Τότε στην Προύσα που είχαμε ζωή - Καλλιόπη Βλάχου - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Καλλιόπη Βλάχου

Τότε στην

Προύσα που είχαμε

Μυθιστόρημα

ζωή


Η Καλλιόπη Βλάχου γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε τα περισσότερα χρόνια της στο Χιλιομόδι Κορινθίας όπου και κατοικεί σήμερα. Είναι εν ενεργεία εκπαιδευτικός και εργάζεται ως καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Σπούδασε στο Τμήμα Επιστημών Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση τον οποίο απέκτησε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κύπρου. To μυθιστόρημα «Τότε στην Προύσα που είχαμε ζωή» είναι το πρώτο της βιβλίο.


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ Καλλιόπη Βλάχου Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Εποπτεία έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Καλλιόπη Βλάχου Δεκέμβριος 2009 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-561-9


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ


Ευχαριστώ την Ιωάννα Γκολφινοπούλου που με βοήθησε να πιστέψω στη δημιουργικότητά μου. Τις πρώτες μου αναγνώστριες Μαίρη Περάκη, Ανασταστασία Λαυκιώτη, Κάτια Χατζηδημητρίου και Καλλίς Μητράκα για τις πολύτιμες συμβουλές τους. Επίσης, ευχαριστώ το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών για τη βοήθεια που μου πρόσφερε μέσω του πολύτιμου υλικού των αρχείων του.


Στη μητέρα και τον αδελφό μου



ΤΟΥΡΚΙΑ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2006

Είναι η τέταρτη μέρα μας στην Τουρκία. Ταξιδεύουμε προς

Προύσα, την πόλη που γεννήθηκε η γιαγιά της Μαίρης.  Ήθελε να την επισκεφθούμε οπωσδήποτε την Προύσα η Μαίρη. Οι ρίζες της αγαπημένης της γιαγιάς βλέπεις, οι δικές της ρίζες, γιατί να της χαλάσουμε χατίρι; Ανέλαβα και βρήκα ένα πακέτο για Κωνσταντινούπολη που είχε και μια μονοήμερη επίσκεψη στην Προύσα. Να δω κι εγώ από πού ξεκίνησε η Παναγιά η Προυσιώτισσα, που η γιαγιά μου έκανε τρεις μέρες ποδαρόδρομο μέσα στα βουνά για να φτάσει από το χωριό της, στην ορεινή Ναυπακτία στην περιοχή του Καρπενησίου στο μοναστήρι, όταν γιόρταζε η χάρη της. Η διαδρομή από την Πόλη προς την Προύσα ήταν ένα οδοιπορικό μνήμης σε περιοχές που είχαν ζήσει για αιώνες Έλληνες μέχρι την Καταστροφή το ’22. Να και η Κίος, πανέμορφη δίπλα στη θάλασσα, βυθισμένη μέσα στο πράσινο. Καμία σχέση με τη Νέα Κίο που βουλιάζει στα βαλτόνερα. Μεγάλος πόνος τότε για ’κείνους τους ανθρώπους να χάσουν έναν τέτοιο τόπο. Δε με σήκωσε το ταξίδι. Κακός ο δρόμος στο μεγαλύτερο μήκος του και με πολλές στροφές. Σε έναν τέτοιο δρόμο όταν δεν οδηγώ ζαλίζομαι. Αλλά αυτή η σημερινή ζαλάδα δεν ξέρω τι σόι πράγμα είναι γιατί δε μοιάζει με τις συνηθισμένες


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

μου. Η ναυτία, όταν με πιάνει, συνήθως αρχίζει σιγά σιγά και εξελίσσεται. Σήμερα ξεκίνησε ξαφνικά σαν να έφαγα μια γροθιά στο στομάχι, που μου το γύρισε ανάποδα. Ανυπομονούσα να φτάσουμε στην Προύσα για να κατεβώ από το λεωφορείο να πάρω αέρα. Σου κόβει την ανάσα η Προύσα έτσι όπως είναι χτισμένη μέσα στο πράσινο. Πάνω ψηλά ο  Όλυμπος, το Κεσής Δαγή όπως το λένε οι Τούρκοι, περήφανος και αγέρωχος γίνεται βάση για να ξεχυθεί η πόλη και να διασκορπιστεί παντού γύρω από τους πρόποδές του. «Δύο εκατομμύρια ανθρώπους αριθμεί η πόλη σήμερα», μας εξηγεί η ξεναγός.  «Έχει γίνει βιομηχανική περιοχή, σχεδόν όλες οι μεγάλες εταιρείες αυτοκινήτων έχουν εργοστάσια εδώ και μαζεύει χιλιάδες εσωτερικούς μετανάστες που δουλεύουν για ψίχουλα». Το λεωφορείο μας αφήνει σε μια μεγάλη πλατεία, που στη μια πλευρά της υψώνεται μεγαλόπρεπο ένα μεγάλο τζαμί και στην άλλη βρίσκεται η είσοδος της σκεπαστής αγοράς της Προύσας. Παντού γύρω μας, στην πλατεία και έξω απ’ το τζαμί, γυναίκες με μαντίλες που μόλις το έχουν επισκεφθεί και άντρες με σκούρα πρόσωπα, κάθονται στα παγκάκια, τα γύρω καφενεία και τα πεζούλια και χαίρονται το μεσημεριανό ανοιξιάτικο ήλιο. Σε ένα από τα μαγαζιά της αγοράς συναντάμε έναν Ξανθιώτη μουσουλμάνο από τη Θράκη που μόλις ακούει ελληνικά μας πιάνει την κουβέντα. Κάνει εμπόριο με δερμάτινα στην Ελλάδα. Εκεί μένει η μάνα του και τα αδέλφια του. Στην Προύσα βρέθηκε λόγω του γάμου του. Είχε πάει μετανάστης στη Γερμανία κι εκεί γνώρισε την Προυσιώτισσα γυναίκα του. Παντρεύτηκαν και ήρθαν να εγκατασταθούν εδώ όπου ο πεθερός του είχε μαγαζί με δερμάτινα. Μας μιλάει για το πόσο έχει αλλάξει η πόλη τα τελευταία χρόνια. 10


