Τζεφ Βάντερμιερ - Αφανισμός

Page 1

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 5

ΤΖΕΦ ΒΑΝΤΕΡΜΙΕΡ

Η ΤΡ ΙΛ ΟΓ ΙΑ Τ ΗΣ Ν ΟΤΙ ΑΣ Ζ ΩΝΗΣ ~ 1

ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 26/11/2015 7:08 ΜΜ Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων.

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Jeff VanderMeer, Annihilation

Copyright by VanderMeer Creative, Inc., 2014. All rights Reserved First published 1992 by Rowohlt Verlag © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑφΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN Set 978-960-03-5982-4 ISBN t1 978-960-03-5981-7


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Μύηση [ 11 ]

Ενσωμάτωση [ 45 ]

Θυσία [ 95 ]

Βύθιση [ 128 ]

Διάλυση [ 162 ]


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 8


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 9

Για την Αν


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 10


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 11

³#01 ΜΥΗΣΗ

Οένα μέρος πριν ακριβώς από εκεί που παύει σταδιακά το βρισκόταν αναπάντεχα εκεί, βυθισμένος στη γη σ’

δάσος με τα μαυρόπευκα κι αρχίζει πρώτα το έλος κι έπειτα οι καλαμιές του βαλτότοπου και δέντρα σκεβρά από τον άνεμο. Πέρα από το βαλτότοπο και τα φυσικά κανάλια είναι ο ωκεανός, ενώ λίγο παρακεί στην ακτή υψώνεται ένας έρημος φάρος. Όλη τούτη η γωνιά της χώρας είχε εγκαταλειφθεί πριν από δεκαετίες, για λόγους που δεν είναι εύκολο να ειπωθούν. Η αποστολή μας ήταν η πρώτη που έμπαινε στην Περιοχή Χ εδώ και πάνω από δύο χρόνια, μεγάλο μέρος από τον εξοπλισμό των προκατόχων μας είχε σκουριάσει, κι από τις σκηνές και τα παραπήγματά τους απόμεναν μονάχα άχρηστα κελύφη. Καθώς ατενίζαμε το γαλήνιο τοπίο μπρος μας, δεν πιστεύω ότι κάποια από εμάς μπορούσε ακόμη να δει την απειλή. Ήμασταν τέσσερις: μια βιολόγος, μια ανθρωπολόγος, μια χωρομέτρης και μια ψυχολόγος. Εγώ ήμουν η βιολόγος. Τούτη τη φορά ήμασταν γυναίκες όλες, με την επιλογή μας να ’ναι αποτέλεσμα των περίπλοκων μεταβλητών που διέπουν αυτές τις αποστολές. Η ψυχολόγος, σ’ ηλικία η μεγαλύτερη ανάμεσά μας, είχε αναλάβει χρέη αρχηγού της αποστολής. Μας είχε υπνωτίσει όλες για να διασχίσουμε το σύνορο, ώστε να είναι σίγουρη πως θα παραμέναμε ήρεμες. Χρειαστήκαμε πέντε μέρες σκληρής πορείας για να φτάσουμε από το σύνορο στην ακτή. Η αποστολή μας ήταν απλή: προχωρώντας αργά από τον καταυλισμό βάσης, να συνεχίσουμε την έρευνα των μυστηρίων

11

πύργος


12

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 12

στην Περιοχή Χ που διεξήγε η κυβέρνηση· και μπορεί να διαρκούσε μέρες, μήνες, ή και χρόνια ακόμα, ανάλογα με τα λογής λογής εναύσματα και τις συνθήκες. Είχαμε μαζί μας εφόδια για τέσσερις μήνες, και προμήθειες γι’ άλλα δύο χρόνια ήταν ήδη αποθηκευμένες στον καταυλισμό. Επίσης, μας είχαν διαβεβαιώσει πως, αν χρειαζόταν, ήταν ασφαλές να ζήσουμε μ’ ό,τι τροφή πρόσφερε ο τόπος. Όλα τα φαγώσιμά μας ήταν καπνιστά ή κονσερβαρισμένα ή σε πακέτα. Ο πιο ασυνήθιστος εξοπλισμός που μας είχε χορηγηθεί ήταν μια συσκευή μέτρησης κρεμασμένη από ένα λουρί στη ζώνη μας: ένα μικρό ορθογώνιο κουτί από μαύρο μέταλλο, με μια οπή καλυμμένη με γυαλί στο κέντρο του. Αν η οπή έλαμπε κόκκινη, είχαμε τριάντα λεπτά περιθώριο για να καταφύγουμε σε «ασφαλές μέρος». Δε μας είπαν τι πράγμα μετρούσε η συσκευή ή γιατί θα ’πρεπε να φοβηθούμε έτσι κι έλαμπε κόκκινη. Μετά τις πρώτες λίγες ώρες, την είχα τόσο συνηθίσει, ώστε δεν την κοίταξα ξανά. Μας είχαν απαγορέψει να ’χουμε ρολόγια και πυξίδες. Όταν φτάσαμε στον καταυλισμό, αρχίσαμε να αντικαθιστούμε τον αχρηστεμένο ή κατεστραμμένο εξοπλισμό μ’ ό,τι είχαμε φέρει και να στήνουμε τις δικές μας σκηνές. Θα ξαναχτίζαμε αργότερα τα παραπήγματα, με το που θα σιγουρευόμασταν πως η Περιοχή Χ δεν είχε κάποια επενέργεια πάνω μας. Τα μέλη της τελευταίας αποστολής είχαν τελικά περιπλανηθεί μακριά από τον καταυλισμό, ένα ένα. Κάποια στιγμή επέστρεψαν στις οικογένειές τους· έτσι, για ν’ ακριβολογήσουμε, δεν εξαφανίστηκαν, αλλά απλώς χάθηκαν από την Περιοχή Χ και, άγνωστο πώς, επανεμφανίστηκαν στον κόσμο πέρα απ’ το σύνορο. Δεν μπορούσαν να εξιστορήσουν τις λεπτομέρειες εκείνου του ταξιδιού. Τούτη η μετάβαση είχε λάβει χώρα μέσα σε διάστημα δεκαοχτώ μηνών – ήταν κάτι πρωτόγνωρο, που δεν είχε συμβεί σ’ άλλες αποστολές. Όμως άλλα φαινόμενα μπορούσαν εξίσου να καταλήξουν σε «πρόωρη διάλυση μιας αποστολής» –για να χρησιμοποιήσω ακριβώς τα λόγια των ανωτέ-


ρων μας–, κι έτσι έπρεπε να ελέγξουμε πόσο ανθεκτικές ήμασταν απέναντι σ’ αυτό τον τόπο. Επίσης, έπρεπε να εγκλιματιστούμε στο περιβάλλον. Στο δάσος κοντά στον καταυλισμό, μπορούσες να συναντήσεις μαύρες αρκούδες ή κογιότ, ή ν’ ακούσεις ένα ξαφνικό κρώξιμο, να δεις ένα νυχτοκόρακα να πετιέται ξαφνιασμένος από ’ναν κλώνο και, απρόσεχτος για μια στιγμή, να πατήσεις πάνω σ’ ένα ιοβόλο φίδι. Υπήρχαν τουλάχιστον έξι ποικιλίες από δαύτα. Βάλτοι και ρυάκια έκρυβαν τεράστια υδρόβια ερπετά, κι έτσι προσέχαμε να συλλέγουμε δείγματα νερού από τα ρηχά δίπλα στην όχθη. Και, μολαταύτα, τούτες οι όψεις του οικοσυστήματος δεν ανησυχούσαν αληθινά καμιά μας. Άλλα στοιχεία, ωστόσο, μπορούσαν να μας αναστατώσουν. Αλλοτινές πόλεις είχαν υπάρξει εδώ, και συναντούσαμε απόκοσμα σημάδια ανθρώπινης κατοίκησης: σαπισμένες καλύβες με βουλιαγμένες στέγες που ’χαν πάρει κόκκινη απόχρωση, σκουριασμένες ακτίνες από τροχούς άμαξας μισοθαμμένες στο χώμα, και δυσδιάκριτα περιγράμματα μαντριών, που τώρα απλώς στόλιζαν το στρωμένο με πευκοβελόνες αργιλώδες έδαφος. Πολύ χειρότερο, βέβαια, ήταν ένα σιγανό μα επιβλητικό βογκητό το σούρουπο. Ο αγέρας από τη θάλασσα και η παράξενη ηρεμία στην ενδοχώρα άμβλυναν την ικανότητά μας να υπολογίζουμε την κατεύθυνση· έτσι, εκείνος ο ήχος έμοιαζε να διαχέεται μες στο μαύρο νερό που μούλιαζε τα κυπαρίσσια. Αν ατένιζες μέσ’ από εκείνες τις περιοχές προς τον ωκεανό, το μόνο που ’βλεπες ήταν το μαύρο νερό, γκρίζους κορμούς κυπαρισσιών και βρύα όμοια μ’ αδιάκοπη, ασάλευτη βροχή. Το μόνο που άκουγες ήταν το σιγανό βογκητό. Η επίδρασή του δεν μπορεί να γίνει κατανοητή άμα δεν έχεις βρεθεί εκεί. Μήτε η ομορφιά του μπορεί να νοηθεί, και, όταν αντικρίζεις την ομορφιά μέσα στην ερημιά, κάτι αλλάζει εντός σου. Η ερημιά προσπαθεί να σ’ αποικίσει. Όπως είπα, βρήκαμε τον πύργο σ’ ένα μέρος λίγο πριν από

13

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 13


14

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 14

εκεί που το δάσος πλημμύριζε κι έπειτα γινόταν αρμυρό τέναγος. Τούτο συνέβη την τέταρτη μέρα αφού φτάσαμε στον καταυλισμό, όταν πλέον είχαμε σχεδόν προσανατολιστεί. Δεν περιμέναμε να βρούμε τίποτα εκεί, σύμφωνα είτε με τους χάρτες που ’χαμε φέρει μαζί μας, είτε με τα κηλιδωμένα από νερό και σκονισμένα απ’ τα πεύκα χαρτιά που οι προκάτοχοί μας είχαν αφήσει πίσω. Ωστόσο να τος, περιτριγυρισμένος από μια παρυφή από τραχύ ψηλό γρασίδι και κρυμμένος πίσω από πεσμένα βρύα, αριστερά απ’ το μονοπάτι: ένα κυκλικό κτίσμα από γκριζωπή πέτρα σαν τσιμέντο ανάκατο με κονιορτοποιημένα κοχύλια. Είχε διάμετρο κάπου είκοσι μέτρα και ύψος περίπου είκοσι εκατοστά πάνω από τη γη. Δεν υπήρχε τίποτα χαραγμένο ή γραμμένο στην επιφάνειά του που να μπορούσε μ’ οποιονδήποτε τρόπο να φανερώσει το σκοπό του ή την ταυτότητα των κατασκευαστών του. Αρχινώντας απ’ το Βορρά, ένα ορθογώνιο άνοιγμα στην επιφάνεια του κτίσματος αποκάλυπτε σκαλιά που στριφογυριστά κατέβαιναν στο σκοτάδι. Την είσοδο έκρυβαν ιστοί από αράχνες «φόνισσες» και υλικά παρασυρμένα από καταιγίδες, όμως ένα κρύο ρεύμα ερχόταν από κάτω. Στην αρχή έδωσε μονάχα σε μένα την εντύπωση ενός πύργου. Δεν ξέρω γιατί η λέξη πύργος μου ’ρθε στο νου, μιας και βυθιζόταν μες στη γη. Θα μπορούσα κάλλιστα να τον είχα θεωρήσει αμπρί ή άλλο υπόγειο κτίσμα. Με το που αντίκρισα τη σκάλα, όμως, θυμήθηκα το φάρο στην ακτή και ξάφνου είδα εκείνους της τελευταίας αποστολής να περιπλανιούνται μακριά, ένας ένας, και κάποια στιγμή έπειτα το έδαφος να μετατοπίζεται με τρόπο ομοιόμορφο και προσχεδιασμένο, αφήνοντας το φάρο να υψώνεται εκεί που βρισκόταν ανέκαθεν, μα αποθέτοντας στην ενδοχώρα τούτο το υπόγειο τμήμα του. Το είδα αυτό μ’ άπειρη λεπτομέρεια και πολυπλοκότητα, καθώς στεκόμασταν όλες κει πέρα· και, τώρα που το συλλογιέμαι ξανά, το θεωρώ ως την πρώτη παράλογη σκέψη που έκανα με το που φτάσαμε στον προορισμό μας.


