Κύκνειο Άσμα

Page 1

ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΝΙΡΚΑ

ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ

I TRAVEL POETRY PUBLICATIONS



Τίτλος συλλογής Κύκνειο Άσμα

Ποιητής Κριστιάν Νίρκα

Παραγωγή i Travel Poetry Publications © i Travel Poetry Publications ©Κριστιάν Νίρκα Πρώτη έκδοση: 2018 ISBN: 978-618-83755-0-5

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες τους Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ I TRAVEL POETRY PUBLICATIONS ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ 102 Τ.Κ. 20100 ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΤΗΛ. 2741020639, 6946-499344 FAX. 2741020639 e-mail: itravelpoetry2017@gmail.com https://itravelpoetry.com/


Κριστιάν Νίρκα

ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

i Travel Poetry Publications ΚΟΡΙΝΘΟΣ 2018

3


Σκιές Δες! Τα παράθυρά του κλείνει ο ουρανός, οι φωτιές μας τα σύννεφα ζεσταίουν… Δεν ανοίγει να περάσουμε στο φως, μιαν ημέρα οι «νύχτες» μας, προσμένουν. Σκυφτός αυτός ο δαίμονας σκυφτός, στα μάτια του οι δρόμοι μας πληθαίνουν. Είναι ο χρόνος, λέει, άραγε σοφός ή μήπως κάποιος που τρελοί καταλαβαίνουν; Δες, το δέρμα σου που σκούριασε. Φτωχός πώς έγινες γι’αυτούς που σε ληστεύουν; Τα φώτα σου σαν σβήνεις μοναχός, σαν σκιά που φίλοι δεν γυρεύουν, μην φοβάσαι και θα έρθει ο καιρός να πληρώσουν και αυτοί που σε φονεύουν.

4


Μην ξεκλειδώνετε κλειστούς ανθρώπους Μην ξεκλειδώνετε κλειστούς ανθρώπους. Αφήστε τις πόρτες τους κλειστές, μην δουν πώς λειτουργούν οι κλειδαριές. Είναι αυτάρκεις στη μοναξιά και την σιωπή. Στους ουρανούς τους, ντροπαλά να μην πατάτε. Θ’αποζητούν τα ίχνη σας μετά, καθώς θα΄χουν γνωρίσει την ζεστή τρυφερότητα του να μοιράζεσαι έναν ήλιο. Μην ξεκλειδώνετε κλειστούς ανθρώπους. Τα κλειδιά αν χάνονται, οι πόρτες παραμένουν…

Insomnia Καμιά φορά φοβάμαι τον ύπνο. Τ’αποφεύγω – κρατιέμαι ζωντανός. Φοβάμαι τους εφιάλτες που ξέρω ότι θα δω. Θα με περιμένουν σαν σε γιορτινό δείπνο ανυπόμονοι οι εκτελεστές μου, οι δαίμονες και όλα τα στοιχειά μου. Μετά όμως, ηρεμώ και χαμογελάω, όταν θυμάμαι ότι ακόμα και οι εφιάλτες είναι όνειρα. Στην τελική, είναι καλό να ονειρεύεται κανείς, κι ακόμα καλύτερο, να έχει παρέα ένα χειμωνιάτικο βράδυ.

5


Εάν υπάρχει Θεός και διάολος ένας… Εάν υπάρχει Θεός και διάολος ένας… Εάν υπάρχει η κόλαση, εάν υπάρχει παράδεισος… Εάν οι άγιοι πάνε αλλού κι αλλού όλοι οι άλλοι, Στη κόλαση θέλω μαζί τους να πάω. Και θά’βρω ζωγράφους, τρελούς ταξιδιώτες, άλλους που γράφουν, με λέξεις και νότες, άλλους απλά να σωπαίνουν, κι άλλους να ουρλιάζουν ένα αστείο σε σκηνή μιαν επάνω. Και θά’βρω τους φίλους, τους πάντα αλήτες, στο πιάνο να παίζουν και να μ’αγκαλιάζουν, ξανά να μεθάμε και να τραγουδάμε, ξανά σαν μουρλοί τα πάντα να σπάμε. Και θά’βρω τον Νίτσε, τον Μπούκ, τον Ντα Βίντσι, θα βρω Μονέ, Νταλί και Πικάσο. Γεια σου, Σωκράτη, και φίλε μου Λόρκα, έχω μια ντάμα, εσύ έναν άσο. Κοίτα ο Έρνεστ, τα λέει με τον Χάντερ, και ο Καβάφης μιλάει με Ρεμπώ είναι ο Μπετόβεν, ο Υεσσένιν κι εγώ, έχω χαθεί μες σ’αυτόν τον χαμό. Μα εκεί στη γωνία, κάποιος σκυφτός… -αν μη τι άλλοΕδώ κι ο Θεός!

