Ιωάννης-Διονύσιος Σαλαβράκος
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - Γερμανική Οικονομία Θρίαμβος, τραγωδία και παραλογισμός 1939-1945
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Θρίαμβος, τραγωδία και παραλογισμός - 1939-1945 Ιωάννης-Διονύσιος Σαλαβράκος Διορθώσεις: Βασιλική Μπουρδάρα Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχεδιασμός εξωφύλλου: Πέτρος Μιχαλόπουλος Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Ιωάννης-Διονύσιος Σαλαβράκος Ιούλιος 2009 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ» • Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-546-6
Ι ΩΑΝΝΗΣ- Δ ΙΟΝΥΣΙΟΣ Σ ΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
Β΄ Π ΑΓΚΟΣΜΙΟΣ Π ΟΛΕΜΟΣ Γ ΕΡΜΑΝΙΚΗ Ο ΙΚΟΝΟΜΙΑ Θρίαμβος, τραγωδία και παραλογισμός 1939-1945
ΙΩΛΚΟΣ
-
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
9
1. ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (1939-1945): Ο ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ . . . . . . . . 13 2. ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (1939-1945): Ο ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ - Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
30
3. O ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΚΤΟΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 204 4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ, ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ . . . . . . . . . 227 5. ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΦΕΛΟΣ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 245 ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 345 ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 353
- -
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΤΟΜΟΣ ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - Γερμα-
νική οικονομία: Θρίαμβος, τραγωδία και παραλογισμός, 1939-1945, ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια του έργου Οικονομία και ολοκληρωτικός πόλεμος, τόμος Β΄: Η περίπτωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ενδελεχής εξέταση της γερμανικής οικονομίας στη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν δυνατή, αφού στο πλαίσιο ενός συλλογικού έργου, όπως το Οικονομία και ολοκληρωτικός πόλεμος, έπρεπε να υπάρχει μια ισόρροπη ανάλυση όλων των οικονομιών των εμπόλεμων χωρών. Έτσι, δεν ήταν δυνατό να υπάρξει μια εξαντλητική παρουσίαση των στοιχείων της οικονομίας του Γ΄ Ράιχ . Η εξέλιξη της γερμανικής οικονομίας και πολεμικής βιομηχανίας έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης χιλιάδων δημοσιευμάτων και εργασιών ιστορικών και οικονομολόγων. Ο λόγος είναι προφανής. Το ακαδημαϊκό αλλά και το ευρύ κοινό δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στο Γ΄ Ράιχ, σε σχέση με τις εξελίξεις των άλλων εμπολέμων ακόμα και σήμερα. Ο λόγος είναι προφανέστατος. Ακόμα και σήμερα αποτελεί αντικείμενο μελέτης η εκπληκτική κατάκτηση του συνόλου σχεδόν της Ευρώπης από τη Γερμανία την περίοδο 1939-1942, αλλά και η εκπληκτικά γρήγορη κατάρρευση της περιόδου 1943-1945. Θρίαμβος, τραγωδία και παραλογισμός ταυτόχρονα. Πώς είναι δυνατό μια χώρα να κατακτά με σχετικά ελάχιστο κόστος και σε ελάχιστο χρόνο το σύνολο σχεδόν της Ευρώπης και έπειτα να οδηγείται στην απόλυτη καταστροφή; Το Δεκέμβριο του 1941, όταν οι ΗΠΑ εισήλθαν στον πόλεμο και δημιουργήθηκε η Μεγάλη Συμμαχία (Μ. Βρετανία, ΕΣΣΔ, ΗΠΑ) εναντίον του Άξονα, κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για το αποτέλεσμα. Το Δεκέμβριο του 1941 η ΕΣΣΔ, αν και δεν είχε συνθηκολογήσει, ήταν στο ναδίρ της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της. Η Μ. Βρετανία ήταν εξαντλημένη και οι ΗΠΑ, αν και διέθεταν ένα τεράστιο βιομηχανικό και οικονομικό δυναμικό, είχαν μια .
Ι.Δ. Σαλαβράκος, Οικονομία και ολοκληρωτικός πόλεμος, τόμος B΄: Η περίπτωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945), εκδ. Kριτική, Σειρά «Επιστημονική Βιβλιοθήκη», Οκτώβριος 2008, σ. 369-446, όπου η συγκεκριμένη μελέτη εξετάζει τη γερμανική οικονομία της περιόδου 1939-1945. Η παρούσα μελέτη αποτελεί ανάπτυξη του συγκεκριμένου κεφαλαίου.
- -
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
οικονομία προσανατολισμένη στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και όχι στρατιωτικών, ενώ η αμερικανική οικονομία δεν είχε συνέλθει πλήρως από το κραχ του 1929 και την οικονομική κρίση. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν γρήγορα να μετατρέψουν την οικονομική τους ισχύ σε στρατιωτική. Από την άλλη πλευρά, η χιτλερική Γερμανία είχε υπό την κατοχή της σχεδόν το σύνολο του βιομηχανικού και ανθρώπινου δυναμικού της Ευρώπης και σχεδόν το σύνολο των πρώτων υλών αλλά και της αγροτικής παραγωγής. Παράλληλα, το Δεκέμβριο του 1941 η Γερμανία είχε θέσει εκτός μάχης τόσο το Γαλλικό Στρατό του 1940 όσο και τον Ερυθρό Στρατό του Ιουνίου 1941, ενώ είχε περιορίσει την ισχύ τόσο του Βρετανικού Στρατού όσο και της Αεροπορίας. Τέλος, εκείνη τη χρονική στιγμή είχε ενισχυθεί από την Ιαπωνική Αυτοκρατορία, τη μόνη σοβαρή δύναμη στον Ειρηνικό, η οποία μπορούσε να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στις ναυτικές δυνάμεις του αγγλοσαξονικού κόσμου. Έχοντας αυτά τα πλεονεκτήματα, τα οποία δεν είχε ποτέ στη διάθεσή της η Γερμανία του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ την περίοδο 1914-1918, το Δεκέμβριο του 1941 η Γερμανία κατάφερε να είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση. Το 1942 θα μπορούσε να αποτελέσει άλλο ένα έτος θριάμβου για τον Άξονα εάν η γερμανική βιομηχανία είχε τη δυνατότητα να μεγιστοποιήσει την παραγωγή οπλικών συστημάτων νέας τεχνολογίας και εάν το πανίσχυρο γερμανικό γενικό επιτελείο συνέχιζε τις νίκες στα διάφορα μέτωπα ακολουθώντας τις δάφνες του Φρειδερίκου του Μεγάλου και τις παραδόσεις του παλαιού πρωσικού επιτελείου. Όμως, το 1942 έφερε τις πρώτες εκπλήξεις. Η γερμανική προσπάθεια αναχαιτίστηκε τόσο στην Αφρική όσο και στο Ανατολικό Μέτωπο στις στέπες του Καυκάσου. Αντίστοιχη ήταν η εξέλιξη στον Ειρηνικό. Από το 1943 και έπειτα ο μέχρι πρότινος πανίσχυρος Άξονας βρίσκεται σε οπισθοχώρηση και τελικά συντρίβεται. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα ακόμα και σήμερα: Η συντριβή του Άξονα ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων ενεργειών του γερμανικού επιτελείου και ανίκανων στρατηγών; Μήπως η συντριβή οφειλόταν σε λανθασμένες αποφάσεις στρατηγικής και τακτικής αποκλειστικά του Αδόλφου Χίτλερ; Ποιος ο ρόλος της γερμανικής οικονομίας στις νίκες της περιόδου 1939-1942 αλλά και στις ήττες της περιόδου 1943-1945; Σε ποιο βαθμό η γερμανική οικονομική βιομηχανική κινητοποίηση ήταν επιτυχής; Μπορεί η αδυναμία της γερμανικής πλευράς να παραγάγει μεγάλο αριθμό οπλικών συστημάτων να είναι η μοναδική ή και η κυριότερη αιτία της γερμανικής ήττας; Η κατάκτηση της Ευρώπης σε ποιο βαθμό επηρέασε θετικά τη γερμανική οικονομία και την πολεμική βιομηχανία; Μήπως η εξέλιξη αυτή, παρά την κατάκτηση της Ευρώπης και του τεράστιου οικονομικού της πλούτου σε εργατικό δυναμικό, πρώτες ύλες κ.λπ., είχε αρνητικές συνέπειες στη γερμανική πολεμική οικονομία; Σκοπός της μελέτης είναι να απαντήσει στα ανωτέρω ερωτήματα. Η διεθνής βιβλιογραφία –Ranki (1993), Harrison (1998, 2005), Keegan (1997), Overy (1995, 1996) κ.λπ.– τονίζει, σε μια στατική προσέγγιση, τη
