SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 5
ΓΚΑΡΙ ΣΤΑΪΝΓΚΑΡΤ
ΜΙΚΡΗ αΠΟΤΥΧΙΑ Μια αυτοβιογραφία
c ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓλΙΚΑ
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 27/11/2015 12:29 ΜΜ Page 6
Η μετάφραση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της NORLA. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Gary Shteyngart, Little Failure
Copyright by Gary Shteyngart, 2014. All rights reserved This translation is published by arrangement with Random House, a division of Penguin Random House LLC © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑφΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5984-8
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 7
ΚΕΦΑλΑΙΑ
11. Η εκκλησία και το ελικόπτερο . . . . . . . 12. Μπαίνει ο Μυξιάρης . . . . . . . . . . . . . 13. Είμαι ακόμα ο μεγάλος . . . . . . . . . . . 14. Πλατεία Μόσχας . . . . . . . . . . . . . . . 15. Άρθρο 58 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 16. Η Παναγίτσα μου . . . . . . . . . . . . . . 17. Ο εχθρός είμαστε εμείς . . . . . . . . . . . 18. Το Σχολείο Σόλομον Σέχτερ του Κουίνς . 19. Αγκούφ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 10. Έχουμε ήδη κερδίσει . . . . . . . . . . . . 11. Γκάρι Γκνου Γ΄ . . . . . . . . . . . . . . . . 12. Αθανασία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13. Εξήντα εννέα σεντς . . . . . . . . . . . . . 14. Τζόναθαν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15. Πάρε το τρένο Κ . . . . . . . . . . . . . . . 16. Μικρή αδιαφορία . . . . . . . . . . . . . . . 17. λύκειο Στάι, 1990 . . . . . . . . . . . . . . . 18. Ο μακρύς δρόμος για το Όμπερλιν . . . . 19. Κράτα μου το χέρι . . . . . . . . . . . . . . 20. Τζένιφερ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21. Sing Your Name (Across My Heart) . . . 22. Ο ευεργέτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . 23. Από το ημερολόγιο ενός ημίτρελου . . . 24. Ραζβόντ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 25. Η εκκλησία και το ελικόπτερο . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11 32 42 66 91 106 132 142 161 178 197 224 242 251 277 292 301 319 331 347 368 379 391 405 429
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 8
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 9
Στους γονείς μου – το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ. Στον Ρίτσαρντ Σ. λέισι, M.D., Ph.D.
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 10
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 11
[ 1 ]
Η εκκλησία και το ελικόπτερο
Σε μια μοναχική περίοδο της ζωής του, 1995-2001, ο συγγραφέας προσπαθεί να απλώσει τα χέρια του σε μια γυναίκα
ψα στο κέντρο, κάτω από τους τεράστιους ίσκιους των Δίδυμων Πύργων, και, στο πλαίσιο του ελεύθερου μεσημεριανού τετραώρου για φαγητό που μου αναλογούσε, έτρωγα και έπινα καθ’ οδόν από εκείνους τους δύο γίγαντες μέχρι το Μπρόντγουεϊ, κάτω στην Οδό Φούλτον, και ως το υποκατάστημα του βιβλιοπωλείου Στραντ. Το 1996 οι άνθρωποι διάβαζαν ακόμα βιβλία και ο δήμος μπορούσε να χρηματοδοτήσει ένα επιπλέον παράρτημα του θρυλικού Στραντ στην περιοχή του χρηματιστηρίου, πράγμα που σήμαινε ότι οι χρηματιστές, οι κυβερνητικοί υπάλληλοι – οι πάντες την εποχή εκείνη αναμενόταν πως είχαν κάποιο δείγμα εσωτερικής ζωής. Την προηγούμενη χρονιά είχα δοκιμάσει να δουλέψω βοηθητικός σε μια νομική εταιρεία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά δεν είχε καλή κατάληξη. Η δουλειά είχε να κάνει με πάρα πολλές λεπτομέρειες, πολύ περισσότερες απ’ όσες θα μπορούσε να δια-
11
Ε
να χρόνο μετά την αποφοίτησή μου από το κολέγιο δούλε-
12
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 12
χειριστεί ένας νεαρός με νεύρα και αλογοουρά, πρόβλημα ελαφριάς χρήσης ουσιών και μια κονκάρδα με το σήμα της κάνναβης στη γραβάτα του. Αυτό θα ήταν το κοντινότερο που θα έφτανα ποτέ στην εκπλήρωση του ονείρου των γονιών μου, να με δούνε μια μέρα δικηγόρο. Όπως οι περισσότεροι Σοβιετικοί Εβραίοι, όπως οι περισσότεροι μετανάστες από τις χώρες του κομμουνισμού, οι γονείς μου ήταν βαθιά συντηρητικοί και δεν είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τα τέσσερα χρόνια που είχα περάσει στη φιλελεύθερη alma mater μου, το Κολέγιο Όμπερλιν, σπουδάζοντας μαρξιστική πολιτική και δημιουργική γραφή. Στην πρώτη του επίσκεψη στο κολέγιο ο πατέρας μου στάθηκε πάνω σ’ ένα τεράστιο αιδοίο που είχε φιλοτεχνήσει στο κέντρο του προαύλιου η οργάνωση λεσβιών, γκέι και μπάι του πανεπιστημίου, αγνοώντας το αυξανόμενο κύμα των επιφωνημάτων γύρω του καθώς μου απαριθμούσε τις διαφορές ανάμεσα στους εκτυπωτές laserjet και ink-jet, ειδικά σε σχέση με τις τιμές των μελανιών. Αν δεν κάνω λάθος, θεωρούσε ότι στεκόταν πάνω σ’ ένα ροδάκινο. Αποφοίτησα με έπαινο κι αυτό βελτίωσε το προφίλ μου στη μάνα μου και τον πατέρα μου, όταν όμως τους μίλησα, έγινε κατανοητό ότι παρέμενα μια απογοήτευση. Καθώς μικρός (και μεγάλος) ήμουν συχνά άρρωστος και με μύτη που έτρεχε, ο πατέρας μου με αποκαλούσε Σοπλιάκ, ή Μυξιάρη. Η μητέρα μου είχε αναπτύξει ένα ενδιαφέρον μίγμα αγγλικών και ρωσικών και, εντελώς μόνη της, είχε φτιάξει τον όρο Φέιλιουρτσκα, ή Μικρή Αποτυχία. Ο όρος ταξίδεψε από τα χείλη της μέχρι το ξεχειλωμένο χειρόγραφο του μυθιστορήματος που πληκτρολογούσα στον ελεύθερο χρόνο μου, του οποίου το πρώτο κεφάλαιο επρόκειτο να απορριφθεί από το σημαντικό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, επισημαίνοντάς μου ότι οι γονείς μου δεν ήταν οι μόνοι που με θεωρούσαν ένα τίποτα. Συνειδητοποιώντας ότι ποτέ δεν θα κατάφερνα και πολλά, η μητέρα μου, βάζοντας μπρος τις γνωριμίες της όπως μονάχα μια Σοβιετοεβραία μάνα ξέρει να κάνει, μου βρήκε δουλειά
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 13
13
«μόνιμου γραφέα» σε μια εταιρεία επανένταξης μεταναστών στο κέντρο, δουλειά που απαιτούσε ίσως και τριάντα λεπτά εργασίας τον χρόνο και αφορούσε συνήθως στην επαλήθευση φυλλαδίων που ενημέρωναν τους νεοαφιχθέντες Ρώσους για τα θαύματα του αποσμητικού, για τους κινδύνους του AIDS και για τη χαμηλότονη ικανοποίηση του να μη γίνεσαι εντελώς τύφλα σε κάποιο αμερικάνικο πάρτι. Στο μεταξύ τα μέλη της ρωσικής παροικίας του γραφείου μας κι εγώ γίναμε εντελώς τύφλα σε κάποιο αμερικάνικο πάρτι. Στο τέλος απολυθήκαμε όλοι μας, πριν όμως συμβεί αυτό, έγραψα και ξαναέγραψα μεγάλα κομμάτια από το πρώτο μου μυθιστόρημα και μυήθηκα στις ιρλανδέζικες απολαύσεις της ανάμιξης τζιν μαρτίνι με ψητό βοδινό και λαχανικά στο καταγώγιο της γειτονιάς, το όνομα του οποίου είναι, αν δεν με απατά η μνήμη μου, Η Πέτρα του Μπλάρνι. Ξάπλωνα πάνω στο γραφείο μου κατά τις δύο το πρωί, αφήνοντας περήφανες κέλτικες λαχανοπορδές, με το μυαλό μου ζαλισμένο από σκέψεις υψηλόφρονα ρομαντισμού. Το γραμματοκιβώτιο του νταβραντισμένου νεοαποικιακού σπιτιού των γονιών μου στο λιτλ Νεκ του Κουίνς συνέχιζε να φουσκώνει με τα απομεινάρια του αμερικανικού ονείρου που είχαν κάνει για λογαριασμό μου, τις όμορφες μπροσούρες από σχολές αποφοίτων που όλο και υποχωρούσαν σε ποιότητα, από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ στη Νομική του Φόρνταμ, στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Τζον Κένεντι (κάπως σαν νομική, αλλά όχι ακριβώς), στο Τμήμα Δημοτικού και Τοπικού Σχεδιασμού του Κορνέλ και τελικά στην πιο τρομακτική προοπτική κάθε οικογένειας μεταναστών, το μεταπτυχιακό πρόγραμμα στη δημιουργική γραφή του Πανεπιστημίου της Αϊόβα. «Μα τι επάγγελμα είναι αυτό, συγγραφέας;» ρωτούσε η μάνα μου. «Αυτό θέλεις να γίνεις;» Αυτό θέλω να γίνω.
