Σπασμένη μνήμη - Καίτη Τσουρλάκη - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Καίτη Τσουρλάκη

Σπασμένη μνήμη Μυθιστόρημα


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ Καίτη Τσουρλάκη Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Καίτη Τσουρλάκη Απρίλιος 2011 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-615-9


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ


ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔIΑΣ: — Στο σπίτι της χαράς και της γνώσης, Φιλοσοφία, Ιωλκός, 1998 — Πέρα απ’ την ψευδαίσθηση, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2000 — Σπασμένη μνήμη, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2011


ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΥΡΛΑΚΗ

Σ ΠΑΣΜΕΝΗ Μ ΝΗΜΗ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ



Η ζωή της Ψυχής αρχίζει με το πάθος. Αρχίζει να ζει ως Ψυχή από τη στιγμή που αισθάνεται ότι η επιθυμία της δεν μπορεί να εκπληρωθεί και της διαφεύγει. Είναι άλλωστε η στιγμή που αρχίζουν οι περιπέτειές της. ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΣΑΦΟΥΑΝ (ΛΑΚΑΝΙΑΔΑ)



1

Στεκόμουν αναποφάσιστη, ανέτοιμη να αφεθώ στη δίνη

του άγνωστου που μάντευα πως καρτερούσε να με απορροφήσει πίσω από την κλειστή είσοδο του διαμερίσματος. Τα δευτερόλεπτα ακίνητα μετρούσαν τη βαρύτητα της αγωνίας μου που, πολλαπλασίαζε την απόσταση ανάμεσα στο έξω και στο μέσα, στο τώρα και στο ύστερα. Δεν μπορούσα να ταλαντεύομαι άλλο, έπρεπε να αποφασίσω τι θα έκανα, μα τι ήθελα επιτέλους, γιατί είχα έλθει ως εκεί, μια ανάγκη με έσπρωχνε, την ένιωθα, υπήρχαν ερωτηματικά μέσα μου, που ζητούσαν να απαντηθούν, ένα δυσανάγνωστο αίτημα έψαχνε τον αποδέκτη του, όμως αν πατούσα εκείνη τη στιγμή το κουδούνι αυτό θα ήταν ένα τετελεσμένο γεγονός που δε θα μπορούσα να πάρω πίσω, ε και λοιπόν, τι θα γινόταν αν άνοιγε η πόρτα. Κουράστηκα πια με τις αναστολές μου, τόσες πόρτες μου είχαν κλείσει στο παρελθόν...


ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΥΡΛΑΚΗ

Άφησα το δάκτυλο να γλιστρήσει στο κουδούνι, άκουσα βήματα που πλησίαζαν, η καφέ πόρτα άνοιξε και το άγνωστο εμφανίστηκε μπροστά μου με τη μορφή ενός μεσήλικα άνδρα. Με κοίταξε φευγαλέα, τα χείλη του κινήθηκαν σ’ ένα βουβό χαιρετισμό, μου έγνεψε να μπω, ενώ το κεφάλι του είχε ήδη στραφεί αποφεύγοντας το διαπεραστικό βλέμμα μου. Οδηγήθηκα σε ένα δωμάτιο αυστηρό που μύριζε καπνό πίπας. Δύο δίδυμες, αντικριστές πολυθρόνες ήταν μπροστά μου, μου έκανε νόημα να κάτσω στη μία, με την πλάτη μου γυρισμένη στο φως που έμπαινε κρυφά, σαν διαρρήκτης από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα της μπαλκονόπορτας. Ύστερα κάθισε απέναντί μου, με το κεφάλι στραμμένο και το βλέμμα εστιασμένο στο κενό. Κάτι θολό εμπόδιζε την όρασή μου και τη σκέψη μου. Χωρίς να με καλωσορίσει, να μου χαμογελάσει, να μου απευθύνει λόγια ενθαρρυντικά και να μου εξηγήσει τι ακριβώς περίμενε από μένα, ποιο ήταν το σύστημά του κι ο τρόπος προσέγγισής του, με άφησε αβοήθητη να πιάσω το νήμα της ζωής μου από όπου ήθελα και όπως ήθελα, ολομόναχη, χαμένη μες στον προσωπικό μου λαβύρινθο, χωρίς καθόλου μνήμες ξαφνικά, λες κι είχα αποκοπεί τελείως από το αθέατο παρελθόν μου. Ένιωσα ήδη μετανιωμένη που αποφάσισα να κάνω ψυχοθεραπεία, «δεν είμαι εγώ για τέτοια» σκέφτηκα, με μια διάθεση να εξαφανιστώ, να εξατμιστώ από το αφιλόξενο δωμάτιο κι από την επιρροή του άγνωστου ψυχαναλυτή που με σόκαρε με την παγωμένη σιωπή του. «Νιώθω άβολα» είπα στο τέλος. «Δεν 10


