Α ΓΓΕΛΟΣ Π ΑΡΘΕΝΗΣ
Θητεία Ξενιτιᾶς 2η Ἔκδοση
Ὁ Ἄγγελος Παρθένης γεννήθηκε στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1935 στὸν Πειραιά, ὅπου τελείωσε Δημοτικὸ καὶ Γυμνάσιο. Κατόπιν σπουδὲς στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐνῶ παράλληλα ἀφιερώθηκε στὴν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν· ἀργότερα φοιτητὴς τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν τῶν Πανεπιστημίων Βόννης καὶ Κολωνίας. Συγχρόνως διοργάνωνε, μὲ τὴν ἠθικὴ συμπαράσταση τῆς ἑλληνικῆς πρεσβείας τῆς Βόννης, καὶ γιὰ ἕνα ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, προγράμματα μορφωτικοῦ καὶ ψυχαγωγικοῦ χαρακτήρα γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἐργαζόμενους καὶ μόλις τότε (1961) ἐκκολαπτόμενους μετανάστες τῆς ἄλλοτε Δυτικῆς Γερμανίας, κυρίως στὴν περιοχὴ τῆς Βόννης καὶ τῆς γειτονικῆς Κολωνίας, ὅπου ἔδωσε πολλὲς διαλέξεις. Ἔζησε στὴν Ὁμοσπονδιακὴ Δημοκρατία τῆς Γερμανίας ἀπὸ τὸ 1961 ἕως τὸ 1984, ἐνῶ σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ταξίδεψε πολύ, ἰδιαίτερα στὴ Δυτικὴ καὶ Κεντρικὴ Εὐρώπη. Ὁ Ἄγγελος Παρθένης ἀνήκει στὴ δεύτερη μεταπολεμικὴ γενιά. Μὲ τὴν ποίηση, ποὺ παραμένει τὸ κύριο λειτούργημά του, ἀσχολεῖται ἀπὸ τὸ 1950. ῎Εχει γράψει ἀπευθείας στὰ γερμανικά, ἀγγλικὰ καὶ ἱσπανικά. (Στὰ ἱσπανικὰ μάλιστα ἔχει ἕτοιμη ἀπὸ καιρὸ μιὰ ὁλόκληρη ποιητικὴ συλλογή: Poemas de Pedro Juan Griego.) Ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ καὶ ἀναδημοσιευτεῖ κατὰ καιροὺς σὲ δεκάδες ἐφημερίδες, περιοδικά, ἀνθολογίες, γραμματολογίες, ἐγκυκλοπαίδειες, βιβλία, φυλλάδια, ἡμερολόγια, σχολικὰ βιβλία κ.λπ. τῆς Ἑλλάδας, τῆς Κύπρου καὶ τοῦ
ΘΗΤΕΙΑ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: — ΟΡΘΡΟΣ, Ποιήματα, Ἀθήνα, 1955 — ΣΤΑΛΑΧΤΙΤΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, Ποιήματα, Ἀθήνα, 1956 — ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, Ποιήματα, Ἀθήνα, 1957 — LA NOCHE ES LA MÚSICA DE LOS DESESPERADOS, Ποιήματα, Ἀθήνα, 1960 — ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ, Ποιήματα, Ἀθήνα, 1960 — ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΨΙΧΙΑ, Ποιήματα, Ἀθήνα, 1960 — ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΦΑΡΕΤΡΑ, Πεζὲς σάτιρες, Ἀθήνα-Βόννη, 1965 — ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, Ποιήματα, Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα, 1966 — ΘΗΤΕΙΑ ΞΕΝΙΤΙΑΣ, Βιβλίο Πρῶτο, Ποιήματα, Πιτσιλός, Ἀθήνα, 1986 — ΜΥΚΟΝΟΣ ΝΗΣΟΣ, Ποιήματα, Ἔκδοση Δήμου Μυκόνου, 2000 (Βραβεῖο Λάμπρου Πορφύρα τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν) — MYKONOS ISLAND, Poems, Translated by Philip Ramp, Municipality of Mykonos, 2002 — ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΟΣ-ΜΙΑ ΖΩΗ, ΕΝΑ ΕΡΓΟ (Ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τάσος Ζερβός: Τὰ Ποιήματα», «Τὸ Ροδακιό», 2004) — ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, «Βιβλιοφιλία», Ἀθήνα, 2005 — ΟΡΘΡΟΣ, Ποιήματα 1950-1960, Β΄ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση, Ἰωλκός, Ἀθήνα, 2005 — ΜΥΚΟΝΟΣ ΝΗΣΟΣ, Ποιήματα, Β΄ ἔκδοση ἐμπλουτισμένη καὶ βελτιωμένη, Ἰωλκός, Ἀθήνα, 2006 — ΘΗΤΕΙΑ ΞΕΝΙΤΙΑΣ, Ποιήματα, Β΄ ἔκδοση ἐμπλουτισμένη καὶ βελτιωμένη, Ἰωλκός, Ἀθήνα, 2010
