GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 5
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 6
Οι φωτογραφίες του βιβλίου είναι από το αρχείο της συγγραφέως. ©
Copyright Ντόρα Γιαννακοπούλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5928-2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο «Αμερικάνος» – Ο έρωτας – Το προξενιό . . . . . . . . . Μαύρα σύννεφα – Κατοχή και συμφορές . . . . . . . . . . . Τα βάσανα της κυρα-Λένης – Απελευθέρωση – Εμφύλιος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η κυρα-Λένη στον παιδικό σταθμό – Τα κοριτσάκια της στο θέατρο . . . . . . . . . . . . . . . . . .
15 23 35 46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η Πόλιον που την έλεγαν Ντόρα και ο «μέντοράς» της . . Η Ντόρα ανοίγει πανιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Απ’ τον Όμηρο, στο «Rex» και στην Όμορφη Πόλη . . . Συναυλίες – Μαγική Πόλη – Μπουάτ – Μικρές Κυκλάδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο καημός της κυρα-Λένης και ο καημός για το Κυκλικό Θέατρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
57 63 72 77 90
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 8
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Σταχτοπούτα – Ιουλιανά – Δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . 99 Η δεκαετία του ’60 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 108 Χιονάτη με το θίασο του Κώστα Χατζηχρήστου – Τουρνέ με τον Φυσσούν – Έρωτας και διαζύγιο . . . . . . 127 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Έρως μετ’ εμποδίων – Δικτατορία – Μεγάλες αποφάσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αντίσταση με παραστάσεις στο εξωτερικό (Ευρώπη, ανατολικές χώρες, Ρωσία) . . . . . . . . . . . . . Από τη Ρωσία, στο χωρισμό και στην εγκυμοσύνη – Φρανκφούρτη και Ουτρέχτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η γέννηση κι ο αποχωρισμός – Επιτυχία στον Καναδά – Οι χουντικοί αφρίζουν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επιστροφή – Τα τραγούδια της Ζάτουνας – Ο Λένος . . .
143 158 168 175 184
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Τα «Βραζιλιάνικα» – Λένος και κυρα-Λένη στην Ολλανδία – Ο γάμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 197 Επιστροφή στην πατρίδα και στο θέατρο – Η χούντα φεύγει, η ελευθερία έρχεται! – Τηλεοπτικές
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 9
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
εμφανίσεις και εμπορικές επιχειρήσεις – Ξανά στο θέατρο – Γλέντια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η αλλαγή πορείας του Μηνά – Κριτικός θεάτρου – Οι φίλοι που έφυγαν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η τελευταία συναυλία της Ντόρας – Ο Μηνάς στην Ελευθεροτυπία – Η περιπέτεια της Πρόβας του νυφικού και ο θρίαμβος – Το τέλος της κυρα-Λένης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μυθιστορήματα και θεατρικές επιτυχίες του Λένου – Η Πρόβα νυφικού στο Εθνικό Θέατρο . . . . . . . . . . . . .
211 227
238 257
ΕΠΙΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 265
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 10
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 11
Στην κυρα-Λένη
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 12
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
J
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 14
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 15
Ο «Αμερικάνος» – Ο έρωτας – Το προξενιό
ΕχΡΙ που ο «Αμερικάνος» αγάπησε έως θανάτου, που
Μ λέει ο λόγος, τη νεαρή Ελένη, ξέραμε αρκετά πράγματα γι’ αυτήν. Όπως ότι ήταν ορφανή από πατέρα και μη-
