ΤΕΥΧΟΣ 1
Magnum Opus ΜΗΝΙΑΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2018
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
Στο τεύχος του Ιανουαρίου:
Σκέψεις της Χριστίνας Γιαβάσογλου Διήγημα της Παρασκευής Παπία Τι είναι μουσική κατά τον Κριστιάν Νίρκα Μεγάλωσες πια της Μαρίας Μούσχουρου "Αψού" του Κώστα Σκούρτη
Μιλώντας για τοίχους της Χριστίνας Γιαβάσογλου
Ας μιλήσουμε για τοίχους. Τοίχους καθιστικού κατά προτίμηση. Λευκούς κατά παραγγελία. Μεγαλειώδεις τοίχοι. Είναι εκεί πάντα στο ύψος τους, παντογνώστες. Ακούν τις βαριές και τις γλυκές κουβέντες, κρίνουν σιωπηλά και μετά δικάζουν. Είτε σε πνίγουν, είτε σ’αφήνουν να αναπνεύσεις . Ζουν αυτά τα ντουβάρια και τρέφονται με τα χνώτα μας και όταν η ταχύπνοια μας τη στήνει, εκείνα έχουν το καλύτερο γεύμα τους. Θεριεύουν και δεν μπορούμε να αντέξουμε το βάρος τους.
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
Μην είμαστε όμως άδικοι,
Μα ας είμαστε λίγο επιεικείς με
υπάρχουν φορές που σταθήκαμε
τους παρεξηγημένους αυτού του
πάνω τους για να μην πέσουμε και
κόσμου.
μας δέχτηκαν. Άλλοτε κι όλες ήταν τόσος ο οίκτος τους που μας
Οι τοίχοι ξέρουν πολλά και ξέρουν
αγκάλιασαν και μας ημέρεψαν και
μέσα σ’αυτά και την αλήθεια.
μας άφησαν να προβάλουμε πάνω
Ξέρουν τις μουρμούρες σου, το
τους ό,τι μας ζει .
δίκιο σου, το τραγούδι που λες και λέει πάντα περισσότερα. Σε
Ο λευκός τοίχος προσφέρεται για
προστατεύουν, όσο και να τους
τέτοιες προβολές, μία απ’τις
ζορίζεις δε θα σε πλακώσουν,
μαγείες του. Τρέχει πάνω του το
μπορεί να σου ανταποδώσουν αλλά
πρόσωπο εκείνου, οι θάλασσες που
όχι να σε πλακώσουν. Εσύ έχεις
πέσαμε, το βουνό που πατάγαμε
ματώσει τα χέρια σου πάνω τους,
μ’ευγνωμοσύνη, γέλια και δάκρυα,
εκείνοι ποτέ. Μην βάζετε πάνω
γέλια μέχρι δακρύων, τα παντοτινά
τους λοιπόν το χρώμα που σας
πρόσωπα, η εκκλησία στην άκρη
καμουφλάρει καλά σαν το δέρμα
του δρόμου, οι φωνές, τ’αγγίγματα
του χαμαιλέοντα, αφήστε το λευκό
ακόμα.
για μια φορά να κάνει τη δουλειά του.
Έπειτα έχει ιδιαίτερη σχέση με τον ήλιο. Τον αντανακλά τριγύρω, κάνει πιο περιποιημένες τις φυσικές σκιές και τρομάζει τούτη η ασπρίλα τις αφύσικες σκιές μας. Είναι ας πούμε μια ασπίδα εφόσον υπάρχει πάνω τους και ένα παράθυρο. Έχει παρεξηγηθεί το άσπρο στον τοίχο, ίσως επειδή το καταχράστηκαν οι γιατροί και οι Ναζί στα κλουβιά τους.