Μεταφράσεις: Friedrich Dürrenmatt, «Ἡ Ὑπόσχεση», Μυθιστόρημα, Ροές, 1986 Friedrich Dürrenmatt, «Δικαιοσύνη», Μυθιστόρημα, Ροές, 1988 Friedrich Dürrenmatt, «Ἡ Ὑποψία», Μυθιστόρημα, Ροές, 1988 Theodor Fontane, «Ἔφη Μπρίστ», Μυθιστόρημα, Ἑστία, 1989 Franz Werfel, «Οἱ σαράντα μέρες τοῦ Μουζᾶ Ντάγκ», Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, «Το ἐπερχόμενο», τόμος Β΄, «Οἱ ἀγῶνες τῶν ἀνίσχυρων», τόμος Γ΄, « Ὄλεθρος - σωτηρία - ὄλεθρος», Ἑστία, 1990, 1991, 1997 — Karl Kraus: «Ρήσεις καὶ Ἀντιρρήσεις», Ἀφορισμοί, Opera, 1992 — Johann Wolfgang von Goethe, «Τὰ χρόνια μαθητείας τοῦ Βίλχελμ Μάιστερ», Μυθιστόρημα, τόμοι Α+Β, «Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη», 1995 (Α΄ Βρα βεῖο τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Μεταφραστῶν Λογοτεχνίας) — Friedrich Nietzsche, «Ποιήματα», Καστανιώτης, 1997 — Johann Wolfgang von Goethe, «Ἡ Νύμφη τῆς Κορίνθου καὶ ἄλλα ποιήματα», Ἰωλκός, 2003 (Βραβεῖο Μετάφρασης Ποίησης τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Χρι στιανικῶν Γραμμάτων) — — — — —
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ
Θ ΗΤΕΙΑ Ξ ΕΝΙΤΙΑΣ Ποιήματα
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ
ΙΩΛΚΟΣ
Τὰ σκίτσα τοῦ βιβλίου φιλοτεχνήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἄντγε Παρθένη.
Στὴν Antje
Μεῖνε σταθερὸς εἰς τούτη τὴν ὑψηλὴ θέση. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΘΗΤΕΙΑ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
Η ΞΕΝΙΤΙΑ Ἔτσι ’ναι πάντα ἡ ξενιτιά: γλυκιὰ σὰν τὴν αὐγὴ π’ ἀνοίγεται σὰν ὄστρακο στὴ μέρα, γιομάτη βουὴ κι ἀνήκουστες φωνές, νιογέννητα χαμόγελα, παράξενους ἀνέμους καὶ πουλιά. Ἔτσι ’ναι πάντα ἡ ξενιτιά: πικρὴ σὰν τὴν αὐγὴ πού, μὲς στὴν ἀναταραχὴ καὶ σὲ μιὰν ἄλλη δίψα, κλέβει ἀπ’ τὰ παιδικά μας μάτια τὸν ἥλιο καὶ τὴ θάλασσα.
13
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ Ἐδῶ ποὺ τρέμει τὸ πικρὸ ματόκλαδο τῆς νύχτας, στὸν πόνο μέσα, στὴ ναυτία, στὴν ταραχή, καὶ σὲ μιὰν ἔρμη θάλασσα βουλιάζουν τὰ καράβια, ὅσα ἡ νιότη ἀρμάτωσε στὸν γαλανὸ Νοτιά· ἐδῶ ποὺ ὁ ἀρμενιστὴς ἄνεμος δὲν φουσκώνει σημαῖες περήφανες καὶ κάτασπρα πανιά, κι ὁ μισεμὸς δὲν εἶναι πιὰ μαντίλι ἀποχαιρετισμοῦ, ἀλλὰ μιὰ μαχαιριὰ βαθιὰ μέσα στὰ σπλάχνα· πρόβαλες, κόρη τοῦ Βορρᾶ, ξάφνου σὰν Καρυάτιδα, μ’ αὐτή σου τὴν ἑλληνικὴ κατατομή, μ’ αὐτὰ τὰ θεϊκά, γλαυκά σου μάτια, νὰ μὲ γυρίσεις στὶς δικές μου θάλασσες: ἐκεῖ ποὺ ὁ οὐρανὸς δὲν μάχεται τ’ ἀστέρια καὶ τὰ φεγγάρια δὲν ἀράζουνε ποτές, ἀλλ’ ἀρμενίζουνε τὶς νύχτες μεθυσμένα· ἐκεῖ ποὺ ἡ Παναγιὰ φυσάει τὰ κύματα κι ὁ ἥλιος εἶναι τῶν θεῶν ἡ μοναξιά...