-10-
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
διαφορά του οικονομικού δυναμικού των δύο αντίπαλων συνασπισμών ως κύριο παράγοντα της ήττας της Γερμανίας και των συμμάχων της έναντι της Μεγάλης Συμμαχίας (Μ. Βρετανία, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ). Με βάση αυτή την αντίληψη, η συνολική παραγωγή πολεμικού υλικού στις χώρες των Συμμάχων ήταν πολλαπλάσια της αντίστοιχης του Άξονα. Η διαφορά του επιπέδου παραγωγής αποτελεί την κύρια οικονομική αιτία της ήττας του Άξονα. Ωστόσο, η ανάλυση αυτή δε λαμβάνει υπόψη τις λαφυραγωγήσεις πολεμικού υλικού από τη Γερμανία και τις τεράστιες συμμαχικές απώλειες σε υλικό, ιδίως το 1940 στο Δυτικό Μέτωπο και το 1941 στο Ανατολικό, αλλά και το οικονομικό δυναμικό που απέκτησε ο Άξονας από τις νίκες της περιόδου 1939-1941/1942. Μια δεύτερη ερμηνεία αναφέρεται στα οικονομικά της Γερμανίας. Εκεί ο Milward (1977) διατυπώνει τη θέση ότι η γερμανική οικονομία και βιομηχανία ήταν προσανατολισμένη στη χρηματοδότηση/υποστήριξη μιας στρατιωτικής μηχανής, η οποία θα δρούσε για μικρό χρονικό διάστημα (στα πλαίσια του δόγματος Blitzkrieg). Έτσι, η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει/ υποστηρίξει μακροχρόνιο πόλεμο με το γνωστό αρνητικό γι’ αυτήν αποτέλεσμα. Η ανωτέρω ερμηνεία αντικρούεται από τον Overy (1995, 1996), ο οποίος υπογραμμίζει την ύπαρξη μεγαλόπνοων, μακροχρόνιου ορίζοντα, επενδυτικών σχημάτων στη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Μια εναλλακτική ερμηνεία είναι αυτή του Tooze (2006), ο οποίος τονίζει ότι η αύξηση της γερμανικής πολεμικής παραγωγής της περιόδου 1942-1944/5 ήταν αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, των επενδύσεων στην πολεμική βιομηχανία, οι οποίες είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια και πλέον απέδιδαν καρπούς. Όμως, και αυτή η ανάλυση παρουσιάζει αδυναμίες. Ειδικότερα, οι ανωτέρω μελετητές επικεντρώνονται στη γερμανική οικονομία αυτή καθαυτή, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις τεράστιες δυνατότητες που είχε στη διάθεσή της από την εκμετάλλευση των οικονομιών των κατεχόμενων χωρών στα πλαίσια της Grossraumwirtschaft. Επιπλέον, η κυρίαρχη τάση της διεθνούς βιβλιογραφίας είναι να υποεκτιμά την ιαπωνική οικονομική συμμετοχή και να αναφέρεται στην ιταλική συμμετοχή ως αρνητική. Τέλος, η οικονομική σημασία των μικρών χωρών του Άξονα παραγνωρίζεται (Βουλγαρία, Φινλανδία, Ουγγαρία, Ρουμανία). Αυτά τα συγκεκριμένα θέματα έχουν αναπτυχθεί στο έργο μου Οικονομία και ολοκληρωτικός πόλεμος. Επειδή οι ανωτέρω ερμηνευτικές προσεγγίσεις παρουσιάζουν αδυναμίες, αποφάσισα ότι μια ευρύτερη ερμηνεία ήταν απαραίτητη. Σε αντίθεση με τις υπάρχουσες μελέτες, η παρούσα θεωρεί ότι η ήττα ειδικά της Γερμανίας δεν οφείλεται τόσο στο μέγεθος της πολεμικής παραγωγής όσο στην πολυτυπία οπλικών συστημάτων, στη σπατάλη πόρων σε οπλικά συστήματα αμφίβολης επιχειρησιακής χρησιμότητας και στην αδυναμία μαζικής εισόδου στο οπλοστάσιο του Άξονα τεχνολογικά σύγχρονων οπλικών συστημάτων, ειδικά την περίοδο 1941-1943. Ένας δεύτερος λόγος που εξηγεί την ήττα της Γερμανίας, σε οικονομικούς όρους, ήταν η αδυναμία της να ενσωματώσει το βιομηχανικό δυναμικό της κατεχόμενης Δυτικής Ευρώπης στην παραγωγή στρατιωτικού υλικού. Μπορεί
-11-
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
η οικονομική εκμετάλλευση/λεηλασία της πλούσιας Δυτικής Ευρώπης να ήταν άγρια σε αγροτικά, βιομηχανικά προϊόντα αλλά και σε χρήμα και εργατικό δυναμικό, ωστόσο η συμμετοχή της κατεχόμενης Ευρώπης στην πολεμική βιομηχανία ήταν μικρή. Αντίθετα, η οικονομική εκμετάλλευση/λεηλασία της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης περιοριζόταν κυρίως σε πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα και χρήμα/εργατικό δυναμικό. Στην παρούσα μελέτη τονίζεται ότι ένας βασικός παράγοντας της γερμανικής ήττας ήταν η αδυναμία ενσωμάτωσης του βιομηχανικού δυναμικού της Δυτικής Ευρώπης στην πολεμική βιομηχανία. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι το κόστος ευκαιρίας για τη γερμανική οικονομία (αποδέσμευση παραγωγικών συντελεστών από την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων και χρησιμοποίησή τους από την πολεμική βιομηχανία) δεν ήταν μεγάλο παρά τη λεηλασία της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων στην κατεχόμενη Ευρώπη. Τέλος, άλλοι δύο οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι εξηγούν τη γερμανική ήττα ήταν οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί και η έλλειψη πρώτων υλών (κυρίως πετρελαίου). Και οι δύο παράγοντες έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικοί σε τμήμα της διεθνούς και ελληνικής βιβλιογραφίας. Η διάρθρωση της μελέτης είναι η ακόλουθη: στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι εξελίξεις στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται αποκλειστικά στην πολεμική βιομηχανία. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους υπόλοιπους βιομηχανικούς κλάδους και στις υπηρεσίες. Το τέταρτο κεφάλαιο αναλύει τη δημοσιονομική, νομισματική και εμπορική πολιτική. Το πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζει την οικονομική λεηλασία της κατεχόμενης Ευρώπης, αλλά και τη συνεργασία συμμαχικών επιχειρηματικών ομίλων με το Γ΄ Ράιχ. Ακολουθούν τα συμπεράσματα της μελέτης. Το έργο αυτό γράφτηκε, όπως ακριβώς και οι δύο τόμοι του Ολοκληρωτικού Πολέμου, μετά από έρευνα σε Λονδίνο, Αθήνα, Μόναχο και Βιέννη. Στην προσπάθειά μου αυτή οφείλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας Mark Harrison, του Πανεπιστημίου του Warwick, της Μ. Βρετανίας. Οι συμβουλές του και η καθοδήγησή του, σχετικά με τα οικονομικά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξαν πολύ σημαντικές στα αρχικά ερευνητικά στάδια της μελέτης. Ο Αθανάσιος Λάνταβος, από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, προσέφερε πολύτιμη βοήθεια και τον ευχαριστώ και από αυτή τη θέση. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τον Κώστα Κορίδη για την απόφασή του να εκδώσει το παρόν πόνημα, τη Ζωή Ιωακειμίδου για το χρόνο της κατά τη σελιδοποίηση και τη Βασιλική Μπουρδάρα για την επιμέλεια. Φυσικά, οι όποιες ατέλειες αφορούν αποκλειστικά το συγγραφέα. Από αυτή τη θέση οφείλω να αναφερθώ στην οικογένειά μου, τη σύζυγό μου Αρετή, τη μικρή Μαίρη αλλά και στους γονείς μου για τη μεγάλη υπομονή και αγάπη τους. Ειδικά για την ανοχή τους στον τρόπο ζωής ενός πανεπιστημιακού… Δρ. Ιωάννης-Διονύσιος Σαλαβράκος Οικονομολόγος-Διεθνολόγος
-12-
1 ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (1939-1945): Ο ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ
Εισαγωγή
ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ είναι η παρουσίαση της γερμανικής γεωργι-
κής παραγωγής στη διάρκεια του πολέμου. Η παραγωγή παρουσιάζει αυξομειώσεις, αν και η τάση είναι πτωτική. Όμως, η αγροτική λεηλασία της κατεχόμενης Ευρώπης, η οποία αναλύεται στο τελευταίο κεφάλαιο, επιτρέπει την κατανάλωση υψηλών ποσοτήτων αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων από τον πληθυσμό. Μόνο προς το τέλος του πολέμου θα υπάρξει σημαντικό πρόβλημα στην τροφοδοσία τροφίμων.
