KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 3
ΚΑΡΛ ΟΥΒΕ ΚΝΑΟΥΣΓΚΟΡΝΤ
Ο Α ΓΩΝΑ Σ Μ ΟΥ ~ 1Ι
ΕΝΑΣ ερωτευμενοσ αντρασ c Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΟΡΒΗΓΙΚΑ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 4
Η μετάφραση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της NORLA. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Karl Ove Knausgård, Min kamp. Andre bok © ©
Copyright Forlaget Oktober as, Oslo 2009. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN SET 978-960-03-5905-3 ISBN T2 978-960-03-5986-2
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 5
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 6
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 7
29 Ιουλίου 2008
Τ
Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΗΤΑΝ ΜΑΚΡΥ, ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ. ΣΤΙΣ
26 Ιουνίου ολοκλήρωσα το πρώτο μέρος του μυθιστορή-
* Στα νορβηγικά Kolonihytte: πρόκειται για ένα μικρό οικόπεδο με ένα σπιτάκι, κάτι σαν καλύβα, συνήθως χωρίς ρεύμα ή θέρμανση, σαν φτωχικό εξοχικό. Συνήθως, τέτοιες καλύβες βρίσκονται σε μια έκταση με πολλές άλλες αντίστοιχες, που χρησιμοποιούνται για το Σαββατοκύριακο. Είναι κάτι πολύ συνηθισμένο σε όλη τη Σκανδιναβία (Σ.τ.Μ.).
7
ματος και από τότε, πάνω από ένα μήνα, πήραμε τη Βάνια και τη Χάιντι από τον παιδικό σταθμό και τις έχουμε τώρα στο σπίτι, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό, δηλαδή μια καθημερινή ζωή με πολύ πιο έντονη δραστηριότητα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σκοπό έχουν οι διακοπές, ποτέ δεν μου χρειάστηκαν, πάντα ήθελα να δουλεύω όσο περισσότερο μπορούσα. Όμως, αν πρέπει να το κάνω, τότε ας πάει στο καλό, θα το κάνω. Την πρώτη εβδομάδα βασικά έπρεπε να πάμε στο εξοχικό,* που το ήθελε η Λίντα και το είχαμε αγοράσει πέρυσι το φθινόπωρο, για να το έχουμε από τη μια για να γράφουμε και από την άλλη ένα καταφύγιο για τα Σαββατοκύριακα, αλλά μετά από τρεις μέρες κουραζόμαστε, το εγκαταλείπαμε και ξαναγυρίζαμε στην πόλη. Τρία μικρά παιδιά και δυο μεγάλοι σε μια σταλιά χώρο, με ένα σωρό κόσμο γύρω τους δεξιά αριστερά, πάνω και κάτω, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να ξεχορταριάζουν και να κουρεύουν το γρασίδι, δεν είναι απαραίτητα καλή ιδέα, ειδικά μάλιστα αν η ατμόσφαιρα που επικρατεί εί-
8
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 8
ναι ήδη τεταμένη. Εκεί, μαλώναμε πολλές φορές με δυνατές φωνές, κατά πάσα πιθανότητα προς μεγάλη ευχαρίστηση του γείτονα, και η αίσθηση ότι κοντά μας υπήρχαν εκατοντάδες εξοχικά, φροντισμένα υποδειγματικά, με όλα εκείνα τα ημίγυμνα γερόντια, με έκανε να τα παίζω τελείως από την κλειστοφοβία. Μια τέτοια διάθεση τα παιδιά την πιάνουν στο άψε σβήσε και, βεβαίως, την εκμεταλλεύονται, ειδικά η Βάνια, που αντιδρά αμέσως όταν νιώθει ότι αλλάζει η ένταση και ο τόνος της φωνής, και τότε περνάει στην αντεπίθεση, αρχίζει να κάνει αυτό που ξέρει ότι δεν μας αρέσει καθόλου, και που μας βγάζει έξω από τα ρούχα μας, αν κρατήσει λίγο παραπάνω από όσο πρέπει. Όταν είμαστε μες στα νεύρα είναι σχεδόν αδύνατο να συγκρατηθούμε, έτσι κυριολεκτικά δεινοπαθούμε κι αυτό κρατάει για αρκετή ώρα, φωνές, νεύρα και τσατίλες. Την επόμενη εβδομάδα νοικιάσαμε ένα αμάξι και πήγαμε στο Τιερν, έξω από το Γκέτεμποργκ, όπου η φιλενάδα της Λίντας, η Μικαέλα, που είναι και νονά της Βάνιας, μας είχε καλέσει στο εξοχικό του φίλου της. Την ρωτήσαμε αν ήξερε πώς είναι να είσαι με τρία παιδιά, και αν ήταν σίγουρη ότι μας ήθελε εκεί, όμως, ήταν σίγουρη, έτσι είπε, εκείνη θα έφτιαχνε γλυκά με τα παιδιά, θα τα πήγαινε στην παραλία για μπάνιο και για να ψαρέψουν καραβίδες, κι εμείς θα μπορούσαμε να μείνουμε για λίγο μόνοι μας. Κι εμείς τσιμπήσαμε. Πεταχτήκαμε, λοιπόν, μέχρι το Τιερν, παρκάραμε έξω από το εξοχικό τους, στις παρυφές αυτού του όμορφου τοπίου, που, τελείως περίεργα, θύμιζε πολύ τη Νότια Νορβηγία, μπήκαμε μέσα με όλα τα παιδιά και όλα τα μπαγάζια μας. Αρχικά το σχέδιο ήταν να μείνουμε εκεί όλη την εβδομάδα, όμως, τρεις μέρες αργότερα ξαναμαζέψαμε τα πράγματά μας στο αμάξι και βάλαμε πλώρη πάλι νότια, μεγάλη ανακούφιση για τη Μικαέλα και τον Έρικ. Όσοι δεν έχουν παιδιά σπάνια καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό, δεν πάει να είναι ώριμοι, μορφωμένοι, διανοούμενοι και τα ρέστα, μια φορά έτσι ήμουν κι εγώ, πριν αποκτήσω δικά μου
παιδιά. Η Μικαέλα και ο Έρικ είναι καριερίστες, όσο ξέρω τη Μικαέλα, δεν είχε παρά μόνο διευθυντικές θέσεις στον χώρο του πολιτισμού, ενώ ο Έρικ είναι διευθυντής ενός μεγαλόσχημου ιδρύματος με παγκόσμια φήμη και με έδρα τη Σουηδία. Μετά το Τιερν θα πήγαινε σε συνέδριο στον Παναμά, και έπειτα θα συνέχιζαν τις διακοπές τους στην Προβηγκία, γιατί έτσι είναι η ζωή τους, τα μέρη που εγώ τα ήξερα μόνο από τις εφημερίδες και τα περιοδικά είναι γι’ αυτούς ψωμοτύρι. Και μέσα σ’ όλα αυτά ερχόμαστε και εμείς, με τα μωρομάντιλά μας και τις πάνες μας, ο Τζον να μπουσουλάει παντού, η Χάιντι και η Βάνια να μαλώνουν και να τσιρίζουν, να γελάνε και να κλαίνε, να μην τρώνε ποτέ στο τραπέζι, να μην κάνουν ποτέ ό,τι τους λέμε, και όσο τουλάχιστον είμαστε έξω με κόσμο και θέλουμε πραγματικά να φερθούν σωστά, αυτά το νιώθουν, έτσι, όσο περισσότερη ανάγκη το έχουμε εμείς, τόσο πιο πολύ αυτά κάνουν του κεφαλιού τους, και παρόλο που το εξοχικό ήταν μεγάλο και ευρύχωρο, δεν ήταν αρκετά μεγάλο και ευρύχωρο για να κάτσουν ήσυχα. Ο Έρικ έκανε ότι τίποτα δεν τον φόβιζε απ’ όσα γίνονταν εκεί μέσα, ήθελε πάρα πολύ να το παίξει ανοιχτόκαρδος και ότι αγαπάει τα παιδιά, όμως, οι κινήσεις που έκανε συνεχώς τον πρόδιδαν, όπως όταν έσφιγγε τα χέρια του πάνω στο σώμα, όταν γυρνούσε γύρω γύρω κι έβαζε συνέχεια τα πράγματα στη θέση τους, ακόμη και το απόμακρο βλέμμα του. Ήταν κοντά στα πράγματα και στο μέρος που ήξερε όλη του τη ζωή, αλλά πολύ μακριά από αυτούς που εκείνες τις μέρες έμεναν εκεί, και τους κοίταζε λίγο πολύ όπως θα κοίταζε τυφλοπόντικες ή σκαντζόχοιρους. Εγώ τον καταλάβαινα και τον πήγαινα. Ταυτόχρονα σκεφτόμουν και όλα αυτά, και έτσι ήταν αδύνατο να μιλήσουμε σαν άνθρωποι. Είχε σπουδάσει στο Κέμπριτζ και στην Οξφόρδη, και είχε κάνει πολλά χρόνια χρηματιστής στους οικονομικούς κύκλους του Λονδίνου, όμως, όταν πήγε μια βόλτα με τη Βάνια σε ένα ύψωμα δίπλα στη θάλασσα, την άφησε να ανέβει με την άνεσή της αρκετά μέτρα μπρο-
9
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 9
10
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 10
στά του, ενώ εκείνος στεκόταν ακίνητος και θαύμαζε τη θέα, χωρίς να σκεφτεί καν ότι η Βάνια δεν ήταν παρά μόνο τεσσάρων χρονών και δεν είχε την αίθηση του κινδύνου, έτσι χρειάστηκε ν’ ανέβω τρέχοντας επάνω με τη Χάιντι ανά χείρας και να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Όταν ένα μισάωρο αργότερα καθίσαμε σε μια καφετέρια, με τα πόδια μου σαν μολύβια από το απότομο τρέξιμο στην ανηφόρα, και του ζήτησα να δώσει στον Τζον να φάει λίγο από ένα ψωμάκι που του άφησα δίπλα του, γιατί εγώ θα έπρεπε να προσέχω τη Χάιντι και τη Βάνια, και ταυτόχρονα να τους φέρω κάτι να φάνε, εκείνος έγνεψε ότι ναι, κανένα πρόβλημα, αλλά δεν άφησε την εφημερίδα που διάβαζε, δεν σήκωσε ούτε τόσο δα τα μάτια του από αυτήν, και δεν πήρε χαμπάρι που ο Τζον, μόλις μισό μέτρο πιο πέρα, νευρίαζε όλο και περισσότερο, και στο τέλος το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο από το κλάμα, για το ψωμί που ήθελε μεν να φάει, αλλά δεν το έβλεπε, και δεν μπορούσε καν να το φτάσει. Το όλο σκηνικό έκανε τη Λίντα να τα πάρει στο κρανίο εκεί που καθόταν, στην άλλη άκρη του τραπεζιού, το κατάλαβα αμέσως, όμως, το κατάπιε, δεν είπε τίποτα, περίμενε να βρεθούμε μόνοι οι δυο μας, και είπε να γυρίσουμε σπίτι. Εδώ και τώρα. Εγώ, συνηθισμένος στις μεταπτώσεις του χαρακτήρα της, της είπα να το βουλώσει και να μην παίρνει τέτοιες αποφάσεις όταν έχει τα νεύρα της. Αυτό φυσικά την έκανε να τα πάρει ακόμα περισσότερο, και έτσι συνεχίσαμε μέχρι το άλλο πρωί, ώσπου μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε. Ο γαλάζιος ουρανός που ανοιγόταν μπροστά μας και το κακοτράχαλο και ανεμοδαρμένο, αλλά όμορφο τοπίο, συν το ότι τα παιδιά ήταν χαρούμενα και επιπλέον ότι είμαστε σε αμάξι και όχι σε βαγόνι τρένου ή σε αεροπλάνο, όπως συνήθως ταξιδεύαμε τα τελευταία χρόνια, έκανε την ατμόσφαιρα πιο ανάλαφρη, όμως όχι για πολύ, γιατί μετά ξαναρχίσαμε, διότι έπρεπε να φάμε, και το εστιατόριο που βρήκαμε, και σταματήσαμε για να φάμε, ανήκε τελικά σε έναν ιστιοπλοϊκό όμιλο, ό-