14
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Ὅσο κι ἂν μαστιγώνεται ἡ ψυχή μου, γυμνὴ τὴ νύχτ’, ἀπ’ τὸν ἀλύπητο ἄνεμο, δὲν πέφτει, δὲν μεταμελεῖται, δὲν λιποτακτεῖ· πονάει, ὅμως δὲν κλαίει, δὲν ὁλοφύρεται, δὲν δέχεται συμπόνια ἢ συμφιλίωση, ἀλλὰ ἐπέρχεται κατὰ τῶν πολεμίων της –κι αὐτῶν ποὺ ἀκόμα δὲν τὴ μάχονται– σὰν ξαφνικὴ καὶ θριαμβικὴ ἐπέλαση νοτιᾶς...
15
ΕΛΕΓΕΙΑ ...To die, as thou art, young, in the first grace... THOMAS LOVELL BEDDOES
Αὐτοὶ ποὺ νέοι πέθαναν – εἶν’ ἀδελφοί μου! Αὐτοὶ ποὺ νέοι πέθαναν καὶ τ’ ἄξιζαν, γιατὶ δὲν ἔπαψαν νὰ ζοῦν μετὰ τὸν θάνατό τους καὶ ἡ φωνή τους ἔρχεται ἀπ’ τὰ πολὺ βαθιὰ σκηνώματα τῶν ὠκεανῶν καὶ τῶν αἰώνων κι ἡ ὄψη τους ἀναδύεται μέσ’ ἀπ’ τὰ χρόνια καὶ τὰ κύματα τῆς θάλασσας –τῆς ἄγριας, τῆς σκοτεινῆς καὶ τῆς μεγάλης–, μεταρσιωμένη, ἀγγελική! Αὐτοὶ ποὺ νέοι μᾶς ἀποχαιρέτησαν καὶ πέρασαν στὴν Ἄλλη Ὄχθη προτοῦ νὰ γονατίσουν στὴ Συνήθεια, πρὶν νὰ φθαροῦν ἀπ’ τὴν Ἀνάγκη καὶ τοῦ ἀργοῦ πόνου τὸν σκώληκα· προτοῦ νὰ ἐκλιπαρήσουν λίγη ἐλπίδα ἢ μιὰν ἀπάντηση ἀπὸ κλειστὸ στόμα Σφιγγὸς ἢ τὸν τυφλὸ χρησμὸ τοῦ Τειρεσία· εἶν’ ἀδελφοί μου – καὶ τοὺς χαιρετῶ!
16
ΧΡΕΟΣ Σοῦ ὀφείλω τὴν ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς μου, τὸν κατευναστικὸ οὐρανὸ καὶ τὸν χερουβικὸ τῆς νύχτας ἄνεμο καὶ τὴ βαθιὰ θάλασσα τῶν ὀνείρων. Ἔγινες ὁ ἄγγελός μου καὶ τ’ ἀστέρι μου, τὴν ἄβυσσο φωτίζεις τῆς ψυχῆς μου. Μαζί Σου ὑπάρχει ἕνας Θεὸς ποὺ Τοῦ μιλάω καὶ μ’ ἀκούει· κοντά Σου κλαίω ἀπὸ ἀνείπωτη χαρά!
17
ΧΩΡΙΣΜΟΣ Μανούλα, ἡ ὄψη Σου ἔσβηνε σὰν μ’ ἀποχαιρετοῦσες· τὸ τραῖνο ὅταν ξεμάκραινε, σὰν βέργα τὸ κορμί Σου λεπτὸ ἔμενε κι ἀκίνητο στὴν ἔρημη πλατφόρμα! Βουρκώσανε τὰ μάτια μου πιότερο ἀπ’ τὰ δικά Σου· μοῦ ’δεσε κόμπος τὸ λαιμό, μὰ τί ὠφελεῖ νὰ κλάψω! Μισῶ τὴ σκύλα ξενιτιὰ ποὺ μὲ τραβάει μακριά Σου. Μανούλα, μάνα μου ἀκριβή! Σπλαχνίσου με, Θεέ μου, κι ἀξίωσέ με νὰ Τὴ δῶ μπροστά μου σὰν καὶ πρῶτα χαρούμενη καὶ γελαστὴ καὶ τρισευτυχισμένη!