«Είναι αδύνατον», είπε η χωρομέτρης κοιτώντας τους χάρτες. Η φιγούρα της, καμωμένη από ψυχρό σκοτάδι στις συμπαγείς σκιές αργά το απομεσήμερο, έκανε τα λόγια της να ηχούν πιο επιτακτικά απ’ ό,τι θα ηχούσαν αλλιώς. Ο ήλιος έδειχνε πως σύντομα θα χανόταν, κι έτσι, για να ερευνήσουμε το αδύνατο, θα ’πρεπε να χρησιμοποιήσουμε τους φακούς μας, αν και μετά χαράς θα το έκανα στο σκοτάδι. «Και εντούτοις να τος», είπα. «Εκτός κι αν έχουμε μια ομαδική παραίσθηση». «Το αρχιτεκτονικό μοντέλο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί», είπε η ανθρωπολόγος. «Τα υλικά είναι ασαφή, φανερώνουν ντόπια προέλευση μα όχι απαραίτητα και ντόπια κατασκευή. Αν δεν μπούμε μέσα, δε θα μάθουμε αν είναι παλαιικό ή σύγχρονο, ή κάτι ενδιάμεσο. Ούτε είμαι σίγουρη αν θα ’θελα να μαντέψω πόσο παλιό είναι». Δεν είχαμε κανέναν τρόπο να ενημερώσουμε τους ανωτέρους μας για τούτη την ανακάλυψη. Ένας κανόνας για μια αποστολή στην Περιοχή Χ ήταν να μην έχει επικοινωνία με τον έξω κόσμο, γιατί υπήρχε ο φόβος μιας αμετάκλητης μόλυνσης. Επίσης, είχαμε πάρει μαζί μας ελάχιστα πράγματα προηγμένης τεχνολογίας σαν αυτήν που υπάρχει στην πατρίδα μας. Δεν είχαμε κινητά ή δορυφορικά τηλέφωνα, υπολογιστές, ψηφιακές κάμερες ή περίπλοκα όργανα μέτρησης, εκτός από εκείνα τα παράξενα μαύρα κουτιά που κρέμονταν στις ζώνες μας. Οι φωτογραφικές μας μηχανές απαιτούσαν έναν αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο. Η απουσία κινητών τηλεφώνων, ιδιαίτερα, έκανε τον αληθινό κόσμο να δείχνει στις άλλες πολύ μακρινός, μα εγώ ανέκαθεν προτιμούσα να ζω δίχως αυτά. Για όπλα, είχαμε μαχαίρια, ένα κλειδωμένο κουτί με απαρχαιωμένα πιστόλια, κι ένα τουφέκι – τούτο το τελευταίο ως απρόθυμο συμβιβασμό με τα τωρινά κριτήρια ασφαλείας. Αυτό που περίμεναν απλώς από εμάς ήταν καταγραφές σαν τις δικές μου εδώ πέρα, σ’ ένα ημερολόγιο σαν τούτο δω:

15

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 15


16

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 16

ελαφρύ μα σχεδόν άφθαρτο, μ’ αδιάβροχο χαρτί, εύκαμπτο ασπρόμαυρο εξώφυλλο και μπλε οριζόντιες γραμμές για το γράψιμο και μία κόκκινη κάθετη αριστερά, που όριζε το περιθώριο. Τούτα τα ημερολόγια είτε θα επέστρεφαν μαζί μας είτε θα τα έβρισκε η επόμενη αποστολή. Είχαμε προειδοποιηθεί να καταγράφουμε όσο πιο πολλά στοιχεία γινόταν, ώστε οποιοσδήποτε αγνοούσε την Περιοχή Χ να μπορεί να κατανοήσει τις περιγραφές μας. Επίσης διαταχθήκαμε να μη μοιραζόμαστε με τ’ άλλα μέλη της αποστολής τις καταχωρίσεις στο ημερολόγιό μας. Οι ανώτεροί μας πίστευαν πως, αν το μοίρασμα πληροφοριών ήταν πολύ, μπορεί αυτό ν’ αλλοίωνε τις παρατηρήσεις μας. Όμως ήξερα εκ πείρας πόσο μάταιη ήταν αυτή η επιδίωξη, η προσπάθεια να ξεριζωθούν οι προκαταλήψεις. Τίποτα που ζούσε κι ανέπνεε δεν ήταν αληθινά αντικειμενικό – ακόμα και σ’ ένα κενό, ακόμα κι αν το μυαλό κατεχόταν μονάχα από μια αυτοθυσιαστική λαχτάρα για την αλήθεια. «Αυτή η ανακάλυψη μ’ έχει συνεπάρει», πετάχτηκε η ψυχολόγος προτού συζητήσουμε άλλο για τον πύργο. «Εσάς;» Δε μας είχε ξανακάνει τούτη την ερώτηση. Κατά την εκπαίδευση, είχε την τάση να μας κάνει πιο πολύ ερωτήσεις τού τύπου: «Πόσο ήρεμη πιστεύεις πως θα ήσουν σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης;» Τότε είχα νιώσει πως ήταν μια κακή ηθοποιός που υποδυόταν ένα ρόλο. Τώρα αυτό ήταν ακόμα πιο φανερό, σάμπως το να είναι η αρχηγός μας την έκανε για κάποιο λόγο να ’ναι νευρική. «Είναι σίγουρα συναρπαστικό... και απρόσμενο», είπα, προσπαθώντας να μην την κοροϊδέψω – και αποτυχαίνοντας λιγάκι. Έπιασα ξαφνιασμένη τον εαυτό μου να νιώθει όλο και μεγαλύτερη ανησυχία, κυρίως επειδή στη φαντασία μου, στα όνειρά μου, τούτη η ανακάλυψη θα ήταν ανάμεσα στις πιο πεζές. Στο νου μου, προτού διασχίσουμε το σύνορο, είχα δει τόσα πράγματα: απέραντες πόλεις, παράξενα ζώα, και μια φορά, ό-


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 17

ταν ήμουν άρρωστη, ένα πελώριο τέρας που υψωνόταν από τα κύματα για να χιμήξει καταπάνω στον καταυλισμό μας. Στο μεταξύ η χωρομέτρης απλώς ανασήκωσε τους ώμους κι αρνήθηκε ν’ απαντήσει στην ερώτηση της ψυχολόγου. Η ανθρωπολόγος ένευσε σαν να συμφωνούσε μαζί μου. Η είσοδος του πύργου, που οδηγούσε στα βάθη, απέπνεε μια αίσθηση παρουσίας, ήταν μια άγραφη επιφάνεια, θαρρείς, που μας άφηνε να γράψουμε απάνω της ένα πλήθος πραγμάτων – και τούτη η παρουσία εκδηλωνόταν σαν χαμηλός πυρετός που μας τυραννούσε και τις τέσσερις. Θα σας έλεγα τα ονόματα των τριών άλλων, αν είχε σημασία, αλλά μονάχα η χωρομέτρης έμελλε ν’ αντέξει μετά την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα. Συν τοις άλλοις, διαρκώς και μ’ επιμονή μάς απέτρεπαν από το να χρησιμοποιούμε ονόματα. Οφείλαμε να είμαστε εστιασμένες στο σκοπό μας, και «οτιδήποτε προσωπικό έπρεπε ν’ αφεθεί πίσω». Τα ονόματα ανήκαν εκεί απ’ όπου είχαμε έρθει, όχι σ’ αυτές που ήμασταν όσο βρισκόμασταν στην Περιοχή Χ.

Αρχικά η αποστολή μας αριθμούσε πέντε μέλη και περιλάμβανε μια γλωσσολόγο. Για να φτάσουμε στο σύνορο, έπρεπε η καθεμία να μπει σ’ ένα χωριστό φωτεινό λευκό δωμάτιο με μια πόρτα στο πέρα άκρο και με μία μοναδική μεταλλική καρέκλα στη γωνία. Η καρέκλα είχε τρύπες στα πλαϊνά, απ’ όπου περνούσαν λουριά, και ό,τι υπαινισσόταν αυτό με θορύβησε, μα τότε πλέον ήμουν αποφασισμένη να φτάσω στην Περιοχή Χ. Οι εγκαταστάσεις όπου στεγάζονταν τούτα τα δωμάτια ήταν υπό τον έλεγχο της Νότιας Ζώνης, της μυστικής κρατικής υπηρεσίας που ασχολιόταν μ’ οτιδήποτε σχετικό με την Περιοχή Χ. Εκεί περιμέναμε ενόσω λαμβάνονταν αναρίθμητες μετρήσεις και μας χτυπούσαν ριπές αέρα, άλλοτε ζεστού κι άλλοτε κρύου, από αεραγωγούς στην οροφή. Κάποια στιγμή η ψυχο-

2 – Αφανισμός

17

`


18

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 18

λόγος επισκέφτηκε την καθεμιά μας, αν και δε θυμάμαι τι ειπώθηκε. Έπειτα, από την αντικρινή πόρτα, βγήκαμε σ’ έναν κεντρικό χώρο συγκέντρωσης με διπλές θύρες στο τέλος ενός μακριού διαδρόμου. Η ψυχολόγος μάς υποδέχτηκε εκεί, όμως η γλωσσολόγος δεν ξαναεμφανίστηκε. «Το μετάνιωσε», μας είπε η ψυχολόγος, δίχως να φανεί στη ματιά της κανένας δισταγμός μπρος στις ερωτήσεις μας. «Αποφάσισε να μείνει πίσω». Αυτό ήταν ένα δυσάρεστο ξάφνιασμα, αλλά ανάκατο μ’ ανακούφιση που ’ταν εκείνη κι όχι άλλη. Από τις ικανότητες όλων μας, της γλωσσολόγου έμοιαζε τότε να είναι η πιο επουσιώδης. Μια στιγμή αργότερα, η ψυχολόγος είπε: «Καθαρίστε τώρα το μυαλό σας». Αυτό σήμαινε πως θα άρχιζε τη διαδικασία του υπνωτισμού μας, ώστε να μπορέσουμε να διασχίσουμε το σύνορο, και έπειτα θα αυτοϋπνωτιζόταν, κατά κάποιον τρόπο, και η ίδια. Μας είχαν εξηγήσει ότι θα χρειαζόταν να πάρουμε προφυλάξεις διασχίζοντας το σύνορο, ειδάλλως μπορεί το μυαλό μας να έπαιζε παραπλανητικά παιχνίδια σε βάρος μας. Προφανώς, οι παραισθήσεις δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Αυτό τουλάχιστον μας είπαν. Πλέον δεν μπορώ να είμαι σίγουρη πως ήταν η αλήθεια. Για λόγους ασφαλείας, δε μας φανέρωσαν την αληθινή φύση του συνόρου· γνωρίζαμε μονάχα πως ήταν αόρατο διά γυμνού οφθαλμού. Έτσι, όταν «ξύπνησα» μαζί με τις άλλες, ήμασταν με πλήρη εξάρτυση, συμπεριλαμβανομένου ενός ζευγαριού βαριές μπότες πεζοπορίας, ενός σακιδίου με βάρος δεκαοχτώ κιλά και λογής λογής προμηθειών που κρέμονταν από τη ζώνη μας. Και οι τρεις ταλαντευτήκαμε, και η ανθρωπολόγος έπεσε στο ένα γόνατο, ενώ η ψυχολόγος μάς περίμενε υπομονετικά να συνέλθουμε. «Συγγνώμη», είπε. «Αυτός ο τρόπος εισόδου ήταν ο λιγότερο αιφνιδιαστικός που μπορούσα να πετύχω». Η χωρομέτρης βλαστήμησε και την αγριοκοίταξε. Είχε ευέξαπτο χαρακτήρα, που πρέπει να ’χε θεωρηθεί προσόν. Η αν-