μως, μου είπε ο σερβιτόρος, αν περνούσαμε τη γέφυρα, θα μπαίναμε κατευθείαν στην πόλη, και εκεί, σε πεντακόσια μέτρα το πολύ, ήταν ένα άλλο εστιατόριο, και να ’μαστε λοιπόν είκοσι λεπτά αργότερα πάνω σε μια γέφυρα ψηλή και στενή, αλλά με πολλή κίνηση, σέρνοντας δύο καροτσάκια, πεινασμένοι, και το μόνο που βλέπαμε ήταν μια βιομηχανική ζώνη. Η Λίντα είχε βγει από τα ρούχα της, τα μάτια της είχαν μαυρίσει, πάντα έτσι την παθαίνουμε, έλεγε αφρίζοντας από θυμό, κανένας άλλος δεν την πατάει με τέτοιο τρόπο, μόνο εμείς, τίποτα δεν γίνεται σωστά, θέλαμε να φάμε, όλη η οικογένεια, μια χαρά θα περνούσαμε, και εμείς γυρνάμε εδώ και εκεί ανεμοδαρμένοι, με τ’ αμάξια να τρέχουν γύρω μας, μες στο καυσαέριο, πάνω σε μια κωλογέφυρα. Έχεις δει ποτέ σου άλλες οικογένειες με τρία παιδιά σε τέτοια κατάσταση έξω στον δρόμο; με ρωτούσε. Ο δρόμος που πήραμε κατέληξε σε μια μεταλλική πύλη με το σήμα μιας υπηρεσίας σεκιούριτι. Για να μπούμε στην πόλη, που φαινόταν υπέρ το δέον θλιβερή, θαρρείς σαν κατεστραμμένη, έπρεπε να προσπεράσουμε τη βιομηχανική ζώνη, κάνοντας έναν κύκλο τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά ακόμα. Ήθελα να την παρατήσω, γιατί πάντα γκρίνιαζε, πάντα ήθελε κάτι άλλο, και η ίδια δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό, μόνο γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια, ποτέ δεν έπαιρνε τα πράγματα όπως ήταν, και όταν η πραγματικότητα δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες της, τα έχωνε σε μένα και για τα μικρά και για τα μεγάλα. Οπότε, λοιπόν, σε κανονικές συνθήκες θα χωρίζαμε, όμως, η ωμή πραγματικότητα, όπως πάντα, μας ξαναέφερε κοντά, είχαμε μόνο ένα αμάξι και δύο καροτσάκια, οπότε δεν μπορούσαμε παρά να κάνουμε σαν να μην είχαμε πει αυτά που είπαμε, να περάσουμε τη γέφυρα σπρώχνοντας τα βρόμικα, σκουριασμένα μας καρότσια, να ξανανέβουμε στον πανέμορφο ιστιοπλοϊκό όμιλο, να τα φορτώσουμε στο αμάξι, να δέσουμε τα παιδιά στα καθισματάκια τους και να πάμε στο πιο κοντινό ΜακΝτόναλντς, που βρισκόταν σε ένα βενζινάδικο έξω από το κέντρο του Γκέτεμποργκ. Εγώ κά-
11
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 11
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 12
12
θισα έξω σε ένα παγκάκι και έφαγα το λουκάνικό μου, ενώ η Βάνια και η Λίντα κάθονταν μέσα στο αμάξι και έτρωγαν τα δικά τους. Ο Τζον και η Χάιντι κοιμούνταν. Τη βόλτα στο Λίσεμπεργκ,* που είχαμε σχεδιάσει, την αναβάλαμε, τα πράγματα θα γίνονταν απλά χειρότερα έτσι όπως ήταν η κατάσταση μεταξύ μας, αντί γι’ αυτό, λίγες ώρες αργότερα, σταματήσαμε αυθόρμητα σε ένα φτηνό, της συμφοράς, λούνα παρκ, της χειρότερης ποιότητας, και μπήκα πρώτος εγώ με τα παιδιά σε ένα μικρό «τσίρκο», που αποτελούνταν από ένα σκυλί που πηδούσε μέσα από κρίκους μισό μέτρο από το έδαφος, μια νταρντάνα αντρογυναίκα, μάλλον από κάπου από την Ανατολική Ευρώπη, που φορούσε μπικίνι και πετούσε τους ίδιους κρίκους στον αέρα και μετά τους περνούσε στη μέση της, κάτι που όλες οι συμμαθήτριές μου στο δημοτικό μπορούσαν να το κάνουν μια χαρά, και έναν ξανθό άντρα στην ηλικία μου, με τσαρούχια, σαρίκι και κοιλιά σαμπρέλα να ξεχειλίζει από το σαλβάρι του, που γέμιζε το στόμα του με βενζίνη και τέσσερις φορές έβγαλε φωτιά που πετάχτηκε σαν ρουκέτα προς το χαμηλό ταβάνι. Ο Τζον και η Χάιντι είχαν καρφώσει τα μάτια τους επάνω του, θαρρείς και λίγο ήθελαν να πεταχτούν έξω. Η Βάνια είχε στο μυαλό της μόνο τον πάγκο με τους λαχνούς που μόλις είχαμε περάσει, όπου μπορούσες να κερδίσεις αρκουδάκια, και με τραβολογούσε και με ρωτούσε πότε θα τελειώσει η παράσταση. Κάπου κάπου έριχνα μια ματιά στη Λίντα, που καθόταν με τη Χάιντι στην αγκαλιά και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Όταν βγήκαμε και βάλαμε πλώρη για την πλατειούλα του λούνα παρκ, σπρώχνοντας ο καθένας το καροτσάκι του, και περάσαμε μια μεγάλη πισίνα με μια τεράστια νεροτσουλήθρα, που πίσω της θρονιαζόταν ένας πελώριος καλικάντζαρος, ίσως τριάντα μέτρα ψηλός, την ρώτησα γιατί. * Liseberg: λούνα παρκ κοντά στην περιοχή του Μάλμε στη Σουηδία. (Σ.τ.Μ.).
«Δεν ξέρω», είπε εκείνη. «Όμως, πάντα με συγκινούσε το τσίρκο». «Γιατί;» «Είναι τόσο θλιβερό, τόσο μικρό και φτηνό. Και ταυτόχρονα τόσο όμορφο». «Λες, όμορφο;» «Ναι. Δεν είδες τη Χάιντι και τον Τζον; Ήταν σαν υπνωτισμένοι». «Όμως, όχι η Βάνια», είπα εγώ και χαμογέλασα. Η Λίντα χαμογέλασε κι εκείνη. «Τι έγινε;» είπε η Βάνια και γύρισε το κεφάλι. «Τι είπες, μπαμπά;» «Τίποτα, είπα ότι δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο από το λούτρινο που είδες, όταν είμαστε στο τσίρκο». Η Βάνια χαμογέλασε έτσι όπως έκανε όταν μιλούσαμε για κάτι που είχε κάνει. Χαρούμενη, ικανοποιημένη, αλλά και ζωηρή, σαν να ήθελε κι άλλο. «Τι έκανα;» είπε. «Με τραβούσες απ’ το χέρι», είπα εγώ. «Κι έλεγες ότι θες να πάμε στη λοταρία». «Γιατί;» είπε εκείνη. «Ξέρω κι εγώ;» είπα εγώ. «Ήθελες το παιχνίδι σου, γι’ αυτό». «Θα πάμε να το πάρουμε;» είπε εκείνη. «Ναι», είπα εγώ. «Εκεί είναι». Της έδειξα το ασφαλτοστρωμένο μονοπάτι, προς τα παιχνίδια του λούνα παρκ, που τα βλέπαμε ανάμεσα στα δέντρα. «Θα πάρει και η Χάιντι το ίδιο;» είπε η Βάνια. «Ναι, αν θέλει», είπε η Λίντα. «Θέλει», είπε η Βάνια και έσκυψε προς τη Χάιντι, που καθόταν στο καροτσάκι της. «Θέλεις, Χάιντι;» «Ναι», είπε η Χάιντι. Έπρεπε να δώσουμε δεκαεννιά κορόνες για να πάρουμε
13
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 13
14
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 14
λαχνούς και να κερδίσουν η καθεμιά από ένα ποντικάκι. Ο ήλιος έκαιγε από πάνω μας στον ουρανό, στο δάσος δεν φυσούσε καθόλου, και ο μεταλλικός ήχος των μηχανημάτων ανακατευόταν με μουσική ντίσκο της δεκαετίας του ’80, από τους πάγκους γύρω μας. Η Βάνια ήθελε μαλλί της γριάς, έτσι, δέκα λεπτά αργότερα καθόμασταν σε ένα τραπέζι, κοντά σε ένα υπόστεγο, κυκλωμένοι από ενοχλητικές σφήκες, μέσα στο λιοπύρι που έκανε τη ζάχαρη να κολλάει όπου κι αν έπεφτε, δηλαδή στο τραπεζάκι, στα καροτσάκια, στα χέρια, προς μεγάλο εκνευρισμό των παιδιών, γιατί δεν το είχαν σκεφτεί αυτό όταν είδαν, στο υπόστεγο, τη μηχανή που γύριζε με το μαλλί της γριάς. Ο καφές μου ήταν πικρός και δεν πινόταν με τίποτα. Ένα μικρό βρόμικο αγοράκι ήρθε με το τρίκυκλο ποδηλατάκι του προς το μέρος μας, στάθηκε φάτσα κάρτα με το καροτσάκι της Χάιντι και μας κοίταζε με ένα βλέμμα γεμάτο προσδοκία. Είχε σκούρα μαλλιά και μάτια, μάλλον ήταν από τη Ρουμανία ή την Αλβανία ή, ίσως, από την Ελλάδα. Αφού προσπάθησε μια δυο φορές να τρακάρει με το ποδηλατάκι του το καρότσι, στάθηκε έτσι που να μην μπορούμε να βγούμε, και έμεινε εκεί, με το βλέμμα στραμμένο στο χώμα. «Τι λες, φεύγουμε;» είπα εγώ. «Η Χάιντι ήθελε να καβαλήσει το αλογάκι», είπε η Λίντα. «Να πάμε πρώτα εκεί; Και μετά φεύγουμε». Ένας γεροδεμένος τύπος με πεταχτά αυτιά, και αυτός μελαχρινός, ήρθε και σήκωσε τον μικρό με το ποδήλατο και τον πήγε στην πλατεία μπροστά στο υπόστεγο, τον χτύπησε φιλικά μια δυο φορές στο κεφάλι και ξαναγύρισε στο μηχανικό χταπόδι που χειριζόταν. Τα πλοκάμια του είχαν επάνω καλαθάκια που μπορούσες να καθίσεις, και αυτά ανεβοκατέβαιναν, καθώς εκείνο γυρνούσε γύρω γύρω. Ο μικρός έτρεξε με το ποδήλατό του προς την πλατεία, όπου πηγαινοέρχονταν συνέχεια κόσμος, ντυμένος με καλοκαιρινά ρούχα. «Εννοείται», είπα εγώ και σηκώθηκα, πήρα το μαλλί της
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 15
* «Να καβαλήσω το αλογάκι!» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). Τα παιδιά μιλάνε νορβηγικά και σουηδικά.
15
γριάς της Βάνιας και της Χάιντι και τα πέταξα στον σκουπιδοτενεκέ, και μετά έσπρωξα το καροτσάκι με τον Τζον, που κουνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά προσπαθώντας να συλλάβει ό,τι ενδιαφέρον γινόταν εκεί, στην πλατεία, και προς τον διάδρομο, που έβγαζε σε μια πόλη της Άγριας Δύσης. Όμως, στην «Άγρια Δύση», έναν αμμόλοφο με τρεις φρεσκοχτισμένες παράγκες, που έγραφαν MINE, SHERIFF και PRISON, οι δυο τελευταίες γεμάτες με πόστερ με WANTED DEAD OR ALIVE, στη μια πλευρά με σημύδες και στην άλλη μια ράμπα, όπου κάποιοι νεαροί έτρεχαν σε κάτι σανίδια με ροδίτσες, εκεί η ιππασία ήταν κλειστή. Από τη μέσα μεριά του φράχτη, ακριβώς απέναντι από το Γκρουβ, η γυναίκα απ’ την Ανατολική Ευρώπη καθόταν σε μια πέτρα και κάπνιζε. «Rida!»* είπε η Χάιντι και κοίταξε ολόγυρα. «Τότε, πάμε να καβαλήσουμε το γαϊδουράκι στην είσοδο», είπε η Λίντα. Ο Τζον πέταξε το μπιμπερό με το νερό στο χώμα. Η Βάνια χώθηκε κάτω από τον φράχτη και έφυγε βολίδα προς το «Ορυχείο». Όταν το πήρε είδηση η Χάιντι, σηκώθηκε από το καροτσάκι και την ακολούθησε. Είδα ένα ασπροκόκκινο μηχάνημα κόκα κόλας πίσω από το γραφείο του σερίφη, ψαχούλεψα την τσέπη στο σορτσάκι μου, έβγαλα το περιεχόμενο και το περιεργάστηκα: δυο λαστιχάκια για μαλλιά, ένα τσιμπιδάκι με μια πασχαλίτσα, ένας αναπτήρας, τρεις πέτρες και δύο άσπρα κοχυλάκια, που τα είχε βρει η Βάνια στο Τιερν, ένα χαρτονόμισμα των είκοσι κορονών, δύο τάλιρα και εννιά κέρματα της μίας κορόνας. «Να κάνω ένα τσιγάρο», είπα εγώ. «Θα κάτσω εδώ». Έκανα νόημα δείχνοντας ένα κούτσουρο στην άκρη. Ο Τζον σήκωσε και τα δυο του χέρια ψηλά.
