κυβέρνηση Σοφούλη και άλλα εφαρμόζει το σκοτεινό κράτος της λευκής τρομοκρατίας της ακροδεξιάς. Αυτός ο πανίσχυρος μηχανισμός που κρατάει αδιατάρακτα τα ηνία της εξουσίας και που οδηγεί τον τόπο σε καινούργια τραγωδία. — Μωρέ αυτοί είναι αδίστακτοι. Και πού είσαι ακόμα. Έχουμε να δούμε και να πάθουμε πολλά. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί; Αυτοί που αγωνίστηκαν ενάντια στον κατακτητή είναι απόβλητοι, σαν επικίνδυνοι για την ασφάλεια και την ακεραιότητα του έθνους. Αρεστοί και έμπιστοι στην καινούργια «ελεύθερη» πατρίδα, είναι αυτοί που συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Αυτοί θα «κτίσουν» το μέλλον αυτού του τόπου. Οι δύο φίλοι έμειναν εκεί κουβεντιάζοντας σχεδόν μέχρι το πρωί. Ξεδίπλωσαν τις αγωνίες που τους βασάνιζαν και μίλησαν για τα προβλήματά τους. Άνοιξαν τις καρδιές τους μ’ εκείνο το μοναδικό τρόπο που μπορούν να επικοινωνούν οι άνθρωποι όταν τους ζώνουν τα προσωπικά τους αδιέξοδα κι οι αγωνίες. Ο Νίκος εκμυστηρεύτηκε στο Στέλιο το ψυχολογικό του πρόβλημα. Ο τραυματισμός του ποδιού του και η δυσκολία του στο βάδισμα ήτανε ένα γεγονός με το οποίο δεν είχε κατορθώσει να συμβιβαστεί ακόμη. «Είμαι ένας σακάτης» έλεγε κάθε λίγο με ένα πικρό χαμόγελο, βγάζοντας για πρώτη φορά από μέσα του τη βαθιά πίκρα και την απογοήτευσή του. — Νιώθω μέσα μου πως μοιάζω με τα περισσότερα σπίτια της Αθήνας. Λαβωμένα κι αυτά, από τις οβίδες και τους όλμους, 29
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
στέκουν θλιβερά και ετοιμόρροπα. Χάσκουν με τους τοίχους τους γεμάτους τρύπες και γκρεμίσματα. Αυτά τα φρικιαστικά σημάδια του θανάτου που άφησε πίσω του το κίνημα του Δεκέμβρη κάποτε θα σκεπαστούν. Τα δικά μου τραύματα θα μείνουν στο σώμα μου, για πάντα. — Δεν είναι λογικό, δεν είναι σωστό να αισθάνεσαι έτσι, Νίκο. Είσαι γεμάτος χαρίσματα, όμορφος άντρας, γοητευτικός και σπουδαίος λογοτέχνης. — Τέλος πάντων, δε θα σταθούμε περισσότερο στα δικά μου. Μίλησε μου εσύ. Τι κάνεις; Ο Στέλιος εξομολογήθηκε στο φίλο του τις δικές του αγωνίες, τον έρωτα του για την Κλειώ, αλλά και τα προβλήματά του σχετικά με την οικογένειά του. — Είμαι ερωτευμένος με μια υπέροχη κοπέλα. Την αγαπώ από καιρό και δεν τολμούσα μέχρι σήμερα να της μιλήσω. Οι σχέσεις μας έμεναν από καιρό στο επίπεδο μιας τρυφερής φιλίας και ενός ανομολόγητου έρωτα. Σήμερα όμως, φίλε μου, βρήκα το θάρρος και της μίλησα και το σπουδαίο είναι πως έγινε το ανέλπιστο, το απίστευτο για μένα. Φοβόμουν την απόρριψη και όμως. Άνοιξαν οι πύλες του παραδείσου και βρέθηκα μέσα. Η Κλειώ ανταποκρίθηκε αμέσως στα αισθήματά μου και μου είπε πως περίμενε από καιρό να της ανοίξω την καρδιά μου. Το καταλαβαίνεις; Παρά τα αξεπέραστα προβλήματά μου, νιώθω ευτυχισμένος. — Είναι ελκυστικό και συγκινητικό να μιλάς για έρωτα και αγάπη αυτές τις ώρες της ανασφάλειας, του τρόμου και του θανάτου. Ο έρωτας είναι ότι σημαντικότερο υπάρχει στη ζωή, είναι θεϊκή δύναμη. Για μένα έρωτας είναι το δεύτερο όνομα του θεού, το πιο φιλάνθρωπο. Εύχομαι η σχέση σας να έχει ευτυχισμένη κατάληξη. Μια συμβουλή όμως, Στέλιο μου, έχω να σου δώσω. Κράτα και κάτι για τον εαυτό σου. Να είσαι έτοιμος για όλα. Στο χημικό εργαστήρι του έρωτα πολλές φορές οι χημικές του αντιδράσεις είναι απρόβλεπτες. Μη γίνεσαι φλεγόμενη βάτος, γιατί μπορεί να γίνει στάχτη η ψυχή σου και αποκαΐδια τα όνειρά σου. Είσαι ευτυχώς υγιής και γερός. Όλα μοιάζουν θετικά για σένα. Πρόσεχε, όμως, φίλε μου. 30
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
— Το γεγονός και μόνο πως απόψε, μετά την απογοήτευσή σου σχετικά με το διορισμό σου, βρίσκεις τη δύναμη να ασχολείσαι μαζί μου και να με εμψυχώνεις, με κάνει να νιώθω το μεγαλείο της ψυχής σου. Δε θα το ξεχάσω αυτό ποτέ. Στο πρόσωπο σου συνάντησα έναν πολύτιμο αδερφό. — Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ, Στέλιο μου. Με την ευκαιρία μάλιστα της αποψινής μας κουβέντας, έχω να σου κάνω μια πρακτική πρόταση. Όταν θα φέρεις τη μάνα και τις αδερφές σου στην Αθήνα, υπάρχει λύση για τη διαμονή τους. Αν συμφωνείς, εσύ μπορείς να μεταφερθείς στο δικό μου δωμάτιο. Έτσι θα έχουν οι γυναίκες το δικό τους χώρο κι εμείς εδώ θα βολευτούμε μια χαρά. Θα είμαστε μαζί και θα έχω κι εγώ μια συντροφιά. Οι ώρες της αγωνίας, του φόβου και της φτώχειας περνάνε πιο εύκολα όταν έχεις συντροφιά. — Αυτό που μου προσφέρεις είναι μεγάλη ευεργεσία. Σ’ ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. Τον ξύπνησε ένα δειλό κτύπημα στην πόρτα. Μετά τις συζητήσεις που είχε με το Νίκο Μακρίδη, τον πήρε ο ύπνος σχεδόν χαράματα. Ανήσυχος και ξαφνιασμένος άνοιξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέση του από την έκπληξη. Αυτό που αντίκρισε ήταν απρόσμενο. Στο κούφωμα της πόρτας στεκότανε χαμογελαστή και κατακόκκινη η Κλειώ. Μπήκε μέσα βιαστικά και έπεσε στην αγκαλιά του. Αναζήτησε τα χείλη του. Φιλήθηκαν με πάθος. Έμειναν αμίλητοι και αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα. Τη σιωπή διέκοψε η Κλειώ. — Το σκέφτηκα πολύ πριν πάρω την απόφαση να έρθω μέχρις εδώ. Ίσως σκεφτείς άσχημα για μένα. Η έντονη ανάγκη, η ακατανίκητη επιθυμία μου να βρεθώ κοντά σου με βοήθησαν να κατανικήσω όλες τις αναστολές μου. Αν μου έλεγαν, ακόμα και χθες, πως θα έφτανα στο σημείο να κάνω αιφνιδιαστική επίσκεψη στο σπίτι ενός άντρα, δε θα το πίστευα. — Σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Με γέμισε χαρά η παρουσία σου, αλλά σου ομολογώ πως αισθάνομαι άβολα. Όλα εδώ μέσα είμαι βουτηγμένα στην κακομοιριά, στη φτώχεια και στην αθλιότητα. Δεν είναι σπίτι αυτό, είναι μια τρώγλη. Δεν ταιριάζεις καθόλου 31
