SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 1
Ανκόρ
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 2
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΤΣΟΥ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ❊
Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου, μυθιστόρημα, 1995 (Κρατικό Bραβείο Μυθιστορήματος 1996) Γέλια, διηγήματα, 1998 Σφήκες, διηγήματα, 2001 (Bραβείο Γραμμάτων Ακαδημίας Αθηνών [Ουράνη] 2002) Ο σκύλος της Μαρί, μυθιστόρημα, 2004 Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού, 2005 Ο χαρτοπαίκτης έχει φοβηθεί, διηγήματα, 2006 Ο κύριος Επισκοπάκης (Η εξομολόγηση ενός δειλού), νουβέλα, 2007 (Bραβείο Aναγνωστών ΕΚΕΒΙ 2007) Η ελεημοσύνη των γυναικών, διηγήματα, 2009 Ο αγαπημένος των μελισσών, μυθιστόρημα, 2010 Τέλος καλό, όλα καλά, διηγήματα (συμμετοχή), 2012 Ο κίτρινος στρατιώτης, μυθιστόρημα, 2012 Τα Χριστούγεννα ενός άτυχου μπάτσου, διηγήματα, 2013 Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια, διηγήματα, 2014 Η Αλεξάνδρα, μυθιστόρημα, 2015
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 3
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
ΑΝΚΟΡ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 4
Η όποια ομοιότητα με πρόσωπα, ονόματα ή πραγματικά περιστατικά οφείλεται μόνο σε συμπτώσεις. ©
Copyright Πέλα Σουλτάτου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5967-1
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 5
Ερωτισμός είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής. Ζ Ο Ρ Ζ Μ Π Α ΤΑ ϊ Γ
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 6
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 7
I
του καλοκαιριάτικου μεσημεριού, σε μια συνομωσία με την ευωχία του γεύματος και την ομορφιά του τοπίου, κρατάει άλαλα κι ακίνητα τα κορμιά των συνδαιτυμόνων. Ηλιοκαμένα αγάλματα, μνημεία ξέγνοιαστων στιγμών. Ώσπου ένα πουλάκι προσγειώνεται στο τραπέζι... Ο μπόμπιρας, ανακούρκουδα στο τσιμέντο, παρακολουθούσε ως τώρα ορδές μυρμηγκιών να κουβαλούν τροφή προς την υποχθόνια φωλιά. Πότε πότε ζουλούσε με τα δάχτυλα μερικά από τα ακάματα έντομα. Η γιαγιά, υποδεχόμενη το σπουργίτι, σκύβει ελαφρά κατά το εγγονάκι της κι αρχίζει να σιγοτραγουδά:
Η
θΕΡΜΗ
Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι τσιριτίρι τσιριτρό.
Ο μικρούλης τη συνοδεύει τσεβδά. Η γιαγιά τού χαϊδεύει τα μαλλιά, αλλά το αγριμάκι αποτραβιέται. Ο παππούς έ
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 8
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
χει σχεδόν αποκοιμηθεί στην καρέκλα. Οι γονείς του μικρού κουτσοπίνουν και ανταλλάσουν καμιά κουβέντα πού και πού. Παραδίπλα, η γάτα του ταβερνιάρη έχει καρφώσει το βλέμμα στο φτερωτό μεζεδάκι, ενώ εκείνο τσιμπολογάει αμέριμνο σκόρπια ψίχουλα. Στο φόντο οι ηλιαχτίδες λαμπυρίζουν στην επιφάνεια της θάλασσας, η ακτογραμμή περιβάλλεται από το αρχιτεκτονικό κάλλος της πρωτεύουσας του νησιού, οι βάρκες, δεμένες στο μώλο, νανουρίζουν με την ανεπαίσθητη κίνησή τους όσους ρεμβάζουν την αρχή του πελάγου. Το πουλάκι πετάει μακριά, η γάτα τανύεται νωχελικά, το νήπιο σκύβει ξανά πάνω από τη μυρμηγκοφωλιά. Στο παρακείμενο τραπέζι, ένα ζευγάρι καταβροχθίζει με όρεξη τα λαχταριστά εδέσματα, κατεβάζουν τη ρετσίνα άσπρο πάτο, τσουγκρίζουν κάθε φορά τα ποτήρια τους, ξεκαρδίζονται στα γέλια, καπνίζουν, κουβεντιάζουν έντονα, χαριεντίζονται, πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιλιούνται σαν να μην υπάρχει αύριο. Μέχρι που το τηλέφωνο του άντρα κουδουνίζει και η κοπέλα κατσουφιάζει. Ο άντρας αρχίζει να μιλάει για αρρώστιες, εξετάσεις, εφημερίες, παρεξηγήσεις, δείκτες και εισαγωγές ασθενών. Το χάρτινο ειδυλλιακό σκηνικό γίνεται κομφετί. Η γιαγιά του μπόμπιρα ακούει τον κατά τα φαινόμενα νεαρό γιατρό στο διπλανό τραπέζι και θυμάται ό,τι θα ήθελε να ξεχάσει. Λίγη ώρα αργότερα, καθώς η οικογένειά της αναχωρεί, η γιαγιάκα σηκώνεται, στηρίζεται στο πι, κοιτάει το νεαρό άγνωστο ζευγάρι και τους χαμογελάει τρυφερά. Ξοπίσω ακο