16
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 16
«Ναι, ναι, εντάξει», είπε η Λίντα και τον σήκωσε. «Πεινάς, Τζον;» είπε. «Ω, τι ζέστη που κάνει. Δεν έχει πουθενά σκιά; Να κάτσω με τον Τζον;» «Εκεί επάνω», είπα και έδειξα προς το εστιατόριο, που ήταν φτιαγμένο σαν τρένο με το μπαρ μέσα στην ατμομηχανή, τα τραπέζια στα βαγόνια. Εκεί δεν υπήρχε ψυχή. Οι καρέκλες ήταν γερμένες με τη ράχη ακουμπισμένη στα τραπέζια. «Αυτό θα κάνω», είπε η Λίντα. «Να τον ταΐσω λιγάκι. Εσύ έχε το νου σου στα κορίτσια». Εγώ έγνεψα καταφατικά, πήγα στο μηχάνημα με τις κόκα κόλες και πήρα μία, κάθισα στο κούτσουρο, άναψα ένα τσιγάρο, κοίταξα την παράγκα που την είχαν φτιάξει στα γρήγορα, όπου μπαινόβγαιναν τρέχοντας η Βάνια με τη Χάιντι. «Είναι πολύ σκοτεινά εδώ!» φώναξε η Βάνια. «Έλα να δεις!» Σήκωσα το χέρι και της έγνεψα, κάτι που ευτυχώς την ηρέμησε. Το ποντίκι το έσφιγγε συνέχεια στο στήθος με το ένα της χέρι. Άραγε πού ήταν το ποντίκι της Χάιντι; Άφησα τα μάτια μου να πλανηθούν προς την ανηφόρα. Και εκεί, έξω από το γραφείο του σερίφη, το είδα πεσμένο μπρούμυτα, με το κεφάλι χωμένο στην άμμο. Πάνω, στο εστιατόριο, η Λίντα τράβηξε μια καρέκλα προς τον τοίχο, κάθισε και βάλθηκε να θηλάζει τον Τζον, που στην αρχή κλοτσούσε με τα ποδαράκια του και μετά ησύχασε εντελώς. Η ματρόνα του τσίρκου ανέβαινε προς τα εκεί. Μια αλογόμυγα με δάγκωσε στη γάμπα. Την χτύπησα με τόση δύναμη, που έγινε λιώμα πάνω στο δέρμα μου. Το τσιγάρο είχε απαίσια γεύση μες στη ζέστη, αλλά εγώ συνέχιζα να τραβάω τον καπνό, με τα μάτια καρφωμένα στις κορυφές των δέντρων, ήταν καταπράσινες καθώς έλαμπε ο ήλιος επάνω τους. Μια καινούργια αλογόμυγα στρογγυλοκάθισε στη γάμπα μου. Την έκανα πέρα με το χέρι μου, σηκώθηκα, έριξα το τσιγάρο στο χώμα, και ανέβηκα προς τα
κει που ήταν τα κορίτσια, με το μισογεμάτο και ακόμα κρύο κουτάκι κόκα κόλα στο χέρι. «Μπαμπά, πήγαινε από πίσω, όταν μπούμε μέσα, να μας δεις από τις χαραμάδες, εντάξει;» είπε η Βάνια και με κοίταξε ζαρώνοντας τα μάτια. «Έγινε», είπα εγώ και πήγα από πίσω απ’ την παράγκα. Τις άκουσα που έκοβαν βόλτες και γελούσαν. Έσκυψα το κεφάλι σε μια χαραμάδα και κοίταξα μέσα. Όμως, η διαφορά που είχε το φως έξω με το σκοτάδι μέσα έφτανε για να μην μπορώ να δω απολύτως τίποτα. «Μπαμπά, είσαι έξω;» φώναξε η Βάνια. «Ναι», είπα εγώ. «Μας βλέπεις;» «Όχι. Γίνατε αόρατες;» «Ναι!» Όταν βγήκαν έξω, έκανα σαν να μην τις έβλεπα. Με το βλέμμα στραμμένο ίσια πάνω στη Βάνια, την φώναξα. «Εδώ είμαι», είπε εκείνη και έκανε νόημα με τα χέρια. «Βάνια;» είπα εγώ. «Πού είσαι; Πες μου, δεν κάνω πλάκα». «Εδώ είμαι! Εδώ!» «Βάνια...;» «Αλήθεια δεν με βλέπεις; Έχω γίνει αόρατη;» Έδειχνε μες στην καλή χαρά, αλλά ταυτόχρονα διέκρινα μια μικρή ανησυχία στη φωνή της. Ταυτόχρονα άρχισε να τσιρίζει ο Τζον. Κοίταξα επάνω. Η Λίντα σηκώθηκε και τον πήρε στην αγκαλιά της. Κανονικά δεν τσίριζε έτσι. «Α, εδώ είσαι!» είπα εγώ. «Όλη την ώρα εδώ ήσουν;» «Ν-ναι», είπε εκείνη. «Ακούς που κλαίει ο Τζον;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά και κοίταξε επάνω. «Πρέπει να φύγουμε τώρα», είπα εγώ. «Άιντε, πάμε». Άπλωσα το χέρι μου να πιάσω το χέρι της Χάιντι.
17
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 17
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 18
«Vill inte»,* είπε εκείνη. «Vill inte να με πιάνεις απ’ το χέρι». «Καλά», είπα εγώ. «Όμως, τότε πρέπει να καθίσεις στο καροτσάκι». «Vill inte vagnen»,2* είπε εκείνη. «Να σε πάρω στην πλάτη μου;» «Vill inte bära»,3* είπε εκείνη. Πήγα και έφερα το καροτσάκι. Όταν γύρισα, εκείνη είχε σκαρφαλώσει πάνω στον φράχτη. Η Βάνια είχε καθίσει στο χώμα. Στην κορυφή του υψώματος η Λίντα είχε κατέβει απ’ το εστιατόριο, τώρα ήταν στον δρόμο και μας κοίταζε από ψηλά γνέφοντας με το ένα της χέρι. Ο Τζον τσίριζε ακόμα. «Δεν θέλω να περπατήσω», είπε η Βάνια. «Πονάνε τα πόδια μου». «Σήμερα δεν περπάτησες καθόλου», είπα εγώ. «Πώς σε πονάνε τα πόδια σου;» «Δεν έχω πόδια. Να με πάρεις στους ώμους». «Όχι, Βάνια. Τώρα κάνεις κουταμάρες. Δεν μπορώ να σε πάρω στους ώμους». «Μπορείς». «Κάτσε στο καρότσι, Χάιντι», είπα. «Και πάμε στ’ αλογάκια». «Vill inte vagnen», είπε εκείνη.4* «Δεν έχω πόδιαααα!» είπε η Βάνια, το τελευταίο το είπε σχεδόν τσιρίζοντας. Εγώ ένιωσα να παίρνω ανάποδες. Μου ερχόταν να τις σηκώσω και τις κουβαλήσω παραμάσχαλα, σαν μπόγους. Συχνά συνέβαινε να φύγω από κάπου κρατώντας τες τη μια σε κάθε χέρι, ενώ εκείνες κλοτσούσαν τα πόδια και τσίριζαν, κι εγώ «Δεν θέλω» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). «Δεν θέλω το καροτσάκι» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). 3* «Δεν θέλω να με πάρεις» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). 4* Βλ. σημ. 2. 1*
18
2*
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 19
1* 2*
«Δεν θέλω» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). «Τον καημενούλη» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
19
προχωρούσα χωρίς να κοιτάξω καν τους περαστικούς, που με κοίταζαν πάντα με ενδιαφέρον, λες και φορούσα μάσκα πίθηκου ή κάτι παρόμοιο. Όμως, τώρα μπορούσα να κουμαντάρω τα νεύρα μου. «Μπορείς τουλάχιστον να καθίσεις στο καροτσάκι, Βάνια;» είπα. «Μόνο αν με σηκώσεις», είπε εκείνη. «Όχι, μόνη σου ν’ ανέβεις». «Όχι, δεν έχω πόδια». Αν δεν υποχωρούσα, θα καθόμασταν εκεί μέχρι το άλλο πρωί, γιατί παρόλο που η Βάνια δεν είχε υπομονή και τα παρατούσε με την ελάχιστη προσπάθεια, από την άλλη ήταν πολύ πεισματάρα. «Εντάξει», είπα εγώ, την σήκωσα και την έβαλα στο καρότσι. «Κέρδισες πάλι». «Τι κέρδισα;» είπε εκείνη. «Τίποτα», είπα εγώ. «Έλα, Χάιντι, φεύγουμε». Την σήκωσα από τον φράχτη, και μετά από ένα δυο «Όχι, vill inte»,* είμαστε ξανά στην ανηφόρα, με τη Χάιντι αγκαλιά και τη Βάνια στο καρότσι. Στον δρόμο βρήκαμε και το ποντικάκι της Χάιντι, το ξεσκονίσαμε και το βάλαμε στο διχτάκι. «Δεν ξέρω τι τον έχει πιάσει», είπε η Λίντα όταν ανεβήκαμε στην κορυφή του υψώματος. «Ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Μήπως τον τσίμπησε σφήκα ή κάτι τέτοιο. Για δες...» Σήκωσε την μπλούζα του Τζον και μου έδειξε ένα κόκκινο σημαδάκι στην κοιλιά του. Εκείνος κλοτσούσε τα ποδαράκια του στα χέρια της, με το πρόσωπο κατακόκκινο και τα μαλλιά μούσκεμα ύστερα από τόση τσιρίδα που έριξε. «Stakkars lilla pojken»,2* είπε εκείνη. «Με δάγκωσε αλογόμυγα λίγο πιο πριν», είπα εγώ. «Ίσως
20
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 20
κι αυτόν τον δάγκωσε. Βάλ’ τον στο καρότσι, και πάμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτ’ άλλο». Όταν τον δέσαμε, εκείνος στριφογύριζε και έχωνε το κεφαλάκι του στο μαξιλάρι σηκώνοντας τον κόσμο απ’ τις φωνές. «Πάμε στ’ αμάξι», είπα εγώ. «Ναι», είπε η Λίντα. «Όμως, πρώτα να τον αλλάξουμε. Έχει πάνες εκεί». Εγώ έγνεψα καταφατικά και ξεκινήσαμε. Είχαν περάσει κιόλας γύρω στις δύο ώρες από την ώρα που είχαμε έρθει, ο ήλιος ήταν πιο χαμηλά στον ουρανό και το φως είχε κάτι που γέμιζε το δάσος, που μου θύμιζε τα καλοκαιρινά απογεύματα στη Νορβηγία, όταν ο μπαμπάς και η μαμά μάς πήγαιναν με το αμάξι στην άκρη του νησιού για να κάνουμε μπάνιο ή κατεβαίναμε μόνοι μας στον βράχο της μικρής διώρυγας κάτω από τον συνοικισμό που μέναμε. Για λίγες στιγμές με πλημμύρισαν αναμνήσεις, όχι γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά πιο πολύ η όλη ατμόσφαιρα, οι μυρωδιές, η αίσθηση. Το πώς το φως, που την ημέρα ήταν λευκό και ουδέτερο, το απόγευμα γινόταν πιο δυνατό και έκανε τα χρώματα πιο σκούρα. Αχ, πώς τρέχαμε στο μονοπάτι μέσα στο σκιερό δάσος ένα καλοκαίρι τη δεκαετία του ’70! Πώς βουτούσαμε στο αλμυρό νερό και κολυμπούσαμε ως το Γκερσταντχόλμεν απέναντι! Ο ήλιος που έλαμπε στα στρογγυλά βράχια και τα έκανε χρυσά. Το όρθιο, ξερό χορτάρι που φύτρωνε στα βαθουλώματά τους. Η αίσθηση του βάθους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, που ήταν τόσο σκοτεινή στη σκιά κάτω από τα βράχια. Τα ψάρια που περνούσαν από δίπλα μας. Και οι κορυφές των δέντρων από πάνω μας, με τα κλαδάκια τους που λικνίζονταν στη θαλασσινή αύρα! Η λεπτή φλούδα και το στιπλνό θαρρείς αποστεωμένο δέντρο από κάτω. Τα πράσινα φύλλα... «Εκεί είναι», είπε η Λίντα και έκανε νόημα προς ένα μικρό οκτάγωνο ξύλινο κτήριο. «Περίμενέ με, έτσι;» «Θα κατηφορίσουμε σιγά σιγά», είπα εγώ.