14
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 14
Στο υποκατάστημα του βιβλιοπωλείου Στραντ γέμισα την τσάντα μου με δείγματα από την πτέρυγα των εκδόσεων paperback με έκπτωση 50%, ψαρεύοντας τις παρατημένες κόπιες «τιμής ένεκεν» που είχαν απομείνει, ψάχνοντας στα οπισθόφυλλα για κάποιον σαν εμένα: έναν νεαρό περιπατητή με μουσάκι, έναν απελπισμένο οπαδό του άστεως, φανατικό του Όργουελ και του Ντος Πάσος, έτοιμο για ακόμα έναν ισπανικό εμφύλιο, αν βέβαια αυτοί οι ευέξαπτοι Ισπανοί θα το ’παιρναν απόφαση να ξανακάνουν ένα γύρο. Κι αν έβρισκα τον συγγραφικό μου δίδυμο, θα προσευχόμουν η γραφή του να μην άξιζε και πολλά. Γιατί η εκδοτική πίτα δεν επρόκειτο να μεγαλώσει άλλο. Σίγουρα εκείνοι οι γαλαζοαίματοι Αμερικάνοι εκδότες, οι πιο απροσπέλαστοι των Οίκων, θα ήταν σε θέση να διακρίνουν την αξία μου μέσ’ από τον υπερβολικό ζήλο της πρόζας του μετανάστη και να τηλεφωνήσουν σε κανέναν χαζό απόφοιτο του Μπράουν, τον οποίο το πρώτο έτος φοίτησής του στην Οξφόρδη ή τη Σαλαμάνκα θα είχε προικίσει με όλη την απαραίτητη χλομάδα στο πρόσωπο ώστε να χειριστεί με επιτυχία ένα πρωτόλειo μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Αφού άφηνα έξι δολάρια στο Στραντ, επέστρεφα τρέχοντας στο γραφείο μου για να καταπιώ μονορούφι και τις 240 σελίδες του μυθιστορήματος, την ώρα που οι Ρώσοι συνάδελφοί μου ξεφώνιζαν στα διπλανά γραφεία, απαγγέλλοντας ποίηση που είχε τη βότκα για καύσιμο. Κι εγώ έψαχνα απεγνωσμένα για την αδέξια φράση ή το χιλιοειπωμένο κλισέ του αποφοίτου δημιουργικής γραφής, που θα καθιστούσε το υπό κρίση μυθιστόρημα κατώτερο εκείνου που περίμενε μέσα στον υπολογιστή του γραφείου μου (ηλίθιος προσωρινός τίτλος: Οι Πυραμίδες της Πράγας). Μια μέρα μετά το φλερτ μου με τη στομαχική καταστροφή, έχοντας φάει δύο μερίδες ινδικό ψητό της Γουόλ Στριτ, ξέσπασα στο τμήμα τέχνης και αρχιτεκτονικής του βιβλιοπωλείου Στραντ, παρόλο που τα 29.000 δολάρια που έβγαζα τον χρόνο
δεν έπιαναν μία μπροστά στην καλόγουστη ταμπέλα με την τιμή του τόμου των εκδόσεων Ριτζόλι με τα γυμνά του Έγκον Σίλε. Εντούτοις δεν επρόκειτο να είναι ο μελαγχολικός Αυστριακός εκείνος που θα ξεκινούσε να αποδομεί τον αλκοολικό και μαστουρωμένο αντάρτη πόλεων στον οποίο μετατρεπόμουν αργά και σταθερά. Δεν ήταν εκείνα τα όμορφα τευτονικά γυμνά που θα με οδηγούσαν πίσω στον άβολο δρόμο. Το βιβλίο ονομαζόταν Αγία Πετρούπολη: Η τσαρική αρχιτεκτονική, με τις μπαρόκ μπλε ανταύγειες του καθεδρικού της Μονής Σμόλνι να ξεπηδάνε ολοζώντανες απ’ το εξώφυλλο. Με έξι λίβρες χοντρού, γυαλιστερού βάρους ήταν, κι ακόμα είναι, ένα βιβλίο για το τραπεζάκι του καθιστικού. Αυτό αποτελούσε από μόνο του πρόβλημα. Η γυναίκα που είχα ερωτευτεί εκείνη την περίοδο, άλλη μια απόφοιτος του Όμπερλιν («αγάπα αυτήν που ξέρεις», η επαρχιώτικη θεωρία μου), είχε ήδη ασκήσει κριτική στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, επειδή περιείχαν βιβλία είτε υπερβολικά ανάλαφρου είτε υπερβολικά αρρενωπού γούστου. Όποτε ερχόταν στο καινούργιο στούντιο που νοίκιαζα στο Μπρούκλιν, και τα ξεπλυμένα, μεσοδυτικής καταγωγής μάτια της σκανάριζαν τους παραταγμένους στρατιώτες του λογοτεχνικού μου στρατού ψάχνοντας για μια Τες Γκάλαχερ ή μια Ζανέτ Γουίντερσον, ανακάλυπτα ότι είχα ανάγκη ν’ ακούω τις προτιμήσεις της και, παραπλεύρως, να νιώθω την πίεση του αιχμηρού της κλειδοκόκαλου πάνω στο δικό μου. Στην απελπισία μου τοποθέτησα τα συγγράμματα του Όμπερλιν, όπως το Διαδηλωτές και οι ρίζες των Μάο-Μάο της Ταμπίθα Κονόγκο, δίπλα σε νεοαφιχθέντα διαμάντια της έθνικ γυναικείας παραγωγής, π.χ. Το άγριο κρέας και τα μπέργκερ των νταήδων της λόις Αν Γιαμανάκα, που πάντα θεωρούσα ως την πεμπτουσία των χαβανέζικων ιστοριών ενηλικίωσης. Αν αγόραζα την Τσαρική αρχιτεκτονική, θα έπρεπε να την κρύψω απ’ αυτό το κορίτσι-γυναίκα σε κάποιο απ’ τα ντουλάπια, πίσω απ’ το φράγμα των
15
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 15
16
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 16
πανδοχείων για κατσαρίδες και των μπουκαλιών με τη φτηνή βότκα Τζιόρτζι. Πέρα από την απογοήτευση που προκαλούσα στους γονείς μου και την αδυναμία μου να ολοκληρώσω τις Πυραμίδες της Πράγας, η βασική πηγή θλίψης για μένα είχε να κάνει με τη μοναχικότητά μου. Η πρώτη-πρώτη μου κοπέλα, μια συμφοιτήτρια στο Όμπερλιν, ένα ελκυστικό, κατσαρομάλλικο λευκό κορίτσι από τη Βόρεια Καρολίνα, είχε μετακομίσει νότια για να ζήσει στο φορτηγάκι ενός όμορφου ντράμερ. Θα περνούσαν τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτησή μου απ’ το κολέγιο χωρίς να φιλήσω καν ένα κορίτσι. Βυζιά και πλάτες και χάδια και οι λέξεις «Σ’ αγαπώ, Γκάρι» επιζούσαν μονάχα στο πεδίο της αφηρημένης μνήμης. Εκτός απ’ την περίπτωση όπου δηλώνω το αντίθετο, για όλο το υπόλοιπο αυτού του βιβλίου πρόκειται να παραμείνω ερωτευμένος με τους πάντες γύρω μου. Κι έπειτα υπήρχε η ταμπέλα με την τιμή της Τσαρικής αρχιτεκτονικής: ενενήντα πέντε δολάρια, με την έκπτωση εξήντα δολάρια – με τα λεφτά αυτά οι γονείς μου αγόραζαν κάτι λιγότερο από σαράντα τρεις κοτολέτες κοτόπουλου. Η μητέρα μου μού έδειχνε πάντα το σκληρό πρόσωπο της αγάπης της όταν μιλούσαμε για τα οικονομικά. Όταν η αποτυχία της εμφανίστηκε για δείπνο ένα βράδυ, μου έδωσε ένα πακέτο κοτολέτες κοτόπουλου, Κιέβου για την ακρίβεια, δηλαδή γεμιστές με βούτυρο. Δέχτηκα με ευγνωμοσύνη το κοτόπουλο, όμως η μάνα μου με ενημέρωσε ότι κάθε κοτολέτα στοίχιζε «περίπου ένα δολάριο και σαράντα». Προσπάθησα ν’ αγοράσω δεκατέσσερις κοτολέτες με δεκαεφτά δολάρια, αλλά με χρέωσε είκοσι, υπολογίζοντας μαζί και το ρολό της μεμβράνης όπου τις είχε τυλίξει. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν σταμάτησα να πίνω τόσο πολύ, η επίγνωση ότι οι γονείς μου δεν θα βρίσκονταν στο πλάι μου κι ότι θα έπρεπε να προχωρήσω στη ζωή με μοναξιά και λύσσα με οδήγησε να βγάλω τρομακτικούς ρυθμούς δουλειάς. Ξεφύλλισα τις σελίδες της μνημειώδους Τσαρικής αρχιτεκτο-
νικής, εξετάζοντας όλα εκείνα τα οικεία ορόσημα της παιδικής μου ηλικίας, νιώθοντας μια χοντροκομμένη νοσταλγία, την πασλόστ που τόσο απεχθανόταν ο Ναμπόκοφ. Εδώ βρίσκονταν: α) η Αψίδα του Γενικού Επιτελείου, με την μπερδεμένη προοπτική, που οδηγεί στην Πλατεία Ανακτόρων, όπως φαίνεται από την ένδοξη, χρυσή κορυφή του Ναυαρχείου· β) η ένδοξη, χρυσή κορυφή του Ναυαρχείου όπως φαίνεται από τα Χειμερινά Ανάκτορα· γ) τα Χειμερινά Ανάκτορα μαζί με το Ναυαρχείο όπως διακρίνονται από την οροφή ενός φορτηγού με μπίρες, και ούτω καθεξής, σε έναν ατέλειωτο τουριστικό ανεμοστρόβιλο. Κοιτούσα τη σελίδα 90. «Τζιτζιμπίρα στο κρανίο», είπε ο Τόνι Σοπράνο, περιγράφοντας τα πρώτα σημάδια κρίσης πανικού στον ψυχίατρό του. Ξηρότητα και υγρασία την ίδια στιγμή, αλλά στα πιο λάθος σημεία, λες και οι μασχάλες με το στόμα έχουν ξεκινήσει πολιτιστικές ανταλλαγές. Η γνώριμη ταινία που έβλεπες έχει αντικατασταθεί από μια άλλη, ελαφρώς παραλλαγμένη, έτσι που το μυαλό αναρωτιέται διαρκώς για τα ασυνήθιστα χρώματα, τα αλλόκοτα, απειλητικά ξέφτια διαλόγων. Γιατί είμαστε ξαφνικά στο Μπανγκλαντές; ρωτάει το μυαλό. Πότε ενωθήκαμε με την αποστολή στον Άρη; Γιατί πετάμε σ’ ένα σύννεφο μαύρου πιπεριού προς το ουράνιο τόξο του NBC; Πρόσθεσε σ’ αυτό το γεγονός ότι το νευρικό, σπαστικό σου κορμί δεν πρόκειται ποτέ να αναπαυτεί, ή μάλλον ότι θα αναπαυτεί αιώνια πολύ σύντομα, δηλαδή θα πέσει ξερό, και έχεις τα συστατικά μιας νευρικής κρίσης με αδυναμία αναπνοής. Εκείνο που περνούσα δηλαδή. Κι αυτό είναι που έβλεπα, την ώρα που το μυαλό μου χόρευε μέσα στην πέτρινη κοιλότητά του: μια εκκλησία. Η εκκλησία Τσεσμέ στην Οδό λενσοβέτ (λένινγκραντ Σοβιέτ), στην περιοχή Μοσκόφσκι, της πόλης που ήταν γνωστή με την ονομασία λένινγκραντ. Οχτώ χρόνια αργότερα θα έδινα την εξής περιγραφή, σ’ ένα άρθρο για το περιοδικό Travel + Leisure:
17
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 17
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 18
18
Το λευκό και βυσσινί κουτί γλυκών της εκκλησίας Τσεσμέ είναι ένα εξωφρενικό παράδειγμα της νεογοτθικής αρχιτεκτονικής στη Ρωσία, που γίνεται ακόμα πιο πολύτιμο λόγω της θέσης του, ανάμεσα στο χειρότερο ξενοδοχείο του κόσμου και ένα ιδιαίτερα γκρίζο σύμπλεγμα εργατικών πολυκατοικιών. Το μάτι κυλάει πάνω στην εκθαμβωτική έπαρση της εκκλησίας, στην παρανοϊκή συλλογή από φαινομενικά ζαχαρένιες σπείρες και πυργίσκους, την απόλυτη βρωσιμότητά της. Ιδού ένα κτήριο που είναι προϊόν περισσότερο της ζαχαροπλαστικής απ’ ό,τι της αρχιτεκτονικής.