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

«Έχει γεμίσει με Κούρδους εργάτες από το εσωτερικό», μας λέει. Οι ντόπιοι δεν τους θέλουν αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες. Θεωρούν όχι μόνο ότι τους παίρνουν τις δουλειές, αλλά ότι είναι πολύ πίσω, πολύ χωριάτες και έχουν «χαλάσει» την πόλη. Από τα λεγόμενά του κατάλαβα ότι οι Κούρδοι στην Τουρκία είναι ό,τι οι Αλβανοί στην Ελλάδα. Την ώρα που τον χαιρετάμε μας λέει να μην ξεχάσουμε να πάρουμε γλυκό κάστανο. «Είναι ντόπια τα κάστανα», μας λέει, «από τις καστανιές του Κεσής Δαγή. Αξίζει να το δοκιμάσετε». Ξαναθυμάμαι τη ναυτία μου. Ρωτάω την ξεναγό πού μπο­ ρώ να βρω φαρμακείο για να πάρω ένα αντιεμετικό, γιατί χωρίς αυτό δε βλέπω να βγάζω το ταξίδι. Μου λέει ότι υπάρχει ένα ακριβώς απέναντι από το τζαμί. Δεν έχω, λοιπόν, παρά να περάσω απέναντι. Περνάω από το φανάρι μα δε βλέπω πουθενά φαρμακείο. Παίρνω το δρόμο προς τα δεξιά. Προχωράω πολύ, αλλά τίποτα. Πρέπει να έχει περάσει πάνω από ένα τέταρτο που προχωράω και το φαρμακείο πουθενά. Καταλαβαίνω πια ότι δεν είμαι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά κάτι με σπρώχνει να συνεχίσω. Βλέπω την ώρα να περνάει, αλλά λέω στον εαυτό μου πως έχω λίγο χρόνο ακόμη και με παίρνει να πάω και λίγο παρακάτω. Συνεχίζω να προχωρώ στον κατηφορικό δρόμο –κεντρικό δρόμο απ’ ό,τι φαίνεται της πόλης– που είναι ασφυκτικά γεμάτος από αυτοκίνητα. Είναι η ώρα που οι άνθρωποι σχολάνε από τις δουλειές τους και γίνεται κι εδώ ό,τι γίνεται συνήθως και στην Ελλάδα, δηλαδή μια πλημμυρίδα φρακαρισμένων και ακινητοποιημένων αυτοκινήτων. Ξαφνικά, βλέπω μπροστά μου κάτι δίπατα, παλιά, ξύλινα σπίτια που τώρα είναι καφετέριες. Τι όμορφα κουκλίστικα σπίτια! Αυτοί που τα έφτιαξαν σίγουρα είχαν καλό γούστο. 11


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

Δεν ξέρω πού έχω ξαναδεί παρόμοια, αλλά μου είναι πολύ οικεία. Ρωτάω ένα σερβιτόρο στα Αγγλικά από πότε είναι αυτά τα σπίτια. Αυτός, πριν μου απαντήσει, με ρωτάει: «Γιουνάν είσαι;». Πού το κατάλαβε; Νεύω καταφατικά. «Δικά σας είναι», μου λέει. «Είναι από τα λίγα που έμειναν όρθια από τα σπίτια των Ρωμιών που έμεναν παλιά στην πόλη». Τα χαζεύω λίγο ακόμη, ενώ προσπαθώ να φανταστώ τους ανθρώπους που κάποτε έμεναν εδώ. Ακόμη και η γιαγιά της Μαίρης θα μπορούσε να μένει σε κάποιο απ’ αυτά. Πόσο δύσκολο πράγμα πρέπει να είναι ν’ αφήνεις το σπίτι σου μέσα σε μια μέρα και να μην ξαναγυρίζεις ποτέ. Αποφασίζω να πάρω το δρόμο της επιστροφής γιατί η ώρα αρχίζει να με πιέζει, μαζί με τη ναυτία που δε λέει να μου περάσει, παρότι εδώ και δυο ώρες περίπου βρίσκομαι εκτός λεωφορείου. Θα ήθελα να έχω περισσότερο χρόνο να ανέβω στην πάνω μεριά της πόλης. Η θέα αποκεί θα πρέπει να είναι καταπληκτική. Θα μπορείς να δεις όλη την Προύσα πιάτο μέχρι τη θάλασσα, ως κάτω τα Μουδανιά. Γυρνώντας πίσω θα βρω το φαρμακείο μόλις δέκα μέτρα από το σημείο που αποφάσισα να πάρω την κατεύθυνση προς τα δεξιά. Στραβωμάρα πια! Στο δρόμο της επιστροφής θα κοιμηθώ. Μέχρι και που ροχάλισα, όπως μου είπε η Μαίρη, τόσο λιώμα ήμουν. Σε κακό μου βγήκε τελικά αυτό το ταξίδι στην Προύσα. Από την άλλη μέρα και για τις επόμενες τρεις, μέχρι να φύγουμε δηλαδή, για άγνωστους λόγους θα είμαι μέσα στα νεύρα. Η κούραση ίσως. Την τελευταία μέρα πηγαίνοντας στα Πριγκιπόννησα θα μου ρίξουν πάνω στο πόδι μια κούπα με καυτό τσάι που θα με κάνει να ουρλιάξω από πόνο. Το πόδι, βγάζοντας την κάλτσα που φορούσα, θα ξεπετσιαστεί και 12