6


Πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει Πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει, θαρρώ. Ίχνη δεν έχω αφήσει καινούργια στους δρόμους της πτώσης. Μα ακόμα για μένα τόσοι να πέφτουν οι ξένοι στρατιώτες. Δεν ξέρω, ίσως να έχασα τη φωνή μου. Ίσως την έκλεψαν. Ίσως, πάλι, την χάρισα μέσα σ’ένα πολύχρωμο περιτύλιγμα δώρου, κι έμεινα με την πενιχρή σιωπή μου. Δεν ξέρω ψυχή μου. Μαζί της λαχτάρισες να φύγεις κι εσύ, στο ταξίδι που σου τάξανε λευκοί καβαλάρηδες. Αντίο. Μ’αλήθεια, οι ιππότες πεθάναν πολύ πια καιρό μέσα στην άχαρη και αγενή πνοή μου. Αστείο… Πίστευα πως ήμουν σταυροφόρος ο μόνος, ενός κάποιου σταυρού. Τι ντόρος… Όμως πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει, για εκείνη την έρημο στα μάτια τους που’δα. Για εκείνη την άμμο που θάφτηκα τότε σαν κάποιο παλιό χαμένο λυχνάρι, στην πόρτα τους δίπλα να’μαι λευκό λιοντάρι. Να τρομάζω τις νύχτες κοντά τους μην γείρουν θανάτου μνηστήρες, κακοί διαβάτες, οι τόσοι ληστές που μυρίζουν θυμάρι. Πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει, θαρρώ… Μα ποια λέξη να δακρύσω σαν πρώτη φθινοπώρου την στάλα; Κι αυτήν που ανεβαίνω την σκάλα θυμίζει πως η σιωπή σαν σφαίρες έχει σκοτώσει παιδιά. Γεμάτο ντροπή με τυλίγει το μίσος. Η τόση δειλία. Υποκρισία. Κι ο φόβος μην με ρωτήσουν ποτέ: «Γιατί δεν είχες μιλήσει για μένα; Δικός μου στρατιώτης δεν ήσουν; Δικός μου προστάτης; Πού ήσουν;» Συγγνώμη … συγγνώμη

7


Ανατολή Εκεί σαν ναυάγιο την δύση σαν βλέπεις, θλιμμένο στο βλέμμα ταξίδι ανατέλλει μου λες πως θυμάσαι μα ίσως πλανάσαι το ίχνος του κύκνου στην άμμο δεν μένει. Στη πλάτη μακάρι φτερά να φυτρώναν κι ο ήλιος μακάρι να έλαμπε εδώ μα φόρα το γέλιο παιδιού, σου πηγαίνει σαν φόρεμα να’ταν μεταξωτό. Γερνάνε οι λέξεις ρυτίδες γεμίζουν μυρίζουν χειμώνα οι δρόμοι, το κύμα, θυμίζουν το ποίημα που σ’ανασαίνει θυμίζουν το βήμα που όλο διαβαίνει. Γυρίζουνε, λένε, όσοι που φεύγουν μα ίσως ποτέ δεν έρχονται πίσω δακρύζουνε ίσως την δύση σαν βλέπουν μ’ανθίζουνε πάλι, στο φως που ανατέλλει.

Βυθός Στην πλάτη φυτρώνουν φτερά σε όσους προτού να πετάξουν, σαν τα πουλιά, κλείνουν την πόρτα μ'αφήνουν παράθυρα ανοιχτά. Σ'αυτό το σπίτι τα φώτα μένουν σβηστά, και στο πρόσωπο τα μάτια κλειστά, αφού στο βλέμμα χωρά μια θάλασσα για όσους πνιγήκαν μετά και σωθήκαν να μας πουν

πως ο βυθός είναι φιλόξενο μέρος.