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
σ’ αυτό το περιβάλλον, ούτε για μια απλή επίσκεψη. Ντρέπομαι, αγαπημένη μου, για την ανέχειά μου. — Δεν πρέπει να νιώθεις έτσι. Αγαπιόμαστε κι αυτό έχει μόνο σημασία. Δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα ο ένας απ’ τον άλλο και δεν υπάρχει τίποτα που να μας κάνει να ντρεπόμαστε. Ήρθα να σε συναντήσω μετά από μια βασανιστική νύχτα. Είχα την έγνοια σου. Χθες που μιλήσαμε ήσουν τόσο συγκλονιστικά ειλικρινής στα λόγια, αλλά και στην αγωνία που διάβαζα στα μάτια σου, που θέλησα να βρεθώ κοντά σου. Όταν ξημέρωσε, με έπιασε μια τρελή επιθυμία να έρθω να σε συναντήσω. Κάθισαν στην άκρη του κρεβατιού και ο σομιές έτριξε κάτω από το βάρος των σωμάτων τους. — Το κρεβάτι σου, Στέλιο μου, είναι φλύαρο και τα μαρτυράει όλα, του είπε με ένα χαμόγελο. Σηκώθηκε ντροπιασμένος. Τον τράβηξε με αποφασιστικότητα κοντά της. — Σήμερα έχεις μια μοναδική ευκαιρία, αγαπημένε μου. Μπορείς, αν θέλεις, να με κάνεις δική σου. — Το θέλεις, Κλειώ μου; Του έκλεισε το στόμα με ένα φιλί και ξάπλωσε με κλειστά τα μάτια, περιμένοντάς τον.
32
2
Ο Γιάννης είχε λίγο ύπνο. Ξύπνησε απ’ τα χαράματα και έμεινε ασάλευτος στη θέση του. Δεν ήθελε να ενοχλήσει την Ευανθία που κοιμόταν ήρεμη δίπλα του. Είχε μια αίσθηση πληρότητας. Βλέποντάς την στο πλάι του, ένιωθε πως έκλεισε ένας βασανιστικός κύκλος ζωής. Μια μεγάλη εκκρεμότητα, ένα κενό στη ζωή του, τερματίστηκε με καθυστέρηση είκοσι τριών χρόνων. Μια απίστευτη ιστορία που είχε σαν πρωταγωνιστές και θύματά της αυτόν και την από χθες και τυπικά πλέον γυναίκα του. Ένας δυνατός έρωτας που γεννήθηκε στη Σμύρνη στα χρόνια της νιότης τους, μια δυνατή αγάπη που πέρασε «διά πυρός και σιδήρου», είχε σαν κατάληξη το χθεσινό γάμο. Ένα γάμο που έγινε με καθυστέρηση τόσων χρόνων. «Μια αφετηρία νέας ζωής, που ήρθε πριν απ’ το τέλος της βιολογικής ζωή μας. Ίσως γι’ αυτό νιώθω τόσο έντονα τα συναισθήματά μου. Τα όσα πέρασα όλα αυτά τα χρόνια, οι προσωπικές αποτυχίες, τα προβλήματα, η επαγγελματική άνοδος και οι καταστροφές του πολέμου, αποτέλεσαν το μεγάλο, το αληθινό σχολείο της ζωής για μένα. Τώρα μπορώ να νιώσω με τρόπο απόλυτο την αξία αυτού του γάμου. Για το νέο άνθρωπο, ένας γάμος φαίνεται σαν φυσική συνέπεια μιας ερωτικής σχέσης. Στην ηλικία μας όμως, αυτό το γεγονός αποκτάει μια ιδιαίτερη σημασία. Νιώθεις να γυρίζεις πίσω. Ανανεώνεις τις σκέψεις και τα αισθήματά σου. Αυτήν την επιστροφή την κάνω άθελά μου, πολλές φορές από τότε που ξανασμίξαμε με την Εύη μου. Μια ολόκληρη ζωή πέρασε κι αν διηγηθούμε αυτά που περάσαμε μέ33
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
χρι να ξαναβρεθούμε, θα μοιάζουν σαν παραμύθι. Σαν παραμύθι αγάπης, πόνου και προσμονής. Ποτέ δεν την ξέχασα, πάντα την περίμενα. Οι μέρες της καταστροφής της Σμύρνης ήτανε αρχή του δικού μας δράματος. Χαθήκαμε τις μέρες του ολέθρου και του θανάτου. Είμαστε κι εμείς μία από τις αμέτρητες περιπτώσεις των ανθρώπων που έχασαν αυτούς που αγαπούσαν. Των χιλιάδων ανθρώπων που είδαν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται και να χάνονται μέσα στη δίνη της καταστροφής. Η Ευανθία ήρθε πάλι κοντά μου απρόσμενα, τη στιγμή που τα προσωπικά και οικογενειακά μου αδιέξοδα μου προκαλούσαν μεγάλη απελπισία. Μόλις είχε πεθάνει η μάνα μου. Μια μάνα που δε σταμάτησε σε όλη της τη ζωή να με στηρίζει. Τα παιδιά μου τράβηξαν τους δικούς τους δρόμους. Είμαι πολύ δυσαρεστημένος μαζί τους. Ιδιαίτερα με τον Κωνσταντίνο. Αυτό το παιδί με έχει γεμίσει πίκρες και ανησυχίες». Αναπολώντας όλο και πιο συχνά τα όσα είχαν συμβεί στην ταραγμένη ζωή του, είχε ένα έντονο συναίσθημα θλίψης και αγωνίας για το αύριο. Ένιωθε βαθιά μέσα του πως το μόνο θετικό και σημαντικό που είχε παρουσιαστεί στην ταραγμένη ζωή του ήτανε ο ερχομός της Ευανθίας. «Ο ερχομός της μου έφερε φως και ελπίδα. Πριν εμφανιστεί είχα δοκιμάσει μεγάλες απογοητεύσεις από τα παιδιά μου. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό ανάμεσά μας. Ιδιαίτερα με τον Κωνσταντίνο. Με την Κλειώ συνέχεια αισθάνομαι πως όλα κρέμονται από μια κλωστή. Μια περίεργη και εύθραυστη ισορροπία. Είναι γλυκιά, ευγενική και τρυφερή μαζί μου, αλλά αντιλαμβάνομαι πως δε με αποδέχεται όπως παλιά. Δείχνει πειθαρχημένη στις εντολές μου, αλλά μόνο επιφανειακά. Πολλές φορές βλέπω στα μάτια της την απόσταση που μας χωρίζει κι αυτό με πονάει. Τη μάζεψα μικρό κοριτσάκι από τα καλντερίμια της φλεγόμενης Σμύρνης τις μέρες της καταστροφής και του ολέθρου. Ένα πλασματάκι μια σταλιά, αδύναμο και τρομαγμένο, που σπάραζε στο κλάμα. Αναζητούσε μια αγκαλιά, ένα χάδι. Είχε ανάγκη από την προστασία που χρειάζεται ένα βρέφος. Την έφερα μαζί μου στην Ελλάδα και την υιοθέτησα. Δεν την ξεχώρισα ποτέ από τον Κωνσταντίνο, το φυσικό μου γιο. Μαζί μεγαλώσανε, 34