18
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΞΕΝΙΤΙΑΣ Ὤ, πάψτε αὐτὴ τὴ μουσική· δὲν τὴ μπορῶ, μ’ ἀναστατώνει, μπάζει νερὸ ἀπὸ θάλασσες π’ ἀρνήθηκα μιὰ νύχτα (ἢ δὲν τοὺς ἔδωσα ποτὲ μιὰ βέβαιην ὑπόσχεση) καὶ μοῦ φουσκώνει τὴν καρδιὰ –μὰ δὲν μπορῶ νὰ κλάψω. Ὤ, πάψτε αὐτὴ τὴ μουσική· αὐτὰ τὰ αἰώνια κύματα μπαίνουν μέσα στὰ φρένα μου καὶ μὲς στὰ σπλάχνα μου βαθιὰ σὰν τοὺς ἁγίους στεναγμοὺς ἐκείνης ποὺ μὲ γέννησε καί, μέρα-νύχτα, καρτερεῖ νὰ πάω κοντά της...
19
EL GRECO Ὅσες φορὲς συναντηθήκαμε –στ’ ἀλήθεια ἢ μέσα στ’ ὄνειρο– ἤτανε πάντα νύχτα. (Νύχτα γεννήθηκε κι ὁ Θεός.) Κι ὅπου ἰδωθήκαμε –Κρήτη, Τολέδο, Βενετιὰ– μύριζε ὁ ἀγέρας καταιγίδα. (Ἡ καταιγίδα: ὁ Μεσσίας Του.) Κι ἔπεφταν τ’ ἄστρα σαστισμένα σ’ ἕναν πυρφόρο οὐρανὸ καὶ μπλέκονταν στὰ σύννεφα κατάρτια καὶ νοτισμέν’ ἀρχάγγελων φτερά. Ἐνῶ κάτι βαθὺ ἔτρεμε μπροστά μας κι ἀνέβαινε ἀποκαλυπτικὰ σὰν φλόγα οἰστρηλατημένη ἀπ’ τὸν συνάναρχο ἄνεμο: κάτι κάτι κάτι κάτι
πιὸ πιὸ πιὸ πιὸ
φωτεινὸ κι ἀπ’ τὴ θυσία, μυστικὸ κι ἀπὸ τὴ θλίψη, άκριβὸ κι ἀπ’ τὴν ἐλπίδα, θεϊκὸ κι ἀπ’ τὴ χαρά!
20
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ Ἀγωνιστής, ἱστάμενος μακρὰν μετώπων καὶ μαχῶν, μακρὰν ὅλων τῶν στρατοπέδων, ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ Σιδηροῦ Παραπετάσματος· ἔφεδρος, ἰδίᾳ χειρὶ διαγεγραμμένος ἐκ τῶν μητρώων τῆς Εἰδικῆς καὶ Γενικῆς Ἐπιστρατεύσεως· ὡστόσον ἔξυπνος, ὡσεὶ ἐντεταλμένος, ἐνωτιζόμενος τὴν λαγαρὰν κλαγγὴν τῶν ὅπλων, ὡς καὶ τὸν ἀνεπαίσθητον ψίθυρον ὀδυρμοῦ ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς τῆς Οἰκουμένης καὶ τὸ ἀπαίσιον προσωπεῖον διορῶν τῆς Ἀδικίας, τοῦ Ψεύδους, τῆς Ὑποκρισίας· προήγαγον ἐμαυτὸν εἰς Ἀρχιστράτηγον τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ τῶν αἰσθημάτων μου καὶ ἀνεκηρύχθην ὁμοφώνως ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου τῆς Διεθνοῦς Ἰσορροπίας ὡς Προκαθήμενος τῶν Ἡνωμένων Ἰδαλγῶν καὶ ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας τοῦ Σύμπαντος ὠς Ὕπατος Ἁρμοστὴς τῆς Οὐτοπίας!
21
H ΔΙΨΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Βαθιὰ ποὺ εἶν’ ἡ δίψα τῆς ψυχῆς: νὰ ψάχνει, νὰ ρωτᾶ, νὰ τυραγνιέται· νὰ πέφτει, νὰ καλπάζει καὶ νὰ ἐκστασιάζεται καὶ ν’ ἀπορεῖ μπρὸς στὴν καταγωγὴ τῶν κόσμων, στῶν ἄστρων τὴν αἰωνιότητα· στὴν ἄφωνη ἐμπρὸς γένεση τῶν μυστηρίων, στοὺς Γαλαξίες τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ, στὰ ἔτη φωτὸς τοῦ Ἀκατανόητου! (Βαθιὰ ποὺ εἶν’ ἡ δίψα τῆς ψυχῆς!)