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 21
Στο δάσος μέσα από τον φράχτη στέκονταν δυο ξύλινοι ΑϊΒασίληδες. Έτσι δικαιολογούσε το μέρος αυτό την ονομασία του ως «χώρα του παραμυθιού». «Titta tompen»!* φώναξε η Χάιντι. «Tompen» σήμαινε «Tomten», δηλαδή Αϊ-Βασίλης. Είχε τρέλα με τον Αϊ-Βασίλη εδώ και πολύ καιρό. Την άνοιξη κιόλας έδειχνε τη βεράντα, απ’ όπου είχε έρθει ο Αϊ-Βασίλης το βράδυ των Χριστουγέννων, και έλεγε: «Έρχεται ο Αϊ-Βασίλης», και όταν έπαιζε με ένα από τα δώρα που της έδωσε ο Αϊ-Βασίλης, πάντα υπογράμμιζε από πού προερχόταν. Τι εκτίμηση έχαιρε ο Αϊ-Βασίλης μέσα της, δεν ήταν εύκολο να το καταλάβω, γιατί όταν μια φορά, εντελώς τυχαία, είδε τη φορεσιά του Αϊ-Βασίλη στην ντουλάπα μου ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, παραξενεύτηκε πάρα πολύ, δεν κατάλαβε τίποτα, παρά έδειχνε τη στολή και φώναζε «Tompen», λες και εκεί άλλαζε τα ρούχα του, και όταν είδαμε τον άστεγο γέρο με τα άσπρα γένια, που στεκόταν στην πλατεία έξω απ’ την πολυκατοικία μας, σηκωνόταν στο καροτσάκι της και φώναζε «Tompen» με όση δύναμη είχε μέσα της. Έγειρα το κεφάλι προς τα μπρος και την φίλησα στο φουσκωμένο της μαγουλάκι. «Inte pussa!»2* είπε εκείνη. Εγώ γέλασα. «Να φιλήσω τότε εσένα, Βάνια;» «Όχι!» είπε εκείνη. Από δίπλα μας περνούσε συνέχεια κόσμος, όχι πολύς, αλλά σταθερά, οι περισσότεροι ντυμένοι ανοιχτόχρωμα, σορτσάκια, μακό και σανδάλια, κάποιοι με φόρμες γυμναστικής και σπορτέξ, αρκετοί χοντροί, σχεδόν κανένας καλοντυμένος. «Min pappa i fängelse!»3* φώναξε χαρούμενη η Χάιντι. «Κοίτα τον Αϊ-Βασίλη!» (μωρουδίστικα σουηδικά) (Σ.τ.Μ.). «Όχι φιλιά!» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). 3* «Ο μπαμπάς μου στη φυλακή!» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). 2*
21
1*
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 22
22
Η Βάνια έκανε στροφή μέσα στο καρότσι. «Nej, pappa är inte i fängelse!»* είπε. Εγώ γέλασα ξανά και στάθηκα. «Να περιμένουμε τη μαμά εδώ», είπα. Το «Ο πατέρας σου είναι φυλακή» το έλεγαν τα παιδιά μεταξύ τους στον παιδικό σταθμό. Η Χάιντι νόμιζε ότι ήταν ένα υπέροχο μέρος και το έλεγε όταν καμάρωνε για μένα. Την τελευταία φορά που φύγαμε από το εξοχικό, το είχε πει, από όσο μου είπε η Λίντα, σε μια ηλικιωμένη που καθόταν από πίσω τους στο λεωφορείο. Min pappa i fängelse. Καθώς εγώ δεν ήμουν εκεί, αλλά στεκόμουν στη στάση μαζί με το Τζον, ο ισχυρισμός της έμεινε να πλανιέται ανεπιβεβαίωτος. Έσκυψα το κεφάλι και σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπο με το μανίκι μου. «Ένα λαχνό ακόμα, μπαμπά;» είπε η Βάνια. «Όχι, δεν έχει άλλο», είπα εγώ. «Κέρδισες το παιχνίδι που ήθελες, τι άλλο θέλεις;» «Snälla pappa, ett till?»2* είπε εκείνη. Γύρισα και είδα τη Λίντα που ερχόταν. Ο Τζον καθόταν ανασηκωμένος στο καροτσάκι και έδειχνε ικανοποιημένος κάτω από την ομπρέλα του. «Πώς πήγε, καλά;» είπα εγώ. «Μμ. Έπλυνα το τσίμπημα με κρύο νερό. Όμως, είναι κουρασμένος». «Ε, θα κοιμηθεί στ’ αμάξι», είπα εγώ. «Τι ώρα λες να ’ναι;» «Μάλλον τρεισήμισι». «Τότε, θα είμαστε σπίτι γύρω στις οχτώ, ε;» «Κάπως έτσι». Ακόμα μια φορά διασχίσαμε το μικρό λούνα παρκ, περάσα1* 2*
«Όχι, ο μπαμπάς δεν είναι στη φυλακή!» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). «Σε παρακαλώ, μπαμπά, ένα ακόμα;» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
με το πειρατικό καράβι, μια ελεεινή ξύλινη πρόσοψη με μια δυο γέφυρες, που από πίσω τους στέκονταν κάνα δυο άντρες με ένα χέρι ή ένα πόδι, με σπαθί και μπαντάνα στο κεφάλι, τον περιφραγμένο χώρο με τα λάμα και αυτόν με τις στρουθοκαμήλους, τη μικρή πίστα που κάτι παιδιά έτρεχαν με τετράτροχα σκούτερ, και στο τέλος φτάσαμε κοντά στην είσοδο, που είχε έναν δρόμο μετ’ εμποδίων, δηλαδή κάτι κούτσουρα και κάτι σανίδια με δίχτυ ανάμεσά τους, ένα στήριγμα με ένα σχοινάκι για πήδημα και ένα χώρο με γαϊδουράκια που τα καβαλούσαν, εκεί σταματήσαμε. Η Λίντα πήρε τη Χάιντι στα χέρια και την πήγε ως την ουρά, της έβαλε ένα κράνος στο κεφάλι, ενώ η Βάνια και εγώ στεκόμασταν στον φράχτη μαζί με τον Τζον και βλέπαμε. Στον χώρο έβγαιναν κάθε φορά από τέσσερα γαϊδουράκια και τα έσερναν οι γονείς. Ο ίδιος ο χώρος δεν είχε πάνω από τριάντα μέτρα μήκος, όμως, οι περισσότεροι χρειάζονταν περισσότερη ώρα για να τον βγάλουν ολόκληρο, γιατί επρόκειτο για γαϊδούρια, όχι πόνι, και τα γαϊδούρια σταματάνε όποτε θέλουν. Απελπισμένοι γονείς τραβούσαν τα χαλινάρια χωρίς να μετακινούνται τα ζώα. Τα χτυπούσαν στο πλάι χωρίς να αλλάζει τίποτα, τα γαϊδούρια στέκονταν ακίνητα όπως πριν, ήταν να τα πάρει και να τα σηκώσει. Ένα από τα παιδάκια έκλαιγε. Εκείνη που έπαιρνε τα εισιτήρια, στεκόταν εκεί και έδινε συνέχεια συμβουλές στους γονείς. Τραβήξτε όσο πιο δυνατά μπορείτε. Πιο δυνατά! Τραβήξτε, δεν παθαίνουν τίποτα. Έτσι, δυνατά! «Βλέπεις, Βάνια;» είπα εγώ. «Τα γαϊδούρια δεν θέλουν να προχωρήσουν!» Εκείνη γέλασε. Εγώ χάρηκα που γέλασε. Ταυτόχρονα άρχισα να ανησυχώ για τη Λίντα. Η υπομονή της δεν ήταν μεγαλύτερη από αυτή της Βάνιας. Όμως, όταν ήρθε η σειρά της, τα πήγε μια χαρά. Κάθε φορά που ο γάιδαρος σταματούσε, εκείνη γύριζε στο πλάι με την πλάτη της γυρισμένη προς τον γάι-
23
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 23
24
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 24
δαρο και έκανε διάφορους θορύβους σαν να μασουλούσε. Όταν ήταν μικρή, έκανε ιππασία, για μεγάλα χρονικά διαστήματα της ζωής της είχε να κάνει με άλογα, μάλλον γι’ αυτό. Η Χάιντι έλαμπε από χαρά πάνω στην πλάτη του γάιδαρου. Όταν ο γάιδαρος δεν έχαφτε πια τα κόλπα της, η Λίντα τραβούσε δυνατά και αποφασιστικά τα χαλινάρια, έτσι που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Μπράβο σου!» φώναξα στη Χάιντι. Μετά χαμήλωσα το κεφάλι και κοίταξα τη Βάνια. «Θέλεις κι εσύ μήπως;» Η Βάνια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά με αποφασιστικότητα. Ίσιωσε τα γυαλιά της. Είχε αρχίσει να κάνει βόλτα με τα πόνι από ενάμισι χρονών, και το φθινόπωρο που ήρθαμε να μείνουμε στο Μάλμε, πια είχε γίνει δυόμισι, ξεκίνησε κανονικά σε ιππικό όμιλο. Ήταν στη μέση του Πάρκου του Λαού, ένας αποκαρδιωτικός και σε κακή κατάσταση στίβος ιππασίας με πριονίδι κάτω, που για κείνη ήταν κάτι το παραμυθένιο, το ζούσε με όλη της την ψυχή και ήθελε μετά να μιλάει συνέχεια γι’ αυτό. Καθόταν καμαρωτή στο άτακτο πόνι της και η Λίντα την πήγαινε γύρω γύρω ή, άλλη φορά, είχα πάει εκεί μόνος μαζί της, όπου τα εντεκάχρονα ή δωδεκάχρονα κορίτσια έδειχναν σαν εκείνο το μέρος να ήταν όλη η ζωή τους, ενώ ένας δάσκαλος έκοβε βόλτες στη μέση του στίβου και τους έλεγε τι να κάνουν. Το ότι η Βάνια δεν καταλάβαινε πάντα τις οδηγίες, δεν ήταν πρόβλημα, το πιο σημαντικό ήταν η εμπειρία με τα άλογα και το περιβάλλον: ο στάβλος, η γάτα που είχε τα γατάκια της ξαπλωμένα στο άχυρο, ο κατάλογος που έγραφε ποιος θα καβαλήσει ποιο άλογο εκείνο το απόγευμα, ποιο κράνος θα διάλεγε, τη στιγμή που θα πήγαιναν το άλογο στον στίβο, η ιππασία αυτή καθαυτή, το γλυκό και ο χυμός μήλου που έτρωγε μετά στην καφετέρια. Αυτό ήταν το χιτ της εβδομάδας. Όμως, το επόμενο φθινόπωρο αυτό άλλαξε. Ήρθε καινούργιος δάσκαλος και η Βάνια, που μεγαλόδειχνε, ενώ ήταν τεσσάρων χρονών, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει απαιτήσεις, στις οποίες
δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Μολονότι η Λίντα είχε μιλήσει σχετικά στον δάσκαλο, δεν έγινε τίποτα, η Βάνια άρχισε να τσινάει όταν ήταν να πάει ιππασία, δεν ήθελε με τίποτα, και στο τέλος σταματήσαμε. Ακόμα και όταν έβλεπε τη Χάιντι να κάνει τη μικρή της βολτούλα με τον γαϊδαράκο μέσα στο πάρκο, που δεν υπήρχαν δάσκαλοι και απαιτήσεις, και πάλι δεν ήθελε. Κάτι άλλο που είχαμε ξεκινήσει, ήταν μια ώρα ωδείο, όπου τα παιδιά ή τραγουδούσαν μαζί ή ζωγράφιζαν ή έφτιαχναν παζλ. Τη δεύτερη φορά που πήγε εκεί, θα ζωγράφιζαν ένα σπίτι, και η Βάνια είχε βάψει το χόρτο έξω από το σπίτι μπλε. Η δασκάλα πήγε κοντά της και της είπε ότι το χορτάρι δεν είναι μπλε, αλλά πράσινο, οπότε γιατί δεν κάνει μια καινούργια ζωγραφιά; Η Βάνια έσκισε τη ζωγραφιά και μουλάρωσε τόσο, που οι άλλοι γονείς σήκωσαν αποδοκιμαστικά τα φρύδια τους και χάρηκαν για τα δικά τους καλοαναθρεμμένα παιδιά. Η Βάνια έχει πολλά χαρακτηριστικά, αλλά πάνω απ’ όλα είναι ευαίσθητη, και το ότι από τώρα κιόλας δείχνει να σκληραίνει, γιατί αυτό κάνει, με ανησυχεί. Ακόμα, το να την βλέπω να μεγαλώνει, αλλάζει και την εικόνα που έχω για τα δικά μου παιδικά χρόνια, όχι τόσο όσον αφορά την ποιότητα, αλλά την ποσότητα, τον χρόνο που περνάς μαζί με τα παιδιά σου, που είναι αμέτρητος. Τόσες ώρες, τόσες μέρες, τόσα ατέλειωτα περιστατικά που προκύπτουν και τα ζούμε μαζί. Από τα δικά μου παιδικά χρόνια δεν θυμάμαι παρά ελάχιστα περιστατικά, που τα είχα θεωρήσει όλα σημαντικά και αξιοσημείωτα για τη μετέπειτα πορεία μου, αλλά τώρα τα καταλαβαίνω, λουσμένος σε μια θάλασσα από άλλα γεγονότα, κάτι που εξαφανίζει ολοκληρωτικά το νόημά τους, γιατί πώς μπορώ να ξέρω ότι όντως ήταν σημαντικά τα γεγονότα που θυμάμαι, και όχι τα άλλα που δεν θυμάμαι; Όταν συζητάω κάτι τέτοιο με τον Γκάιρ, που μιλάμε στο τηλέφωνο μια ώρα την ημέρα, εκείνος μου παραθέτει τον Σβεν