8


Λεγεώνα (лёгкий танец ) Έδιωξα την πιο πιστή μου λεγεώνα. Χαμηλά, στο κάστρο του χειμώνα, χάραξα στους τοίχους με μαχαίρι, έναν ήλιο ταπεινό, και ένα καλοκαίρι. Ίσως τώρα έρχεται βροχή, ίσως η βροχή θα γίνει χιόνι, κι ας τελειώνει η μουσική, ο χορός -το ξέρειςδεν τελειώνει. Όσα κύματα πηγαίνουν στην ακτή, δεν έχουνε χαθεί, μα κουραστεί να ψάχνουν στους ανέμους, μαζί με τους τρελούς, μαζί με τους χαμένους, θαμμένους θησαυρούς στον χρόνο παγωμένους Αν πήγες εκεί, δείξε μου πώς πενθεί η σιωπή... Αφού η φωνή δεν μου αρκεί να θρηνήσω. Οι πιο καλοί μου προδότες, είναι πάντα κοντά μου. Μπορεί να μ'ακούσουν. Καθώς με όλους σαν όλους σκουριάζω, στου πελάγους το πιο όμορφο ψέμα, κρυώνω, κουρνιάζω και τρέμω - σου μοιάζω! Ρωγμές στη φωνή, στα μάτια, στο στόμα, στην ίδια αλμύρα κόκκινο χρώμα, εκείνος ο βράχος, βαμμένος ακόμα... Αυτός ο ρυθμός της φωτιάς, του σωστού και του λάθους, αυτός ο χορός της φθοράς, του θυμού και του πάθους, μην με ρωτάς αν λυτρώνει. Κάποια στιγμή μόνο... -θα δεις!στον αφρό μας ακόμα κι ο βράχος θα σπάσει σαν σκόνη.

9


Το άρωμα ενός ζεστού καφέ το πρωί Το άρωμα ενός ζεστού καφέ το πρωί Οι άγραφοι νόμοι μιας απαράβατης εγκράτειας Η ακράτεια του ονειροπόλου Η γοητεία του αλαζόνα Η σεμνότητα της παρόρμησης Η πολυτέλεια της επιλογής Η μεταμέλεια ενός φιλιού Το βάρος ενός φύλλου Ο ήλιος μετά από μπόρα Ο ήλιος μετά από νύχτα Ο φόβος για το αβέβαιο Τα ερωτηματικά που ολότελα πληθαίνουν Τα δάκρυα που ολότελα βαραίνουν και η σιωπή να ψιθυρίζει την αβάσταχτη αγωνία της ήττας. Άκου

10


Υπόσχεση Το σώμα μου πετώ στους ώμους μιας κρεμάστρας. Ακούω τα παιδιά που φωνάζουν απ'έξω και παίζουν. Βλέπω παιδιά πως δεν είμαστε πια. Μεγαλώσαμε και μαζέψαμε από τα πατώματα τις περίσσειες οφθαλμαπάτες ενός μεγαλείου, τις αυταπάτες μας, τα γέλια, τα όνειρά μας. Όλα σ'ένα μπαούλο ή σε μια ντουλάπα, τα παιδικά μας χρόνια, μην μπλέκονται πια στα πόδια μας, μην μας ενοχλούνε. Και τους ανθρώπους μάθαμε καλά να μισούμε κρυφτό δεν παίζουμε πια γειτονιά μας παρά μόνο κρυβόμαστε απ'τη σκιά μας. Μα τα λόγια, εκείνα που μάθαμε απ'έξω να λέμε, εκείνα μονάχα κρατήσαμε -ίσως- κάπου κρυμμένα σαν μυστικό, σαν μια υπόσχεση πως δεν θα μεγαλώσουμε. Θυμάσαι;

11


Ο χρόνος Είμαι το τρένο σε άδειο σταθμό Είμαι αυτό που γυρεύουν ζητιάνοι Ένα ταξίδι - γλυκό γυρισμό Στη χώρα που λένε μια πλάνη Είμαι αέρας στη νύχτα βοριάς Είμαι βροχή που αργεί να σωπάσει Ένας αθώος ίσως φονιάς Με αίμα μεθά να ξεχάσει Είμαι η νύχτα της μέρας φυγάς Είμαι ο κρότος κοράκι και τάφος Ένας ανώνυμος γιός της φωτιάς Του αλάνθαστου είμαι το λάθος Είμαι εχθρός αφού το ζητάς Είμαι Σταυρός το καρφί και η λόγχη Ένας προφήτης και ο Γολγοθάς Το άδοξο ναι και το όχι Είμαι φτωχό ποτάμι ρηχό Είμαι η πέτρα που άμμος τυλίγει Ένας που φεύγει, σταγόνα νερό διψά, μα μια τύψη τον πνίγει