Όμως το 1996 δεν είχα τα μέσα για να συνθέσω έξυπνη πρόζα. Δεν είχα ακόμα υποστεί δώδεκα χρόνια μιας τετράκις εβδομαδιαίας ψυχανάλυσης, που θα με μετέτρεπε σε ένα στιλπνό λογικό ζώο, ικανό για ποσοτικοποίηση, ταξινόμηση και αποφυγή των περισσότερων πηγών πόνου, εκτός από μία. Κρατούσα μια μικρή αναπαραγωγή της εκκλησίας· ο φωτογράφος την είχε καδράρει ανάμεσα σε δύο δέντρα, και υπήρχε η άκρη ενός φαγωμένου ασφαλτόδρομου μπροστά στην ταπεινή της είσοδο. Θύμιζε αμυδρά παιδί που το είχαν ντύσει υπερβολικά για κάποια τελετή. Σαν μια κοκκινοπρόσωπη, μικρόκορμη αποτυχία. Έμοιαζε μ’ αυτό που αισθανόμουν. Άρχισα να επιβάλλομαι στην κρίση πανικού. Ακούμπησα κάτω το βιβλίο με ιδρωμένα χέρια. Σκέφτηκα το κορίτσι που αγαπούσα εκείνη την περίοδο, εκείνον τον όχι και τόσο τρυφερό λογοκριτή της βιβλιοθήκης και των γούστων μου· σκέφτηκα πως ήτανε ψηλότερη από μένα και σκέφτηκα τα δόντια της, γκρίζα και ίσια και με μια αίσθηση σκοπού όπως και ο υπόλοιπος εαυτός της. Κι ύστερα δεν τη σκεφτόμουνα καθόλου πια. Οι αναμνήσεις κάνανε ουρά. Η εκκλησία. Ο πατέρας μου. Πώς έμοιαζε άραγε ο πατέρας όταν ήταν νεότερος; Είδα τα μεγάλα φρύδια, το σχεδόν σεφαραδίτικο χρώμα του δέρματος, τη βιασύνη στην έκφραση κάποιου στον οποίο η ζωή υ-
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 19
Επιτρέψτε μου να παραμείνω στο θέμα του παλιού πατέρα και των Τούρκων για μερικές σελίδες ακόμα. Αφήστε με να εισαγάγω ένα καινούργιο λεξιλόγιο για να ανταποκριθώ σ’ αυτή μου την αποστολή. Ντάτσα είναι η ρώσικη λέξη για την εξοχική κατοικία, και στο στόμα των γονιών μου θα μπορούσε επίσης να σημαίνει «Η χάρη τής του Θεού αγάπης». Όταν η ζεστα-
19
πήρξε αδιάπτωτα σκληρή. Όμως όχι, αυτός ήταν ο πατέρας μου στην τωρινή του μορφή. Όταν φανταζόμουν τον παλιό μου πατέρα, τον προ μετανάστευσης πατέρα, πάντα βυθιζόμουν στην απεριόριστη αγάπη που μου είχε. Τον σκεφτόμουν σαν έναν αδέξιο άντρα, με παιδικότητα και εξυπνάδα, χαρούμενο με τον μικρό βοηθό του που τον έλεγαν Ίγκορ (το όνομά μου πριν γίνω Γκάρι), να κάνει παρέα μ’ αυτόν τον Ιγκοράκο που δεν είναι επικριτικός ούτε αντισημίτης, έναν μικροσκοπικό συμπολεμιστή, πρώτα ενάντια στις αδικίες της Σοβιετικής Ένωσης κι έπειτα ενάντια σ’ εκείνες της μετακόμισης στην Αμερική, τον μεγάλο ξεριζωμό της γλώσσας και της οικειότητας. Εκεί ήταν λοιπόν ο παλιός πατέρας και ο Ιγκοράκος, κι είχαμε μόλις πάει στην εκκλησία του βιβλίου! Η ευφρόσυνη βυσσινί τσιχλόφουσκα της εκκλησίας Τσεσμέ, μονάχα πέντε τετράγωνα μακριά από το διαμέρισμά μας στο λένινγκραντ, ένα ροζ μπαρόκ στολίδι ανάμεσα στις δεκατέσσερις αποχρώσεις του μπεζ της σταλινικής περιόδου. Στις μέρες της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν εκκλησία αλλά ναυτικό μουσείο, αφιερωμένο, αν η μνήμη δεν με απατά (και παρακαλώ ας μη με απατά), στη νικηφόρα ναυμαχία του Τσεσμέ το 1770, όταν οι ορθόδοξοι Ρώσοι έδωσαν πραγματικά ένα μάθημα σ’ εκείνους τους κωλότουρκους. Το εσωτερικό του ιερού ήταν τότε (τώρα είναι πάλι μια πλήρως λειτουργούσα εκκλησία) παραγεμισμένο με ό,τι μπορούσε να επιθυμήσει ένα μικρό αγόρι – γεμάτο με μακέτες από γενναία πολεμικά πλοία του 18ου αιώνα.
20
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 20
σιά του καλοκαιριού χαλάρωνε επιτέλους τη λαβή του άψυχου χειμώνα στο λένινγκραντ, καθώς και της μουντής άνοιξης, με τραβολογούσαν σε μια ατελείωτη σειρά από ντάτσες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ένα μανιταροχώρι κοντά στο Νταουγκάβπιλς της λετονίας· το όμορφα ξυλοχτισμένο Σεστρορέτσκ στον Φιννικό Κόλπο· η διαβόητη Γιάλτα στην Κριμαία (Στάλιν, Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ υπέγραψαν κάποιου είδους μεσιτικό συμβόλαιο εκεί)· το Σουχούμι, σήμερα τσακισμένο θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας, μέρος ενός αυτονομημένου κομματιού της Γεωργίας. Διδάχτηκα να απλώνομαι κάτω απ’ τον ήλιο, τον ζωοδότη, τον τροφοδότη των μπανανών, και να τον ευχαριστώ για κάθε σκληρή, καυστική του ακτίνα. Το αγαπημένο παιδικό υποκοριστικό της μάνας μου για μένα; Μικρή αποτυχία; Όχι! Ήταν το Σόλνιτσκα. Μικρούλης ήλιος! Οι φωτογραφίες της περιόδου εκείνης δείχνουν μια κουρασμένη ομάδα γυναικών με μαγιό και ένα αγόρι που μοιάζει στον Μαρσέλ Προυστ με ένα είδος Σπίντο του Συμφώνου της Βαρσοβίας (αυτός ήμουν εγώ) να αγναντεύει το απέραντο μέλλον, την ώρα που η Μαύρη Θάλασσα τους γαργαλάει απαλά τα πόδια. Οι σοβιετικές διακοπές ήταν μια βαριά, εξαντλητική δουλειά. Στην Κριμαία ξυπνούσαμε νωρίς το πρωί για να στηθούμε στην ουρά για γιαούρτι, κεράσια και άλλα φαγώσιμα. Ολόγυρά μας συνταγματάρχες της Κα-Γκε-Μπε και αξιωματούχοι του Κόμματος ζούσαν τη μεγάλη ζωή σε φαντεζί καταλύματα πάνω στο κύμα, την ώρα που εμείς οι υπόλοιποι στεκόμασταν με κουρασμένα μάτια μες στην ντάλα για να εξασφαλίσουμε καμιά φρατζόλα ψωμί. Είχα ένα κατοικίδιο τη χρονιά εκείνη, έναν κουρδιστό κόκορα σε χαρούμενα χρώματα, τον οποίο επιδείκνυα στους υπόλοιπους της ουράς. «Ονομάζεται Πιοτρ Πέτροβιτς Κοκορόβιτς», δήλωνα με ασυνήθιστο τουπέ. «Όπως βλέπετε κουτσαίνει, επειδή τραυματίστηκε στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Η μητέρα μου, φοβούμενη ότι στην ουρά για τα κεράσια θα βρίσκονταν και αντισημίτες (έ-
πρεπε κι αυτοί να φάνε, βλέπεις), μου ψιθύριζε να κάτσω ήσυχος, αλλιώς δεν θα ’χε σοκολατάκι Κοκκινοσκουφίτσα για επιδόρπιο. Με σοκολατάκι ή χωρίς, ο Πιοτρ Πέτροβιτς Κοκορόβιτς, ο φτερωτός ανάπηρος πολέμου, συνέχιζε να μου δημιουργεί προβλήματα. Μου θύμιζε διαρκώς τη ζωή μου πίσω στο λένινγκραντ, η οποία αναλωνόταν κυρίως σε μια σταδιακή ασφυξία από το άσθμα του χειμώνα, το οποίο μου άφηνε αρκετό χρόνο για διάβασμα πολεμικών μυθιστορημάτων και ονειροφαντασίες στις οποίες ο Πιοτρ και εγώ σκοτώναμε το ικανό μερτικό μας σε Γερμανούς κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ. Ο πετεινός ήταν, για το θέσω απλά, ο καλύτερος και ο μοναδικός μου φίλος στην Κριμαία, και κανείς δεν επρόκειτο να μπει ανάμεσά μας. Όταν ο ευγενικός, ηλικιωμένος ιδιοκτήτης της ντάτσας όπου μέναμε σήκωσε τον Πιοτρ και χάιδεψε το πληγωμένο του πόδι μουρμουρίζοντας «Άραγε μπορούμε να φτιάξουμε τον φίλο μας;», του άρπαξα τον πετεινό και ούρλιαξα: «Εσύ, παράσιτο, μελανοχίτωνα, κλέφτη!» Ως αποτέλεσμα μας πέταξαν έξω απ’ τις εγκαταστάσεις και αναγκαστήκαμε να μείνουμε σ’ ένα είδος υπόγειας καλύβας, όπου ένα μικροκαμωμένο Ουκρανάκι προσπάθησε να παίξει κι εκείνο με τον κόκορά μου, με παρόμοια αποτελέσματα. Εξ ου και η μοναδική φράση που ξέρω στα ουκρανικά: «Τι χλόπετς μινιά μπιές!» («Αγοράκι, με χτύπησες!») Ούτε στο υπόγειο καλύβι μείναμε πολύ. Υποθέτω ότι ήμουν ένα μάλλον ζορισμένο παιδί εκείνο το καλοκαίρι, ταυτόχρονα χαρούμενο και προβληματισμένο με το ηλιόλουστο νότιο τοπίο που είχα μπροστά μου, και με τη θέα πιο υγιών, πιο ρωμαλέων κορμιών που δονούνταν γύρω από μένα και τον κόκορά μου σε όλο τους το σλαβικό μεγαλείο. Εν αγνοία μου, η μητέρα μου βρισκόταν κι εκείνη στο μέσο μιας κρίσης, αναλογιζόμενη αν θα έπρεπε να μείνει μαζί με την άρρωστη γιαγιά μου στη Ρωσία ή να την αφήσει για πάντα πίσω, μεταναστεύοντας στην Αμερική. Η απόφαση εκείνη ελήφθη