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

μπορώ να μιλάω χωρίς να με κοιτάζουν». «Είναι παλιό αυτό;». Ναι ήταν παλιό, το ήξερα πολύ καλά. Αυτόματα μου ήρθε στο νου ο Άρης με το συνοφρυωμένο πρόσωπο και το ακίνητο βλέμμα του, ψυχρός, απόμακρος, κλεισμένος σ’ ένα κέλυφος σιωπής και απουσίας. «Είχα παλιά μια σχέση με έναν άντρα, ήταν ο πρώτος και πιο σημαντικός μου έρωτας, δε με κοιτούσε όταν μιλούσα, σαν να μη με άκουγε, με απαξίωνε». Το παλιό ασφυκτικό συναίσθημα, η αυτομομφή και η απόρριψη, βγήκαν σαν ανασυρμένα ναυάγια στην επιφάνεια. «Τον έλεγαν Άρη, ήταν φοιτητής στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης κι εγώ φοιτούσα στην αγγλική φιλολογία. Είμαστε μαζί έξι χρόνια. Θαρρώ με σημάδεψε αυτή η σχέση. Μα δε σας είπα τίποτα ακόμα για μένα, ίσως θα έπρεπε να τα πάρω με τη σειρά, από την αρχή της ζωής μου...». Γύρισε και με κοίταξε. «Εδώ είστε για να αναπτύσσετε τους συνειρμούς σας, όπως σας έρχονται. Δε χρειάζεται να κρατάτε καμία σειρά, ούτε καν να αφηγείστε, αν αυτό δεν προκύπτει. Μας ενδιαφέρει μόνο ό,τι αναδύεται αβίαστα. Κυρίως είναι σημαντικό αυτό που σας ξεφεύγει, αυτό που δεν το ελέγχει η συνείδησή σας». Ξαφνιάστηκα. Η φωνή του χρωματισμένη από το απόλυτο της βεβαιότητας, δεν άφηνε περιθώριο για αμφισβήτηση. Η ματιά του διαπεραστική σαν ακτινογραφία. Η δική μου δραπέτευσε, δεν άντεχε την ένταση, γλίστρησε τριγύρω, παρατηρώντας αφηρημένα τα άψυχα αντικείμενα. Τη βιβλιοθήκη με τα χοντρά βιβλία και τους γαλλικούς τίτλους 11


ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΥΡΛΑΚΗ

στη ράχη τους, την κλεψύδρα και το μικρό αγαλματίδιο με τη μορφή της θεάς «υγείας» στο τελευταίο ράφι, το γυάλινο ανθοδοχείο πιο κάτω και δίπλα του το στρογγυλό μεταλλικό ρολόι. Πρόσεξα ότι το είχε κοιτάξει κλεφτά στην αρχή της συνεδρίας. Κοντά στη βιβλιοθήκη ένα γραφείο αντίκα, δύο ζωγραφικοί πίνακες από πάνω και στον τοίχο αριστερά μου το περίφημο ψυχαναλυτικό ντιβάνι. Φαντάστηκα τον εαυτό μου ξαπλωμένο, εκτεθειμένο στο βλέμμα του που δε θα μπορούσα να δω. Η ιδέα και μόνο με απωθούσε. «Τι υπήρξε για σας αυτός ο άνθρωπος;» με επανέφερε η φωνή του. Τι υπήρξε; Εικόνες και λέξεις συνωστίζονταν, σπάζοντας τα κελύφη της μνήμης με μικρές, επώδυνες εκρήξεις. «Ήταν ολόκληρος ο κόσμος, η παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο, έδινε νόημα στη ζωή μου. Όμως δεν άντεχα τη σιωπή του, το βλέμμα του που το κάρφωνε σε ένα σημείο, ίσως είχε δίκιο όμως, έφταιγα κι εγώ είναι η αλήθεια, τον είχα προδώσει με τον καλύτερό του φίλο, αλλά και το φίλο του, Κώστα τον έλεγαν, τον είχα προδώσει με... αυτόν, σας τα λέω μπερδεμένα, ήταν μπερδεμένα από μόνα τους κι εγώ ήμουν μπερδεμένη τότε, αλλά και τώρα είμαι, δεν ξεμπερδεύτηκα ποτέ... Ήταν εξευτελιστικό να προσπαθώ κάθε φορά να τον πλησιάσω, να τον κάνω να με προσέξει, να τον ερεθίσω ως γυναίκα, ένιωθα πως δε με αγαπούσε ή μπορεί και να με αγαπούσε με τον τρόπο του, αλλά να με τιμωρούσε, δεν ξέρω. Θυμάμαι μια μέρα, καθόμαστε στο δωμάτιό του, στο σπίτι της αδελφής του, κοιτούσε τον 12


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

τοίχο και κάπνιζε, εγώ έλεγα ό,τι μου κατέβαινε στο νου, έτσι για να του αποσπάσω την προσοχή, δεν τα κατάφερνα όμως, ήταν σκληρός, τον μισούσα γι’ αυτό, ναι, η αγάπη μου γινόταν μίσος εκείνες τις στιγμές, ξέρετε τι έκανα; Είχα σηκωθεί από την καρέκλα, πήγα κοντά του, γονάτισα δίπλα του κι άρχισα να τον χαϊδεύω. Έκανα και κάτι άλλο, ντρέπομαι να σας το πω, το είχα δει σε κάποιο έργο, ποιο έργο αλήθεια, δε θυμάμαι, το έκανε μια γυναίκα ελευθερίων ηθών για να προκαλέσει τον εραστή της... με μια κίνηση ανεπαίσθητη που δεν είχε γίνει αντιληπτή από εκείνον, άφησε τη φούστα της να τραβηχτεί για να αποκαλυφτούν τα καλλίγραμμα πόδια της και το μικροσκοπικό εσώρουχο που φορούσε, ήταν γυναικάρα αυτή όμως, πώς μου ήρθε και μένα να τη μιμηθώ... Η κίνησή μου είχε αποτέλεσμα, τον χάιδευα και ένιωθα πως η αντίστασή του υποχωρούσε, το βλέμμα του περιφερόταν στο δωμάτιο, απέφευγε βέβαια να με κοιτάξει, όμως μπορούσα να διακρίνω τον πόθο του που ζωντάνευε. Πάμε στο κρεβάτι μού είχε πει, με κτύπησε στον ώμο, εγώ σηκώθηκα σαν αυτόματο, τον ακολούθησα, είχα νικήσει την αναθεματισμένη του αντίσταση, μα δεν ήταν αυτό που περίμενα. Κυλιστήκαμε στο στρώμα, οι κινήσεις του ήταν βιαστικές, το συναίσθημά του απόν, με εξευτέλισε, τον μισώ, τον μισώ... σαν να ήμουν μια πόρνη. Δεν ένιωθα ίχνος ευχαρίστησης, ποτέ δεν ευχαριστήθηκα με τον Άρη, το καταλάβαινε κι εκείνος, “δε με θέλεις” μου έλεγε, εγώ τον άκουγα κι αισθανόμουν τη γυναικεία μου περηφάνια να καταρρακώνεται, τα έβαζα με τον εαυτό μου, 13


ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΥΡΛΑΚΗ

θεωρούσα πως ήταν μόνο δικό μου πρόβλημα, πως ήμουν ψυχρή, είχα ένα μόνιμο άγχος και μια θλίψη ανακατεμένη με ντροπή, ακόμα έτσι νιώθω. Από τότε με ενοχλούν πάντα όσοι δε με κοιτούν όταν μιλάω, νιώθω πως με απαξιώνουν, μπορεί να φταίει εκείνη η περίοδος με τον Άρη ή μπορεί να φταίει κάτι άλλο, δεν ξέρω τι να πω». «Ποιος ήταν ο Κώστας;» με ρώτησε με εύλογη απορία ο αναλυτής. Ναι, είχε δίκιο, δεν του διευκρίνισα. «Η πρώτη μου σχέση στην Γ΄ Λυκείου, μου άρεσε, αλλά δεν τον αγαπούσα. Έπαιζε κιθάρα, ήταν αυτοδίδακτος, τραγουδούσε τα τραγούδια της εποχής τότε, ξέρετε... το “νέο κύμα”... Σαββόπουλος, Αρλέτα, Ζωγράφος... αυτό με τράβηξε πιο πολύ. Τον είχα γνωρίσει ένα βράδυ στο σπίτι της αδελφής του πατέρα μου, γιόρταζε το Γιάννη, το γιο της. Ήταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερός μου, πανύψηλος, ένα και ενενήντα, όχι όμορφος, συμπαθητικός, “-όγλου” η κατάληξη του επιθέτου του, τουρκόσπορος δηλαδή, είπε αργότερα ο πατέρας μου, δούλευε ως εργοδηγός στο γραφείο ενός επώνυμου πολιτικού μηχανικού, ασπούδαστος όμως, χωρίς πτυχίο, δεν άρεσε αυτό καθόλου στους γονείς μου, όταν η φτώχεια μπαίνει από την πόρτα η αγάπη φεύγει από το παράθυρο, έλεγε η μάνα μου. Εκείνο το βράδυ η θεία Άννα μας είχε καλέσει οικογενειακώς. Όλο το απόγευμα στολιζόμουν, φόρεσα το καινούργιο φουστάνι που μου είχαν πάρει την Πρωτοχρονιά, μάζεψα κότσο τα μαλλιά μου, έβαλα μάλιστα για πρώτη φορά μεταξωτές κάλτσες και λίγο τακούνι. Είχα χάσει δέκα κιλά, το σώμα μου ήταν πια σώμα γυ14


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

ναίκας, μπορεί και να ήμουν ωραία, νομίζω ποτέ δεν το κατάλαβα. Κοιτιόμουν σε κάθε καθρέφτη που συναντούσα, ακόμα και στο τζάμι των μαγαζιών όταν περπατούσα στο δρόμο, μου είχε μείνει κουσούρι, ξέρετε, μάλλον έφταιγε η έλλειψη αυτοεκτίμησης που είχα και έχω ακόμη». «Α, δεν είμαι σίγουρος, εγώ ξέρω πως στη μυθολογία υπήρχε ένας νέος που κοιτούσε συνέχεια το πρόσωπό του μες στο νερό, με αυτοθαυμασμό...» με διέκοψε ο αναλυτής. «Εννοείτε το Νάρκισσο; Είμαι κι εγώ το ίδιο; Δεν ξέρω, εγώ πάντα νόμιζα πως μου συμβαίνει το αντίθετο. Τέλος πάντων, α! δε σας είπα, φορούσα κι έναν κορσέ εκείνη την εποχή, μου τον είχε πάρει η μάνα μου για να μη χαλαρώσω λέει, τον έβγαζα μόνο στον ύπνο μου». «Ζώνη αγνότητας σας είχε βάλει η μητέρα σας...». «Αυτό να λέγεται... μια μέρα είχε βρει ένα λεύκωμά μου, το διάβασε βέβαια, όχι που θα το άφηνε, μέσα έλεγα για ένα αγόρι που μου άρεσε, ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων τότε, ξέρετε τι μου είπε; “Να προσέξεις καημένη μη σε στριμώξει κανείς σε καμιά γωνιά και σου πιάσει τα βυζάκια σου”. Είχα νιώσει φρίκη πρώτα από τη χυδαιότητα των λόγων της, έτσι μου φάνηκε, αλλά και από την πράξη που μου περιέγραφε, τόσο ακάτεχη ήμουν, ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα». «Δεν είναι και τόσο αθώα τα παιδιά...» με διέκοψε. «Εγώ όμως ήμουν» είπα πεισμωμένη. «Ξέφυγα όμως από την προηγούμενη συζήτηση, τι έλεγα; Α, για τον Κώστα, ε λοιπόν εκείνο το βράδυ μου την έπεσε. Με ξεμονάχιασε και μου ζήτησε να συναντηθούμε 15


ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΥΡΛΑΚΗ

την άλλη μέρα. Εγώ στην αρχή είχα αντιρρήσεις, μετά δέχτηκα. Είπαμε να βρεθούμε στο λιμάνι. Πήγα το επόμενο βράδυ, με περίμενε στολισμένος και αρωματισμένος, ίδιος γαμπρός. Περπατήσαμε κατά μήκος του λιμενοβραχίονα, κρατούσε φακό για να βλέπουμε, φθάσαμε στο φάρο, δείλιαζα μέσα μου, μου έπιασε τα χέρια, έτρεμα, “σ’ αγαπώ” είπε, ξαφνιάστηκα, πότε πρόλαβε αναρωτήθηκα, το προηγούμενο βράδυ γνωριστήκαμε, μήπως με κορόιδευε; “Τι ακριβώς εννοείς;” τον ρώτησα, διάλεξα κι εγώ την ώρα να θέλω να πιάσω μαζί του διαλογική συζήτηση. Δεν τον ερωτεύτηκα ποτέ, μου άρεσε όμως όταν με χάιδευε και με φιλούσε, ένιωθα κάτι γλυκό, δεν ήξερα τι ήταν, με τον Άρη δεν το είχα νιώσει ποτέ. Εκείνος αντίθετα με μένα, έμοιαζε να είχε χάσει τα μυαλά του. Βγαίναμε κρυφά ραντεβού, πότε σε παραλίες, πότε σε ένα μικρό λόφο μες στην πόλη, κυλιόμασταν κάτω από τα δέντρα, δε με χόρταινε έλεγε, κάποιες φορές ξεθάρρευε με πιο τολμηρά χάδια, μα ας ήταν καλά ο κορσές που με προστάτευε. “Τι το φοράς μανάρι μου τούτο το πράμα” είπε μια μέρα αγανακτισμένος “θα σκάσεις από το πολύ το σφίξιμο”. “Δε με πειράζει” απάντησα “το έχω συνηθίσει...”. Αργότερα μου ζήτησε να παντρευτούμε, εγώ δαγκώθηκα “θα δούμε” είπα “τι να δούμε, πες μου” επέμενε “ε, τι να σου πω, να δούμε και τι θα πούνε οι δικοί μου” τον φρέναρα. Καλά το είχα το προαίσθημα πως θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα με τους γονείς μου. Μας έπιασαν μια μέρα που βολτάραμε χεράκι χεράκι μες στην πόλη. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Με άρπαξαν 16


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

και με έχωσαν βίαια στο αυτοκίνητο, το τι του έσουραν του κακομοίρη του Κώστα, δε λέγεται. “Καιροσκόπε, εκμεταλλευτή, που μυρίστηκες ψητό κι ήρθες να ξεπεινάσεις, την κόρη μας βρε, τόλμησες κι έβαλες στο μάτι; Θα δεις εσύ...”. Δυο μέρες μετά, το αφεντικό του τον απέλυσε. Τον έψαλε κι αυτός “ντροπή σου να ξελογιάζεις νεαρά κορίτσια, πώς τολμάς και σηκώνεις μάτια επάνω τους” έβγαζε αφρούς λέει, γιατί την πήρε προσωπικά την προσβολή που του έκανε ο συντοπίτης του. Ο ...καλός μου ο πατερούλης πήγε και τον βρήκε “μάζεψε τον υπάλληλό σου” του είπε “βάλθηκε να ξεμυαλίσει τη μοναχοκόρη μου, έβαλε φαίνεται στο μάτι τα λεφτά της”. Το σημείο που του έθιξε ήταν ευαίσθητο, γιατί κι αυτός είχε και κόρη και λεφτά. Έτσι ο Κώστας τον πήρε στο χέρι τον μποναμά. Απολύθηκε και θα έφευγε, βλέπετε η πόλη δεν τον σήκωνε άλλο. Καταλαβαίνω πως σας ζαλίζω με όλες αυτές τις λεπτομέρειες, μου είπατε και πριν πως δε χρειάζεται να αφηγούμαι, όμως πώς θα με γνωρίσετε αν δεν σας πω γεγονότα από τη ζωή μου...». «Εσείς... ζαλίζεστε με αυτά που λέτε... συνεχίστε» μου αποκρίθηκε αυστηρά. «Λίγο πριν φύγει ο Κώστας, έκανε το σφάλμα και με σύστησε στον αδελφό της γυναίκας τού αφεντικού του, τον Άρη. Μου μιλούσε συχνά γι’ αυτόν, τον εκθείαζε, ήταν προοδευτικός έλεγε, με ευρύτητα πνεύματος, ο μόνος που δεν καταδίκαζε τη σχέση μας. Πες πες είχα πλάσει την εικόνα του στο μυαλό μου, είχα αρχίσει ήδη να τον θαυμάζω και επιθυμούσα κρυφά να τον γνωρίσω. Συναντηθήκαμε 17


ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΥΡΛΑΚΗ

σε ένα παλιό ζαχαροπλαστείο, θυμάμαι τη μυρωδιά από τους σιροπιαστούς λουκουμάδες που μας είχε σπάσει τη μύτη. Ήταν νωρίς το απόγευμα, ο χώρος άδειος, εκείνος καθόταν στο βάθος της αίθουσας κρυμμένος κυριολεκτικά πίσω από τον καπνό του τσιγάρου του, πήγαμε κοντά του, μου τον σύστησε. Δε θέλω να λέω λεπτομέρειες “ποια είναι τα σχέδιά σας;” μας ρώτησε, ο Κώστας αναστενάζοντας στριφογύριζε στην καρέκλα του “φεύγω για Θεσσαλονίκη σε δύο μέρες, θα περιμένω εκεί τη Σοφία να περάσει στο Πανεπιστήμιο, θα ψάξω και για καμιά δουλειά”. Είχε απορήσει. “Κι αν δεν περάσει τι θα κάνετε;”. “Θα περάσω” είχα πει κοφτά, τον ρώτησα τι σπουδάζει παρόλο που ήξερα “πολιτικός μηχανικός” απάντησε, είχε κάνει μεταγραφή από τη Φλωρεντία, είχε κάνει και στρατιωτικό, με δύο αποτυχίες στις εισαγωγικές εξετάσεις, η προσαρμογή στο εξωτερικό για να μάθει τη γλώσσα, ώσπου να πάρει μετά τη μεταγραφή, καταλαβαίνετε... έφυγαν τα χρόνια, είχε φθάσει ήδη τα είκοσι οκτώ, δεν το μετάνιωνε όμως “ό,τι ζεις καλό είναι” είχε πει. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή, ήξερα μέσα μου πως ήταν αμοιβαίο, πως αυτός θα γινόταν η σχέση μου όταν με το καλό θα πήγαινα στη συμπρωτεύουσα, όχι ο Κώστας». Ο ψυχαναλυτής άκουγε προσεχτικά. «Δεν είναι να σας συστήνει κανείς τους φίλους του, αν δε θέλει να σας χάσει...». Συνοφρυώθηκα, μπορεί και να είχε δίκιο, ένιωθα κάπως προσβεβλημένη, μετά δεν ήξερα τι άλλο να πω, οι αναμνήσεις μου και τα συναισθήματα που μου προκα18