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
σαν αγαπημένα αδέρφια. Έκανα όνειρα για το μέλλον τους. Ο πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση και ο διχασμός που επικράτησε τέλος τα ανέτρεψε όλα. Ακόμα και οικογένειες μονοιασμένες και αγαπημένες, διαλύθηκαν. Το μίσος έγινε ο οδηγός στις πράξεις, ακόμα και ανάμεσα σε αδέρφια και γονιούς. Η ίδια κατάσταση διάλυσης και στην οικογένειά μας. Ο γιος μου αμετανόητος, με το κεφάλι του φουσκωμένο, αναζητάει την επανάσταση που θα φέρει, όπως παιδιάστικα πιστεύει, δικαιοσύνη στον κόσμο και την κυριαρχία του προλεταριάτου. Τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; Δε με στενοχωρούν οι ιδέες του, αλλά η ανωριμότητά του. Το φλογισμένο του μυαλό δεν μπορεί να σταθμίσει την κατάσταση. Δε θέλει να αντιληφθεί πως ο κόσμος μοιράστηκε σε καινούργιες ζώνες κυριαρχίας και επιρροών. Καμιά επανάσταση δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση που παγιώθηκε. Όλα είναι πουλημένα, όπως γίνεται πάντα. Οι λαοί οδηγούνται στη σφαγή του πολέμου, πιστεύοντας σε συνθήματα και υποσχέσεις. Όταν ο πόλεμος τελειώσει, λειτουργεί το χρηματιστήριο της ειρήνης. Σ’ αυτό πουλιόνται όλα. Ιδέες, θυσίες, καταστροφές, ελπίδες και ανθρώπινες υπάρξεις. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια κι ο Κωνσταντίνος μου αγωνίζεται για τη “λαοκρατία”. Αν είναι δυνατόν! Τόσα του έχω πει, κι όμως. Είναι τόσο συνεπής και πεισματάρης σ’ αυτά που πιστεύει, σε βαθμό που τα εφαρμόζει με συνέπεια, ακόμα και στις προσωπικές του σχέσεις. Ο κομμουνισμός έχει γίνει τρόπος ζωής για τον κανακάρη μου. Πριν λίγες μέρες μου έφερε στο σπίτι τη γυναίκα που παντρεύτηκε κρυφά από την οικογένειά του στο Αίγιο. Με αγνόησε σαν να είμαι ξένος, για να μην πω, εχθρός του. Τη “συντρόφισσά” του στη ζωή και στις ιδέες τη λένε Ευγενία. Αποφάσισε κι αυτός σύμφωνα με την ερωτική έμπνευση του ποιητή. “Την Γαλάτειαν και μίαν καλύβην”. Αυτές είναι οι φιλοδοξίες και τα όνειρα του γιόκα μου. Είναι ολόιδιος με τη μάνα του. Όπως κι αυτή, πλάθει κι αυτός με τη σκέψη και την καρδιά του ονειρεμένους κόσμους δικαιοσύνης και ισότητας. Κούνια που τον κούναγε, τον αφελή. Ωραία τα λόγια, θαυμάσιες οι ιδέες. Να του πω κι εγώ τα ίδια και περισσότερα. Ιδέες που υπηρετούν μια απραγματοποίητη ισότητα. »Έγινε ένα μεγάλο επεισόδιο μεταξύ μας. Κάτι που δε θα 35
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
ξεχάσω ποτέ. Η στάση του ήτανε εχθρική και τα λόγια του έσταζαν φαρμάκι. Το μίσος του για μένα, ένα μίσος που ασφαλώς υπέβοσκε, με έκαναν να χάσω την αυτοκυριαρχία μου. Για το γιο μου εγώ και ό,τι εκφράζω κοινωνικά είμαστε οι εχθροί τού λαού και του προλεταριάτου. Είπαμε λόγια πικρά και, τέλος, πήρε τη γυναίκα του και έφυγαν, κτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του. » Η Κλειώ παρακολούθησε αμίλητη και ταραγμένη τις έντονες διαφωνίες μας και όλα, στη στάση και στο ύφος της, μου έδειχναν πως διαφωνούσε μαζί μου. Αυτό με πόνεσε περισσότερο. Η σιωπηλή αποδοκιμασία της κόρης μου με πρόσβαλε σαν πατέρα. Πρέπει να το πάρω απόφαση. Τα έχασα τα παιδιά μου, τα έχασα». Η Ευανθία ξύπνησε, τον είδε ταραγμένο και τον αγκάλιασε τρυφερά. — Τι είναι αυτό που σε βασανίζει, αγαπημένε μου; Μίλησέ μου, αλάφρωσε την καρδιά σου. Δεν είπαμε πως εμείς οι δυο θα τα συζητάμε όλα; — Μαζί θα τα συζητάμε όλα. Αυτό είναι ευεργετικό για μένα, αλλά είναι δίκαιο να σε φορτώνω με χίλια δυο προβλήματα και με τις διαφορές που έχω με τα παιδιά μου; Μια ολόκληρη ζωή πέρασες αγωνίες και απογοητεύσεις για χάρη μου. Πέρασες τόσα πολλά. Τώρα χρέος μου είναι να σου προφέρω αυτά που στερήθηκες και όχι να σε φορτώνω αγωνίες για θέματα για τα οποία εγώ έχω την αποκλειστική ευθύνη. — Άκουσέ με και μην ξεχάσεις ποτέ αυτό που θα σου πω. Η αγάπη μου για σένα άντεξε τόσα χρόνια, γιατί τις πληγές που δέχτηκα για χάρη της τις έγραψα στην άμμο της λήθης. Τα θετικά και τα καλά του έρωτά μας τα σκάλισα σε γρανίτη. Τα αρνητικά έσβησαν, τα θετικά έμειναν και με συντρόφευαν στις ατέλειωτες μέρες μέχρι να ξαναβρεθούμε. Έτσι μπόρεσα να κρατήσω την αγάπη μου ζωντανή και να αντέξω. Γράψε κι εσύ στην άμμο αυτά που σε πονάνε και σκάλισε την αγάπη των παιδιών σου σε γρανίτη. Έτσι θα γαληνέψεις και θα βρεις τον εαυτό σου. — Αν δεν είχα και σένα, αγαπημένη μου; Από σένα δεν έχω 36
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