21
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 21
22
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 22
μέσα σε μια λιγδιάρικη κριμαϊκή καφετέρια. Πάνω από μια γαβάθα τοματόσουπα, μια εύσωμη Σιβηριανή είπε στη μητέρα μου για τον ξυλοδαρμό μέχρις αναισθησίας που είχε υποστεί ο γιος της αφότου κατατάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό, ξυλοδαρμό που του είχε στοιχίσει ένα νεφρό. Η γυναίκα έβγαλε μια φωτογραφία του γιου της. Έμοιαζε με μεγαλόπρεπη άλκη που είχε διασταυρωθεί μ’ ένα εξίσου κολοσσιαίο βουβάλι. Η μητέρα μου κοίταξε μία εκείνο τον πεσμένο γίγαντα και μία τον μικροσκοπικό γιο της με τη σφυριχτή ανάσα, και σχετικά σύντομα βρεθήκαμε σ’ ένα αεροπλάνο με προορισμό το Κουίνς. Ο Κοκορόβιτς, με το θλιβερό κουτσό πόδι του και το όμορφο κόκκινο λειρί, παρέμεινε το μοναδικό θύμα του σοβιετικού στρατού. Αυτός που μου έλειψε όμως πραγματικά εκείνο το καλοκαίρι, ο λόγος του βίαιου ξεσπάσματός μου ενάντια σε καθετί ουκρανικό, ήταν ο πραγματικός καλύτερός μου φίλος. Ο πατέρας μου. Γιατί όλες οι άλλες αναμνήσεις είναι απλά σκονάκια με ατάκες για μια τεράστια σκηνή που έχει από καιρό πια πάψει να υπάρχει, μαζί με την υπόλοιπη Σοβιετική Ένωση. Άραγε συνέβησαν στ’ αλήθεια όλα αυτά; Καμιά φορά αναρωτιέμαι. Άραγε ο Νεαρός Σύντροφος Ίγκορ Στάινγκαρτ στ’ αλήθεια πέρασε απ’ την ακτογραμμή της Μαύρης Θάλασσας αγκομαχώντας ν’ ανασάνει, ή ήταν κάποιος άλλος, φανταστικός χτικιάρης; Καλοκαίρι του 1978. Την εποχή εκείνη ζούσα κι ανέπνεα για τη μακριά ουρά στον τηλεφωνικό θάλαμο που έφερε την επιγραφή λΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ (ξεχωριστοί θάλαμοι για κάθε πόλη) για ν’ ακούσω τη φωνή του πατέρα μου να τσιτσιρίζει θαμπά ενάντια σε όλα τα τεχνολογικά εμπόδια που αντιμετώπιζε η χώρα, από ένα αποτυχημένο πυρηνικό πείραμα στην έρημο του Καζακστάν μέχρι ένα άρρωστο τραγί που βέλαζε στη γειτονική λευκορωσία. Όλοι ήμασταν συνδεδεμένοι με την αποτυχία. Ολόκληρη η Σοβιετική Ένωση χανόταν σιγά σιγά. Ο πατέρας μου μού διηγιόταν ιστορίες απ’ το τηλέφωνο, και μέχρι τώρα νομίζω ότι η ακοή είναι η πιο οξυμμένη απ’ τις αισθήσεις μου, έτσι
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 23
που αγωνιζόμουν τόσο έντονα να τον ακούσω, κατά τη διάρκεια των διακοπών στη Μαύρη Θάλασσα. Οι συζητήσεις έχουν χαθεί, ωστόσο ένα από τα γράμματα παραμένει. Είναι γραμμένο με τον αδέξιο, παιδικό γραφικό χαρακτήρα του πατέρα μου, τον γραφικό χαρακτήρα ενός τυπικού άνδρα Σοβιετικού μηχανικού. Είναι ένα γράμμα που επιβίωσε μόνο και μόνο γιατί τόσοι άνθρωποι επιθυμούσαν να επιβιώσει. Δεν είμαστε υπερσυναισθηματικός λαός, ελπίζω, έχουμε ωστόσο μια ανεξήγητη γνώση τού τι ακριβώς πρέπει να διασώσουμε και πόσα ακριβώς τσαλακωμένα έγγραφα μπορούν να χωρέσουν μια μέρα σε μια ντουλάπα του Μανχάταν. Είμαι το παιδί των πέντε νοματαίων σε μια υπόγεια παραθεριστική καλύβα και κρατάω στα χέρια μου αυτή την ιερή χειρόγραφη επιστολή, με γραφή κυριλλική, πυκνή, γεμάτη διαγραμμένες λέξεις, και καθώς τη διαβάζω απαγγέλλω δυνατά τις λέξεις, και καθώς τις απαγγέλλω δυνατά χάνομαι στην έκσταση της επανασύνδεσης.
Εδώ μια παύση από μέρους μου. Δεν έχω ιδέα τι είναι αυτά τα γάντια της θάλασσας και μόνο αμυδρά θυμάμαι το «Βουνό της Αρκούδας» (όχι πάντως το Έβερεστ). Θέλω να επικεντρώσω στην τελευταία πρόταση, στο κολύμπι προς την Τουρκία. Η Τουρκία είναι, φυσικά, στην άλλη άκρη της Μαύρης Θάλασσας, αλλά είμαστε στη Σοβιετική Ένωση, και προφανώς δεν μπορούμε να πάμε εκεί, ούτε με ατμόπλοιο ούτε και κολυμπώντας πεταλούδα. Άραγε είναι ένα ανατρεπτικό σχόλιο του πατέρα μου; Ή μία αναφορά στη μεγαλύτερη επιθυμία του, την επιθυμία να συγκατανεύσει η μητέρα μου ώστε
23
Καλημέρα, αγαπημένε μου γιόκα, Πώς είσαι; Τι κάνεις; Θα σκαρφαλώσεις το «Βουνό της Αρκούδας» και πόσα γάντια βρήκες στη θάλασσα; Έμαθες πια να κολυμπάς και, αν ναι, σχεδιάζεις να κολυμπήσεις μέχρι την Τουρκία;
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 24
να μεταναστεύσουμε στη Δύση; Ή, υποσυνείδητα, μια σύνδεση με την εκκλησία Τσεσμέ που ανέφερα προηγουμένως, «περισσότερο ζαχαροπλαστική απ’ ό,τι αρχιτεκτονική», αφιερωμένη στη νίκη της Ρωσίας επί των Τούρκων; Γιόκα μου, μονάχα λίγες μέρες μείνανε μέχρι να ξανασυναντηθούμε, μην είσαι μοναχικός, φέρσου καλά, ν’ ακούς τη μητέρα σου και τη θεία σου την Τάνια. Φιλιά, ο Πατέρας
Μην είσαι μοναχικός; Πώς όμως να μην ήμουν μοναχικός χωρίς εκείνον; Και άραγε να υπονοεί ότι κι εκείνος ένιωθε μόνος; Μα φυσικά! Σαν να ήθελε να χρυσώσει το χάπι, ακριβώς κάτω απ’ το κυρίως κείμενο του γράμματος, βρήκα το αγαπημένο μου πράγμα στον κόσμο, καλύτερο απ’ την αμυγδαλόπαστα με επικάλυψη σοκολάτας, που τόσο με είχε τρελάνει στο λένινγκραντ. Είναι μια εικονογραφημένη περιπέτεια απ’ τον πατέρα μου! Ένα θρίλερ στα χνάρια του Ίαν Φλέμινγκ, με μερικές ωστόσο έξτρα πινελιές, κατάλληλες για ένα μικρό αγόρι. Αρχίζει έτσι: Μια μέρα στο [παραθεριστικό χωριό] Γκουρζούφ [εκεί όπου επί του παρόντος παίρνω χρώμα σε μάγουλα και μπράτσα], ένα υποβρύχιο με την ονομασία Αρζούμ κατέφτασε απ’ την Τουρκία.
Ο πατέρας μου έχει ζωγραφίσει ένα υποβρύχιο με περισκόπιο, το οποίο πλησιάζει ένα φαλλικό κριμαϊκό βουνό, σκεπασμένο είτε με δέντρα είτε με ομπρέλες της άμμου. Η απεικόνιση είναι χοντροκομμένη, όπως εξάλλου και η ζωή στην πατρίδα μας.
24
Δύο κομάντος με φιάλες οξυγόνου βγήκανε απ’ το σκάφος και κολύμπησαν προς την ακτή.
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 25
Οι εισβολείς, κάτω απ’ το αδέξιο χέρι του πατέρα μου, μοιάζουν περισσότερο με οξύρρυγχους που περπατάνε, αλλά, βέβαια, οι Τούρκοι δεν φημίζονται για τη σιλουέτα τους. Χωρίς να τους αντιληφθούν οι συνοριακοί φρουροί μας, κατευθύνθηκαν προς το βουνό, προς το δάσος.