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 9
ΑΝΚΟΡ
λουθεί ο σύντροφός της, ένας γεράκος με μπαστούνι. Ο νεαρός άντρας ακόμα μιλάει στο τηλέφωνο και η κοπέλα, με τα μελιά μάτια της, ανταποδίδει μ’ ένα διάπλατο χαμόγελο. Κι η εποχή άλλαξε. Τώρα, μια σταχτιά γάτα έχει μόλις σαλτάρει σε έναν κάδο απορριμμάτων αναζητώντας κάτι βρώσιμο. Τα σκουπίδια ξεχειλίζουν. Με τα νύχια της καταφέρνει να σκίσει μία από τις πελώριες σκουπιδοσακούλες αλλά, αντί για αποφάγια, βρίσκει ματωμένες γάζες, βαμβάκια κι επιδέσμους. Χώνει τη μουσούδα της στο σωρό ερεθισμένη από τη μυρωδιά του αίματος. Γλείφει τα κουρέλια και με μεγαλύτερη ορμή σκάβει πιο βαθιά το σκουπιδαριό. Με τα πίσω της πόδια εκτινάσσει στο χώρο τριγύρω απόβλητα της ανθρώπινης λειτουργίας. Ένας ηλικιωμένος κηπουρός αντιλαμβάνεται το ζημιάρικο ζωντανό και σπεύδει, όσο αυτό του είναι δυνατόν, να το διώξει. Το αδέσποτο παίρνει είδηση την επέλαση του εχθρού με την τσάπα, εγκαταλείπει τον κάδο και χάνεται ανάμεσα στους θάμνους προς άγρα τροφής. «Ο γατοκυνηγός», παρατήρησε ο άντρας ελαφρώς σαρκαστικά, παρακολουθώντας την καταδίωξη του ζωντανού από τον κηπουρό. Είχε μια τάση να δίνει παρωνύμια και ινδιάνικα ονόματα στους ανθρώπους. Η γυναίκα πλάι του φαινόταν προσηλωμένη σε κάτι άλλο. Εκείνη, πάλι, απέδιδε περιφραστικές ονομασίες στους ανθρώπους. Έλεγε, για παράδειγμα, ο άντρας με το γιώτα, εννοώντας τον ηλικιωμένο κύριο με το μπαστούνι στο απέναντι παγκάκι.
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 10
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
Ξαπλωμένη ανάσκελα στο παγκάκι, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στην ποδιά του, μόλις είχε διακρίνει ανάμεσα στα φυλλώματα του δέντρου δύο παπαγαλάκια. Έσμιξε τα φρύδια, να εστιάσει λίγο καλύτερα, σε περίπτωση που έσφαλε, αλλά το ζωηρό πρασινοκίτρινο τρίχωμά τους δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια αμφιβολίας. Τον ρώτησε για να σιγουρευτεί. Στράφηκε κι εκείνος κατά τα κλαριά και επιβεβαίωσε πως πράγματι το συγκεκριμένο είδος εξωτικού πτηνού πετάριζε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, με κίνδυνο να τους έρθει κατακέφαλα καμιά εξίσου εξωτική κουτσουλιά. Γέλασε και τον κοίταξε που χαμογελούσε. Γύρεψε το βλέμμα του, αυτός όμως κοιτούσε μπροστά, σαν να παρακολουθούσε κάποιο αόρατο θέαμα. Όπως μετακινήθηκε, πρόσεξε μια ημερομηνία χαραγμένη στο ξύλινο παγκάκι. Αναρωτήθηκε τι να συμβόλιζε. Πάλι απευθύνθηκε σ’ αυτόν να τη συντρέξει στην απορία της. Ώσπου να εντοπίσει και να διαβάσει κι εκείνος τη μυστηριώδη αναγραφή, έριξε η ίδια την πρώτη μαντεψιά στο νοερό τραπέζι. «Ημερομηνία εξόδου μετά από παρατεταμένη νοσηλεία;» «Εξιτήριο το λέμε όταν πρόκειται για ασθενείς και έξοδο όταν πρόκειται για φαντάρους, my sweetie». «Να σας θυμίσω, mon amour, πως δεν έχω “εκτίσει” στρατιωτική θητεία, και άρα αγνοώ την επάρατη στρατιωτική αργκό. Επιπροσθέτως, αγνοώ την ιατρική ορολογία, διότι, αφενός, ουδεπώποτε έχω νοσηλευθεί και, αφετέρου, θα σας ανακοινώσω κάτι που θα σας εκπλήξει και θα σας ταράξει ενδεχομένως, πολύ φοβούμαι...»
