XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 5
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΥΤΕΡΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ! ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 6
©
Copyright Χαΐνης Δ. Αποστολάκης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5969-5
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Δύο σε ένα ............................................................... Το εξωφρενικόν της σαλάτας ...................................... Οικονομικά για αρχαρίους .......................................... Βοήθεια από συναδέλφους .......................................... Σχολιάζοντας μια μαντινάδα ....................................... Οι αμελητάκοι .......................................................... Ο Γερονέος .............................................................. Ο φονιάς .................................................................. Μια συνηθισμένη μέρα ............................................... Η εκδίκηση του πυριτίου ............................................ Περίληψη ................................................................
11 41 53 59 69 81 97 103 119 141 172
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 8
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 9
... Σε μέρες γιορτής, αφού ο Ντουγκά τελειώσει την επίδειξή του, έρχονται οι ποιητές. Ο καθένας από αυτούς είναι χωμένος μέσα σ ’ ένα ομοίωμα τσίχλας, φτιαγμένης από φτερά και εφοδιασμένης μ ’ένα ξύλινο κεφάλι που έχει κόκκινο ράμφος, για να μοιάζει σαν κεφάλι τσίχλας. Στέκονται μπροστά στον σουλτάνο μ ’αυτό το αστείο μασκάρεμα και απαγγέλουν τα ποιήματά τους. Μου είπαν ότι η ποίησή τους είναι ένα είδος κηρύγματος... Ι ΜΠΝ Μ ΠΑΤΟΥΤΑ,
Άραβας ταξιδευτής του 14ου αιώνα
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 10
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 11
Δύο σε ένα
Η
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝΕ ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΑΘΡΩΠΟΣ. ΟΛΗ ΤΗΝ ΠΑΙ-
δική και εφηβική μου ηλικία, την πέρασα μαζί της. Δεν είδα μιαν άσπρη μέρα. Δεν υπήρξε μέρα χωρίς να τσακωθούμε. Κι όμως, με υπεραγαπούσε, καθώς ήμουνα το μοναχοπαίδι της. Είχε κάμει παλιότερα μιαν αποβολή και της είχε πεθάνει κι άλλο ένα κοριτσάκι στη γέννα (ποτέ δε μιλούσε γι’ αυτό). Ύστερα από χρόνια φαρμακευτικής αγωγής και τακτικής ιατρικής παρακολούθησης, κατάφερε να γεννήσει εμένα. Για αυτό τον λόγο ήταν υπερπροστατευτική. Πάντα μου δήλωνε ότι θα ’θελε να γεννιόμουνα κορίτσι, να με πάει μέχρι το δημοτικό, να μου μάθει να πλέκω, να με καλοπαντρέψει μ’ ένα χωριανό ή κοντοχωριανό και να τηνε γεροντοκομήσω στ’ ανημπορέματά της. Υπάρχει μια παροιμία στην Κρήτη: «Τση καλομάνας το παιδί το πρώτο, θηλυκό ’ναι». Αντί, λοιπόν, να της χαρίσει ο Θεός ένα ήσυχο, γλυκό, υπάκουο κοριτσάκι με ξανθές μπούκλες, εμφανίστηκα εγώ, ασερνικό, φωνακλάδικο, μαύρο σαν τη βουτσά* * Μελανόμορφη δισκοειδής μονάδα κοπράνου των βοοειδών.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 12