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
Το τίμημα της Παρασκευής Παπία
Είχε μείνει με την πλάτη κολλημένη στην πόρτα του μπάνιου. Πόση ώρα ήταν εκεί; Δεν θυμόταν. Ο χρόνος είχε αρχίσει να διαστέλλεται. Σιγά σιγά αρχίζει και γλυστρά προς τα κάτω. Κάθεται στο κρύο πάτωμα σχεδόν με ανακούφιση. Το ωστικό κύμα που την είχε στείλει εκεί την είχε αναισθητοποιήσει. «Πρέπει να συμμαζέψω…» σκέφτηκε. Λες και το πρόβλημα ήταν αυτό. Πού ξέρεις; Ίσως όλα να έφτιαχναν με λίγη φασίνα. Σιχαινόταν να καθαρίζει. Είδος τιμωρίας για το γυναικείο φύλο, έτσι το είχε ταξινομήσει στο κεφάλι της. Ένιωθε ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Όχι τόσο από τη ζέστη, καύσωνα είχαν πει για σήμερα, αλλά πιο πολύ για το αποτέλεσμα. Δεν ήταν «Ίσως» πια. Ήταν «Ναι». Το φοβόταν. Το απευχόταν. «Και τώρα;» Σηκώθηκε σχεδόν ξέπνοη από το πάτωμα. Το νυχτικό της είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Έσυρε τα ξυπόλυτα βήματά της μέχρι την κουζίνα. Έβαλε νερό από το ψυγείο να καταπολεμήσει την αφυδάτωση. Μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά. Άναψε τσιγάρο. Άγγιξε την ουλή στο δεξί αντίχειρα. Την χάιδεψε στοργικά. Έπιασε το κινητό. «Καλημέρα!»
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
«Καλημέρα!» «Αγγελική; Στον ύπνο σου με έβλεπες; Τι ώρα είναι;» «Δεν είναι και τόσο νωρίς. Θέλω τη βοήθειά σου…» «Βοήθεια, ακούω… Και με τι αντάλλαγμα; Θα μου κάτσεις επιτέλους;’ «Γιώργο! Σύνελθε! Μιλάω σοβαρά κι εσύ…» Ο Γιώργος… πόσα χρόνια τον ήξερε; Δεν τολμούσε να μετρήσει. Πάντα είχε έναν μοναδικό τρόπο να την εκνευρίζει. Καταστροφικό ζευγάρι για λίγο. Φίλοι στη συνέχεια. «Λέγε, Νεράιδα…Τι συνέβη, πάλι;» Είχε πολύ καιρό να την αποκαλέσει έτσι. Όπως στον μεγάλο τους έρωτα. Θυμάται μετά σχεδόν να τον μισεί. Τον κατηγορούσε μέχρι και για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, χωρίς η ίδια να είναι επακριβώς αυτό στο οποίο παραπέμπει το μικρό της όνομα. «Αγγελικούλα μου;» Την επανέφερε στο παρόν. Το παρελθόν έμοιαζε βολικότερο τώρα… «Είμαι… ΕΙΜΑΙ ΕΓΚΥΟΣ!» Το ξεστόμισε λες και έκανε επίθεση με βόμβα νετρονίου. «Συγχαρητήρια.» η φωνή σχεδόν αδιάφορη.
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
«Με δουλεύεις;» με ειλικρινές παράπονο. «Μωρή… Παντρεμένη είσαι, έγκυος έμεινες. Τι είπε ο Χρήστος;» «Δεν θα του το πω.» «Και ο λόγος είναι…;;;» ώρες-ώρες αυτή η μαιευτική μέθοδος την έφτανε στα όριά της, τώρα απλά ήθελε να γελάσει με την ειρωνεία. «……» «Αγγελική;!» Δεν μπορεί να απαντήσει. Έχει ξεσπάσει σε λυγμούς. Δεν ξέρει τι ακριβώς αισθάνεται. Ντροπή; Τύψεις; Αηδία; «Σώπασε… έλα! Έλα νεράιδα μου! Σσσσσς! Δεν μου είχες πει ότι έβαλες τέλος; Ψέματα μου είπες!» Δεν είχε πει ψέματα. Απλά άρχισε πάλι. «Θα του το πεις;» «Όχι!» Γιατί να του το πει; Ήθελε πάση θυσία να αποφύγει να ακούσει… «Τι θα κάνουμε;» Πάντα πρώτο πληθυντικό! Να! Για αυτό τον αγαπούσε…
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