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 11
ΑΝΚΟΡ
Ο Αμούρ αιφνιδιάστηκε ευχάριστα με την παιγνιώδη στιχομυθία, που τους διακτίνισε σε εποχές πριν το μοιραίο. Ανασήκωσε το φρύδι προκαλώντας τη να συνεχίσει. «Παρακαλώ, είμαι έτοιμος να ακούσω την ανακοίνωσίν σας, νεαρά...» «Πολύ φοβούμαι πως δεν είμαι ιατρός, δόκτωρ. Επιπροσθέτως...» Τη διέκοψε με μια έκφραση αφ’ υψηλού αποστροφής, τάχα. «Ω, θα σας λυπήσω, ωραιοτάτη μου δεσποινίς, αλλά το “εξιτήριον” δεν αποτελεί ιατρικόν ουδέ άλλον επιστημονικόν όρο, βεβαίως βεβαίως, αλλά μίαν απλή νοσοκομειακήν, τολμώ να είπω, λέξιν, ούτως ώστε να συνεννοείται το προσωπικό αναμετάξυ των». «Τι μου λέγουτε, βουργράβε της Νυρεμβέργης;» ρώτησε όλο προσποιητή έξαψη η κοπέλα. «Σαχλή παιδίσκη, θα σας διδάξω κάποτε το φλέγμα και την αίγλη της επιστημονικής διγλωσσίας». «Υπήρξε ανέκαθεν διακαής μου πόθος να εκτελέσω τις κατάλληλες γλωσσικές γαργάρες ώστε να αποσοβηθεί τοιούτος κίνδυνος». «Χαίρομαι ιδιαιτέρως! Επομένως, πώς θα αποδίδαμε εις την χυδαιοτάτην δημοτικήν, επί παραδείγματι, τας τρεις υδαρείς κενώσεις του ασθενούς μας;» ρώτησε ανασηκώνοντας, ως είθισται σε ανάλογες περιστάσεις, το φρύδι. «Τρώω, αηδιαστικέ τύπε!» του υπενθύμισε καθώς μασουλούσε μια μπουκιά από το κουλούρι της. «Μην υπεκφεύγετε, φιλτάτη...» την αποπήρε ο δόκτωρ.
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 12
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
«Ω, μη σας στερήσω τη χαρά, δούκα του Γουέλινγκτον», απάντησε εκείνη. «Βλέπω, προήχθην εις τίτλον ευγενείας. Εν πάση περιπτώσει, ας μη μακρηγορούμε και απολέσω άλλο από τον πολύτιμο χρόνο μου. Γνωρίζετε ασφαλώς πώς θα το αποδίδαμε στη γλώσσα του λαού. Σέβομαι το ταπεινό γεύμα σας και δεν το μεταγλωττίζω». Απέσπασε το γέλιο της και την επιβράβευσε με ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο. Οι φτερωτοί επαίτες είχαν προσεγγίσει εκείνη, άλλους όρθιους, άλλους καθήμενους στα παγκάκια και στα σκαλοπάτια, προκειμένου να τσιμπήσουν τρίμματα από τις φυλλοβόλες σφολιάτες και τ’ άλλα εύθρυπτα αρτοσκευάσματα. Ο κήπος φαινόταν παραδόξως σε άριστη κατάσταση. Τα λουλούδια στα παρτέρια ποτισμένα, τα δέντρα κλαδεμένα, οι θάμνοι κουρεμένοι. Το χώμα νωπό και ελαφρά σκαμμένο, παρά την ξηρασία και παρά τις απολύσεις των κηπουρών. Το ζευγάρι είχε συνηθίσει το θέαμα, χωρίς αυτό να αφαιρεί τίποτα από την απόλαυση. Ο άντρας ήταν ακόμα περισσότερο εξοικειωμένος, όχι μόνο με το προαύλιο, αλλά με ολόκληρο το κτήριο, ως ειδικευόμενος στο νοσοκομείο. Και για τον ίδιο λόγο δεν αποτελούσε αίνιγμα για κείνον το φαινόμενο των καλοδιατηρημένων κήπων, παρότι είχαν αφεθεί στην τύχη τους μετά τον αποδεκατισμό του προσωπικού που τους φρόντιζε. Ο συνταξιοδοτημένος κηπουρός, ο γατοκυνηγός, συνέχισε να έρχεται στη δουλειά του σαν να μην αποσύρθηκε ποτέ από τα καθήκοντά του. Συνέχισε να ταΐζει και να ποτίζει τη χελώνα που βόλταρε ντροπαλά, γιαβάς γιαβάς, χρόνια
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 13
ΑΝΚΟΡ