Ο πρωτογενής τομέας τ ης οικονομίας (1939-1945) Η μελέτη του Milward (1977)
Ο Milward (1977) ήταν ο πρώτος οικονομολόγος που προσπάθησε να αποτιμήσει τη γερμανική αγροτική παραγωγή, τονίζοντας ότι αυτή μειώθηκε, στο εσωτερικό της χώρας, στη διάρκεια του πολέμου. Ο συγγραφέας σημειώνει ότι οι κατεχόμενες χώρες ήταν αυτές που έσωσαν τη γερμανική γεωργία και κτηνοτροφία στη διάρκεια του πολέμου. Όμως, θεωρεί ότι υπάρχει ένα μεγάλο παράδοξο: απλώς η παράθεση στατιστικών για το ύψος των κατασχεθεισών ποσοτήτων τροφίμων από τις αρχές κατοχής δεν έχει νόημα. Αναφέρει ακόμη ότι η επιτυχία ή αποτυχία της αγροτικής πολιτικής των ναζί στις κατεχόμενες χώρες μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα μιας και μόνο συνιστώσας. Αν η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή στην κατεχόμενη Ευρώπη αυξανόταν την περίοδο 1940-1944, τότε η γερμανική πλευρά θα μπορούσε να αντλήσει τεράστιες ποσότητες τροφίμων και να εφοδιάσει απρόσκοπτα το εσωτερικό της Γερμανίας, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να συντηρήσει και το στρατό κατοχής στις χώρες αυτές. Αντίθετα, αν η πρωτογενής παραγωγή στις κατεχόμενες χώρες μειωνόταν σε σχέση με το προπολεμικό επί .
Alan S. Milward, War, economy and society 1939-1945, Allen Lane, 1977.
-13-
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
πεδο, τότε όσες ποσότητες και αν δέσμευαν οι κατοχικές αρχές, μακροπρόθεσμα ήταν καταδικασμένες, αφού τα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά των δεσμευμένων τροφίμων θα προέρχονταν από συνεχώς μειωμένη «πίτα», η οποία στη μακροχρόνια περίοδο θα οδηγούσε τη γεωργική πολιτική εκμετάλλευσης των κατεχόμενων χωρών σε αδιέξοδο. Αναπτύσσοντας αυτό το επιχείρημα ο Milward (1977) αναφέρεται σε συγκεκριμένες ποσότητες κατασχεθέντων γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων στην κατεχόμενη Ευρώπη, σε σχέση όμως με την πορεία της συνολικής κατοχικής παραγωγής έναντι των επιπέδων της προπολεμικής περιόδου. Τονίζει ότι οι καθαρές εισαγωγές σιταριού από τη Ρωσία το 1941-1942 ήταν 464.500 τόνοι, του κριθαριού 329.700 τόνοι, της βρώμης 194.800 τόνοι και της σίκαλης 232.100 τόνοι. Η καθαρή αξία των εισαγόμενων από τη Ρωσία τροφίμων ήταν 197,9 εκατ. RM το 1940, 139,5 εκατ. το 1941, 281,2 εκατ. το 1942 και 132,4 εκατ. το 1943 . Όμως, οι ποσότητες αυτές πρέπει να εξεταστούν σε σχέση με την προπολεμική παραγωγή της ΕΣΣΔ. Έτσι, η ετήσια συνολική προσφορά σιταριού από την κατεχόμενη ΕΣΣΔ ήταν μόλις το 14% της αντίστοιχης γερμανικής παραγωγής σε δύο διαδοχικά έτη γερμανικής κατοχής. Επίσης η Ουκρανία απέδωσε μόλις το 6% της γερμανικής παραγωγής λίπους. Στην κατεχόμενη ΕΣΣΔ οι κατοχικές αρχές συνέχισαν την αγροτική πολιτική των Σοβιέτ. Ειδικότερα, η Νέα Αγροτική Τάξη, που επίσημα καθιερώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1942, διατηρούσε τα κολχόζ. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις η νομοθεσία γινόταν σκληρότερη σε σχέση με τη σοβιετική εποχή, καθώς έπρεπε να παραδοθεί στις κατοχικές αρχές το σύνολο της παραγωγής τροφίμων και ζωοτροφών που δεν κατανάλωνε το ίδιο το κολχόζ. Έτσι, όμως, οι ντόπιοι αγρότες δεν είχαν κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγή και την παραγωγικότητά τους. Η πολιτική αυτή αντιστράφηκε στις 3 Ιουνίου 1943, όταν επετράπη η πλήρης ατομική ιδιοκτησία των αγροκτημάτων, αλλά πλέον η απόδοση αυτής της πολιτικής ήταν ελάχιστη, αφού ο Γερμανικός Στρατός θα βρισκόταν σε υποχώρηση από τον Ιούλιο του 1943 και την ήττα στο Κουρσκ . Στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη η αγροτική παραγωγή συνέχισε την πτωτική της τάση. Στην Ουγγαρία η παραγωγή σιταριού περιορίστηκε κατά 19,5% μεταξύ 1940 και 1942. Στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία την ίδια περίοδο η πτώση ήταν 24,8% και 31% αντίστοιχα. Ειδικά στην περίπτωση της Ρουμανίας την υπό εξέταση περίοδο η συνολική καλλιεργούμενη έκταση αυξήθηκε, αλλά η παραγωγή μειώθηκε. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων στην Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, αλλά και στη γεωγραφική έκταση της μελλοντικής Ανατολικής Γερμανίας, ελαττώθηκε από 19,4 εκατ. σε 12 εκατ., ενώ ο αριθμός των χοίρων ελαττώθηκε από 21,6 εκατ. σε 9,5 εκατ. Οι εξαγωγές κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων από Βουλγαρία και Ρουμανία προς Γερμανία επίσης σημείωσαν πτώση . Στις χώρες της κατεχόμενης Δυτικής Ευρώπης η αγροτική εκμετάλλευση από τις κατοχικές αρχές απέδωσε μεγαλύτερες ποσότητες τροφίμων, αλλά η συνολική . . .
Ό.π., σ. 261. Ό.π., σ. 263-4. Ό.π., σ. 265.