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 19

`

19

θρωπολόγος σηκώθηκε αγόγγυστα, όπως πάντα. Και εγώ, όπως πάντοτε, παραήμουν απασχολημένη να παρατηρώ, για να θιχτώ με τούτο το απότομο ξύπνημα. Για παράδειγμα, πρόσεξα τη σκληράδα στο σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη της ψυχολόγου καθώς μας παρακολουθούσε να παλεύουμε να προσαρμοστούμε, με την ανθρωπολόγο ακόμη να παραπαίει και ν’ απολογείται από πάνω γι’ αυτό. Αργότερα συνειδητοποίησα πως ίσως είχα παρερμηνεύσει την έκφρασή της, που μπορεί τελικά να φανέρωνε πόνο ή αυτολύπηση. Βρισκόμασταν σ’ ένα χωμάτινο μονοπάτι με βότσαλα, ξερά φύλλα και πευκοβελόνες υγρές στ’ άγγιγμα. Άφτερες σφήκες, που τις λένε «βελούδινα μυρμήγκια», και σμαραγδένια σκαθάρια σέρνονταν απάνω τους. Τα ψηλά πεύκα, με τη λεπιδωτή τους φλούδα, υψώνονταν απ’ τις δυο μεριές, και σκιές πετούμενων πουλιών σχεδίαζαν γραμμές ανάμεσά τους. Ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, που τα πνευμόνια μας βρέθηκαν απροετοίμαστα, και για λίγα δευτερόλεπτα, από το ξάφνιασμα, παλεύαμε για να πάρουμε ανάσα. Έπειτα, αφού σημαδέψαμε τη θέση μας δένοντας ένα κόκκινο ύφασμα σ’ ένα δέντρο, αρχίσαμε να προχωράμε στ’ άγνωστο. Αν η ψυχολόγος για κάποιο λόγο αχρηστευόταν και δεν μπορούσε να μας περάσει πίσω στο τέλος της αποστολής μας, είχαμε διαταχθεί να επιστρέψουμε και να περιμένουμε την «εξαγωγή». Κανένας δε μας εξήγησε ποτέ τι μορφή θα είχε αυτή, όμως αφηνόταν να εννοηθεί ότι οι ανώτεροί μας μπορούσαν να παρακολουθούν από μακριά το σημείο της «εξαγωγής», κι ας βρισκόταν μέσ’ απ’ το σύνορο. Μας είχαν πει να μην κοιτάξουμε πίσω με το που θα φτάναμε, όμως εγώ έριξα μια ματιά, όταν η ψυχολόγος είχε την προσοχή της στραμμένη αλλού. Δεν ξέρω τι ακριβώς είδα. Ήταν ασαφές, συγκεχυμένο, και ήδη πολύ πίσω μας – ίσως μια πύλη, πιθανώς μια οφθαλμαπάτη. Απλώς μια ξαφνική εντύπωση ενός αναδεμένου όγκου φωτός που έσβησε γοργά.


20

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 20

Οι λόγοι που προσφέρθηκα εθελοντικά να συμμετάσχω ήταν ολότελα ξέχωροι από τα προσόντα μου για την αποστολή. Πιστεύω πως κρίθηκα κατάλληλη επειδή ειδικευόμουν στα μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα, κι ο συγκεκριμένος τόπος είχε μεταβληθεί πολλές φορές, πράγμα που σήμαινε ότι φιλοξενούσε ένα πολύπλοκο σύνολο οικοσυστημάτων. Σε λίγα μέρη μπορούσε κανείς να βρει ακόμη ενδιαιτήματα όπου, μέσα σ’ όλα κι όλα έξι με εφτά μίλια, βαδίζοντας πέρναγε από το δάσος στο έλος κι από κει στο αρμυρό τέναγος και στην ακτή. Στην Περιοχή Χ, μου είχαν πει, θα έβρισκα θαλάσσια ζωή που ’χε προσαρμοστεί στο υφάλμυρο νερό και που στη φυρονεριά κολυμπούσε προς τ’ ανάντη των φυσικών καναλιών, των σχηματισμένων από τις καλαμιές, και μοιραζόταν το ίδιο περιβάλλον με τις ενυδρίδες και τα ελάφια. Αν βάδιζες κατά μήκος της ακτής, που ήταν γεμάτη τρύπες καβουριών «βιολιστών», μερικές φορές θα αντίκριζες ένα από τα γιγάντια ερπετά του γλυκού νερού, γιατί κι αυτά είχαν προσαρμοστεί σε τούτο το ενδιαίτημα. Καταλάβαινα γιατί κανένας δε ζούσε τώρα στην Περιοχή Χ, ότι ήταν παρθένα γι’ αυτόν το λόγο, κάτι που όμως ολοένα λησμονούσα. Είχα αποφασίσει να προσποιηθώ πως ήταν ένα απλό προστατευόμενο καταφύγιο άγριας ζωής και πως εμείς ήμασταν πεζοπόροι που παρεμπιπτόντως ήταν κι επιστήμονες. Αυτό είχε νόημα σ’ ένα άλλο επίπεδο: Δε γνωρίζαμε τι είχε συμβεί εδώ, τι συνέβαινε ακόμη, και οποιεσδήποτε προκατασκευασμένες θεωρίες θα με επηρέαζαν στην ανάλυση των στοιχείων καθώς θα τα συναντούσαμε. Συν τοις άλλοις, από τη μεριά μου δεν είχε σημασία τι ψέματα θα ’λεγα στον εαυτό μου, επειδή η ζωή μου πίσω στον κόσμο είχε γίνει τουλάχιστον τόσο άδεια όσο η Περιοχή Χ. Δίχως να μου απομένει τίποτα για να πιαστώ, είχα ανάγκη να βρίσκομαι εδώ. Όσο για τις άλλες, δεν ξέρω τι έλεγαν μέσα τους, μήτε και ήθελα να μάθω, όμως πιστεύω πως όλες τουλάχιστον παρίσταναν ότι ως ένα ση-


μείο ήταν περίεργες. Η περιέργεια μπορούσε να είναι πολύ αποτελεσματική στο να σου αποσπά την προσοχή. Εκείνο το βράδυ κουβεντιάσαμε για τον πύργο, αν και οι άλλες επέμεναν να τον αποκαλούν «σήραγγα». Η ευθύνη για την προώθηση της έρευνάς μας έπεφτε στην καθεμιά ξέχωρα, με την εξουσία της ψυχολόγου να διαγράφει έναν πλατύτερο κύκλο γύρω από τούτες τις αποφάσεις. Ένα μέρος της τωρινής λογικής πίσω από τις αποστολές έγκειτο στο να δίνεται σε κάθε μέλος κάποια αυτονομία ώστε ν’ αποφασίζει, πράγμα που βοηθούσε στο να αυξάνονται «οι πιθανότητες για σημαντική παράλλαξη». Αυτό το αόριστο πρωτόκολλο ενυπήρχε στην ιδέα των διαφορετικών δεξιοτήτων μας. Για παράδειγμα, αν και είχαμε λάβει όλες εκπαίδευση στα βασικά όπλα και την επιβίωση, η χωρομέτρης είχε πολύ μεγαλύτερη ιατρική πείρα, καθώς και εμπειρία στα πυροβόλα όπλα, απ’ ό,τι εμείς οι υπόλοιπες. Η ανθρωπολόγος κάποτε ήταν αρχιτέκτονας· για την ακρίβεια, είχε πριν από πολλά χρόνια γλιτώσει από μια φωτιά σ’ ένα κτίριο σχεδιασμένο από την ίδια – το μόνο αληθινά προσωπικό πράγμα που είχα ανακαλύψει γι’ αυτήν. Όσο για την ψυχολόγο, γνωρίζαμε τα λιγότερα γι’ αυτήν, αν και νομίζω πως όλες πιστεύαμε ότι είχε διοικητική κατάρτιση και πείρα. Η κουβέντα για τον πύργο ήταν κατά κάποιον τρόπο η πρώτη μας ευκαιρία να δοκιμάσουμε τα όριά μας στη διαφωνία και στο συμβιβασμό. «Δε νομίζω πως θα ’πρεπε να εστιάσουμε την προσοχή μας στη σήραγγα», είπε η ανθρωπολόγος. «Θα ’πρεπε πρώτα να εξερευνήσουμε παραπέρα και να γυρίσουμε μ’ ό,τι στοιχεία συλλέξουμε από τις άλλες έρευνές μας, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές το φάρο». Πόσο προβλέψιμο –και εντούτοις, ίσως, προνοητικό– το να προσπαθήσει η ανθρωπολόγος να αντικαταστήσει τούτη την επιλογή με μια πιο ασφαλή και βολική. Αν και η ιδέα της χαρ-

21

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 21


22

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 22

τογράφησης εμένα μου φαινόταν τυπική, αδιάφορη, ως και βαρετή, δεν μπορούσα να αρνηθώ το γεγονός πως ο πύργος βρισκόταν εκεί πέρα, δίχως να υπάρχει καμία ένδειξή του σε κανένα χάρτη. Τότε μίλησε η χωρομέτρης: «Σ’ αυτή την περίπτωση, νιώθω πως θα ’πρεπε ν’ αποκλείσουμε πρώτα το ενδεχόμενο να είναι ο πύργος κάτι παρείσακτο ή απειλητικό, προτού εξερευνήσουμε πιο πέρα. Ειδάλλως, αν προχωρήσουμε, θα είναι σαν εχθρός στα νώτα μας». Ήταν μαζί μας ερχόμενη απ’ το στρατό, και ήδη μπορούσα να δω την αξία αυτής της εμπειρίας. Πίστευα πως η χωρομέτρης θα ήταν πάντα υπέρ της ιδέας της περαιτέρω εξερεύνησης, κι έτσι τούτη η γνώμη είχε βαρύτητα. «Ανυπομονώ να εξερευνήσω τα ενδιαιτήματα εδώ», είπα. «Αλλά, υπό μία έννοια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη, η “σήραγγα”... ή ο πύργος... δείχνει σημαντικός. Είτε πρόκειται για ηθελημένη παράλειψη από τους χάρτες μας, και ως εκ τούτου είναι γνωστός... είτε είναι κάτι νέο, που δεν υπήρχε εδώ όταν έφτασε η τελευταία αποστολή». Η χωρομέτρης μού έριξε μια ευχαριστήρια ματιά για την υποστήριξη, αλλά εγώ δεν είχα πάρει τούτη τη θέση για να τη βοηθήσω – σε καμία περίπτωση. Στην ιδέα ενός πύργου που βυθιζόταν κάθετα στη γη υπήρχε συνάμα μια αίσθηση ιλίγγου και η σαγήνη που ασκούσε ένα τέτοιο οικοδόμημα. Δεν μπορούσα να πω ποιο από τα δύο λαχταρούσα και ποιο φοβόμουν, και δεν έλεγε να φύγει απ’ το μυαλό μου η εικόνα, από τη μια, του εσωτερικού ενός κελύφους ναυτίλου και άλλα μοτίβα που απαντώνται στη φύση, και, από την άλλη, εκείνη ενός ξαφνικού πηδήματος από το χείλος ενός γκρεμού στ’ άγνωστο. Η ψυχολόγος ένευσε –φάνηκε να συλλογιέται αυτές τις απόψεις– και ρώτησε: «Νιώθει καμία ως και μια αμυδρή επιθυμία να φύγει;» Ήταν μια εύλογη ερώτηση, μα ενοχλητική παρ’ όλα αυτά. Και οι τρεις κουνήσαμε αρνητικά το κεφάλι.