και χρόνια στην πρασιά. Είχε μάλιστα και μια ιδέα, να πάρει μπογιά και να βάψει τα παγκάκια που ’χε γδάρει ο καιρός, αλλά αργούσε ακόμα η απόφαση. Κι έτσι παρέμενε η ημερομηνία σημαδεμένη στο ξύλο ως μνεία μιας αφανέρωτης στους πολλούς στιγμής. Το ίδιο αφανέρωτη παρέμενε και η αμφιθυμία του Αμούρ για τη συνήθεια του γατοκυνηγού να εκτελεί εθελοντικά πια το έργο του, αφού έτσι κάλυπτε πιθανώς μια θέση εργασίας. Η αμφιθυμία του αυτή ίσως εκπορευόταν και από το γεγονός ότι πριν καιρό ο γατοκυνηγός υπήρξε, άθελά του, άγγελος κακών. Η Σουίτι σηκώθηκε από το παγκάκι και τάισε με το υπόλοιπο από το κολατσιό της τα περιστέρια και τα σπουργίτια τριγύρω, ενώ τα παπαγαλάκια είχαν χαθεί μέσα σε ένα νέφος ερωτηματικών. Όπως την κοιτούσε να κόβει σε μικρά κομματάκια ό,τι απέμεινε από το κουλούρι της και να το προσφέρει στα πουλιά, ένιωσε ξαφνικά πόθο για την τροφό των φτερωτών. Το δικό του πουλί σάλεψε στον καβάλο του παντελονιού, ενώ ένα σμάρι πεταλούδες πέταξε ξαφνικά μέσα στο στομάχι του. Κούμπωσε τη λευκή του ρόμπα για να κρύψει τη σαρκική επιθυμία. Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει το έξαφνο ερωτικό σκίρτημα, την πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά από πίσω. Μετά, την έστρεψε κατά το μέρος του και τη φίλησε με τόσο πάθος, ώστε μάλλον σκανδάλισε τη μία απ’ τις δυο καλόγριες που έκαναν διάλειμμα από το φιλανθρωπικό τους έργο, τρώγοντας κι εκείνες το πρόγευμά τους σε κάποιο παραπλήσιο παγκάκι. Η έτερη καλόγρια χαμογέλασε συγκαταβατικά στη θέα του ζευγαριού. Μετά το φιλί, ο άντρας χούφτωσε το σβέρκο της κοπέλας και
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 14
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
την τράβηξε απαλά, ακουμπώντας το κεφάλι της στο στέρνο του. Καθώς της χάιδεψε τα μαλλιά, ψιθύρισε «σ’ ευχαριστώ που ήρθες και σήμερα». Συνήθιζε να περνάει, έστω και σποραδικά πια από τη δουλειά του, να ειδωθούν για λίγο, δίνοντας έτσι συνέχεια στην εποχή των τακτικών επισκέψεων συμπαράστασης που του πρόσφερε όταν χρειαζόταν. Τον κοίταξε στα μάτια έτοιμη να παραπονεθεί πως δεν ήταν κόπος, πως το ήθελε, πως βρισκόταν εκεί με όλη της την καρδιά, αλλά εκείνος της έκλεισε τα χείλια με το δείκτη, πριν προφτάσει να ψελλίσει οτιδήποτε περιττό. Η κοπέλα χαμογέλασε, χώνοντάς του στο στόμα ένα κομματάκι κουλούρι που είχε απομείνει στη χαρτοσακούλα, συναινώντας στη σιωπή, κι αυτός χαμογέλασε και, μπουκωμένος όπως ήταν, της τσίμπησε τον πισινό λέγοντας «εχαϊστώ, μαμά». Χαμογέλασαν μουδιασμένα ο ένας στον άλλο, μ’ αυτή την αυθόρμητη προσφώνηση, κι αγκαλιάστηκαν γι’ ακόμα μια φορά. Έπειτα η Σουίτι πήρε το δρόμο για το σπίτι κι ο Αμούρ το μονοπάτι για τη δουλειά. Δεν είχαν αποχωριστεί ούτε ένα λεπτό, όταν ένιωσε την ανάγκη να ξαναδεί το πρόσωπό της. Και καθώς βρισκόταν ήδη στις σκάλες της κεντρικής εισόδου του κτηρίου, ενώ εκείνη είχε φτάσει στην πύλη εξόδου, της φώναξε με φανερά παιδιάστικη εκφορά: «Τι σα μαζιέψεις το μεσημέι;» Αντί άλλης απάντησης, του έβγαλε τη γλώσσα σουφρώνοντας τη μύτη της. Κι αμέσως μετά, με ένα μεγάλο βήμα, αποχώρησε από το κτήριο, ψάχνοντας κι η ίδια για τροφή, όπως η σταχτιά κεραμιδόγατα.