22
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ Ὁμοσπονδιακὴ Δημοκρατία τοῦ Μηδενός: ἀκμάζει μὲς στὸν Τροπικὸ τ’ Ἀτόμου! Βούλιαξ’ ἡ αὐτοκρατορία τῶν νησιῶν, κι ἡ ἐπικράτεια τῆς Γαληνοτάτης, κι ἡ αἴγλη τῆς Βασιλεύουσας! Κι ὁ Αὔγουστος, κάτω ἀπὸ ξένη πλέει σημαία καὶ δὲν ἀκούει τὶς καμπάνες τῆς Μεσόγειος οὔτε καὶ τὰ νερὰ καθὼς ἁγιάζουν! Τὴ Μεγαλόχαρη, τὴ βλέπεις μόνο ἐντός σου! Κι ὄχι νὰ σπεύδει στὸν Ἑσπερινὸ γιὰ νὰ προλάβει καὶ τὸ δεῖπνο τῶν ψαράδων καὶ τὸ σαλπάρισμα μυριάδων καραβιῶν. Κι οἱ ἄγγελοι, στὴν πλώρη ἀποκεκοιμημένοι, δὲν στέργουν νὰ βουτήξουν στὸν βυθὸ καὶ ν’ ἀνεσύρουν τὸ Χρυσὸ Ἀλφαβητάριο γιὰ τὸν μικρὸ Χριστὸ ποὺ ψάχνει γι’ ἀχιβάδες!
23
ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΔΙΗΓΗΣΗ Σὲ σκελετοὺς ναυαγισμένων καραβιῶν πάνω, καὶ σὲ σημαῖες ὑποσταλμένες πλοίων ποὺ δέσαν γιὰ παντοτινὰ ἢ ἐλπίζουν νὰ σαλπάρουνε καὶ πάλι, πεσμένο, κλαίει ἕνα θηρίο παράπονο! Δαρμένο ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς κι ἄγριες θύελλες τοῦ πόνου, τοῦ πολέμου, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ μεγάλου ἀποκλεισμοῦ, στραμμένο πότε κατὰ τὸ Βορρὰ τῆς Ἀδικίας καὶ πότε κατὰ τῆς Ἐλπίδας τὸ Ζέφυρο...
24
INTERMEZZO Καθὼς ἔρχοντ’, ἔτσι φεύγουν ἀπ’ τὴ ζωή σου, ἐκεῖνες, καὶ περνοῦν! Ἀλλάζουν κατοικίες κι ὀνόματα. Οἱ πιὸ γενναῖες, χάνονται στὴ νύχτα. Ἄλλες, στῆς προδοσίας τὸ μυστήριο –ἢ τοῦ μοιραίου συμβιβασμοῦ! Κι ἄλλες, σ’ ἀφήνουν ἕνα γράμμα ἢ κι ἕναν κόμπο στὸ λαιμό, κάποτε καὶ τὸν ἀριθμὸ ἑνὸς τηλεφώνου, γιὰ νὰ καλεῖς καὶ ν’ ἀπαντᾶ τὸ χάος –ξένες, καχύποπτες φωνὲς νὰ σοῦ θυμίζουν ἰδιοκτησία...
25
ΠΑΙΔΙΚΟ
[Φανερωμένη Σαλαμίνας] Ψάχνοντας γι’ ἀχιβάδες, πεταλίδες, καὶ γιὰ καβούρια, ὑπομονετικά, ξάφνου θυμᾶσαι τὴ μανούλα καὶ τὸ σπίτι κι ἡ νοσταλγία σοῦ σφίγγει τὴν καρδιά! Μὰ ὕστερα, οἱ πευκοβελόνες σοῦ φέρνουνε τὴν καραβίσια ὀσμὴ τ’ ἀντίσκηνου καὶ τὰ τζιτζίκια τοῦ μεσημεριοῦ τὴ νύστα –ὥρα ποὺ οἱ γρύλοι ξεκουράζονται γιὰ νά ’ναι φρέσκοι στὴ νυχτερινή τους βάρδια κι οἱ ἄγγελοι κοιμοῦντ’ ἔξω στὴν ὕπαιθρο γιὰ νά ’ναι πιὸ κοντὰ στ’ ἀστέρια ὅταν γυρίζ’ ἡ γὴς στ’ ἄλλο πλευρό! Καὶ τ’ ὅραμα τῆς ἀμαζόνας σου ὕστερ’ ἀπὸ τὴν καταιγίδα νὰ σκιάζει τὰ φτωχὰ μερμήγκια καὶ νὰ τὰ ρίχνει αἰῶνες πίσω στὸν σισύφιο μόχθο τους!