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
και μαλλιαρό σαν το μαϊμούνι.* Η αρχική της απογοήτευση διήρκεσε μέχρι τον θάνατό της: Δεν εκπλήρωσα τον κοινωνικό μου ρόλο, ζώντας μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, απαρνήθηκα μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα κι έγινα περιπλανώμενος λυράρης, δεν απόχτησα λεφτά και αυτοκίνητο, φορούσα τριμμένα παλιόρουχα κι όχι κουστούμι, είχα μακρά μαλλιά και γένια σαν τον ανεραϊδιάρη. Για όλ’ αυτά, γίνονταν καθημερινά ομηρικοί καβγάδες. Μεταχειριζόταν με ευκολία όλα τα είδη της πολεμικής τέχνης: απειλές, εκφοβισμούς, κλάματα, σιωπές, εκβιασμούς, απαξιωτικά βλέμματα, παραδείγματα καταστροφικής πορείας, χλευαστικούς μορφασμούς, ειρωνεία, γελιοποίηση. Το πιο τραγικό ήταν οι εμμονές της. Μπορούσε να μου επαναλαμβάνει τις ίδιες φράσεις εκατό, διακόσιες φορές τη μέρα, χωρίς εγώ να έχω τη δυνατότητα διαφυγής. Ζούσαμε πρακτικά σ’ ένα δωμάτιο εγώ με τη μάνα μου και τον πατέρα μου, όταν αυτός δεν ήταν στη δουλειά ή στο καφενείο. Ειδικά τον χειμώνα, που ερχότανε βαρύς στο χωριό, με χιόνια και βροχές, έμοιαζα με ποινικό κρατούμενο, υποβαλλόμενο σε πλύση εγκεφάλου. Εκεί καλλιέργησα την ιώβεια υπομονή μου. Το μικρό δωμάτιό μας άνοιγε με μια δίφυλλη σκεβρωμένη σκούρα πράσινη πόρτα που έκλεινε με σουρμέ, και το μοναδικό φως που έμπαινε διαπερνούσε ένα μικρό φεγγίτη από πάνω της. Μέσα είχε ένα πετρογκάζι για μαγείρεμα, όταν δεν μαγειρεύαμε στην ξυλόσομπα που δέσποζε στη μέση. Το καλοκαίρι βάναμε φωτιά ανάμεσα σε δυο πέτρες στην * Μαϊμούδι.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:58 ΠΜ Page 13
ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ
αυλή και στέναμε πάνω τους το τσικάλι. Εκτός από το πετρογκάζι και τη σόμπα, στο δωμάτιο υπήρχε ένα τραπέζι για να τρώμε κι ένα σιντερένιο ράντζο, που πάνω είχανε τοποθετήσει το κουφάρι μιας ξύλινης πόρτας, «για να μη βουλά»,* το οποίο κάλυπτε μια καθαρή λινάτσα. Αυτό το κρεβάτι ήταν ο χώρος δραστηριοτήτων μου: το μελετητήριο κι ο παιχνιδότοπός μου. Από κει σηκωνόμουν μόνο κάποιες μέρες τη Μεγαλοβδομάδα. Τότε κατέβαζε η μάνα μου τον σοφρά, που μέχρι τότε κρεμόταν στον τοίχο πάνω από το τραπέζι σαν χελώνα που στα προεξέχοντα πόδια της φιλοξενούσε τα κουτιά με τον καφέ και τη ζάχαρη. Η χελώνα τώρα στεκόταν αγέρωχη στο κέντρο του σπιτιού και από πάνω της έσκυβαν η μάνα κι οι θειάδες μου, σαν να τηνε λούζανε και να τηνε ξεψειρίζανε. Έβαζαν αλεύρι, ρίχνανε νερό, ζύμωναν τα γαλατερά** για τη Λαμπρή. Ήταν το σημάδι της εκδίωξης από τον βιότοπό μου. Απλώνανε τα γαλατερά στο κρεβάτι και τα σκεπάζανε με κουβέρτες και πατητές «για ν’ ανεβούνε». Η δυστυχία μου δεν έγκειτο μόνο στην απώλεια του χώρου μου, αλλά και στον εμμονικό καταιγισμό υπομνήσεων να μην κάτσω στο κρεβάτι, που έδιναν τη σειρά τους σε ολοήμερους εξάψαλμους ύστερα από κάποιο πήδο και την επακόλουθη προσγείωσή μου πάνω στα αθώα νήπια φασκιωμένα αρτοποιήματα. Αργότερα, στο τοίχο πάνω από το κρεβάτι, κρέμασε ο πατέρας μου ένα μικρό ανάγλυφο μαυροπίνακα, που του τον έδωσε ο γερο-Καντέρης. * Βουλιάζει. ** Τσουρέκια.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 14
