ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ ΚΛΑΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 5ος ΑΙΩΝΑΣ π.Χ. 3ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ: ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΡΛΑΠΑΝΟΥ ΟΥΡΑΝΙΑ ΠΕΤΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗ ΑΘΗΝΑ
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ Η ειρήνη που επικράτησε μετά τους Περσικούς πολέμους (445π.Χ.) ήταν πολύτιμη για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για την Αθήνα. Στα χρόνια αυτά η Αθήνα έφτασε στη μεγάλη της ακμή. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε «Χρυσός αιώνας». Η μεγάλη ανάπτυξη οφείλεται από τη μια στην προσωπικότητα του Περικλή και από την άλλη στη γέννηση της δημοκρατίας στην πόλη της Αθήνας. Στα χρόνια του Περικλή, η εξουσία της πόλης πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια του λαού. Οι πολίτες ήταν υπεύθυνοι για την πιστή τήρηση των νόμων. Βασικό χαρακτηριστικό του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ελευθερία που προσδιορίζεται από το νόμο και η αξιοπρέπεια του Αθηναίου πολίτη Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες που είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, συγκροτούσαν την Εκκλησία του Δήμου. Ήταν ένα σπουδαίο σώμα, όπου οι πολίτες συνεδρίαζαν και έπαιρναν αποφάσεις για σημαντικά θέματα που αφορούσαν την πόλη. Η Εκκλησία του Δήμου είχε σπουδαίες δικαιοδοσίες.: • Ψήφιζε τους νόμους. • Αποφάσιζε για κήρυξη πολέμου ή για σύναψη ειρήνης. • Εξέλεγε ορισμένους άρχοντες. • Καθόριζε την εξωτερική και αμυντική πολιτική του αθηναϊκού κράτους. Η βουλή των πεντακοσίων ήταν το σώμα των αντιπροσώπων του λαού που συμμετείχε στη διακυβέρνηση του κράτους. Τον 5οπ.χ. αι. οι Αθηναίοι πολίτες ήταν χωρισμένοι σε δέκα φυλές. Οι πεντακόσιοι βουλευτές (πενήντα από κάθε φυλή) κληρώνονταν για ένα χρόνο. Έργο των βουλευτών ήταν η προετοιμασία όλων των θεμάτων που επρόκειτο να συζητηθούν στην εκκλησία του δήμου. Σύμφωνα με το πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας, όλοι οι κάτοικοι χωρίζονταν ανάλογα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, σε τρεις τάξεις: α) Αθηναίοι πολίτες θεωρούνταν οι πολίτες που είχαν Αθηναίους και τους δυο γονείς τους. β) Μέτοικοι ονομάζονταν οι ελεύθεροι έλληνες ή οι ξένοι που είχαν εγκατασταθεί στην Αττική. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα γ) Οι δούλοι στην αρχαία Αθήνα, όπως και σε άλλες πόλεις, ανήκαν στην κατώτερη τάξη.
Η ΑΓΟΡΑ Οι άνθρωποι που κατοικούσαν στους αγροτικούς δήμους καλλιεργούσαν τα χωράφια τους και μετέφεραν τα προϊόντα των περιβολιών τους όπως λαχανικά, φρούτα, λάδι και κρασί στο χώρο της αρχαίας Αγοράς. Εκεί ζούσαν και εργάζονταν όλοι οι τεχνίτες της Αθήνας. Εδώ μαζεύονταν καθημερινά οι Αθηναίοι για να συζητήσουν πολιτικά θέματα, να κάνουν εμπόριο, να ψυχαγωγηθούν και να γυμναστούν. Παράλληλα σ’ αυτό το χώρο χτίστηκαν λαμπρά οικοδομήματα για να στεγάσουν τις δημόσιες λειτουργίες της πόλης. Η Αγορά της Αρχαίας Αθήνας ήταν η «ψυχή» της πόλης. Αποτελούσε διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των Παναθηναίων από την οποία περνούσε η μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων. Κλασική Εποχή (479 π.Χ - 323 π.Χ.) Μετά την καταστροφή της από τους Πέρσες, η Αγορά ξαναφτιάχτηκε με γρήγορους ρυθμούς. Ιδιαίτερα κατά την εποχή του Περικλή χτίστηκαν πολλά μνημειώδη κτήρια, όπως ο Ναός του Ηφαίστου και τρεις στοές. Οι μεγάλες στοές προσέφεραν σκιερούς χώρους περιπάτου σε όσους επιθυμούσαν να συναντηθούν με φίλους, για να συζητήσουν θέματα επαγγελματικά, πολιτικά ή φιλοσοφικά, ενώ τα αγάλματα και τα μνημεία υπενθύμιζαν στους πολίτες παλαιότερες ένδοξες ημέρες. Μια βιβλιοθήκη και ένα ωδείο στέγαζαν πολιτιστικές δραστηριότητες, ενώ τα πολυάριθμα ιερά και οι ναοί της περιοχής εξυπηρετούσαν καθημερινές θρησκευτικές ανάγκες. 1.Ποικίλη Στοά Η Ποικίλη Στοά " χτίστηκε το 460 π.Χ. και είναι η πιο φημισμένη στοά της Αθήνας. Από περιγραφές των αρχαίων ξέρουμε ότι ήταν διακοσμημένη με ζωγραφικούς πίνακες σπουδαίων ζωγράφων της αρχαιότητας. Από εκεί πήρε και την ονομασία Ποικίλη=ζωγραφισμένη. 2.Βασίλειος Στοά Η Βασίλειος Στοά ήταν η παλαιότερη ίσως της Αθήνας. Χτίστηκε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή από τους Πέρσες, το 479 π.Χ. Ήταν το σημείο όπου συχνά συνεδρίαζαν τα διάφορα δικαστήρια της Αθήνας. Μέσα στην στοά φυλάσσονταν οι πλάκες με τους σημαντικότερους νόμους της πόλης. Σε αυτήν έγινε η ανάκριση του Σωκράτη πριν την θανάτωσή του το 399 π.Χ. 3.Στοά του Διός Ελευθερέου Χτισμένη στο σημείο όπου βρισκόταν ο αρχαϊκός ναός του Δία, ήταν αφιερωμένη στον Ελευθέριο Δία, προσωνύμιο που του δόθηκε μετά τους περσικούς πολέμους. Χρησίμευε πιθανόν για συνεδριάσεις δικαστηρίων ή άλλων δημόσιων οργάνων. Μπροστά της υπήρχε βωμός του Δία.
4.Ναός του Ηφαίστου (Ηφαιστείον)
Ο ναός του Ηφαίστου
Ο Ναός του Ηφαίστου, γνωστός σήμερα ως Θησείο, είναι ο καλύτερα σωζόμενος αρχαίος ελληνικός ναός. Είναι κατασκευασμένος από πεντελικό μάρμαρο ίσως από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο. Ήταν σχεδόν πανομοιότυπος με τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. 5.Νέο Βουλευτήριο Ήταν ένα ορθογώνιο κτήριο με αμφιθέατρο στο εσωτερικό του όπου συνεδρίαζε η Βουλή των Πεντακοσίων.
6.Θόλος Αυτό το κυκλικό κτίσμα κατασκευάστηκε το 465 π.Χ. Ήταν χώρος ψυχαγωγίας των Πρυτάνεων της Βουλής. Στον χώρο αυτόν επίσης φυλάσσονταν τα μέτρα και τα σταθμά του κράτους. Στο εσωτερικό υπήρχαν και κρεβάτια ώστε να διανυκτερεύουν διάφοροι λειτουργοί του κράτους.
7.Νότια Στοά Ήταν μία μεγάλη δωρική στοά στο νότιο μέρος της οποίας υπήρχαν 15 δωμάτια όπου στεγάζονταν εστιατόρια για την σίτιση των κρατικών αξιωματούχων. Κατασκευάστηκε γύρω στο 430 π.X.
8.Νομισματοκοπείο Το Νομισματοκοπείο ήταν ο χώρος όπου κόβονταν τα νομίσματα της Αθήνας
9.Περίβολος Δικαστηρίου Αυτός ο υπαίθριος περίβολος στα ανατολικά της Αγοράς χρησίμευε πιθανότατα ως χώρος δικαστηρίου.