-14-
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
αγροτική παραγωγή την περίοδο 1940-1944 μειώθηκε σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα. Ειδικότερα, στη Δανία ο αριθμός των κοπαδιών το Δεκέμβριο του 1941 ήταν μόνο το 57% του επιπέδου του 1938. Πάντως, η συνολική παραγωγή τροφίμων στη Δανία ήταν αυξημένη στη διάρκεια της κατοχής, χωρίς να αυξηθούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις. Ο αριθμός των χοίρων μειώθηκε κατά 30% και των οικόσιτων πουλερικών (κότες) κατά 50% . Στη Νορβηγία, η συνολική καλλιεργούμενη έκταση αυξήθηκε μεταξύ 1934-1938 σε 280.000 εκτάρια και την περίοδο 1939-1942 σε 490.000 εκτάρια. Οι αυξητικές τάσεις αντιστράφηκαν από το 1943 και στη διάρκεια της κατοχής. Η παραγωγή άρτου, πατάτας και σιταριού αυξήθηκε, αλλά μόνο επειδή η παραγωγή ζωοτροφών μειώθηκε δραματικά. Παράλληλα, ο αριθμός των χοίρων περιορίστηκε κατά 30% και ο αριθμός των οικόσιτων (κότες) κατά 60%, σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα. Ελάχιστες αυξομειώσεις παρατηρήθηκαν στον αριθμό των προβάτων. Μέχρι το 1942 ο αριθμός των αγελάδων μειωνόταν, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε στα προπολεμικά επίπεδα . Στο Βέλγιο, στη διάρκεια της κατοχής, η παραγωγή σιταριού ανερχόταν στο 92% της προπολεμικής και η παραγωγή πατάτας στο 65% της προπολεμικής. Σημαντική ήταν η αύξηση της παραγωγής ηλιόσπορων, ενώ η καλλιεργούμενη έκταση των ζωοτροφών περιορίστηκε δραματικά και οι εκτάσεις για την καλλιέργεια σιταριού και σίκαλης παρέμειναν στα προπολεμικά επίπεδα . Στη Γαλλία η αγροτική παραγωγή σημείωσε πτώση με ελάχιστες εξαιρέσεις. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις σιταριού το 1943 ήταν κατά 1,4 εκατ. εκτάρια μειωμένες σε σχέση με τη μέση έκταση της περιόδου 1935-1938. Η παραγωγή βρώμης, σιταριού, οίνου και πατάτας μειώθηκε σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα. Ειδικότερα το 1944 η παραγωγή σιταριού ήταν 21% μικρότερη αυτής της δεκαετίας του 1930, η παραγωγή γάλακτος το 1944 είχε μειωθεί κατά 30% σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα και η παραγωγή κρέατος έπεσε κατά 8% το 1943 σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα. Μοναδική επιτυχία, η αύξηση της παραγωγής ηλιόσπορων, αφού οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν από 19.000 εκτάρια το 1941 σε 287.000 εκτάρια το 1944. Επιπλέον, ο αριθμός των ίππων μειώθηκε κατά 500.000 στη διάρκεια της κατοχής . Συνολικά οι εισαγωγές τροφίμων από τις κατεχόμενες χώρες στη Γερμανία την περίοδο 1939-1944 παρουσιάζονται στους Πίνακες 1 και 1A. Τα στοιχεία των Πινάκων 1 και 1A δίνουν τη χρηματική αξία των γερμανικών εισαγωγών τροφίμων την περίοδο 1939-1944. Ο όρος «τρόφιμα» αναφέρεται στο σύνολο των αγαθών τα οποία μπορούν να καταναλωθούν τόσο από ανθρώπους όσο και από ζώα. Έτσι, περιλαμβάνονται τρόφιμα, ζωοτροφές, καπνά και ζωικό κεφάλαιο. Οι συνολικές εισαγωγές το 1939, σε τρέχουσες τιμές, είχαν αξία 1.917,2 εκατ. RM, το 1940 2.243,5 εκατ., το 1941 2.407,5 εκατ., το 1942 2.713,1 εκατ., το 1943 2.720,5 εκατ. και το 1944 2.131 εκατ. RM. Σε σταθερές τιμές του 1925 οι εισαγωγές . . . .
Ό.π., σ. 266-7. Ό.π. Ό.π., σ. 267. Ό.π., σ. 268-9.
-15-
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
Πίνακας 1: Μέγεθος γερμανικών εισαγωγών τροφίμων, 1939-1944, σε εκατ. RM ΕΣΣΔ(*)
Νοτιοανατολική Ευρώπη(**)
Πολωνία(***)
Τσεχοσλοβακία(****)
1939
6,3
598,1
32,5
19,0
1940
197,9
728,3
-30,4
29,6 25,5
1941
139,5
640,9
-10,4
1942
281,2
866,7
86,0
16,9
1943
132,4
1.034,3
103,0
29,3
1944
0
Μ/Δ
15,2
44,9
Πηγή: Alan S. Milward, War, economy and society 1939-1945, Allen Lane, 1977, σ. 262. Μ/Δ = Μη Διαθέσιμο. *. Για το 1940 συμπεριλαμβάνονται οι Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία. Μεταξύ 1942-Ιουνίου 1943 συμπεριλαμβάνονται τα Reichskommissariat Ostland, Reichskommissariat Ουκρανίας και άλλες κατεχόμενες περιοχές. **. Ελλάδα, Τουρκία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Ουγγαρία. ***. Από το 1940 «Γενική Κυβέρνηση Πολωνίας». ****. Μετά το Μάρτιο του 1939 μόνο η Σλοβακία.
Πίνακας 1A: Μέγεθος γερμανικών εισαγωγών τροφίμων, 1939-1944, σε εκατ. RM Βέλγιο/ Λουξεμβούργο(*)
Δανία
Γαλλία
1939
11,3
157,4
6,2
158,0
86,6
26,3
61,7
26,6
1940
18,4
466,0
29,2
268,9
247,1
43,4
9,0
16,6
1941
-60,2
376,1
141,6
467,1
297,0
49,2
89,1
7,2
1942
4,1
232,4
321,6
455,4
228,1
50,4
81,5
2,1
1943
-14,3
350,0
483,4
301,9
237,3
-74,8
119,1
-4,6
1944
-33,2
458,0
328,5
215,6
109,6
39,7
Μ/Δ
-3,0
Ιταλία Ολλανδία Νορβηγία Ισπανία Σουηδία
Πηγή: Alan S. Milward, War, economy and society 1939-1945, Allen Lane, 1977, σ. 262. Μ/Δ = Μη Διαθέσιμο. *. Μετά τη 15η Αυγούστου 1940 μόνο το Βέλγιο.
διαμορφώνονται ως ακολούθως: το 1939 3.966 εκατ., το 1940 3.679 εκατ., το 1941 3.063 εκατ. και το 1942 2.662 εκατ. και το 1943 2.010 εκατ.10 Η αξία των εισαγόμενων προϊόντων εκφρασμένη σε νομισματικές μονάδες (τρέχουσες ή σταθερές) δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου η μέση ημερήσια κατανάλωση θερμίδων στη Γερμανία ήταν υψηλότερη της κατεχόμενης Ευρώπης αλλά και των συμμάχων της Γερμανίας. Τα στοιχεία του Πίνακα 1Β είναι αποκαλυπτικά. Δείχνουν την ημερήσια κατανάλωση τροφίμων στη Γερμανία σταθερή, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στις κατεχόμενες χώρες η κατανάλωση αυξομειώνεται, αλλά είναι άκρως παράδοξο το ότι η κατανάλωση στο Βέλγιο αυξάνει μεταξύ 1941 και 1944. Σημαντική επίσης είναι η διατήρηση της κατανάλωσης στη Γαλλία 10.
Ό.π., σ. 262. Δεν υπάρχει εκτίμηση για το 1944.