«Θα πληρώσω το τίμημα της ελευθερίας… Άμεσα! Θέλω μόνο να έρθεις μαζί μου… Σε παρακαλώ;» έχει ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Μιλά η λογική τώρα. «Αγγελικούλα… Κι αν το θέλει το παιδί;» σχεδόν την ικετεύει. »Με άκουσες! Θα το περάσω με αξιοπρέπεια! Αν δεν θες να βοηθήσεις, να μου το πεις!» του έβαλε τις φωνές. Είχε αγγίξει ευαίσθητη χορδή. Πονούσε. «Τον αγαπάς.» κατέληξε. Την ήξερε. Περήφανη, ξεροκέφαλη και ανόητη μέχρι τελικής πτώσεως λόγω του προφανούς. Ζήλευε λίγο. Θυμήθηκε πώς της είχε φερθεί κάποτε. «Ίσως.» δεν τολμούσε να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. «Ο Χρήστος θα το ήθελε το παιδί!» Δεύτερη βόμβα. Ναπάλμ. «Να του φορτώσω ένα παιδί ξένο; Τόσο πια ξετσίπωτη με θεωρείς;» εξαπολύει μύδρους. «Εάν το κρατούσα, θα το έκανα μόνη μου!» τον βάζει στη θέση του με στόμφο. «Εντάξει, Αγγελική μου. Με το μέρος το δικό σου είμαι! Μην πυροβολείς! Τι έχεις κατά νου; Πότε θα πάμε; Χρήματα, έχεις;» «Θα σε ξαναπάρω για λεπτομέρειες. Ευχαριστώ!» Του το έκλεισε, δίχως να πει ένα «γεια». Ξάπλωσε στο δροσερό πάτωμα. Το νυχτικό είχε πια στεγνώσει πάνω της. Γύρισε στο πλάι. Μάζεψε τα γόνατα στην κοιλιά σε στάση εμβρύου. Δεν έκλαψε. Αναστέναξε μόνο. Σηκώθηκε πήρε το τηλέφωνο. Σε λίγο άκουσε τον εαυτό της ήρεμα και μάλλον μελιστάλαχτα να λέει: «Καλημέρα, γιατρέ μου. Για την διακοπή μιας κύησης, πότε μπορώ να περάσω;»
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
"Η Μουσική είναι το ρούχο που φοράς όταν θέλεις να μείνεις γυμνός"
του Κριστιάν Νίρκα
Η μουσική είναι το ρούχο που φοράς όταν θέλεις να μείνεις γυμνός. Είναι το χέρι που δεν σ’ακουμπάει, αλλά σ’αγγίζει με τις άκρες των δαχτύλων του, ζωγραφίζοντας επάνω στο κορμί σου τους κόσμους που κρύβεις στο βλέμμα σου. Η μουσική είναι τα κύματα μιας στεγνής θάλασσας, η μυστική ερωτοτροπία ανάμεσα στη σιωπή και τους ήχους. Είναι τα άτσαλα βήματα του χορού της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. – Το διάστημα ανάμεσα σ’αυτά τα δύο… το
Η μουσική είναι ο επίδεσμος που θα
απόλυτο κενό… η πιο συμπαγής ύλη.
καλύψει την πληγή. Είναι όμως και το μαχαίρι που θα την σκαλίσει ανελέητα. Δεν έχει σκοπό. Δεν έχει πορεία. Δεν έχει αξία όμως δίνει αξία σε οτιδήποτε ανέραστο, οτιδήποτε μουντό, βαρετό και συνηθισμένο. Λατρεύω τη μουσική με κάθε κύτταρο του σώματός μου. Μα πιο πολύ ακόμα λατρεύω τους Ανθρώπους που είναι σαν Μουσική.
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
Μεγάλωσες πια Μεγάλωσες πια της Μαρίας Μούσχουρου Πολύχρωμες λαμπερές πούλιες, μέσα σε ένα
Πράσινο αστέρι η καρδιά της. Με
ψάθινο μικρό πανέρι. Το κρατούσε- όχι
ταχύτητες φλεγόμενου κομήτη τύλιγε τον
πολύ σφιχτά-με τα δυο της χεράκια.
κόσμο γύρω της. Πίστευε στο πάντα, στα
Περπατούσε χοροπηδώντας και
πάντα και στο τίποτα. Στην αιώνια
σκορπίζοντας τη γιορτινή ασημόσκονη
μοναχική θλίψη και στην ατέρμονη χαρά
ολόγυρα. Μοίραζε άθελά της την υπέροχη
του δευτερολέπτου. Είχε μείνει στάχτη
φαντασία της, με το χαμόγελό της. Με το
και λάβα στα τοιχώματα του στέρνου της
χαμόγελο των ματιών της. Λευκό
μεγαλώνοντας. Σα να είχε καεί κάποια
φουστανάκι με πιέτες και λουλουδένια
στιγμή στο μέλλον από τα ίδια της τα
κεντήματα. Έφτιαχνε χάρτινα καραβάκια με
λόγια. Τα ίδια της τα πιστεύω.
τόση ηρεμία, καθισμένη στον άβολο και ψηλό – για τα μέτρα της- καναπέ του
Διψούσε για λέξεις. Για λέξεις που θα
πλοίου. Τόσο γαλήνιες οι κινήσεις των
πότιζαν το – από λάθος χειρισμό- καμένο
χεριών της και τέτοια η τρικυμία στο
τοπίο του είναι της. Κυπαρισσί σε χρώμα
μυαλουδάκι της.