Η αγορά, δηλαδή ο χώρος στον οποίο συγκεντρώνονταν οι πολίτες, ήταν η καρδιά της δημόσιας ζωής της Αρχαίας Ελληνικής πόλης. Ήταν το κέντρο της πόλης και της δημόσιας ζωής, ο τόπος πολιτικών συγκεντρώσεων, η διοικητική έδρα, το μέρος όπου αποδίδονταν δικαιοσύνη και λατρεύονταν οι θεοί. Οι χωρικοί πήγαιναν από νωρίς εκεί με τα ζώα τους και τα προϊόντα τους. Η αγορά ήταν ένας χώρος ανοιχτός στον οποίο συγκεντρώνονταν κυρίως οι άντρες. Αποτελούνταν από μια μεγάλη κεντρική πλατεία με εμπορικούς πάγκους. Αλλού ήταν τα ψαράδικα, αλλού τα τυριά κ.τ.λ. Οι άντρες διαπραγματεύονταν την αγορά και την πώληση προϊόντων. Στο χώρο της αγοράς, παράλληλα, αναπτύχθηκαν πολυάριθμα εργαστήρια κεραμικής, χαλκοτεχνίας, μαρμαρογλυπτικής καθώς και μαγαζιά κουρέων, αρωματοπωλών κλπ. Οι δραστηριότητες επιβλέπονταν από τους αγορανόμους. Οι αγορανόμοι ήταν δέκα, ένας από κάθε φυλή, και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο. Απαραίτητοι όμως για τις συναλλαγές ήταν και οι «αργυραμοιβοί». Αυτοί κάθονταν σε τραπέζια, είχαν ζυγαριές και έλεγχαν αν τα νομίσματα ήταν κίβδηλα (πλαστά) ή όχι. Τα καταστήματα ήταν ένας τόπος συνάντησης και ανταλλαγής ειδήσεων των συνδημοτών, των ατόμων της ίδιας φυλής και χώροι συγκέντρωσης των φατριών. Εδώ ρίζωσε το δημοκρατικό πολίτευμα υπό την καθοδήγηση του Σόλωνα, του Κλεισθένη και του Περικλή. Εδώ επίσης δίδαξαν φιλόσοφοι όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, ενώ στα γειτονικά εργαστήρια τεχνίτες δημιούργησαν μερικά από τα αριστουργήματα της κλασικής γλυπτικής, αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής και κεραμικής. Πολλοί δρόμοι ξεκινούσαν και κατέληγαν στο πλάτωμα της Αγοράς. Ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζει ο πλατύς δρόμος που είναι γνωστός ως η Οδός των Παναθηναίων, η κεντρική λεωφόρος της πόλης. Εκτός από την πομπή, ο δρόμος χρησιμοποιούνταν και για αρματοδρομίες κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων και ίσως ως
διάδρομος για αγώνες δρόμου. Επίσης, χρησίμευε ως χώρος προπόνησης των νεαρών νεοσυλλέκτων του αθηναϊκού ιππικού.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στην ύπαιθρο συναντούμε τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους λατόμους, τους υλοτόμους (ξυλοκόπους) τους μεταλλωρύχους και όσους ασχολούνταν με το ψάρεμα και το κυνήγι. ΓΕΩΡΓΟΙ: Οι Έλληνες θεωρούσαν τη γεωργία βασικής πηγή πλούτου, μητέρα και τροφοδότη όλων των τεχνών. Εκτός από τα υλικά αγαθά προσέφερε σωματική υγεία και εμφυσούσε στην ψυχή των γεωργών γενναιότητα, υπομονή, επιμονή και το αίσθημα της δικαιοσύνης. Οι αγρότες χωρίζονταν σε 3 κατηγορίες: α) στους αυτουργούς, όσους καλλιεργούσαν μόνοι τη γη τους β) εκείνους που ανέθεταν σε άλλους την καλλιέργεια της γης τους και γ) σε κείνους που ανέθεταν τα πάντα σε κάποιον διαχειριστή, εισέπρατταν τα κέρδη και ζούσαν στην πόλη. Η εργασία των γεωργών ήταν πολύ σκληρή. Εργάζονταν όλον το χρόνο και τα μέσα καλλιέργειας που διέθεταν ήταν ελάχιστα και πρωτόγονα. Συνήθως καλλιεργούσαν δημητριακά, αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα και λουλούδια. Παράλληλα ασχολούνταν με τη μελισσοκομία καθώς το μέλι θεωρούνταν εκλεκτό προϊόν. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ: Στην Αττική εκτρέφονταν υποζύγια, που ήταν απαραίτητα για τις μετακινήσεις, καθώς και χοίροι και αιγοπρόβατα. Συχνά τα κοπάδια κατσικιών και προβάτων δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις γεωργών και κτηνοτρόφων καθώς έτρωγαν τις σπαρμένες αγροτικές εκτάσεις. Συχνά οι αρχές αναγκάζονταν μέχρι και να απαγορεύουν την εκτροφή των αιγοπροβάτων. ΚΥΝΗΓΟΙ-ΨΑΡΑΔΕΣ: Το κυνήγι οι Έλληνες το αγαπούσαν πολύ, γιατί εκτός των εκλεκτών θηραμάτων προσέφερε σωματική άσκηση και μια ευκαιρία στους νέους να εκπαιδευτούν σε συνθήκες που έμοιαζαν με εκείνες μελλοντικών πολεμικών συγκρούσεων. Το ψάρεμα, που δεν απαιτούσε δύναμη και αντοχή αλλά περισσότερο υπομονή, το θεωρούσαν επάγγελμα και όχι «ευγενή άσκηση». Έτσι οι αριστοκράτες το απέφευγαν. Τα τεχνητά δολώματα, το καλάμι, το δίχτυ, η καθετή, το πυροφάνι και το καμάκι χρησιμοποιούνταν όπως και σήμερα.
Οι ΛΑΤΟΜΟΙ έβγαζαν τα μάρμαρα από την Πεντέλη, την Πάρο και άλλες περιοχές και οι ΥΛΟΤΟΜΟΙ έκοβαν τα δέντρα στα δάση. Τα παρέδιδαν έπειτα στους γλύπτες και τους ξυλουργούς, οι οποίοι τα μετέφεραν στα εργαστήριά τους για επεξεργασία. Οι ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΟΙ άνοιγαν χαμηλές στοές με τα σφυριά, τις σμίλες και τις αξίνες τους και εξόρυσσαν το μετάλλευμα. Η δουλειά τους ήταν πολύ επικίνδυνη. Οι θάνατοι στα μεταλλεία από έλλειψη εξαερισμού και κατάρρευση των στοών ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Οι ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΕΣ (κεραμοποιοί) είχαν στήσει τα εργαστήριά τους στην περιοχή του Κεραμικού δίνοντάς της και το όνομά της. Κατασκεύαζαν πιθάρια, ποτήρια (κύλικες), αγγεία σε διάφορα σχήματα, λυχνάρια κ.ά. Χρησιμοποιούσαν τον τροχό πάνω στον οποίο έπλαθαν τον πηλό και του έδιναν σχήμα. ‘Έπειτα το έψηναν σε φούρνο ή το ξέραιναν στον ήλιο. Τη διακόσμηση των αγγείων αναλάμβαναν οι ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΟΙ ακολουθώντας τον ερυθρόμορφο ή μελανόμορφο ρυθμό.
Οι ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΣ παραλάμβαναν τα δέρματα των ζώων από τους χωρικούς ή από τους κρεοπώλες. Τα επεξεργάζονταν στα εργαστήριά τους και στη συνέχεια τα παρέδιδαν στους ΣΚΥΤΟΤΟΜΟΥΣ (υποδηματοποιούς) για να κατασκευάσουν ανδρικά ή γυναικεία υποδήματα. Οι ΒΑΦΕΙΣ έβαφαν τα υφάσματα και στη συνέχεια αναλάμβαναν οι ΡΑΦΤΕΣ και οι ΡΑΦΤΡΙΕΣ.
Ο Ιπποκράτης χρησιμοποιώντας τη λογική και την παρατήρηση βοήθησε στην εξέλιξη του επαγγέλματος του ΙΑΤΡΟΥ. Μάλιστα συναντάμε και τις ειδικότητες του ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟΥ και του ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΥ. Υπήρχαν ακόμη και τα γυναικεία επαγγέλματα της ΝΟΣΟΚΟΜΑΣ, της ΜΑΙΑΣ (η μητέρα του Σωκράτη ήταν μαία) και της ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑΣ. Στην Αθήνα ΙΑΤΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ δίδασκαν στους μελλοντικούς γιατρούς πρακτική θεραπεία, επιφανειακή χειρουργική και διάγνωση ασθενειών. Επειδή όμως πολλοί άσχετοι απατεώνες παρίσταναν τους
γιατρούς χωρίς να είναι και εκμεταλλεύονταν τους ασθενείς, το επάγγελμα του γιατρού είχε αποκτήσει κακή φήμη. Οι ΡΙΖΟΤΟΜΟΙ μάζευαν βότανα και φυτά και τα έδιναν στους ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥΣ για να τα επεξεργαστούν, να φτιάξουν φάρμακα και να τα πουλήσουν. Οι ΚΑΠΗΛΟΙ (μικρέμποροι) και οι ΕΜΠΟΡΟΙ (μεγαλέμποροι) αποτελούσαν δύο από τις μεγαλύτερες επαγγελματικές τάξεις. Οι ΚΑΠΗΛΟΙ αγόραζαν από τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους προϊόντα και τα πουλούσαν στα μαγαζιά τους με κάποιο κέρδος. Συχνά οι πολίτες τους κατηγορούσαν ότι έκλεβαν στο ζύγι ή ότι νόθευαν τα προϊόντα τους και έτσι οι ΑΓΟΡΑΝΟΜΟΙ και οι ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΙ τους παρακολουθούσαν και τους έλεγχαν συνεχώς. Οι ΕΜΠΟΡΟΙ είχαν στα χέρια τους τις εξαγωγές και τις εισαγωγές προϊόντων στην πόλη. Η κυριαρχία της Αθήνας στη θάλασσα μετά τους περσικούς πολέμους βοήθησε στην ανάπτυξη του θαλάσσιου κυρίως εμπορίου. Το λιμάνι του Πειραιά είχε γίνει διεθνές εμπορικό κέντρο. Η πολιτεία προστάτευε τους εμπόρους γιατί εισέπραττε από αυτούς φόρους (δασμούς) και εξασφάλιζε την επάρκεια σιτηρών στην πόλη.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ Για τον Έλληνα η λέξη εκπαίδευση σήμαινε
εκπαίδευση
του
χαρακτήρα,
αρμονική ανάπτυξη του σώματος, του νου και της φαντασίας.
Η αγωγή των νέων
στην αρχαία Αθήνα έμοιαζε μ’ αυτή των άλλων
ελληνικών
πόλεων
εκτός
της
Σπάρτης. Τα πρώτα χρόνια η τροφός, η μητέρα, ο παιδαγωγός
και
ο
ίδιος
ο
πατέρας
φροντίζουν ώστε το παιδί να μάθει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο, να αποκτήσει αξίες και αρχές και να προετοιμαστεί για την σχολική εκπαίδευση η οποία αρχίζει στα εφτά έτη. Μέχρι αυτή την ηλικία η αγωγή των παιδιών ήταν κοινή, στη συνέχεια όμως τα δύο διαχωρίζονταν.