-16-
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πίνακας 1B: Μέγεθος κανονικής μερίδας καταναλωτή (σε θερμίδες) Ιανουάριος 1941
Ιανουάριος 1942
Ιανουάριος 1943
Ιανουάριος 1944
Γερμανία
1.990(*)
1.750(*)
Ιταλία
1.010(**)
950
990
Βέλγιο
1.360
1.365
1.320
1.555
Βοημία-Μοραβία
1.690(+)
1.785
1.920
1.740
Φινλανδία
1.940(++)
1.495(++)
1.630
1.780
Γαλλία
1.365(+++)
1.115(+++)
1.080(+++)
1.115
Ολλανδία
2.050(~)
1.825
1.765
1.580
Νορβηγία
1.620(~~)
1.385
1.430
1.480
1.070
855
1.200
Γενική Κυβέρνηση
845
1.980
1.930 1.065(***)
Πηγή: Alan S. Milward, War, economy and society 1939-1945, Allen Lane, 1977, σ. 288. *. Συμπεριλαμβάνονται 400 θερμίδες πατάτας. **. Συμπεριλαμβάνονται 390 θερμίδες ψωμιού, 55 πατάτας και 45 τυριού. ***. Αφορά περιοχή Βορείου Ιταλίας. +. Συμπεριλαμβάνονται 165 θερμίδες γάλακτος και 230 θερμίδες πατάτας. ++. Συμπεριλαμβάνονται 430 θερμίδες πατάτας. +++. Συμπεριλαμβάνονται 100 θερμίδες πατάτας. ~. Συμπεριλαμβάνονται 340 θερμίδες πατάτας. ~~. Συμπεριλαμβάνονται 340 θερμίδες πατάτας, 20 θερμίδες τυριού και 40 θερμίδες γάλακτος.
στα ίδια περίπου επίπεδα την τριετία 1942-1944. Αντίθετα, παρατηρείται σημαντική μείωση σε Ολλανδία και Νορβηγία μεταξύ 1941-1944. Η κατανάλωση στη σύμμαχο (έως το 1943 της Γερμανίας) Ιταλία παραμένει στα ίδια επίπεδα, ενώ στη Φινλανδία η κατανάλωση μειώνεται το 1942 και 1943, για να αυξηθεί εκ νέου το 1944, αλλά σε επίπεδα κατώτερα του 1941. Συμπερασματικά, τα στοιχεία του Milward (1977) είναι αντιφατικά. Από τη μια πλευρά η αξία των εισαγόμενων γεωργικών προϊόντων στη Γερμανία, σε σταθερές τιμές του 1925, μειώνεται την περίοδο 1939-1943, από την άλλη όμως η ημερήσια κατανάλωση παρουσιάζει σταθερότητα με εξαίρεση το 1942. Με δεδομένη την πτώση της εσωτερικής παραγωγής, η διατήρηση του επιπέδου κατανάλωσης σε συγκεκριμένο ύψος δημιουργεί ερωτηματικά είτε για την ορθότητα των στατιστικών της κατανάλωσης είτε για την ορθότητα των στατιστικών που αφορούν την αξία των εισαγόμενων γεωργικών προϊόντων. Η μελέτη του Ranki (1993) 11
O Ranki (1993) ασχολείται με τη γερμανική γεωργική παραγωγή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η πρώτη παρατήρηση του συγγραφέα αφορά την πολιτική της περιόδου 1933-1939, κατά την οποία σκοπός της ήταν η μείωση των εισαγωγών γεωργικών 11.
György Ranki, The Economics of the Second World War, Böhlau Verlag, 1993.
-17-
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
προϊόντων από το 25% στο 15%. Τα αποτελέσματα της πολιτικής υποκατάστασης εισαγωγών ήταν μεικτά. Έτσι, στο λίπος έπρεπε να εισαχθεί περίπου το 25%, ενώ στο σιτάρι έπρεπε να εισαχθεί το 15%. Αντίθετα, η εγχώρια παραγωγή κρέατος κάλυπτε πλέον του 90% των αναγκών. Σημαντική ήταν η πτώση της παραγωγής σιταριού από 62 εκατ. τόνους την περίοδο 1935-1939 σε 54 εκατ. την περίοδο 1940-1944 – πτώση της τάξης του 10%. Μάλιστα, ο Ranki (1993) τονίζει ότι, αν και η διετία 1938-1939 οδήγησε σε υψηλή παραγωγή 14,2 εκατ. τόνων και 13,2 εκατ. τόνων αντίστοιχα, η μέση παραγωγή κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν μόλις 10,8 εκατ. τόνοι, ενώ το 1942 η παραγωγή ήταν 9,2 εκατ. τόνοι. Αναφέρει επίσης ότι η πτώση στην παραγωγή ζωοτροφών ήταν μικρότερη σε σχέση με αυτήν των αγροτικών προϊόντων. Η πτώση στην παραγωγή ζωικού λίπους ήταν 20% την περίοδο 1941-1943 και στην παραγωγή κρέατος ήταν άνω του 40%. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του πολέμου η εξάρτηση από ξένες πηγές αυξήθηκε σημαντικά. Ο Ranki (1993) επισημαίνει ότι η γερμανική αγροτική παραγωγή διατηρήθηκε στη διάρκεια του πολέμου χάρη στην εκμετάλλευση των κατεχόμενων χωρών. Η εκμετάλλευση αυτή ήταν διπλή: μεγάλος αριθμός ξένων εργατών οδηγήθηκε στη Γερμανία και αναγκάστηκε να δουλέψει στη γεωργία, ενώ παράλληλα μεγάλο τμήμα της αγροτικής παραγωγής των κατεχόμενων χωρών μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Όταν άρχισε ο πόλεμος, 10,8 εκατ. άτομα εργάζονταν στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Την περίοδο 1940-1941 ο αριθμός μειώθηκε σε 10,3 εκατ. άτομα, αλλά σύντομα επανήλθε στο επίπεδο των 10,8-10,9 εκατ. ατόμων. Αν και το 1939 απασχολούνταν μόλις 118.000 ξένοι εργάτες στη γεωργία, το 1944 βρίσκονταν πάνω από 1,7 εκατ. ξένοι εργάτες και άλλοι 635.000 αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι αντικατέστησαν 2,3 εκατ. Γερμανούς άνδρες12. Η δεύτερη σημαντική συνεισφορά των κατεχόμενων περιοχών στον πρωτογενή τομέα ήταν η δέσμευση μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων από τις κατοχικές αρχές. Σύμφωνα με το Ranki (1993), στην υπό γερμανική κατοχή ΕΣΣΔ οι γερμανικές Αρχές κατέσχεσαν το 23% της παραγωγής το 1941-1942, το 41% της παραγωγής το 1942-1943 και το 41% επίσης το 1943-1944. Από την Ουκρανία κατασχέθηκαν 9,1 εκατ. τόνοι σιταριού, εκ των οποίων μόλις 1,2 εκατ. τόνοι μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Επίσης, εστάλησαν 2,5 εκατ. τόνοι σπόρων και 3,2 εκατ. τόνοι πατάτας. Ακριβή στοιχεία για την πολωνική αγροτική παραγωγή και το ύψος που κατασχέθηκε δε δίνονται, αλλά ο συγγραφέας τονίζει ότι η πολωνική συνεισφορά ήταν μερικά εκατομμύρια τόνοι σιτηρών και πατάτας και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες αιγοπρόβατα και χοίροι. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης πτώσης της αγροτικής παραγωγής. Έτσι, η παραγωγή τροφίμων μειώθηκε κατά 30% στη διάρκεια της κατοχής σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο13. Αντίθετα, σημαντική ήταν η οικονομική εκμετάλλευση της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Δανίας. Ειδικότερα, ο Γερμανικός Κατοχικός Στρατός στη Γαλλία κατανάλωνε 2,5 εκατ. τόνους σίτου, ενώ έστελνε ακόμα 1 εκατ. τόνους στη Γερμανία, και όλα αυτά καθώς η αγροτική παραγωγή στην κατεχόμενη Γαλλία μειώθηκε μεταξύ 1940 12. 13.
Ό.π., σ. 257-8. Ό.π., σ. 260-1 και 265.