25
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 25
26
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 26
Στόλπε, που κάπου γράφει για τον Μπέργκμαν ότι ο Μπέργκμαν θα γινόταν Μπέργκμαν, άσχετα με το πού μεγάλωσε, υπονοώντας ότι είσαι όπως είσαι, ανεξάρτητα από τις συνθήκες. Ο τρόπος που έρχεσαι σε επαφή με την οικογένειά σου, αποκτάται πριν από την οικογένεια. Όταν μεγάλωνα, με μάθανε να εξηγώ όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, τις ενέργειες και τα γεγονότα με βάση το περιβάλλον απ’ όπου προήλθαν. Για το βιολογικό ή το γενετικό, δηλαδή αυτό που υπάρχει ήδη, δεν υπήρχε θέση σχεδόν πουθενά, και όταν εμφανιζόταν, αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Μια τέτοια στάση ζωής εκ πρώτης όψεως φαίνεται ανθρωπιστική, καθότι είναι στενά συνδεδεμένη με την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, αλλά αν την κοιτάξεις βαθύτερα, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί μηχανιστική θεώρηση του ανθρώπου, που γεννιέται άδειος και αφήνει τη ζωή του να διαμορφωθεί από το περιβάλλον. Εγώ αντιμετώπιζα καθαρά ρητορικά αυτό το θέμα, το οποίο είναι τόσο βασικό, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία για κάθε περίπτωση – αν π.χ. το περιβάλλον είναι ο υπ’ αριθμόν ένα παράγοντας, ο άνθρωπος είναι βασικά και ίσος με τους υπόλοιπους και εύπλαστος, και ο καλός άνθρωπος μπορεί να δημιουργηθεί με την επέμβαση στο περιβάλλον του, δηλαδή την πίστη της γενιάς των γονιών του στο κράτος, στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην πολιτική, την επιθυμία τους να βγάλουν άχρηστα όλα όσα υπήρχαν πριν, και την καινούργια αλήθεια τους, που δεν υπήρχε στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τον μοναδικό και ανεπανάληπτο, αλλά, αντίθετα, στον εξωτερικό, τον συλλογικό και κοινό κόσμο του, κάτι το οποίο εκφράστηκε με τη μεγαλύτερη σαφήνεια από τον Νταγκ Σόλσταντ, που ήταν ο χρονογράφος της εποχής του, στα κείμενα από το 1967, όπου υπάρχει το περίφημο ρητό του: «Δεν μπορούμε να δώσουμε φτερά στην καφετιέρα»: Τέρμα η πνευματικότητα, τέρμα η συναισθηματικότητα, εμπρός για έναν νέο υλισμό, αλλά το ότι η ίδια στάση θα μπορούσε κάλλιστα να κρύβεται πίσω από την κα-
τεδάφιση των παλιών κτηρίων με σκοπό την κατασκευή δρόμων και ιδιωτικών πάρκινγκ, κάτι στο οποίο φυσικά διαφωνούσε κάθετα η διανοούμενη αριστερά, αυτό δεν το σκέφτηκαν ποτέ, και ίσως δεν υπήρξε ποτέ ούτε καν η δυνατότητα να το σκεφτεί κανείς μέχρι τώρα, που η σχέση ανάμεσα στην ισότητα και στον καπιταλισμό, το κράτος πρόνοιας κα τον φιλελευθερισμό, τον μαρξιστικό υλισμό και την εμπορευματοποιημένη κοινωνία είναι εμφανής, γιατί ο μεγαλύτερος παράγων στη δημιουργία της ισότητας είναι τα χρήματα, αυτά εξισώνουν τις διαφορές, και αν ο χαρακτήρας σου και το πεπρωμένο σου μπορούν να διαμορφωθούν, τα χρήματα είναι ο πιο άμεσος διαμορφωτής, και έτσι συμβαίνει το καταπληκτικό φαινόμενο μεγάλες ομάδες ανθρώπων να εκφράζουν συνειδητά την ατομικότητα και την αυθεντικότητά τους ενεργώντας ομοιόμορφα, ενώ εκείνοι που κάποτε άνοιξαν αυτή την πόρτα, εξυμνώντας την ισότητα, δίνοντας βάρος στην ύλη και την πίστη στην αλλαγή, τώρα εξοργίζονται με το δικό τους δημιούργημα, νομίζοντας ότι είναι έργο του εχθρού – όμως, όπως κάθε άλλο απλοϊκό σκεπτικό, ούτε αυτό είναι απόλυτα σωστό, η ζωή δεν είναι μαθηματικά, δεν έχει θεωρία, μόνο πράξη, και αν μπαίνουμε στον πειρασμό να καταλάβουμε την πλήρη αναμόρφωση της κοινωνίας από τη σκοπιά μιας γενιάς, σχετικά με τη σχέση κληρονομικότητας και περιβάλλοντος, ο πειρασμός είναι λογοτεχνικός και αποτελείται από την ευχαρίστηση της εικασίας, δηλαδή από το να αφήνεις τη σκέψη να περνάει μέσα από τις πιο άνισες περιοχές της ανθρώπινης δράσης, παρά από την ικανοποίηση να λες την αλήθεια. Ο ουρανός είναι χαμηλά στα βιβλία του Σόλσταντ, είναι φοβερά ευαίσθητα στις τάσεις της εποχής τους, από την αίσθηση της αποξένωσης, στη δεκαετία του ’60, ως την εξιδανίκευση της πολιτικής δράσης στις αρχές της δεκαετίας του ’70, και μετά, μόλις είχε αρχίσει να φυσάει εκείνος ο άνεμος, στο τέλος μια αποστασιοποίηση. Η αβεβαιότητα δεν είναι απαραίτητο να είναι ούτε δύναμη ούτε αδυνα-
27
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 27
28
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 28
μία ενός συγγραφικού έργου, αλλά απλά και μόνο τμήμα του υλικού του, ένα τμήμα του προσανατολισμού του, και στην περίπτωση του Σόλσταντ το πιο ουσιώδες βρισκόταν πάντα κάπου αλλού, δηλαδή στη γλώσσα, που λάμπει μες στη νεογεροντίστικη κομψότητα και εκπέμπει ένα τελείως ξεχωριστό φως, που δεν έχει όμοιό του στον κόσμο, γεμάτο πνεύμα. Η γλώσσα αυτή δεν μαθαίνεται, δεν αγοράζεται με λεφτά, και εδώ ακριβώς βρίσκεται και η αξία της. Τα πράγματα δεν είναι έτσι, δεν γεννιόμαστε ίσοι ούτε οι συνθήκες της ζωής δημιουργούν ανισότητες, το αντίθετο, γεννιόμαστε διαφορετικοί και οι συνθήκες της ζωής εξισώνουν τη ζωή μας περισσότερο. Όταν σκέφτομαι τα τρία μου παιδιά, δεν είναι μόνο τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους που φαντάζομαι, αλλά και μια πολύ συγκεκριμένη αίσθηση που αναδίδουν. Η αίσθηση που υπάρχει πάντα είναι ότι αυτά «είναι», υπάρχουν για μένα. Και το ότι «είναι για μένα» υπήρχε πάντα μέσα τους από την πρώτη στιγμή που τα είδα. Τότε δεν ήξεραν τίποτα, και τα λίγα που ήξεραν, όπως π.χ. το να βυζαίνουν, να σηκώνουν τα χέρια αντανακλαστικά, να κοιτάζουν το περιβάλλον, να μιμούνται, όλα αυτά τα ήξεραν, οπότε αυτό που «είναι», δεν έχει καμία σχέση με τα χαρακτηριστικά τους, δεν έχει να κάνει με τι ξέρουν και τι δεν ξέρουν, αλλά είναι περισσότερο κάτι σαν φως που φέγγει επάνω τους. Οι χαρακτήρες τους, που άρχισαν να διαφαίνονται μετά από δυο βδομάδες, ήταν το ίδιο αμετάβλητοι, και είναι τόσο διαφορετικοί, που δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι οι συνθήκες που τους προσφέρουμε μέσω της συμπεριφοράς μας και του όλου στυλ μας παίζουν κάποιο αποφασιστικό ρόλο. Ο Τζον έχει ήρεμη και φιλική ιδιοσυγκρασία, αγαπάει τις αδερφές του, καθώς και τα αεροπλάνα, τα τρένα και τα λεωφορεία. Η Χάιντι είναι εξωστρεφής και μιλάει με όποιον βρει, λατρεύει τα ρούχα και τα παπούτσια και θέλει να φοράει μόνο φορέματα, νιώθει άνετα στο μικρούλικο κορμάκι της, κάτι που φάνηκε ό-
ταν μια φορά στο κολυμβητήριο στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και είπε στη Λίντα: Μαμά, δες τι ωραίο ποπό έχω! Δεν ανέχεται να την μαλώνουν, αν της φωνάζεις, γυρίζει την πλάτη και αρχίζει να κλαίει. Αντίθετα, η Βάνια δεν το αφήνει να περάσει, περνάει στην αντεπίθεση, έχει πολύ έντονη ιδιοσυγκρασία, είναι γεμάτη θέληση, ευαίσθητη και καλή με τους άλλους ανθρώπους. Έχει καλή μνήμη, ξέρει απέξω σχεδόν όλα τα βιβλία που της διαβάζαμε, και το ίδιο συμβαίνει και με τις ατάκες των ταινιών που βλέπουμε. Έχει χιούμορ, γελάμε πάντα μαζί της στο σπίτι, αλλά όταν βγαίνει έξω, επηρεάζεται από την ατμόσφαιρα που επικρατεί εκεί, και αν είναι κάτι πολύ καινούργιο ή άγνωστο, κλείνεται στον εαυτό της. Η ντροπαλότητά της έκανε την εμφάνισή της όταν ήταν περίπου εφτά μηνών και φάνηκε όταν έκλεινε τα ματάκια της με το που την πλησίαζαν ξένοι και έκανε ότι κοιμόταν. Το κάνει ακόμα κάπου κάπου, όταν κάθεται στο καροτσάκι κι εμείς π.χ. συναντάμε τυχαία έναν από τους άλλους γονείς απ’ τον παιδικό σταθμό, τα μάτια της κλείνουν. Στον βρεφονηπιακό σταθμό στη Στοκχόλμη, που ήταν απέναντι από το σπίτι μας, μετά από μια προσεκτική αρχή, όπου θαρρείς ψαχνόταν, κόλλησε με ένα αγοράκι συνομήλικό της, τον Αλεξάντερ, και μαζί του έκανε τόσο σαματά, τρέχοντας από δω κι από κει και πετώντας παιχνίδια ολόγυρα, που το προσωπικό έλεγε ότι καμιά φορά αναγκάζονταν να προστατέψουν τον Αλεξάντερ, που δεν άντεχε την ένταση και τη φασαρία της δικιάς μας. Όμως, συνήθως έλαμπε ολόκληρος, όταν την έβλεπε, και λυπόταν όταν έφτανε η ώρα να φύγει, και από τότε της αρέσει περισσότερο να παίζει με αγόρια, είναι η αμεσότητα, η χρήση του σώματος και η εξωστρέφεια που πιθανότατα χρειάζεται, ίσως επειδή είναι απλή και δίνει μια αίσθηση ελέγχου. Όταν ήρθαμε να μείνουμε στο Μάλμε, εκείνη ξεκίνησε σε καινούργιο βρεφονηπιακό, που ήταν δυο βήματα από το Βέστρα Χάμνεν, το Δυτικό Λιμάνι, στην καινούργια συνοικία της
