Ναταλία Κλιουτσάροβα - Ρωσία: Βαγόνι τρίτης θέσεως

Page 1

KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 5

ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΛΙΟΥΤΣΑΡΟΒΑ

ΡΩΣΙΑ: ΒΑΓΟΝΙ ΤΡΙΤΗΣ ΘΕΣΕΩΣ

P

Μυθιστόρημα ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 6

Η παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Λογοτεχνικής Μετάφρασης, Ρωσία. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Наталья Ключарёва, Россия: общий вагон © ©

Copyright 2008 Publishing house Limbus Press Ltd, St. Petersburg Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2009

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210.330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5659-5


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 7

Εισαγωγή

Η περίπτωση της Ναταλίας Κλιουτσάροβα είναι σπάνια και ξεχωριστή στη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία. Κι αυτό όχι μόνο γιατί η συγγραφέας είναι νεαρής ηλικίας, αλλά και γιατί με το ολιγάριθμο, μέχρι σήμερα, έργο της κατάφερε να εκφράσει μια ολόκληρη γενιά. Τη γενιά εκείνη που γεννήθηκε λίγο πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά μεγάλωσε την περίοδο της επικράτησης του άγριου αλά Ρους καπιταλισμού της περιόδου της διακυβέρνησης της Ρωσίας από την κλίκα του Μπορίς Γιέλτσιν. Είναι η περίοδος όπου μια δράκα πρώην κομματικών αξιωματούχων καταληστεύει τους εθνικούς πόρους της Ρωσίας και σχηματίζεται ένα νέο κοινωνικό στρώμα προκλητικού και αθέμιτου πλούτου, τα μέλη του οποίου έγιναν γνωστά με το όνομα «ολιγάρχες». Την ίδια στιγμή, εκατομμύρια Ρώσων πολιτών βιώνουν την απόλυτη εξαθλίωση και την κατάρρευση κάθε έννοιας κράτους, νομιμότητας, ασφάλειας. Λέξεις όπως μισθός, κοινωνικά αγαθά, αξιοπρέπεια, σεβασμός κ.ά. εξοβελίζονται από την καθημερινή ζωή ως «κατάλοιπα» του παρελθόντος. Τη θέση τους καταλαμβάνουν λέξεις όπως «ατομική ιδιοκτησία», «σωματοφύλακες», «πολυτελή αυτοκίνητα», «χρήμα», «κέρδος», «πανάκριβα προϊόντα» κ.ά., δη7


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 8

λαδή μια αμετροεπής επίδειξη πλούτου, τη στιγμή που ο διπλανός τους πέθαινε, κυριολεκτικά, από την πείνα. Ο ρωσικός λαός, το πειραματόζωο αυτό της ιστορίας του 20ού αιώνα, αφού βίωσε τη σταλινική τρομοκρατία, την καταναγκαστική προσπάθεια αναγέννησης της χώρας μετά τις καταστροφές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου με τα εκατομμύρια των σύγχρονων δούλων στις φαραωνικές κατασκευές, οι οποίες κατέστρεψαν το περιβάλλον, την περίοδο της επονομαζόμενης «πολιτικής στασιμότητας» των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα, βρέθηκε έρμαιο στα χέρια μιας απάνθρωπης και ανελέητης πλουτοκρατίας, η οποία υπό την κάλυψη διεφθαρμένων πολιτικών οδηγήθηκε στην εξαθλίωση και στον εξευτελισμό. Στο μεταίχμιο των δύο αυτών εποχών γεννήθηκε και μεγάλωσε μια νέα γενιά Ρώσων λογοτεχνών. Μια γενιά που αντλεί τη δύναμή της από το μεγάλο και ένδοξο παρελθόν της ρωσικής λογοτεχνίας και τη θεματολογία της από τη σύγχρονη εποχή. Μια γενιά που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τις αγωνίες, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, μα και τις αξίες των νέων ανθρώπων, που καλούνται να οικοδομήσουν τις ζωές τους πάνω στα χαλάσματα που άφησε πίσω της η μανιασμένη χιονοθύελλα της ιστορίας. Ανάμεσα στους νέους αυτούς Ρώσους λογοτέχνες, ξεχωριστή θέση κατέχει η Ναταλία Κλιουτσάροβα, η οποία γεννήθηκε το 1981 στην πόλη Περμ της Κεντρικής Ρωσίας. Η Ναταλία Κλιουτσάροβα, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιαροσλάβ, εργάστηκε για ένα διάστημα ως εσωτερική συντάκτρια ειδήσεων σε τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. 8