-18-
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πίνακας 2: Μέγεθος εγχώριας παραγωγής και εισαγωγές, 1939-1945(*)
Είδος
Τυπική προπολεμική παραγωγή
1939-40
1940-41
1941-42
1942-43
1943-44
1944-45
25.121
27.489
23.947
23.895
23.263
25.328
22.645
3.835
2.353
3.660
4.425
6.433
6.073
1.313
28.956
29.842
27.607
28.320
29.696
31.401
23.958
13,2
7,8
13,2
15,6
21,7
19,3
5,5
1.181
Σιτάρι Εγχώρια παραγωγή Εισαγωγές(1) Σύνολο(2) Εισαγωγές ως % συνόλου Λίπη Εγχώρια Παραγωγή
—
1.258
1.167
1.160
1.072
1.250
Εισαγωγές(1)
—
446
358
249
375
203
66
Σύνολο(2)
—
1.704
1.525
1.409
1.447
1.453
1.247
Εισαγωγές ως % συνόλου
—
26,2
23,5
17,7
25,9
14,0
5,3
3.417(**)
3.109
2.693
2.174
1.818
1.846
1.899
290(**)
463
544
662
741
673
281
3.707(**)
3.572
3.237
2.836
2.559
2.519
2.183
7,8(*)
13
16,8
23,3
29
26,7
13
Κρέας Εγχώρια παραγωγή Εισαγωγές(1) Σύνολο(2) Εισαγωγές ως % συνόλου
Πηγή: György Ranki, The Economics of the Second World War, Böhlau Verlag, 1993, σ. 259. (1). Συμπεριλαμβάνεται η κατανάλωση της Βέρμαχτ στις κατεχόμενες χώρες. (2). Δεν υπολογίζονται τα αποθέματα. *. Σε χιλιάδες τόνους. **. Έτος 1938-1939 και σύνορα Γερμανίας 1-9-1939.
και 1944 κατά 25%-30% (η προπολεμική παραγωγή σιταριού στη Γαλλία ήταν 8,1 εκατ. τόνοι, ενώ στην κατοχή μειώθηκε σε 6 εκατ. τόνους περίπου)14. Η Δανία ήταν επίσης σημαντικός προμηθευτής. Ειδικότερα, οι θερμίδες από 760.000 τόνους κρέατος και από 290.000 τόνους λίπους ισοδυναμούσαν με 8,1 εκατ. τόνους σιταριού. Αυτή ήταν η προπολεμική παραγωγή, αλλά στη διάρκεια της κατοχής η γεωργική παραγωγή μειώθηκε κατά 20%-25%. Η Ολλανδία ήταν επίσης ένας σημαντικός προμηθευτής. Οι κατασχεθείσες ποσότητες αγροτικών προϊόντων αντιστοιχούσαν από πλευράς θερμίδων σε 2.450.000 τόνους σιταριού15. Στη διάρ14. 15.
Ό.π., σ. 264. Ό.π.
-19-
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
κεια του πολέμου η αυξημένη εξάρτηση της Γερμανίας, από τις κατεχόμενες χώρες, παρουσιάζεται στον Πίνακα 2. Τα στοιχεία του Πίνακα 2 παρουσιάζουν, κατά το Ranki (1993), τόσο την εσωτερική παραγωγή όσο και τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων κατά τη διάρκεια του πολέμου από τις κατεχόμενες χώρες. Μολονότι οι εισαγωγές σιταριού την προπολεμική περίοδο ήταν μόλις το 13,2% της συνολικής παραγωγής, στη διάρκεια του πολέμου αυξάνονται και το 1943 φθάνουν το 21,7%. Αντίστοιχα οι εισαγωγές κρέατος, ενώ προπολεμικά αναλογούσαν στο 7,8%, το 1943 καλύπτουν το 29% της εγχώριας παραγωγής. Ο Ranki (1993) τονίζει ότι οι μερίδες τροφίμων στη Γερμανία μειώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου από 2.445 θερμίδες το 1941 σε 1.928 το 1942, για να αυξηθούν εκ νέου σε 2.078 το 1943 και να μειωθούν ξανά το 1944 σε 1.981 θερμίδες. Οι αντίστοιχες μερίδες τροφίμων στις κατεχόμενες χώρες (εκτός Πολωνίας και ΕΣΣΔ) ήταν το 1941 1.647 θερμίδες, το 1942 1.495 θερμίδες, το 1943 1.503 θερμίδες και το 1944 1.494 θερμίδες. Οι αντίστοιχες μερίδες τροφίμων πάντα με δελτίο στην Πολωνία ήταν 895 θερμίδες το 1941, 1.070 το 1942, 855 το 1943 και 1.200 το 194416. Στο σημείο αυτό και σε σχέση με τα παραπάνω ο Ranki (1993) αναφέρει ότι η αγροτική παραγωγή των συμμαχικών προς τη Γερμανία χωρών μειώθηκε στη διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερα, η αγροτική παραγωγή της Ιταλίας το 1943 ήταν κατά 25%-30% χαμηλότερη σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο. Στη Βουλγαρία ο πρωτογενής τομέας γνώρισε μεγάλη κρίση. Η παραγωγή ηλιόσπορων το 1939 και το 1940 είχε μειωθεί σε σχέση με τα επίπεδα του 1937 κατά 10%. Το 1941 υπήρξε αύξηση, αλλά τη διετία 1942-1943 η παραγωγή ήταν μόλις το 50% της αντίστοιχης του 1937. Η παραγωγή φρούτων και λαχανικών αλλά και καπνών μειώθηκε στη Βουλγαρία δημιουργώντας προβλήματα στη γερμανική αγροτική οικονομία. Μοναδική εξαίρεση οι κόκκοι σόγιας, η παραγωγή των οποίων αυξήθηκε. Στη Ρουμανία οι βιομηχανικές περιοχές και οι εκτάσεις παραγωγής ζωοτροφών αυξήθηκαν από το 7,4% των εκτάσεων σε 11,6% της συνολικής έκτασης μεταξύ 1940-1943, αλλά οι παραγόμενες ποσότητες ηλιόσπορων έπεσαν σε επίπεδα χαμηλότερα του 1939, με εξαίρεση την παραγωγή φασολιών. Επίσης η κτηνοτροφική παραγωγή Βουλγαρίας και Ρουμανίας μειώθηκε κατά 15%-25% μεταξύ 1941-1944. Ταυτόχρονα, περιορίστηκαν και οι εξαγωγές γάλακτος και βουτύρου από αυτές τις χώρες προς τη Γερμανία. Στην άλλη σύμμαχο της Γερμανίας, την Ουγγαρία, η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή είχε διαφορετική, σε κάποιο βαθμό, εξέλιξη. Η παραγωγή κόκκων σόγιας και ηλιόσπορων αυξήθηκε. Επίσης αυξήθηκε και η κτηνοτροφική παραγωγή, αλλά αυτή απορροφήθηκε (καταναλώθηκε) από τα εδάφη της Τρανσυλβανίας που προσάρτησε η Ουγγαρία και στα οποία ζούσαν ουγγρικοί πληθυσμοί. Το μοναδικό όφελος για τη Γερμανία από την Ουγγαρία στον πρωτογενή τομέα προήλθε από την προσάρτηση της (πρώην) γιουγκοσλαβικής περιοχής της Μπάτσκα στην Ουγγαρία, της οποίας το γεωργικό πλεόνασμα απορροφήθηκε από τη Γερμανία σε όλη τη διάρκεια του πολέμου17. 16. 17.