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

λούσαν πάλευαν ποιο να εκφραστεί πρώτο, αλλά το μόνο που κατάφερναν ήταν να καταλήγουν σε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Είχε γυρίσει το κεφάλι του στο πλάι, πρώτη φορά τον παρατήρησα. Σώμα λεπτό και καλοδιατηρημένο, γκρίζα σγουρά μαλλιά χτενισμένα επιμελώς προς τα πίσω, δυο τεράστια μπλε μάτια σαν παγωμένες λίμνες που όταν σε κοίταζαν ένιωθες την κρυάδα του νερού στην ψυχή σου, στόμα σφιγμένο κι ένα τετράγωνο σαγόνι που έμοιαζε σφραγίδα θέλησης και αποφασιστικότητας. Γενικά θα έλεγες ότι ήταν ένας ωραίος, ώριμος άνδρας, αν εξαιρούσες την ψυχρότητα που έβγαινε αποτρεπτική, από την κλειδωμένη ερμητικά παρουσία του. Ωστόσο, ήταν μια παρουσία στερεή σαν βράχος, που σου δημιουργούσε τη διάθεση να απλώσεις το χέρι σου και να αρπαχτείς σαν ναυαγός από μια σχισμή ή μια προεξοχή της. «Δε μου είπατε γιατί ήρθατε, τι θέλετε ακριβώς, ποιο είναι το πρόβλημά σας;» είπε και σκέφτηκα πως είχε δίκιο, αφού άρχισα να φλυαρώ χωρίς να εστιάζω σ’ αυτό που με βασάνιζε. «Η μοναξιά, η αδυναμία μου να διατηρήσω μια σχέση με έναν άνδρα... Γενικά ψάχνω να βρω την αλήθεια μου... να δω ποια είμαι στο βάθος πέρα από τον εαυτό που βιώνω καθημερινά». Είπα ψέματα; Ήθελα ίσως, με την τελευταία μου δήλωση, να ωραιοποιήσω τα πράγματα, να δημιουργήσω ένα πέπλο μυστηρίου γύρω μου για να τον εντυπωσιάσω και να τον κάνω να με προσέξει; Βέβαια, πολλά χρόνια πριν, όσο σχεδόν θυμάμαι τον εαυτό μου, με βασάνιζε η ανάγκη να απαντήσω σε αγωνιώδη υπαρξιακά 19


ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΥΡΛΑΚΗ

ερωτήματα όπως, ποια είμαι, τι είμαι, από πού έρχομαι και πού πάω. Διάβαζα με πάθος ό,τι σχετικό βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου με περιεχόμενο φιλοσοφικό ή ψυχολογικό, ακόμη και παραψυχολογικό, αλλά το μόνο που κατάφερνα, ήταν να μεγαλώνω τη σύγχυση μες στο μυαλό μου. Τι να έλεγα για τα άλυτα μυστήρια της ύπαρξης, πέρα από εικασίες τι άλλο να άρθρωνα; Μήπως τα απάντησε ως τώρα ο άνθρωπος για να είχα την αξίωση να τα απαντήσω εγώ; Όμως δεν παραιτούμουν, θεωρούσα ότι ήταν χρέος μου να δώσω τις δικές μου απαντήσεις, στο δικό μου προσωπικό δρόμο. Έψαχνα την αλήθεια του κόσμου, τη δική μου... πού σταματούσε η μια και πού άρχιζε η άλλη; Μου φαινόταν πως αν έβρισκα τις απαντήσεις για το σύμπαν, θα έβρισκα και τις απαντήσεις για τον εαυτό μου, αλλά και το αντίθετο. Μήπως ο καθένας μας δεν είναι μια δυσδιάκριτη κουκκίδα, ένα τόσο δα κομματάκι του σύμπαντος, μα συγχρόνως και ένα ολόγραμμά του, μήπως δεν υπάρχει μέσα μας κρυμμένη η σπίθα της δημιουργίας του που ζητά την έκφρασή της με μια προσωπική μεγάλη έκρηξη; αναρωτιόμουν. Τι να έλεγα όμως στο βλοσυρό ψυχίατρο για όλες αυτές τις ανησυχίες μου, έτσι ξαφνικά από την πρώτη κιόλας στιγμή; «Πέστε για τη μοναξιά σας, την αλήθεια σας θα τη διακρίνετε σιγά σιγά...» είπε διακόπτοντας τις σκέψεις μου. «Τι να πω, ναι μόνη μου είμαι εδώ και μερικά χρόνια, έκανα κάποιες σχέσεις, ήταν σκέτη αποτυχία. Θα ήθελα να έχω παντρευτεί, κυρίως για να κάνω ένα παιδί... Με τους άντρες τελικά δεν μπορώ να τα βρω, σκέπτομαι πως ένας ανοιχτός γάμος, ο 20


ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

καθένας να έχει το σπίτι του και να βρισκόμαστε πού και πού θα ήταν το καλύτερο. Μπορεί να τα λέω αυτά, όμως εκεί στο βάθος κάτι μου λείπει και κάτι με πονάει. Μακάρι να μπορούσα να νιώσω καλά με κάποιον, να αφεθώ, να ολοκληρωθώ ως γυναίκα... Να, γι’ αυτούς τους λόγους ήρθα σε σας. Τελευταία ήμουν πολύ απογοητευμένη». «Κάντε υπομονή, όλα θα γίνουν, αρκεί να δείξετε εμπιστοσύνη στον ψυχαναλυτή σας». Η ώρα είχε περάσει, τα σαράντα λεπτά τελείωσαν. «Θέλετε να σταματήσουμε εδώ;». Συμφώνησα αμέσως με μια καταφατική κίνηση του κεφαλιού και σηκώθηκα ανακουφισμένη. Με συνόδευσε ως την εξώπορτα, ψυχρός, αποστασιοποιημένος, αλλά ευγενικός. Τον χαιρέτησα ενώ η καφετιά πόρτα έκλεινε πίσω μου την ώρα που είχα ήδη αρχίσει να κατηφορίζω τις σκάλες.

21


«Γιατί ήλθατε, τι θέλετε ακριβώς, ποιο είναι το πρόβλημά σας;» είπε και σκέφτηκα πως είχε δίκιο, αφού άρχισα να φλυαρώ χωρίς να εστιάζω σε αυτό που με βασάνιζε. «Η μοναξιά, η αδυναμία μου να κρατήσω μια σχέση με έναν άνδρα...» –μια μικρή παύση– «ψάχνω να βρω την 2 αλήθεια μου...».

Οι συνεδρίες με ένα λακανιστή ψυχαναλυτή, οι συνειρμοί, το παρελθόν ανακατεμένο με το παρόν, βεβαιότητες που ανατρέπονται, μια καινούργια όραση που βαθμιαία αναδύεται. Φιγούρες αυθεντίας που την καθόρισαν όπως ο πατέρας, η μάνα, μορφές αγαπημένες ή μισημένες, δεν έχει, λέει, διαφορά.

Tρεις μέρες μετά την πρώτη μου συνεδρία, βράδυ Παρα-

Έρωτες της φαντασίας και της πραγματικότητάς εραστές που σκευής ήταν, είχα ραντεβού με το Μάριο. Ένατης, συνάδελφο, μπήκαν και βγήκαν από τη ζωή της λεηλατώντας την ή εμπλουτίζοτριάντα δύο χρονών, που είχα προσλάβει στο φροντιστήριο ντάς την με τη σοφία της εμπειρίας κι ας είναι οδυνηρή...

πριν ένα μήνα. Με μαλλιά καστανόξανθα, μακριά, πιαΟ έρωτας τουπίσω ψυχαναλυτή τόσο απόλυτα μια ιερή μανία. σμένα σε μια χοντρή κοτσίδα σφοδρός, – ίδιος Απόλλωνας. Με Το ζωντανό του βλέμμα που της καθρεφτίζει τον εαυτό της. έναπαιχνίδι πύρινο,μαζί γαλανό που θα μπορούσε να ανάψει φωτιές στις ξεραμένες δική μου.και Ήξερα πως Ένα μυστικό πεταμένο στονκαρδιές καιάδα σαν της τη λησμονιάς η επιστροφή του στη συνείδηση. αν αφηνόμουν ελεύθερη θα τον ερωτευόμουν. Με φόβιζαν όμωςτοοιμέλλον... νέοι παρόλο που συντηρούσα κάπου κάπου την Το παρόν, λυτρωμένο άραγε; ψευδαίσθηση πως δεν είχαν περάσει τα χρόνια, πως ήμουν Ένα μυθιστόρημα για τα ενδότερα του ψυχισμού, για την αιτία και το αποτέλεσμα, ολόφρεσκη σαν την πρώτη φορά που γλυκοκοίταξα άνδρα, για την ίδια τη ζωή. αιώνια έφηβη, παραστρατημένη, ξεγελασμένη ακόμη από χίμαιρες. Ένιωθα τότε σαν ένα επίπεδο του εαυτού μου να έχει παραμείνει ανέγγιχτο από το χρόνο και μου αρκούσε να γλιστρήσω μια στιγμή στο παρελθόν αναπολώντας τους παλιούς έρωτες για να ξαναγίνω αυτόματα η νεαρή κο22


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.