τέρα κι ότι είχε τέσσερα αδέρφια. Τον μικρό κι αγαπημένο της Γιώργο, τον μεγαλύτερο Βαγγέλη και δυο αδερφές, τη Μαρίνα και τη Μυρσίνη. Αυτή η τελευταία ήταν η πιο μεγάλη σε ηλικία κι είχε φύγει για την Αμερική από τους πρώτους που πήγαιναν εκεί, στις αρχές του 1900, ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη από κείνη που είχαν στο χωριό τους. Παντρεύτηκε, έκανε και δυο κορίτσια, κι όποτε μπορούσε, έστελνε το κατιτί της στ’ αδέρφια της στη Μυτιλήνη. Επίσης ξέραμε ότι η Ελένη είχε ταλέντο στη μαγειρική κι από δεκάξι χρονών δούλευε σε σπίτια, όταν είχαν τραπέζια και βεγγέρες οι πλούσιοι Μυτιληνιοί. Η ίδια έμενε λίγο έξω από το κέντρο, στον Απάνω Χάλικα. Και ξαφνικά μια ωραία μέρα, μεγάλο σούσουρο έγινε στο χωριό, γιατί κατέφθασε ένας καλοστεκούμενος «Αμε
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 16
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ρικάνος», ο οποίος έφερνε δώρα στην Ελένη από την αδερφή της τη Μυρσίνη. Ο άνθρωπος αυτός είχε φύγει δεκαεπτάχρονο παιδί και γυρνούσε τώρα πίσω στην πατρίδα. Είχε χωρίσει με τη γυναίκα του κι άφησε στην Αμερική δυο θυγατέρες πάνω από είκοσι χρονών, παντρεμένες και οι δύο. Έφτασε στον Απάνω Χάλικα και αναζήτησε τον άνθρωπο που θυμόταν απ’ τα παλιά. Τον Γαβρίλη Γερμανό. Τον βρήκε αμέσως, αφού ο κυρ Γαβρίλης ήταν κάτι σαν προύχοντας του χωριού. Χαρές, πανηγύρια, γλέντια και φιλοξενία για τον «Αμερικάνο», που τον κυνηγούσαν τα πιτσιρίκια γιατί τους γέμιζε τις τσέπες με καραμέλες, στραγάλια κι ό,τι άλλο λαχταρούσε η ψυχή τους. Ο κυρ Γαβρίλης ειδοποίησε την Ελένη να περάσει απ’ το σπίτι του, επειδή η αδερφή της εξ Αμερικής τής έστελνε δώρα και λίγα δολάρια με τον φιλοξενούμενό του. Καμαρωτή καμαρωτή στα είκοσί της χρόνια, ψηλή και όμορφη η Ελένη, πήγε στο σπίτι, και μόλις την είδε ο «Αμερικάνος», ξετρελάθηκε. Κεραυνοβόλος έρως. Δεν έχασε καθόλου καιρό. Έβαλε αμέσως τον κυρ Γαβρίλη να την ψήσει να τον παντρευτεί. «Μα γέρο άνθρωπο θα πάρω;» τόλμησε να αναρωτηθεί η κοπέλα. «Είναι καλός, σ’ αγαπάει... Δε θα έχεις ανάγκη να δουλεύεις... φτωχό κορίτσι είσαι... Θα έχεις έναν μυαλωμένο άνθρωπο και οικονομημένο να σε προστατεύει... να κάνεις οικογένεια».
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 17
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
«Ναι, αλλά η κόρη του είναι πιο μεγάλη από μένα». «Δεν πειράζει, μη δίνεις σημασία... Εκτός κι αν έχεις στο μυαλό σου κάποιον άλλο...» Κοκκίνισε η Ελένη. «Θεός φυλάξοι», είπε. Πού να τολμήσει να ομολογήσει πως ο Κωστής, το φτωχόπαιδο από τον Κάτω Χάλικα, στάθηκε δίπλα της στην εκκλησία τ’ Αϊ-Γιώργη πριν από καιρό και με τρόπο ακούμπησε με τη μύτη του παπουτσιού του τον αστράγαλό της. Εκείνη δεν έδωσε σημασία, κι ο νεαρός, που περίμενε ένα νεύμα... μια ματιά... κάτι τέλος πάντων, απογοητεύτηκε κι αποτραβήχτηκε. Μα η Ελένη έκλεισε αυτή την επαφή του παπουτσιού στην καρδιά της. Ως εκεί όμως. Γιατί τώρα της παρουσιάστηκε η «τύχη» του «Αμερικάνου». Από δω την είχε, από κει την είχε ο... κύριος, την κατάφερε μέσω του Γαβρίλη κι είπε το ναι, για το... «καλό της». Η Ελένη ήταν έξι χρονών παιδάκι όταν έγινε η απελευθέρωση του νησιού το 1912. Όλη η Μυτιλήνη ανάστατη, πανηγύριζε που γλύτωνε από τον τουρκικό ζυγό. Η μικρή, που την τραβολογούσαν οι γονείς της στον Μακρύ Γιαλό, είχε σκαρφαλώσει σ’ ένα δέντρο με την αδερφή της και παρακολουθούσαν την τρεχάλα των Τουρκαλάδων που έφευγαν με τις βάρκες, με τα φέσια στο κεφάλι και τους μποχτσάδες στην πλάτη. Η Ελένη διέκρινε κι ένα Τουρκόπου 2o
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 18
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