26
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ Μιλῶ μονάχα ὅταν ἔχω νὰ πῶ κάτι, ἔστω καὶ λίγο. Ἂν δὲν πιστεύω, δὲν κάνω προσευχές. Πολλὰ νὰ πῶ θὰ εὐχόμουν σιωπηλός· κι ἂν δὲν πιστεύω, νὰ μπόραγα τὸν Θεὸ νὰ ἱκετεύω!
27
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ Τὰ μάτια τῆς αὐγῆς εἶναι γαλάζια. Καὶ τὰ μαλλιά της χρυσά. Αἰώνιο μαζὶ καὶ πρόσκαιρο τὸ γέλιο, τὸ χαμόγελό της. Σὰν τὴ ζωή, καὶ σὰν τὴ χίμαιρα. Τὰ μάτια τῆς αὐγῆς εἶναι χρυσά. Καὶ τὰ μαλλιά της γαλάζια!
28
ΔΙΟΝΥΣΟΣ Λιποθυμία κοριτσιῶν μὲς στὸ καταμεσήμερο. Ἀπ’ τὴ διαπεραστικὴ ὀσμὴ τοῦ μόσχου κι ἀπὸ τῆς ἐρωτιᾶς τὴν ἔνοχη ἄπνοια! Μὲς στὴ Βαβυλωνία τῶν τζιτζικιῶν, μέσα στὸ πρῶτο καὶ μυστηριῶδες δάσος τους, ἡ ἀβάσταχτη τῆς φαντασίας ἐγκυμοσύνη: οἱ ὀπτασίες γυμνῶν νυμφῶν· ὁ Πᾶν νὰ ἐλλοχεύει μὲς στὶς λόχμες κι οἱ σάτυροι νὰ ἐπελαύνουν ἀπὸ τ’ ἀκροπόταμο, σ’ ἁμαρτωλοὺς νὰ γνέφουν ἐναγκαλισμούς! Πευκοβελόνες νὰ κεντοῦνε τοὺς μηροὺς καὶ μὲς στὸ στέρνο ἡ καρδιὰ νὰ πάει νὰ σπάσει! Κι ἀπὸ τῆς μήτρας τὸν ἀκατανόμαστο σεισμὸ πύρινη λάβα ὁ πόθος νὰ σφυροκοπάει μέσα στὸ κοχλασμένο αἷμα τους καὶ ν’ ἀνεβαίνει τὸ κρυφὸ ρυάκι τῶν νεφρῶν· ἐκεῖ ποὺ ἡ ἀνάσα πιάνεται τῆς ἡλικίας κι ἀπελπισμένα μάχεται ἡ ἐφηβεία τὴ γονιμότητα!
29
LUDWIG VAN BEETHOVEN Τὸν πόνο μετουσίωσες βαθιὰ σ’ ἔξαρση, ἀγαλλίαση κι ἐλπίδα, σὲ καταρράχτη τῆς χαρᾶς, σὲ φρενιασμένης μέθης θρίαμβο! Τυφλοὺς μᾶς σέρνεις, καθυπνωτισμένους, ἀπ’ τὸ ποιμενικὸ εἰδύλλιο στὴν πιὸ ἀρχαία κραυγὴ τοῦ τρόμου κι ἀπὸ τ’ ἀβυσσαλέο χάος στὸν πιὸ εὐπροσήγορο, ἀνέφελο οὐρανό! Πῶς τρίζουν τότε ρίζες καὶ θεμέλια τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς δημιουργίας! Κι Ἐσύ, πότε ὀργίλος πότε πρᾶος, πῶς τὰ μαινόμενα στοιχεῖα ἀναχαιτίζεις καὶ πῶς τὰ ἐξευμενίζεις, καὶ τὰ γαλουχεῖς! Στὴ μοίρα Σου προτείνεις γυμνὸ στέρνο, τιτανικὴ ἐμφυσᾶς πνοὴ στὸ βούκινο σὰν Ποσειδώνας σὲ πελώριαν ἀχιβάδα τὴ φοβερὴ κι ἀπελπισμένη μοναξιά του. Μορφὴ ὑπερκόσμια κι ἀνθρώπινη. Ψυχὴ ἀντρίκεια, πονεμένη, ἡρωική. Φωνὴ αἰώνια, μόνη – κι ἀναντικατάστατη!