29
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 29
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 30
30
πόλης, όπου έμεναν οι πιο ματσωμένοι, και καθότι η Χάιντι ήταν ακόμα τόση δα, φρόντιζα εγώ να την πηγαίνω. Κάθε πρωί διασχίζαμε την πόλη με το ποδήλατο, περνούσαμε τα παλιά ναυπηγεία και βγαίναμε προς τη θάλασσα, η Βάνια με το μικρό της κράνος στο κεφάλι και τα χέρια γύρω απ’ τη μέση μου, εγώ με τα γόνατα ως το στομάχι στο μικρό γυναικείο ποδήλατο, ανάλαφρος και χαρούμενος, γιατί όλα στην πόλη ήταν ακόμα καινούργια για μένα, και η εναλλαγή που είχε το φως του ουρανού το πρωί και το απόγευμα δεν είχε γίνει ένα με το ανέκφραστο βλέμμα της ρουτίνας. Το ότι το πρώτο πράγμα που έλεγε η Βάνια το πρωί ήταν ότι δεν ήθελε να πάει στο dagis,* και ότι κάπου κάπου έκλαιγε όταν το έλεγε, πίστευα ότι απλά ήταν για λίγο και θα περνούσε, φυσικά και θα της άρεσε με τον καιρό. Όμως, όταν φτάναμε, δεν ήθελε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά μου, ό,τι και αν έκαναν οι τρεις γυναίκες, που αποτελούσαν το προσωπικό, για να την καταφέρουν. Εγώ πίστευα ότι το καλύτερο θα ήταν να φύγω αμέσως και να την αφήσω εκεί να τα βγάλει πέρα μόνη της, όμως, μια τέτοια βιαιότητα δεν θα την ενέκρινε ούτε το προσωπικό ούτε η Λίντα, καθόμουν, λοιπόν, εκεί, σε μια καρέκλα στη γωνία της αίθουσας, με τη Βάνια στα γόνατα, με παιδιά που έπαιζαν γύρω γύρω, και με μια λιακάδα έξω άλλο πράγμα, που ωστόσο βαθμιαία γινόταν όλο και πιο φθινοπωρινή, όσο περνούσαν οι μέρες. Όταν είχαν διάλειμμα έξω για φαγητό, που αποτελούνταν από κομμάτια μήλο και αχλάδι, που τα μοίραζε το προσωπικό, εκείνη ήθελε να καθίσει μόνο όταν καθόμασταν τουλάχιστον δέκα μέτρα μακριά από τους άλλους, και όταν το κάναμε, εγώ με ένα απολογητικό χαμόγελο, δεν γινόταν χωρίς έκπληξη, γιατί αυτό έκανα εγώ με τους άλλους ανθρώπους: Πώς τα κατάφερε και το κατάλαβε αυτό εκείνη, δυόμισι χρονών παιδί; Φυσικά, σιγά σιγά το προσωπικό κατάφερνε να την ξεκολλή* Ο βρεφονηπιακός σταθμός, αργκό (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
σει από πάνω μου, κι εγώ έφευγα για να γράψω λιγάκι, ενώ εκείνη έκλαιγε σπαρακτικά πίσω μου, και όταν πέρασε ένας μήνας, την πήγαινα και την έφερνα κανονικά. Και πάλι, όμως, συνέβαινε καμιά φορά το πρωί να μη θέλει να φύγει, να κλαίει λίγο, έτσι, όταν πήραν τηλέφωνο από έναν παιδικό σταθμό, που ήταν μόλις δυο βήματα από το σπίτι μας, και είπαν ότι είχαν μια θέση γι’ αυτήν, δεν διστάσαμε ούτε λεπτό και δεχτήκαμε. Ο σταθμός λεγόταν «Λύγκας» και ήταν αυτοδιαχειριζόμενος, οργανωμένος από τους ίδιους τους γονείς. Αυτό σήμαινε ότι οι γονείς έπρεπε να εκτελούν καθήκοντα προσωπικού δύο εβδομάδες τον χρόνο και συγχρόνως να καλύπτουν κάποιες από τις πολλές διοικητικές ή πρακτικές ανάγκες που υπήρχαν. Το πόσο θα εισέβαλλε ο παιδικός σταθμός στη ζωή μας και θα την έκανε ένα μάτσο χάλια δεν είχαμε τότε την παραμικρή ιδέα, απεναντίας, μιλούσαμε μόνο για τα πλεονεκτήματα που μας πρόσφερε: Με το να δουλεύουμε εκεί θα γνωρίζαμε όλους τους φίλους της Βάνιας, και με τις δουλειές, αλλά και τις συναντήσεις που ακολουθούσαν θα γνωρίζαμε τους γονείς τους. Απ’ ό,τι μας είπαν, ήταν φυσιολογικό να φέρνουν τα παιδιά ένα άλλο παιδί σπίτι τους, έτσι μπορούσαμε κάπως να ξεκουραστούμε όποτε το χρειαζόμασταν. Έπειτα, και ίσως αυτό ήταν και το πιο σημαντικό επιχείρημα, δεν ξέραμε κανέναν στο Μάλμε, ψυχή ζώσα, και ο παιδικός σταθμός θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωρίσουμε άλλους ανθρώπους. Και όντως έτσι ήταν, μετά από μια δυο βδομάδες μας κάλεσαν σε γενέθλια ενός από τα παιδιά. Η Βάνια έκανε σαν τρελή από τη χαρά της, συν τοις άλλοις επειδή της είχαμε πάρει ένα ζευγάρι χρυσές γόβες που θα τις φορούσε στα γενέθλια, απ’ την άλλη πάλι δεν ήθελε και τόσο να πάει, κάτι που το καταλάβαινα, διότι δεν ήξερε τους άλλους τόσο καλά. Η πρόσκληση ήταν στο ράφι της, στον παιδικό σταθμό μια Παρασκευή απόγευμα, το πάρτι ήταν το επόμενο Σάββατο, και κάθε πρωί η Βάνια ρωτούσε αν η Στέλλα είχε σήμερα τα γενέθλιά της. Όταν λέγαμε όχι, εκείνη ρωτούσε
31
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 31
32
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 32
αν ήταν μεθαύριο: ήταν το απώτερο μέλλον για κείνην. Το πρωί που επιτέλους μπορούσαμε να της πούμε ότι ναι, σήμερα θα πάμε στη Στέλλα, εκείνη πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε στην ντουλάπα για να φορέσει τα γοβάκια της. Συνέχεια όλο το πρωί ρωτούσε αν είναι ώρα να φύγουμε, και όλο αυτό θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα ανυπόφορο πρωινό με νεύρα και φασαρίες, ευτυχώς όμως είχαμε κάτι να το γεμίσουμε. Η Λίντα την πήρε και πήγανε σε ένα βιβλιοπωλείο να ψωνίσουν δώρο, μετά κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας και ζωγράφισαν κάρτες γενεθλίων, τις πήγαμε στο μπάνιο, χτενίσαμε τα μαλλιά τους και τους φορέσαμε άσπρα καλσόν και καλά φορέματα. Τότε άλλαξε η διάθεση της Βάνιας, ξαφνικά δεν ήθελε να φορέσει καλσόν και φόρεμα, δεν ήθελε με τίποτα να πάει σε πάρτι, και όσο για τα γοβάκια τα σαβούρντισε στον τοίχο, αλλά εμείς περιμέναμε υπομονετικά να περάσουν τα λίγα λεπτά της «κρίσης» και της φορέσαμε όλα τα ρούχα, μαζί με το άσπρο πλεχτό σάλι που πήρε όταν βαφτίσαμε τη Χάιντι, και όταν εντέλει κάθισαν στο καροτσάκι μπροστά μας, ήταν ξανά γεμάτες προσδοκία. Η Βάνια ήταν σοβαρή και σιωπηλή με τα γοβάκια στο ένα χέρι και το δώρο στο άλλο, όμως, όταν γύριζε να μας πει κάτι, χαμογελούσε. Η Χάιντι καθόταν δίπλα, μες στην καλή χαρά, γιατί, παρόλο που δεν ήξερε πού πηγαίναμε, τα ρούχα και οι προετοιμασίες μάλλον θα της έδωσαν μια ιδέα ότι είναι κάτι ξεχωριστό. Το διαμέρισμα που γιορτάζονταν τα γενέθλια ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω στον δρόμο μας. Ο δρόμος είχε τη χαρακτηριστική κίνηση ενός σαββατιάτικου απογεύματος στην πόλη, όπου οι τελευταίοι από όσους βγήκαν για ψώνια, με τις σακούλες τους στο χέρι, ανακατεύονταν με τους νέους που κατέβαιναν για να τριγυρίσουν έξω από τα Μπέργκερ Κινγκ και τα ΜακΝτόναλντς, και το κομβόι των αυτοκινήτων που σερνόταν αργά αργά δεν ήταν πια τα λειτουργικά αμάξια με οικογένειες που ψάχνουν κάπου να παρκάρουν, αλλά άρχισαν να αντικαθίστανται από όλο και περισσότερα χαμηλά, μαύρα και
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 33
* «Ακριβώς» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
2 – Ένας ερωτευμένος άντρας
33
γυαλιστερά αμάξια, με το ραδιόφωνο στο διαπασών, με οδηγούς νεαρούς μετανάστες γύρω στα είκοσι. Έξω από το σουπερμάρκετ είχε τόσο κόσμο, που αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε για λίγο, και όταν η ταλαιπωρημένη κοκκαλιάρα γριά, που καθόταν εκεί στην αναπηρική πολυθρόνα της εκείνη την ώρα, είδε τη Βάνια και τη Χάιντι, έγειρε προς το μέρος τους και χτύπησε το καμπανάκι της που κρεμόταν από ένα ραβδί, ενώ τους έστειλε ένα χαμόγελο, που σίγουρα είχε αγαθές προθέσεις, αλλά για τα παιδιά έδειχνε τρομακτικό. Όμως, δεν είπαν τίποτα, απλά την κοίταζαν. Από την άλλη μεριά της πόρτας καθόταν ένας ναρκομανής στην ηλικία μου με ένα τζόκεϊ στο απλωμένο του χέρι. Είχε ένα κλουβί με μια γάτα δίπλα του, και όταν την είδε η Βάνια, γύρισε προς το μέρος μας. «Όταν πάμε να μείνουμε στην εξοχή, θέλω μια γάτα», είπε. «Γάτα!» είπε η Χάιντι δείχνοντάς την. Εγώ οδήγησα το καροτσάκι κάτω από το πεζοδρόμιο και βγήκα στον δρόμο για να περάσω τους τρεις που προχωρούσαν μπροστά μου απελπιστικά αργά, λες και είχαν όλο το κωλοπεζοδρόμιο δικό τους, έκανα λίγα μέτρα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και ξανανέβηκα όταν τους είχαμε περάσει. «Όμως, μπορεί να αργήσουμε να πάμε στην εξοχή, Βάνια», είπα εγώ. «Δεν μπορούμε να έχουμε γάτα στο διαμέρισμα», είπε εκείνη. «Just det»,* είπε η Λίντα. Η Βάνια ξανακοίταξε μπροστά. Έσφιξε τη σακούλα με το δώρο με τα δυο της χέρια. Εγώ κοίταξα τη Λίντα. «Αλήθεια, πώς τον λένε, τον πατέρα της Στέλλας;» «Αχ, μου διαφεύγει...» είπε εκείνη. «Έρικ, ναι, Έρικ δεν τον λένε;»