που έμοιαζε με μαύρο.
Αρκετά ανέμελη για την ηλικία της. Δε
Να ακούει ψάχνοντας κάτι να πιστέψει.
βιαζόταν να μεγαλώσει. Είχε δεθεί με τους
Να πιστέψει χωρίς να φοβάται να
όρκους που είχε δώσει στην ατσάλινη
ξανακαεί. Δε φοβόταν το ολοκαύτωμα της
πειθαρχία των ειδώλων της, να μη
πυρκαγιάς που χορεύει επιδεικτικά
ξελογιαστεί ποτέ από ανθρώπινες
τινάζοντας τις πύρινες φορεσιές του.
υποσχέσεις. Όμορφο να ακούς, όμορφο και
Φοβόταν πιότερο τη στάχτη που θα
να βλέπεις. Οι άνθρωποι μιλούν γιατί
έμπαινε στα μάτια της στο φύσημα του
θέλουν να ακούνε και ακούν γιατί έχουν
πρώτου Λίβα και τα καμένα απομεινάρια
ανάγκη να πιστεύουν. Άσχημο να μη
του ενθουσιώδους κόπου της. Της
μπορείς να πιστέψεις και επίπονο να θέλεις
πολύμοχθης εκείνης προσπάθειας να βρει
να ακούς παρόλα αυτά.
στους γύρω της τον κόσμο που ονειρευόταν.
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
«Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν» ηχεί δυνατά με μπάσα χροιά και σταθερή από την εμπειρία των χρόνων φωνή. «Προσποιούνται για λίγο, κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους όσο το αντέχουν, όμως δεν αλλάζουν. Το ανθρώπινο τομάρι είναι βαρύ. Δεν αφήνει περιθώριο να ανανεωθεί το μέσα μας.» (AFTER USE, PLEASE PUT IT BACK IN ITS PROPER PLACE)
Αρκετά αντιδραστική για τον υπάκουο και συνετό χαρακτήρα της δοκίμασε πολλές φορές να αποδείξει το αντίθετο, σκοντάφτοντας κάθε φορά στην πλάνη της προσπάθειάς της. Κάθε αποτυχία έμοιαζε με πετροβόλημα στα γόνατα από μικρά, σκονισμένα και βρώμικα χαλίκια. Πόνος οξύς, όμως υποφερτός. Από τους πόνους που κρατάνε λίγο, αλλά αφήνουν σημάδια. Σε κάθε προσπάθεια να φτιάξει τους ανθρώπους, ένα κομμάτι του εαυτού της δινόταν ολοκληρωτικά, με την ιδεαλιστική αφέλεια ενός ερωτευμένου και την πατριωτική τόλμη ενός πολεμιστή. Κάθε ήττα δε στοίχιζε τίποτα παραπάνω από ένα βήμα πιο μακριά από τα όμορφα ιδεώδη της, μια πτώση από τα ροδαλά νέφη των ονείρων της. Και κάθε φορά η πτώση ήταν απότομη. Σε σημείο που άρχισε να φοβάται τα ύψη. Οι πληγές της έπρεπε να κλείσουν και η πίεση του καυτού αέρα δεν τις άφηνε. « Μεγάλωσες πια, µάθε να προστατεύεσαι!» Μαθαίνει κανείς να φυλάγεται εύκολα; «Είναι όμορφος ο κόσμος γιατί προσπαθείς να τον αλλάξεις; Θα κουραστείς και θα απογοητευτείς αν προσπαθείς να αλλάζεις τους ανθρώπους. Δε θα γίνουν όπως τους θες. Θα ξοδευτείς και θα τρομάξεις. Ψάξε για σένα καλύτερα. Φτιάξε τον εαυτό σου πρώτα. Μετά διάλεγε ανθρώπους σαν και τα λουλούδια, βάλε τα σε έναν κήπο, στον κήπο της καρδιάς σου, φρόντιζέ τα, να ανθίζουν όσο πιο συχνά μπορούν και να θυμάσαι πώς αν τυχόν μαραθούν, δεν έφταιγες μόνο εσύ. Δεν ευδοκιμούν όλα τα φυτά στο ίδιο έδαφος, στο ίδιο κλίμα.»