κανένα λόγο να κρύβομαι και να υποκρίνομαι παριστάνοντας τον ισχυρό. Η ηλικία μου δε μου επιτρέπει κομπασμούς και εγωισμούς. Ομολογώ, λοιπόν, πως νιώθω αδύναμος. Αυτές τις ώρες που όλα κρέμονται από μια κλωστή, που το μέλλον δε δείχνει ρόδινο και ελπιδοφόρο, εγώ πρέπει να πάρω σημαντικές πρωτοβουλίες και κρίσιμες αποφάσεις. Θέλω να λειτουργήσω και πάλι τις επιχειρήσεις μου. Πρέπει να κερδίσω το στοίχημα της επαναλειτουργίας τους. Χρειάζομαι το γιο μου, κι αυτός λείπει. Θέλω τη βοήθεια και τη συμμετοχή του σ’ αυτό το δύσκολο εγχείρημα, έστω ψυχολογικά. Αν δε θέλει να ασχοληθεί στις δουλειές μου, ας μην είναι απέναντί μου, σαν ταξικός εχθρός μου. Είναι κωμικοτραγική η κατάστασή μας. — Νομίζω πως καλό θα είναι να μη βιαστείς. Πρέπει να ξεκαθαρίσει η πολιτική κατάσταση. Πώς θα σχεδιάσεις επιχειρηματικές κινήσεις μέσα σ’ αυτό το εκρηκτικό κλίμα; — Είναι γεγονός πως τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο και η πιθανότητα να ξεσπάσει ένας εμφύλιος πόλεμος, μια ανθρωποσφαγή, είναι μεγάλη. Παρ’ όλα αυτά, εγώ πιστεύω πως πρέπει να ετοιμάζομαι. Σ’ αυτόν το χώρο, όποιος διστάσει, όποιος καθυστερήσει, θα χάσει το παιχνίδι. Οι υποθέσεις αυτές απαιτούν μελέτη, πληροφορίες και πρόβλεψη. Μέσα σ’ όλα αυτά υπάρχει και το ρίσκο. Αν δε ρισκάρεις χάνεσαι. Πιστεύω όμως, πως το ρίσκο σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν είναι μεγάλο. Είμαι σχεδόν βέβαιος για την κατάληξη. Αν πέσω έξω στις προβλέψεις μου, δε θα χαθούμε. Έχουμε τρόπο να ζήσουμε. — Με όλη την αγάπη μου για σένα, θα σου πω, έστω κι αν δε μου πέφτει λόγος τη γνώμη μου για τις σχέσεις σου με τα παιδιά σου. Θέλει να με ακούσεις; — Ξέρεις πόσο υπολογίζω σε σένα. Είσαι το μόνο πλάσμα που νιώθω πραγματικά δίπλα μου. — Ο Κωνσταντίνος και η Κλειώ μεγάλωσαν και έζησαν τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση. Γαλουχήθηκαν μέσα σε ένα αγωνιστικό πνεύμα προσφοράς και θυσίας, όπως οι περισσότεροι νέοι του τόπου. Είναι διαφορετικοί, ασυμβίβαστοι και ανυποχώρητοι. Ο συναισθηματικός τους κόσμος πλάθει, φαντάζεται, οραματίζεται έναν καινούργιο κόσμο δίκαιο, χωρίς κοινω37
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
νικές διακρίσεις. Εσύ με το ρεαλισμό και την πείρα της ηλικίας σου, είσαι κατ’ ανάγκη το αντίπαλο δέος στα όνειρά τους. Γι’ αυτούς, εμείς εκφράζουμε το παλιό, το ξεπερασμένο, το φθαρμένο στερέωμα της ζωής και θέλουν να το γκρεμίσουν. Οι ώρες είναι δύσκολες και χρειάζεται υπομονή. Είναι νόμος της ζωής η αμφισβήτηση. Όταν τα παιδιά αποκτήσουν τις δικές τους εμπειρίες, όταν ωριμάσουν, τότε θα παραδέχονται πως ο πατέρας τους είναι σοφός και θα αναφέρουν συχνά με θαυμασμό τις σκέψεις και τις απόψεις σου. Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου. — Βάλσαμο στις πληγές μου είναι τα λόγια σου, αγάπη μου. Σ’ ευχαριστώ. Παραδέχομαι πως έχω κάνει κι εγώ σοβαρά σφάλματα. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Ενώ η καρδιά μου είναι πλημμυρισμένη από αγάπη, ο γιος μου με τη συμπεριφορά του κατορθώνει και με εξαγριώνει. Αυτό που μου φαίνεται αδιανόητο είναι να πληρώσει η οικογένειά μου για άλλη μια φορά το βαρύ λογαριασμό που πλήρωσα εγώ, όταν έγινα ολοκαύτωμα για τη μεγάλη ιδέα. Το μόνο θετικό που μου έφερε εκείνη η φοβερή περιπέτεια είσαι εσύ, αγαπημένη μου. — Εγώ θα στηρίξω με όλη μου την καρδιά όλες τις αποφάσεις σου. Πες μου; Θέλεις να μιλήσω στον Κωνσταντίνο; — Θέλω να με βοηθήσεις να πείσουμε τον Κωνσταντίνο να φύγει από την Ελλάδα. Πρέπει να τον πείσουμε να πάει στο Παρίσι. Ας πάρει μαζί του και τη γυναίκα που παντρεύτηκε. Είμαι έτοιμος να την αποδεχτώ ως νύφη μου, αρκεί να δεχτεί ο γιος μου να φύγει στο εξωτερικό. Οσμίζομαι τη μεγάλη θύελλα που όπου να ’ναι θα ξεσπάσει. Θέλω να απομακρυνθεί για ένα διάστημα. Είναι σταμπαρισμένος, κινδυνεύει κάθε στιγμή. Αν πέσει στα χέρια των ακροδεξιών καθαρμάτων, δε θα τον ξαναδούμε ζωντανό. — Με την Κλειώ τι θα γίνει; — Μ’ αυτήν τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Είναι κορίτσι και όσες διαφορές αντιλήψεων κι αν έχουμε, είναι συναισθηματικά πολύ δεμένη μαζί μου. Πιστεύω πως δε θα μου δημιουργήσει προβλήματα. — Αν σου προτείνω να φύγουμε όλοι για ένα διάστημα για το Παρίσι; Θα μείνουμε εκεί για ένα διάστημα και όταν ηρεμήσει η κατάσταση στην Ελλάδα, επιστρέφουμε. 38
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