λο από τη γειτονιά της κι άρχισε να το φωνάζει, αλλά η αδερφή της από δίπλα τής έκλεισε το στόμα. «Κι αυτοί που περνούν με τα καλά τους τι είναι;» «Επίσημοι», απαντούσε η μάνα της η κυρα-Φανή κάτω απ’ το δέντρο. «Κι αυτό το βαπόρι από πού ήρθε;» «Αυτό είναι το θωρηκτό “Αβέρωφ” και σφυράει γιατί έχουμε χαρές και πανηγύρια». Πώς να εξηγήσει η γυναίκα σ’ ένα εξάχρονο παιδί για ποιο λόγο ήταν όλο το νησί σε έξαρση, με φωνές κι αλαλαγμούς, για τη λευτεριά της πατρίδας τους. Αμάν πια... Ύστερα από χρόνια και ζαμάνια ελεύθεροι... Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι... Στα δεκατέσσερά της χρόνια πέθανε ο πατέρας της κι έπειτα από λίγους μήνες πήρε τον ίδιο δρόμο κι η μητέρα της, η γλυκιά και ντελικάτη κυρα-Φανή. Έμειναν τα ορφανά να παλεύουν για τη ζωή τους, εκτός απ’ τη Μυρσίνη, που είχε ήδη παντρευτεί στην Αμερική και τους βοηθούσε πού και πού. Η καταστροφή της Σμύρνης το ’22 βρήκε την Ελένη να δουλεύει βοηθός μαγείρισσας σ’ ένα πλουσιόσπιτο στ’ Ακλειδιού. Θυμάται ακόμα τους ξεριζωμένους Έλληνες της Τουρκίας, που τους πέταγαν στη θάλασσα και κάποιοι κατάφερναν να σωθούν και να φτάσουν στη Μυτιλήνη. Τα
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 19
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
λαιπωρημένοι, πεινασμένοι πρόσφυγες, να θρηνούν δικούς τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν, που πνίγηκαν, που άφησαν πίσω τους σπίτια και περιουσίες. Και πώς να ξεχνούσε η Ελένη ένα κορίτσι της ηλικίας της που περιφερόταν μόνο του στους δρόμους τ’ Ακλειδιού, ξυπόλυτο, πεινασμένο, αμίλητο. Το μάζεψε, το περιποιήθηκε, το τάισε, έμαθε την ιστορία της. Όλη η οικογένειά της ξεκληρίστηκε. Τον πατέρα της τον σκότωσαν, η μάνα κι ο μικρός της αδερφός πνίγηκαν, κι η ίδια κατάφερε ν’ ανέβει σε μια ψαρόβαρκα και να βρεθεί με άλλους στη Μυτιλήνη. Στην αρχή την έπαιρνε μαζί στα σπίτια όπου δούλευε, αλλά μετά την έχασε. Ρώτησε εδώ, ρώτησε εκεί, και κάποιος είπε πως την πήρε το μάτι του στην προκυμαία, αγκαζέ μ’ έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα. Έκτοτε δεν ξαναείδε την κοπέλα από τη Σμύρνη. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αυτά θυμόταν η Ελένη καθώς στεκόταν νύφη στην εκκλησία των Αγίων Πατέρων, ν’ ακούει το «Ησαΐα χόρευε, η Παρθένος...» και να τη γυρνοβολάνε με τα στέφανα του γάμου πετώντας της ρύζια, με τον «Αμερικάνο» να μην ξεκολλάει τα μάτια του από πάνω της και να την κρατάει σφιχτά, λες και φοβόταν μην τη χάσει. Δραστήριος ο σύζυγος, κι έτσι η Ελένη σ’ εννιά μήνες είχε το πρώτο της κορίτσι και σ’ ένα χρόνο ακολούθησε και
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 20
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
δεύτερο, που το βάφτισε με τ’ όνομα της μάνας της, της κυρα-Φανής. Τον «Αμερικάνο», ύστερα από λίγους μήνες άρχισαν όλοι στο χωριό να τον φωνάζουν μπαρμπα-Στρατή. Αυτό ήταν τ’ όνομά του. Ο μπαρμπα-Στρατής λοιπόν, ένας καλότατος άνθρωπος και ψυχοπονιάρης, μόλις έβλεπε κάποιο συγχωριανό του στενοχωρημένο στο καφενείο, αμέσως ήταν έτοιμος να του χαρίσει και το βρακί του. Έδινε δανεικά κι αγύριστα σ’ όποιον του ζήταγε να τον βοηθήσει. Αλλά, όπως ξέρουμε, τα έτοιμα λεφτά τελειώνουν γρήγορα. Του φώναζε η καημένη η Ελένη να μαζευτεί. Ναι, ναι, της απαντούσε, μα όταν κάποιος βρισκόταν σε ανάγκη, έτρεχε στον μπαρμπα-Στρατή για δανεικά, κι αυτός, με πάσα προφύλαξη πια, μην τον πάρει χαμπάρι η γυναίκα του, του τα έδινε. Ένα απογευματάκι επισκέφτηκε την Ελένη ένας παλιός φίλος της οικογένειάς της και την πληροφόρησε ότι υπήρχαν δυο κτήματα, το «Πραμματέλι» και η «Σάλτα», που θα μπορούσαν να τα νοικιάσουν αν ήθελαν... Αν ήθελαν; Χωρίς δεύτερη κουβέντα ευχαρίστησε τον άνθρωπο και έπεισε τον άντρα της να τα νοικιάσει. Ευτυχώς που τον κατάφερε, γιατί τα λεφτά τελειώνανε, κι από κάπου έπρεπε πια να βγάζει ένα μεροκάματο. Μ’ αυτά τα κτήματα γεμάτα ελιές –εξαιρετικές, λέγαν–, μπόρεσε να συντηρεί την οικογένειά του για πολλά χρόνια.