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

θα γίνει μια πληγή.  Όλη την ημέρα –πρωί έγινε αυτό– μέχρι βαθιά μεσάνυχτα που θα φύγουμε για Ελλάδα, θα κυκλοφορώ σχεδόν ξυπόλυτη, μια και το έγκαυμα ήταν πάνω στο κουτουπιέ και ήταν αδύνατον να ακουμπήσει πάνω του οτιδήποτε.  Όσο για τα νεύρα μου κουβάρι. Θα την πληρώσουν οι φίλοι μου. Δυο μέρες μετά την επιστροφή στο σπίτι μου θα ανακαλύψω ότι ο Τούρκος μαγαζάτορας στο Καπαλί-Τσαρσί, μπροστά στα μάτια μου, μου είχε κλέψει το ένα από τα τρία φωτιστικά που είχα αγοράσει. Και να φανταστείς ότι, πριν τα βάλει στην τσάντα, μας τα έδειχνε και τα μέτραγε ένα ένα πακεταρισμένα μπροστά σε μένα και στη Μαίρη. Ο αθεόφοβος! Φαίνεται ότι αυτό ήταν το κόλπο του. Να τον εμπιστεύεσαι και αυτός αντί να βάζει το κάθε πακέτο μέσα στην τσάντα να το ακουμπάει δίπλα. Ωραίος ο τύπος ή μήπως κομμάτι από Ανατολή; Πέρασαν μέρες για να ξεκουραστώ από το ταξίδι στην Τουρκία. Μου άρεσε αυτός ο τόπος και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξαναπάω σύντομα. Είχα πολλά να διηγηθώ στους δικούς μου και στους φίλους μου γι’ αυτό το ταξίδι.  Ήταν η πρώτη φορά που πήγα στην Ανατολή, μέχρι τώρα τα ταξίδια μου ήταν στην Ευρώπη και μπορώ να πω ότι η Ανατολή άσκησε μια έλξη πάνω μου. Πώς να το πω, μου ταίριαξε καλύτερα. Είχαν δεν είχαν περάσει τέσσερις-πέντε μέρες από την επιστροφή μου από την Τουρκία όταν άρχισα να βλέπω κάτι περίεργα όνειρα. Άρχισαν σαν μια φωνή στο αφτί μου, που ακόμη κι όταν ξυπνούσα εξακολουθούσα να την ακούω να μου ψιθυρίζει: «Γιατί κάηκες;» ή «γιατί σε κλέψανε;». Κι ενώ αναρωτιόμουν συνεχώς γιατί, ξυπνάω εδώ και τόσες μέρες μ’ αυτές τις ερωτήσεις μέσα μου, που μέρα με την 13


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

ημέρα μου έφερναν ένα βαρύ συναίσθημα και με αναστάτωναν όλο και περισσότερο, μια νύχτα, σε ένα καινούργιο όνειρο, αυτή η φωνή μου είπε: «Ενώ τα πράγματα είναι μπροστά στα μάτια σου εσύ δεν τα βλέπεις». Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν μέχρι που τα όνειρα έγιναν εφιάλτες και εισέβαλαν στον ύπνο μου σαν τηλεοπτική σειρά σε συνέχειες. Από εκείνην τη στιγμή και μετά, άρχισε για μένα μια περίοδος που η κάθε μέρα που περνούσε με βούλιαζε όλο και πιο βαθιά σε κάτι, που δεν είχα ούτε τα εργαλεία να το ερμηνεύσω ούτε και τη δυνατότητα να το σταματήσω. Άρχισα να βλέπω τον έναν εφιάλτη μετά τον άλλο. Ο ύπνος μου έγινε μαρτυρικός. Έκλεινα τα μάτια μου και ένας νέος εφιάλτης ερχόταν να συνεχίσει μια ιστορία από τα παλιά, άγνωστη σε μένα, από το σημείο που ο προηγούμενος είχε τελειώσει. Κάθε εφιάλτης με αναστάτωνε τόσο πολύ, που ξυπνούσα μέσα στον ύπνο μου από τις ίδιες μου τις κραυγές, πλημμυρισμένη στην αγωνία, το φόβο και τα δάκρυα. Το σώμα μου πεταγόταν από το κρεβάτι όπως εκτινάσσεται ένα σώμα που έχει υποστεί ηλεκτροσόκ, ενώ από το στόμα μου έβγαιναν για ώρα πολύ βογκητά. Άναβα τα φώτα και αρνιόμουν να ξανακοιμηθώ από το φόβο μήπως και δω πάλι τον ίδιο εφιάλτη ή μήπως ένας άλλος καινούργιος, καλά κρυμμένος και χειρότερος, έκανε την εμφάνισή του και με διέλυε πάλι. Μέρα με την ημέρα, εφιάλτη τον εφιάλτη γλιστρούσα όλο και πιο πολύ σε μια βαριά, σχεδόν καταθλιπτική, διάθεση. Είχα φτάσει στο σημείο, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, να κλαίω σε ανύποπτο χρόνο και τόπο, ενώ πλέον οι εικόνες των ονείρων μου άρχισαν να εκτυλίσσονται και στον ξύπνιο μου. Ξάπλωνα στην παραλία χαλαρωμένη μετά το κολύμπι 14