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ
Α Ψ Ο Υ ! (AFTER USE, PLEASE PUT IT BACK IN ITS PROPER PLACE)
«Άσε ρε φίλε, τι να σου πω• ξέρεις τελευταία δεν βγαίνω και πολύ έξω. Σπίτι φίλε, σπίτι.. κλείνω και τα παράθυρα, κουρτίνες και τα ρέστα.. τι μου λες τώρα.. να προχθές που κατέβηκα στην πλατεία ντε, για τσιγάρα ντε, απόγεμα, να ‘χει πέσει ο ήλιος… δεν το μπορώ τον πούστη, κουφάλα είναι… τι να σου λέω ρε…. Τα ξέρεις, δεν τα ξέρεις;.. τα ίδια, μια ζωή τα ίδια.. Έτσι μου ‘ρχεται ρε συ καμιά φορά να φτερνιστώ, να φτερνιστώ με τόση δύναμη που να τα πάρω όλα σβάρνα, να τα γυρίσω τούμπα, να τουμπάρω κι εγώ μαζί τους, να ‘ρθούμε τ’ ανάποδα ρε φίλε, κουλουβάχατα, τα πάνω κάτω που λένε, να χαθεί όλη η τάξις, να φλιπάρει το μυαλό μας και να μιλάμε ακαταλαβίστικα μπας και συνεννοηθούμε ρε φίλε, να πούμε δυο κουβέντες καθαρές, καθαρές και λεύτερες.. α, ρε φίλε, α, ρε φίλε.. αψού, αψού, αψουουού..αψουουού» και μπήγει κάτι κλάματα που λες ο Μπίλης άλλο πράγμα. Δεν τον συνέφερα με τίποτα . «Ρε Μπιλάκο», «ρε καλό μου», «ρε χρυσό μου», «ηρέμησε ρε, κούλαρε ρε Μπίλη»…«αψού ρε φίλε, αψουουού, αψουουού» και δώσ’ του κλάμα ο Βασιλάκης, να μη συνέρχεται με τίποτα. Με πήρανε και μένα τα ζουμιά. Καλό παιδί ο Βασίλης, πέρναγα και τον έβλεπα που και που και τα λέγαμε, μου τα ‘λεγε δηλαδή.. Έχεις δίκιο ρε μπιλάκο, όπως τα ‘λεγες.. ο καθένας το ρόλο μας και όλα καλά, όλα μέλι γάλα. Εσύ θα είσαι ο τρελός, ο φευγάτος• άλλοι θα σε λεν ρομαντικό κι ευαίσθητο και άλλοι θα σε χλευάζουν.
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
MAGNUM OPUS ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΝΕΑ
Εγώ μπορεί και να συγκινηθώ και καθότι φίλος απ’ τα παλιά και καθότι σ’ αγαπάω ρε Μπίλη και καθότι και αντεξουσιαστής και πολιτικοποιημένος που λένε, θα μου τη δώσει μ’ αυτά που λες και θα γράψω κανά κείμενο, να πάρω τον πόνο σου, το κλάμα σου, το φτέρνισμά σου και να το κάνω πρόταση πολιτική. Να οργανώσω την κραυγή σου με (AFTER USE, PLEASE PUT IT πολιτικό BACK λέξεις και προτάσεις που θα της δώσουν ένα σαφές νόημα και να την κάνω IN ITS PROPER PLACE)
παρέμβαση . Και τη δικιά μου την παρέμβαση, που λες, να την διαβάσουνε τίποτα διανοούμενοι κολωνακιώτες και να συγκινηθούν και να την κουβεντιάζουνε με γαλλικό καφέ και κρουασάν και να γίνουν και εκδηλώσεις και χάπενινγκς που λένε και οι φυλλάδες ν’ αφιερώνουν σελίδες και οι σελίδες να πουλάνε.. και να σου οι εταιρίες και να σου κι οι σεκιουριτάδες και να σου οι κοσμικοί και να σου κι οι τηλεοράσεις να μιλάνε για την τρέλα του Βασίλη και να σου τα κόμματα να κάνουν σύνθημα της ψυχής σου το συνάχι και να φτερνίζονται μαζί σου και να σου τιμές και να σου πανηγύρια και να σου και η χορωδία του δήμου παραμονές Χριστούγεννα να τραγουδάει περήφανα και δυνατά: «Αψού αψουού αψουουού να ‘ρθουν τα πάνω κάτω Αψού αψουού αψουουού να τα γυρίσουμε όλα Αψού αψουού αψουουού να μας πάρει και να μας σηκώσει Αψού αψουού αψουουού αψουουουού αψουουουού…» Γείτσες ρε Βασίλη, γείτσες ρε φίλε.
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM
(C)
MAGNUM
OPUS
2018
-
ITRAVELPOETRY.COM