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 15
ΑΝΚΟΡ
Ήταν άνεργη εδώ και κάποιους μήνες κι είχε αρχίσει να απελπίζεται. Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει να παρακολουθεί σεμινάρια χειροτεχνίας, πλεκτικής και ραπτικής, μετά από ένα πτυχίο κι ένα μεταπτυχιακό που είχαν περιπέσει σε αχρηστία. Σήμερα, καθώς πέρασε να τον δει στα κλεφτά στη βάρδια του, του είπε πως είχε μια καταπληκτική ιδέα για δική της επιχείρηση. «Τι; Start-up; Εσύ;» την είχε ρωτήσει έκπληκτος, μια που η εικόνα της Σουίτι σε ρόλο entrepreneur φάνταζε αλλόκοτη. Τον διαβεβαίωσε πως πράγματι είχε σκεφτεί κάτι εξαιρετικό. Το σκαρίφημα της επιχειρηματικής της πρωτοβουλίας τού το είχε παραδώσει νωρίτερα σε ένα φάκελο. Είχε υποσχεθεί πως θα διάβαζε απερίσπαστος το σχέδιό της στη βιβλιοθήκη μόλις αποχωρίζονταν. Και, πράγματι, η περιέργειά του για την επιχειρηματική της ιδέα κεντρίστηκε τόσο, που δεν περίμενε να φτάσει στη βιβλιοθήκη. Τη στιγμή που την είδε να απομακρύνεται οριστικά από τον περίβολο, κατέβηκε τα σκαλοπάτια της κεντρικής εισόδου και επέστρεψε στο παγκάκι όπου κάθονταν λίγο πριν. Άνοιξε το φάκελο και τράβηξε έξω ένα φύλλο χαρτί. Φιλοτεχνημένο με αυτοσχέδια μικροσκοπικά ρετρό σκίτσα λουλουδιών στις γωνίες, προκατέβαλλε τον αναγνώστη, μάλλον εύγλωττα, για το είδος του business plan. Ο τίτλος στο χειρόγραφο ήταν γραμμένος με μολύβι –όπως και το υπόλοιπο κείμενο–, αλλά με καλλιγραφικά γράμματα σκιασμένα έντονα: «Επιχείρηση Γλύκαπωλείον». Χαμογέλασε γλυκόπικρα και ξεκίνησε να διαβάζει. «Θα είναι ένα ισόγειο με ένα υπνοδωμάτιο όλο κι όλο και έναν μικρό κήπο, κρυμμένο στο πίσω μέρος της αυλής. Και
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 16
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
θα πουλάω γλύκα. Απέξω θα υπάρχει μια ταμπέλα ξύλινη ζωγραφιστή. Με ωραία γράμματα θα λέει “Γλύκαπωλείον Το Ανκόρ”. Έτσι, με δύο τόνους, σαν ένα ζευγάρι σταγόνες. Μόλις μπαίνεις, θα σε βοηθώ να βγάλεις τα παπούτσια σου. Έπειτα, αν έχει λιακάδα, θα σου προσφέρω βανίλια υποβρύχιο σε ένα ποτήρι κρύο νερό πάνω σ’ έναν μικρό γυάλινο δίσκο με μια γκέισα ζωγραφιστή κι ένα δαντελένιο σουβέρ. Αν όμως έχει κρύο, θα σου έχω έτοιμη μια κούπα ζεστό γλυκό κρασί με καστανή ζάχαρη, φέτες πορτοκαλιού, ξύλο κανέλας και γαρύφαλλα. Και θα μοσχοβολάει όλο το μαγαζάκι λεμονανθούς κι αμυγδαλιά και τα αρωματικά μου βότανα. Και θα σου βάζω κάτω από τη μύτη κλωνάρια θυμάρι, κι εσύ θα κάνεις “ατσιού”. Θα σου έχω ψωμί στο φούρνο, να στροβιλίζεται η μυρωδιά σ’ όλο το μαγαζάκι, και θα σου μαγειρεύω το πιο αγαπημένο σου φαγητό ενώ θα ποτίζουμε τα λουλούδια στην αυλή. Κι αν ζεσταίνεσαι, θα σε μπουγελώσω –να ξέρεις– και θα κυνηγιόμαστε ξυπόλυτοι. Κι αν σε τσακώσω, θα σε ρίξω κάτω και θα σε γαργαλάω, πρόσεχε. Αλλιώς, αν δεν έχει ζέστη, αν έχει μόνο λίγο λίγο ζέστη, θα σου τρυπώνω πασχαλίτσες στη χούφτα και θα κοιτάμε τις πεταλούδες να βυζαίνουν με την τοσοδούλα προβοσκίδα τους τη γύρη και θα μυρίζουμε τα ρόδα όσο ανθούν. Και θα σε χαϊδέψω με ένα πούπουλο ενώ θασκύβεις πάνω από το βασιλικό. Και θα σε παίρνω από το χέρι να παίξουμε τυφλόμυγα και κρυφτό και τρίλιζα και πρόσωπο-ζώο-πράγμα. Ύστερα, θα σου κόβω το ψωμί και θα σου αλείφω μαρμελάδα φτιαγμένη με τα χεράκια μου. Και θα σου στήνω μια αιώρα να διαβάσεις. Και θα είναι νύχτα, αν θες, ξαφνικά! Και θα είναι σαν Χριστού