2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 21
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
Ο μπαρμπα-Στρατής είχε έναν μακρινό συγγενή στην Αμερική. Αυτός είχε ένα μεγάλο και ωραιότατο σπίτι στον Μεσαίο Χάλικα, πολύ κοντά με τον Απάνω, που τους χώριζε μια «πατωμένη». Είχε όμως και μια θεία απ’ τη μεριά της μάνας του που την αγαπούσε πολύ. Έγραψε λοιπόν στον μπαρμπα-Στρατή, αν ήθελε, να πήγαινε να μείνει στο σπίτι του, με αντάλλαγμα να φροντίζουν τη γριά θεία. Το σκέφτηκαν, το ξανασκέφτηκαν με τη γυναίκα του κι αποφάσισαν να δεχτούν την προσφορά, γιατί και το σπίτι ήταν ωραίο και η οικογένεια μεγάλωνε κι είχαν αποκτήσει εν τω μεταξύ και ένα αγόρι. Της έβγαινε η πίστη ανάποδα της Ελένης απ’ την κούραση, γιατί τώρα πια, εκτός απ’ τα παιδιά της, είχε να φροντίζει κι αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα, που ήταν όλο παραξενιές κι ήθελε τα πάντα στο χέρι. Όμως η παρηγοριά της ήταν, όταν της έμενε μια στάλα καιρός, να κάθεται στη μεγάλη αυλή με την τεράστια καρυδιά, την αμυγδαλιά παραδίπλα και στα πλάγια λιόδεντρα στη σειρά, και να χαζεύει από κει όλη τη Μυτιλήνη. Κοίταζε πέρα στο λιμάνι το μεγάλο καράβι να φεύγει κι άκουγε την μπουρού του πλοίου που έφτανε ξεψυχισμένη. Για να πας σ’ αυτό το σπίτι, έπρεπε από την πλατειούλα ν’ ανηφορίσεις ένα μικρό ύψωμα, αφού ανέβεις μερικά μεγάλα και χοντρά σκαλοπάτια, φτιαγμένα με κοτρώνες που πια είχανε φαγωθεί απ’ τα πολλά τα χρόνια. Η πόλη της Μυτιλήνης και η θάλασσα φαίνονταν πιάτο από κει. Πρώ2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 22
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
τα πρώτα, μπροστά, απλώνονταν χωράφια με ελιές και κάπου κάπου μερικά κυπαρίσσια. Ύστερα, ωραία αρχοντόσπιτα σε απόσταση το ένα απ’ το άλλο, με περιβόλια και μπαξέδες, μετά η πόλη πυκνή και στο τέλος η θάλασσα, το λιμάνι και λίγο πιο κει το κάστρο. Τέτοια ομορφιά. Επιπλέον, το σπίτι ήταν απέναντι από τον «Πύργο» του Δεσπότη. Μη φανταστεί κανείς κάποιον πύργο σαν τους εγγλέζικους. Ένα σαράβαλο ήταν, ένα δίπατο παλιό σπίτι, που μάλλον το λέγαν «Πύργο» ειρωνικά. Η Ελένη, που ήταν άνθρωπος του Θεού και της εκκλησίας, τον είχε τον Δεσπότη μη στάξει και μη βρέξει. Και φαΐ τού πήγαινε και καμιά δουλειά στον «Πύργο» έκανε και τα ποντίκια που στήνανε χορό εξολόθρευε κι ό,τι άλλο χρειαζόταν ο Σεβασμιότατος. Όμως, μη στάξει και μη βρέξει είχε και κάποιον άλλο η Ελένη. Με το που πάτησε το πόδι της στην καινούργια κατοικία, ακριβώς στο απέναντι σπίτι –μικρότερο απ’ το δικό της– έμενε μια γυναίκα αδύνατη, κοντούλα, με γκρίζα ρούχα κι ένα τσεμπέρι στο κεφάλι της. Στεκόταν στην πόρτα της σαν να την περίμενε. Ήταν η θεία Παρασκευούλα, που την αγκάλιασε και τη φίλησε λες και την ήξερε από χρόνια. Αγαπήθηκαν σαν μάνα με κόρη, κι η θεία Παρασκευούλα θα ήταν δίπλα στην Ελένη σε κάθε δυσκολία. Να τη συντρέχει και να τη βοηθά.
22
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 23
Μαύρα σύννεφα – Κατοχή και συμφορές
σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται και, καθώς τα χρόνια περνούσαν, στη Γερμανία ένας «τύπος» ονόματι Αδόλφος έφερνε τα πάνω κάτω. Ένας δικτάτορας ήταν, που τον ακολουθούσαν τυφλά οι Γερμανοί, αλλά μια νύχτα, «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» την είπανε, σκότωσε όλους τους δικούς του, τάχα μου ότι συνωμοτούσαν εναντίον του και ήθελαν να τον ξεκάνουν. Ποιος να τολμήσει μετά να κουνηθεί. Για όλα αυτά δεν προβληματίζονταν οι Ευρωπαίοι, και πολύ περισσότερο οι ήρωες της ιστορίας μας κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού. Πού να ήξεραν τότε ότι σε λίγα χρόνια οι ίδιοι κι η πατρίδα ολόκληρη θα περνούσε τη μεγαλύτερη τραγωδία. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι άνθρωποι θα πέθαιναν από την πείνα και θα τους μάζευαν από τους δρόμους με τα κάρα.