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 23

`

23

«Εσύ;» ρώτησε η χωρομέτρης την ψυχολόγο. «Τι πιστεύεις;» Η ψυχολόγος χαμογέλασε, κάτι που φάνηκε παράξενο. Όμως θα πρέπει να ’ξερε πως οποιαδήποτε από εμάς μπορεί να είχε το καθήκον να παρατηρεί τις δικές της αντιδράσεις στα ερεθίσματα. Ίσως η ιδέα πως μπορεί να είχε επιλεγεί μια χωρομέτρης, ειδική στην επιφάνεια των πραγμάτων, αντί για μια βιολόγο ή μια ανθρωπολόγο να τη διασκέδαζε. «Πρέπει να ομολογήσω ότι νιώθω πολλή ανησυχία τούτη τη στιγμή. Αλλά δεν είμαι βέβαιη αν αυτό συμβαίνει εξαιτίας του συνολικού περιβάλλοντος ή αν φταίει η σήραγγα. Προσωπικά, θα ήθελα να μην έχω την έγνοια της σήραγγας, να ξεμπερδεύω με δαύτη». Του πύργου. «Τρεις προς μία λοιπόν», είπε η ανθρωπολόγος, ολοφάνερα ανακουφισμένη που η απόφαση είχε παρθεί για λογαριασμό της. Η χωρομέτρης απλώς ανασήκωσε τους ώμους. Ίσως να έκανα λάθος σχετικά με την περιέργεια. Η χωρομέτρης έδειχνε να μην είναι περίεργη για τίποτα. «Πλήττεις;» ρώτησα. «Θέλω να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα», είπε προς την ομάδα, θαρρείς και την είχα ρωτήσει για λογαριασμό όλων μας. Βρισκόμασταν στην κοινόχρηστη σκηνή για τη συζήτησή μας. Είχε σκοτεινιάσει τότε πλέον, και σύντομα ήχησε εκείνο το παράξενο θρηνητικό κάλεσμα μες στη νύχτα, που ξέραμε πως η αιτία του πρέπει να ’ταν φυσική, αλλά που δεν έπαυε να μας προκαλεί ρίγη. Θαρρείς και τούτο ήταν το σύνθημα για να διαλυθούμε, γύρισε η καθεμιά στο κατάλυμά της για να μείνει μονάχη, συντροφιά με τις σκέψεις της. Έμεινα για λίγο ξύπνια στη σκηνή μου, προσπαθώντας ν’ αλλάξω τον πύργο σε σήραγγα, ή ακόμα και σε φρέαρ, αλλά μάταια. Αυτό που ολοένα γυρνούσε στο μυαλό μου ήταν μια ερώτηση: Τι ’ναι κρυμμένο στη βάση του;


24

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 24

Κατά την πορεία μας από το σύνορο μέχρι τον καταυλισμό βάσης κοντά στην ακτή, δεν είχαμε σχεδόν καμία ασυνήθιστη εμπειρία. Τα πουλιά κελαηδούσαν, όπως θα ’πρεπε· τα ελάφια τρέπονταν σε φυγή, με τη λευκή τους ουρά να ’ναι ένα θαυμαστικό μπρος στα πράσινα και τα καφέ χρώματα των θάμνων· τα ρακούν, τριγυρνώντας στραβοκάνικα, μ’ ένα ταλάντεμα του κορμιού, έκαναν τη δουλειά τους κι εμάς μας αγνοούσαν. Σαν ομάδα, νιώθαμε σχεδόν ζάλη, θαρρώ, που ήμασταν ελεύθερες ύστερα από τόσους μήνες περιορισμού, εκπαίδευσης και προετοιμασίας. Όσο βρισκόμασταν σ’ εκείνο το διάδρομο, στον μεταβατικό αυτό χώρο, τίποτα δεν μπορούσε να μας αγγίξει. Δεν ήμασταν μήτε ό,τι είχαμε υπάρξει μήτε ό,τι θα γινόμασταν με το που θα φτάναμε στον προορισμό μας. Την προηγουμένη της άφιξής μας στον καταυλισμό, για λίγο διέλυσε αυτή την ευφορία η εμφάνιση ενός τεράστιου αγριόχοιρου πέρα στο μονοπάτι. Ήταν τόσο μακριά μας, ώστε και με τα κιάλια αρχικά δυσκολευτήκαμε να αναγνωρίσουμε τι ήταν. Ωστόσο, παρά την κακή τους όραση, οι αγριόχοιροι έχουν θαυμαστή όσφρηση, και χίμηξε καταπάνω μας από πάνω από εκατό μέτρα μακριά, κατηφορίζοντας με πάταγο το μονοπάτι προς το μέρος μας... όμως είχαμε, παρ’ όλα αυτά, το χρόνο να σκεφτούμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, είχαμε βγάλει τα μακριά μας μαχαίρια και η χωρομέτρης το τουφέκι της. Οι σφαίρες πιθανώς θα σταματούσαν ένα γουρούνι με βάρος τριακόσια κιλά, ή μπορεί και όχι. Δε νιώθαμε αρκετή σιγουριά ώστε να στρέψουμε την προσοχή μας απ’ το γουρούνι στο κιβώτιο με τα πιστόλια, για να το ξεδέσουμε από τον υπόλοιπο εξοπλισμό μας και ν’ ανοίξουμε την τριπλή κλειδωνιά του. Δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να προετοιμάσει η ψυχολόγος οποιαδήποτε υπνωτική υποβολή έτσι σχεδιασμένη ώστε να διατηρήσουμε τον έλεγχο και τη συγκέντρωσή μας· και, για την ακρίβεια, το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν «Μην το πλησιάσετε! Μην τ’ αφήσετε να σας αγγίξει!» καθώς το γουρούνι


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 25

`

25

συνέχιζε την έφοδό του. Η ανθρωπολόγος κακάριζε, λίγο από νευρικότητα και λίγο μπρος στη γελοιότητα μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης που, παρ’ όλα αυτά, εκτυλισσόταν με τόση βραδύτητα. Μονάχα η χωρομέτρης έδρασε άμεσα, πέφτοντας στο ένα γόνατο για να στοχεύσει καλύτερα. Οι εντολές μας περιλάμβαναν τη χρήσιμη οδηγία «να σκοτώσετε μόνο υπό την απειλή να σκοτωθείτε». Εξακολουθούσα να παρακολουθώ με τα κιάλια, και, καθώς ο αγριόχοιρος ζύγωνε, η όψη του γινόταν όλο και πιο παράξενη. Τα χαρακτηριστικά του ήταν κατά κάποιον τρόπο παραμορφωμένα, λες και το κτήνος πάλευε μ’ ένα τρομερό μαρτύριο μέσα του. Τίποτα στο μουσούδι του ή στο φαρδύ και μακρύ του μούτρο δεν έδειχνε ασυνήθιστο, και εντούτοις είχα την αναπάντεχη αίσθηση μιας παρουσίας στον τρόπο που η ματιά του έμοιαζε στραμμένη προς τα μέσα και το κεφάλι του τραβιόταν σκόπιμα αριστερά, θαρρείς και υπήρχε ένας αόρατος χαλινός. Ηλεκτρισμός σπινθήριζε στα μάτια του, αλλ’ αυτή η εντύπωση δε μου φάνηκε να είναι αληθινή. Απεναντίας, σκέφτηκα ότι έφταιγε το λιγάκι τρεμάμενο, τώρα, χέρι μου που βαστούσε τα κιάλια. Ό,τι τυραννούσε το γουρούνι έκανε σύντομα επίσης να στερέψει η διάθεσή του να επιτεθεί. Έστριψε απότομα αριστερά, μες στα χαμόκλαδα, βγάζοντας έναν ήχο που μπορώ να τον περιγράψω μονάχα ως μεγάλη κραυγή αγωνίας. Όταν πλέον φτάσαμε σ’ εκείνο το σημείο, ο αγριόχοιρος ήταν άφαντος, έχοντας αφήσει πίσω του ένα μονοπάτι από κατατσακισμένη βλάστηση. Για πολλές ώρες έπειτα, στο νου μου κλωθογύριζαν εξηγήσεις για ό,τι είχα δει: παράσιτα κι άλλους ξενιστές, νευρολογικής φύσης. Αναζητούσα ολότελα λογικές βιολογικές θεωρίες. Μετά, ύστερα από κάποια ώρα, η σκέψη του αγριόχοιρου, όπως και κάθε άλλου πράγματος που ’χαμε συναντήσει καθ’ οδόν από το σύνορο, έσβησε, κι εγώ ατένιζα ξανά το μέλλον.


26

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 26

Εκείνο το πρωί, αφότου ανακαλύψαμε τον πύργο, ξυπνήσαμε νωρίς, προγευματίσαμε και σβήσαμε τη φωτιά μας. Είχε μια αναζωογονητική ψύχρα, συνηθισμένη για τούτη την εποχή. Η χωρομέτρης άνοιξε το κασελάκι με τα όπλα και έδωσε από ένα στην καθεμιά. Η ίδια εξακολούθησε να κρατάει το τουφέκι, που είχε το επιπλέον πλεονέκτημα ενός φακού κάτω από την κάννη. Δεν περιμέναμε πως θα χρειαζόταν ν’ ανοίξουμε τόσο νωρίς τούτο το κιβώτιο, και, αν και καμία δε διαμαρτυρήθηκε, αισθάνθηκα μια νέα ένταση αναμεταξύ μας. Ξέραμε ότι μέλη της δεύτερης αποστολής στην Περιοχή Χ είχαν αυτοκτονήσει με σφαίρα και μέλη της τρίτης είχαν πυροβολήσει το ένα τ’ άλλο. Μονάχα έπειτα από πολλές επόμενες αποστολές με μηδενικές απώλειες, ο ανώτεροί μας χορήγησαν ξανά πυροβόλα όπλα. Ήμασταν η δωδέκατη αποστολή. Έτσι, επιστρέψαμε στον πύργο και οι τέσσερις. Ηλιόφως έπεφτε στικτό μέσ’ απ’ τα φύλλα και τα βρύα, φτιάχνοντας αρχιπελάγη φωτός στην επίπεδη επιφάνεια της εισόδου. Παρέμενε αδιάφορη, αδρανής, κατ’ ουδένα τρόπο απειλητική... και εντούτοις χρειαζόταν να επιστρατεύσουμε όλο μας το κουράγιο για να σταθούμε κει πέρα, γύρω από τον πύργο, κοιτώντας το σημείο της εισόδου. Πρόσεξα πως η ανθρωπολόγος έλεγξε το μαύρο της κουτί, και μ’ ανακούφιση είδα ότι δεν είχε ανάψει το κόκκινο φως. Αν άναβε, θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε την εξερεύνησή μας και ν’ ασχοληθούμε μ’ άλλα πράγματα. Δεν το ήθελα αυτό, παρά το φόβο μου. «Σε τι βάθος λέτε να κατεβαίνει;» ρώτησε η ανθρωπολόγος. «Να θυμάσαι ότι εμπιστευόμαστε τις μετρήσεις σου», αποκρίθηκε η ψυχολόγος μ’ ένα αμυδρό συνοφρύωμα. «Οι μετρήσεις δεν ψεύδονται. Αυτό το οικοδόμημα έχει διάμετρο 18,7 μέτρα και ύψος είκοσι εκατοστά από το έδαφος. Η σκάλα μοιάζει να ’ναι τοποθετημένη στο –ή κοντά στο– Βορρά, πράγμα που μπορεί τελικά να μας φανερώσει κάτι για την κατασκευή του. Είναι φτιαγμένο από πέτρα κι ασβεστόλιθο από βιοσυσσώρευ-


ση, όχι από μέταλλο ή πλίνθους. Αυτά είναι χειροπιαστά δεδομένα. Το ότι δεν υπήρχε στους χάρτες σημαίνει μονάχα ότι μια θύελλα μπορεί ν’ αποκάλυψε την είσοδο». Η πίστη της ψυχολόγου στις μετρήσεις και η εκλογίκευση, από μέρους της, αυτής της απουσίας του πύργου από τους χάρτες μού φάνηκαν παράξενα... χαριτωμένες; Ίσως η πρόθεσή της ήταν μονάχα να καθησυχάσει εμάς, αλλά ήθελα να πιστεύω ότι πάσχιζε να καθησυχάσει η ίδια τον εαυτό της. Η θέση της, που της επέβαλλε να ηγείται και να γνωρίζει πιθανώς πιο πολλά απ’ όσα εμείς, πρέπει να ήταν δύσκολη και μοναχική. «Ελπίζω να ’χει βάθος μονάχα δύο μέτρα κάτω απ’ τη γη, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη χαρτογράφηση», είπε η χωρομέτρης προσπαθώντας ο τόνος της να είναι ανάλαφρος, όμως έπειτα και η ίδια κι εμείς αναγνωρίσαμε όλες την άλλη έννοια της φράσης «δύο μέτρα κάτω απ’ τη γη» να πλανιέται σαν φάντασμα μέσ’ απ’ τη σύνταξή της, και βουβαθήκαμε. «Θέλω να ξέρετε ότι δεν μπορώ να πάψω να το σκέφτομαι ως πύργο», ομολόγησα. «Δεν μπορώ να το δω σαν σήραγγα». Έμοιαζε σημαντικό το να κάνω τούτη τη διάκριση προτού αρχίσουμε να κατεβαίνουμε, ακόμα κι αν αυτό επηρέαζε τη γνώμη τους για τη νοητική μου κατάσταση. Έβλεπα έναν πύργο βυθισμένο στη γη, και η σκέψη πως στεκόμασταν στην κορυφή του με ζάλιζε λιγάκι. Και οι τρεις με κοίταξαν τότε, σάμπως να ήμουν εκείνη η παράξενη κραυγή το σούρουπο, και μια στιγμή αργότερα η ψυχολόγος είπε με μισή καρδιά: «Αν αυτό σε κάνει να νιώθεις πιο άνετα, δε βλέπω σε τι μπορεί να βλάψει». Σωπάσαμε ξανά, εκεί, κάτω από το θόλο των δέντρων. Ένα σκαθάρι πέταξε στριφογυριστά προς τους κλώνους, σέρνοντας ουρά πίσω του κόκκους σκόνης. Νομίζω πως μόλις τότε συνειδητοποιήσαμε αληθινά, όλες, ότι είχαμε μπει στην Περιοχή Χ. «Θα πάω πρώτη να δω τι υπάρχει εκεί κάτω», είπε τελικά η χωρομέτρης, και ευχαρίστως πειθαρχήσαμε.