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
Τονε χρησιμοποιούσανε οι Γερμανοί στην Κατοχή, στο σπίτι του, που το είχανε κάμει διοικητήριο. Εκεί μου δείξανε τα πρώτα μου γράμματα: το ο το κουλουράκι, το ι το κατσουνάκι, το υ τη ζεύλα. Ο ηλεκτρισμός είχε έρθει στο χωριό· από το ταβάνι κρεμόταν το καλώδιο της λάμπας μαζί μ’ ένα τσιγκέλι. Τα βράδια πηγαίναμε κι οι τρεις σ’ ένα διπλανό δωμάτιο που χρησίμευε μόνο για ύπνο, αφού βρισκόταν βορείως της Σουηδίας, αν κρίνομε από τις πολικές συνθήκες που επικρατούσαν. Όλα αυτά ήταν φυσιολογικά τότε. Γιατί, στις κατά φύσιν κοινωνίες, το κέντρο του ενδιαφέροντος και το πεδίο δράσης ήταν το χωράφι ή το βοσκοτόπι, όχι το σπίτι. Καμπινέ δεν είχαμε, μέχρι που πήγα εφτά χρονώ. Περιγραφή ξεκινήματος σχολικής ημέρας: α) Σχεδόν Παράδεισος: Κείτομαι μακαρίως, υπό το δυσβάσταχτο βάρος καταπιεστικών στρατιωτικών κουβερτών, γαργαλιστικών μαλλιαρών βελεντζών και ενοχλητικών ακανθοειδών πατητών. β) Σάλπιγξ πρώτη, ήρθανε τα όργανα: Ακούω μες στον ύπνο μου τα πρώτα –και ομολογουμένως ευγενή παρά την υψηλή ηχητική τους ένταση– ειδοποιητικά σήματα αφύπνισης: «Σήκω παιδί μου», «Ξύπνησε Δημητρό να πας στο σκολειό». γ) Ελπίς: Γυρίζω πλευρό ψελλίζοντας: « Αφήσετέ με μια ολιά* ακόμη», και ξανακοιμούμαι. δ) Ντριν! Δεύτερο κουδούνι. Επίκληση των θείων, υπερ* Λίγο.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 15
ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ
βολή του τετελεσμένου, υποτιμητική ιεραρχική κατάταξη, μεταφυσική απειλή: «Γε, Παναγία μου, κι εγύρισε η μέρα κάτω!», «Πάλι τελευταίος επόμεινες!», «Επήρες όλη την ογρουσουζά του χωριού!» ε) Ποιητικόν κρεσέντο, παροιμιώδης παρουσίασις ιστορικής εμπειρίας, αποκαλυπτήρια: «Ο πρωτοσηκωμένος είναι πάντα κερδεμένος!», «Απ’ αγαπά τον ύπνο και τη δροσοπεζούλα, σηκώνεται την ταχινή και τρώει μια σκατούλα!» Βίαιο ξεσκέπασμα. Κουλουριάζομαι απεγνωσμένα, ενώ γύρω μου σεργιανούνε πιγκουΐνοι. Σηκώνομαι. στ) Μπρέκφαστ: Η μάνα μου βράζει το άρτι αρμεχθέν υπό του πατρός μου γάλα αιγός. Το πίνω πάντα με καφέ μέσα, προσωπική μου κατάκτηση, αποτέλεσμα της γαϊδουρινής επιμονής μου. ζ) Ελληνικαί εξαγωγαί: Πάω για χέσιμο πάντα στο παρακείμενο χάλασμα. Γκρεμισμένοι τοίχοι, αγριόχορτα, συκιές. Χέζω στην άκρη μιας πέτρινης καμάρας. Την ίδια δουλειά κάνει κι ο συμμαθητής μου, ο Γιάννης του παπά, πίσω από τους θάμνους λίγο πιο πέρα. η) Συνεργασία ζωικών ειδών, ανακύκλωσις: Γοητευμένον εκ της σαγηνευτικής ευωδίας, καταφθάνει τρέχοντας και με έντονη σιελόρροια ο Τιμολέων, το γουρούνι μας, που, αφού με εκτοπίσει με τη μουσούδα του, απολαμβάνει λαίμαργα τα αποτελέσματα της κοπιώδους μου προσπάθειας. (Τόσο μού άνοιγε την όρεξη ο ήχος από το μάσημα του γουρουνιού, που κάποια μέρα στην πλατεία του χωριού του πα