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

στη θάλασσα και με το που έκλεινα τα μάτια μου εικόνες, που συνδέονταν με τους εφιάλτες μου, έρχονταν να με βρουν για να προσθέσουν άλλο ένα κομμάτι στη συνέχεια της «τηλεοπτικής μου σειράς». Περίεργα συναισθήματα πόνου και βαθιάς οδύνης, που δεν ήξερα από πού προέρχονταν και που δεν τα αναγνώριζα για δικά μου, με καταλάμβαναν και είχαν κάνει την καθημερινότητά μου δυσβάσταχτη. Τίποτε δε συνέβαινε στη ζωή μου που να δικαιολογεί τόσο βαριά συναισθήματα.  Όμως εγώ τα βίωνα σαν η πραγματικότητά μου να ήταν αυτή που ζούσα στους εφιάλτες μου και όχι η παρούσα δική μου. Κάτι μου συνέβαινε, τελικά κάτι συνέβαινε όσο κι αν για καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν.  Όμως τα συναισθήματα και τα όνειρά μου αυτό μου έδειχναν. Το ταξίδι στην Τουρκία ή μάλλον ακριβέστερα η επίσκεψή μου στην Προύσα ήταν σαν να είχε πυροδοτήσει μέσα μου κρυμμένα μυστικά που δεν ήξερα τι ήταν και ποιον αφορούσαν. Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται όταν σε όλα αυτά που έβλεπα ήρθε να προστεθεί ένα σπίτι με οδό και αριθμό και αυτό το σπίτι βρισκόταν στην Προύσα.

15


ΠΡΟΥΣΑ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2006

Το αναγνώρισα το σπίτι. Τίποτα δεν ήταν ίδιο, αλλά όλα

ήταν ίδια.  Ήταν αυτό, όρθιο όπως τότε, περήφανο και ζωντανό. Χτύπησα την πόρτα με μια καρδιά να χτυπάει γρήγορα, λαχανιασμένα, ακατάστατα. Ο ήχος της σφυρί στ’ αφτιά μου. Μήπως την άκουγαν κι άλλοι; Μου άνοιξε μια γυναίκα, στην ηλικία μου την έκανα. Δε χρειάστηκαν λόγια, φάνηκε να ξέρει. Μπήκα μέσα. Χρόνια μετά, μια ζωή μετά πέρασα το ίδιο κατώφλι. Τα κύτταρά μου αναγνώρισαν το χώρο, τα σχήματα, τα ανοίγματά του. Στάθηκα ακίνητη για μια στιγμή.  Έκλεισα τα μάτια. Η πρώτη μου ανάσα βαθιά, πολύ βαθιά, βούτηξε πίσω στη λήθη και έφερε μέσα μου κάθε γωνιά του σπιτιού, κάθε ήχο του, τους ψιθύρους του, τους ίσκιους του, την ψυχή του, την ψυχή μου. Η γυναίκα είναι ευγενική. Με βάζει να καθίσω, με κερνάει τούρκικο καφέ και γλυκό του κουταλιού κάστανο. Οι καστανιές είναι ακόμη ζωντανές πάνω στον  Όλυμπο. Οι καστανιές, η καστανιά, η ζωή μου. «Περίμενε χρόνια», μου λέει. «Χρόνια την περίμενε να έρθει.  Όταν πια είχε γεράσει και δεν μπορούσε να περάσει ούτε το κατώφλι του σπιτιού καθόταν σε τούτη την πολυθρόνα», δείχνοντας την πολυθρόνα που κάθομαι εγώ τώρα, «και κοιτούσε την πόρτα». 16


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

Ρίγη διαπερνούν το κορμί μου. Νιώθω ότι καταλαβαίνει, αλλά δε δείχνει τίποτα. Συνεχίζει. «Μέχρι τα στερνά του πίστευε ότι κάποιος θα έρθει γι’ αυτόν. Έστω, ότι θα λάβαινε κάποιο μήνυμα, ένα σημάδι. Αργήσατε. Πάνε χρόνια πια που έφυγε. Μ’ έναν πόνο έφυγε, μ’ ένα μαράζι μέσα σε μια αναμονή ζωής». Η ώρα περνάει. Συζητάμε και συζητάμε σε χρόνο χαμένο. Με ρωτάει για μένα, για τη σχέση μου μ’ εκείνη, αν μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν, γι’ αυτά που έγιναν τότε. Ναι, μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν.  Όχι, στην αρχή όταν τη γνώρισα, αλλά αργότερα. Ναι, μου είχε μιλήσει για το τότε, για την Προύσα, τον ξεριζωμό, τη φυγή, τον πόνο, το αντίο στον τόπο της. Γι’ αυτόν μου μίλησε στο τέλος, λίγο πριν πεθάνει. Δεν ήξερα ότι το σπίτι υπάρχει ακόμα, στην τύχη ήρθα. Ναι, τίποτα δεν είναι ίδιο όπως μου το είχε περιγράψει. Μόνο τα τζαμιά αναγνώρισα από τις διηγήσεις της και το κάστρο. Εδώ, ήρθα τυχαία για να δω το μοναδικό δρόμο που υπάρχουν απομεινάρια ελληνικών σπιτιών. Λέω ψέματα αλλά τι άλλο μπορώ να της πω, πώς να της πω τα ανείπωτα. Τυχαία το αναγνώρισα το σπίτι, ή μάλλον υπέθεσα ότι μπορεί να ήταν αυτό από την τεράστια συκιά στην αυλή του. Πολλές φορές, όταν μου μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια, μου ανέφερε ότι μεγάλωσε περισσότερο σκαρφαλωμένη πάνω σε δέντρα παρά πατώντας πάνω στη γη. Αυτή η συκιά ήταν η χαρά των καλοκαιριών της. Όχι, δεν μπορώ να της πω ότι αυτό το σπίτι θα το αναγνώριζα όσα χρόνια και αν περνούσαν, όσες ζωές κι αν περνούσαν, όσο κι αν είχε αλλάξει, αρκεί να στεκόταν όρθιο. Το σημάδι του είναι ανεξίτηλο μέσα μου. «Ένας ξεναγός μου ανέφερε γι’ αυτόν το δρόμο και για το ότι η περιοχή έχει το όνομα που είχε και τότε. Αποφάσισα 17