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 17
ΑΝΚΟΡ
γεννα, ξαφνικά, αν θες! Θα τραβώ τις βαριές κουρτίνες και θα αναβοσβήνουν φωτάκια χριστουγεννιάτικα. Και στο ταβάνι θα έχω διάσπαρτα αστεράκια που φωσφορίζουν. Στη χούφτα σου ένα καρουζέλ τοσοδούλικο με ξύλινα αλογάκια να γυρνάνε γύρω γύρω. Και θα ξεφυλλίζουμε τόμους ιλουστρασιόν με πίνακες ζωγραφικής ή κόμικς, αν προτιμάς, και χρατς-χρουτς βινύλια οι μουσικές που αγαπάς, κι από το ταβάνι θα πέφτουν σεκάνς του Φρανκ Κάπρα και του Βιτόριο ντε Σίκα σαν χιόνι από καρτ ποστάλ. Κι ένα βρεφικό γέλιο θα κυλάει γάργαρο, γιατί θα έχω δρέψει τη μυρωδιά των μωρών, κάπως σαν το Άρωμα,1 αλλά καλή εγώ, όχι σαν τον Γκρενούιγ, και θα έχει πλημμυρίσει το χώρο. Και δε θα μιλάμε καθόλου – πολλά είπαμε. Μια μελωδία θα συνθέτουν το τικ-τακ του ρολογιού, ο χρόνος, το δώρο που μας δόθηκε, ο ήχος από τη βροχή στο τζάμι, η φύση, το άλλο δώρο που μας δανείστηκε, το γουργουρητό μιας γάτας, το τιτίβισμα κάποιου πουλιού έξω στη νεραντζιά. Και θα σου στρίβω τσιγάρο με μια κούπα αχνιστό καφέ. Και τα ψαράκια στο ενυδρείο. Κι αγκαλιές άμα θες, και θα σου βάζω έναν ποιητή να απαγγέλλει σε μια γλώσσα που δε μιλάς καθόλου μα καθόλου, αλλά μαγικά θα καταλαβαίνεις κάθε λέξη, κάθε παύση, γιατί θα έχουμε επιστρέψει σ’ αυτό που είναι για τα καλά χαμένο. Κι όταν θα φεύγεις, θα σηκώνομαι στις μύτες και θα σε φιλάω στο μέτωπο. Και μόλις ανοίξεις το στόμα να πεις τι σου χρωστάω, τι σας οφείλω, πόσο κάνει, θα σου το σφραγίζω με το δείκτη και θα σου χαμογελώ και δε θα πεις τίποτα. Ίσως μου ανταποδώσεις με το χαμόγελο και τη ματιά σου. Και θα έχουμε κι οι δυο πληρωθεί. Για τα καλά». o
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 18
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
Ο καλός της φόρεσε σαστισμένος αλλά και συγκινημένος τα ακουστικά. Έβαλε ν’ ακούσει μουσική καθώς περπατούσε προς τη βιβλιοθήκη, ώστε να απομακρύνει από το μυαλό του αυτό που μόλις διάβασε, μην μπορώντας να το διαχειριστεί. Ειδικά σε αυτό το περιβάλλον. Ο παλιμπαιδισμός της ή, μάλλον, η παιδιάστικη αθωότητά της τον είλκυε και τον απωθούσε ταυτόχρονα. Ακολουθούσε η σεπτή ώρα της απομόνωσης. Η φωνή του Τομ Γουέιτς στο «Tango till they’re sore» υψώθηκε σαν φρούριο γύρω του, βραχνό, σπαρακτικό, απόκοσμο και εγκάρδιο μαζί. Επιθυμούσε για λίγο, στο διάλειμμά του πριν την προγραμματισμένη ιατρική επίσκεψη, να φυλαχτεί από τα περιττά λόγια, που όσο σε συνδέουν με τον άλλο, άλλο τόσο περιχαρακώνουν και αποξενώνουν. Ένιωθε πως οι λέξεις χωρίς ειδικό βάρος, οι φθαρμένες από τη πολυχρησία, δημιουργούν μια κάποια γέφυρα, όχι επικοινωνίας, αλλά στοιχειώδους συνεννόησης. Το λεξιλόγιο του καθημερινού βοηθά τους ανθρώπους να μοιράζονται μια ρουτίνα, ταυτόχρονα όμως τους αποτρέπει από το να προχωρήσουν στα ενδότερα. Έτσι ράβεται το γλωσσικό κουστούμι του καθενός, με κλισέ κι αναμενόμενα λόγια, τετριμμένες φράσεις, μέσα από την καθημερινή πρακτική και την επαγγελματική αργκό. Μακριά από τη γλώσσα του καθημερινού, αναζητούσε καταφύγιο στη μουσική. Απομονωνόταν για λίγο σε ένα μελωδικό κέλυφος, αφήνοντας απέξω την άηχη αλλά αδιάλειπτη βοή της ψυχικής και σωματικής οδύνης, του τρόμου απέναντι στο θάνατο, όσα διαπερνούσαν σαν ηλεκτροφόρα καλώδια το κτήριο. Και οι θνητοί, αποδημητικά πουλιά στα σύρματα.