Οι Τούρκοι –είναι αλήθεια Τούρκοι ή Αμερικάνοι που έχουν απλά την Τουρκία για βάση τους (Χριστέ μου, δεν είμαι ούτε εφτά χρονών και ήδη τόσοι πολλοί εχθροί!)– όντως σκαρφαλώνουν το βουνό, το καλυμμένο με ομπρέλες θαλάσσης. Μια σκέψη: «οι φρουροί μας». Ένα τέχνασμα, απ’ την πλευρά του πατέρα μου· έχει αφιερώσει τα προηγούμενα τριάντα χρόνια της ζωής του στο να μισεί τη Σοβιετική Ένωση, το ίδιο όπως θα αφιερώσει τα επόμενα τριάντα στο ν’ αγαπάει την Αμερική. Όμως δεν έχουμε φύγει ακόμη απ’ τη χώρα. Κι εγώ, μαχητικός πιστός του Κόκκινου Στρατού, της κόκκινης γραβάτας των Πιονιέρων, βασικά του οτιδήποτε είναι αναθεματισμένα κόκκινο, δεν επιτρέπεται να ξέρω ακόμα εκείνο που γνωρίζει ο πατέρας μου, πως δηλαδή όλα όσα αγαπώ είναι ψεύτικα. Γράφει:
Ω, και τι δεν θα ’δινα για ένα σκυλάκι, του αξιολάτρευτου είδους που σκιτσάρει τώρα το πενάκι του πατέρα μου για ν’ αντιμετωπίσει εκείνους τους υπέρβαρους Αμερικανότουρκους. Αλλά η μητέρα μου έχει αρκετές σκοτούρες με τη δική μου φροντίδα, πόσω μάλλον μ’ αυτή ενός σκύλου.
25
Το πρωί οι Σοβιετικοί συνοριοφύλακες είδαν φρέσκα ίχνη στην αυλή του σανατόριου Πούσκιν και κάλεσαν τον συνοριοφύλακα, που φώναξε τον σκύλο ιχνευτή. Εκείνος βρήκε γρήγορα τις δυο κρυμμένες φιάλες οξυγόνου κάτω απ’ τα βράχια. Ήταν ξεκάθαρο: ένας εχθρός. «Ψάξε!» διέταξαν τον σκύλο οι συνοριοφύλακες, κι αυτός αμέσως έτρεξε προς τη Διεθνή Κατασκήνωση των Πιονιέρων.
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 26
Η ιστορία συνεχίζεται – στο σπίτι.
26
Συνεχίζεται; Στο σπίτι; Τι σκληρό. Πώς θα μάθω αν το γενναίο σκυλάκι των σοβιετικών συνόρων και τα βαριά οπλισμένα ανθρώπινα αφεντικά του θ’ ανακαλύψουν τον εχθρό και θα του κάνουν αυτά που θα ήθελα εγώ να του κάνουν; Δηλαδή να τον υποβάλουν σ’ έναν αργό, μαρτυρικό θάνατο, τον μόνο θάνατο με τον οποίο συμβιβαζόμαστε εμείς εδώ στην ΕΣΣΔ. Θάνατος στους Γερμανούς, θάνατος στους φασίστες, θάνατος στους καπιταλιστές, θάνατος στους εχθρούς του λαού! Πώς βράζει το αίμα μου, ακόμα και σ’ αυτή την κωμικά μικρή ηλικία, πόσο εμποτισμένος είμαι με αγιάτρευτη οργή. Κι αν κάνετε fast forward στο παρθενικό μου στρώμα φουτόν, στο κατσαριδόπληκτο στούντιο του Μπρούκλιν, στη μεθυσμένη εταιρεία επανένταξης του κέντρου, στο υποκατάστημα του βιβλιοπωλείου Στραντ, γύρω στο 1996, πιστέψτε με, είμαι ακόμα γεμάτος χολή, ανεξιχνίαστη, ομπερλινική λύσσα. Ένα ήσυχο, στοχαστικό παιδί απ’ έξω, με ευφράδεια και χιούμορ, αν ξύσεις όμως τούτον τον Ρώσο θα βρεις από κάτω μια ντουζίνα Τάταρους, δώσ’ μου αφορμή και θα εφορμήσω στον εχθρό που κρύβεται στις χωριάτικες μπάλες με τα κομμένα σπαρτά, θα τον ξετρυπώσω όπως το λαγωνικό των συνόρων και θα τον σκίσω με τα ίδια μου τα δόντια. Για τόλμα να προσβάλεις τον κουρδιστό μου κόκορα! Κι έτσι: οργή, έξαψη, βία και αγάπη. «Γιόκα μου, λίγες μέρες μείνανε μέχρι να ξανασυναντηθούμε», γράφει ο πατέρας μου, κι αυτές οι λέξεις είναι πιο αληθινές και πιο θλιβερές απ’ οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου. Γιατί λίγες μέρες ακόμα; Γιατί όχι τώρα; Ο πατέρας μου. Το δικό μου λένινγκραντ. Η εκκλησία Τσεσμέ. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε ήδη. Κάθε στιγμή, κάθε μέτρο απόστασης ανάμεσά μας είναι αβάσταχτο.
Είναι 1999. Τρία χρόνια μετά την κρίση πανικού στο παράρτημα της βιβλιοθήκης Στραντ. Έχω επιστρέψει στη δική μου Αγία Πετρούπολη, γεννηθείσα λένινγκραντ, γεννηθείσα Πέτρογκραντ, για πρώτη φορά μέσα σε είκοσι χρόνια. Είμαι είκοσι εφτά χρονών. Σε περίπου οχτώ μήνες θα υπογράψω συμβόλαιο για ένα βιβλίο που δεν θα αποκαλείται πια Οι Πυραμίδες της Πράγας. Όμως ακόμα δεν το γνωρίζω. Ακόμα λειτουργώ με τη θεωρία ότι θα αποτύχω σε οτιδήποτε κι αν δοκιμάσω. Το 1999 έχω προσληφθεί ως συντάκτης δικαιολογητικών για επιδόματα από μια φιλανθρωπική οργάνωση του λόουερ Ιστ Σάιντ, και η γυναίκα με την οποία κοιμάμαι έχει σχέση με κάποιον που δεν κοιμάται μαζί της. Έχω επιστρέψει στην Αγία Πετρούπολη με στόχο να παρασυρθώ από έναν ναμποκόφειο χείμαρρο αναμνήσεων, για μια χώρα που δεν υπάρχει πια, ψάχνοντας απεγνωσμένα να διαπιστώσω αν το μετρό έχει ακόμα την καθησυχαστική μυρωδιά από λάστιχο, ηλεκτρικό ρεύμα και άπλυτη ανθρωπίλα την οποία θυμάμαι τόσο καλά. Επιστρέφω κατά τη διάρκεια των τελευταίων Άγριων Ημερών της περιόδου Γιέλτσιν, όταν τα μεθύσια του προέδρου συναγωνίζονται στα πρωτοσέλιδα εκπληκτικές σκηνές αστικής βίας. Επιστρέφω σε κάτι που μοιάζει, τόσο στην όψη όσο και στον χαρακτήρα, με χώρα του Τρίτου Κόσμου σε σταθερά ελεύθερη πτώση, και όπου κάθε ανάμνηση της παιδικής ηλικίας –και θα μπορούσε κανείς να έχει πολύ χειρότερες ατυχίες από μια σοβιετική παιδική ηλικία– κηλιδώνεται από τη νέα πραγματικότητα. Το διπλό λεωφορείο με τη φυσούνα στον δρόμο από το αεροδρόμιο έχει στη μέση μια τρύπα στο μέγεθος παιδιού. Το καταλαβαίνω, μιας κι ένα μικρό παιδί παραλίγο να πέσει έξω όταν το λεωφορείο τραντάζεται στο φρενάρισμα. Μου παίρνει λιγότερο από μία ώρα μετά την προσγείωση για να βρω μια ικανή μεταφορά που εκφράζει όλη μου την επίσκεψη. Την τέταρτη μέρα της επιστροφής μου μαθαίνω ότι η βίζα
27
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 27
28
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 28
εξόδου μου –οι ξένοι στη Ρωσία πρέπει να έχουν βίζα και για να μπουν αλλά και για να βγουν από τη χώρα– είναι ελλιπής, χωρίς μια συγκεκριμένη σφραγίδα. Πάνω απ’ το ένα τρίτο της επιστροφής μου ξοδεύεται στο κυνήγι αυτής της σφραγίδας. Βρίσκομαι περίκλειστος ανάμεσα στα κυκλώπεια κτήρια της εποχής του Στάλιν, στο κέντρο της Μασκόφσκαγια Πλόστσατ, της Πλατείας Μόσχας δηλαδή, την περιοχή ακριβώς όπου ζούσα ως παιδί. Περιμένω μια γυναίκα από μια ύποπτη υπηρεσία έκδοσης διαβατηρίων, έτσι ώστε να λαδώσω τον υπάλληλο του ξενοδοχείου με χίλια ρούβλια (ίσα περίπου με τριάντα πέντε δολάρια εκείνη την εποχή) για να επικυρώσει κανονικά τη βίζα μου. Την περιμένω στο απεριποίητο λόμπι του ξενοδοχείου Μιρ, του «χειρότερου ξενοδοχείου στον κόσμο», όπως θα το αποκαλέσω σε ένα άρθρο στο περιοδικό Travel + Leisure μερικά χρόνια αργότερα. Το ξενοδοχείο Μιρ, πρέπει να προσθέσω, είναι ακριβώς στον δρόμο πιο κάτω από την εκκλησία Τσεσμέ. Και έτσι, χωρίς προειδοποίηση, δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Ο κόσμος με πνίγει, η χώρα με πνίγει, το πανωφόρι με το γούνινο πέτο με πιέζει προς τα κάτω με δολοφονική πρόθεση. Αντί για την «τζιτζιμπίρα στο κρανίο» του Τόνι Σοπράνο, βρίσκομαι στο έλεος μιας έκρηξης από ανθρακούχο νερό και ρούμι που καλύπτει ολόκληρο τον ορίζοντα. Τρεκλίζοντας με τα γεμάτα ανθρακούχο νερό και ρούμι πόδια μου, κατευθύνομαι προς το καινούργιο ΜακΝτόναλντς στην κοντινή πλατεία, η οποία είναι ακόμα στεφανωμένη με το άγαλμα του λένιν, την πλατεία όπου ο πατέρας μου κι εγώ παίζαμε κρυφτό ανάμεσα στα πόδια του λένιν. Μέσα στο ΜακΝτόναλντς προσπαθώ να βρω καταφύγιο στην κρεατένια μεσοδυτική οικειότητα τούτου του μέρους. Αν είμαι Αμερικανός –δηλαδή ανίκητος– ας γίνω ανίκητος τώρα! Κάνε τον πανικό να φύγει, Ρόναλντ ΜακΝτόναλντ! Φέρε με πίσω στα συγκαλά μου. Ωστόσο η πραγματικότητα συνεχίζει να μου ξεφεύγει, καθώς αφήνω το κεφάλι μου να πέσει στην κρύα πλάκα του τραπεζιού, την ώρα που αδύνατα τριτο-