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 34
34
«Ναι, Έρικ», είπα εγώ. «Τι δουλειά κάνει;» «Δεν ξέρω ακριβώς», είπε εκείνη. «Κάτι με διακόσμηση εσωτερικού χώρου, κάτι τέτοιο». Περάσαμε το Γκοτγκρούβαν,* και η Βάνια και η Χάιντι έγειραν προς τα μπρος για να δουν από τη βιτρίνα. Δίπλα ακριβώς ήταν ένας ενεχυροδανειστής. Και δίπλα από αυτόν ήταν ένα μαγαζί που πουλούσε αγαλματάκια και κοσμήματα, αγγέλους και βούδες, και ακόμα θυμίαμα, τσάι, σαπούνι και άλλα μπιμπελό αλά Νιου Έιτζ. Στη βιτρίνα είχε πόστερ που πληροφορούσαν το κοινό πότε θα έρχονταν στην πόλη γκουρού της γιόγκας και γνωστά μέντιουμ. Στην απέναντι πλευρά ήταν ένα κατάστημα με ρούχα με φτηνές μάρκες, το Ricco Jeans and Clothings, «Mode för hela familjen»,2* δίπλα του ήταν το ΤΑΜΠΟΥ, ένα μαγαζί «ερωτικού» περιεχομένου, που μοστράριζε πλαστικά πέη και κούκλες με διάφορα νεγκλιζέ και σέξυ εσώρουχα στη βιτρίνα δίπλα στην πόρτα, κρυμμένο από τον δρόμο. Δίπλα του ήταν το Bergman väskor och hattar, Τσάντες και Καπέλα Μπέργκμαν, που μάλλον δεν θα είχε ανακαινιστεί ποτέ ούτε ως χώρος ούτε ως εμπορεύματα από τότε που ιδρύθηκε, κάπου στη δεκαετία του ’40, και το Ράδιο Σίτι, που μόλις είχε βαρέσει πτώχευση, αλλά υπήρχαν ακόμα φωτεινές οθόνες τηλεοράσεως στη βιτρίνα του, τριγυρισμένες από ένα σωρό ηλεκτρικά μαραφέτια, που οι τιμές τους ήταν γραμμένες σε τεράστια, φωτισμένα στρογγυλά χαρτόνια σε πορτοκαλί και πράσινο. Ο κανόνας εδώ ήταν ότι όσο περισσότερο προχωράς στον δρόμο, τόσο πιο φτηνά και πιο παράξενα μαγαζιά έβλεπες. Το ίδιο ίσχυε και για τον κόσμο. Αντίθετα με τη Στοκχόλμη, που μέναμε στο κέντρο της πόλης, εδώ η φτώχια και η μιζέρια που υπήρχε φαινόταν στον δρόμο. Αυτό μου άρεσε. «Εδώ είναι», είπε η Λίντα και στάθηκε μπροστά σε μια πόρ1* 2*
Gottgruvan: κατάστημα με καραμέλες (Σ.τ.Μ.). Μόδα για όλη την οικογένεια (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
τα. Έξω από μια αίθουσα μπίνγκο, λίγο πιο πέρα, στέκονταν τρεις κυρίες γύρω στα πενήντα, με κιτρινισμένο δέρμα, και κάπνιζαν. Το βλέμμα της Λίντας πλανήθηκε στον κατάλογο των ονομάτων δίπλα στο θυροτηλέφωνο, πάτησε έναν αριθμό. Δυο λεωφορεία πέρασαν μουγκρίζοντας το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Αμέσως μετά έκανε μπιπ η πόρτα, και μπήκαμε μέσα στη σκοτεινή είσοδο, ακουμπήσαμε το καροτσάκι στον τοίχο και ανεβήκαμε τη σκάλα δύο ορόφους ως το διαμέρισμα, εγώ με τη Χάιντι στην αγκαλιά, η Λίντα με τη Βάνια από το χέρι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή όταν φτάσαμε, και το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό. Ένιωσα μια απροθυμία να μπω μέσα, ήθελα πρώτα να είχα χτυπήσει το κουδούνι, αυτό θα έκανε τον ερχομό μας πιο εμφανή, γιατί όπως ήταν τώρα, στεκόμασταν σαν μπάστακες μπροστά στην πόρτα χωρίς να μας προσέχει κανείς. Κατέβασα τη Χάιντι στο πάτωμα και της έβγαλα το μπουφάν. Η Λίντα βάλθηκε να κάνει το ίδιο με τη Βάνια, όμως, εκείνη διαμαρτυρήθηκε, πρώτα να βγουν οι μπότες, για να φορέσει τα χρυσά γοβάκια της. Είχε από ένα δωμάτιο σε κάθε πλευρά του διαδρόμου. Στο ένα κάτι παιδιά έπαιζαν χαλώντας τον κόσμο, στο άλλο στέκονταν κάτι μεγάλοι και κουβέντιαζαν. Στον διάδρομο, που συνέχιζε μέσα στο διαμέρισμα, είδα τον Έρικ, στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη και μιλούσε με ένα από τα ζευγάρια των γονιών από τον παιδικό σταθμό. «Γεια!» είπα εγώ. Εκείνος δεν γύρισε. Ακούμπησα το μπουφάν της Χάιντι πάνω σε ένα παλτό, που κρεμόταν στη ράχη μιας καρέκλας, και το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με της Λίντας, ενώ εκείνη έψαχνε κάπου να κρεμάσει το μπουφάν της Βάνιας. «Να μπούμε μέσα;» είπε. Η Χάιντι αγκάλιασε το πόδι μου με τα χέρια της. Εγώ την σήκωσα και έκανα ένα βήμα μπροστά. Ο Έρικ γύρισε. «Γεια», είπε.
35
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 35
36
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 36
«Γεια», είπα εγώ. «Γεια σου, Βάνια!» είπε μετά. Η Βάνια γύρισε το κεφάλι αλλού. «Δεν θα δώσεις το δώρο στη Στέλλα;» είπα εγώ. «Στέλλα, ήρθε η Βάνια!» είπε ο Έρικ. «Εσύ να το δώσεις», είπε η Βάνια. Η Στέλλα σηκώθηκε από κει που καθόταν με τα άλλα παιδιά. Χαμογέλασε. «Χρόνια πολλά, Στέλλα!» είπα εγώ. «Η Βάνια έχει ένα δώρο για σένα». Εγώ κοίταξα τη Βάνια. «Θα δώσεις στη Στέλλα το δώρο της;» «Εσύ να το δώσεις», είπε χαμηλόφωνα. Εγώ πήρα το δώρο και το έδωσα στη Στέλλα. «Είναι από τη Βάνια και τη Χάιντι», είπα. «Ευχαριστώ», είπε εκείνη και έσκισε το χαρτί. Όταν είδε ότι ήταν βιβλίο, το άφησε στο τραπέζι μαζί με τα άλλα δώρα και γύρισε στα άλλα παιδιά. «Τι λέει;» είπε ο Έρικ. «Πώς πάει;» «Καλά», είπα εγώ. Ένιωσα το πουκάμισό μου να κολλάει στο στήθος μου από τον ιδρώτα. Άραγε το έβλεπαν και οι άλλοι; «Τι ωραίο σπίτι που έχεις!» είπε η Λίντα. «Τριάρι είναι;» «Ναι», είπε ο Έρικ. Ο Έρικ φαινόταν πάντα πονηρός, σαν να είχε κάποιο σχέδιο γι’ αυτούς που μιλούσε μαζί τους, δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος γι’ αυτόν. Το μισοχαμόγελό του θα μπορούσε κάλλιστα να δείχνει ειρωνεία, εγκαρδιότητα ή ανασφάλεια. Αν ο χαρακτήρας του ήταν εκδηλωτικός ή δυνατός, ειδικά αυτό θα με ανησυχούσε, όμως, ο χαρακτήρας του ήταν βασικά ακαθόριστος, με ένα άτολμο, αδύναμο στυλ, οπότε ελάχιστα με ανησυχούσε το τι σκεφτόταν. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη στη Βάνια, που στεκόταν δίπλα στη Λίντα και κοίταζε το πάτωμα. «Οι άλλοι είναι στην κουζίνα», είπε ο Έρικ. «Έχει και λίγο κρασί, αν θέλετε».
Η Χάιντι είχε κιόλας πάει στο άλλο δωμάτιο και στεκόταν μπροστά στο ράφι με τα παιχνίδια, με ένα ξύλινο σαλιγκάρι στο χέρι, που είχε ροδίτσες και ένα σκοινί να το τραβάς. Εγώ έκανα νόημα στους δύο γονείς στον διάδρομο. «Γεια», είπαν εκείνοι. Πώς τον έλεγαν να δεις; Γιοχάν; Ή μήπως Γιάκομπ; Κι εκείνη άραγε Μία την έλεγαν; Γαμώτο, ναι, Ρόμπιν τον έλεγαν. «Γεια», είπα εγώ. «Πώς πάει;» είπε εκείνος. «Καλά», είπα εγώ. «Εσείς;» «Καλά, δόξα τω Θεώ». Εγώ τους χαμογέλασα. Εκείνοι μου το ανταπέδωσαν. Η Βάνια άφησε το χέρι της Λίντας και προχώρησε διστακτικά στο δωμάτιο που έπαιζαν τα άλλα παιδιά. Στάθηκε λίγο και τα κοίταξε. Και μετά, θαρρείς, έριξε όλες τις εφεδρίες της στη μάχη. «Έχω χρυσά γοβάκια!» είπε. Έσκυψε και έβγαλε το ένα γοβάκι, το σήκωσε ψηλά για να το δούνε. Όμως, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Όταν το κατάλαβε, το ξαναφόρεσε. «Δεν θέλεις να καθίσεις εκεί να παίξεις με τα άλλα παιδάκια;» της είπα. «Δες τα, παίζουν με ένα μεγάλο κουκλόσπιτο». Εκείνη έκανε όπως της είπα, κάθισε δίπλα τους, όμως, δεν έκανε τίποτα, απλά καθόταν και κοίταζε. Η Λίντα πήρε τη Χάιντι στα χέρια και την πήγε προς την κουζίνα. Εγώ την ακολούθησα. Όλοι μάς χαιρέτησαν, κι εμείς το ίδιο, καθίσαμε στο μακρύ τραπέζι, εγώ δίπλα στο παράθυρο. Η κουβέντα ήταν για φτηνά αεροπορικά εισιτήρια, πώς στην αρχή είχαν τις τιμές ευκαιρίας, και σιγά σιγά εκείνες μεγάλωναν και έπρεπε να πληρώσεις κι αυτό το εξτρά, κι εκείνο και τ’ άλλο, έτσι που στο τέλος σου έβγαινε ένα εισιτήριο που ήταν το ίδιο ακριβό όπως στις ακριβές εταιρείες. Μετά πέρασαν στα ποσοστά διοξειδίου του άνθρακα, και από κει στις καινούργιες διακοπές με τσάρτερ, σε συνδυασμό με τρένο, που μόλις είχαν αρ-
37
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 37
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 38
38