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 16
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
τέρα μου όρμησα σ’ ένα μεγάλο, πρώην σαρδελοκούτι χονδρικής, που φιλοξενούσε το γεύμα ενός χοίρου, και θα το έτρωγα όλο, αν δεν με σταματούσαν οι θαμώνες παρακείμενου καφενείου, που έφτασαν τρεκλίζοντας από τα γέλια.) Μετά την εξαναγκασμένη μου μετατόπιση υπό του Τιμολέοντος, εφορμούν, ως άλλαι αλαλάζουσαι βαρβαρικαί ορδαί τουρανικής προελεύσεως, στίφη ορνιθών που αποπερατώνουν το έργον του συμπαθούς κοιλιόδουλου θηλαστικού. Άνευ χρονοτριβής, ραμφίζουν σχολαστικώς την περιοχήν του πρωκτού, καταναλώνοντας ταχίστως τους λαχταριστούς εναπομείναντες μεζέδες, παραδίδοντάς με εντελώς κεκαθαρμένον στους κόλπους της υψηλής κοινωνίας μας. Μια κατάσταση καλείται ιδανική, όταν όλοι φεύγουν ευχαριστημένοι. Γι’ αυτό η χειροτέρα των καταστάσεων είναι η δυσκοιλιότης. θ) Σωματικός έλεγχος, εξωραϊσμός, τελευταίαι συμβουλαί: «Βγάλε τον γιακά σου όξω», «Κάμε την μπλούζα σου κάτω», «Βγάλε τσι τζίμπλες από τα μάθια σου. Πώς φέγγεις;»,* «Κόψε τα νύχια σου, που γενήκανε σαν τση βιτσίλας.** Με τέθοια νύχια στα πόδια, πρέπει να πιάσεις δουλειά στη ΔΕΗ, να σκαρφαλώνεις στσι στύλους». Η μάνα μου πιάνει μια τσατσάρα, με δόντια όσα κι ο μπάρμπας μου ο Πεντάρης, και τη βρέχει για να «κάτσουνε» τα μαλλιά μου. Τα αντιδραστικά τσουλούφια, τα κατα* Πώς μπορείς και βλέπεις; ** Κρητικός γυπαετός.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 17
ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ
στέλλει σαλιώνοντάς μου το κεφάλι. Απίθανη αίσθηση μόσχου σιτευτού! Ανακαλύπτει μια κόντρα* στο ριζαύτι** μου. Πιάνει βιαστικά μια πεπαλαιωμένη πετσέτα με χνούδι απαλό σαν χοντρό γυαλόχαρτο, τη βρέχει με ρακή και, τρίβοντάς τη με γοτθική τρυφερότητα, την εξαφανίζει. «Να σηκώνεις το πατελόνι σου όντε καθίζεις για να μην το γοναθιάσεις», «Να μην τσακώνεσαι κι έρθεις πάλι με τα ρούχα σκισμένα, λερωμένα», «Να μην περνάς από τα χωράφια και μαγαρίσεις τα παπούτσα σου με τσι λάσπες», «Φρόνιμα και γνωστικά!» ι) Εκπαιδευτική επιδότησις: Ο πατέρας μου μου δίνει ένα κέρμα για κουλούρι. Εγώ σκύφτω και του φιλώ τη χέρα, όπως κάνω με όλους τους συγγενείς μου. Πάντα φεύγω μ’ ένα κέρμα, εκτός από την ημέρα του αγίου Δημητρίου, που μου δίνουν ένα κουτί λουκούμια να κεράσω τους συμμαθητές μου. Αυτοί επιτίθενται ως άλλοι ιέρακες στην θέαν μυών, αφανίζουν εν ριπή οφθαλμού τα λουκούμια και απομένω εμβρόντητος με το κουτί στο κεφάλι μου και την άχνη στα ρούχα μου, ομοιάζων με αλευρωμένην μαρίδαν εν αναμονή του τηγανίσματος της μητρός μου. ια) Μελλοθάνατοι: Σμίγω στην πλατέα τ’ άλλα κοπέλια και κινούμε για το σκολειό που βρίσκεται στο διπλανό χωριό. Το κλίμα πάντα βαρύ παρά τις προσπάθειες για γέλιο, που καταβάλλομε όλοι. Σάμπως πάμε για εκτέλεση. Οι δασκάλοι μας μαντρώνουν στην τάξη με δυσκολία. Δεν μπο* Επίμονα εδραιωμένη κασίδα. ** Η περιοχή πίσω από το αυτί. – Φτου ξελευτερία για όλους!