Ό.π., σ. 265. Ό.π., σ. 263. Στο σημείο αυτό αξίζει η αναφορά σε μια άλλη πηγή, η οποία αναφέρει ότι η κατα-
-20-
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Εξετάζοντας συγκριτικά την αγροτική παραγωγή της Γερμανίας στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο συγγραφέας τονίζει ότι η μείωση της παραγωγής στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με αυτήν που έλαβε χώρα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως αιτίες αυτής της κατάστασης αναφέρονται οι κατασχέσεις προϊόντων από τις κατεχόμενες χώρες και οι ξένοι εργάτες στη γεωργία, οι οποίοι υπολογίζεται ότι παρήγαν τουλάχιστον το 20% της γερμανικής αγροτικής παραγωγής στη διάρκεια του πολέμου18. Τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της πρωτογενούς παραγωγής σε Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για τη Γερμανία παρουσιάζονται στον Πίνακα 3. Τα στοιχεία του Πίνακα 3 δείχνουν ότι η ημερήσια κατανάλωση τροφίμων στη διάρκεια του πολέμου 1939-1945 ήταν υψηλότερη σε σχέση με αυτήν της περιόδου 1914-1918. Η υψηλότερη κατανάλωση συνδέεται όχι μόνο με την εκμετάλλευση των κατεχόμενων χωρών και τη μεταφορά εργατικού δυναμικού στη Γερμανία, αλλά και με την τεχνολογική εξέλιξη της περιόδου 1919-1939. Παράλληλα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πολιτική του ναζιστικού κόμματος. Ο Χίτλερ γνώριζε ότι το 1918 η ανεπάρκεια τροφίμων στο εσωτερικό της χώρας είχε οδηγήσει σε κατάρρευση τον πληθυσμό. Έτσι, οι ανάγκες του εσωτερικού μετώπου έπρεπε να συμπεριληφθούν στον οικονομικό σχεδιασμό, ώστε να μην επαναληφθεί το λάθος του πολέμου 1914-1918. Ο επαρκής εφοδιασμός του πολιτικού τομέα, ο οποίος την περίοδο 1942-1945 θα καλούνταν να αντιμετωπίσει τους στρατηγικούς βομβαρδισμούς, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της ιδέας της τελικής νίκης, αλλά και της διάσωσης του καθεστώτος. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής οι μερίδες τροφίμων θα μειώνονταν στις κατεχόμενες χώρες αλλά θα διατηρούνταν σε επίπεδα υψηλά στη Γερμανία. Η μελέτη του Ranki (1993) διαφοροποιείται από αυτήν του Milward (1977), αφού λαμβάνει υπόψη της και την προσφορά του ξένου εργατικού δυναμικού στη γερμανική γεωργία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο σημείο αυτό, όμως, και σε σχέση με τις ανωτέρω μελέτες, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ των εκμεταλλεύσεων στις κατεχόμενες χώρες και του εργατικού δυναμικού.
18.
νομή κάθε τύπου νιτρικών ουσιών στη γεωργία ήταν υψηλότερη από την αντίστοιχη κατανομή της Βέρμαχτ. Ειδικότερα, το 1938-1939 επί συνολικής παραγωγής και εισαγωγών 982.000 τόνων ο πρωτογενής τομέας απορροφά 745.000 τόνους. Το 1939-1940 επί συνολικής παραγωγής και εισαγωγών 1.072.000 τόνων ο πρωτογενής τομέας απορροφά 841.000. Το 1940-1941 επί συνολικής παραγωγής και εισαγωγών 1.005.000 τόνων οι 789.000 οδεύουν στον πρωτογενή τομέα. Το 1941-1942 από 1.003.000 τόνους (παραγωγή και εισαγωγές) οι 739.000 οδεύουν στη γεωργία. Το 1942-1943 από 960.000 τόνους οι 632.000 οδηγούνται στη γεωργία. Το 1943-1944 από 906.000 τόνους εκτιμώμενης παραγωγής και εισαγωγών οι 501.000 τόνοι εκτιμάται ότι καταλήγουν στη γεωργία. Οι ποσότητες για τη Βέρμαχτ (χρήσιμες για παραγωγή εκρηκτικών) ήταν: το 1938-1939 35.000 τόνοι, το 1939-1940 47.000 τόνοι, το 1940-1941 84.000 τόνοι, το 1941-1942 108.000 τόνοι, το 1942-1943 165.000 τόνοι και το 1943-1944 235.000 τόνοι. D. Eichholtz, Geschichte der Deutschen Kriegswirtschaft 1939-1945, Band II (1941-1943)/Teil 2, σ. 351, Μόναχο, 2003. Η σημασία της γεωργίας είναι φανερή, αφού καταναλώνει περισσότερες ποσότητες νιτρικών ουσιών σε σχέση με την παραγωγή εκρηκτικών. Ό.π., σ. 266.
-21-
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
Πίνακας 3: Μέγεθος ημερήσιας κατανάλωσης Γερμανίας, 1914-1918 & 1939-1945 Ημερήσια μερίδα αλεύρων (σε γραμμάρια)
Ημερήσια μερίδα αλεύρων (σε γραμμάρια)
Δείκτης (1915 = 100)
Δείκτης (1915 = 100)
1914
—
—
1939
1.800
114
1915
1.575
100
1940
1.688
107
1916
1.400
89
1941
1.688
107
1917
1.540
98
1942
1.688
107
1918
1.400
89
1943
1.818
115
Ημερήσια μερίδα κρέατος (σε γραμμάρια)
Δείκτης (1916 = 100)
Ημερήσια μερίδα κρέατος (σε γραμμάρια)
Δείκτης (1916 = 100)
1914
—
—
1939
500
200
1915
—
—
1940
500
200
1916
250
100
1941
400
160
1917
250
100
1942
350
140
1918
250
100
1943
250
100
1944 Ημερήσια μερίδα λίπους (σε γραμμάρια)
Δείκτης (1916 = 100)
250
100
Ημερήσια μερίδα λίπους (σε γραμμάρια)
Δείκτης (1916 = 100)
1914
—
—
1939
270
270
1915
—
—
1940
270
270
1916
100
100
1941
270
270
1917
100
100
1942
206
206
1918
70
70
1943
216
216
1944
219
219
Πηγή: György Ranki, The Economics of the Second World War, Böhlau Verlag, 1993, σ. 266.
Καθώς η εκμετάλλευση στις κατεχόμενες χώρες φθίνει αργά αλλά σταθερά την περίοδο 1942-1944, η εισαγωγή ξένων εργατών στο Γ΄ Ράιχ αυξάνει. Έτσι, σε κάποιο βαθμό η μια δυναμική ακυρώνει την άλλη. Μάλιστα, η εισαγωγή των ξένων εργατών δημιουργεί και προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευσή τους, την απορρόφησή τους από τη γερμανική κοινωνία κ.λπ. Οι μελέτες του Overy (1994, 1996) 19
Ο Overy (1994, 1996) παρουσιάζει σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη της παραγωγής τροφίμων στη Γερμανία σε σχέση με την κατεχόμενη Ευρώπη. Τονίζει ότι το 19.
Richard Overy, War and economy in the Third Reich, Oxford, 1994. Του ιδ., The Penguin Historical Atlas of the Third Reich, 1999.
-22-
Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πίνακας 4: Μέγεθος εβδομαδιαίας κατανάλωσης, 1942 (σε γραμμάρια) Εβδομαδιαία ποσότητα άρτου
Εβδομαδιαία ποσότητα κρέατος
Δανία
2.280
Δεν υπάρχει δελτίο
Βουλγαρία
2.100
Δεν υπάρχει δελτίο
Γερμανία
2.000
300
Προτεκτοράτο Τσεχίας
2.000
300
Ουγγαρία
2.000
Δεν υπάρχει δελτίο
Γαλλία
1.925
180
Σερβία
1.800
Ολλανδία
1.800
Φινλανδία
1.750
70
Βέλγιο
1.750
245
Λιθουανία
1.750
300
Λετονία
1.700
250
Σλοβακία
1.670
300
Νορβηγία
1.645
Δεν υπάρχει δελτίο
Ρουμανία
1.500
250
Πολωνία
1.490
130
Κροατία
1.400
300
225
Ιταλία
1.050
100-200
Ελλάδα
1.000
Δεν είναι διαθέσιμο
Σερβία
Δεν είναι διαθέσιμο
200
Πηγή: Richard Overy, The Penguin Historical Atlas of the Third Reich, 1999, σ. 89.