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 19
ΑΝΚΟΡ
Έφτασε στο ασφαλές κρησφύγετο της βιβλιοθήκης, της μητέρας, με τη χαρακτηριστική μυρωδιά, τη χάρτινη σάρκα, τον ξύλινο σκελετό. Η μαμά βιβλιοθήκη τον περιβάλλει με στοργή και θαλπωρή, αλλά δεν μπορεί να αναμετρηθεί μαζί της. Πάντοτε βρέφος στην αγκαλιά της. Αν έχει πολύ μεγάλη αγωνία για κάποιον ασθενή, διαβάζει μια στάλα λογοτεχνία. Αν δεν έχει πια αγωνία, για να τον αποχαιρετήσει μέσα του, διαβάζει ποίηση. Άλλοτε, όταν η οδύνη του ξένου τον έχει παρασύρει, είναι αδύνατον να διαβάσει λέξη, ξεφυλλίζει αφηρημένος. Τα επιστημονικά συγγράμματα τα συμβουλεύεται όταν δεν έχει καμία αγωνία. Μέσα στη βιβλιοθήκη απομονώνεται για λίγο από την άλλη οσμή, που πότισε τα τοιχώματα της μύτης του, τα ρούχα του, τα νύχια, όλο του το δέρμα, τη μυρωδιά του νοσοκομείου. Ξεπερνά την όσφρηση εκείνη η χαρακτηριστική οσμή, βαράει η μυρωδιά του οινοπνεύματος, του ιωδίου και της φορμόλης στο τύμπανο του αυτιού. Καμιά φορά, όταν δακρύζει, νιώθει πως τρέχουν από τους πόρους των ματιών του, πως αυλακώνουν το πρόσωπό του αντισηπτικά υγρά. Ένα δεύτερο δέρμα σχηματίζεται πάνω στην επιδερμίδα του, στη διαβατήρια τελετουργία της μύησης στο λειτούργημα που διάλεξε. Η Σουίτι δρασκέλισε βιαστικά την έξοδο με μια σπουδή ν’ αφήσει πίσω της την πνιγηρή ατμόσφαιρα του νοσοκομείου. Στα μάτια της αυτός ο όγκος από μπετό έμοιαζε να εσωκλείει ό,τι ήθελε κανείς να ξεχάσει. Σ’ ένα τσιμεντένιο κουτί ήταν πακεταρισμένη η συνάντηση με το μοιραίο, η πα
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 20
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
ρακμή του ανθρώπινου σώματος, η ανημποριά, το βάσανο της αβεβαιότητας, ο πόνος, η μάχη με το θάνατο, η οριστική απώλεια, ο θρήνος, το πένθος. Αλαμπρατσέτα με την έπαρση, την αλαζονεία και την κερδοσκοπία της δυτικής επιστήμης, αγκαζέ με την τραγική αλλά τιτάνια πάλη της ενάντια στο θάνατο, τα ασύγγνωστα λάθη της, την ηρωική της πίστη στη ζωή καμιά φορά. Τώρα πια, στη μεγάλη μάχη τα εφόδια λιγόστευαν, οι αντοχές όσων πρόσφεραν υπηρεσίες στο χώρο της υγείας είχαν καμφθεί, τα μέσα και τα υλικά περιορίζονταν επικίνδυνα ή άλλα αφανίζονταν, η νηφαλιότητα των αρρώστων σπάνιζε, δίνοντας τη θέση της σε μία υφέρπουσα εχθρότητα. Και ξεσπάσματα αγανάκτησης συντελούνταν εναντίον, συνήθως, των πιο αδύναμων του οικοσυστήματος, από τα αδέσποτα ζώα μέχρι τους τραυματιοφορείς και τους κατώτερους υπαλλήλους στην πυραμίδα της ιεραρχίας. Ο σύντροφός της μετέφερε σπάνια αλλά γλαφυρά το βίωμά του. Πώς συνήθιζε κανείς με τον καιρό να περιδιαβαίνει ανάμεσα στα κρεβάτια των ασθενών, να αντικρίζει καθημερινά άρρωστα κορμιά και κλονισμένες ψυχές, να αναπτύσσει αντοχές πρωτόγνωρες. Να συνηθίζει. Αυτό κυρίως. Να συνηθίζει... Ίσως γι’ αυτό όσοι είχε τύχει να γνωρίσει ως τότε να εργάζονται στο χώρο της υγείας τής φαίνονταν ελαφρώς πυροβολημένοι. Κι ο αγαπημένος της μια πετριά την είχε. Μόνο που τώρα, επειδή ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του και επειδή είχε πυροδοτηθεί η συμπόνια της μετά τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του, εκλάμβανε με έναν γοητευτικό τρόπο τις μεταβολές στη διάθεσή του, τα
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 21
ΑΝΚΟΡ