Μ
ΑΥΡΑ
Η οικογένεια της Ελένης και του μπαρμπα-Στρατή μεγάλωνε εν τω μεταξύ, αφού είχε γεννηθεί άλλο ένα αγόρι. Γύ2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 24
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ρω τους τα γεγονότα οργίαζαν, αλλά αυτοί, αγράμματοι άνθρωποι, άσχετοι με τα πολιτικά θέματα, δεν έπαιρναν χαμπάρι. Η μόνη τους αγωνία ήταν πώς να θρέψουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Από το ραδιόφωνο του καφενείου άκουγαν ότι είχανε δικτατορία κι ότι ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς είχε μεγάλη πέραση στη νεολαία. Αγόρια και κορίτσια τον ακολουθούσαν με ίδιες στολές, με συμπεριφορές φασιστικές, με προσήλωση κι υπακοή στα λόγια και στα έργα του. Κι όποιος τολμούσε, ας αντιστεκόταν. Ένας υπουργός του, ο Μανιαδάκης με τ’ όνομα, τους έφερνε στον ίσιο δρόμο με βασανισμούς και ρετσινόλαδα. Οι κομμουνιστές δε, ήταν οι μεγαλύτεροι εχθροί της πατρίδας. Τους ξετρύπωνε όπου κι αν κρύβονταν και τους εξόντωνε με κάθε τρόπο, με φυλακές και εξορίες. Έτσι διαμορφωνόταν η κατάσταση στη χώρα μας, μέχρι που άρχισαν να γίνονται γνωστά τα κατορθώματα του φοβερού και τρομερού Αδόλφου Χίτλερ. Μια νύχτα, τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» όπως την είπαν, έβαλε τους οπαδούς του κι έσπασαν όλα τα μαγαζιά των Εβραίων στη Γερμανία. Κι από τότε, η μοίρα κι οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων ήταν στα χέρια αυτουνού του παράφρονα. Προχωρούσε αυτός... προχωρούσε... και σάρωναν ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους οι Ναζί. Πάει κι η Πολωνία, κι έτσι και κατακτούσαν και τη Σερβία, κλάψ’ την τη μικρή Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 έγινε ο 2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 25
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
τορπιλισμός της «Έλλης» στην Τήνο και βούιξε ο τόπος. Αλλά ο τόπος βούιξε ακόμα πιο πολύ όταν την 28η Οκτωβρίου ο Μουσολίνι μάς κήρυξε τον πόλεμο. Τότε ο Μεταξάς αναγκάστηκε να πει το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς φασίστες. Αυτό το «ΟΧΙ» ήταν η αφορμή να μνημονεύουν για χρόνια το δικτάτορα και να τον θεωρούν «ήρωα» οι όμοιοί του. Με χαρές και πανηγύρια έτρεξαν όλοι οι νεολαίοι για το μέτωπο, να κατατροπώσουν τους Ιταλούς στην Αλβανία. Τους κατατρόπωσαν βέβαια, αλλά πώς γύρισαν από κει... Με τα πόδια, πεινασμένοι, κουρελήδες, γεμάτοι ψείρες, με κρυοπαγήματα, έτοιμοι να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή και να ξεψυχήσουν στους δρόμους, πριν καταφέρουν να φτάσουν στα σπίτια τους. Ευτυχώς, τ’ αγόρια της Ελένης ήταν μικρά κι έτσι δεν πέρασε το μαρτύριο των γειτόνων με τα παιδιά τους, ν’ αγωνιούν και να μην ξέρουν αν ζούσαν ή αν πέθαναν. Μ’ ετούτα και μ’ εκείνα, έφτασε κι η πρωτοχρονιά. Έφυγε το καταραμένο ’40 κι όλοι ελπίζανε σε καλύτερες μέρες. Η Ελένη κι μπαρμπα-Στρατής, ό,τι και να γινόταν, κρατούσαν τα έθιμα. Έστελναν τα παιδιά στη βρύση που ήταν στη μικρή πλατεία παραδίπλα, να πάρουν το «αμίλητο νερό», να το φέρουν στο σπίτι χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε κουβέντα με τους φίλους τους, παρά μόνο νοήματα. Αυτή η βρύση δε στέρευε ποτέ και τροφοδοτούσε όλα τα 2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 26
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