30
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ, ΙΙ — Τὸ μεγαλεῖο συμπερπατεῖ πάντοτε μὲ τὴ δόξα; — Ὄχι· στὴν τύρβη ὅταν αὐτὴ χάνεται καὶ ψευτίζει τῆς ἀγορᾶς καὶ τὴν τριβή· αὐτὸ στὴν κορυφή του καθάριο ἀγέρα τῆς αὐγῆς σὰν τὸν ἀετὸ ἀνασαίνει. Κι ἡ φύση ἡ ἴδια ὡς τέκνο της γνήσιο τὸ καμαρώνει!
31
ΝΥΧΤΑ Κρυώνει ὁ ὕπνος στ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῆς νύχτας, γυρνᾶ στ’ ἄλλο πλευρὸ καὶ κουκουλώνεται. Μὰ ὁ Ἕσπερος τρέμει κι ἀνατριχιάζει ἔξω στὸ Ἄπειρο!
32
JOHANN SEBASTIAN BACH [1985]
Ὄργανα ἐκκλησιαστικὰ μὲς σὲ τεράστιες μητροπόλεις, ἀπὸ τ’ ἀόρατά Σου δάχτυλα κινούμενα στὰ φθινοπωρινὰ ἀπογέματά Σου τῆς Λειψίας ποὺ ἀχτίδα ἥλιου δὲν φώτιζε μὰ τὰ δυνάστευε διακριτικὰ ἡ αἰωνιότητα, βυθίζουν τὴν ψυχή μου μὲς στὴ ρέμβη, μὲς στ’ ἀνεξήγητο ρῖγος τῆς μεταρσίωσης, σ’ ἐκεῖνο τὸ μικτὸ δέος ἐκμηδένισης κι ἀνάτασης! Καὶ Σύ, πότε γαλήνιος, πότε ἀμείλικτος, νὰ ἵπτασαι πάνω ἀπὸ κεφαλὲς δικαίων σὰν τὸν μωσαϊκὸ νόμο ἢ σὰν τὴ φύση ποὺ δὲν ἀνέχεται τοῦ μεγαλείου τὴν ἀμφισβήτηση!
33
Η Ν Υ Χ ΤΑ Τ Η Σ Σ Φ Α Γ Η Σ Κ Ι Α Λ Λ Α Π Ο Ι Η Μ ΑΤΑ
ΜΟΙΡΑ ΕΛΛΗΝΩΝ Νὰ ἰδοῦμε ὣς πότε θὰ μᾶς ἀγνοοῦνε αὐτοὶ ποὺ ἀποφασίζουνε γιὰ μᾶς· νὰ ἰδοῦμε ὣς πότε θὰ μᾶς περιπαίζουν αὐτοὶ ποὺ ἀποφασίζουνε γιὰ μᾶς· νὰ ἰδοῦμε πόσο ἀκόμα θὰ μᾶς ταπεινώσουν αὐτοὶ ποὺ ἀποφασίζουνε γιὰ μᾶς...
37
Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ [Ἀφρική, 1961]
Πικρὸ τὸ γάλα μὲς στὰ μαῦρα στήθη κι ὁ ὕπνος σπασμένος κι ἐφιαλτικὸς μὲ πυρετό, μὲ θέρμη, μὲ ναυτία· γιομᾶτος πίκρα κι ὁ σπασμὸς τοῦ ἔρωτα –προδοτικός, ἀνόσιος σπασμὸς– τὴ νύχτα ἐκείνη ποὺ φιδοσερνόταν μὲς στὶς καλύβες, στὰ ποτάμια, στὶς φυτεῖες, ὕπουλη, μουλωχτή, σιχαμερή, καὶ μπόλιαζε μὲ θάνατο τὸ αἷμα τῶν γυναικῶν κι ἔσερνε μὲς στὰ μάτια τους φοβερούς ἴσκιους κι ἔσπερνε ἀβάσταχτη λιποθυμιὰ στὰ σπλάχνα τους· μὲς σ’ ἕναν στρόβιλο ἀπὸ παράξενες σημαῖες, ὡσὰν αὐτὲς ποὺ σαγηνεύουν τὰ παιδιὰ –ὅταν δὲν τὰ ξυπνοῦν κραυγὲς μέσα στὴ νύχτα κι ἂν εἶναι μόνο τὰ παιδιὰ π’ ἀληθινὰ ὀνειρεύονται– καὶ τὶς θωροῦν νὰ σειοῦνται ἀνάμεσα στοὺς φοίνικες μεθυστικές, θαυμάσια αἰνιγματικές! Δὲν εἶχα δεῖ ξανὰ ἀφρικανικὲς σημαῖες, μὰ ἡ νύχτα ἐκείνη τῆς σφαγῆς, λέω, θὰ σπάραζε ἀπὸ ἅγια λάβαρα σκισμένα, πλημμυρισμένα μὲς στὸ κόκκινο αἷμα –αἷμα καταραμένο, ἀδελφικό· δὲν ἄκουσα οἰμωγὲς μαύρων μέσα στὰ δάση, μὰ ἡ νύχτα ἐκείνη τῆς σφαγῆς, λέω, θὰ ἔμοιαζε πόρνη ποὺ ξεγυμνώνετ’ ἀπὸ τὰ φανταχτερὰ στολίδια της μπροστὰ σ’ ἄπληστα μάτια, ἀποθηριωμένα,
38
κι ἡ φρικαλέα μουσικὴ νὰ οὐρλιάζει σὰν τὴν ὕαινα κι ἁρπαχτικὰ ν’ ἁπλώνονται χέρια γαλβανισμένα κι αὐτὴ τ’ ἀπαίσια δόντια της νὰ δείχνει στὸ χορὸ –τὸν πιὸ μακάβριο χορὸ ἀπὸ φωτιὰ καὶ τρέλα!