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 18
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
ρούμε να καταλάβομε τι προηγούμενα έχουνε μαζί μας. Τα κοπέλια κοιτούν από τα παραθύρια κι ονειρεύονται την απόδραση ως άλλοι απελπισμένοι βαρυποινίτες. Η δασκάλα μιλεί ακαταλαβίστικα. Εμείς μιλούμε κρητικά, αυτή αθηναίικα. Δεν καταλαβαίνομε τίποτα. Αραιά και πού, πιάνομε μερικές λέξεις. Άλλο λεξιλόγιο, άλλη προφορά, άλλη σύνταξη. Βαριόμαστε. Αρχίζω να μιλώ με τον διπλανό μου, να σπρωχνόμαστε, να παλεύομε. Η δασκάλα, αφού με επιπλήττει, με τιμωρεί να κοιτάζω τον τοίχο πίσω από την πόρτα, στέκοντας στο ένα μου πόδι. ιβ) Επίλογος: Έτσι περνώ τα πρωινά μου. Φυσικά, δεν είχαμε δει μπανιέρα ούτε ζωγραφιστή. Λεκάνη τουαλέτας είδα πρώτη φορά όταν επισκεφτήκαμε τη νεόκτιστη οικία τση θειας μου τση Κατερίνας και του μπάρμπα μου του Κεμάλη, στη διπλανή κωμόπολη. Αυτοί μάς έδειξαν τη χέστρα με καμάρι. Το σχόλιο τση μάνας μου στον δρόμο της επιστροφής ήταν: «Πού ξανακούστηκε να κατουρούνε οι αθρώποι μέσα στο σπίτι;» Το να κάνομε μπάνιο ήταν δύσκολο. Έπρεπε ν’ ανοίξει ο καιρός, να βγάλομε τη σόμπα από τη μέση, ν’ αδειάσει ο τόπος. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο την περίοδο του Πάσχα. Αν έβρεχε, το αναβάλλαμε για του χρόνου. Κάνανε μπάνιο μόνο τα παιδιά που τρέχανε πιο αργά από τους γονείς τους. Όταν οι μανάδες μας θέλανε να μας κρύψουνε τα λεφτά, τα βάζανε κάτω από το σαπούνι. Τα δυσοίωνα σημάδια ήτανε τα εξής (με χρονολογική σειρά): α) Φεύγει η σόμπα από το κέντρο.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 19
ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ
β) Στη θέση της μπαίνει ο χελωνοσοφράς ο αλευροχιονισμένος. γ) Αποχωρεί ο σοφράς. Το κέντρο, το καταλαμβάνει ένα ρίφι,* σφαγμένο και γδαρμένο, κρεμασμένο από το τζιγκέλι δίπλα στη λάμπα, με το αίμα του να στάζει σε τζίγκινη λεκάνη και τη γλώσσα του να κρέμεται. Τότε καταλάβαινα πως κοντοσιμώνει κι η σειρά μου. Όσο κι αν είχα τον νου μου, όσες προφυλάξεις κι αν έπαιρνα, στο τέλος με πιάνανε και με οδηγούσαν στον τόπο του μαρτυρίου. Έπαιρνα τη θέση του κατσικιού στο κέντρο του σπιτιού, ηττημένος, γυμνός και ντροπιασμένος. Από κάτω μου η σιντερένια σκάφη, στη θέση της λεκάνης. Στο πετρογκάζι έβραζε το νερό, τρομοκρατώντας με. Ο ήχος του μου θύμιζε όρνιθα που τη μαδούνε. Με περιλούζανε με καυτό νερό και με τρίβανε μ’ ένα σφουγγάρι πρωταξάδερφο της τζουγκράνας. «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί!» Έτσι βίωνα αυτές τις άγιες μέρες... του Χριστού τα πάθη. Οι μάνες στην Κρήτη είναι φύλαρχοι. Οι αρχαίες μητρογραμμικές κοινωνίες επιβιώνουν στη νότια Μεσόγειο. Στην κρητική κοινωνία είναι παραπάνω από έκδηλο. Η γυναίκα έχει τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία, και στον άντρα αφήνει την εκτελεστική. Αυτή αποφασίζει για τις αγορές, για τις πωλήσεις, για τον χρόνο της σποράς, της συγκομιδής, του αρμέγματος, του σφαξίματος, για τη μέθοδο της εργασίας, για τον τρόπο και τον τόπο αποθήκευσης, για την ανταμοιβή των συμμάχων (ζώων, ανθρώπων, φυτών), * Κατσικάκι.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 20