27

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 27


28

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 28

Η αρχική σκάλα καμπύλωνε απότομα προς τα κάτω, τα σκαλιά ήταν στενά, κι έτσι η χωρομέτρης θα ’πρεπε να μπει στον πύργο ανάποδα, με την πλάτη. Απομακρύναμε με κλαδιά τις αραχνιές καθώς ετοιμαζόταν να κατέβει. Ταλαντεύτηκε στο κεφαλόσκαλο, με το όπλο κρεμασμένο στην πλάτη της και με τα μάτια της στραμμένα πάνω, προς το μέρος μας. Είχε πιάσει τα μαλλιά της αλογοουρά, κι αυτό έκανε τις γραμμές του προσώπου της να δείχνουν τραβηγμένες και σφιγμένες. Θα ’πρεπε άραγε τούτη δω τη στιγμή να τη σταματήσουμε; Να καταστρώσουμε ένα άλλο σχέδιο; Αν ναι, καμία από εμάς δεν είχε το θάρρος να το κάνει. Μ’ ένα παράξενο αυτάρεσκο χαμόγελο, σχεδόν σαν να μας έκρινε, η χωρομέτρης κατέβηκε, μέχρι που βλέπαμε μονάχα το χλωμό της πρόσωπο πλαισιωμένο από το σκοτάδι κάτω, κι έπειτα ούτε αυτό. Άφησε ένα κενό που για μένα ήταν τρομακτικό, σάμπως να είχε συμβεί το αντίστροφο: λες κι ένα πρόσωπο είχε ξάφνου προβάλει μέσ’ απ’ το σκοτάδι. Μου κόπηκε η ανάσα, και η ψυχολόγος μ’ αγριοκοίταξε, όμως απ’ όλα αυτά η ανθρωπολόγος δεν παρατήρησε τίποτα, γιατί είχε όλη της την προσοχή στραμμένη χαμηλά στη σκάλα. «Όλα καλά;» φώναξε η ψυχολόγος στη χωρομέτρη. Τα πάντα ήταν μια χαρά μόλις ένα δευτερόλεπτο νωρίτερα. Γιατί τώρα να ’χε αλλάξει κάτι; Η χωρομέτρης έβγαλε ένα κοφτό γρύλισμα σ’ απάντηση, σαν να συμφωνούσε μαζί μου. Για λίγο ακόμα, την ακούγαμε να κατεβαίνει με κόπο εκείνα τα στενά σκαλιά. Μετά έπεσε σιωπή· κι έπειτα ακούστηκε μια άλλη κίνηση μ’ αλλιώτικο ρυθμό, που για μια τρομακτική στιγμή φάνηκε να προέρχεται, ίσως, από μια δεύτερη πηγή. Αλλά τότε η χωρομέτρης μάς φώναξε: «Όλα εντάξει ως αυτό το επίπεδο!» Αυτό το επίπεδο. Ένιωσα έξαψη κάπου μέσα μου – η εικόνα μου, η εικόνα ενός πύργου, δεν είχε αποδειχτεί εσφαλμένη ακόμη.


Αυτό ήταν το σινιάλο για μένα για να κατέβω μαζί με την ανθρωπολόγο, ενώ η ψυχολόγος έμεινε να φρουρεί. «Είναι ώρα να πάτε», είπε η ψυχολόγος αδιάφορα, σαν να ήμασταν στο σχολείο και να σχολούσε μια τάξη. Ένα συναίσθημα το οποίο δεν μπορούσα ακριβώς να προσδιορίσω με κυρίεψε, και για μια στιγμή είδα μαύρα στίγματα στ’ οπτικό μου πεδίο. Ακολούθησα την ανθρωπολόγο μέσ’ απ’ τ’ απομεινάρια απ’ τις αραχνιές και τα ταριχευμένα κελύφη εντόμων, μες στην υφάλμυρη ψύχρα τούτου του μέρους· με τόση προθυμία, ώστε παραλίγο να την πεδικλώσω. Η τελευταία μου εικόνα του κόσμου από πάνω: η ψυχολόγος να με κοιτάει κάπως συνοφρυωμένη, και πίσω της τα δέντρα και το γαλάζιου τ’ ουρανού, σχεδόν εκτυφλωτικό δίπλα στο σκοτάδι στα πλαϊνά της σκάλας. Κάτω, σκιές απλώνονταν στους τοίχους. Η θερμοκρασία έπεσε και οι ήχοι έγιναν πνιχτοί, με τα μαλακά σκαλιά ν’ απορροφούν τα βήματά μας. Περίπου έξι μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια, το κτίσμα άνοιγε σ’ ένα δεύτερο, χαμηλότερο επίπεδο. Η οροφή είχε ύψος κάπου δυόμισι μέτρα, πράγμα που σήμαινε ότι από πάνω μας είχαμε τουλάχιστον τριάμισι μέτρα πέτρα. Ο φακός που είχε η χωρομέτρης στο τουφέκι της φώτιζε το χώρο, μα η ίδια μάς είχε γυρισμένη την πλάτη κι εξέταζε τους τοίχους, που ήταν υπόλευκοι και τελείως αστόλιστοι. Μερικές ραγισματιές φανέρωναν είτε το πέρασμα του χρόνου είτε κάποιον παράξενο παράγοντα καταπόνησης. Το επίπεδο εδώ έμοιαζε να έχει την ίδια περιφέρεια με την εκτεθειμένη κορυφή του οικοδομήματος, πράγμα που επίσης ενίσχυε την ιδέα ενός μοναδικού συμπαγούς κτίσματος θαμμένου στη γη. «Συνεχίζει παρακάτω», είπε η χωρομέτρης κι έδειξε με το τουφέκι της στην πέρα γωνία, ακριβώς αντίκρυ από το άνοιγμα απ’ όπου είχαμε βγει σε τούτο εδώ το επίπεδο. Ένα αψιδωτό άνοιγμα υπήρχε εκεί· και σκοτάδι, που υποδήλωνε σκαλιά προς τα κάτω. Ένας πύργος, πράγμα που έκανε αυτό το επί-

29

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 29


30

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 30

πεδο να είναι όχι τόσο ένας όροφος, όσο ένα πλατύσκαλο ή μέρος ενός πυργίσκου. Προχώρησε προς τ’ αψιδωτό άνοιγμα ενόσω εγώ, απορροφημένη ακόμη, περιεργαζόμουν τους τοίχους με το φακό μου. Αυτή καθαυτήν η κενότητά τους με μάγευε. Προσπάθησα να φανταστώ τον κατασκευαστή αυτού του μέρους, μα δεν το κατάφερα. Συλλογίστηκα ξανά τη σιλουέτα του φάρου όπως την είχα δει αργά το απομεσήμερο της πρώτης μέρας μας στον καταυλισμό. Υποθέσαμε πως το εν λόγω οικοδόμημα ήταν φάρος, επειδή ο χάρτης έδειχνε ένα φάρο εκεί και επειδή όλες μεμιάς αναγνωρίσαμε πώς θα έπρεπε να μοιάζει ένας φάρος. Για την ακρίβεια, η χωρομέτρης και η ανθρωπολόγος εξέφρασαν και οι δύο την ανακούφισή τους όταν αντίκρισαν το φάρο. Η ύπαρξή του εξίσου στο χάρτη και στην πραγματικότητα τις καθησύχασε, τους έδωσε κάτι για να πιαστούν. Και τ’ ότι γνώριζαν το σκοπό του τις καθησύχασε ακόμα πιο πολύ. Στην περίπτωση του πύργου, δεν ξέραμε τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε το πλήρες του περίγραμμα. Δεν είχαμε καμία αίσθηση του σκοπού του. Και τώρα, που ’χαμε αρχίσει να κατεβαίνουμε μέσα του, ο πύργος εξακολουθούσε να μην αποκαλύπτει καμία ένδειξη γι’ αυτά τα πράγματα. Μπορεί η ψυχολόγος να αράδιαζε τις διαστάσεις της «κορυφής» του πύργου, αλλά τούτοι οι αριθμοί δε σήμαιναν τίποτα, δεν εντάσσονταν σε κάποιο πιο πλατύ πλαίσιο. Χωρίς ευρύτερο πλαίσιο, το να εμμένεις σ’ αυτούς τους αριθμούς ήταν μια μορφή τρέλας. «Υπάρχει μια κανονικότητα στον κύκλο όταν τον βλέπεις από μέσα· κάτι που υποδηλώνει ακρίβεια στην κατασκευή του κτίσματος», είπε η ανθρωπολόγος. Του κτίσματος. Ήδη είχε αρχίσει να εγκαταλείπει την ιδέα πως ήταν σήραγγα. Όλες μου οι σκέψεις ξεχύθηκαν από το στόμα μου, μια τελευταία εκφόρτιση της κατάστασης που μ’ είχε κυριέψει πάνω. «Όμως ποιος είναι ο σκοπός του; Και είναι πιστευτό ότι δε


θα υπήρχε στους χάρτες; Θα μπορούσε κάποια από τις προηγούμενες αποστολές να τον έχτισε και να τον έκρυψε;» Τα ρώτησα όλα αυτά, κι άλλα, χωρίς να περιμένω απάντηση. Αν και καμία απειλή δεν είχε φανερωθεί, έμοιαζε σημαντικό να εξαλειφθεί κάθε πιθανή στιγμή σιωπής. Λες και κάπως η κενότητα των τοίχων ταϊζόταν με τη σιωπή, και μπορεί κάτι να εμφανιζόταν στα διαστήματα ανάμεσα στις κουβέντες μας αν δεν ήμασταν προσεκτικές. Έτσι και εξέφραζα τούτη την αγωνία μου στην ψυχολόγο, θ’ ανησυχούσε, το ήξερα. Όμως ήμουν απ’ όλες μας η πιο εναρμονισμένη με τη σιωπή, και, εκείνη τη στιγμή της εξερεύνησής μας, θα ’χα χαρακτηρίσει τούτο το μέρος ως «άγρυπνο». Μια πνιχτή κραυγή που έβγαλε η χωρομέτρης μ’ έκοψε στο μέσον της ερώτησης, κάτι που αναμφίβολα ανακούφισε την ανθρωπολόγο. «Δείτε!» είπε η χωρομέτρης στρέφοντας προς τα κάτω το φακό της, στ’ αψιδωτό άνοιγμα. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε πίσω της, προσθέτοντας τον δικό μας φωτισμό. Μια σκάλα οδηγούσε πράγματι χαμηλότερα, τούτη τη φορά μ’ ήπια κλίση και με πολύ πιο φαρδιά σκαλιά, αλλά καμωμένη κι αυτή απ’ τα ίδια υλικά. Περίπου στο ύψος του ώμου, κάπου στο ενάμισι μέτρο, κολλημένο στον εσωτερικό τοίχο του πύργου, είδα κάτι σαν πράσινη περικοκλάδα που λαμπύριζε αχνά, έτσι μου πρωτοφάνηκε, και κατέβαινε μες στο σκοτάδι. Ξαφνικά και παράλογα, στο μυαλό μου ξεπήδησε η ανάμνηση της λουλουδάτης ταπετσαρίας στο λουτρό του σπιτιού μου, όταν έμενα εκεί με τον σύζυγό μου. Κατόπιν, καθώς κοιτούσα πιο προσεκτικά, ξεδιάκρινα κι άλλο τις «περικοκλάδες» και είδα πως ήταν λέξεις με γράμματα ενωμένα και κυρτά, που εξείχαν κάπου δεκαπέντε εκατοστά από τον τοίχο. «Κρατάτε το φως», είπα και έπειτα τις προσπέρασα και κατέβηκα τα πρώτα σκαλιά. Το αίμα έσφυζε ξανά στο κεφάλι μου· στ’ αφτιά μου ένα ανυπόφορο βουητό. Ήθελε μέγιστο αυ-