κοσμικά παιδάκια ολόγυρά μου, φορώντας καπέλα για πάρτι, γιορτάζουν κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός στη ζωή ενός Σάσα ή μιας Μάσα. Γράφοντας για το περιστατικό στο New Yorker το 2003 έκανα την εξής υπόθεση: «Η κρίση πανικού μου ήταν ένα παρακλάδι τού από εικοσαετίας φόβου των γονιών μου: ο φόβος μήπως τους απαγορευτεί να μεταναστεύσουν, μήπως καταλήξουν εκείνο που αποκαλούνταν διαφωνούντες (προσδιορισμός που έφερνε μαζί του ένα είδος κρατικά επιβεβλημένου καθαρτηρίου ανεργίας). Ένα μέρος μου πίστευε ότι δεν θα μου επιτρεπόταν να ξαναφύγω απ’ τη Ρωσία. Ότι αυτό –μια απέραντη, τσιμεντένια πλατεία, γεμάτη δυστυχισμένους, επιθετικούς ανθρώπους που φορούσαν απαίσια δερμάτινα παλτά– θα ήταν όλη η υπόλοιπη ζωή μου». Τώρα όμως ξέρω ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν είχε να κάνει ούτε με τη σφραγίδα της βίζας, ούτε με το λάδωμα, ούτε με το καθεστώς διαφωνούντα ή οτιδήποτε άλλο. Γιατί, καθώς ο κόσμος περιστρέφεται γύρω μου στο Μακ Ντόναλντς, υπάρχει μονάχα ένα πράγμα που προσπαθώ να μη σκέφτομαι, κι αυτό είναι η εκκλησία Τσεσμέ. Τις «ζαχαρένιες σπείρες και τους πυργίσκους» της. Προσπαθώ να μην ξαναγίνω πέντε χρονών. Γιατί όχι όμως; Κοίταξε απλά εμένα και τον πατέρα! Έχουμε εκτοξεύσει κάτι ανάμεσα σ’ εκείνες τις σπείρες. Ναι, το θυμάμαι τώρα. Είναι ένα παιχνίδι-ελικόπτερο πιασμένο σε σύρμα, που βουίζει ανάμεσά τους. Μόνο που τώρα έχει κολλήσει! Το ελικόπτερο έχει πιαστεί ανάμεσα στις σπείρες, όμως είμαστε ακόμα χαρούμενοι, γιατί δεν μας πτοεί κάτι τέτοιο, όπως δεν μας πτοεί ούτε η χώρα γύρω μας! Αυτή πρέπει να είναι η πιο χαρούμενη μέρα της ζωής μου. Γιατί όμως είμαι σε πανικό; Γιατί το οβάλ χαπάκι Ατιβάν εξαφανίζεται μέσα απ’ το χάσμα των ψεύτικων, κατασκευασμένων, αμερικάνικων δοντιών μου; Τι συνέβη στην εκκλησία Τσεσμέ είκοσι δύο χρόνια πριν;
29
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 29
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 30
30
Δεν θέλω να επιστρέψω σ’ αυτό. Ω, όχι, δεν θέλω. Ό,τι κι αν έγινε, δεν πρέπει να το σκεφτώ. Πόσο θα ήθελα να ήμουν πίσω στη Νέα Υόρκη τώρα. Πόσο θα ήθελα να καθίσω στο καχεκτικό, αγορασμένο από γιουσουρούμ τραπέζι της κουζίνας μου και να μπήξω τα αμερικάνικα δόντια μου στην αξίας 1,40 δολαρίων κοτολέτα Κιέβου της μάνας μου, να νιώσω την αηδιαστική βουτυρένια της γεύση σε όλο το ηλίθιο στόμα μου. Η μπάμπουσκα της μνήμης σπάει στα συστατικά μέρη της, και το καθένα οδηγεί σε κάτι ολοένα και μικρότερο, παρόλο που γίνεται ολοένα και πιο μεγάλο. Πατέρας. Ελικόπτερο. Εκκλησία. Μητέρα. Πιοτρ Πέτροβιτς Κοκορόβιτς. Τούρκοι στην ακτή. Σοβιετικά ψεύδη. Αγάπη του Όμπερλιν. Οι Πυραμίδες της Πράγας. Τσεσμέ. Το βιβλίο. Στέκομαι για άλλη μια φορά στο Στραντ της Οδού Φούλτον, κρατώντας την Αγία Πετρούπολη: Η τσαρική αρχιτεκτονική, καθώς οι μπαρόκ μπλε ανταύγειες του καθεδρικού της Μονής Σμόλνι κυριολεκτικά πετάγονται έξω απ’ το χαρτί. Ανοίγω το βιβλίο, για πρώτη φορά, στη σελίδα 90. Πηγαίνω σ’ αυτή τη σελίδα. Ξαναπηγαίνω σ’ αυτή τη σελίδα. Η χοντρή σελίδα στριφογυρίζει στο χέρι μου. Τι συνέβη στην εκκλησία Τσεσμέ είκοσι δύο χρόνια πριν;
Όχι. Ας το ξεχάσουμε. Ας με αφήσουμε προς το παρόν στο Μανχάταν, καθώς γυρίζω τη σελίδα στο βιβλιοπωλείο Στραντ,
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 31
31
αθώος και αφελής, φορώντας το πουκάμισο της δουλειάς, με τη χαχόλικη φιλελεύθερη αλογοουρά μου, τα όνειρα για μια καριέρα μυθιστοριογράφου ακόμα μπροστά μου, και την αγάπη με την οργή να με καίνε ακόμα, πιο κατακόκκινες από ποτέ. Όπως έγραψε και ο πατέρας μου στην περιπέτεια: Η ιστορία συνεχίζεται – στο σπίτι.
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 32
[ 2 ]
Μπαίνει ο Μυξιάρης
Ο συγγραφέας πληροφορείται ότι στην ουρά για το ψωμί περιμένουνε τζάμπα.
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ____________ ΙΓΚΟΡ ΣΤΑΪΝΓΚΑΡΤ
32
5 Ιουλίου 1972 Αγαπητοί γονείς! Σας συγχαίρουμε θερμά, συμμεριζόμενοι τη χαρά σας για τη γέννηση ενός καινούργιου ανθρώπινου πλάσματος – ενός πολίτη της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και μέλους της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας.
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 33
Ευχόμαστε στην οικογένειά σας υγεία, πολλή αγάπη, φιλία και αρμονία. Είμαστε βέβαιοι ότι θα αναθρέψετε τον γιο σας ώστε να γίνει ένας ευσυνείδητος εργάτης και αφοσιωμένος πατριώτης της μεγάλης μας πατρίδας!
Γεννιέμαι. Η έγκυος μητέρα μου διασχίζει ένα δρόμο του λένινγκραντ κι ένας οδηγός νταλίκας τής κορνάρει, γιατί το να τρομάζεις εγκύους είναι της μόδας. Αρπάζει την κοιλιά της. Σπάνε τα νερά. Τρέχει στον Μαιευτικό Οίκο Ότο στο Νησί Βασιλιέφσκι, μια σημαντική πλωτή προέκταση στον χάρτη του λένινγκραντ, την ίδια μαιευτική κλινική όπου ήλθαν στον κόσμο εκείνη και οι δύο αδελφές της. (Τα παιδιά των Ρώσων δεν γεννιούνται σε κανονικά νοσοκομεία όπως στη Δύση.) Αρκετές εβδομάδες πρόωρος, ξεπετάγομαι μέσ’ από τη μάνα μου, πόδια και κώλος πρώτα. Είμαι μακρύς και κοκαλιάρης και μοιάζω λιγάκι με σκυλί-λουκάνικο σε ανθρώπινη μορφή, με μόνη διαφορά ότι έχω ένα αφάνταστα μεγάλο κεφάλι. «Μια χαρά!» λένε οι νοσοκόμες στη μητέρα μου. «Γέννησες έναν ωραίο μουζίκο». Ο μουζίκος, ο γερός, ρωμαλέος Ρώσος, είναι το τελευταίο πράγμα που θα γίνω ποτέ, εκείνο όμως που τσαντίζει τη μάνα μου είναι ότι της απευθύνονται στον ενικό (με τι, αντί για βι). Η μάνα μου είναι πολύ ευαίσθητη σε κάτι τέτοια. Είναι από καλή οικογένεια, όχι απλά μια Εβραία (γιεβρέικα) που μπορείς να την προσβάλεις μιλώντας της ανεπίσημα. Ο Μαιευτικός Οίκος Ότο. Για ένα «μέλος της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας» τούτο το κάπως σαν αρ νουβό κτήριο είναι απ’ τα καλύτερα για να γεννηθεί κανείς στην πόλη, ί-
2 – Μικρή αποτυχία
33
Υπογραφή Εκτελεστική Επιτροπή του Συμβουλίου Εργαζομένων της Πόλης του λένινγκραντ
34
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 34