— Εύη μου, εγώ δε φεύγω, όσο κόστος και κινδύνους κι αν έχει αυτό για μένα. Είμαι ανυποχώρητος στις αποφάσεις μου. Έχω αποφασίσει να αναστήσω μέσα από τη στάχτη τις επιχειρήσεις μου. Αν τα καταφέρω, τα φουγάρα στα δύο εργοστάσια μου, βγάλουν και πάλι καπνό οι μηχανές τους θα ζωντανέψουν και πάλι. Είναι στοίχημα ζωής για μένα. Εσύ όμως, μπορείς αν θέλεις να φύγεις, για όσο διάστημα χρειάζεται. Δεν υπάρχει λόγος να μένεις εδώ και να κινδυνεύεις για χάρη μου. — Αυτό δε θέλω να το ξανακούσω. Εμείς οι δυο δε θα χωρίσουμε πλέον ποτέ. Μόνο ο θάνατος θα μας χωρίσει. Την αγκάλιασε συγκινημένος και της ψιθύρισε. — Αγάπη μου, καταλαβαίνω τη θυσία που κάνεις. Σ’ ευχαριστώ, καρδιά μου. Ξημέρωσε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο Κωνσταντίνος με έκπληξη δέχτηκε το γραπτό μήνυμα του πατέρα του. Του το έφερε ένας άγνωστος νεαρός. Η έκπληξή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν το διάβασε. Ο Σταματίου καλούσε το γιο του και τη νύφη του στο σπίτι του. «Για να περάσουμε μαζί το βράδυ του ερχομού του νέου χρόνου και την Πρωτοχρονιά. Εγώ, η Κλειώ και η Ευανθία, σας περιμένουμε με αγάπη». Διάβασε πολλές φορές το λιγόλογο σημείωμα και το έδειξε στην Ευγενία, που διαβάζοντάς το δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά και τον ενθουσιασμό της. Αγκάλιασε τον Κωνσταντίνο και φιλώντας τον του είπε. — Είμαι ευτυχισμένη. Αυτή η πρόσκληση δείχνει πολλά. Ο πατέρας σου ανοίγει την αγκαλιά του για να μας δεχτεί. Η αγάπη του για σένα είναι μεγάλη και σε αναζητάει. Αυτή η πρόσκληση με ανακουφίζει. Ένιωθα ένοχη για όσα έγιναν ανάμεσά σας με αφορμή το δεσμό και το γάμο μας. — Δε θέλω να πάμε και σε παρακαλώ να μην επιμείνεις. Νομίζω πως δεν έχουμε πια καμιά θέση εκεί. Ο πατέρας μου, που σήμερα μας καλεί να γιορτάσουμε μαζί την Πρωτοχρονιά, πριν από λίγες μέρες με τη στάση του μας έκλεισε την πόρτα. Μας απέρριψε και μας πρόσβαλε. Τώρα, τι μεσολάβησε εντωμεταξύ και λειτούργησε μέσα του το πατρικό φίλτρο και η αγάπη για 39
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
το γιο του; Μήπως θέλει να δημιουργήσει μια πρωτοχρονιάτικη ατμόσφαιρα για τις συναισθηματικές ανάγκες της ημέρας; Αρνούμαι να συμμετάσχω σε μια παράσταση που θα έχει ως εικόνα μια καλή και ομονοούσα οικογένεια, που γιορτάζει γύρω από το στολισμένο τραπέζι της Πρωτοχρονιάς. Μπορεί αυτό το βράδυ να έχει και κάποιους μεγαλόσχημους καλεσμένους. Όλοι αυτοί δεν έχουνε κανένα φόβο, καμιά αγωνία. Αυτά τα συναισθήματα τα έχει ο λαουτζίκος που πεινάει, που φοβάται, που αντί να γίνει αφέντης στον τόπο του αλυσοδέθηκε και πάλι και τον πατάει στο σβέρκο η «συμμαχική» αρβύλα. Μη θαρρείς πως αυτή είναι ελαφρότερη, από τη χιτλερική μπότα. »Όλα αυτά τα τραγικά, ο πατέρας μου και οι φίλοι του θέλουν να τα αγνοούν. Θέλουν να πιστεύουν πως δεν τους αφορούν. Η συνεργασία με τους ισχυρούς νικητές του πολέμου, με τα νέα οικονομικά κέντρα συμφερόντων, μονοπωλούν το ενδιαφέρον τους. Τα πλήθη των πεινασμένων και των απελπισμένων θα τους εξασφαλίσουν το φτηνό εργατικό δυναμικό για να πολλαπλασιάσουνε τα πλούτη τους. Κτίζουν μια καινούργια κατοχή στα χνάρια της προηγούμενης κι αυτή θα κρατήσει για πολλά χρόνια. — Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι ξαναμμένο και πεισμωμένο. Δεν ξέρω πολλά, σαν και σένα. Αυτό που ξέρω είναι πως πρέπει να φιλιώσεις με τον πατέρα σου. Όλα τα άλλα που λες είναι σωστά, αλλά δεν πρέπει να μπαίνουν ανάμεσα στις σχέσεις του γιου με τον πατέρα του. Εγώ θέλω να πάμε. Σε εξορκίζω στην αγάπη μας. Νιώθω ένοχη, χωρίς να φταίω, για ό,τι έγινε μεταξύ σας, Εξαιτίας μου τσακωθήκατε κι αυτό είναι πολύ βαρύ για μένα. Νιώθω πως μπήκα στο σπίτι σας και η παρουσία μου προκάλεσε τέτοια διχόνοια. Ήρθα στη ζωή σου για να χωρίσω το γιο απ’ τον πατέρα του; Μην είσαι εγωιστής. Έχει κι αυτός τα δίκια του, σαν γονιός. Πρέπει να δεις και τη δική του πλευρά. Πατέρας είναι, είχε όνειρα για το γιο του και απογοητεύθηκε. Δεν είμαι εδώ που τα λέμε και καμιά κοινωνικά αντάξιά σας. Μια εργάτρια σε καπελάδικο που δουλεύει για να ομορφύνουν τα κεφάλια των κυριών της αριστοκρατίας δεν έχει θέση στα σαλόνια τους. Δεν είναι λίγο λοιπόν αυτό που έκανες. Μπορεί να έγινε πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, απελευθέρωση και στη συνέχεια το κίνημα 40
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
και η τρομοκρατία της ακροδεξιάς, τίποτα όμως δεν άλλαξε στις διακρίσεις των πλούσιων για τους φτωχούς. Εσύ άντρα μου, τα έφερες όλα πάνω κάτω. Δε λογάριασες τίποτα, έβαλες την καρδιά και τις ιδέες σου μπροστά και με παντρεύτηκες. Σε λατρεύω και σε παρακαλώ, βάλε νερό στο κρασί σου. Πατέρας σου είναι. — Εντάξει, θα πάμε. Μόνο για το δικό σου χατίρι. Δέχομαι, με βαριά καρδιά. Αν ήξερε ο Σταματίου τι κοπέλα είσαι, τότε θα άνοιγε διάπλατα την αγκαλιά του. — Δώσε του την ευκαιρία να το μάθει, του είπε γελώντας. — Σύμφωνοι. Πάμε, όμως, τώρα μια βόλτα στην οδό Αιόλου. Θέλω να δούμε την κίνηση στα μαγαζιά και στους πάγκους με τα δώρα. Τον αγκάλιασε κι ακούμπησε τρυφερά το κεφάλι της στο στήθος του. Η Κλειώ και η Ευανθία έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα ανάμεσα στο ζευγάρι και στον πατέρα. Πράγματι οι προσπάθειές τους απέδωσαν θεαματικά αποτελέσματα και μετά από λίγη ώρα η επιφυλακτικότητα και η συγκρατημένη διάθεση έδωσαν τη θέση τους σε μια ευεργετική χαλαρότητα και σε ευχάριστες συζητήσεις. Ο Γιάννης, σοφά δασκαλεμένος από την Ευανθία, φέρθηκε ευγενικά και πατρικά στην Ευγενία, ζητώντας της μάλιστα και συγνώμη για το άσχημο κλίμα που επικράτησε στην πρώτη συνάντησή της με την οικογένεια. — Κόρη μου, καλώς ήρθες στο σπίτι μας. Έκανα λάθος, το αναγνωρίζω. Πολλές φορές εμείς οι γονείς κάνουμε λανθασμένες εκτιμήσεις. Η αγάπη και το ενδιαφέρον μας για τα παιδιά μας μας παρασύρουν. Θέλουμε να επεμβαίνουμε στις σχέσεις και στις αποφάσεις τους, σύμφωνα με τις δικές μας φιλοδοξίες. Σαν να είμαστε εμείς αυτοί που ξέρουμε το σωστό και το καλό γι’ αυτά. Τέλος πάντων, είμαι μεγαλύτερος και πατέρας σας. Σας ζητάω συγνώμη για ό,τι έγινε και σας καλώ να ξεχάσουμε τα λόγια τα πικρά που ειπώθηκαν. Ο Κωνσταντίνος άκουσε έκπληκτος την εκ βαθέων εξομολό41