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

να έρθω να δω αυτόν το δρόμο έτσι, ως φόρο τιμής στη μνήμη της. Από τύχη το βρήκα». Δεν μπορώ να της πω την αλήθεια, ότι ένα όνειρο, το ένστικτο και η ψυχή μου με οδήγησαν ως εδώ. Η τύχη φαντάζει πιο πιστευτή. «Δεν ήμουν εγγονή της, φίλη της ήμουν», απαντώ στις ερωτήσεις της. Της διηγούμαι για τη σχέση μας, τα πώς, τα πού, τα γιατί, πώς τη γνώρισα. Μια φανταστική ιστορία που μπορεί να ακούσει, που δε θα την τρομάξει, αυτά που μπορώ να πω. Κάποια στιγμή ο α-χρονος χρόνος γίνεται παρόν. Μου προτείνει να περάσω το βράδυ εκεί. «Εκείνος θα το ήθελε», μου λέει. «Θα χαίρεται που δεν περίμενε άδικα, θα δροσιστεί η ψυχή του». Εγώ, όμως, δεν θα το άντεχα αυτό, αλλά δεν μπορώ να της το πω. Το λέω μόνο στον εαυτό μου, στο βαθύτερο μέσα μου. Βρίσκω δικαιολογίες. Η παρέα, δεν υπάρχει παρέα αλλά αυτή δεν το ξέρει, το ξενοδοχείο, να μην ενοχλήσω, ίσως κάποια άλλη φορά. Φτηνές δικαιολογίες για να αποφύγω ό,τι δε γίνεται να αντέξω. Τις μνήμες, τις παρουσίες, τις απουσίες, την οδύνη. «Έχω κάτι για σας», μου λέει η γυναίκα την ώρα που ετοιμάζομαι να φύγω. Σηκώνεται, πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο και γυρίζει με ένα μικρό πακέτο, κάτι σαν κουτί τυλιγμένο σε ένα μεταξωτό παλιό ύφασμα. «Αυτό είναι για σας», μου λέει και τείνει προς το μέρος μου το μικρό πακέτο. «Από ’κείνον. “Όποιος με γυρέψει από κείνη να του το δώσεις”, ήταν τα τελευταία του λόγια πριν πεθάνει. “Να της το πάει όπου είναι, όπου αναπαύεται. Της ανήκει”». Απλώνω τα χέρια μου και το παίρνω. Ξετυλίγω το μεταξωτό και βλέπω ένα μικρό ξύλινο κουτί με σκαλίσματα. 18


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

Χάνω την επαφή με το αίμα μου, που δεν ξέρω πια σε τι ρυθμό και θερμοκρασία τρέχει στις φλέβες μου. Νιώθω σαν να μην έχω ανάσα. Επάνω στο κουτί είναι χαραγμένο ένα όνομα στα ελληνικά. «Ελένη». Προσπαθώ να συγκρατήσω τα ρίγη που διαπερνούν απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου. Τα δάκρυά μου, όμως, είναι αδύνατο να κρυφτούν. Για λίγο πέφτει σιωπή, μια σιωπή βάλσαμο. Κρατάω το κουτί σαν να είναι κάτι που ανασαίνει. Χαϊδεύω με άφατη τρυφερότητα το σκαλισμένο όνομα σαν να χαϊδεύω κάτι ζωντανό. Αρχίζω από το αρχικό έψιλον. Με την αφή μου νιώθω τις γραμμές του. Συνεχίζω στο λάμδα και νιώθω να κρατώ το χέρι που το σκάλισε. Προχωρώ στο μικρό έψιλον με τα δάκρυά μου να το υγραίνουν. Το νι είναι αβάσταχτο, σημάδι στην ψυχή μου. Τέλειωσε. Δεν υπάρχει άλλο γράμμα εκτός από το ήτα. Πιέζω το δάχτυλό μου μέσα στις λεπτές γραμμές του να μείνει το σχήμα του πάνω στη ρώγα του δαχτύλου μου. Ανεξίτηλο. «Τον θάψαμε κάτω από μια καστανιά στο δάσος, πάνω στον  Όλυμπο», σπάει τη σιωπή η γυναίκα. «Έτσι το ήθελε.  Ήταν το μέρος τους. “Το σπίτι της ψυχής του”, όπως μας είπε. »Τότε, λίγο πριν πεθάνει, μας ζήτησε όλους μαζί δίπλα του. Η γιαγιά είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν. Τα παιδιά και τα εγγόνια του, όμως, ήμασταν όλα εκεί. Ν’ ακούσουμε τα τελευταία του λόγια και να πάρουμε την ευχή του. »“Δίπλα στο παιδί μου θέλω να με θάψετε”, ήταν τα πρώτα λόγια που μας είπε. Κανείς μας δεν κατάλαβε τι εννοούσε μια και όλα τα παιδιά του, όλοι μας, ήμασταν εκεί δίπλα του. “Ο θάνατος που έρχεται”, σκεφτήκαμε, του δημιουργεί παραισθήσεις. »“Εκεί, είναι ο μόνος τόπος για να κοιμηθώ ήσυχα για πάντα, εκεί είναι το σπίτι της ψυχής μου. Ανάσα της ζωής 19