12


Αζαζέλ Ποιό φεγγάρι και ποιός πέλαγος σ'έπνιξε στην παρακμή; Ποιόν ύμνο συλλαβιζεις και τραυλίζεις ποιά σιωπή ; Αλήθεια, ήταν γέλιο; Ήταν δάκρυ; Που σ'έκαναν χαράματα να ορίζεις μια παραίσθηση και εξαπάτηση στον χάρτη σου ταξίδι; Στον δήμιο δικαιολογία δεν θα πεις, για όσα έκανες κι εχάθης. Λέξεις, λέξεις, λέξεις χάμω δεν θα βρεις, -οι λέξεις αυτές που ψάχνειςείναι κοπάδι κύκνων σε οικείο ουρανό, μα εσύ σε χώμα ξένο άλλος. Σε δαίμονες τα ξόρκια πώς να πεις, εσύ του εαυτού σου ο δαίμονας ο πιο μεγάλος;

13


Έτσι η κόλαση κυλά Όπως πέφτουνε τα λόγια στη φωτιά Όπως πλάθεται στη στάχτη το λουλούδι Όπως δένουνε τα ψέματα θηλιά Όπως πνίγεται στη γλωσσα το τραγούδι Όπως τρόπαια σκουριάζουν ποθητά Όπως άλογα που τρέχουν λυπημένα Όπως σώπασε εκείνος που μιλά Όπως άκουσε κουφός τα λελειμμένα Όπως κόβεται ο ήλιος στον βορά Όπως έκαιγε σαν δάκρυα ο νότος Όπως άναβαν στο πάτωμα κεριά Όπως πάτησε στη φλόγα τους ο πόνος Όπως γέρασαν οι στίχοι σιωπηλά Όπως γκρέμισαν οι τοίχοι τις κραυγές μας Όπως χτίστηκαν στα βλέμματα κελιά Όπως κλείστηκαν ισόβια οι ψυχές μας

14


Το σκάκι Κοίτα! Όλοι κινούνται! Χορεύουν με τον θάνατο σ" ασπρόμαυρη σκηνή, σε παιχνίδι επιβίωσης όπου τα λάθη τιμωρούνται. Δες! Εκεί είσαι κι εσύ! Έχιδνα που ξέρει μόνο να χτυπά και να σκοτώνει. Δες! Τόσες φιγούρες πλαστικές: πύργοι, άλογα, αξιωματικοί σαν αθάνατοι θνητοί! Ανάμεσά τους και εσύ. Με καρδιά που συσπάται βιαστικά σαν σπαθί πίσω από κάθε αναπνοή ενώ μάταια να σβήσει προσπαθεί κάποιες τομές σε πρόσωπο αβρό που επιβάλλεται σκληρό. Εσύ πιόνι, που βαδίζει λυπημένο, τρέχει! Στην οδό της δόξας, ρήγας με υπόδημα ζητιάνου που προορισμό δεν έχει. Όμως βραδιάζει και σε βλέπω. Σε βλέπω σ" άδεια αρένα μ'ένα βέλος μες στη φτέρνα. Πεσμένος ζωγραφίζεις ένα πρόσωπο ιλαρό, στον ουρανό ένα όνομα τραυλίζεις, και ένα περιστέρι που γύρισε πίσω μας είπε πως η τελευταία σου φράση, η τελευταία σου φράση ήταν: «σ" αγαπώ»

15


Rebel Στην οδό των ιδεών βαδίζουνε ληστές Πάνω σε γυαλιά σπασμένα Πασχίζουν να κλέψουνε στιγμές Απ'το αύριο ή το χθες Και ρωτούν με μάτια τρομαγμένα "Που πήγανε; που πήγανε;" Ποιο σκοτάδι έκλεψε τ'αστέρια; ποιες φωνές δεν φώναξαν: "γιε μου μην παίζεις με μαχαίρια" Με γυμνά τα χέρια Σκαρφάλωνε στο σώμα η ομίχλη Πλάθοντας στη λάσπη Από λάσπη ένα αγρίμι Να τρέξει γρήγορα Πιο γρήγορα να τρέξει Με φωτιά κι ασήμι Να τρέξει και να πέσει Στην οδό των ιδεών, με τους ληστές Με ματωμένο χέρι Πασχίζοντας να κλέψει Έστω ένα αστέρι.