Τα κορίτσια μετά τα εφτά τους χρόνια συνέχιζαν την εκπαίδευση
μέσα στην οικογένεια με σκοπό να μάθουν να χειρίζονται τις υποθέσεις του σπιτιού και ασχολούνταν με την υφαντική, την πλεκτική και τη ραπτική. Η αγωγή τους γενικότερα ήταν ηθική και πρακτική. Τα αγόρια εάν προέρχονταν από φτωχές οικογένειες πήγαιναν σχολείο για τρία ή τέσσερα χρόνια, για να αποκτήσουν τη στοιχειώδη μόρφωση ή παρακολουθούσαν μόνο τα μαθήματα του γραμματιστή καθώς οι γονείς τους δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και για τις τρεις κατηγορίες. Τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών μπορούσαν να φοιτήσουν στο σχολείο ακόμα και δέκα χρόνια. Οι τάξεις είχαν συνήθως μικρό αριθμό μαθητών, ως δώδεκα το πολύ. Οι μαθητές που ατακτούσαν
ή
δεν
ήταν
επιμελείς
έτρωγαν
ξύλο
μ’
ένα
ραβδί.
Η σχολική αγωγή ήταν ιδιωτική και οι γονείς πλήρωναν τους δασκάλους. Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα οι νέοι Αθηναίοι λάμβαναν μόνο τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Οι Αθηναίοι Περικλής, Φειδίας και Σοφοκλής που γεννήθηκαν το 490 π.Χ. και που διέπρεψαν στην πολιτική, στις τέχνες και τα
γράμματα δεν είχαν λάβει παρά μια μόρφω-
ση όχι ανώτερη των αντίστοιχων
σημερινών δημοτικών σχολείων. Ο Παιδαγωγός ήταν ένας έμπιστος δούλος που συνόδευε το παιδί στο Διδασκαλείο μέχρι τα δεκαπέντε του χρόνια. Ήξερε και ο ίδιος να διαβάζει και να γράφει γι’ αυτό και ήταν ο πρώτος κριτής του μαθητή, ο οποίος έπρεπε να τον πείσει ότι είχε μάθει το μάθημά του.
Του κουβαλούσε τα πράγματά
του, το πρόσεχε στη διαδρομή από και προς το σχολείο και αν υπήρχε σοβαρός λόγος μπορούσε να επιβάλλει και τιμωρία. Παρέμενε στο σχολείο μέχρι το τέλος των μαθημάτων, η διάρκεια των οποίων ήταν εξάωρη. Ο Γραμματιστής ήταν ο κυρίως δάσκαλος που δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά και λογοτεχνία η οποία σήμαινε αποστήθιση ποιητικών έργων (συνήθως τα έπη του Ομήρου) κι αυτό γιατί πίστευαν ότι αν τα παιδιά μάθαιναν τα κατορθώματα των μεγάλων ηρώων του παρελθόντος θα γίνονταν κι αυτά γενναία όταν μεγαλώσουν. Οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να κάθονται σε δίφρους (σκαμνιά) έχοντας στα γόνατά τους τα πινακίδια πάνω στα οποία έγραφαν. Τα πινακίδια ήταν αλειμμένα με κερί και πάνω σ’ αυτό έγραφαν (χάρασσαν τα γράμματα ) με τη βοήθεια της γραφίδας. Η γραφίδα ήταν από μπρούντζο ή κόκαλο μυτερή από τη μία πλευρά για να μπορεί να χαράζει και πλατιά από την άλλη για να χρησιμοποιείται σαν γόμα πάνω στο κερί. Ο γραμματιστής καθόταν σε κάθισμα ψηλό το λεγόμενο θρόνο ή κλισμό για να επιβλέπει τους μαθητές. Ο Κιθαριστής δίδασκε λύρα, αυλό και τραγούδι. Οι αρχαίοι Αθηναίοι θεωρούσαν τη μουσική απαραίτητο στοιχείο για την εκπαιδευτική ολοκλήρωση γιατί, σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, εμπνέει στις ψυχές την αίσθηση της αρμονίας, της τάξης και περιορίζει τα ανθρώπινα πάθη. Ακόμα εκτός της λύρας και του τραγουδιού ο μικρός Αθηναίος μάθαινε να απαγγέλνει σωστά τα ποιήματα του Ομήρου του Θέογνη και του Σοφοκλή. Ακόμα ένας δάσκαλος ήταν και ο παιδοτρίβης ο οποίος φρόντιζε για την σωστή σωματική αγωγή, ένα προπονητής που επέβλεπε την πάλη, τη πυγμαχία, το παγκράτιο το τρέξιμο, τη ρίψη του δίσκου, το άλμα και άλλες ποικίλες ασκήσεις στην παλαίστρα. Μέσα στις υποχρεώσεις του ήταν και να φροντίσει να καλλιεργηθεί το αθλητικό πνεύμα και η άμιλλα, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην ισορροπία δύναμης
και χάριτος. Προετοίμαζε τους μαθητές και για τη συμμετοχή τους σε αθλητικούς αγώνες με σκοπό οι καλύτεροι να λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες. Μετά το 14ο έτος οι έφηβοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν την ανώτερη εκπαίδευση στα δημόσια γυμνάσια και στις φιλοσοφικές ή ρητορικές σχολές, που άρχισαν να ιδρύονται από τον 5ο αιώνα κάτω από την επίδραση της διδασκαλίας των σοφιστών,
φιλοσόφων,
ρητόρων.
μαθηματικά και γραμματική.
Εκεί
διδάσκονταν
επιπλέον
αστρονομία,
Ο ΡΟΛΟΣ & Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Οι γυναίκες στην αρχαία Αθήνα είχαν πολύ λιγότερα δικαιώματα από τους άντρες. Δεν έβγαιναν συχνά από το σπίτι, δεν εργάζονταν (εκτός από τις δούλες ή φτωχές γυναίκες) και δεν είχαν δικαίωμα λόγου για τη διακυβέρνηση της πόλης. Καμιά γυναίκα δεν είχε δικαίωμα ψήφου και δεν επιτρεπόταν να μιλήσει σε μια δημόσια συνάθροιση. Το μοναδικό αξίωμα που θα μπορούσε να λάβει μια γυναίκα ήταν αυτό της ιέρειας. Πάντα βρισκόταν υπό την κηδεμονία ενός άντρα. Στην αρχή του πατέρα της ή αν δεν υπήρχε του πιο κοντινού άντρα συγγενή και στη συνέχεια του συζύγου της, ο οποίος είχε επιλεγεί από τους γονείς της, μερικές μάλιστα φορές ήταν λογοδοσμένη από μικρή ηλικία, δίνοντας υποχρεωτικά και προίκα στον άντρα. Αν έπαιρναν διαζύγιο ή έμεναν χήρες έπρεπε να επιστρέψουν στο πατρικό τους και να τεθούν ξανά υπό την έλεγχο των ανδρών της οικογένειάς τους. Ένα από τα ελάχιστα πλεονεκτήματα του να είσαι γυναίκα ήταν πως δεν υποχρεώνονταν να πάνε στο πόλεμο. Αν η γυναίκα προερχόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια δούλευε από μικρή ηλικία στα κτήματα και μπορούσε να πάει στην αγορά να πουλήσει τα γεωργικά προϊόντα. Από την άλλη οι πλούσιες Αθηναίες δεν πήγαιναν ούτε στην αγορά, για να προμηθευτούν φρέσκα προϊόντα για το φαγητό. Τα ψώνια τα έκαναν οι άντρες έτσι συχνά μπορούσε να δει κανείς ένα στρατιώτη να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Η γυναίκα κατοικούσε στον γυναικωνίτη που περιλάμβανε το δωμάτιό της, τα δωμάτια των κοριτσιών και τα διαμερίσματα που εργάζονταν ου δούλες. Φρόντιζε για όλες τις ανάγκες του σπιτιού καθώς και για την τακτοποίησή του. Επέβλεπε και κατεύθυνε τους δούλους, τους οποίους πρώτα έπρεπε να εκπαιδεύσει. Οι εύπορες Αθηναίες ασχολούνταν επίσης με την υφαντική και το ράψιμο του ρουχισμού. Επίσης είχαν επιφορτιστεί με την ανατροφή των παιδιών. Ενώ με όλες αυτές τις ασχολίες οι ευκατάστατες Αθηναίες δεν έβγαιναν από το σπίτι, οι φτωχές αναγκαστικά δούλευαν εκτός σπιτιού. Πήγαιναν στην αγορά, εργάζονταν σαν εργάτριες μαλλιού, τροφοί, συλλέκτες καρπών και σε μεγαλύτερη ηλικία ως πωλήτριες. Όσον αναφορά την ψυχαγωγία τους το πιθανότερο είναι οι περισσότερες γυναίκες να διασκέδαζαν μεταξύ τους με τις επισκέψεις φίλων και συγγενών θηλυκού πάντα γένους. Στο κοινωνικό πεδίο οι Αθηναίες συμμετείχαν στις κυριότερες θρησκευτικές γιορτές της πόλης. Στα Λήναια και στα Ανθεστήρια προς τιμή του θεού Διονύσου και στη μεγάλη πομπή των Παναθηναίων που ήταν η επισημότερη γιορτή στην αρχαία Αθήνα. Ουσιαστική συμμετοχή είχαν στα Θεσμοφόρια, γιορτή προς τιμή της θεάς Δήμητρας όπου συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες και απαγορευόταν αυστηρά σε οποιονδήποτε άντρα να λάβει μέρος, Μ’ αυτή τη γιορτή είχαν την ευκαιρία να περάσουν τρεις τουλάχιστον μέρες μακριά από το σπίτι τους, αφού όμως πρώτα έπαιρναν την άδεια από το σύζυγο, ο οποίος τους κάλυπτε και τα έξοδα. Αν και οι γυναίκες ήταν πιο περιορισμένες δεν σήμαινε ότι δεν πρόσεχαν τους εαυτούς τους. Είχαν τα καλλυντικά τους τα οποία ήταν παρασκευάσματα με βάση κυρίως από φυτικά έλαια (από ελιά, αμύγδαλα, σουσάμι) και τα χρησιμοποιούσαν για
να περιποιηθούν τα μαλλιά τους, το πρόσωπο και το σώμα. Επίσης υπήρχαν και αρώματα που ήταν έντονα και διαφορετικά ανάλογα με την περίσταση . Η βάση ήταν το λάδι μέσα στο οποίο πρόσθεταν αποξηραμένα πέταλα λουλουδιών. Τα μαλλιά τους μπορούσαν να τα βάψουν με βαφές από όστρακα και χένα. Υπήρχαν διάφοροι χρωματικοί τύποι μαλλιών με επικρατέστερο το καστανόξανθο. Οι κομμώσεις δήλωναν την κοινωνική θέση της γυναίκας. Στην αρχαία Αθήνα οι γυναίκες είχαν πυκνά και μακριά μαλλιά που τα πλέκανε και κάνανε διάφορα χτενίσματα. Οι παντρεμένες τα μάζευαν σε ψηλούς κότσους, οι ανύπαντρες και τα νεαρά κορίτσια τα είχαν αλογοουρές και πολύ σπάνια τα άφηναν ελεύθερα. Όλες χρησιμοποιούσαν κορδέλες, μπούκλες ή κοσμήματα για να τα στολίσουν. Οι μόνες που είχαν κοντά μαλλιά ήταν οι δούλες. Οι Αθηναίες φορούσαν και πάρα πολλά κοσμήματα. Σκουλαρίκια, βραχιόλια στα χέρια και στα πόδια, περιδέραια. Το χαρακτηριστικό που κάνει το αρχαίο κόσμημα να ξεχωρίζει από το σύγχρονο, είναι ότι το σημερινό αποτελεί ένα απλό στολίδι, ενώ στους αρχαίους είχε έντονο μεταφυσικό συμβολισμό. Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο αλλά είχαν ακόμα και βεντάλιες (= ριπίς) και ομπρέλες για να προστατεύονται κυρίως από τον ήλιο.