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

μου ήταν για χρόνια αυτές οι δυο πιθαμές τόπος για να μπορέσω να πορεύομαι, να σας αγαπώ και να αντέχω ένα σώμα άδειο”. »Ακούγαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε, αλλά κανείς μας δεν τον διέκοψε. »“Είναι το παιδί μας θαμμένο εκεί και εκεί θέλω να θάψετε κι εμένα. Στη ρίζα της μεγάλης καστανιάς που πάντα πήγαινα στα δύσκολα”. Και γυρνώντας προς το μέρος μου, μου είπε: »“Εσύ, Μπαχάρ, ξέρεις”, και συνέχισε. “Εκεί να με θάψετε με τα μάτια μου να βλέπουν στην ανατολή. Εκεί είναι θαμμένο το κορμάκι της. Κορίτσι ήταν και δεν ήταν ούτε καν τεσσάρων. Δεν πρόλαβε η ζωή της να ανατείλει. Της την πήραν άδικα. Η Ειρήνη μου, το μωρό μου, το παιδί μου. Τον κρέμασα το φονιά. Ποτέ μου δε μετάνιωσα γι’ αυτό. Ούτε και τώρα που πεθαίνω, μετανιώνω”. »Σταμάτησε για λίγο να πάρει ανάσα. Η φωνή του όσο κι αν έβγαινε ψιθυριστά, μόλις ένα βήμα πριν την παντοτινή σιωπή, τον κούραζε την ώρα που εμείς άλαλοι προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που γινόταν μπροστά μας.  Όμως τελικά δεν ήταν ο θάνατος που μιλούσε εκείνες τις στιγμές, όπως εμείς είχαμε νομίσει, μα μια ζωή από ένα παρελθόν που εμείς αγνοούσαμε. »“Δίπλα της να με θάψετε”, συνέχισε. “Δίπλα σας ήμουν, όσο ζούσα. Τώρα θέλω να είμαι δίπλα της και να της κρατάω το χέρι. Να μη φοβάται πια μόνη της τις νύχτες στο κρύο δάσος.  Ήταν τόσο μικρή. Μόνο αθώα ήταν τίποτε άλλο, μόνο αθώα. Και στην καρδιά μου επάνω να βάλετε αυτό”, και βάζοντας το χέρι του μέσα στο ρούχο του έβγαλε από το στήθος του ένα λουλούδι ξεραμένο με μια ξεθωριασμένη κόκκινη κορδέλα γύρω του. »“Είναι ό,τι μου έμεινε από εκείνη. Αυτό και το χαμό20


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

γελό της πριν το μίσος και το αίμα να μπουν ανάμεσά μας. Πάρτε όρκο ότι θα είναι πάνω στην καρδιά μου όταν το χώμα θα πέφτει μαλακό, λυτρωτικό στο άψυχο κορμί μου. Είναι το μόνο που ζητάω από σας. Να βάλετε πάνω στην καρδιά μου... την καρδιά μου. Μη φύγω χωρίς αυτήν στον άλλο κόσμο, τουλάχιστον εκεί να έχω καρδιά. Και μην ξεχάσετε να με θάψετε με βλέμμα στην ανατολή όπως βλέπει η Ειρήνη μου. Να της κρατάω το χέρι και να βλέπουμε μαζί πολλές ανατολές, που μόνο δύση είδε το μωρό μου”. »Έτσι κι έγινε. Τον θάψαμε όπως μας ζήτησε. Νομίζω ότι κοιμάται ήσυχος εκεί.  Όλη του τη ζωή μόνο αυτό το δέντρο ήταν ο τόπος του». Πήρα το κουτάκι, την αποχαιρέτησα με λόγια ευγένειας και ευχαριστίες κι έφυγα. Να μη με δει να κλαίω πάλι. Μια ξένη ήμουν. Τίποτα δεν του ήμουν, τίποτα. Βγήκα από το σπίτι και προχώρησα δεξιά προς το βουνό. Να μη φαίνομαι από το σπίτι, να μη με βλέπει. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει. Κάθισα στο πλατύσκαλο ενός σπιτιού κι άνοιξα το κουτί. Μέσα είχε έναν πολυκαιρισμένο κιτρινισμένο φάκελο, απομεινάρια από ένα ξεραμένο λουλούδι με μια ξεθωριασμένη κόκκινη κορδέλα γύρω του, «το δεύτερο λουλούδι» σκέφτηκα, ένα μικρό κεχριμπαρένιο κομπολόι και ένα γυναικείο δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει τότε, μεσοπέλαγα, λίγο πριν μπω στο καΐκι για την Ελλάδα κι εγώ το αρνήθηκα και το κομπολόι που του είχα φτιάξει εγώ τον καιρό της αγάπης. Πήρα το γράμμα στα χέρια μου και το έβαλα πάνω στην καρδιά μου. Φοβόμουν να το ανοίξω, φοβόμουν τα λόγια που θα διάβαζα, φοβόμουν εμένα. Τελικά το άνοιξα. Άρχισα να διαβάζω: 21