16


Κάπου εκεί μακριά Κάπου εκεί μακριά Πέφτει βροχή με φωτιά Πέφτω κι εγώ στο γκρεμό Δίχως στη πλάτη φτερό Κάπου εκεί που χτυπά Πύλη κλειστή και παλιά Χέρι τρελού δυνατά Τέτοιο κρατώ στη καρδιά Τόπος αυτός φυλακής Ήχος γνωστός της σιωπής Οίνος λευκός μιας γιορτής Οίκος φτηνός ανοχής Χίλιες φορές ουρανό Πτώση σε χώμα υγρό Χίλιες φορές ουρανό Χρώμα μην δω πιο ωχρό Ψάχνω φωνή που διψώ Πίνω μεθώ στο γκρεμό Κάπου στο στήθος βαθιά Πέφτει βροχή με φωτιά

17


Η ερωμένη μουσική Λες και οι νότες γλιστρούσαν απ'τα δάχτυλα. Έπεφταν στην άσφαλτο σαν κρυστάλλινα δάκρυα. Ακούγαμε τη μουσική μα και την βλέπαμε: γέμιζε με χρώματα μιαν άχρωμη σιωπή Χόρευα και πέταγα και έπεφτα εκεί σκηνή σε μια, φτιαγμένη από δρόμους κι έτρεχα, βιαζόμουνα - βιαζόμουνα πολύ για μιαν που είχα ερωμένη μουσική. Μ' αυτή αν χάθηκε αν βούλιαξε μες στη σιωπή γέλιο σ'άλλην δεν έχω να προσφέρω παρά δυο νότες που άχαρα προφέρω για μιαν που είχα ερωμένη μουσική.

Δεσμώτες παραδείσου Γυμνά τ'αστέρια κι η θάλασσα ντυμένη αναμνήσεις Δειλά τα χέρια να ψάχνουνε, να πλέκουνε θυμίσεις Κι ας έφυγαν, ποτέ δεν ξέφυγαν απ'των ίδιων τους των εαυτών τα πάθη και τα μίση

18


Το ημερολόγιο ενός νεογνού Το μυαλό μου παγώνει. Οι μύες του σώματός μου παραδίδονται σε απόλυτη ακινησία. Αρχίζω και κρυώνω. Δεν ξέρω να μιλάω ακόμα. Μακάρι να μην μάθω. Δεν θέλω να μάθω τις λέξεις. Μην μου πνίγουν το μυαλό κάθε βράδυ, μην μου στεγνώσουν το στόμα την ημέρα. Μην φθείρεται σ’αυτές το σώμα. Χτύπος στο στήθος. Κάντο να πάψει, προτού μάθει να πονά. Επειδή είναι συνήθεια ο ρυθμός. Είναι σημάδια οι πληγές. Φωνές; Τι φωνές. Εδώ ακούω κραυγές! Τις ποτίζουν το ψέμα. Παράξενοι ήχοι το « ψέμα » το «μίσος». Και η «αγάπη»; Παράξενοι άνθρωποι, ελεύθεροι με τόσες καταδίκες.

19


Λήθη Βαδίζω ξανά βαδίζω μακριά Κοιτώ σιωπηλά τ'αστέρι που σβήνει Σφραγίζει μια πόρτα, μια πύλη παλιά κλειδιά που ηχούν και κάτι χαμένα στις τσέπες ψηλά ''Εχεις φωτιά; '' τόσα κάτω κεριά... Τόση στα χέρια καρδιά βαθιά χαραγμένη, βαθιά Τόση στα χέρια καρδιά... Πόδια υγρά, παλιό παραμύθι χαθήκανε κάπου δειλά στης σιωπής την παγωμένη λίμνη και ψάχνουν τα πόδια στεριά, τα δάκρυα μια λήθη.