31

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 31


32

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 32

τοέλεγχο το να κάνω τούτα τα λίγα βήματα. Δε θα μπορούσα να πω τι παρόρμηση μ’ ώθησε, εκτός απ’ το ότι ήμουν η βιολόγος και ότι τούτο δω έδειχνε παράξενα οργανικό. Αν η γλωσσολόγος ήταν εκεί, ίσως να ’χα πειθαρχήσει σ’ εκείνη. «Μην τ’ αγγίξεις, ό,τι κι αν είναι», με προειδοποίησε η ανθρωπολόγος. Ένευσα, όμως αυτή η ανακάλυψη μ’ είχε συνεπάρει. Αν ένιωθα την παρόρμηση ν’ αγγίξω τις λέξεις στον τοίχο, δε θα μπορούσα να της αντισταθώ. Καθώς ζύγωνα, ξαφνιάστηκα που μπορούσα να καταλάβω τη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένες οι λέξεις; Ναι. Με γέμισε αυτό μ’ ευφορία ανάκατη με τρόμο; Ναι. Προσπάθησα να καταπνίξω τις χίλιες νέες ερωτήσεις που με κατέκλυζαν. Με όσο πιο ήρεμη φωνή μπορούσα, έχοντας επίγνωση της σπουδαιότητας της στιγμής, διάβασα μεγαλόφωνα την αρχή: «Εκεί που βρίσκονται οι στραγγαλιστικοί καρποί οι προερχόμενοι από το χέρι του αμαρτωλού θα γεννήσω των νεκρών τα σπέρματα ώστε με τα σκουλήκια να τα μοιραστώ...» Έπειτα χανόταν στο σκοτάδι. «Λέξεις; Λέξεις;» είπε η ανθρωπολόγος. Ναι, λέξεις. «Από τι είναι φτιαγμένες;» ρώτησε η χωρομέτρης. Χρειαζόταν να ’ναι φτιαγμένες από κάτι; Το φως που έριχναν και οι δύο στη συνεχόμενη πρόταση πήγε πέρα-δώθε, τρεμούλιασε, και φως και σκιά τύλιξαν το Εκεί που βρίσκονται οι στραγγαλιστικοί καρποί, σάμπως μια μάχη να μαινόταν για το νόημά του. «Μισό λεπτό. Πρέπει να πάω κοντύτερα». Έπρεπε; Ναι, έπρεπε να πάω κοντύτερα. Από τι είναι φτιαγμένες; Δεν το είχα καν σκεφτεί, αν και θα ’πρεπε· πάσχιζα ακόμη να ξεδιαλύνω το νόημά τους και δε μου ’χε περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα να πάρω ένα δείγμα. Όμως πόση ήταν η ανακού-


φιση χάρη σε τούτη την ερώτηση! Επειδή με βοήθησε να αντιπαλέψω την παρόρμηση να εξακολουθήσω να διαβάζω, να κατέβω στο βαθύτερο σκοτάδι και να συνεχίσω να κατεβαίνω ώσπου να διαβάσω ό,τι υπήρχε για να διαβαστεί. Ήδη εκείνες οι αρχικές φράσεις διείσδυαν μ’ αναπάντεχους τρόπους στο μυαλό μου, βρίσκοντας γόνιμο έδαφος. Έτσι, πήγα κοντύτερα και περιεργάστηκα το Εκεί που βρίσκονται οι στραγγαλιστικοί καρποί. Είδα πως τα γράμματα, πλαγιαστά και συνεχόμενα, ήταν καμωμένα από κάτι που στον μη ειδήμονα θα έμοιαζε με βαθυπράσινο βρύο, όμοιο με φτέρη, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν κάτι σαν μύκητας ή κάποιος άλλος ευκαρυωτικός οργανισμός. Τα στριφογυριστά νημάτια ήταν σφιχτοβαλμένα πλάι πλάι και εξείχαν απ’ τον τοίχο. Μια αργιλώδης μυρωδιά έβγαινε από τις λέξεις, ενώ από κάτω υπήρχε μια χροιά γλυκιάς σαπίλας. Τούτη η μικρογραφία δάσους λικνιζόταν σχεδόν ανεπαίσθητα, σαν ποσειδωνίες –«γρασίδι της θάλασσας»– σ’ απαλό ωκεάνιο ρεύμα. Άλλα πράγματα υπήρχαν επίσης σε τούτο το μικροοικοσύστημα. Μισοκρυμμένα απ’ τα πράσινα νημάτια, τα περισσότερα απ’ αυτά τα πλάσματα ήταν διαφώτιστα κι είχαν σχήμα μικροσκοπικών χεριών στεριωμένων στη βάση της παλάμης. Χρυσαφένια φυμάτια υπήρχαν στ’ «ακροδάχτυλα» αυτών των «χεριών». Έσκυψα κοντύτερα, σαν βλάκας που δεν είχε εκπαιδευτεί μήνες ολόκληρους πώς να επιβιώνει, που δεν είχε καν σπουδάσει βιολογία. Που, ξεγελασμένος, είχε πιστέψει πως οι λέξεις θα πρέπει να διαβάζονται. Ήμουν άτυχη – ή μήπως ήμουν τυχερή; Σπρωγμένο από μια αναταραχή στη ροή του αέρα, ένα φυμάτιο στο Ε διάλεξε εκείνη τη στιγμή για ν’ ανοίξει, κι ένας μικροσκοπικός πίδακας από χρυσά σπόρια τινάχτηκε. Τραβήχτηκα, αλλά μου φάνηκε πως είχα αισθανθεί κάτι να μπαίνει στη μύτη μου, πως είχα νιώσει να με κεντά πιο έντονη η γλυκιά μυρωδιά σήψης. Ταραγμένη, πήγα ακόμα παραπίσω και δανείστηκα μερι-

3 – Αφανισμός

33

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 33


34

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 34

κές από τις καλύτερες βλαστήμιες που χρησιμοποιούσε η χωρομέτρης – αλλά μονάχα μέσα μου. Η φυσική μου ροπή ήταν πάντοτε προς το να κρύβομαι. Ήδη φανταζόμουν την αντίδραση της ψυχολόγου απέναντι στη μόλυνσή μου, έτσι και τη φανέρωνα στην ομάδα. «Είναι κάποιου είδους μύκητας», είπα τελικά, παίρνοντας βαθιά ανάσα ώστε να μπορώ να ελέγξω τη φωνή μου. «Τα γράμματα είναι φτιαγμένα από καρπισμένους οργανισμούς». Ποιος ξέρει αν πράγματι αλήθευε; Ήταν απλώς ό,τι πιο κοντινό σε μια απάντηση. Η φωνή μου πρέπει να φαινόταν πιο ήρεμη απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα οι σκέψεις μου, γιατί στην αντίδρασή τους δεν υπήρχε κανένας δισταγμός· καμία νύξη στον τόνο τους ότι είχαν δει τα σπόρια να τινάζονται στο πρόσωπό μου. Είχα πλησιάσει τόσο κοντά· και τα σπόρια ήταν τόσο μικροσκοπικά – ασήμαντα. Θα γεννήσω των νεκρών τα σπέρματα. «Λέξεις; Φτιαγμένες από μύκητες;» είπε η χωρομέτρης, επαναλαμβάνοντας ανόητα τα λόγια μου. «Δεν υπάρχει καμία καταγεγραμμένη ανθρώπινη γλώσσα που να χρησιμοποιεί αυτό τον τρόπο γραφής», είπε η ανθρωπολόγος. «Υπάρχει κάποιο ζώο που να επικοινωνεί έτσι;» Δεν μπόρεσα να μη γελάσω. «Όχι, δεν υπάρχει κανένα ζώο που να επικοινωνεί έτσι». Ή, αν υπήρχε, δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομά του, μα ούτε κι αργότερα το θυμήθηκα ποτέ. «Αστειεύεσαι; Αυτό είναι αστείο, έτσι;» είπε η χωρομέτρης. Έδειχνε έτοιμη να κατέβει και να μου αποδείξει ότι έσφαλλα, όμως δεν κουνήθηκε από τη θέση της. «Καρποσώματα», αποκρίθηκα σχεδόν σαν υπνωτισμένη. «Που φτιάχνουν λέξεις». Ηρεμία με είχε καταλάβει· και μια αντίπαλη αίσθηση που είχα, σαν να μην μπορούσα να πάρω ανάσα ή να μην το ήθελα, ολοφάνερα δεν ήταν κάτι σωματικό, αλλά ψυχολογικό. Δεν είχα παρατηρήσει καμία σωματική αλλαγή, και σ’ ένα επίπεδο


δεν είχε καν σημασία. Ήξερα πως ήταν απίθανο να έχουμε στον καταυλισμό το αντίδοτο για κάτι τόσο άγνωστο. Πάνω απ’ όλα, οι πληροφορίες που προσπαθούσα να επεξεργαστώ μ’ ακινητοποιούσαν. Οι λέξεις σχηματίζονταν από συμβιωτικά καρποσώματα ενός άγνωστού μου είδους. Δεύτερον, το πασπάλισμα των λέξεων με σπόρια σήμαινε πως, όσο χαμηλότερα εξερευνούσαμε μες στον πύργο, τόσο πιο πολύ θα ήταν ο αέρας γεμάτος πιθανούς μολυσματικούς παράγοντες. Υπήρχε κάποιος λόγος να μεταδώσω τούτη την πληροφορία στις άλλες, όταν απλώς θα τις αναστάτωνα έτσι; Όχι, αποφάσισα, πιθανώς εγωιστικά. Ήταν πιο σημαντικό να σιγουρευτώ πως δε θα εκτίθεντο άμεσα, έως ότου μπορέσουμε να επιστρέψουμε με τον κατάλληλο εξοπλισμό. Οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση εξαρτιόταν από περιβαλλοντικούς και βιολογικούς παράγοντες, για τους οποίους ήμουν όλο και πιο βέβαιη πως είχα ανεπαρκή στοιχεία. Ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι το πλατύσκαλο. Η χωρομέτρης και η ανθρωπολόγος έδειχναν να προσδοκούν να τους πω περισσότερα. Η ανθρωπολόγος, ιδιαίτερα, βρισκόταν σ’ υπερδιέγερση· η ματιά της δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά, αλλά ολοένα μετακινιόταν. Ίσως θα μπορούσα να είχα επινοήσει πληροφορίες που θα ’χαν σταματήσει τούτη την αδιάκοπη αναζήτηση. Όμως τι μπορούσα να τους πω για τις λέξεις στον τοίχο εκτός απ’ το ότι ήταν είτε κάτι αδύνατο είτε κάτι παρανοϊκό, ή και τα δύο; Θα προτιμούσα να ήταν γραμμένες σε μια άγνωστη γλώσσα· έτσι, το μυστήριο που θα ’χαμε να λύσουμε θα ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μικρότερο. «Πρέπει να γυρίσουμε πάνω», είπα. Δεν πρότεινα να ενεργήσουμε έτσι γιατί θεωρούσα πως ήταν το βέλτιστο, αλλά γιατί ήθελα να περιορίσω την έκθεση στα σπόρια ώσπου να δω τι μακροπρόθεσμη επίδραση θα είχαν πάνω μου. Επίσης, ήξερα πως, αν έμενα πολύ ακόμη εκεί, ίσως να με καταλάμβανε η παρόρμηση να ξανακατέβω τα σκαλιά και να εξακολουθήσω να

35

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 35


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 36

36

διαβάζω τις λέξεις, και τότε αφενός θα έπρεπε να με καταστείλουν, αφετέρου δεν ήξερα τι μπορεί να έκανα. Οι άλλες δύο δεν έφεραν αντίρρηση. Ωστόσο, καθώς ανέβαινα, κι ας βρισκόμουν σ’ ένα τέτοιο περίκλειστο μέρος, για μια στιγμή αισθάνθηκα ίλιγγο, με κατέλαβε στιγμιαίος πανικός, όπου οι τοίχοι είχαν κάτι σαρκώδες στην όψη τους, θαρρείς και κινούμουν μέσα στον οισοφάγο ενός κτήνους.