Σεπτέμβριο του 1939 είχε ήδη επιβληθεί δελτίο τροφίμων στο βούτυρο, ενώ εκτός δελτίου με την έκρηξη του πολέμου παρέμειναν μόνο το ψωμί και οι πατάτες. Αντίθετα, η εβδομαδιαία κατανάλωση κρέατος ορίστηκε στα 500 γραμμάρια, βουτύρου στα 125 γραμμάρια, μαργαρίνης στα 100 γραμμάρια, ζάχαρης στα 250 γραμμάρια, τυριού στα 62,5 γραμμάρια, ενώ επιτρεπόταν η κατανάλωση μόνο ενός αυγού την εβδομάδα. Όπως και στον πόλεμο του 1914-1918, δημιουργήθηκαν υποκατάστατα προϊόντα (ersatz ή einheit) σε διάφορα προϊόντα –όπως καφές, μαρμελάδα, μαργαρίνη, γάλα σε σκόνη, τσάι, βατόμουρα, πουτίγκες– πολλά εκ των οποίων προέρχονταν από καβουρδισμένο κριθάρι. Τα φρέσκα φρούτα, το ψάρι και τα λαχανικά, αν και τυπικά εκτός δελτίου, στην πραγματικότητα ήταν εξαφανισμένα από την αγορά ή βρίσκονταν σε ελάχιστες ποσότητες ή σε πολύ χαμηλή ποιότητα. Ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο στο Βερολίνο του 1940 ήταν το ακόλουθο: «Ποια η διαφορά μεταξύ Ινδίας και Γερμανίας; Στην Ινδία ένας άνθρωπος (ο Γκάντι) πεινούσε για όλο το λαό. Στη Γερμανία όλος ο λαός πεινούσε για έναν άνθρωπο (το Χίτλερ)». Παράλληλα, υπήρξε σημαντικός περιορισμός στην κατανάλωση ειδών ατομικής υγείας, καθώς δημιουργήθηκαν υποκατάστατα προϊόντα για το σαπούνι και τον αφρό ξυρίσματος. Για κάθε πέντε μήνες κάθε άτομο δικαιούνταν 1 μικρή πλάκα σαπουνιού και έναν αφρό ξυρίσματος!!! Και τα δύο ήταν υποκατάστατα προϊόντα20. 20. Richard Overy, War and economy in the Third Reich, Oxford, 1994, σ. 283-4.
-23-
ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΑΛΑΒΡΑΚΟΣ
Συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Τα Χριστούγεννα του 1939 οι ποσότητες τροφίμων αυξήθηκαν. Στα παιδιά επιτράπηκαν 250 γραμμάρια γλυκό που και 150 γραμμάρια κέικ, οι ενήλικες μπορούσαν Πολέμου, έναν πόλεμο αρχικά φάνηκε ότι θαενώ οδηγούσε σε θρίαμβο να καταναλώσουν άλλα 100 μετά γραμμάρια Παράλληλα, αυξήθηκε η κατανάτης Γερμανίας. Όμως, από μίακρέας. περίοδο στρατιωτικών επιτυχιών η λωση βουτύρου, αλλά υπήρξε αντίστοιχη μείωση της ποσότητας της μαργαρίνης. αρχική εντύπωση αντιστράφηκε και τελικά η Γερμανία οδηγήθηκε σε Η αύξησηολοκληρωτική στην κατανάλωση βουτύρου επιτεύχθηκε καιανάλυση από μείωση της την κατανάλωσης συντριβή. Αν και η κυρίαρχη τονίζει αδυ21 γάλακτος . ναμία της γερμανικής πολεμικής μηχανής στα πεδία των μαχών και την Η εβδομαδιαία κατανάλωση και βιομηχανίας άρτου από τοναμέσο καταναλωτή στη αδυναμία της γερμανικήςκρέατος πολεμικής μεγιστοποιήσει Γερμανία και τις κατεχόμενες χώρες το 1942 παρουσιάζεται στον 4. την παραγωγή πολεμικού υλικού, η παρούσα μελέτη τονίζει Πίνακα ότι υπάρΤο 1942, το ποσοστό τηςοικονομικοί προπολεμικής κατανάλωσης τροφίμων είχε ενταχουν δύο κυρίαρχοι παράγοντες που αναλύουν τηπου γερμανιχθεί στοκήδελτίο ήταν της τάξης του 97% σε Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία και ήττα. Βέλγιο. Στην Ολλανδία ήταν 96%, σε Νορβηγία, Γαλλία και Ιταλία ήταν 95% και 22 στη Φινλανδία 90% . Ο πρώτος αναφέρεται στην αδυναμία της πολεμικής βιομηχανίας να παΣημαντικός περιοριστικός παράγοντας ήταν το ότι η γερμανική γεωργία ήταν ράγει σε μεγάλους αριθμούς οπλικά συστήματα χαμηλού κόστους και εντάσεως εργασίας, και ο πληθυσμός ήταν περισσότερο ομοιογενώς διασκορπισμέυψηλής τεχνολογίας. Έτσι, ενώ η Γερμανία δημιούργησε εκπληκτικά νος ανάμεσα σε μεγάλες πόλεις και σε κωμοπόλεις και χωριά, σε σχέση με τη Βρεταοπλικά συστήματα (άρματα μάχης Panzer III, IV, συστήματα Panther, νία, με αποτέλεσμα τη διαφορετική σύνθεση του εργατικού δυναμικού της γεωργίας συστήματα Nebelwerfer, αεροσκάφη Me-262, υποβρύχια Τype IX-C αλλά και των καταναλωτικών προτύπων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων. Ο κ.λπ.), αυτά ουδέποτε παρήχθησαν σε επαρκείς αριθμούς έτσι ώστε να Overy (1996) τονίζει τη σημασία της γεωργικής εκμετάλλευσης της κατεχόμενης επιδράσουν στο πεδίο της μάχης. ΕΣΣΔ για την αγροτική πολιτική του Ράιχ. Tα στοιχεία του Πίνακα 4Α παρουσιάζουν την τεράστια συνεισφορά της κατεχόΟ δεύτερος παράγοντας συσχετίζει τη γερμανική ήττα με τη ότι λανθασμέμενης ΕΣΣΔ στην αγροτική οικονομία της Γερμανίας. Είναι φανερό οι ποσότητες νη οικονομική εκμετάλλευση της κατεχόμενης Ευρώπης. Ειδικότερα, ήταν υψηλές, αν αναλογιστεί κάποιος ότι οι περιοχές αυτής της παραγωγήςο ήταν Χίτλερ αν καιΟιχρησιμοποίησε τις κατεχόμενες χώρες ως πηγές φθηνού πολεμικά μέτωπα. περιοχές δέχτηκαν την καταστροφική μανία των εισβολέων, εργατικού δυναμικού, πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων, δεν μπό- ακοαλλά και την αντίστοιχη μανία του Ερυθρού Στρατού, ο οποίος υποχωρώντας ρεσε εντάξειτης τηνκαμένης πολεμική λουθούσε τηννατακτική γης.βιομηχανία της κατεχόμενης Ευρώπης στη γερμανική πολεμική προσπάθεια. Η κατεχόμενη Ευρώπη μπορεί να γνώρισε την οικονομική λεηλασία και την ανθρώπινη δουλεία, αλλά Πίνακας 4Α: Ποσότητες κατασχεθέντων τροφίμων από ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για ΕΣΣΔ τη μεγιστοποίηση κατεχόμενη , 1941-1944 της γερμανικής παραγωγής πολεμικού υλικού. Είδος
Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις
Εξαγωγές προς Ράιχ
Γερμανική διοίκηση ΕΣΣΔ
Γενικό σύνολο
Ο συνδυασμός των ανωτέρω παραγόντων έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο 1.760.800 3.341.100 9.151.900 στην κατάρρευση4.050.000 της ναζιστικής Γερμανίας.
Σύνολο δημητριακών
Αρτύσιμα δημητριακά
1.828.300
972.300
1.334.900
4.135.500
Σπόροι άρτου
2.221.700
788.500
2.006.200
5.016.400
Ζωοτροφές
1.816.500
—
691.000
2.507.600
66.600
85.100
563.700
Κρέας Ψάρι
411.900 43.700
1.100
22.900
67.600
Πατάτες
2.039.600
13.000
1.229.100
3.281.700
Βούτυρο
118.100
20.800
67.900
206.800
Παντζάρια
243.600
62.000
95.400
401.000
Πηγή: Richard Overy, The Penguin Historical Atlas of the Third Reich, 1999, σ. 129.
21. Ό.π., σ. 285-6. 22. Richard Overy, The Penguin Historical Atlas of the Third Reich, 1999, σ. 89.
-24-