σως και στη χώρα ολόκληρη. Κάτω απ’ τα πόδια της μητέρας μου ένα εξαίσια πλακοστρωμένο πάτωμα, με μοτίβα από κύματα και πεταλούδες· από πάνω της πολυέλαιοι χρωμίου· έξω, τα τεράστια κτήρια του Μεγάλου Πέτρου, όπου στεγάζονται τα δώδεκα κολέγια του Κρατικού Πανεπιστημίου του λένινγκραντ, καθώς και μια κατευναστική έκρηξη απ’ τα φυλλώματα των ρώσικων αειθαλών δέντρων του υποαρκτικού τοπίου. Και στην αγκαλιά της εγώ. Έχω γεννηθεί πεινασμένος. λιμασμένος. Θέλω να φάω τον κόσμο και δεν χορταίνω με τίποτα. Στήθος, συμπυκνωμένο γάλα, οτιδήποτε έχεις θα το βυζάξω, θα το δαγκώσω, θα το καταπιώ. Χρόνια αργότερα, κάτω από τη φροντίδα της αγαπημένης μου γιαγιάς Πόλια, θα γίνω τόφαλος, προς το παρόν όμως παραμένω μακρύς, λεπτός και πεινάλας. Η μητέρα μου είναι είκοσι έξι, για τα δεδομένα της εποχής μεγάλη για μητέρα. Ο πατέρας μου είναι τριάντα τριών και ήδη έχει ζήσει τη μισή ζωή του, σύμφωνα με το προσδόκιμο ζωής των ανδρών στη χώρα. Η μητέρα μου διδάσκει πιάνο σ’ ένα νηπιαγωγείο· ο πατέρας μου είναι μηχανολόγος μηχανικός. Έχουν ένα διαμέρισμα σαράντα πέντε τετραγωνικών, με μπαλκόνι, στο κέντρο του λένινγκραντ, πράγμα που τους καθιστά προνομιούχους· σε σχετικούς όρους, πολύ πιο προνομιούχους απ’ ό,τι θα γίνουμε ποτέ στις ΗΠΑ, ακόμα κι όταν ένα μικρό νεοαποικιακό σπίτι στο λιτλ Νεκ του Κουίνς προστίθεται στην περιουσία μας στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Αυτό που επίσης ισχύει, και που θα μου πάρει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου για να το καταλάβω, είναι ότι οι γονείς μου έχουν πάρα πολλές διαφορές για τα δεδομένα ενός επιτυχημένου γάμου. Η Σοβιετική Ένωση είναι υποτίθεται μια αταξική κοινωνία, ωστόσο ο πατέρας μου είναι ένα χωριατόπαιδο, με δύσκολο σόι, ενώ η μάνα μου κατάγεται από τη μορφωμένη τάξη της Αγίας Πετρούπολης, μια τάξη με τα δικά της προβλήματα, της οποίας όμως οι δυστυχίες είναι σχεδόν αστείες αν τις
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 35
Οι πατεράδες δεν επιτρέπεται να μπουν στον Μαιευτικό Οίκο Ότο, και για τις δέκα μέρες που είμαστε χωριστά ο πατέρας μου υποφέρει απ’ το σφοδρό (αν και όχι τόσο σπάνιο) συναίσθημα ότι δεν είναι πια μόνος στον κόσμο και ότι πρέπει οπωσδήποτε να έλθει δίπλα μου. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μου σ’ αυτόν τον κόσμο θα εκφράζει αυτά του τα συναισθή-
35
συγκρίνεις. Για τη μητέρα μου, οι συγγενείς του πατέρα μου είναι άξεστοι και χωριάτες. Για τον πατέρα μου, οι συγγενείς εκείνης είναι ψεύτικοι και δήθεν. Κανείς τους δεν κάνει εντελώς λάθος. Η μάνα μου δείχνει κατά το ήμισυ Εβραία, γεγονός που, δεδομένου του τόπου και του χρόνου, είναι κατά το ένα ήμισυ ανεπιθύμητο, εντούτοις είναι όμορφη με έναν συμπαγή, πρακτικό τρόπο, με μια σεμνή μελισσοφωλιά από μαλλί θρονιασμένη πάνω σ’ ένα ανήσυχο πρόσωπο κι ένα γιακά ζιβάγκο, μ’ ένα χαμόγελο πάντα έτοιμο στις άκρες των χειλιών της, χαμόγελο που το φυλάει σχεδόν αποκλειστικά για τους συγγενείς. Το λένινγκραντ είναι η πόλη της, το ίδιο περίπου όπως θα γίνει σύντομα και η Νέα Υόρκη. Ξέρει πού πουλάνε τις απαραίτητες κοτολέτες κοτόπουλου, καθώς και τα γλυκά που ξεχειλίζουν σβολιασμένη κρέμα. λογαριάζει και το παραμικρό καπίκι, κι όταν τα καπίκια γίνονται σεντς στη Νέα Υόρκη, θα τα λογαριάζει ακόμα περισσότερο. Ο πατέρας μου δεν είναι ψηλός, αλλά είναι όμορφος μ’ έναν μουντό, λεβαντίνικο τρόπο, και περιποιείται την εμφάνισή του – όντως, για κείνον, ο φυσικός κόσμος είναι η μοναδική σωτηρία για ένα μυαλό που μονίμως στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του. Στον γάμο μου, χρόνια αργότερα, περισσότεροι από ένας άνθρωποι παρατήρησαν ότι είναι παράξενο που ένα τόσο εμφανίσιμο ζευγάρι παρήγαγε τελικά εμένα. Νομίζω ότι αυτό έχει κάποια βάση. Το αίμα των γονιών μου δεν έσμιξε καλά μέσα μου.
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 36
36
ματα, τα οποία ας αποκαλέσουμε αγάπη, με μεγάλη επιδεξιότητα και προσήλωση. Τα άλλα κομμάτια της ζωής του, μια γενικά απογοητευτική καριέρα μηχανικού μεγάλων τηλεσκοπίων στο διάσημο εργοστάσιο οπτικών ειδών λόμο, τα καταρρακωμένα του όνειρα να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής της όπερας, όλα θα διαλυθούν καθώς θα προσπαθεί να φροντίσει το εύθραυστο παιδί στην αγκαλιά του. Θα πρέπει να κάνει γρήγορα! Το φάσκιωμα αποτελεί ακόμα μια χαρούμενη πρακτική στον Μαιευτικό Οίκο Ότο, και το σκυλί-λουκάνικο που είμαι εγώ είναι τώρα δεμένο με μια γιγάντια γαλάζια ταινία γύρω απ’ τον λαιμό. Την ώρα που το ταξί από την κλινική φτάνει στο σπίτι μας, τα πνευμόνια μου έχουν σχεδόν αδειάσει από αέρα, και το κωμικά μεγάλο κεφάλι μου είναι περίπου το ίδιο μπλε όσο και η ταινία που με στραγγαλίζει. Παίρνω ανάσα, ωστόσο την επόμενη μέρα αρχίζω το φτάρνισμα. Η αγχωμένη μου μάνα (ας μετρήσουμε πόσες φορές οι λέξεις «αγχωμένη» και «μάνα» θα εμφανιστούν σε κοντινή θέση για το υπόλοιπο αυτού του βιβλίου) παίρνει τηλέφωνο την τοπική πολυκλινική και απαιτεί μια νοσοκόμα. Η σοβιετική οικονομία είναι στο ένα τέταρτο της αμερικανικής, αλλά οι γιατροί και οι νοσοκόμοι κάνουν ακόμα κατ’ οίκον επισκέψεις. Μια ψωμωμένη γυναίκα εμφανίζεται στην πόρτα μας. «Ο γιος μου φταρνίζεται, τι να κάνω;» ρωτάει η μάνα μου, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Να πείτε “γείτσες”», αποκρίνεται η νοσοκόμα.
Για τα επόμενα δεκατρία χρόνια –μέχρι να φορέσω ένα υπερβολικά μεγάλο κοστούμι για το Μπαρ Μιτσβά στη συναγωγή Εζράθ Ισραέλ της περιοχής Κάτσκιλς της Νέας Υόρκης– θα υποφέρω από άσθμα. Οι γονείς μου θα πεθαίνουν απ’ τον φόβο τους και πολλές φορές το ίδιο κι εγώ.
Κι ωστόσο θα είμαι περιτριγυρισμένος απ’ την αλλόκοτη, απροσδιόριστη ομορφιά τού να είσαι ένα ασθενικό παιδί, τη θαλπωρή που δημιουργεί, την ασφάλεια του να χαμηλώνεις τον εαυτό σου σ’ ένα φρούριο από μαξιλάρια και παπλωματοθήκες και κασκόλ, ω, εκείνα τα παρανοϊκά παχιά σοβιετικά κασκόλ που πάντοτε αιμορραγούν τα βαμβακένια ουζμπέκικα σωθικά τους. Τα καλοριφέρ αναδίδουν τη ζέστη του γκέτο, αλλά η δικιά μου, νοτισμένη, μωρουδίσια θερμότητα μου υπενθυμίζει ότι είμαι κάτι παραπάνω από ένα δοχείο για το φλέμα στα πνευμόνια μου. Είναι αυτή η πρώτη μου ανάμνηση; Τα πρώτα χρόνια, τα πιο σημαντικά, είναι και τα πιο πονηρά. Η έξοδος από το τίποτα στο κάτι παίρνει χρόνο. Αυτό είναι ό,τι νομίζω πως θυμάμαι. Ο πατέρας ή η μητέρα, ξύπνιοι τη νύχτα, κρατούν το στόμα μου ανοιχτό μ’ ένα κουτάλι ώστε να μην πνιγώ από το άσθμα, ώστε να μπει αέρας στα πνευμόνια μου. Η μητέρα τρυφερή, ανήσυχη. Ο πατέρας τρυφερός, ανήσυχος, αλλά θλιμμένος. Φοβισμένος. Ένας χωριάτης, ένας κοντός αλλά σκληρός μουζίκος, αντιμέτωπος μ’ ένα πλάσμα που έχει πάθει βλάβη. Οι λύσεις του πατέρα μου απέναντι σε οποιοδήποτε πρόβλημα συνήθως περιλαμβάνουν βουτιά σε μια παγωμένη λίμνη, όμως εδώ δεν υπάρχει λίμνη. Το ζεστό του χέρι είναι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, χαϊδεύοντας τις λεπτές τριχούλες με συμπόνια, αλλά μόλις που συγκρατεί την αγωνία του όταν μου λέει: «Αχ, τι, Σοπλιάκ». Έι, εσύ, Μυξιάρη. Στα επόμενα χρόνια, καθώς συνειδητοποιούμε ότι το άσθμα δεν πρόκειται να υποχωρήσει, η οργή και η απογοήτευση από αυτή τη συνειδητοποίηση θα ενταθούν περισσότερο, και θα βλέπω το σούφρωμα των χειλιών του την ώρα που η φράση θα σπάει στα συστατικά της μέρη: Έι. Ξεφύσημα. Εσύ.
37
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 37
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 38
38
Κούνημα του κεφαλιού. Μυξιάρη.