39
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, 1961 [13 Αὐγούστου]
Πῶς χαμηλώνει ὁ οὐρανὸς ἀπ’ τὰ συρματοπλέγματα καὶ μεταλλάζει τὴ γαλάζια φορεσιά του στὴ σκοτεινὴ ἀπειλὴ τοῦ ἴλιγγου καὶ τοῦ χαμοῦ, πόσο στενεύει ὁ κόσμος μὲ τὰ τείχη καὶ πῶς χάνεται ὁ ἥλιος ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα, πικρὰ τὸ μάθαν ὅσοι μάτωσαν ψυχὴ καὶ σῶμα γιὰ νὰ βγοῦν στὸ φῶς, ἀγωνιώντας, τρέμοντας, ἐλπίζοντας· μὰ κι ὅσοι, πιότερο αὐτοί, δὲν μπόρεσαν νὰ νιώσουν τὴν ἄγρια, σπαραχτικὴ χαρὰ τῆς λευτεριᾶς διασωσμένη σὰν Ἁγία Τράπεζα, διαφυλαγμένη ἀπὸ τὶς ξιφολόγχες καὶ τὶς σφαῖρες, καθαγιασμένη ἀπὸ μυριάδες δάκρυα· κι αὐτοὶ δὲν θὰ ξεχάσουνε ποτέ. Μόνο οἱ νεκροί, ποὺ νίκησαν τὸ μῖσος, τὸ ἴδιο ποὺ τοὺς σκότωσε, μόνον αὐτοὶ μποροῦν νὰ μαρτυρήσουν μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα τὴν τρέλα, τὴ μανία καὶ τὸν ὄλεθρο, ποὺ στροβιλίζονται μὲς σ’ ἕνα τέτοιο πάθος ἀδελφοκτόνο, ἀσίγαστο, τραγικό...
40
ἐξωτερικοῦ. Ἕως σήμερα, ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ γαλλικά, ἀγγλικά, γερμανικά, ἱσπανικά, ἰταλικὰ καὶ πορτογαλικά. Ἀπὸ τὸ 1962 μεταφράζει καὶ δημοσιεύει ποιήματα Γερμανῶν, καὶ γενικότερα γερμανόφωνων ποιητῶν τῶν τελευταίων πέντε αἰώνων σὲ διάφορα ἑλλαδικὰ καὶ κυπριακὰ περιοδικά, κυρίως στὴ Νέα ῾Εστία. ῎Ηδη ὅμως ἀπὸ τὸ 1959 ἔχει ἀρχίσει νὰ μεταφράζει (ἀπ’ τὸ πρωτότυπο πάντα) ποίηση κι ἀπὸ ἄλλες γλῶσσες (γαλλικά, ἱσπανικά, ἰταλικά, ἀγγλικά). Πιὸ συστηματικὰ μετέφρασε Lorca καὶ Ungaretti. Ὡστόσο, οἱ ποιητικὲς του μεταφράσεις ἀπ’ τὰ γερμανικὰ ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ ἐκεῖνες ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες γλῶσσες μαζί. (Σὲ ἀριθμούς, πάνω ἀπὸ 100 ποιητὲς καὶ πάνω ἀπὸ 500, σύντομα ἤ ἐκτενῆ, ποιήματα). Σὲ βιβλία ἔχουν κυκλοφορήσει ἕως σήμερα ἐπιλογὲς ἀπὸ δύο Γερμανοὺς ποιητὲς (βλ. ἐργογραφία σελ. 4).
Φωτογραφία ἐξωφύλλου: Ποταμὸς Ρῆνος.