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
για τη μέθοδο αντιμετώπισης του εχθρού (ζώων, ανθρώπων, φυτών), για το μέγεθος της τιμωρίας του, για τα προληπτικά μέτρα, για τη θέρμανση, για τα χρώματα βαφής, για το ύψος των αμοιβών, για τον χρόνο και τον τόπο των επαφών, για τους επιθυμητούς επισκέπτες, για τις θρησκευτικές τελετές, για τις συνάψεις ή διακοπές σχέσεων, για το είδος αμφίεσης, για το είδος νοσηλείας, για τον συμπεριφορικό κώδικα, για το σχέδιο αποκατάστασης των τέκνων. Η γυναίκα δίνει στον άντρα τη χαρά να τα εκτελεί όλα αυτά, αλλά και ν’ αποφασίζει για κάποια: για τη μάρκα λιπασμάτων, για το ανταλλακτικό μηχάνημα της σκαφτικιάς, για τις ψήφους στις εθνικές εκλογές. Για πράγματα, δηλαδή, που δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα, ό,τι κι αν επιλέξεις. Αλλά μη νομίζετε ότι η δουλειά του φυλάρχου είναι εύκολη. Μέσα στη μητρογραμμική κοινότητα της τριαδικής μας οικογένειας (μέρους μιας ευρύτερης, βέβαια, φυλετικής), δεν υπήρχε ανταγωνιστικό θηλυκό και η κυριαρχία της μάνας μου ήταν αδιαμφισβήτητη. Εντούτοις, προσπαθούσε να πληροί τις δύο προϋποθέσεις μιας άξιας αρχηγού φυλής, όπως ζυμώθηκε από τους αιώνες: α) Ηθική ακεραιότης: Κάθε ακεραιότητα, όμως, συνοδεύεται από μια επώδυνη (για τους άλλους) απολυτότητα. Η μάνα μου δεν τραγούδησε και δεν χόρεψε ποτέ δημόσια. Για να μην μπλεχτεί σε κουτσομπολιά, σ’ όλη της τη ζωή δεν πήγε ν’ αποσπερίσει ποτέ σε άλλο σπίτι. Αυτό το πλήρωσα ακριβά γιατί την είχα από πάνω μου, να με ψάλλει μέρα νύχτα. Μια άλλη συνέπεια του εγκλεισμού της ήταν η ελλιπής
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 21
ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ
ενημέρωση, η απουσία πολιτισμικής προόδου, η τεχνολογική υστέρηση. Ενώ μέσα από το σπίτι ήξερε επακριβώς τι συμβαίνει στο χωριό (συμμαχίες, έρωτες, αρρώστιες, φιλίες, αντιπαλότητες), στα υπόλοιπα είχε μαύρα μεσάνυχτα και πεπαλαιωμένες αντιλήψεις. Η κοινωνία κάλπαζε μπροστά κι αυτή ζούσε σε σουμεριακή πραγματικότητα. Δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι βγαίνουν για να φάνε «έξω», αφού έχουνε φαΐ στο σπίτι: ασύλληπτη σπατάλη, ανάρμοστη παρουσία, επιδεικτική συμπεριφορά, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες. Δεν πετούσε φαγητό. Όσο έμενε, πειθανάγκαζε τον πατέρα μου –εγώ ήμουν ανένδοτος– να