Όμως δεν έχω πεθάνει ακόμα! Η πείνα μέσα μου είναι δυνατή. Και έχει όρεξη για κρέας. Η «κολμπάσα του γιατρού», ένα μαλακό ρώσικο υποκατάστατο της μορταδέλας· μετά, καθώς τα δόντια μου αναπτύσσουν ικανότητες, βετσίνα, ή ρώσικο ζαμπόν, και μπουζιενίνα, επικίνδυνα λαστιχωτό κρύο ψημένο χοιρινό, η γεύση του οποίου παραμένει στη γλώσσα για ώρες. Αυτές οι γεύσεις δεν είναι εύκολο να βρεθούν· ακόμα και η προοπτική ενός δύσοσμου ψαριού μιας εβδομάδας προσελκύει εκατοντάδες ανθρώπους σε μια ουρά, η οποία εκτείνεται πέρα από τη γωνία κάτω απ’ το διαμέρισμα, μέσα στο ροζ του πρωινού ουρανού. Η μετασταλινική αισιοδοξία του ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ για το «λειώσιμο των πάγων» έχει προ πολλού παρέλθει, και κάτω από την αυξανόμενα αρτηριοσκληρωτική εξουσία του κωμικά τρεκλίζοντα λεονίντ Μπρέζνιεφ η Σοβιετική Ένωση έχει αρχίσει τη γοργή της κάθοδο προς την ανυπαρξία. Πόσο πεινάω για κρέατα, μαζί με αρκετές κουταλιές σγκουστσιόνκα, συμπυκνωμένου γάλατος, στα χαρακτηριστικά γαλάζια κουτιά! «Γάλα, πλήρες, με ζάχαρη» ενδέχεται να είναι οι πρώτες λέξεις που προσπάθησα να διαβάσω στα ρώσικα. Έπειτα απ’ τα μεθυστικά νιτρώδη της κολμπάσα, νιώθω την ευλογία αυτού του γλυκού αγγίγματος, αραιωμένου από τη μητέρα μου. Και κάθε κύκλος της αγάπης με δένει ολοένα και πιο πολύ μαζί της, μαζί τους, όπως και κάθε μεταγενέστερη προδοσία και λάθος θα μας δένει ακόμα πιο πολύ. Αυτό είναι το μοντέλο τής μέχρι σκασμού σφιχτής ρωσοεβραϊκής οικογένειας, που βέβαια δεν αποτελεί προνόμιο μονάχα της δικής μας εθνότητας. Εδώ στην ΕΣΣΔ, με τις ελευθερίες μας οριοθετημένες και την κολμπάσα του γιατρού με το συμπυκνωμένο γάλα σε έλλειψη, απλά ενισχύεται.
Είμαι ένα περίεργο παιδί, και τίποτα δεν μου εξάπτει περισσότερο την περιέργεια από μια ηλεκτρική σύνδεση. Το απόγειο της εμπειρίας για μένα είναι να χώνω τα δάχτυλά μου σ’ εκείνες τις ελεεινές τρύπες (φροϋδικοί, είστε ευπρόσδεκτοι) και να νιώθω το κέντρισμα από κάτι που είναι πιο ζωντανό από μένα. Οι γονείς μου μού λένε ότι στις τρύπες ζει ο Ντιάντια Τοκ, ο Θείος Ηλεκτρικό Ρεύμα, ένας κακός άνθρωπος που έχει άσχημα σχέδια για μένα. Ο Ντιάντια Τοκ, μαζί με το κρεάτινο λεξιλόγιό μου (βετσίνα, μπουζιενίνα, κολμπάσα) καθώς και το Σοπλιάκ (Μυξιάρης), είναι τα πρώτα λόγια της ένδοξης ρώσικης γλώσσας που μαθαίνω. Υπάρχει ακόμα η άγρια κραυγή μου «Γιόμπτικι ματ!», μια παιδική παραφθορά του Γιομπ τβόγια ματ, ή «Γαμιέται η μάνα σου», το οποίο, υποθέτω, προσφέρει μια ωραία άποψη της σχέσης των γονιών μου με τις δικές τους οικογένειες. Η πείνα και η περιέργειά μου αντισταθμίζονται ακριβώς απ’ την ανησυχία. Θα μου πάρει πέντε ακόμα χρόνια μέχρι ν’ αντιληφθώ ότι ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής, ωστόσο η αδυναμία μου ν’ αναπνεύσω μου δίνει μια καλή πρόγευση. Η έλλειψη αέρα μού προκαλεί νευρικότητα. Δεν είναι στοιχειώδες; Εισπνέεις και εκπνέεις. Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα. Και προσπαθώ. Αλλά δεν μου βγαίνει. Ο μηχανισμός μέσα μου τρίζει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δεν ξέρω άλλα παιδιά, δεν έχω μέτρο σύγκρισης μαζί τους, ξέρω ωστόσο ότι, ως αγόρι, είμαι γενικά λάθος. Και για πόσο ακόμη αυτά τα δύο πλάσματα που κρατάνε το στόμα μου ανοιχτό μ’ ένα κουτάλι θα συνεχίσουν να το κάνουν; Το καταλαβαίνω ότι όλο αυτό τους πονάει τρομερά. Υπάρχει μια φωτογραφία μου, στην ηλικία του ενός έτους και δέκα μηνών, τραβηγμένη σ’ ένα φωτογραφικό στούντιο. Φοράω μια παιδική φόρμα τζόκινγκ με το περίγραμμα ενός καρτούν κουνελιού σε μια από τις μπροστινές τσέπες, στο χέρι κρατώ ένα τηλέφωνο (το στούντιο επιδεικνύει με υπερηφά-
39
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 39
40
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 40
νεια αυτή την προχωρημένη σοβιετική τεχνολογία) και ετοιμάζομαι να μπουσουλήσω. Το ύφος στο πρόσωπό μου είναι αυτό μιας μάνας του 1943 που έλαβε μόλις το μοιραίο τηλεγράφημα απ’ το μέτωπο. Φοβάμαι το φωτογραφικό στούντιο. Φοβάμαι το τηλέφωνο. Φοβάμαι οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ το διαμέρισμά μας. Τους ανθρώπους με τα μεγάλα γούνινα καπέλα τους. Το χιόνι. Το κρύο. Τη ζέστη. Τον ανεμιστήρα στο ταβάνι, τον οποίο δείχνω τραγικά με το δάχτυλο κι έπειτα βάζω τα κλάματα. Φοβάμαι οτιδήποτε είναι πιο ψηλό απ’ το κρεβάτι όπου μένω άρρωστος. Φοβάμαι τον Θείο Ηλεκτρικό Ρεύμα. «Γιατί φοβόμουνα τόσο τα πάντα;» ρωτάω τη μητέρα μου σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα. «Γιατί είχες γεννηθεί Εβραίος», μου απαντάει. Ίσως. Το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου είναι πρωτίστως Γιασνίτσκι (από τη μάνα μου) και Στάινγκαρτ (απ’ τον πατέρα μου), αλλά οι νοσοκόμες στον Μαιευτικό Οίκο Ότο έχουν προσθέσει ακόμα 10, 20, 30, 40 κυβικά εκατοστά από τον Στάλιν και τον Μπέρια, τον Χίτλερ και τον Γκέρινγκ. Υπάρχει κι άλλη μια λέξη: τιγκρ. Η παιδική μου ηλικία δεν έχει την ευλογία παιχνιδιών ή αυτών που αποκαλούνται σήμερα εκπαιδευτικά εργαλεία, όμως έχω την τίγρη μου. Το πιο κοινό δώρο για μια σοβιετική μητέρα στη Ρωσία το 1972 είναι ένα κουτί βαμβακερές πάνες. Όταν οι συνάδελφοι της μητέρας μου ανακαλύπτουν ότι μένει στα κυριλέ νέα διαμερίσματα δίπλα στον ποταμό Νέβα –σήμερα αυτά τα κτήρια μοιάζουν να προέρχονται από μια παρακμασμένη περιοχή της Βομβάης, με πολύχρωμα μπαλκόνια που έχουν κολλημένα ξύλινα ραμποτέ– συνειδητοποιούν ότι οι πάνες μάλλον δεν θα είναι αρκετές. Και έτσι συγκεντρώνουν τα δεκαοχτώ ρούβλια που απαιτούνται για ένα δώρο πολυτελείας, μια λούτρινη τίγρη. Η τίγρη είναι τέσσερις φορές πιο μεγάλη από μένα, πορτοκαλί στη σωστή ακριβώς απόχρωση, και τα μουστάκια της είναι τόσο χοντρά όσο τα δάχτυλά μου, ενώ η έκφρασή της μοιάζει να λέει: Θέλω
SHTEYNGART_APOTYXIA sel_Final_Layout 1 20/11/2015 4:10 ΜΜ Page 41
41
να γίνουμε φίλοι, μικρέ Μυξιάρη. Μπορώ να σκαρφαλώσω πάνω της με όλη την ακροβατική επιδεξιότητα που είναι ικανό να επιστρατεύσει ένα άρρωστο παιδί, ακριβώς όπως θα σκαρφαλώνω στο στήθος του πατέρα μου όλα τα επόμενα χρόνια, και, όπως με τον πατέρα μου, της τραβάω τα στρογγυλά αυτιά και ζουλάω τη χοντρούλα μύτη της. Υπάρχουν κι άλλες αναμνήσεις που θα ήθελα να ανακαλέσω και να μοιραστώ, αλλά για κάποιο λόγο μού αντιστέκονται. Ξεφεύγοντας από την προσοχή της γιαγιάς μου απ’ την πλευρά του πατέρα μου, της Πόλια, πέφτω απ’ το καροτσάκι και προσγειώνομαι με τα μούτρα στην άσφαλτο. Αυτό ίσως δημιούργησε μαθησιακές και νευρολογικές δυσκολίες που συνεχίζονται μέχρι σήμερα (αν με δεις να οδηγώ στην εθνική οδό, σε παρακαλώ λάβε τα μέτρα σου). Μαθαίνω να περπατώ, χωρίς μεγάλη αυτοπεποίθηση. Στη γειτονική λετονία, σε κάποιες καλοκαιρινές διακοπές σε μια τοπική φάρμα, σκοντάφτω σ’ ένα κοτέτσι με τα χέρια ανοιχτά και πέφτω αγκαλιάζοντας ένα κοτόπουλο. Η τίγρη ήταν πάντα ευγενική μαζί μου, πόσο χειρότερο μπορεί να είναι τούτο το μικρό, πολύχρωμο ζωάκι; Το λετονικό κοτόπουλο τινάζει το λειρί του, ορμάει και με τσιμπάει. Ίσως για πολιτικούς λόγους. Πόνος και προδοσία και ουρλιαχτά και δάκρυα. Πρώτα ο Θείος Ηλεκτρικό Ρεύμα· τώρα τα πουλερικά της Βαλτικής. Ο κόσμος είναι σκληρός και άπονος, και μόνο στην οικογένειά σου μπορείς να στηριχτείς. Κι έπειτα οι αναμνήσεις ξεκινάνε να με πλημμυρίζουν. Κι έπειτα γίνομαι αυτός που πάντα προοριζόμουν να γίνω. Δηλαδή: ερωτευμένος. Πέντε χρονών και εντελώς ερωτευμένος. Το όνομά του είναι Βλάντιμιρ. Όμως αυτό πρέπει να περιμένει για αργότερα.