νοικοκυριά του Μεσαίου Χάλικα. Μάζευαν νερό με τους κουβάδες, τους ντενεκέδες και τις στάμνες, για να πιούνε, να μπανιαριστούνε και να κάνουν τη λάτρα του σπιτιού. Έτρεχαν μικροί και μεγάλοι στη βρύση, μα το πιο πολύ κουβάλημα στο σπιτικό της Ελένης το έκανε η κόρη της η Φανούλα. Έφερναν λοιπόν όλα μαζί τα παιδιά το «αμίλητο νερό» με μουλωχτά γελάκια και μουγκρίσματα, έσπαγαν και το ρόδι στο χολ, για γούρι, αφού είχε προηγηθεί ο καβγάς για το ποιος θα το τσακίσει στο τσιμέντο. Με τα μεγάλα και τα μικρά τους βάσανα αλλά και τις μικροχαρές στην οικογένεια, η ζωή προχωρούσε. Αυτός όμως που προχωρούσε ολοταχώς με μεγάλες δρασκελιές, να κατακτήσει και να κατασπαράξει τον κόσμο ολάκερο, ήταν αυτός ο παρανοϊκός με το γελοίο μουστάκι, που θα εύχονταν οι άνθρωποι κάθε ώρα που περνούσε να πήγαινε στην κόλαση κι ακόμα παραπέρα. Δυόμισι χρόνια είχαν περάσει απ’ την καταραμένη μέρα του ’41 που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα κι έφεραν τη συμφορά σ’ όλη τη χώρα. Εκεί να δεις πείνα και των γονέων, εκεί να δεις περιουσίες να χάνονται για ένα κομμάτι ψωμί στην κυριολεξία. Κι οι μαυραγορίτες να θησαυρίζουν. Για λίγο πλιγούρι, τίποτα φασόλια, φακές, ρεβίθια γεμάτα ζωύφια, καμιά πατάτα και μαύρη σταφίδα, αλλά και λίγη ζάχαρη, φαγώθηκαν κτήματα και σπίτια. 2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 27
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
Η Ελένη, που τη φώναζαν πια κυρα-Λένη, είχε αποκτήσει ακόμα δυο κοριτσάκια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Το σύνολον έξι παιδιά. Δραστήριος ο μπαρμπα-Στρατής, παρά τη μεγάλη ηλικία του, τα κατάφερνε μια χαρά. «Όχι και μια χαρά τρομάρα μας!» απαντούσε έξαλλη η κυρα-Λένη στη γειτόνισσά της που την πείραζε. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ξανάμεινε έγκυος για έβδομη φορά. Ε, τότε δεν άντεξε πια κι έκανε την έκτρωση. Τη βοήθησε ο γνωστός τους γιατρός και γείτονας, ο κύριος Πετρέλης, που δούλευε εκεί κοντά στο Νοσοκομείο Μυτιλήνης. Η θεία Παρασκευούλα, που ήταν πάντα δίπλα της, κατάφερε και πούλησε τη βέρα και κάτι άλλα χρυσαφικά της κυρα-Λένης, καθώς και ένα λούτρινο παλτό της, για ν’ αντιμετωπίσουν τα έξοδα. Βρήκαν και μια δικαιολογία, ότι δήθεν είχαν τάμα να πάνε στην Αγιάσο, να προσκυνήσουν την Παναγία – μεγάλη η χάρη της. Κανένας δεν πήρε είδηση το γεγονός, εκτός απ’ τη Φανούλα, τη δεύτερη κόρη της, που βοηθούσε τη μάνα της όποτε τη χρειαζόταν. Τώρα έπρεπε να φροντίσει τα δυο μικρά αδερφάκια της και τη γριά θεία. Κορακοζώητη η θεία του Αμερικάνου. Ευτυχώς που ζούσε η γυναίκα, γιατί αν πέθαινε, το πιθανότερο ήταν να τους πέταγαν από το σπίτι.
2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 28
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν πέρασαν δέκα μέρες από το δήθεν «προσκύνημα στην Αγιάσο» για να καλυφτεί η έκτρωση, όταν μια καινούργια συμφορά ήρθε να χτυπήσει την οικογένεια. Μια μέρα, καθώς κρατούσε στην αγκαλιά της το πέμπτο της κοριτσάκι, που ψιλογκρίνιαζε, το βλέπει ξαφνικά η κυρα-Λένη να γέρνει το κεφαλάκι του σαν να είχε ξεψυχήσει. Βάζει τις φωνές τρομαγμένη, την ακούει η θεία Παρασκευούλα, τα χάνει μόλις βλέπει το μωρό και τρέχει να φωνάξει τον γνωστό τους γιατρό, τον κύριο Πετρέλη. Αυτός, όταν είδε το κοριτσάκι, έκανε αμέσως τη διάγνωση. Διφθερίτις. «Τι;» φώναξε η κυρα-Λένη. Ήξερε πως από τέτοιες αρρώστιες δεν έβγαινες ζωντανός εκείνα τα χρόνια. Ο γιατρός διέταξε αμέσως απομόνωση. Ευτυχώς, δίπλα στην αυλή της υπήρχε ένα σπίτι μιας Χαλικιώτισσας, που όμως έμενε στην Αθήνα. Ερχόταν πού και πού, κουβαλώντας μαζί της και κάτι φίλους της τραγουδιστές κι ηθοποιούς. Όταν έφευγε, άφηνε τα κλειδιά στην κυρα-Λένη, καθότι γειτόνισσα και καλός άνθρωπος, να έχει την έγνοια του σπιτιού της αν κάτι συνέβαινε. Πού να φανταζόταν τότε η κυρα-Λένη ότι έπειτα από κάποια χρόνια θα έμενε σ’ αυτό μέχρι το τέλος της ζωής της. Τώρα λοιπόν, μέσα στην αντάρα που τη βρήκε, σκέφτηκε το διπλανό σπίτι, που είχε τα κλειδιά του. Πήρε το παιδί της και πήγε εκεί. Μέρες ολόκληρες έμεινε μόνη μαζί του. Η θεία Παρασκευούλα κι η κόρη της η Φανούλα τής άφηναν φαΐ στο πεζούλι του τοίχου. Η κυρα-Λένη δεν επέτρεπε σε 2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 29