αντιφατικά στοιχεία στην προσωπικότητά του – τον κυνισμό και την αυταρέσκεια από τη μια, την εσωστρέφεια και τη μελαγχολία του από την άλλη. Έτσι, στην ακμή του έρωτά τους, φάνταζε στα μάτια της μέγα μυστήριο. Και, ως τέτοιο, της ασκούσε καταλυτική σαγήνη. Βγαίνοντας φουριόζα από τον περίβολο του νοσοκομείου, σχεδόν σκόνταψε σε μια τσιγγάνα με ένα βρέφος βουτηγμένο στον κόρφο της, φυλαχτό και κρίμα στο λαιμό της. Ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο σε μια χαρτόκουτα διάπλατα ανοιγμένη στο έδαφος. Δεν περίσσεψε ούτε ένα κιλίμι από την καρότσα του γύφτου, να αράξει στο πεζοδρόμιο η μάνα. Δεν ξέρεις και πώς να τους πεις, βρε μπαλαμό. Οι αθίγγανοι, οι ρομά, όροι οροσειρές ολόκληρες, κι όμως δεν καταφέρνουν να απομακρύνουν από το στερεότυπο την προκατάληψη, το ρατσισμό. Ως υπενθύμιση της διαφορετικότητας, ως υπαινιγμός της κατωτερότητας λειτουργούν. Στο μελαμψό δέρμα της γυναίκας συνοψίζονται όλα τα ασυγχώρητα χαρακτηριστικά ενός σκούρου κόσμου σε αντίστιξη με τη λευκότητα της κυρίαρχης φυλής, σκεφτόταν η Σουίτι. Λένε πως οι τσιγγάνες βάφουν τα νύχια τους για να κρύβουν τη βρομιά κάτω από τα ακροδάχτυλά τους. Λένε πως τα μωράκια τους είναι ζαβλακωμένα από ηρωίνη, γι’ αυτό δεν αντιδρούν τόσες ώρες στο ύπαιθρο και στη βοή της πόλης, καθώς οι μανάδες τους ζητιανεύουν. Λένε πως θα πρέπει να ξεχάσουν τα ρομανί, να μάθουν τα ελληνικά, τα τούρκικα, τα ισπανικά, μια γλώσσα που ’χει κράτος κραταιό πίσω της, να μάθουν τους τρόπους της χώρας όπου ζουν, που τους ανέχεται, να ενταχθούν. Να ενταχθούν θα πει να
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 22
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
ξεχάσουν από πού προέρχονται. Λένε πως αυτοί γελούν πολύ δυνατά, χορεύουν πολύ ζωηρά, σειέται σκανδαλωδώς φιλήδονα της γύφτισσας η μέση στα τσιφτετέλια, πηδιούνται σαν τα κουνέλια, γεννοβολάνε ανεξέλεγκτα. Λένε πως παντρολογιούνται ανήλικοι ακόμα, πως τάζουν τα παιδιά τους η μία στην άλλη φαμίλια από βρέφη. Λένε πως τα τσιγγανάκια καπνίζουν, κλέβουν, εξαπατούν, διαπράττουν κάθε λογής ατιμίες. Ένα μεγάλο μελαμψό πρόσωπο με τεράστιους κρίκους στα αυτιά, χρυσό δόντι, μαντήλα στα μαλλιά, σαρκώδη χείλη, βγάζει τη γλώσσα στον λευκό, καθαρό, νοικοκυρεμένο, ήσυχο κόσμο. Δε χωράμε όλοι, περισσεύουμε. Κι όλα έχουν μετρηθεί, όλα έχουν εξηγηθεί, όλοι είναι δυνάμει ένοχοι, για όλους έχουν επινοηθεί τιμωρίες, κάθε είδους, για όλους όσοι περισσεύουν χάσκει μια μαύρη τρύπα έτοιμη να τους καταπιεί. Όλα όσα περισσεύουν, όσα ενοχλούν μπορούμε να τα αφανίσουμε έτσι ανάλαφρα, σαν ένα μπογιάντισμα σε λερωμένο τοίχο. Κι είναι πολλά, όλο και πιο πολλά. Δε διατίθεται πια τέμπερα γι’ αυτή την απόκληρη την τσιγγάνα στο κατώφλι του κτηρίου. Έπαψε να εμπνέει η μητρότητα και η φτώχια, σκεφτόταν. Ούτε η τσιγγάνα με το τσιγάρο στο στόμα του Εντουάρ Μανέ, ούτε η άλλη με το μαντολίνο του Ζαν Μπατίστ Καμίλ Κορό, ούτε τα καραβάνια των γύφτων του Βαν Γκογκ, ούτε βέβαια μια κατσιβέλα με το βρέφος του Μοντιλιάνι. Αλλά δεν παύει να είναι μητέρα κάποιου ανθρώπου. Οι πολλαπλοί αντικατοπτρισμοί της μητέρας. Περπατούσε θυμωμένη κατά τον υπόγειο σταθμό του τρένου παρέα με τις εξαγριωμένες σκέψεις της. Ο Αμούρ, την ίδια ώρα στη βιβλιοθήκη, διάβαζε:
SOULTATOU ANKOR sel_Final_Layout 1 21/10/2015 10:36 ΠΠ Page 23
ΑΝΚΟΡ
«Σήμερα –ήδη σε κακή διάθεση–, μια στιγμή, προς το τέλος του απογεύματος, τρομερής θλίψης. Μια πολύ ωραία άρια μπάσου από τον Χαίντελ (Σεμέλη, 3η πράξη) με κάνει να κλαίω. Σκέφτομαι τα λόγια της μαμάς. (“Ρολάν μου, Ρολάν μου!”)».2 Το διάβαζε με την αφοσίωση που διαβάζει κανείς αληθινή ποίηση. Θυμήθηκε ξαφνικά τον χτεσινό εφιάλτη του. Κάποιοι γονείς αναχωρούσαν από το μαιευτήριο κουβαλώντας το νεογέννητο σε μια χαρτόκουτα, σαν γατί που πάει για πέταμα στον κάδο απορριμμάτων.