20


Ατιτλος χορός Λυτρωτικό το φως των κεριών, δεν βρίσκεις; Να όπως η ανάσα ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Όπως ένα τριαντάφυλλο στον κήπο της ματαιότητας. Πρόσκαιρο, τρωτό και αναλώσιμο, μοιάζει τόσο μαγικό! Δες! Σε έναν χορό πλανάται σκυφτό από νότα σε νότα. Στου ανέμου και μπόρας τα χνώτα ανθίζει, δακρύζει, εσένα θυμίζει, υπό το φως των κεριών που χορεύεις στον λεπτοδείκτη επάνω ενός κυρτού ρολογιού. Ο χρόνος -το ξέρεις- εχθρός δεν είναι, μα κι ούτε σαν φίλος μιλά. Ο χρόνος απλά είναι χρόνος, ρυθμός στον μετρονόμο που ακούει στου ερέβους τον νόμο: "όλα σιωπούν όταν νυχτώσει". Μα στο σκοτάδι, δεν ταιριάζει το δέος, μήτε αρμόζει η χαρά, καθώς φέρνει στο χάος γαλήνη, σιγή μες στα στήθη, βαθιά. Στο φως όμως... στο φως του πρέπει γιορτή! Όσο υπάρχει αυτό, υπάρχει ελπίδα, κι εσύ για όσο που καίν τα κεριά ν'ακούς τον ρυθμό τους! Να πλάθεις! Να ορίζεις τη λάμψη εμπρός τους! Ν'ανθίζεις! Εάν μαραθείς, αν σβήσει η φλόγα που καίει ντροπαλά, τότε μόνο να γείρεις στο χώμα επάνω. Τότε μόνο που πια δεν θ'ακούς, ούτε θα βλέπεις, ούτε τα πόδια θα βαστάνε για ώρα, ίσως σκεφτείς πως είναι το πιο σπουδαίο απ'όλα που σου δόθηκαν δώρα: η Θνησιμότητα... ...και δυο μικρά κεριά, για να της βάλεις φωτιά.

21


Ashraf Fayadh Σαν πέφτει η βροχή, γιορτή μας θυμίζει Την γλύκα του νόστου, στον νότο ταξίδι Τρέχουν παιδιά και κύκνοι πετάνε Πέφτει σταλιά κι εγώ δεν λυπάμαι Ήταν μια μπόρα πολλά μου'χε τάξει Κι ακόμα στις τσέπες τα έχω φυλάξει Τον ήλιο τ'αστέρια σκόρπια σε φύλα Στο πάτωμα όλα, τα έχω πετάξει Γυμνός μες στης μέθης, περίσσια μανία Χτυπάω τα χέρια σε άχρωμους τoίχους Μα λέω αστεία κι όχι έναν θρήνο Ίσως γελάω κι εγώ σαν εκείνον.

22


Τοξότης Ξέρεις, αναπολώ την γαλήνη του νυχτερινού ουρανού, τα γραφικά σοκάκια μιας άδειας περιπλάνησης, την κομψή θαλπωρή του καλοκαιριού τα κάστρα στην άμμο που όσο κι αν πασχιζαμε κάστρα περίφημα να χτίσουμε παντα γκρεμίζονταν στο κύμα. Σαν τώρα! Οι λέξεις, τα δάκρυα, ερήπια που γίναν. Τι κρίμα! Αναπολώ την καθαρότητα της ερήμου. Την απλότητα του καραβανιού που ταξιδεύει μονίμως. Την μοναχικότητα μιας ώασης που περιμένει μονίμως. Τον άνεμο στο πρόσωπό που κερνάει αλμύρα νερό που γεμίζει την χούφτα γλυκό και δροσάτο, Τα σμαραγδένια δάκρυα μιας ξαφνικής μπόρας Τις σκιές στις ακτές του Αχέροντα. την νυκτωδία -θυμαμαiπάνω στο γυμνό κορμί μου, ν' ανασαίνω τ'αστέρια και ο ουρανός να τραυλίζει, και η σιωπή στα μάτια εκείνης μια γλυκιά μελωδία να ορίζει. Μα τώρα, φοβάμαι το φως, σαν χάδι να'ταν του τέλους κι όσους καθρέπτες που βλέπω μου μοιάζουν. Γλυκιά μου, σαπίζει στη πλάτη το βέλος κι όσοι με βλέπουν τρομάζουν

23


Το βιβλίο "Κύκνειο Άσμα" στοιχειοθετήθηκε και σελιδοποιήθηκε ψηφιακά από το I TRAVEL POETRY PUBLICATIONS W W W . I T R A V E L P O E T R Y . C O M



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.