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
γηση του πατέρα του και συγκλονισμένος τον πλησίασε και του φίλησε το χέρι. — Εγώ σου ζητάω συγνώμη, πατέρα. Υπάρχουν στιγμές που δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Ενώ σε αγαπάω πολύ και σε σέβομαι, κάποιες φορές, δεν ελέγχω τις αντιδράσεις μου. Πρώτος εγώ, κυρίως εγώ, οφείλω να παραμερίζω τον εγωισμό μου. Είσαι ο αγαπημένος μου πατέρας και δεν είναι σωστό να αντιδικώ μαζί σου. Μπορούμε να συζητάμε, να διαφωνούμε, αλλά ο σεβασμός μου για σένα πρέπει να κυριαρχεί στη συμπεριφορά μου. Η Κλειώ, η Ευανθία και η Ευγενία έδειχναν χαρούμενες με την πορεία που είχε η συζήτηση, πατέρα και γιου. Ανταλλάσσανε χαρούμενες ματιές και χαμόγελα. — Είναι η πρώτη ευχάριστη μέρα σ’ αυτό το σπίτι, εδώ και πολύ καιρό, είπε η Κλειώ. Νομίζω πως εσείς οι δυο κυρίες μου κάνατε τα θαύματά σας. Εσύ Ευανθία μαλάκωσες τον πατέρα κι εσύ Ευγενία γλύκανες τη συμπεριφορά του Κωνσταντίνου. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν εκείνο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 1946 για πολύ. Πατέρας και γιος ένιωθαν σαν να συναντήθηκαν μετά από πολύ καιρό. Οι γυναίκες της οικογένειας φλυαρούσαν και τίποτα εκείνο το βράδυ δε μαρτυρούσε, δεν έβγαζε στην επιφάνεια, τίποτα και κανένα απ’ τα προβλήματα και τις αγωνίες που τους βασάνιζαν. Ένιωθαν πως το σπίτι τους εκείνες τις ώρες αποτελούσε μια νησίδα σιγουριάς σε τόπο μακρινό και ειρηνικό. Έξω από την πόρτα του κήπου υπήρχε η σκληρή πραγματικότητα της ανασφάλειας, της πείνας και της κοινωνικής αναταραχής. Ο θάνατος, οι φυλακίσεις και οι δολοφονίες που συνέβαιναν κάθε μέρα, κάθε στιγμή, στην Αθήνα δεν τους ακουμπούσαν. Τώρα μάλιστα που έσμιξαν πάλι, ένιωσαν πιο δυνατοί. Ένα μπουκάλι κονιάκ, από τα λίγα που είχανε απομείνει, στη σχεδόν άδεια κάβα του αρχοντικού, συνόδευε τους δύο άντρες στις ώρες της συναισθηματικής τους επαναπροσέγγισης. Ο Γιάννης έκρινε πως οι στιγμές της οικογενειακής θαλπωρής του έδιναν την ευκαιρία να κάνει στον Κωνσταντίνο την πρόταση που είχε σχεδιάσει. Έτσι, με μεγάλη προσοχή, αναφέρθηκε στις πολιτικές εξελίξεις. Άνοιξε ένα φάκελο και έβγαλε από μέσα ένα απόκομμα εφημερίδας. 42
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
— Ξέρεις... Συγκεντρώνω κάποια δημοσιεύματα που με εντυπωσιάζουν. «Παλιά μου τέχνη κόσκινο» θα πεις. Από την εποχή της Μικράς Ασίας το κάνω αυτό. Δημοσιεύματα, ημερολόγια που κρατούσα και σημειώσεις. Είχα σκοπό να γράψω ένα βιβλίο για τα χρόνια εκείνα της μεγάλης καταστροφής και του ολέθρου. Η ζωή όμως με πήρε από κάτω. Το βιβλίο που φιλοδοξούσα να γράψω δε γράφτηκε ποτέ. Το υλικό όμως το κράτησα. Το θεωρώ πολύτιμο δείγμα μιας εποχής, που, ως νέο, με φλόγιζε το πάθος της προσφοράς για έναν καλύτερο κόσμο, για δημοκρατία και δικαιοσύνη. Με σεβασμό φύλαξα όλο αυτό το χαρτομάνι. Είναι ένα κομμάτι της ψυχής μου, της νεανικής αθωότητας, της εποχής των ιδανικών. Αυτά τα χαρτιά είναι το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου. Κάποιες φορές τα φυλλομετρώ, συγκινούμαι, αλλά και ντρέπομαι για μένα και για πολλούς άλλους σαν και μένα. Υπάρχει ένας στίχος που λέει: “Πού είσαι νιότη που έλεγες πως θα γινόμουν άλλος;”. Αυτός μου ταιριάζει γάντι, λες και γράφτηκε για μένα. Κωνσταντίνε μου, αυτή η συσσωρευμένη εμπειρία με κάνει να αγωνιώ για σας, για τα παιδιά μου. Παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα τον πατέρα του. Δεν τον είχε δει άλλη φορά τόσο απολογητικό, ανθρώπινο κι αδύναμο. Αυτό το βράδυ έβλεπε και άκουγε τον αληθινό Γιάννη Σταματίου. Ζούσε σε μια αποκάλυψη συγκλονιστική. — Πόσο διαφορετικά μιλάμε απόψε; Διανύσαμε τόσο δρόμο, πέρασε τόσος καιρός, για να βρεθούμε τόσο κοντά, πατέρα. Αυτή τη βραδιά δε θα την ξεχάσω ποτέ. Μια βραδιά που βρήκαμε αυτό που μας έλειπε. Την εμπιστοσύνη και την αποδοχή. — Ξέρεις πόσες ομοιότητες έχει η σημερινή κατάσταση με την παλιά; Εκείνη της Μικρασιατικής Καταστροφής; Η ιστορία επαναλαμβάνεται, όχι σαν φάρσα, που συνήθως λέγεται, αλλά σαν μεγαλύτερη τραγωδία. Πόλεμος, κατοχή, αντίσταση. Τα απάνω ήρθαν κάτω. Τα ήξερα πως έτσι θα εξελιχθούν τα πράγματα. Γίναμε πάλι πιόνια στη σκακιέρα των ξένων. Οι προδότες έγιναν ήρωες. Οι πραγματικοί ήρωες χαρακτηρίζονται προδότες και αναρχικά στοιχεία. Θαρρείς πως δεν τα βλέπω; Νομίζεις πως η ψυχή μου έχει συμβιβαστεί; Υποφέρω, αλλά είμαι υποχρεωμένος να καταπίνω την αγανάκτησή μου. Δε θα κάνω το χατίρι σε κανέ43
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