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
κανέναν να πλησιάσει στο σπίτι. Ούτε στον μπαρμπα-Στρατή, που όλη μέρα πάλευε να βρει κανένα όσπριο για τη φαμίλια του. Πάλι καλά που υπήρχε το ευλογημένο λάδι κι οι ελιές από το ένα κτήμα, «τη Σάλτα», γιατί το άλλο τού το είχαν πάρει από καιρό. Πάλεψε η κυρα-Λένη, ξαγρύπνησε, προσευχήθηκε για το παιδί της, παρόλο που κανείς δεν πίστευε ότι θα ζήσει. Κι όμως, η Μεγαλόχαρη έκανε το θαύμα της και το κοριτσάκι ζωντάνεψε. Ύστερα από πολλές μέρες αγρύπνιας κι αγωνίας, ακούει τα χαράματα τη φωνούλα του παιδιού: «Μα... μα... μα... μα...» Σαν τρελή έκανε η μάνα του κι άρχισε να ουρλιάζει απ’ τη χαρά της. Ξεσήκωσε τη γειτονιά με τις φωνές της. «Θαύμα... θαύμα...» Κατάπληκτοι έμειναν όλοι, και ο γιατρός με τον Δεσπότη έκαναν το σταυρό τους. Μετά βαΐων και κλάδων γύρισαν στο σπίτι τους, κι όταν μετά από μερικές βδομάδες κατέφθασε η Αθηναίισσα ιδιοκτήτρια κι έμαθε τα καθέκαστα, αποφάσισε να βαφτίσει το παιδί, κι έτσι έγινε η νονά του. Στην αρχή της Κατοχής, μόλις ακούστηκαν οι πρώτες σειρήνες στη Μυτιλήνη κι όλοι έτρεχαν να κρυφτούν, ο μπαρμπα-Στρατής άρχισε αμέσως να σκάβει στο πίσω μέρος της αυλής του σπιτιού τους έναν μεγάλο λάκκο. Δούλευε εντατικά μέρες και νύχτες με τους γειτόνους, να κατασκευάσουν ένα καταφύγιο. Τα κατάφεραν μετά από μια βδομά2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 30
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
δα, κι όταν ηχούσαν οι σειρήνες, έτρεχαν εκεί όλες οι οικογένειες της γειτονιάς και στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο, με τα παιδιά τους να κλαίνε και να τσιρίζουν από φόβο, μέχρι να λήξει ο συναγερμός. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο χειροτέρευε η κατάσταση. Πολλοί άνθρωποι δεν έβρισκαν τίποτα να φάνε. Τους μάζευαν από τους δρόμους, άλλους πεθαμένους, άλλους λιποθυμισμένους απ’ την πείνα. Η κυρα-Λένη, έξω απ’ το νοσοκομείο, που δεν ήταν μακριά από το σπίτι τους, είδε ένα συγχωριανό της να γέρνει, να παραπατά και να πέφτει. Έτρεξε, φώναξε μια νοσοκόμα, ήρθε κι ένας γιατρός, πήραν τον άνθρωπο μ’ ένα φορείο κι ο Θεός βοηθός. Το νοσοκομείο γεμάτο από αρρώστους στα όρια του θανάτου. Οι γιατροί και το προσωπικό έκαναν ό,τι μπορούσαν να βοηθήσουν. Πολύ λίγοι γλύτωναν. Εκεί όμως που γινόταν το αδιαχώρητο ήταν στο σανατόριο της Αγιάσου. Οι φυματικοί στοιβαγμένοι στα δωμάτια κι οι αιμοπτύσεις να μην έχουν τελειωμό. Τα ήξερε αυτά η κυρα-Λένη, γιατί είχε δυο γείτονες απ’ τον Μεσαίο Χάλικα, ο ένας μάλιστα εικοσάχρονο παλικάρι. Πείνα, αρρώστιες, δυστυχία, μαύριζε η ψυχή σου. Ένα ακόμα τραγικό γεγονός συντάραξε τότε το χωριό. Κάποιος αντάρτης απ’ τον Απάνω Χάλικα, νεαρός άντρας ενταγμένος στο ΕΑΜ, αγνοώντας τους κανόνες της οργάνωσης, θέλησε να πάει να συναντήσει την αρραβωνιαστικιά του. Κι όταν ο έρωτας σου παίρνει τα μυαλά, δε σκέφτεσαι τίποτα. Ούτε τα πιο απλά. Έτσι όπως ήταν αρματωμένος
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 31
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
με τα φισεκλίκια του, πέφτει απάνω σ’ έναν Γερμανό. Τον σημάδεψε και τον σκότωσε στη στιγμή. Φόβος και τρόμος έπιανε τον κόσμο άμα τύχαινε σε περιπολία. «Ράους... Ράους...» φώναζαν οι Γερμαναράδες, έτοιμοι να πυροβολήσουν για το τίποτα ή για το κέφι τους. Πολλοί άντρες και κάποιες κοπέλες είχαν πάρει τα βουνά. Η Μαρικούλα, η γειτόνισσα της Ελένης απ’ την κάτω μεριά του χωριού, είχε προσχωρήσει στο ΕΑΜ κι είχε φύγει για το βουνό με τους αντάρτες. Έκαναν ό,τι μπορούσαν να πολεμήσουν αυτά τα τέρατα. Έστηναν ενέδρα να σκοτώσουν έναν ανώτερο αξιωματικό, εκατό εκτελούσαν εκείνοι για αντίποινα. Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν. Η κυρα-Λένη δεν έδειχνε να τους φοβάται τους Γερμανούς. Μάλλον τους περιφρονούσε και θα ήθελε να τους φτύσει κατάμουτρα, αλλ’ αυτό δεν μπορούσε ασφαλώς να το κάνει. Ασχολιόταν με τα παιδιά της και καθημερινά έτρεχε στα χωράφια και στους μπαξέδες να βγάλουν κανένα ραδίκι ή καμιά λαχανίδα. Ο μπαρμπα-Στρατής πάλι, παρόλο που δυσκολευόταν, πήγαινε με τα δυο του αγόρια να βρουν πυρήνα ν’ ανάψουν το μαγκάλι τους, να ζεσταθούν μια στάλα. Μα μόλις έφυγε η παγωμένη χρονιά τού ’43, ήρθε η πιο κρύα τού ’44. Το μόνο που ευχόταν κι επιθυμούσε ο μπαρμπα-Στρατής ήταν να τον αξιώσει ο Θεός να δει τον τόπο του ελεύθερο, τη ζωή να καλυτερεύει και τα παιδιά του να προχωρούν μπρο
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 32
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
στά. Ονειρευόταν επίσης τη μέρα της Απελευθέρωσης, που θα ξεκουμπίζονταν οι τρισκατάρατοι και θα γύριζε απ’ το βουνό κι ένας φίλος του αντάρτης, κι ας διαφωνούσε η κυραΛένη μ’ αυτούς τους «κομμουνιστές». Δυστυχώς, ο μπαρμπα-Στρατής ήταν άτυχος. Και όχι μόνο άτυχος, αλλά και άμυαλος, φώναζε η γυναίκα του. Γιατί τι ήθελε στην ηλικία του ν’ ανέβει σ’ ένα δέντρο στο κτηματάκι του για να μαζέψει καμιά ελιά. Πάνω στο ράβδισμα, σπάει το κλαδί και πάρ’ τον κάτω. Έβαλε τις φωνές, τρέξαν απ’ το διπλανό χωράφι, μα πώς να τον σηκώσουν, που είχε σπάσει το πόδι του. Οι άνθρωποι που του συμπαραστάθηκαν, τον μετέφεραν στο σπίτι του, αφού τον έβαλαν όπως όπως σε μια καρέκλα και τον κουβάλησαν με χίλιες δυσκολίες, ενώ ο μπαρμπα-Στρατής στέναζε από τους πόνους. Αμέσως πήγε η θεία Παρασκευούλα και φώναξε το γιατρό τον κύριο Πετρέλη –ο Θεός να τον έχει καλά, έλεγε η κυρά-Λένη–, που του έκανε μια ένεση να καταπραΰνει τους πόνους κι έδεσε το πόδι του όπως μπορούσε καλύτερα για να το ακινητοποιήσει. Ένα μήνα κράτησε το μαρτύριό του. Πού και πού άνοιγε τα μάτια του και καλούσε τον μικρό του γιο. «Απουστουλέλι μ’... ένα τσιγάρου...» Κι ύστερα φώναζε: «Λινκέλι μ’...» – έτσι έλεγε τη γυναίκα του. Έτρεχε ο μικρός Απόστολος και παρακαλούσε όποιον έβρισκε μπροστά του να του δώσει ένα τσιγάρο για τον μπαμπά του. Και του έδιναν, γιατί ήξεραν την κατάσταση. 2
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 33
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΡΟΒΑ
Όμως, η κακοζωία τόσων χρόνων Κατοχής, η ηλικία, το σπασμένο πόδι και κάτι ραγίσματα στα πλευρά έφεραν το τέλος. Ήταν καλός άνθρωπος, έλεγαν όλοι στο χωριό, γι’ αυτό και πέθανε Μεγάλη Τετάρτη. Δυο γείτονες πήραν απ’ το πλυσταριό του σπιτιού μερικές σανίδες, τις έκοψαν, τις κάρφωσαν κι έφτιαξαν μια κάσα για φέρετρο. Η θεία Παρασκευούλα τον έντυσε, χτένισε απαλά απαλά το μουστάκι και τα πυκνά, γκρίζα μαλλάκια του και τον έβαλαν στην κάσα. Ακούμπησαν το κεφάλι του σ’ ένα νταντελένιο μαξιλάρι. Γέμισαν το φέρετρο με λογής λογής λουλούδια και τον ξενύχτησαν στο κάτω δωμάτιο με δυο τρεις φίλους και συγχωριανούς που ήρθαν για συμπαράσταση σ’ αυτή την έρμη την κυρα-Λένη, που θα αγωνιζόταν τώρα μόνη να θρέψει τα έξι της παιδιά. Στο πάνω πάτωμα η δύσμοιρη γυναίκα είχε κλείσει σ’ ένα δωμάτιο τα δυο μικρά της κοριτσάκια γιατί ήταν άρρωστα με μαγουλάδες. Την άλλη μέρα μαζεύτηκε όλο το χωριό για την κηδεία. Τον πήγαν στους Αγίους Πατέρες κι από κει στο νεκροταφείο δίπλα. Τα μικρά απάνω, πότε με τη θεία Παρασκευούλα, πότε με τη Φανούλα, ρωτούσαν συνέχεια τι ήθελε ο κόσμος στο σπίτι τους, κι εκείνες απαντούσαν πως ήρθανε να πάρουν τον μπαμπά να τον πάνε στον παράδεισο. «Και πού είναι ο παράδεισος;» o
GIANAKOPOULOU_ZOI SAN PROVA sel_DDD final_Layout 1 17/6/15 1:42 μ.μ. Page 34
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
«Στον ουρανό». «Και δε θα τον βλέπουμε;» «Θα σας βλέπει εκείνος από κει», απαντούσε η θεία Παρασκευούλα προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά της.