Όταν είπαμε στην ψυχολόγο τι είχαμε δει, όταν της μετέφερα κάποιες από τις λέξεις, στην αρχή φάνηκε να κοκαλώνει με τρόπο που απέπνεε παράξενη προσήλωση. Έπειτα αποφάσισε να κατέβει για να τις δει η ίδια. Πάλεψα μέσα μου για το αν θα έπρεπε να την προειδοποιήσω να μην το κάνει, και τέλος είπα: «Δες τες μόνο από την κορυφή της σκάλας. Δεν ξέρουμε αν υπάρχουν τοξίνες. Όταν ξανάρθουμε, θα πρέπει να φοράμε μάσκες». Αυτές, τουλάχιστον, τις είχαμε κληρονομήσει από την τελευταία αποστολή, μέσα σ’ ένα σφραγισμένο κουτί. «Δεν είναι η παράλυση μια αδιάσειστη ανάλυση;» μου είπε κοιτώντας με έντονα. Ένιωσα να με κυριεύει μια νευρικότητα, όμως δεν είπα ούτ’ έκανα τίποτα. Οι άλλες δε φάνηκε καν να συνειδητοποιούν ότι είχε μιλήσει. Μονάχα αργότερα αντιλήφθηκα ότι η ψυχολόγος είχε προσπαθήσει να με «δέσει» με υπνωτική υποβολή, προορισμένη για μένα μονάχα και για καμία άλλη. Προφανώς, ο τρόπος που αντέδρασα ήταν μέσα στο φάσμα των αποδεκτών αντιδράσεων, γιατί η ψυχολόγος κατέβηκε ενώ εμείς περιμέναμε μ’ αγωνία επάνω. Τι θα κάναμε αν δεν επέστρεφε; Μια κτητική αίσθηση με κυρίεψε. Με τάραζε η ιδέα πως μπορεί να ένιωθε την ίδια ανάγκη να διαβάσει παρακάτω και βάσει αυτής να δρούσε. Κι ας μην ήξερα τι σήμαιναν οι λέξεις, ήθελα απ’ αυτές να σημαίνουν κάτι, ώστε να μπορέσω πιο γρήγορα ν’ αποδιώξω την αμφιβολία και να επαναφέ-


ρω τη λογική σε καθετί που στάθμιζα. Τέτοιοι λογισμοί αποσπούσαν τη σκέψη μου από τις επενέργειες των σπορίων στον οργανισμό μου. Ευτυχώς, οι άλλες δύο δεν είχαν καμία επιθυμία να μιλήσουν καθώς περιμέναμε, κι ύστερα από μόλις δεκαπέντε λεπτά η ψυχολόγος ξεπρόβαλε αδέξια από τη σκάλα στο φως, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια ώσπου η όρασή της να προσαρμοστεί. «Ενδιαφέρον», είπε ανέκφραστα καθώς ορθωνόταν από πάνω μας και καθάριζε τα ρούχα της απ’ τις αραχνιές. «Δεν έξω ξαναδεί κάτι παρόμοιο». Φάνηκε πως ίσως θα συνέχιζε, μα έπειτα το μετάνιωσε. Ό,τι είχε ήδη πει άγγιζε την ανοησία, και προφανώς τούτη η εκτίμηση δεν ήταν μονάχα δικιά μου. «Ενδιαφέρον;» είπε η ανθρωπολόγος. «Κανένας δεν έχει δει ποτέ τίποτα παρόμοιο σ’ ολόκληρη την ιστορία του κόσμου. Κανένας. Ποτέ. Και το αποκαλείς ενδιαφέρον;» Έδειχνε έτοιμη να κυριευτεί από κρίση υστερίας, ενώ η χωρομέτρης απλώς κοιτούσε και τις δύο σαν να ήταν αυτές οι άγνωστοι οργανισμοί. «Θέλεις να σ’ ηρεμήσω;» ρώτησε η ψυχολόγος. Η φωνή της είχε μια σκληράδα που έκανε την ανθρωπολόγο να μουρμουρίσει κάτι αόριστο και να χαμηλώσει τα μάτια. Μες στη σιωπή, παρενέβην με τη δικιά μου πρόταση: «Χρειαζόμαστε χρόνο για να το σκεφτούμε αυτό, για ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια». Φυσικά, εννοούσα ότι εγώ χρειαζόμουν χρόνο για να δω αν τα σπόρια που είχα εισπνεύσει θα με επηρέαζαν κατά τρόπο αρκετά σημαντικό ώστε να ομολογήσω τι είχε συμβεί. «Μπορεί στον κόσμο όλο να μην υπάρχει αρκετός χρόνος γι’ αυτό», είπε η χωρομέτρης. Απ’ όλες μας, πιστεύω πως αυτή είχε κατανοήσει καλύτερα τι σήμαινε ό,τι είχαμε δει: πως μπορεί τώρα να ζούσαμε μέσα σ’ έναν εφιάλτη. Η ψυχολόγος, ω-

37

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 37


38

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 38

στόσο, την αγνόησε και συντάχθηκε με μένα. «Χρειαζόμαστε όντως χρόνο. Θα ’πρεπε να περάσουμε την υπόλοιπη μέρα κάνοντας ό,τι σταλθήκαμε εδώ να κάνουμε». Έτσι, επιστρέψαμε στον καταυλισμό για φαγητό κι έπειτα αφοσιωθήκαμε σε «συνηθισμένα πράγματα», ενώ εγώ παρακολουθούσα αδιάκοπα το σώμα μου για τυχόν αλλαγές. Κρύωνα πολύ τώρα ή μήπως ζεσταινόμουν πολύ; Ήταν εκείνος ο πόνος στο γόνατό μου από ’ναν παλιό τραυματισμό στο πεδίο ή μήπως κάτι νέο; Έλεγξα ακόμα και το μαύρο κουτί, όμως παρέμενε σβηστό. Τίποτα ριζικό δεν είχε αλλάξει ακόμη μέσα μου, και, καθώς παίρναμε τα δείγματα και τις μετρήσεις μας γύρω από τον καταυλισμό –λες και, άμα ξεμακραίναμε πολύ, θα ήμασταν υπό τον έλεγχο του πύργου–, σταδιακά χαλάρωσα και είπα μέσα μου ότι τα σπόρια δεν είχαν καμία επίδραση... έστω κι αν ήξερα ότι για κάποια είδη η περίοδος της επώασης μπορούσε να διαρκέσει μήνες ή και χρόνια. Φαντάζομαι ότι λογάριαζα πως τουλάχιστον για τις επόμενες λίγες μέρες ίσως να ήμουν ασφαλής. Η χωρομέτρης συγκεντρώθηκε στην προσθήκη λεπτομερειών και αποχρώσεων στους χάρτες που μας είχαν δώσει οι ανώτεροί μας. Η ανθρωπολόγος έφυγε για να εξετάσει τ’ απομεινάρια από κάτι καλύβες, ένα τέταρτο του μιλίου μακριά. Η ψυχολόγος έμεινε στη σκηνή της για να γράψει στο ημερολόγιό της. Ίσως να ανέφερε πως ήταν περιτριγυρισμένη από ανόητες ή απλώς να κατέγραφε κάθε στιγμή των πρωινών ανακαλύψεών μας. Από τη μεριά μου, πέρασα μία ώρα παρατηρώντας έναν μικροσκοπικό κοκκινοπράσινο δενδρόβιο βάτραχο στη ράχη ενός φαρδιού και χοντρού φύλλου και άλλη μία ώρα ακολουθώντας την πορεία μιας ιριδίζουσας μαύρης λιβελούλης που δε θα έπρεπε να ’χε βρεθεί στο επίπεδο της θάλασσας. Τον υπόλοιπο χρόνο τον πέρασα πάνω σ’ ένα πεύκο, με τα κιάλια μου εστιασμένα στην ακτή και στο φάρο. Μου άρεσε να σκαρφαλώνω. Επίσης, μ’ άρεσε ο ωκεανός, και διαπίστωσα πως το να τον κοι-


τώ με ηρεμούσε. Ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, τόσο αναζωογονητικός, ενώ ο κόσμος πέρα απ’ το σύνορο ήταν ό,τι ανέκαθεν στη σύγχρονη εποχή: βρόμικος, εξαντλημένος, ατελής, εξασθενημένος, σε πόλεμο με τον εαυτό του. Εκεί πίσω πάντοτε ένιωθα σαν να μην ήταν η δουλειά μου τίποτα περισσότερο από μια μάταιη προσπάθεια να σωθούμε απ’ ό,τι είμαστε. Τον πλούτο της βιόσφαιρας της Περιοχής Χ αντανακλούσε η ποικιλία της ορνιθοπανίδας της: από συλβίες και δρυοκολάπτες μέχρι κορμοράνους και μαύρες ίβιδες. Μπορούσα επίσης να δω λίγο στ’ αρμυρό τέναγος, και η προσήλωσή μου εκεί ανταμείφθηκε από μια φευγαλέα εμφάνιση, για ένα λεπτό, ενός ζευγαριού ενυδρίδων. Κάποια στιγμή σήκωσαν το κεφάλι και είχα την παράξενη αίσθηση πως μπορούσαν να με δουν να τις παρακολουθώ. Ήταν μια εντύπωση που είχα συχνά όταν ήμουν στη φύση: πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως έδειχναν, κι έπρεπε να την αντιπαλέψω, ειδάλλως μπορούσε να βλάψει την επιστημονική μου αντικειμενικότητα. Υπήρχε επίσης κάτι άλλο, που κινούνταν βαριά μες στις καλαμιές, αλλά ήταν κοντύτερα στο φάρο και ολότελα κρυμμένο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν, κι ύστερα από λίγο έπαψε να αναταράσσει τη βλάστηση και το έχασα εντελώς. Υπέθεσα ότι θα μπορούσε να ’ναι ακόμα ένας αγριόχοιρος, καθώς ήταν καλοί κολυμβητές και τόσο «παμφάγοι» στην επιλογή ενδιαιτήματος όσο και στη δίαιτά τους. Σε γενικές γραμμές, το σούρουπο πλέον αυτή η στρατηγική τού να ’μαστε απασχολημένες με τα καθήκοντά μας είχε καταφέρει να μας ηρεμήσει. Η ένταση μετριάστηκε κάπως – μέχρι που αστειευτήκαμε λιγάκι στο βραδινό γεύμα. «Θα ’θελα να ’ξερα τι σκεφτόσουν», μου εξομολογήθηκε η ψυχολόγος, κι εγώ αποκρίθηκα «Όχι, δε θα το ’θελες», κάτι που έγινε δεκτό μ’ ένα γέλιο, ξαφνιάζοντάς με. Δεν ήθελα τις φωνές τους μες στο κεφάλι μου, τις ιδέες τους για μένα, ούτε τις δικές τους ιστορίες και τις έγνοιες τους. Γιατί εκείνες να θέλουν τις δικές μου;