ναν. Δε θα γίνω εξάρτημα στα παιχνίδια εξουσίας και κυριαρχίας, από όπου κι αν αυτά προέρχονται. Στο βάθος όλοι ίδιοι είναι. Όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, αυτήν τη διαπίστωση την καταλαβαίνουν όλοι. Κοίταξε εδώ, διάβασε. Του έδωσε το απόκομμα της εφημερίδας. Ο Κωνσταντίνος διάβασε: Άλλος ένας συνεργάτης του εχθρού, ο υπαρχηγός των ταγμάτων ασφαλείας αθωώθηκε προχθές. Και έγγραφα κατετέθησαν πειστικότατα και ο ίδιος ομολόγησε ότι υπηρέτησε τους Γερμανούς και εστράφη εναντίον των Ελλήνων. Έλαβε μέρος σε δεκαπέντε μάχες εναντίον ανταρτών και εφόνευσε 400 εν όλω «αναρχικούς». Το 3ο Ειδικό Δικαστήριο, «σκεφθέν κατά νόμον», ενέκρινε όλην αυτήν την δράσιν του και τον αθώωσε». Ένα εκ των δύο συμβαίνει. Ή ο λαός αυτός έχει εντελώς εσφαλμένη αντίληψιν περί του τι είναι εθνική προδοσία ή η δικαιοσύνη έχει χάσει εντελώς το αίσθημα της ευθύνης απέναντι του Έθνους. — Μήπως και στη δίκη του αρχιδολοφόνου, του διοικητή του μηχανοκινήτου, του περιβόητου Μπουραντά, δεν έγιναν τα ίδια; Αυτός ο προδότης, ο συνεργάτης των Γερμανών, είχε ως μάρτυρα υπεράσπισης τον ίδιο τον αρχηγό της αστυνομίας. — Έχουν γίνει πολλά, γιε μου. Από πού να τα πιάσει κανείς; Από τη Συμφωνία της Βάρκιζας που άφησε εκτεθειμένα στα νύχια της ακροδεξιάς τα παιδιά του κόσμου που έκαναν αντίσταση; Γι’ αυτά τα λάθη ποιος θα αναλάβει τις τραγικές ευθύνες; Οι αγωνιστές δε φταίνε ποτέ. Αυτοί βάζουν την ψυχή τους στο αγώνα και το κορμί τους γίνεται ολοκαύτωμα στις μάχες. Αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις με ποια συναίσθηση ευθύνης λειτουργούν; Είναι μονόφθαλμοι και βαρήκοοι; Βλέπουν μόνο προς τη Μόσχα και αγνοούν επιδεικτικά αυτά που γίνονται στη διεθνή σκηνή. Ο Κόσμος μοιράστηκε παιδί μου. Στο είπα και άλλοτε. Ό,τι και να γίνει, η Ελλάδα ανήκει στην αγγλική κυριαρχία. Όλα είναι μάταια. Οι αγώνες προδόθηκαν και προβλέπω πως τα γε44
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
γονότα που θα ακολουθήσουν δε θα έχουν τίποτα να ζηλέψουν από την κόλαση. — Αυτά που λες, πατέρα, τα καταλαβαίνω. Τα θεωρώ λογικά, αλλά θέλω να τα παραβλέπω. Έχω ανάγκη να πιστεύω πως ο λαός μπορεί να νικήσει. Με τρελαίνει η σκέψη πως σ’ αυτόν τον τόπο δε θα αλλάξει τίποτα. Με κάνει έξαλλο η κατάσταση που διαμορφώνεται με ευθύνη των αποικιοκρατών «συμμάχων» μας. Οι ίδιοι διεφθαρμένοι πολιτικοί του παρελθόντος, οι προδότες, οι συνεργάτες του εχθρού και τα κάθε είδους καθάρματα που γλείφουν τις μπότες τού κάθε αφέντη, καταπιέζοντας και ληστεύοντας το λαό θα μας κάτσουν πάλι στο σβέρκο; Γιατί αγωνίστηκε ο λαός; Για να φέρει τα πολιτικώς νεκρά υποκείμενα που ανέφερα, με επικεφαλής τον επίορκο βασιλιά Γεώργιο; Αυτόν τον μισητό εστεμμένο που έφερε τη δικτατορία του γελοίου Μεταξά; Δεν αντέχω, πατέρα, γι’ αυτό αγωνίζομαι, αν και ξέρω πως, όπως βαδίζουν τα πράγματα, ο λαός θα φορέσει τα δεσμά μιας καινούργιας δουλείας, που θα είναι συνέχεια της προηγούμενης και που θα τη λένε «εθνικοφροσύνη». — Όσο σε ακούω, Κωνσταντίνε μου, νιώθω περίεργα. Πεταρίζει η καρδιά μου και φεύγει από μέσα μου όλη η σκουριά που μου φόρτωσε η ζωή και τα χρόνια που πέρασαν. Είμαι περήφανος για σένα, αλλά είμαι επίσης υποχρεωμένος να γίνω και πάλι ρεαλιστής και πραγματιστής. Είναι ανάγκη ζωής και μέλλοντος. Άκουσε τη γνώμη μου, άκουσε τις προτάσεις μου και εσύ θα αποφασίσεις τελικά. Θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι κάνεις. Πιστεύω πως μ’ αυτά που συμβαίνουν και με όσα θα ακολουθήσουν, εσύ προσωπικά κινδυνεύεις. Μπορεί μετά την περίφημη Συμφωνία της Βάρκιζας να αποτραβήχτηκες και να χάθηκες απ’ τα μάτια των χαφιέδων γι’ αρκετό καιρό, δεν έπαψες, όμως, να είσαι σταμπαρισμένος. Αν πέσεις έστω και τυχαία στα χέρια τους, τότε ο κίνδυνος για τη ζωή σου θα είναι μεγάλος. Αλλά κι αν αυτό δε συμβεί, τότε υπάρχει άλλη παγίδα για σένα. Ξέρω καλά πως μετά από λίγο θα καλέσουν κι άλλες ηλικίες εφέδρων. Αν παρουσιαστείς, τότε στην καλύτερη περίπτωση σε περιμένει η εξορία σε κάποιο ξερονήσι. Δεν ξέρω τι θα μπορέσεις να προσφέρεις στις ιδέες σου, αν είσαι ένας ακόμη νεκρός εαμίτης ή ένας εξόρι45
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
στος στρατιώτης που θα σαπίζει σε κάποιο βράχο του Αιγαίου. Πώς θα στηρίξεις τις ιδέες σου αν πέσεις στα χέρια τους; Εγώ δε θέλω, ούτε και μπορώ να σου ζητήσω να απαρνηθείς αυτά που πιστεύεις. Σε κάποιο βαθμό τα πιστεύω κι εγώ. Σου ζητάω, όμως, να μείνεις ζωντανός και γερός. Ο Κωνσταντίνος τον άκουγε προσεκτικά και παρέμενε ανέκφραστος. Ο πατέρας του, όμως, διέκρινε από κάποιες ελαφρές συσπάσεις του προσώπου του την απήχηση που είχαν τα λόγια του στο γιο του. — Τι να κάνω, πατέρα, να κρυφτώ πάλι; — Κωνσταντίνε, οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες. Είμαι βέβαιος πως ξέρεις καλύτερα από μένα και με λεπτομέρειες τα σημερινά συμβάντα της κεντρικής επιτροπής του ΕΑΜ. Στη συγκέντρωση που έγινε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, αποφάσισαν να αποσύρουν την εμπιστοσύνη του ΕΑΜ από την κυβέρνηση του Κέντρου και από τον πρωθυπουργό Σοφούλη. — Ναι. Η απόφαση λέει πως ο καινούργιος χρόνος, μπαίνει κάτω από τραγικές συνθήκες διώξεων, φυλακίσεων, βιασμών και δολοφονιών. Η μαύρη τρομοκρατία επεκτείνεται και η Κ.