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

«Αγαπημένη μου, Σε περίμενα χρόνια και δεν ήρθες. Έζησα για πολύ πολύ καιρό και αυτό ήταν έκπληξη για μένα, γιατί εγώ είχα πεθάνει τότε, τότε που έφυγες κι έμεινα πίσω μόνος. Ένιωθα ότι κάποτε θα ’ρθεις και σε περίμενα. Πάντα σε περίμενα. Μέχρι το τέλος. Μέχρι την τελευταία μου ανάσα. Δεν ήρθες. Εγώ τέλειωσα τότε, όταν έβλεπα το καΐκι να απομακρύνεται σιγά σιγά κι έχανα το βλέμμα σου, έχανα τη μορφή σου, έχανα εσένα. Μου ήρθε να πέσω στη θάλασσα και να σου φωνάξω γι’ άλλη μια φορά πάρε με μαζί σου. Να σου φωνάξω για χιλιοστή φορά τ’ αλλάζω όλα αρκεί να είμαστε μαζί. Δεν το έκανα.  Όχι από φόβο ούτε από δειλία. Από επίγνωση δεν το έκανα.  Ήξερα ότι δε θα το δεχόσουν. Τα είχες χάσει όλα, εκτός από μένα, τον Τούρκο, και αυτό ήταν βαρύ. Δεν άντεχες να σ’ αγαπάω, μα πιο πολύ δεν άντεχες να μ’ αγαπάς εσύ. Δε θα επέτρεπες ποτέ στον εαυτό σου μερίδιο σε ευτυχία που θα σου έδινα εγώ. Κι έφυγες. Έφυγες κι έμεινα στην απέναντι όχθη βουβός, μ’ ένα λυγμό στο σώμα όλο και όλη την ψυχή ένα λυγμό. Τα καΐκια μας τραβούσαν αντίθετες πορείες κι εγώ σ’ έχανα μες στον ορίζοντα. Και τότε η ψυχή μου έφυγε. Την ένιωσα που έφευγε. Ξεκόλλησε από το σώμα μου και ήρθε μαζί σου. Κι εγώ, έμεινα εδώ, με ένα σώμα χωρίς ψυχή, χωρίς ζωή, ένα άδειο σώμα. Πορεύτηκα μ’ αυτό και μ’ ό,τι μου είχε απομείνει. Το σώμα εδώ, η ψυχή φευγάτη και μια σκληρή καθημερινότητα μετά από το “θρίαμβο”, όπου αίμα και μίσος είχαν περισσέψει, ήταν ό,τι μου είχε απομείνει ως εφόδιο για την αποδώ και πέρα ζωή μου. Παντρεύτηκα. Την αγάπησα τη γυναίκα μου όσο μπο22


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

ρούσα. Με όση αγάπη είχε μείνει μέσα μου για γυναίκα. Και τα παιδιά μου τα αγάπησα και τα εγγόνια μου. Μα άλλη αγάπη ήταν αυτή και ξέρω ότι δεν έφτανε. Ένιωθα πως δεν έφτανε.  Ήμουν καλός πατέρας και σύζυγος, έτσι μου έλεγαν όλοι, εγώ όμως ήξερα. Ποτέ μου δεν αγάπησα τη γυναίκα μου όσο εσένα και τα παιδιά μου όπως αγάπησα την Ειρήνη μας.  Όποτε ήθελα δύναμη κι απάγκιο πήγαινα εκεί και μιλούσα στο μωρό μας. Μιλούσα και σε σένα, με άκουγες άραγε; Κάποιες φορές ένιωθα πως ναι, ήσουν εκεί και με άκουγες. Σου έλεγα πόσο μου λείπεις, σε παρακαλούσα κάθε στιγμή να έρθεις κοντά μου για να σε δω, έστω και για ένα λεπτό, να δω τα μάτια σου να με κοιτούν μ’ εκείνη την αγάπη που με κοιτούσαν τότε, να σ’ αγγίξω έστω για μια τελευταία φορά. Δε μου έκανες τη χάρη. Σε ονειρευόμουνα σε κάθε σπιθαμή της μοναξιάς μου. Ένιωθα μέσα μου κάθε στιγμή το άγγιγμά σου, την αγάπη σου, τον πόνο της απώλειας. Τα έκανα προσκέφαλο όλα αυτά για χρόνια, να ακουμπάω πάνω τους και να ξαποσταίνω από τη ζωή. Όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα εγώ δε θα είμαι πια εδώ. Θα είμαι δίπλα στο παιδί μας και πάνω στην καρδιά μου θα έχω εσένα. Χαρά θα είναι για μένα που δε θα είμαι πια εδώ. Εκεί που πάω θα βρω επιτέλους την ψυχή μου, θ’ ανασάνω. Μόνο εσένα αγάπησα, Ελένη, θέλω να το ξέρεις αυτό.  Ήσουνα πάντα μέσα μου, ψυχή και σώμα μου. Θα μείνω δίπλα στο παιδί μας τώρα. Αυτό που δεν κατάφερα να κάνω τότε θα το κάνω τώρα. Η καστανιά θα μας κρατάει συντροφιά τα βράδια και ίσκιο την ημέρα. Το θρόισμα των φύλλων της θα μας νανουρίζει κι εγώ θα ψιθυρίζω άφοβα πια το όνομά σου. Ελένη, Ελένη, Ελένη». 23


ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΛΑΧΟΥ

Τώρα πια τρανταζόμουν από τους λυγμούς. Κάποιοι περαστικοί με κοιτούν περίεργα. Θα αναρωτιούνται: «Τι θέλει εδώ μια ξένη; Γιατί κλαίει στη μέση του δρόμου;». Σηκώθηκα. Άρχισα να βαδίζω προς τα πάνω. Πάνω από τα σπίτια ο  Όλυμπος, το δάσος με τις καστανιές, ο τόπος μας. Κλαίγοντας, αλλά με βήμα σταθερό βαδίζω προς τα εκεί. Τα πόδια μου με οδηγούν μόνα τους. Χρόνια πολλά έχουν περάσει από την τελευταία φορά που πάτησαν αυτά τα μέρη, αλλά φαίνεται πως δεν ξέχασαν. Η νύχτα έχει πέσει για τα καλά, αλλά εγώ συνεχίζω. Τη γνώρισα την καστανιά κι ας μην την είχα δει ποτέ από τότε. Μεγάλωσε. Την πλησιάζω και στέκομαι δίπλα της. Αγγίζω τον κορμό της με τη δεξιά παλάμη μου να ακουμπά στη σάρκα της και αφουγκράζομαι τον ήχο της καρδιάς της. Μετά, την αγκαλιάζω σαν ν’ αγκαλιάζω άνθρωπο. Τα πόδια μου λυγίζουν. Γονατίζω πάνω στο χώμα με πλάτη στην ανατολή για να βλέπω τα μάτια σας και χαϊδεύω το χώμα που σας σκεπάζει, αγαπημένοι μου. Εκεί που είναι τα πρόσωπά σας, δίπλα δίπλα, αφήνω το χέρι μου να κινηθεί. Σας αγγίζω. Αγγίζω εσένα, το παιδί μου, το παιδί μας. Τα δάκρυά μου στάζουν ποταμός πάνω στο χώμα σαν να θέλουν να το διαπεράσουν, να φτάσουν σ’ εσάς και να σας πουν ότι είμαι εδώ. Ξαπλώνω πάνω σας με το στήθος μου να εφάπτεται στο χώμα, τα χέρια μου ανοιχτά, σταυρός, και το πρόσωπό μου να κοιτάει το δικό σας. Σας αγκαλιάζω. Την ακούτε την καρδιά μου; Κλαίω. Στην αρχή σιωπηλά, βουβά, μετά με λυγμούς που σιγά σιγά γίνονται κραυγή και μοιρολόι. Εκεί, στο δάσος που αγαπηθήκαμε, εκεί που άρχισαν και τέλειωσαν όλα ξαπλώνω δίπλα σου, αγαπημένε μου, να βλέπω την ανατολή, όπως και συ. Εγώ, που σε άφησα γιατί δεν άντεχα να σ’ αγαπάω, που στέγνωσα τα μέσα μου για τιμωρία της αγάπης, τώρα σου ανοίγω την ψυχή μου. 24


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

Μου έλειψες όλα αυτά τα χρόνια. Πριν τα μάτια μου χάσουν τα δικά σου, από τα πρώτα δευτερόλεπτα της απόστασης που εγώ έβαλα ανάμεσά μας, ένιωθα ότι είχα κάνει λάθος. Μου έλειπες ήδη πριν χαθείς απ’ τα μάτια μου. Αυτή ήταν η τιμωρία μου γιατί σ’ αγάπησα τόσο. Να μου λείπεις και μετά την τελευταία μου πνοή. Πιο πολύ από το παιδί μας μου έλειψες, πιο πολύ από την πατρίδα που έχασα, πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο είχα αγαπήσει σε τούτο τον κόσμο. Αυτό ήταν το μεγάλο ένοχο μυστικό μου, το ένιωθα και βούλιαζα στις τύψεις. Εσένα θρήνησα πιο πολύ, τη χαμένη αγάπη παρά τη χαμένη μητρότητα ή τη χαμένη πατρίδα.  Ήσουν ζωντανός και δεν μπορούσα να σ’ αγγίξω. Εγώ το είχα διαλέξει αυτό. Πώς να το αντέξω και πώς ν’ αντέξω την παραδοχή ότι μου έλειψες πιο πολύ από το παιδί μας; Βαρύ φορτίο στην ψυχή μου αυτή η παραδοχή που αρνιόμουν να την ομολογήσω ακόμη και σε μένα. Η απώλεια της ζώσας αγάπης, του ζώντος προσώπου, η δική σου απώλεια ήταν πιο ισχυρή από την απώλεια του παιδιού μου. Ανομολόγητη αμαρτία, μεγάλη και συνάμα ενοχή αβάσταχτη. Τώρα, είμαι εδώ δίπλα σου πάνω στο χώμα που σε σκεπάζει με μάτια κλειστά και μουσκεμένα από τα δάκρυα. Δίπλα μας το παιδί μας. Είμαστε οικογένεια χωρίς κανένας πια να μπορεί να μας χωρίσει, όλοι μαζί, οι τρεις μας. Το σκοτάδι που έχει σκεπάσει πια τον  Όλυμπο δε με φοβίζει. Ποιος φοβάται άλλωστε στον τόπο της καρδιάς του; Τα θροΐσματα και οι σκιές του μου είναι οικεία, ανοίγουν την ψυχή μου και με γυρίζουν πίσω. Ξαφνικά σε νιώθω δίπλα μου. Νιώθω το χέρι σου να γλιστράει στο δικό μου και να το σφίγγει όπως τότε, που είχαμε ζωή...

25


26 Το εξώφυλλο κοσμεί σύνθεση της Κατερίνας Ξενοφώντος.


ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΖΩΗ

Μια γυναίκα του σήμερα, ύστερα από μια επίσκεψη στην Προύσα της Τουρκίας, οδηγείται στο παρελθόν. Ταξιδεύοντας στο χρόνο αρχίζουν ν’ αποκαλύπτονται μέσα της γεγονότα μιας προηγούμενης ζωής, που θα μπορούσαν να είναι βιώματα και του σήμερα, που μέσα από αυτά θα οδηγηθεί σε μια διαδρομή αυτοκάθαρσης και απελευθέρωσης. Στη διάρκεια του εσωτερικού της ταξιδιού, που αρχίζει το 1914 στην Προύσα της Μικρασίας και τελειώνει στην Ελλάδα του 2006, το ιστορικό πλαίσιο μιας ταραγμένης εποχής γίνεται καμβάς που πάνω του θα γεννηθεί, αλλά και θα αποκλειστεί, μια βαθιά ιστορία αγάπης. Αυτός ο αποκλεισμός θα καθορίσει την πορεία αυτής της γυναίκας για δυο ζωές στερώντας της το δικαίωμα στη χαρά, την προσωπική ελευθερία και την αγάπη.

27


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.