χίσει να τις λανσάρουν. Εκεί θα μπορούσα να πω κάτι, αλλά δεν το έκανα, το να μιλάω για να μιλάω είναι ένα από τα πολλά πράγματα, που δεν κατέχω, έτσι καθόμουν όπως πάντα και έγνεφα καταφατικά σε όσα λέγανε οι άλλοι, χαμογελούσα όταν οι άλλοι χαμογελούσαν, ενώ από μέσα μου ήθελα να φύγω από εκεί όσο τίποτε άλλο. Μπροστά στο τραπέζι καθόταν η μητέρα της Στέλλας, η Φρίντα, και έφτιαχνε κάτι σαν σάλτσα. Δεν έμεναν πια μαζί με τον Έρικ, και παρόλο που συνεργάζονταν για τη Στέλλα, ένιωθες κάπου κάπου ότι εκνευρίζονταν ο ένας με τον άλλο στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου στον παιδικό σταθμό. Ήταν ξανθιά, με ψηλά ζυγωματικά και σκιστά μάτια, ψηλή, λεπτή και ήξερε να ντύνεται, αλλά παραήταν ντίβα και στην κοσμάρα της για να μου αρέσει. Δεν έχω πρόβλημα με τους ανθρώπους που δεν είναι ενδιαφέροντες ή δεν είναι αρκετά μοναδικοί, μπορεί κάλλιστα να έχουν άλλα πράγματα, πιο σημαντικά, όπως ζεστασιά, στοργή, καλοσύνη, χιούμορ και ταλέντο στο να κάνουν μια συζήτηση να κυλάει, να δημιουργούν γύρω τους ασφάλεια, να καταφέρνουν να ζει καλά η οικογένειά τους, αλλά τους τελείως ανάξιους προσοχής που νομίζουν ότι είναι αφάνταστα ενδιαφέροντες και το παίζουν κάποιοι, με το που τους νιώθω δίπλα μου δεν θέλω πολύ να νιώσω αναγούλα. Εκείνη άφησε το μπολ με αυτό όπου νόμιζα για σάλτσα, αλλά τελικά ήταν ντιπ, σε έναν δίσκο, που ήδη ήταν ένα ακόμα μπολ με ψιλοκομμένες φέτες αγγούρι και καρότο. Ταυτόχρονα ήρθε στην κουζίνα και η Βάνια. Όταν μας βρήκε, ήρθε και κάθισε δίπλα μας. «Jag vill hem»,* είπε χαμηλόφωνα. «Μα μόλις ήρθαμε!» είπα εγώ. «Θα κάτσουμε λίγο ακόμα», είπε η Λίντα. «Δες, τώρα σας φέρνουνε και godis!»2* ** 2*
«Θέλω να πάμε σπίτι» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). Λιχουδιές (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
Δεν κατάλαβα, εννοούσε τον δίσκο με τα ζαρζαβατικά; Και όμως, αυτό εννοούσε. Είναι τρελοί σ’ αυτή τη χώρα. «Έρχομαι μέσα», είπα στη Βάνια. «Έλα». «Δεν παίρνεις και τη Χάιντι;» είπε η Λίντα. Έγνεψα καταφατικά, και με τη Βάνια να τρέχει από πίσω μου, την πήρα στα χέρια και πήγαμε στο δωμάτιο που έπαιζαν τα άλλα παιδιά. Η Φρίντα με ακολούθησε κρατώντας τον δίσκο. Τον έβαλε σε ένα τραπεζάκι καταμεσής στο πάτωμα. «Λίγο να τσιμπήσετε», είπε. «Πριν έρθει η τούρτα». Τα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι, συνέχισαν να παίζουν μπροστά στο κουκλόσπιτο. Στο άλλο δωμάτιο έτρεχαν δυο αγόρια πάνω κάτω. Ο Έρικ ήταν κι αυτός εκεί, μπροστά στο στερεοφωνικό, με ένα σιντί στο χέρι. «Έχω ένα σιντί με τζαζ από Νορβηγία», είπε. «Σου αρέσει η τζαζ;» «Ε, καλή είναι...» είπα εγώ. «Έχει καλή τζαζ στη Νορβηγία», είπε. «Ποιο έχεις;» είπα εγώ. Μου έδειξε τη θήκη. Ήταν ένα συγκρότημα που δεν είχα ακούσει ποτέ. «Καλό είναι», είπα. Η Βάνια στεκόταν πίσω από τη Χάιντι και προσπαθούσε να την σηκώσει. Η Χάιντι διαμαρτυρήθηκε. «Βάνια, είπε όχι», είπα. «Άσ’ την, μην την σηκώνεις». Όταν εκείνη συνέχισε, πήγα κοντά τους. «Δεν θέλεις ένα καροτάκι;» της είπα. «Όχι», είπε η Βάνια. «Ναι, όμως, δες, αυτό είναι ντιπ», είπα εγώ. Πήγα στο τραπέζι, πήρα μια φέτα καρότο, την βούτηξα στο άσπρο σαν πουρέ ντιπ, που σίγουρα είχε κύριο συστατικό την κρέμα γάλακτος και το έβαλα στο στόμα. «Μμμ», είπα. «Νόστιμο!»
39
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 39
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 40
40
Χάθηκε να τους δώσουνε λουκάνικα, παγωτό και αναψυκτικά; Γλειφιτζούρια; Ζελεδάκια; Κέικ σοκολάτα; Τι κωλοχώρα! Όλες οι κοπέλες έπιναν νερό με τη σέσουλα, τόσο που λίγο ήθελε να τρέχει απ’ τ’ αυτιά τους, πίστευαν ότι ήταν «nyttigt», χρήσιμο, και «fräscht», αναζωογονητικό, όμως, το μόνο που έκανε ήταν να αυξάνει κατακόρυφα τα ποσοστά των νέων με ακράτεια ούρων. Τα παιδιά έτρωγαν μακαρόνια ολικής αλέσεως, ψωμί ολικής αλέσεως και ένα σωρό χοντραλεσμένα ρύζια, που το στομάχι τους δεν τα σήκωνε, όμως, αυτό δεν είχε σημασία, γιατί ήταν nyttigt, fräscht και hälsosamt.* Μπέρδευαν, βλέπεις, το φαγητό με το πνεύμα, πίστευαν ότι θα γίνουν καλύτεροι άνθρωποι τρώγοντας πολιτικά ορθότερο φαγητό, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι άλλο το φαγητό και άλλο το τι άποψη και συνειρμούς σου προκαλεί το φαγητό. Και αν τους το έλεγες αυτό ή κάτι παρόμοιο, τότε ήσουν ή οπισθοδρομικός ή απλά Νορβηγός, δηλαδή δέκα χρόνια πίσω από αυτούς. «Jag vill inte ha», είπε η Βάνια. «Jag är inte hungrig».2* «Καλά, εντάξει», είπα εγώ. «Όμως, για δες εδώ. Βλέπεις το τρενάκι; Να το φτιάξουμε;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, και καθίσαμε λίγο πιο πίσω από τα άλλα παιδιά. Άρχισα να στήνω τις ράγες σε ένα ημικύκλιο και ταυτόχρονα βοηθούσα τη Βάνια να φτιάξει τις δικές της. Η Χάιντι είχε πάει στο άλλο δωμάτιο και κοίταζε τα ράφια και το τι είχαν επάνω. Κάθε φορά που τα δυο αγόρια αγρίευαν ή φώναζαν, εκείνη γύριζε και τα κοίταζε. Ο Έρικ έβαλε τελικά έναν δίσκο και ανέβασε τον ήχο. Πιάνο, μπάσο και ένα σωρό κρουστά απ’ αυτά που λατρεύουν κάποιοι ντράμερ της τζαζ, σαν να χτυπάς πέτρες μεταξύ τους, και αν δεν έχεις πέτρες, ό,τι άλλο έχεις γύρω σου. Για μένα αυτή η μουσική ήταν άλλοτε τίποτα, μηδέν, άλλοτε πάλι επιεικώς ** 2*
Υγιεινό (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.). «Δεν θέλω... Δεν πεινάω» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 41
* «Γεια! Πώς πάει;» (σουηδικά στο κείμενο) (Σ.τ.Μ.).
41
γελοία. Μου την έδινε αφάνταστα όταν χειροκροτούσαν στις συναυλίες τζαζ. Ο Έρικ κουνήθηκε λίγο στον ρυθμό της μουσικής, και μετά γύρισε, μου έκλεισε το μάτι και προχώρησε προς την κουζίνα. Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο Λίνους και ο γιος του, ο Αχιλλέας. Ο Λίνους, που είχε μια πρέζα ταμπάκο κάτω απ’ το πανωχείλι του, φορούσε μαύρο παντελόνι, σκούρο παλτό και από μέσα άσπρο πουκάμισο. Τα ξανθά του μαλλιά ήταν λίγο ανακατεμένα, τα μάτια του, που κοίταζαν μέσα στο σπίτι, γεμάτα ειλικρίνεια και αφέλεια. «Tjäna!» μου είπε. «Läget?»* «Μια χαρά», είπα εγώ. «Κι εσύ;» Ο Αχιλλέας, μικροκαμωμένος με μεγάλα, σκούρα μάτια, έβγαλε μπουφάν και παπούτσια, ενώ κοίταζε τα παιδιά πίσω μου. Τα παιδιά είναι σαν τα σκυλιά, βρίσκουν αμέσως τους ομοίους τους μέσα στο πλήθος. Η Βάνια τον κοίταξε κι εκείνη. Ήταν ο καλύτερός της φίλος, αυτόν είχε διαλέξει ως αντικαταστάτη του Αλεξάντερ. Όμως, όταν έβγαλε τα ρούχα του, πήγε κατευθείαν στα άλλα παιδιά, και η Βάνια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το εμποδίσει. Ο Λίνους έβαλε πλώρη για την κουζίνα και η προσδοκία και η ανυπομονησία που μου φάνηκε ότι είχα δει στο βλέμμα του δεν προερχόταν παρά μόνο από τη διάθεσή του να κουβεντιάσει. Σηκώθηκα και πήγα προς τη Χάιντι. Εκείνη καθόταν δίπλα στο γιούκα κάτω απ’ το παράθυρο, είχε χύσει το χώμα από τη γλάστρα και το μάζευε σε σωρούς πάνω στο πάτωμα. Εγώ πήγα προς το μέρος της, την σήκωσα, ξαναέβαλα στη γλάστρα όσο χώμα μπορούσα και πήγα στην κουζίνα για να βρω ένα πανί ή κάτι παρόμοιο. Η Βάνια με ακολούθησε. Όταν πήγαμε εκεί, εκείνη ανέβηκε στα γόνατα της Λίντας. Στο σαλόνι η Χάιντι άρχισε να κλαίει. Η Λίντα με κοίταξε ερωτηματικά.
42
KNAUSGAARD AGONAS 2 sel_Final_Layout 1 10/11/2015 7:51 ΜΜ Page 42
«Θα την δω εγώ», είπα. «Θέλω κάτι να την σκουπίσω». Το τραπέζι της κουζίνας ήταν γεμάτο, έδειχναν ότι τελείωναν το φαγητό και αντί να σπρωχτώ ανάμεσά τους, πήγα στην τουαλέτα, έκοψα μπόλικο χαρτί υγείας, το μούσκεψα στη βρύση και πήγα στο σαλόνι να σκουπίσω τη Χάιντι, που έκλαιγε συνέχεια. Την σήκωσα και την πήγα στο μπάνιο για να της πλύνω τα χέρια. Εκείνη τιναζόταν σαν ψάρι στα χέρια μου. «Έλα, έλα, ηρέμησε», της είπα. «Τώρα τελειώσαμε. Λίγο ακόμα. Έτσι μπράβο!» Όταν βγήκαμε από το μπάνιο, είχε σταματήσει να κλαίει, αλλά και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένη, δεν ήθελε να καθίσει, μόνο να την κρατάω στα χέρια μου. Στο σαλόνι στεκόταν ο Ρόμπιν με τα χέρια σταυρωμένα και πρόσεχε την κόρη του, την Τερέζα, που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη από τη Χάιντι, αλλά μπορούσε κιόλας να πει μια δυο φράσεις. «Τι λέει;» είπε εκείνος. «Γράφεις τίποτα τώρα;» «Ναι, λίγο», είπα εγώ. «Πού, στο σπίτι;» «Ναι, έχω ένα δωμάτιο στο σπίτι». «Δεν είναι δύσκολο; Θέλω να πω, δεν σου έρχεται να δεις τηλεόραση ή να πλύνεις ρούχα ή κάτι παρόμοιο, αντί να γράψεις;» «Μπα, κανένα πρόβλημα. Βέβαια, θα είχα πιο πολύ χρόνο αν είχα γραφείο κάπου αλλού, αλλά...» «Ναι, το καταλαβαίνω», είπε εκείνος. Είχε ξανθά μαλλιά, προς το μακρύ, με μπούκλες στο σβέρκο, καθαρά, γαλάζια μάτια, ίσια μύτη, φαρδύ σαγόνι. Δεν ήταν μεγαλόσωμος, αλλά ούτε και ζουμπάς. Ντυνόταν σαν εικοσπεντάρης, αν και κόντευε τα σαράντα. Τι είχε στο μυαλό του δεν είχα ιδέα, ειλικρινά δεν καταλάβαινα γρι για το τι είχε μέσα του, αλλά κρυφός κι έτσι μια φορά δεν έδειχνε. Απεναντίας το πρόσωπό του έδειχνε άνθρωπο ανοιχτού χαρακτήρα. Όμως, υπήρχε και κάτι άλλο, ένιωθα, μια σκιά από κάτι άλλο.