Ε. του ΕΑΜ καλεί τον ελληνικό λαό να συνεχίσει τον αγώνα. Επίσης, ο Ζαχαριάδης απαιτεί να μπει και το ΕΑΜ στην κυβέρνηση. — Αργά το σκέφτηκε, παιδί μου. Αυτό που εγώ βλέπω είναι πως το ΕΑΜ γι’ άλλη μια φορά μένει ακάλυπτο. Δε λέω ότι ο Σοφούλης και η κυβέρνησή του είναι αυτό που μπορεί να εγγυηθεί τις ιδανικές συνθήκες, κάθε άλλο. Με την απόφαση όμως αυτή, η αριστερά κλείνει την πόρτα και βοηθάει, λύνει ουσιαστικά, τα χέρια αυτών που θέλουν να συντρίψουν ανενόχλητοι το λαϊκό κίνημα. Αυτό το κίνημα έχει πλήθος αγωνιστών, αλλά ανυπαρξία πολιτικών. Δεν έχουν συναίσθηση, λειτουργούν συναισθηματικά, αγωνιστικά και όχι πολιτικά. Όμως σ’ αυτήν τη φάση χρειάζεται η πολιτική σκέψη. — Σε ξαναρωτάω, τι προτείνεις να κάνω; — Νομίζω πως από σήμερα πρέπει να μείνετε εσύ και η γυναίκα σου εδώ. Σπίτι σας είναι. Εδώ θα είσαστε περισσότερο ασφαλείς. Δε δρασκελίζουν εύκολα αυτό το κατώφλι. Σε δεύτερη φάση, το συντομότερο, θα οργανώσουμε την αναχώρησή σας για 46
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ
το Παρίσι. Πολλοί γνωστοί μου έχουν φυγαδέψει τα παιδιά τους μέχρι να περάσει η μπόρα. Εσύ έχεις και πολύ σοβαρούς λόγους για να φύγεις. — Ποιους λόγους, πατέρα; — Έχεις ευθύνες. Πριν από λίγο παντρεύτηκες. Δεν ορίζεις μόνο τον εαυτό σου. Σκέφτεσαι τι θα απογίνει αυτή η κοπέλα αν σε πιάσουν; Θέλεις να τη βιάσουν οι βάρβαροι, πριν τη σκοτώσουν; Επίσης, έχεις σημαντικές καταθέσεις, αυτές που σου άφησε ο παππούς σου, στην Ελβετία. Έχει περάσει ένας πόλεμος. Το σωστό είναι να πας στη Γενεύη και να παρουσιαστείς στους τραπεζίτες ως κάτοχος αυτής της περιουσίας. Οι αναστατώσεις δε θα κρατήσουν για πάντα. Η ζωή όμως θα συνεχιστεί. Σκέψου το λογικά. Πάρε τη γυναίκα σου και φύγετε. Σε λίγες μέρες θα είσαστε στη Μασσαλία. Δεν θα είναι για πολύ. Σε λίγο καιρό πιστεύω πως, αν επικρατήσει η λογική, η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί. Τότε επιστρέφετε. Σέβομαι τις ιδέες σου. Εσύ θα τις δεις να δοκιμάζονται από την ίδια τη ζωή, εγώ απλά σου λέω πως ο άνθρωπος πρέπει να φυλάγεται τις ώρες τις θύελλας, του θανάτου και της παραφροσύνης. Όταν έρθει η ηρεμία, με όποιον τρόπο κι αν έρθει, μετά από λίγο καιρό θα διαπιστώσεις πως το παιχνίδι το κερδίζει πάντα η ζωή και κανείς δε θα θυμάται τους θυσιασμένους ήρωες. Μίλησε σε παρακαλώ και με τη γυναίκα σου και αποφασίστε. — Θα μιλήσω μαζί της και θα αποφασίσουμε. Σ’ ευχαριστώ, πατέρα. — Εγώ σ’ ευχαριστώ που με άκουσες, γιε μου. Στο μεσημεριανό τραπέζι ο Κωνσταντίνος ανακοίνωσε την απόφασή τους να φύγουν για το Παρίσι. Όλα έγιναν πιο εύκολα από όσο μπορούσε να φανταστεί ο πατέρας του. «Η γυναίκα του βοήθησε. Ας είναι καλά. Ας πάνε στο καλό». Σε πέντε μέρες, ο Κωνσταντίνος και η Ευγενία έφυγαν με κανονικά διαβατήρια από τον Πειραιά για τη Μασσαλία. Το παλιό αγγλικό διαβατήριο του Γιάννη Σταματίου, με όνομα Τζον Τόχερτι, βοήθησε αποφασιστικά. Κατόρθωσε χάρη σ’ αυτό να βγάλει διαβατήρια και άδειες εξόδου από τη χώρα για το γιο και τη νύφη του. 47
Το βιβλίο Τα χρόνια της απόγνωσης, αποτελεί το τρίτο μυθιστόρημα μιας ιστορικής τριλογίας και καλύπτει τα άγρια και δύσκολα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου από το 1945 μέχρι και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974. Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι απλοί άνθρωποι. Είναι αυτοί που πληρώνουν πάντα το κόστος των πολιτικών και κοινωνικών αναστατώσεων. Των ανθρώπων που λειτουργούν και βιώνουν όλες τις εξελίξεις και όπως είναι φυσικό, είναι αυτές που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ζωής και του μέλλοντός τους. Η προσέγγιση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων γίνεται με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική πραγματικότητα και με τη χωρίς πάθος αναζήτηση της αλήθειας. Παράλληλα, από τη μυθιστορηματική δράση των ηρώων του βιβλίου, αναδεικνύονται και πολλές άγνωστες σελίδες των τραγικών γεγονότων εκείνων των εποχών. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Γιάννης Σταματίου, δικηγόρος και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, είναι η πηγή ενός ενδιαφέροντος γενικά παρελθόντος. Έζησε το όραμα της Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών, την καταστροφή της Σμύρνης, το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, την Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο και τέλος, τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Μέσα από την πορεία της ζωής του Σταματίου, αλλά και των άλλων πρωταγωνιστών, ο αναγνώστης ταξιδεύει στη γνώση των κρίσιμων γεγονότων που σφράγισαν τον τόπο, αλλά και προσεγγίζει την αυτογνωσία, που είναι πολύτιμος θησαυρός για το παρόν και το μέλλον.