39

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 39


40

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 40

Όμως δε με πείραζε που μια αίσθηση συντροφικότητας είχε αρχίσει να δημιουργείται, ακόμα κι αν αποδεικνυόταν βραχύβια. Η ψυχολόγος έδωσε στην καθεμιά από δύο μπίρες απ’ το απόθεμα σε αλκοολούχα ποτά, που μας χαλάρωσαν τόσο ώστε να εκφράσω αδέξια την ιδέα πως θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε κάποιου είδους επαφή με το που θα ολοκληρώναμε την αποστολή μας. Τότε πλέον είχα πάψει να ελέγχω τον εαυτό μου για σωματικές ή ψυχολογικές αντιδράσεις εξαιτίας των σπορίων· και διαπίστωσα πως εγώ και η χωρομέτρης τα πηγαίναμε καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Εξακολουθούσα να μην πολυσυμπαθώ την ανθρωπολόγο, αλλά κυρίως μες στο πλαίσιο της αποστολής, όχι εξαιτίας κάποιας κουβέντας που μου είχε πει. Ένιωθα πως, με το που βρέθηκε στο πεδίο, όπως κάποιοι αθλητές ήταν καλοί στην προπόνηση μα όχι και στον αγώνα, είχε φανερώσει έως τώρα μια απουσία ψυχικής ρώμης. Αν και μόνο τ’ ότι προσφέρθηκε εθελοντικά για μια τέτοια αποστολή σήμαινε κάτι. Όταν η νυχτερινή κραυγή από το έλος ήχησε λίγο μετά που σκοτείνιασε, ενώ καθόμασταν γύρω απ’ τη φωτιά μας, στην αρχή τής απαντήσαμε παριστάνοντας, μεθυσμένες, τις γενναίες. Το κτήνος στο έλος έμοιαζε τώρα με παλιό φίλο σε σύγκριση με τον πύργο. Ήμασταν βέβαιες ότι τελικά θα το φωτογραφίζαμε, θα μελετούσαμε τη συμπεριφορά του, θα το ονοματίζαμε, θα του δίναμε μια θέση στην ταξινομία των έμβιων όντων. Θα γινόταν γνωστό με τρόπο που ο πύργος, φοβόμασταν, δε θα γινόταν ποτέ. Όμως πάψαμε να του φωνάζουμε όταν η ένταση των βογκητών του έφτασε σ’ ύψος που φανέρωνε θυμό, θαρρείς και καταλάβαινε πως το κοροϊδεύαμε. Ξεσπάσαμε σε νευρικό γέλιο, λοιπόν, και η ψυχολόγος το θεώρησε αυτό ως σύνθημα για να μας προετοιμάσει για την επόμενη μέρα. «Αύριο θα πάμε πίσω στη σήραγγα. Θα κατέβουμε βαθύτερα, παίρνοντας κάποιες προφυλάξεις – φορώντας αναπνευστικές μάσκες, όπως προτάθηκε. Θα καταγράψουμε τη γραφή


στους τοίχους και θα πάρουμε μια ιδέα, ελπίζω, για το πόσο παλιά είναι. Πιθανώς, επίσης, και μια ιδέα για το πόσο βαθιά φτάνει η σήραγγα. Το απομεσήμερο θα συνεχίσουμε τη γενική μας έρευνα στην περιοχή. Θα επαναλαμβάνουμε τούτο το πρόγραμμα καθημερινά, μέχρι να θεωρήσουμε ότι γνωρίζουμε αρκετά για τη σήραγγα και το πώς ταιριάζει στην Περιοχή Χ». Πύργος, όχι σήραγγα. Θα μπορούσε κάλλιστα να μιλάει για μια έρευνα σ’ ένα έρημο εμπορικό κέντρο, τόση που ήταν η έμφασή της... και, εντούτοις, κάτι στον τόνο της έμοιαζε προβαρισμένο. Μετά σηκώθηκε απότομα και είπε τρεις λέξεις: «Εδραίωση της εξουσίας». Ευθύς, η χωρομέτρης και η ανθρωπολόγος δίπλα μου έγιναν άτονες, με βλέμμα απλανές. Καταταράχτηκα, όμως τις μιμήθηκα, ελπίζοντας πως η ψυχολόγος δεν είχε προσέξει την καθυστέρηση. Δεν ένιωθα καμία παρόρμηση, όμως ολοφάνερα είχαμε εκ των προτέρων προγραμματιστεί έτσι ώστε να περιερχόμαστε σ’ υπνωτική κατάσταση ως αντίδραση σε τούτες τις λέξεις, ειπωμένες από την ψυχολόγο. Με τη συμπεριφορά της να ’ναι πιο κατηγορηματική απ’ ό,τι πριν από ένα λεπτό, η ψυχολόγος είπε: «Θα θυμάστε ότι συζητήσαμε διάφορες επιλογές σε σχέση με τη σήραγγα, ότι τελικά συμφωνήσατε μαζί μου για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης κι ότι, σε σχέση μ’ αυτόν, νιώσατε σιγουριά. Θα αισθάνεστε ηρεμία όποτε σκέφτεστε τούτη την απόφαση και θα παραμείνετε ήρεμες με το που θα βρεθείτε πίσω στη σήραγγα, αν και θα αντιδράτε σε κάθε ερέθισμα σύμφωνα με την εκπαίδευσή σας. Δε θα ριψοκινδυνέψετε δίχως λόγο. »Θα εξακολουθήσετε να βλέπετε ένα κτίσμα φτιαγμένο από πέτρα κι ασβεστόλιθο από βιοσυσσώρευση. Θα εμπιστεύεστε ολότελα τις συντρόφους σας και θα νιώθετε γι’ αυτές μια διαρκή αίσθηση αλληλεγγύης. Όταν βγείτε από το κτίσμα, οποτεδήποτε βλέπετε ένα πουλί να πετάει, αυτό θα σας προκαλεί μια έντο-

41

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 41


42

WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 42

νη αίσθηση πως πράττετε το σωστό, πως βρίσκεστε στο σωστό μέρος. Όταν χτυπήσω τα δάχτυλά μου, δε θα θυμάστε πλέον τούτη τη συζήτηση, αλλά θ’ ακολουθείτε τις οδηγίες μου. Θα νιώθετε πολύ κουρασμένες και θα θέλετε ν’ αποσυρθείτε στη σκηνή σας και να χορτάσετε ύπνο πριν από τις δραστηριότητες της αυριανής μέρας. Δε θα ονειρευτείτε. Δε θα δείτε εφιάλτες». Κοίταζα ολόισια μπροστά καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, και, όταν χτύπησε τα δάχτυλά της, μιμήθηκα τις ενέργειες των άλλων δύο. Δεν πιστεύω πως η ψυχολόγος υποπτεύτηκε κάτι, και αποσύρθηκα στη σκηνή μου όπως οι άλλες. Τώρα είχα νέα στοιχεία να επεξεργαστώ, εκτός από τον πύργο. Γνωρίζαμε πως ο ρόλος της ψυχολόγου ήταν να παρέχει ισορροπία και ηρεμία σε μια κατάσταση που μπορούσε να γίνει αγχωτική, και πως ένα μέρος αυτού του ρόλου περιλάμβανε την υπνωτική υποβολή. Δεν μπορούσα να την κατηγορήσω που επιτελούσε αυτόν το ρόλο. Ωστόσο ενοχλήθηκα και ταράχτηκα βλέποντάς το να συμβαίνει έτσι απροκάλυπτα μπρος στα μάτια μου. Άλλο να σκέφτεσαι ότι μπορεί να δέχεσαι υπνωτική υποβολή, κι άλλο να τη βιώνεις ως παρατηρήτρια. Τι βαθμό ελέγχου μπορούσε να ασκεί επάνω μας; Τι εννοούσε λέγοντας ότι θα εξακολουθούσαμε να θεωρούμε τον πύργο ως κάτι φτιαγμένο από πέτρα κι ασβεστόλιθο από βιοσυσσώρευση; Το πιο σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι μπορούσα να μαντέψω έναν τρόπο που τα σπόρια μ’ είχαν επηρεάσει: Μ’ είχαν κάνει απρόσβλητη από την υπνωτική υποβολή της ψυχολόγου. Με είχαν κάνει συνωμότρια, ενός είδους, εναντίον της. Ακόμα κι αν οι σκοποί της ήταν αγαθοί, ένιωθα αγωνία όποτε σκεφτόμουν να ομολογήσω πως ήμουν ανθεκτική στην ύπνωση – αφ’ ης στιγμής, ιδιαίτερα, αυτό σήμαινε πως οποιοσδήποτε προσδιορισμός της συμπεριφοράς μου μέσω εξαρτημένων αντανακλαστικών, που κρυφά περιλαμβανόταν στην εκπαίδευσή μου, με επηρέαζε όλο και πιο λίγο.


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 43

Τώρα έκρυβα όχι ένα αλλά δύο μυστικά, και τούτο σήμαινε ότι σταθερά και αμετάκλητα αποξενωνόμουν από την αποστολή και το σκοπό της.

Η αποξένωση, σ’ όλες τις πολλές μορφές της, δεν ήταν κάτι νέο για τούτες τις αποστολές. Το κατάλαβα αυτό όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, μαζί με τις άλλες, να παρακολουθήσω βιντεοταινίες των καταθέσεων που έδωσαν με την επανείσοδό τους τα μέλη της ενδέκατης αποστολής. Με το που εξακριβώθηκε πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν επιστρέψει στην πρότερή τους ζωή, μπήκαν σε καραντίνα και ανακρίθηκαν σχετικά με τις εμπειρίες που βίωσαν. Διόλου παράλογα, στις πιο πολλές περιπτώσεις μέλη της οικογένειας ειδοποίησαν τις αρχές, βρίσκοντας την επιστροφή των αγαπημένων τους προσώπων απόκοσμη ή και τρομακτική. Οποιαδήποτε χαρτιά βρέθηκαν σ’ αυτούς τους επανελθόντες κατασχέθηκαν από τους ανωτέρους μας για να εξεταστούν και να μελετηθούν. Μας επιτράπηκε, επίσης, να δούμε τούτες τις πληροφορίες. Οι καταθέσεις ήταν σχετικά σύντομες, και τα οχτώ μέλη της αποστολής είπαν όλα την ίδια ιστορία. Δεν είχαν βιώσει κανένα ασυνήθιστο φαινόμενο όσο βρίσκονταν στην Περιοχή Χ, δεν είχαν πάρει με τις μετρήσεις τους κάποια ασυνήθιστα αποτελέσματα, δεν ανέφεραν ασυνήθιστες διαμάχες μεταξύ τους. Ύστερα από κάποιο διάστημα, ωστόσο, όλοι ένιωσαν έντονη επιθυμία να επιστρέψουν σπίτι τους – και το έκαναν. Κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς κατόρθωσε να διασχίσει προς τα πίσω το σύνορο, ή γιατί είχε πάει γραμμή στο σπίτι του αντί πρώτα να δώσει αναφορά στους ανωτέρους του. Ένας ένας είχαν απλώς εγκαταλείψει την αποστολή, αφήνοντας πίσω τα ημερολόγιά τους, κι είχαν περιπλανηθεί ως το σπίτι τους. Με κάποιον τρόπο. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των καταθέσεων, η έκφρασή

43

`


WANDERMEER sel_Final_Layout 1 12/11/2015 7:28 ΜΜ Page 44

44

τους ήταν φιλική και το βλέμμα τους ευθύ. Αν τα λόγια τους ηχούσαν λίγο άτονα, αυτό ταίριαζε με τη γενική ηρεμία, τη σχεδόν ονειροπόλα συμπεριφορά που είχαν όλοι στο γυρισμό τους – ακόμα και ο στιβαρός, νευρώδης άντρας που είχε συμμετάσχει στην αποστολή ως ειδικός επί στρατιωτικών θεμάτων, ένας άνθρωπος με προσωπικότητα ζωηρή, δραστήρια. Ως προς τον τρόπο που εκδηλώνονταν, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κανέναν από τους οχτώ. Είχα την αίσθηση ότι τώρα έβλεπαν τον κόσμο σαν μέσα από ένα παραπέτασμα, ότι μιλούσαν από μια τεράστια απόσταση χρόνου και χώρου σ’ εκείνους που τους έπαιρναν κατάθεση. Όσο για τα χαρτιά, αποδείχτηκε πως ήταν σχέδια τοπίων στην Περιοχή Χ ή σύντομες περιγραφές. Κάποια ήταν καρικατούρες ζώων ή άλλων μελών της αποστολής. Όλοι, σε κάποια φάση, είχαν σχεδιάσει το φάρο ή είχαν γράψει γι’ αυτόν. Το να αναζητεί κάποιος κρυφά νοήματα σε τούτα τα χαρτιά ήταν το ίδιο με το να αναζητεί κρυμμένα νοήματα στον φυσικό κόσμο γύρω μας. Εάν υπήρχαν, μονάχα η ματιά του θεατή μπορούσε να τους δώσει υπόσταση. Τότε επιζητούσα τη λήθη, και σ’ εκείνα τα ανέκφραστα, ανώνυμα πρόσωπα, ως και στο πλέον οδυνηρά οικείο, αναζήτησα μια ανώδυνη φυγή. Ένα θάνατο που δε θα συνεπαγόταν ότι ήσουν νεκρός.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.