το φάει. Αυτός, παρά τις οργισμένες διαμαρτυρίες του, στο τέλος υπέκυπτε στη θέλησή της, εξαφανίζοντας από τα πιάτα και το τελευταίο ίχνος σάλτσας. Δεν πίστευε ότι υπάρχουν ομοφυλόφιλοι. Απλώς, οι άνθρωποι είναι κουτσομπόληδες και λένε ψέματα και υπερβολές. Δεν διανοούνταν ότι υπάρχει επάγγελμα «μουσικός». Αν της έλεγες: «Είμαι μουσικός», θα σε ρωτούσε: «Και ίντα δουλειά κάνεις;» Πράγματι, δεν υπήρχε παλιότερα κανείς αποκλειστικά μουσικός (και σήμερα ακόμα, οι περισσότεροι είναι πρώτα επιχειρηματίες). Αν τη ρωτούσανε: «Ίντα δουλειά κάνει ο γιος σου;», απαντούσε αμήχανα και κάπως ντροπιασμένα: «Είναι στο πανεπιστήμιο... ε, παίζει και πότε και πότε το λυράκι του, για να περνά η ώρα του». «Οι ορειβάτες είναι κουζουλοί. Ίντα δουλειά έχεις στα όρη, άμα δεν είσαι βοσκός;» έλεγε. «Όσοι διαβάζουνε πολύ, κουζουλαίνουνται. Τα πολλά γράμματα κάνουνε κακό! Θωρείς τον Γιώργη του Σαμπροβάλη;»
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 22
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
Κι αυτό το ακριβοπλήρωσα. Έφτασε στο σημείο, όταν διάβαζα νύχτα, να καλύπτει με ύφασμα το τζάμι, να μη φαίνεται το φως «και με κακοχαραχτηρίσουνε οι χωριανοί». Όταν της αγόρασα μετέπειτα ένα πλυντήριο, το τοποθέτησε στην αποθήκη, για να βάζει απάνω κυδώνια, ρόδια και ντομάτες, και όπως έπεφταν δεξά ζερβά οι κρομμυδοπλεχτές, ήτανε ίδιο με την Πίπη τη Φακιδομύτη ή, καλύτερα, με τη Μις Πίγκι. Για να σας γίνει προφανής η σχέση της με την τεχνολογία, σας παραθέτω την επόμενη ιστορία: Ήμουνα πολύ μικρός όταν κηρύχτηκε επιστράτευση. Ήρθε ένα φορτηγό στην πλατεία, γύρω οι γυναίκες κλαίγανε, κι ο πατέρας μου μαζί με κι άλλους χωριανούς, αφού μας αποχαιρέτισαν, σαλτάρανε απάνω. Δεν ξανάδα στη ζωή μου τέτοια αντίθεση. Οι γυναίκες θρηνούσανε κι οι άντρες γελούσανε και πειράζονταν μεταξύ τους, σαν τα δημοτικάκια που τα πάνε απροειδοποίητη εκδρομή. (Για τους Κρητικούς ο πόλεμος είναι η μόνη διέξοδος διαφυγής από τη μητριαρχία. Για αυτούς ο πόλεμος είναι παιχνίδι. Εξού και η χρήση του ρήματος «παίζω»: παίζω γροθιά, παίζω μαχαιριά, παίζω μπαλωθιά και ούτω καθεξής.) Πέρασε κάμποσος καιρός και δεν είχαμε νέα του πατέρα μου. Το μοναδικό κοινοτικό τηλέφωνο του χωριού έβρισκε στέγη στο καφενείο του Γούναρη. Η μάνα μου δεν έμπαινε στα καφενεία, αλλά αυτή τη φορά έπαιρνε τηλέφωνο ο πατέρας μου. Με πήρε από το χέρι να πάμε. Έπιασε και τοποθέτησε με επισημότητα το ακουστικό απάνω στο κεφάλι της, όπως ο Μέγας Ναπολέοντας το πασίγνωστο καπέλο του. Οι θαμώνες ξέσπασαν με τρα
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 23
ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ
νταχτά γέλια. Η μάνα μου, εμφανώς προσβεβλημένη, αφού γύρισε και τους είπε φωναχτά και θυμωμένα: «Επαέ,* μωρέ, δεν είναι ντουκιάνι,** επαέ ’ναι μπουρδελιό!», πέταξε το ακουστικό και φύγαμε. β) Νοητική ανωτερότης: Συνεχής επιβεβαίωσις ορθού πολιτικού σχεδιασμού, επιτυχούς οικονομικού προγραμματισμού, ευκυβερνησία, εφευρετικότης. Αφού μας χτυπούσε ανηλεώς τα καταστροφικά μας λάθη ή τα λάθη που σωτήρια απέτρεψε, εξυμνούσε τα θαυμαστά αποτελέσματα της ευφυούς της διακυβερνήσεως, που διασφαλίζουν τα φυλετικά ιδανικά και το υψηλόν της ποιότητος του βίου μας (ειρήνη, τάξις, ασφάλεια, εργασία, αυτάρκεια, ανεξαρτησία). Οι εννοιολογικοί της ορισμοί ήταν απόλυτοι: Όταν τη ρώτησα: «Ποιος είναι ο άντρας;», περιμένοντας μιαν απάντηση του τύπου «ο δυνατός» ή «ο λεβέντης» ή «ο στιβαρός», αυτή με αιφνιδίασε: «Άντρας είναι αυτός που ’χει την απόφαση». Όταν τη ρώτησα: «Ποιος είναι ο πλούσιος;», περίμενα να μου μιλήσει για λεφτά και χωράφια. Αυτή αποκρίθηκε σαν να ’ταν τοις πάσι γνωστή θέσφατη αλήθεια: «Πλούσιος είναι αυτός που δεν έχει ανάγκη κιανέναν». Κατ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να είμαστε πλούσιοι αριστοκράτες. Όντως, το «τιμόνι» της μάνας μου ήταν ο θρίαμβος του ορθολογισμού, το απόγειο της λεπτομερούς τάξης και το * Εδώ. ** Καφενείο.
XAINIS sel_Final_Layout 1 19/10/2015 11:59 ΠΜ Page 24
ΧΑΪΝΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
ζενίθ της πεφωτισμένης αριστοκρατίας. Αργότερα, μεγάλος πια, της είπα, παρουσία του πατέρα μου, ότι ή παίρνω εγώ το κουμάντο του σπιτιού ή χωρίζουν οι δρόμοι μας. «Γιάντα θα πάρεις το κουμάντο;» με ρώτησε, με ύφος ανθρώπου που πρωτοαντικρίζει εξωγήινο. «Γιατί ’μαι ο πιο έξυπνος», της είπα. «Μπρε! Εγώ είμαι η πιο έξυπνη. Εσύ ’σαι μόνο στα γράμματα. Στα υπόλοιπα είσαι μπουνταλάς». Από τότε κράτησα τον λόγο μου, και μέχρι που πέθανε, πήγαινα σπάνια στο χωριό και μόνο όταν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Η δε επινοητικότης (ηρωική αναπαράστασις του φυλαρχικού αρχετύπου) ήτο πολυσχιδής και απερίγραπτος. Αναφέρω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: Μια φορά την επισκέφθηκε μια ανιψιά της. Της είπε ότι έχει δοκιμάσει όλους τους τρόπους, αλλά δεν μπορεί να χάσει κιλά και να φαίνεται πιο αδύνατη. Η μάνα μου της είπε ότι η μόνη λύση για να φαίνεται λεπτότερη είναι, όταν βρίσκεται κάπου, να πηγαίνει να στέκει δίπλα σε μια πιο χοντρή από κείνη. Άλλη μια φορά, είδε μια χοχλιδάτη όρνιθα να κάθεται άρρωστη στο κοτέτσι. Ο πατέρας μου πρότεινε άμεση εκτέλεση διά συνοπτικών διαδικασιών και ταφή του λειψάνου στο κοιμητήριο του Ιερού Ναού της Αγίας Κατσαρόλας. Η μάνα μου, όμως, της χρωστούσε χάρη διότι ήτο πρόθυμος ωοτόκος και είχον σχέσεις αμοιβαίας εκτιμήσεως καθώς και ισχυρόν συναισθηματικόν δεσμόν. Αφού λοιπόν εξήτασε την όρνιθα διά της αφής και ερεύνησε λεπτομερώς