ΚΑΤΟΙΚΙΑ Στην αρχαιότητα το σπίτι λεγόταν οίκος. Με την ονομασία αυτή δεν εννοούσαν μόνο το κτίσμα αλλά και την οικογένεια που ζούσε μέσα στο σπίτι. Μπορούσε επίσης να εννοούν την περιουσία μιας πλούσιας οικογένειας. Πολύ λίγα σπίτια από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο έχουν σωθεί μέχρι σήμερα. Ναοί και δημόσια κτίρια διατηρήθηκαν γιατί χτίστηκαν με πέτρα και μάρμαρο για να αντέξουν το πέρασμα του χρόνου. Τα περισσότερα σπίτια όμως ήταν χτισμένα με λιγότερο ανθεκτικά υλικά όπως τούβλα, ξύλα και ξερή λάσπη.
Το πλήθος των κατοίκων συγκεντρώνονταν γύρω από την Ακρόπολη και την Αγορά. Στην πόλη κυριαρχούσε άναρχη ρυμοτομία. Δεν ήταν καθορισμένο για τα σπίτια ένα σταθερό μέγεθος ή συγκεκριμένη αρχιτεκτονική συγκρότηση. Σε γενικές γραμμές η κατασκευή των σπιτιών γίνεται από φτηνά υλικά και η διάταξή τους είναι απλή. Τα σπίτια κοίταζαν προς το νότο ώστε τα βόρεια δωμάτια των επάνω ορόφων να έχουν φυσικό φως το χειμώνα και εκμεταλλεύονταν τις φυσικές παραμέτρους π.χ ήλιος.
Τα σπίτια χτίζονταν με ψημένα τούβλα πάνω σε πέτρινα θεμέλια. Οι στέγες κατασκευάζονταν με ξύλινα δοκάρια ή σανίδες και καλύπτονταν με κεραμίδια από ψημένο πηλό, πέτρινες πλάκες ή από κλαδιά και πηλό. Τα δάπεδα ήταν από πατημένο χώμα ή πηλό. Η πολυτέλεια των σπιτιών γινόταν ορατή μόνο στο εσωτερικό τους. Το εξωτερικό ήταν απλό χωρίς διακόσμηση. Έτσι δεν διέφεραν εξωτερικά τα σπίτια των πλουσίων από των φτωχών. Όπως αναφέρει ο ρήτορας Δημοσθένης τα σπίτια του Περικλή και του Μιλτιάδη δεν διέφερε σε τίποτα απ’ αυτά των συμπολιτών τους. Και
πραγματικά οι ανασκαφές απέδειξαν ότι τα σπίτια του 5ου αιώνα π.Χ. δεν φανέρωναν πλούτο, δύναμη, μόρφωση. Στο ισόγειο υπήρχαν ο ανδρώνας, το καθημερινό, η τραπεζαρία, η κουζίνα , το λουτρό και ένα κελάρι. Στο πάνω όροφο υπήρχαν ο γυναικωνίτης και τα δωμάτια των δούλων. Ο ανδρώνας ήταν περίτεχνα διακοσμημένος και σχεδόν είχε τετράγωνο σχήμα. .Ήταν κοντά στην κύρια είσοδο και μπορεί να είχε παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Σ’ αυτό το δωμάτιο οι άντρες έκαναν τις συγκεντρώσεις και τις γιορτές τους, οργανώνονταν συμπόσια όπου συνδυάζονταν το φαγητό και η οινοποσία με τη μουσική, τις βαθυστόχαστες συζητήσεις και το φιλοσοφικό προβληματισμό.
Σε
κάποιες μάλιστα ο χώρος αυτός φιλοξενούσε τους επισκέπτες. Ο γυναικωνίτης κατείχε συνήθως ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού αφού οι γυναίκες περνούσαν τις περισσότερες ώρες της μέρας μέσα σ’ αυτό, όπου έγνεθαν, έπλεκαν, φρόντιζαν τα παιδιά τους και ξεκουράζονταν. Από παλιά υπήρχε η κουζίνα με κυρίαρχο στοιχείο την εστία. Το δωμάτιο αυτό ήταν απλό με δάπεδο πατημένο από χώμα και τοίχους ή επίχρισμα. Σύμφωνα με τον Αθηναίο συγγραφέα Απολλόδωρο οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να μένουν στο σπίτι σαν «πιστοί φύλακες του εσωτερικού κόσμου». Φαίνεται ότι λίγα παιδιά είχαν δικό τους δωμάτιο. Όταν ήταν μωρά, έμεναν στα διαμερίσματα των γυναικών και στη συνέχεια κυκλοφορούσαν και στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού. Ορισμένες φορές έπαιζαν στην αυλή και σίγουρα έπαιρναν μέρος στις οικογενειακές προσευχές που τελούνταν εκεί. Όλα τα σπίτια είχαν το αίθριο, δηλαδή κεντρική εσωτερική αυλή, στην οποία είχαν πρόσβαση όλοι οι χώροι του σπιτιού.
Αποτελούσε το μέρος για πολλές
οικογενειακές δραστηριότητες. Στο κέντρο υπήρχε ο βωμός του Ερκείου Διός δείχνοντας τη σύνδεση των ενοίκων με τη θρησκεία. Στο χώρο της αυλής δημιουργούνται δωμάτια που χρησιμοποιούνται ως αποθήκη, στάβλος ή εργαστήριο. Επίσης όταν ο καιρός ήταν καλός οι γυναίκες μπορούσαν να μαγειρέψουν εκεί. Ένα άλλο σημαντικό δωμάτιο ήταν το διαιτητήριο, χώρος καθημερινών δραστηριοτήτων ζεστό το χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι κι έβλεπε προς την αυλή.
Το οπτάνιον είναι η αρχαιοελληνική κουζίνα, ο χώρος ετοιμασίας του φαγητού. Η ελληνική φιλοξενία αρχίζει από την προσφορά τροφής, σύμφωνα και με τον Όμηρο Η υγιεινή και η καθαριότητα ήταν βασική μέριμνα του αρχαίου Έλληνα και πολλά σπίτια είχαν ειδικό δωμάτιο για λουτρό, στο οποίο υπήρχαν πήλινοι λουτήρες. Το λουτρό το βρίσκουμε στη βόρεια πλευρά του σπιτιού κοντά στην εστία. Όπου ήταν εφικτό στη βόρεια πλευρά του σπιτιού φυτεύονταν αειθαλή δέντρα όπως ελιές ώστε να εμποδίζουν τον χειμωνιάτικο άνεμο να «πέφτει» κατευθείαν στο σπίτι. Στη νότια πλευρά φυτεύονταν φυλλοβόλα δέντρα έτσι ώστε τον χειμώνα όταν δεν έχουν φύλλα να περνάνε οι ακτίνες του ήλιου και να ζεσταίνετε το σπίτι. Βασικά έπιπλα του κάθε σπιτιού είναι ο θρόνος ( καρέκλα με ψηλή πλάτη και πλαϊνά για να ακουμπάνε τα χέρια ), ο κλισμός (ελαφριά καρέκλα με καμπυλωτή πλάτη, χωρίς χέρια) ο δίφρος (σκαμνάκι χωρίς πλάτη, με τέσσερα ορθογώνια πόδια ή με δύο σταυρωτά) η κλίνη (το κρεβάτι) , η τράπεζα (το τραπέζι) και τα κιβώτια (τα χρησιμοποιούσαν ως αποθηκευτικούς χώρους).
Τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα. Θεμέλιό τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα», σιτάρι, λάδι, κρασί. Τα δημητριακά αποτελούσαν την κύρια βάση της διατροφής για τους αρχαίους τα οποία συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά λάχανα, κρεμμύδια, φακές, ρεβίθια. Επίσης σερβίρονταν μ΄ ένα συνοδευτικό με τη γενική ονομασία «όψον», η οποία αρχικά αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη φωτιά και κατ’ επέκταση σε ο,τιδήποτε συνόδευε το ψωμί. Από την κλασική εποχή και μετά με τη λέξη όψον εννοείται το ψάρι. Τα λαχανικά (λάχανα, κρεμμύδια, γλυκομπίζελα, πράσα, ραδίκια, μαρούλια κ.α.) σερβίρονταν ως σούπα βραστά ή πολτοποιημένα καρυκευμένα με ελαιόλαδο ή ξύδι. Οι
ελιές ήταν πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό ωμές ή
συντηρημένες. Για τους αρχαίους Αθηναίους τα μανιτάρια ήταν νοστιμότατα και περιζήτητα, αλλά όλοι φοβούνταν για το δηλητήριό τους. Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Σίγουρα όμως η κατανάλωση θαλασσινών ήταν πολύ πιο συχνή. Oι Αθηναίοι πλούσιοι και φτωχοί είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και τα όστρακα. Επίσης μεγάλη ζήτηση είχαν τα παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και
τον Εύξεινο Πόντο. Το χέλι ήταν ένα ακριβό ψάρι που στοίχιζε τρεις δραχμές όσο ένα μικρό γουρουνόπουλο. Αντιθέτως οι σαρδέλες από το Φάληρο ήταν πιο προσιτές στον απλό κόσμο. Στην κλασική Αθήνα το κρέας κόστιζε πολύ με εξαίρεση το χοιρινό. Οι περισσότεροι έτρωγαν αρνίσιο ή κατσικίσιο κρέας μονάχα στις γιορτές. Εξαίρεση τα λουκάνικα που κατανάλωναν τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί. Οι αρχαίοι επίσης κυνηγούσαν για την τροφή τους. Έτρωγαν ότι πετούσε τσίχλες, πέρδικες, συκοφάγους ακόμα και μικρά σπουργίτια, όλα εκτός από τα κοράκια γιατί είχαν σκληρό και στυφό κρέας και τα ορτύκια τα οποία φυλάγανε για τις περίφημες ορτυκομαχίες τους. Από τα πιο ζηλευτά θηράματα ήταν οι αγριόχοιροι, τα ελάφια και τα ζαρκάδια που τότε ζούσαν σε όλα τα ελληνικά βουνά. Κατανάλωναν ακόμα γαλακτοκομικά και κυρίως τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως ελαιόλαδου. Εκτός από το γνωστό μας λάδι από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού (ελαίου) ιδανικό για τα γλυκίσματά τους. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό για να έχουν διαύγεια στις συζητήσεις. Τα φρούτα φρέσκα ή ξηρά τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για σύκα, σταφίδες, αχλάδια, ρόδια, κυδώνια, δαμάσκηνα (ιδιαίτερα αυτά της Συρίας), σταφύλια (αν και τα είχαν συνδέσει κυρίως με την παραγωγή κρασιού) κ.α. Τα ξηρά φρούτα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα κρασί. Στην περίπτωση αυτή, (του κρασιού) συνοδευόταν συχνά από καρύδια, φουντούκια, ψητά κάστανα, στραγάλια ή ψημένους καρπούς οξιάς. Τα γεύματα της ημέρας ήταν κυρίως τρία. Το πρωί πριν ξεκινήσουν για τις δουλειές τους έτρωγαν κάτι λιτό και αυτό το πρώτο γεύμα λεγόταν ακράτισμα (κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί, συνοδευόμενο από ελιές και σύκα). Κατά τη διάρκεια του πρωινού μπορούσαν να πιούν κυκέωνα
(ρόφημα από
βρασμένο θυμάρι αρωματισμένο με σουσάμι ή μέντα, γάλα και χλιαρό νερό με μέλι). Το μεσημέρι είχαν το άριστον, ένα ελαφρύ γεύμα προκειμένου να κρατηθούν μέχρι το βράδυ. Πριν το βραδινό, αν ήθελαν, έτρωγαν κάτι στα γρήγορα το εσπέρισμα. Το κανονικό γεύμα που ήταν πλουσιοπάροχο, το έπαιρναν στο τέλος της ημέρας και λεγόταν δείπνο. Έτρωγαν κανονικά μόνο τα βράδια, γιατί σχεδόν καθημερινά είχαν
καλεσμένους. Αυτό αποτελούνταν από όσπρια, κρέας ή ψάρι, τυρί, ελιές, πίτες. Το δείπνο τελείωνε με επιδόρπιο, τράγημα: φρούτα φρέσκα ή ξηρά, γλυκά, μέλι, καρύδια. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια γι’ αυτό έκοβαν το κρέας σε μικρά κομματάκια και το έπιαναν με το χέρι. Ωστόσο χρησιμοποιούσαν οβελούς (σούβλες) και κρεάγρες με δύο ή τρία στελέχη. Υπήρχαν κουτάλια, αλλά μερικές φορές αντί γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν την κόρα του ψωμιού.
Όταν τελείωναν το
γεύμα σκούπιζαν τα χέρια τους με ψίχα ψωμιού, την οποία στη συνέχεια την πετούσαν στα σκυλιά. Το νερό και το κρασί τα έπιναν συνήθως σε κύπελλα που ήταν πήλινα. Στα πλούσια συμπόσια υπήρχαν ασημένια ή και ολόχρυσα κύπελλα. Το ψωμί όπως και τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Η αρχαία Αθήνα φημιζόταν επίσης για τους πλακούντες- πίτες. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν άριστη ποιότητα αλεύρου για την πιο επιτηδευμένη πλακουντοποιία ή πεμματουργία. Η διαδικασία παρασκευής ήταν ίδια μ’ αυτή του άρτου, μόνο που στη ζύμη πρόσθεταν ποικίλα αρτύματα, γάλα, τυρί, αυγά, λάδι, λίπος, άνηθος, μάραθο, κύμινο, πιπέρι κ.α. ή ακόμα αμύγδαλα, σταφίδες κ.λπ. 5 ΧΡΥΣΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΣΤΡΑΤΟΥ Αγνά φαγητά για την παρασκευή των φαγητών. Αρμονία των υλικών μεταξύ τους. Όχι στις βαριές σάλτσες και τα καυτερά υλικά, καλύπτουν και δεν αναδεικνύουν επιμέρους γεύσεις. Ελαφριές σάλτσες. Βοηθούν στην απόλαυση του ουρανίσκου. Καρύκευμα του πιάτου με μέτρο ώστε να υπάρχει αρμονία των γεύσεων και των αρωμάτων του φαγητού. ΓΕΥΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ Ποικιλία χορταρικών με αγουρέλαιο, μυτωτό με πράσα- τυρί-σκόρδο, μανιτάρια με οξύμελι, φάβα από κουκιά, ρεβύθια με σαφράν-κόλιανδρο και κύμινο, αρακάς με πράσο και άνιθο, πληγούρι από κριθάρι με βότανα και μπαχαρικά.
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΕΣ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ
Τα Παναθήναια ήταν η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη γιορτή της αρχαίας Αθήνας που γινόταν προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Αρχικά η γιορτή λεγόταν «Αθήναια», όταν όμως ο Θησέας ένωσε όλους τους συνοικισμούς της Αττικής κι έφτιαξε την Αθήνα μια μεγάλη πόλη-κράτος, ονομάστηκε «Παναθήναια». Αρχικά ξεκίνησε ως γιορτή των αριστοκρατών, λάβαιναν μέρος στη γιορτή μόνο όσοι είχαν δικό τους ίππο. Αργότερα ο Πεισίστρατος έβαλε σ' αυτήν τους γυμνικούς αγώνες, στους οποίους μπορούσαν να συμμετέχουν και φτωχοί πολίτες. Με τον τρόπο αυτό τα Παναθήναια έγιναν λαϊκή γιορτή (γιορτή όλου του λαού) και απόκτησαν νέα λαμπρότητα. Τα Παναθήναια διακρίνονταν σε Μεγάλα και σε Μικρά. Τα Μεγάλα Παναθήναια γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Τα Μικρά γίνονταν κάθε 1 χρόνο. Τις περισσότερες φορές γίνονταν κατά το μήνα Εκατομβαιώνα, που αντιστοιχούσε με το σημερινό Ιούλιο. Τα Μεγάλα Παναθήναια γιορτάζονταν μεγαλοπρεπέστατα και διαρκούσαν 12 ημέρες. Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών γίνονταν θυσίες, αγώνες διαφόρων ειδών, πανηγυρίες και αρματοδρομίες. Στους νικητές των αγώνων αυτών δινόταν στεφάνι από ελιά και παναθηναϊκός αμφορέας γεμάτος λάδι από τις ιερές ελιές της Αθήνας. Από την εποχή του Περικλή, καθιερώθηκαν και μουσικοί αγώνες που γίνονταν στο Ωδείο. Σ' αυτούς απήγγειλαν ποιήματα και ρητορικούς λόγους και το έπαθλο ήταν χρηματικό. Την τελευταία ημέρα γινόταν η πομπή του ιερού πέπλου, που ήταν κίτρινος και είχε κεντημένη γιγαντομαχία. Η ετοιμασία του ιερού άρχιζε πολύ πριν από τη γιορτή. Κορίτσια από ευγενείς οικογένειες, οι "αρρηφόροι" και οι "εργαστίνες", με αρχηγό την ιέρεια της Πολιάδος Αθηνάς ύφαιναν και κεντούσαν τον ιερό πέπλο. Ο πέπλος μεταφερόταν επάνω σε άρμα. Πίσω από τον ιερό πέπλο, πήγαιναν οι εννέα άρχοντες,
οι πρυτάνεις, οι στρατηγοί και άλλοι επίσημοι. Ακολουθούσαν οι πομπείς, αυτοί που οδηγούσαν ζώα για τη θυσία, οι κανηφόροι (κορίτσια που έφεραν κάνιστρα, με τα αναγκαία για τη θυσία), οι εργαστίνες, οι αθλοθέτες, οι σκαφηφόροι (άνδρες μέτοικοι, που κρατούσαν σκάφες με αντικείμενα χρήσιμα για τη θυσία) και τέλος οι υδριαφόροι (κορίτσια με υδρίες) και θαλλοφόροι (γέροντες που κρατούσαν κλαδιά από ελιά). Η πομπή ξεκινούσε από τον Κεραμεικό και έφτανε στην Ακρόπολη. Εκεί πρόσφεραν τον καινούριο πέπλο στο ξόανο της θεάς Αθηνάς στο Ερέχθειο με εξαιρετική επισημότητα. Η κατάληξη της πομπής στην Ακρόπολη ακολουθούνταν από θυσία 100 βοδιών στο βωμό μπροστά στον Παρθενώνα.
ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ Τα Ηφαίστεια τελούνταν στο ιερό του θεού. Η ημερομηνία της εορτής στο αθηναϊκό ημερολόγιο είναι άγνωστη. Πιθανόν να λάμβανε χώρα κατά τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, το Μουνιχιώνα (μέσα Απριλίου-μέσα Μαΐου). Οι σημαντικότερες εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εορτή αυτή είναι οι διθυραμβικοί χοροί προς τιμήν του θεού, η λαμπαδηδρομία και η πομπή προς το ιερό, που κορυφωνόταν με τη θυσία μεγάλου αριθμού κατσικιών.
ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ Τα Μεγάλα Μυστήρια της Ελευσίνας ήταν μία από τις μεγαλύτερες εορτές του αθηναϊκού κράτους. Τελούνταν στα μέσα του μήνα Βοηδρομιώνα, στο τέλος του καλοκαιριού. Την εορτή σηματοδοτούσε μια πομπή, που ένωνε το άστυ με το δήμο της Ελευσίνας. Στο χώρο πάνω από την Αγορά είχε δημιουργηθεί ένα ιερό το οποίο ήταν αφιερωμένο στις δύο θεές της Ελευσίνας, τη Δήμητρα και την Κόρη, το «Ελευσίνιο». Εκεί μεταφέρονταν από το ιερό της Ελευσίνας ιερά αντικείμενα. Ο άρχων βασιλέας, ο ανώτερος θρησκευτικός άρχοντας της Αθήνας, που είχε το γενικό πρόσταγμα της εορτής των Ελευσινίων Μυστηρίων, καλούσε το δήμο σε εορταστική συνάθροιση στην Ποικίλη Στοά, όπου παρουσία των σημαντικότερων αξιωματούχων του Ελευσινίου ιερού γινόταν η επίσημη τελετή προκήρυξης της εορτής των Μυστηρίων Όσοι επιθυμούσαν να μυηθούν συγκεντρώνονταν εκεί. Συμμετείχαν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι. Οι μυσταγωγοί είχαν το καθήκον να καθοδηγήσουν τους υποψήφιους μύστες στις θυσίες και τις τελετουργικές πράξεις που έπρεπε να κάνουν για να προετοιμαστούν για τη μύηση. Την επόμενη ημέρα, οι μύστες οργάνωναν μια πομπή που κατευθυνόταν στη θάλασσα του Φαλήρου, προκειμένου να καθαρθούν με θαλασσινό νερό και να καταναλώσουν κρέας χοίρου που ήταν το ιερό ζώο της Δήμητρας.
ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ Μεγάλη Αρχαία Ελληνική ετήσια εορτή προς τιμήν του Θεού Διονύσου. Τα Ανθεστήρια είχαν τη γενικότερη ονομασία «Διονύσια».
Ο εορτασμός τους στην Αρχαία Αθήνα τελούνταν την 11η ως και την 13η του μήνα Ανθεστηρίωνα. Η πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν «πιθοίγια». Ονομάστηκε έτσι από το γεγονός ότι την ημέρα αυτή ανοίγονταν και δοκιμάζονταν
για πρώτη φορά τα πιθάρια με το κρασί της χρονιάς. Η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων λεγόταν «Χόες», από το ομώνυμο οινοδοχείο και η τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομάζονταν «Χύτροι», επειδή εκείνη την ημέρα προσφέρονταν αγγεία με άνθη, μαγειρεμένα λαχανικά και ποικιλία σιτηρών. Επίσης, την τρίτη και τελευταία ημέρα εορτάζονταν τα Υδροφόρια προς τιμήν όσων χάθηκαν στον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Οι Αθηναίοι δοκίμαζαν το νέο κρασί μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής χαράς.
ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ Η εορτή αυτή ήταν η τελευταία του αττικού έτους και γινόταν την τελευταία μέρα του Σκιροφοριώνα. Περιλάμβανε θυσία στο άγαλμα του Δία, στην Αγορά. Σε αυτή τη θυσία έπαιρναν μέρος όλοι οι αξιωματούχοι της πόλης, με επικεφαλής τον άρχοντα βασιλέα. Κάθε διοικητική δραστηριότητα, καθώς επίσης και η λειτουργία των δικαστηρίων, έπαυαν την ημέρα εκείνη. Δεν είναι γνωστό όμως αν στην εορτή συμμετείχε και ο λαός της Αθήνας ή αν αφορούσε μόνο τους αξιωματούχους που έπρεπε να παραλάβουν ή να παραδώσουν την εξουσία στους εκλεγμένους άρχοντες του νέου έτους (συμπεριλαμβανομένων των 500 βουλευτών). Η γιορτή ήταν έκφραση ευγνωμοσύνης της πόλης προς το Δία για την προστασία του και έκφραση της ελπίδας για τη συνέχιση της ευημερίας της πόλης κατά το επόμενο έτος.
ΤΑ ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑ Ήταν η σπουδαιότερη γιορτή από όλες που τελούνταν προς τιμήν της Δήμητρας, θεάς της γεωργίας και του πολιτισμού. Τα Θεσμοφόρια γιορτάζονταν σε όλη την Ελλάδα κι ήταν προορισμένα αποκλειστικά για τις παντρεμένες γυναίκες. Τα Θεσμοφόρια διαρκούσαν τρεις μέρες και περιλάμβαναν πομπή, μια μέρα νηστείας, και τελείωναν με τα "Καλλιγένεια", οπότε οι συμμετέχουσες γλεντούσαν.
ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΑ
Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν τα συμπόσια (συν+πίνειν),τα οποία οργάνωναν στις διάφορες οικογενειακές γιορτές ή στις γιορτές της πόλης τους, ακόμη για τον ερχομό ενός φίλου ή για τη νίκη σε αθλητικούς , δραματικούς ή και πολιτικούς αγώνες. Τα συμπόσια πραγματοποιούνταν στο χώρο του ανδρώνα, ο οποίος ήταν γεμάτος με αρώματα από αιθέρια έλαια και στεφάνια, ενώ φωτίζονταν με λυχνάρια κρεμασμένα στους τοίχους. Η συμμετοχή των γυναικών ήταν απαγορευμένη. Επιτρεπόταν να παραβρίσκονται μόνο οι χορεύτριες και οι τραγουδίστριες που διασκέδαζαν τους καλεσμένους. Σε ορισμένα από αυτά, οι καλεσμένοι συμμετείχαν προσφέροντας χρήματα ή τρόφιμα, τα οποία λέγονταν "συμβολές". Οι συμποσιαστές, μισοξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, δυο και τρεις μαζί, έτρωγαν, έπιναν, συζητούσαν, έπαιζαν διάφορα παιχνίδια και απολάμβαναν τη μουσική και το χορό. Το κρασί το έπιναν στο τέλος του δείπνου αραιωμένο με νερό. Το φαγητό το έτρωγαν με τα χέρια και ,εφόσον δεν υπήρχαν χαρτοπετσέτες, σκούπιζαν τα δάχτυλά τους σε ψίχες ψωμιού. Στο τέλος πέταγαν την ψίχα στο πάτωμα και την έτρωγαν τα σκυλιά του ιδιοκτήτη που τριγύριζαν στο δωμάτιο.
ΤΟ «ΕΓΚΑΙΝΙΟ» Το χτίσιμο ενός σπιτιού είναι πάντα ένα σημαντικό γεγονός για τους ανθρώπους. Όλοι θέλουν το σπίτι τους να είναι γερό και η ζωή τους όμορφη και ευτυχισμένη μέσα σ΄αυτό. Οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι αυτό θα συνέβαινε, αν πριν κατοικήσουν το σπίτι τους έκαναν την τελετή που ονόμαζαν «εγκαίνιο». Αυτό που γνωρίζουμε για την τελετή είναι πως μαζευόταν η οικογένεια, άναβε φωτιά σε ένα μικρό λάκκο που είχε σκάψει, και όλοι έριχναν μέσα κομμάτια από κρέας ζώων ή πτηνών και ίσως καρπούς, γλυκίσματα, κρασί και λάδι. Μετά, πριν σβήσει η
φωτιά, έριχναν και τα πήλινα αγγεία που περιείχαν τις προσφορές. Στο τέλος σκέπαζαν το λάκκο και από πάνω του χτιζόταν το σπίτι. Αυτό το έθιμο διατηρείται παρόμοιο μέχρι και τις μέρες μας.
«ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ» - ΝΕΚΡΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ Οι Έλληνες πίστευαν ότι οι ψυχές των νεκρών κατέβαιναν στο βασίλειο του θεού Άδη ή Πλούτωνα. Οδηγός του νεκρού στο στερνό του ταξίδι ήταν ο Ερμής Ψυχοπομπός. Αυτός οδηγούσε την ψυχή και την άφηνε στην όχθη της Αχερουσίας λίμνης. Εκεί την παραλάμβανε ο Χάροντας για να την περάσει στην απέναντι όχθη με πληρωμή το νόμισμα που είχαν τοποθετήσει οι συγγενείς στο στόμα του νεκρού. Αν οι συγγενείς δεν τοποθετούσαν το νόμισμα, τότε η ψυχή του νεκρού δυστυχισμένη, περιπλανιόταν χωρίς να μπορεί να μπει στον Άδη. Αν ο νεκρός είχε ζήσει μια ενάρετη ζωή οδηγούνταν στα Ηλύσια Πεδία, έναν ηλιόλουστο τόπο γεμάτο ευτυχία και χαρά. Αν, αντίθετα, η ζωή του ήταν κακή, ριχνόταν στα Τάρταρα, όπου υποβαλλόταν σε βασανιστήρια. Τον νεκρό περιποιούνταν γυναίκες που είχαν περάσει την ηλικία των 60 ετών, συγγενείς του. Σε ένδειξη πένθους έκοβαν τα μαλλιά τους και φορούσαν μαύρα ή γκρίζα ρούχα, όπως και οι υπόλοιποι συγγενείς. Οι γυναίκες έπλεναν το σώμα του νεκρού, το άλειφαν με λάδι, το έντυναν, το στόλιζαν με άνθη και κορδέλες και το τοποθετούσαν στο κρεβάτι. Βασικά στοιχεία μιας ταφής ήταν η πρόθεση (δηλαδή η τοποθέτηση του νεκρού στο κρεβάτι μέσα στην οικία του), ο θρήνος (από τους, συγγενείς, τους φίλους, αλλά και επαγγελματίες γυναίκες μοιρολογίστρες) και η εκφορά (δηλαδή η μεταφορά του νεκρού στην τελευταία του κατοικία). Η πορεία προς το νεκροταφείο γινόταν σιωπηλά, τα χαράματα. Την ταφή ακολουθούσε επιτάφιο γεύμα (περίδειπνο). Όταν η κηδεία αφορούσε νεκρούς πολέμου, τότε οριζόταν από τον δήμο κάποιος για να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο (όπως π.χ. ο επιτάφιος που εκφώνησε ο Περικλής για να τιμηθούν οι νεκροί του πρώτου έτους του πελοποννησιακού πολέμου). Την τρίτη, ένατη και τριακοστή ημέρα καθώς και την ημέρα που συμπληρωνόταν ένας χρόνος μετά το θάνατο γινόταν θυσία στον τάφο του νεκρού και προσφερόταν δείπνο στο σπίτι. Κάθε χρόνο οι συγγενείς την ημέρα του θανάτου πρόσφεραν καρπούς και λουλούδια στον τάφο του νεκρού. Στον Κεραμεικό, νεκροταφείο των αρχαίων Αθηναίων, ανακαλύφθηκαν επιτύμβιες στήλες, ανάγλυφα, αγαλματάκια, κτερίσματα, όπλα της εποχής και διάφορα άλλα αντικείμενα μεγάλου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος.
ΤΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 5ου αι. π.Χ Οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Πέρσες είχαν σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν τα αρχαία ιερά που βρίσκονταν στην Αττική και στο βράχο της Ακρόπολης. Έτσι μετά το τέλος των εχθροπραξιών, στα μέσα του 5ου π.Χ αι. ο Περικλής, μεγάλος πολιτικός της Αθήνας, ονειρεύτηκε να ξαναχτιστεί η πόλη του λαμπρότερη από πριν και να γίνει μεγάλη στρατιωτική και οικονομική δύναμη. Από ευγνωμοσύνη στους θεούς, που βοήθησαν για τη νίκη των Ελλήνων, άρχισαν να γίνονται στην Αττική σπουδαία μνημεία και λαμπρά έργα τέχνης. Για τα έργα αυτά, που ποτέ κανείς δεν κατάφερε να τα ξεπεράσει, κι ονομάστηκαν κλασικά, ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα. Για το λόγο αυτό, αργότερα ,ο Περικλής κατηγορήθηκε από τις συμμαχικές πόλεις, ότι καταχράστηκε το ταμείο της συμμαχίας. Τέτοια έργα ήταν: τα Προπύλαια, το Ερέχθειο, ο ναός της Αθηνάς Νίκης και ο Παρθενώνας. Το δημιούργημα που ξεχώριζε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα, ήταν ο Παρθενώνας.. Είχε σχεδιαστεί από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη, προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας και αρχηγού της πόλης. Μέσα στο ναό, υπήρχε το τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, φτιαγμένο από το μεγάλο γλύπτη Φειδία. Ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης συνεργάστηκαν στενά με το Φειδία, και προχώρησαν σε πολύ νέες και τολμηρές ιδέες για την εποχή τους . Συνθέσανε διαφορετικά στοιχεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, με έμπνευση και σοφία, κι έφτιαξαν το λαμπρότερο έργο όλων των εποχών, τον Παρθενώνα . Στην Αθήνα εκτός από το Φειδία έζησαν και άλλοι μεγάλοι γλύπτες, όπως ο Μύρωνας και ο Πολύκλειτος, που δημιούργησαν πανέμορφα γλυπτά αγάλματα όπως «ο Δισκοβόλος του Μύρωνα» και «ο Δορυφόρος του Πολυκλείτου», που διέφεραν πολύ από τους κούρους και τις κόρες της προηγούμενης εποχής (αρχαϊκής περιόδου). Κάποια από αυτά σώζονται μέχρι τις μέρες μας, και φυλάσσονται σε μουσεία της χώρας μας ή και σε μουσεία του εξωτερικού. Πολλά όμως εκπληκτικά έργα που εμείς γνωρίζουμε πως κάποτε υπήρξαν, δυστυχώς δεν υπάρχουν πια. Αλλά και μεγάλοι ζωγράφοι, (όπως ο Παρράσιος, ο Ζεύξης, ο Αγάθαρχος και ο Απολλόδωρος) έζησαν και δημιούργησαν στην Αθήνα την περίοδο αυτή. Ζωγράφιζαν
συνήθως τους ναούς μέσα κι έξω, με φωτεινά χρώματα, που δυστυχώς οι εικόνες τους δεν έχουν σωθεί ως τις μέρες μας. Ευτυχώς, μια ιδέα από τη ζωγραφική αυτής της περιόδου μπορούμε να πάρουμε από τα αγγεία . Τα αγγεία είχαν συνήθως παραστάσεις από μορφές θεών και μυθικών προσώπων, και ήταν ερυθρόμορφα. Οι παναθηναϊκοί αμφορείς που σώθηκαν ως τις μέρες μας κι αποτελούν σπουδαία έργα τέχνης, είναι μεγάλα αγγεία που προσφέρονταν σαν έπαθλα στους νικητές των αγώνων κατά τη θρησκευτική γιορτή των μεγάλων Παναθηναίων. Οι νικητές, έπαιρναν τους αμφορείς γεμάτους με λάδι. Συνήθως από τη μια τους πλευρά είχαν την παράσταση της θεάς Αθηνάς με την πανοπλία της, κι από την άλλη είχαν παράσταση του αγωνίσματος για την βράβευση του οποίου προορίζονταν. Αξίζει να σημειώσουμε πως και η μουσική με το θέατρο ήταν τέχνες που αναπτύχθηκαν πολύ εκείνη την εποχή, και μάλιστα, συνδέονταν μεταξύ τους.
Η ΑΘΗΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ «ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» Η πόλη της Αθήνας στα χρόνια της κλασικής εποχής ήταν το πνευματικό κέντρο της Ελλάδας. Γίνεται «Σχολείο της Ελλάδας» γιατί ήταν χώρος συγκέντρωσης φιλοσόφων, ιστορικών και ποιητών. Στο χώρο της φιλοσοφίας ξεχωρίζουν κυρίως οι προσωπικότητες του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι φιλόσοφοι ασχολούνταν με τα προβλήματα που αφορούσαν τον ίδιο τον άνθρωπο. Τον 5ο αι. π.Χ. έζησαν στην Αθήνα δυο σπουδαίοι ιστορικοί, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Ο Ηρόδοτος καταγόταν από την Αλικαρνασσό, έκανε πολλά ταξίδια και έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα. Έγραψε πρώτος για τους Περσικούς πολέμους κι ονομάστηκε «πατέρας της ιστορίας». Ο Θουκυδίδης, σπουδαίος ιστορικός, καταγόταν από την Αθήνα και έγραψε για τον πελοποννησιακό πόλεμο. Δεν πρόλαβε όμως να τον ολοκληρώσει γιατί πέθανε. Ο Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος ιστορικός που προσπάθησε να γράψει τα γεγονότα ακριβώς όπως έγιναν. Την εποχή του Περικλή έφτασε στη μεγάλη του ακμή και το θέατρο. Το αρχαίο θέατρο θεωρούνταν σχολείο της Ελλάδας, γι’ αυτό το κράτος αναλάμβανε να πληρώνει το εισιτήριο των φτωχών πολιτών. Οι υποθέσεις των έργων όταν ήταν σοβαρές και ονομάζονταν τραγωδίες. Οι μεγαλύτεροι τραγικοί ποιητές του 5ου αιώνα, που έγραψαν αξιόλογα έργα για το θέατρο, ήταν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Έργα με εύθυμη και κωμική υπόθεση, δηλαδή κωμωδίες έγραψε ο Αριστοφάνης. Πολλά έργα τους παίζονται ακόμη και σήμερα με μεγάλη επιτυχία Στις τραγωδίες και τις κωμωδίες, πολλοί μαζί ηθοποιοί ( ήταν ΜΟΝΟ άντρες), συνήθως σε κύκλο, που ονομάζονταν χορός, τραγουδούσαν με ρυθμό διάφορα κομμάτια του θεατρικού έργου, τα χορικά αποσπάσματα.
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ Η άποψη ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική. Η ενδυμασία αποτελούνταν από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, όπως πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Οι άντρες δεν φορούσαν κίτρινα ενδύματα, τα οποία θεωρούσαν κατάλληλα μόνο για τις γυναίκες. Το κύριο κομμάτι της ανδρικής ενδυμασίας αποτελούσε ο χιτώνας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κομμάτι πανί με τρύπες για τα χέρια, το οποίο στερεωνόταν στον ένα ώμο. Το μήκος του ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Τον έσφιγγαν με ένα κορδόνι κι έτσι έφτανε μέχρι τα γόνατα. Οι χιτώνες που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους δεν ήταν οι συνηθισμένοι. Αυτοί είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι. Ο αριστερός ώμος έμενε ακάλυπτος. Πάνω από τον χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα, που τον έλεγαν ιμάτιο. Το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο και τον περνούσαν κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι έτσι ώστε η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Υπήρχε κι ένας κοντός μανδύας πιασμένος με μια πόρπη αφημένος να πέφτει ελεύθερα από τους ώμους και τις πλάτες. Ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας. Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι αρχαίοι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα στο κεφάλι μόνο όταν έβγαιναν έξω από την πόλη. Έτσι προστατεύονταν από τη ζέστη και τη βροχή.
Ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα (πεπιεσμένο μαλλί προβάτων = κετσές), με πολύ μικρούς γύρους ή χωρίς γύρους. Ο πέτασος ήταν ένα καπέλο ίσιο στην κορυφή με ένα κορδόνι , που είχε σκοπό να σφίγγει καλά κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν το έβγαζαν και το έριχναν πίσω στην πλάτη. Η κυνή ήταν ένας απλός, στρογγυλός σκούφος από δέρμα σκύλου.
Ζωγραφιές και γλυπτά που σώθηκαν μας δίνουν πολλά στοιχεία για την ενδυμασία των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα. Οι άνδρες ζωγράφοι και γλύπτες απεικόνιζαν συχνά αγόρια και άνδρες γυμνούς, αλλά σχεδόν πάντα οι γυναίκες εμφανίζονται με ρούχα. Έτσι μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα σχετικά με το τι φορούσαν οι γυναίκες. Επειδή το κλίμα ήταν ζεστό κι είχε καλοκαιρία τον περισσότερο καιρό, πολλές γυναίκες φορούσαν μόνο έναν χιτώνα, μια μακριά, ριχτή εσθήτα από λινό, χωρίς μανίκια, με κεντήματα μερικές φορές. Το ρούχο αυτό συγκρατούνταν στη θέση του με πόρπες στους ώμους και μια ζώνη δεμένη στη μέση ή λίγο πιο πάνω. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζονταν οι πτυχές που βλέπουμε συχνά στα αγάλματα. Όταν έκανε κρύο, οι ευκατάστατες γυναίκες έριχναν πάνω από το ρούχο τους ένα τετράγωνο μάλλινο κομμάτι ύφασμα, σαν μανδύα. Αυτό ονομαζόταν ιμάτιο. Στα πόδια τους φορούσαν απλά σανδάλια από δέρμα με καρφωμένες σόλες, φτιαγμένα στον σκυτοτόμο (παπουτσή) της γειτονιάς. Οι πιο εύπορες γυναίκες θα είχαν πιθανότατα ράφτρες και υφάντρες να τους φτιάχνουν τα ρούχα και θα διέθεταν πολλές φορεσιές. Συνήθως όμως οι περισσότερες γυναίκες έφτιαχναν μόνες τους στο σπίτι τα ρούχα για όλη την οικογένεια. Αυτά τα ρούχα ήταν πολύ φαρδιά και χωρίς φόρμα – αντίθετα με αυτά που φορούσαν οι
βάρβαροι, οι οποίοι εμφανίζονται συχνά με εφαρμοστά ρούχα που επιδεικνύουν το σώμα. Τα ενδύματα παρουσίαζαν ποικιλία τόσο ως προς το υλικό του υφάσματος που χρησιμοποιούνταν για τους χιτώνες (λινάρι, μαλλί, καννάβι κλπ) όσο και ως προς τα διαφορετικά διακοσμητικά σχέδια, ρίγες, βούλες ή κεντήματα. Επίσης υπήρχε και μεγάλη ποικιλία χρωμάτων με το κίτρινο να θεωρείται το πιο θηλυκό χρώμα.
ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Το παιχνίδι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία. Οι αρχαίοι Έλληνες το είχαν ως μέσο αυτοαγωγής γι’ αυτό έδιναν μεγάλη σημασία στο ρόλο του και το είχαν εντάξει στο πρόγραμμα αγωγής παιδιών. Θεωρούσαν όμως ότι ήταν επίσης σημαντικά και για τους ενήλικες, οι οποίοι αφιέρωναν μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου τους σε αγώνες και ομαδικά παιχνίδια. Σε όλα τα παιχνίδια υπήρχαν κανόνες οι οποίοι τηρούνταν πιστά από όλους, αναπτύσσοντας την συντροφικότητα, ασκώντας το σώμα, καλλιεργώντας το πνεύμα, μαθαίνοντας τα παιδιά να σέβονται και να τηρούν τους κανόνες – νόμους του παιχνιδιού αρχικά και της πατρίδας τους όταν μεγαλώσουν. Ο Πλάτωνας τόνιζε την ανάγκη οι γονείς να επιτρέπουν στα παιδιά τους να παίζουν ως τα έξι τους χρόνια με όποια παιχνίδια ήθελαν και όπως ήθελαν, έχοντας ταυτόχρονα κι έναν προσανατολισμό εκμάθησης κάποιου επαγγέλματος, το οποίο θα οδηγούσε σε μια ήρεμη και γαλήνια ζωή. Ο Αριστοτέλης προέτρεπε τους γονείς να δίνουν στα παιδιά τους όσο το δυνατόν πιο πρωτότυπα παιχνίδια, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αφοσίωση σ’ αυτά και να «ενοχλούν» λιγότερο και ταυτόχρονα να αναπτύσσουν δημιουργική φαντασία. Ο Ιπποκράτης συμβούλευε τους γονείς να τρέχουν με τον κρίκο για την καλύτερη διατήρηση της σωματικής τους υγείας και μ’αυτόν μπορούν και τα παιδιά να παίζουν. Τα παιχνίδια στην αρχαία Αθήνα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο τότε, ήταν φτιαγμένα από χώμα και νερό, πηλό ή ξύλο.
Ένα από τα πρώτα παιχνίδια που έπαιζαν τα μωρά ήταν η πλαταγή (πήλινη κουδουνίστρα), για να ξεχνιέται, να σταματάει το κλάμα και σύμφωνα με τις δοξασίες της εποχής απομάκρυνε τα κακά πνεύματα. Τα κορίτσια εκπαιδεύονταν για το ρόλο της μητέρας από πολύ μικρή ηλικία και γι’ αυτό το λόγο δεν αποχωρίζονταν ποτέ τις πλαγγόνες (κούκλες), οι οποίες ανάλογα με τα υλικά κατασκευής τους, είχαν διαφορετικά ονόματα. Όταν ήταν φτιαγμένες από πηλό ή κερί και είχαν συμβολικό χαρακτήρα ονομάζονταν «νύμφες και κόρες», ενώ αν κινούνταν με τη βοήθεια συρμάτων (σαν μαριονέτες) λέγονταν «νευρόσπαστα» ή «δαίδαλα» (από τον Δαίδαλο στον οποίο και αποδίδονταν). Αγαπημένο των αγοριών ήταν το άθυρμα, πήλινο αλογάκι πάνω σε ρόδες, που το έσερναν σε όλο το σπίτι. Όταν μεγάλωναν λίγο έπαιζαν μ’ ένα αμαξάκι με ρόδες (αντίγραφο εκείνων στους αγώνες), που το έσερναν σκύλοι, μικροκαμωμένα άλογα ή τα ίδια τα παιδιά. Εάν δεν υπήρχε αμαξάκι τότε ένα καλάμι «μεταμορφωνόταν» σε άλογο. Το παιχνίδι αυτό λεγόταν κάλαμον περιβήναι. Την ίυγξ αποτελούσε ένας ξύλινος τροχίσκος στον οποίο περνούσαν διπλή κλωστή και αφού το περιέστρεφαν, μια το τραβούσαν και μια το χαλάρωναν έτσι ώστε να παραχθεί ένας ήχος που θύμιζε ένα πουλί την ίυγγα. Άλλα ομαδικά παιχνίδια ήταν η αμπάριζα δηλαδή το κυνηγητό, η χαλκή μύια η σημερινή μας τυφλόμυγα, το κολλαβίζειν που είναι γνωστό σ’ εμάς ως μπιζ. Η αποδιδρασκίνδα ή κρυπτίδα είναι το σημερινό κρυφτό, η ακινητίνδα είναι το «αγαλματάκια ακούνητα, αγέλαστα κι αμίλητα». Η γνωστή μας μπάλα λεγόταν σφαίρα και ήταν κατασκευασμένη από αλογότριχες κι ως εξωτερικό περίβλημα είχε δέρμα ή κομμάτια ύφασμα ραμμένα μεταξύ τους. Τη μπάλα δεν τη χτυπούσαν ποτέ με τα πόδια, αλλά έπαιζαν πάντα με τα χέρια. Άλλα παιχνίδια που μας έρχονται από την αρχαιότητα αλλά μας είναι πολύ γνωστά και τα έχουμε παίξει είναι ο στρόβιλος ή βέμβιξ ή στρόμβος, η γνωστή μας σβούρα, το γιο –γιο, επιπλέον ένα παιχνίδι όμοιο με το «κλέφτες κι αστυνόμους» που το ονόμαζαν βασιλίνδα και η διελκυστίνδα ή σκαπέρδα που παιζόταν είτε από δύο παιδιά
είτε
από
δύο
ομάδες
παιδιών.
Ασκωλιασμός λεγόταν το κουτσό, το οποίο παιζόταν με τρεις παραλλαγές α) ποιος
θα φτάσει μακρύτερα πηδώντας στο ένα πόδι, β) ένας παίχτης κυνηγάει τους άλλους που τρέχουν στο ένα πόδι, γ) μετρούν ποιος θα κάνει τα περισσότερα πηδήματα στο ένα πόδι. Τα πεντόλιθα (πεντόβολα) παιχνίδι που παίζεται ακόμα και σήμερα μπορούσαν να παίξουν όσα παιδιά ήθελαν. Το κάθε παιδί είχε συγκεντρωμένα πέντε βότσαλα κόντα στα πόδια του. Ο κάθε παίχτης πέταγε ένα βότσαλο ψηλά και έπρεπε να το ξαναπιάσει αφού πρώτα είχε πάρει από κάτω ένα ακόμα βότσαλο. Σήμερα δεν υπάρχει άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη που να μην γνωρίζει το σκάκι που στην αρχαιότητα το ονόμαζαν ζατρίκιον και που ήταν ένα παιχνίδι το οποίο επινόησαν οι αρχαίοι Έλληνες από την αρχή της ιστορικής τους διαδρομής.
ΠΛΑΤΑΓΗ
ΠΛΑΓΓΟΝΕΣ