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 9

Παράλληλα, ήταν η διευθύντρια σύνταξης του λογοτεχνικού αλμανάκ της πόλης του Γιαροσλάβ με τον ευφάνταστο τίτλο «Παίζοντας με τους κλασικούς». Μετά από σποραδικές δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων της σε τοπικά περιοδικά, το 2006 εκδίδει την ποιητική της συλλογή με τίτλο Λευκοί πιονιέροι. Το 2005 μετακομίζει στη Μόσχα ως δημοσιογράφος της εφημερίδας 1η Σεπτεμβρίου. Το 2002 ήταν υποψήφια για το λογοτεχνικό βραβείο Ντεπούτο, το 2007 τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο Γιούρι Καζακόφ. Η Ναταλία Κλιουτσάροβα είναι μόνιμος συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού Νέος Κόσμος (Novyi mir), στο οποίο δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματά της. Το Ρωσία: βαγόνι τρίτης θέσεως είναι ένα μυθιστόρημα, η έκδοση του οποίου προκάλεσε ενθουσιασμό τόσο στους κριτικούς, όσο και στο αναγνωστικό κοινό της Ρωσίας. Είναι μια ιστορία σκληρή και τρυφερή συνάμα. Μια «ιστορία δρόμου», όπου ο κεντρικός ήρωας, ο Νικίτα, με την ιδιομορφία που έχει να χάνει τις αισθήσεις του μπροστά στο κακό, μας θυμίζει τον «ηλίθιο» πρίγκιπα Μίσκιν. Διασχίζει τη σύγχρονη Ρωσία μέσα σε βαγόνια τρίτης θέσεως και συναντάει απλούς, βασανισμένους καθημερινούς ανθρώπους. Μέθυσοι, ομοφυλόφιλοι, μοναχικές μητέρες που παλεύουν να θρέψουν τα παιδιά τους, έκφυλοι ιερείς και εμπνευσμένοι ποιμένες, γριές εγκαταλειμμένες στη μοίρα τους, δανδήδες και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ερωτευμένες φοιτήτριες, πανκ σκηνοθέτες και άβουλοι προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι οι ψηφίδες που συνθέτουν το πολύχρωμο, πολύπαθο και ζωντανό μωσαϊκό της Ναταλίας Κλιουτσάροβα. 9


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 10

Το Ρωσία: βαγόνι τρίτης θέσεως είναι η τοπιογραφία και το ψυχογράφημα της σύγχρονης Ρωσίας. Είναι το S.O.S. που απευθύνει μια γενιά που γεννήθηκε στο σκοτάδι του ολοκληρωτισμού και μεγάλωσε στον ζόφο ενός πρωτόγονου και βάρβαρου καπιταλισμού. Είναι η πρόζα της «νέας ειλικρίνειας», η πεζογραφία που δίχως ψιμύθια και καλλωπισμούς παρουσιάζει τη σκληρή πραγματικότητα. Είναι η μυθιστοριογραφία που μένει μακριά από τους εύκολους εντυπωσιασμούς και δίνει μια δυνατή γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη. Είναι το κείμενο μέσα από το οποίο αναδύεται η παράδοση της ρωσικής λογοτεχνίας, η αγάπη για τον άνθρωπο, το μίσος για την ευτέλεια και την εξουσία. Παράλληλα όμως είναι και το αέναο ταξίδι προς την ελπίδα, την αγάπη, την αδελφοσύνη, έννοιες καθοριστικές και καθοδηγητικές για τη ρωσική λογοτεχνία, τη ρωσική ζωή και τη ρωσική ψυχή. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κλιουτσάροβα έγινε δεκτή από το αναγνωστικό κοινό αλλά και τους ομότεχνούς της ως μια από τις πιο ελπιδοφόρες φωνές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός ότι το βιβλίο της αυτό πολεμήθηκε όσο κανένα άλλο από τους εκπροσώπους της κατεστημένης λογοτεχνικής σκηνής της πατρίδας της, οι οποίοι με ύβρεις και λοιδορίες προσπάθησαν να μειώσουν τη συγγραφέα και τους κόπους της. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έργο αυτό θεωρήθηκε από τους συγχρόνους της ως «η φωνή της χώρας και της εποχής» της. Το Ρωσία: βαγόνι τρίτης θέσεως, το συγκινητικό, έντιμο, ειλικρινές αυτό μυθιστόρημα, είναι γραμμένο με απίστευτη 10


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 11

ταλαντούχα διάθεση. Πρωτόλειο έργο μιας νεαρής συγγραφέως, έρχεται να μας δώσει μια άλλη εικόνα της σύγχρονης Ρωσίας. Μια εικόνα-κατάδυση στα μυστήρια και τα μυστικά της ρωσικής ψυχής. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης Καλοκαίρι 2013

11


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 12


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 13

ΕΝΑ

Ο

είχε μια παθολογική παραξενιά. Έχανε συχνά τις αισθήσεις του. Όχι, φυσικά, στη θέα του αίματος ή ακούγοντας μια βρισιά, όπως οι ηρωίδες του Τουργκένιεφ, αλλά έτσι απλά, δίχως αιτία. Μερικές φορές κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης, άλλες πάλι εξαιτίας του δυνατού ανοιξιάτικου αγέρα ή λόγω των διελεύσεων του μετρό, το οποίο έμοιαζε με διαστημικό καράβι. Τόσο πολύ τον ενθουσίαζε η ζωή που μερικές φορές ο οργανισμός του δεν άντεχε την ένταση αυτή. Και τότε συμβολικά αποσυνδεόταν. Μόνο έτσι όμως μπορούσες να υποχρεώσεις τον Νικίτα να κάνει παύση και να πάρει μιαν ανάσα, αφού συνεχώς μιλούσε με κομμένη την ανάσα. Πολύ συχνά επίσης πονούσε κάποιο ανόητο μέλος του σώματός του. Αλλά και σε ποιον δεν πονάει. Για παράδειγμα, η πατούσα. Ή ο καρπός. Ή, γενικά, ο δείκτης του χεριού του. Ο πόνος τον έβγαζε από το πλήθος, αλλά πιο ελαφριά, αφήνοντας την εικόνα πίσω από το θολό τζάμι. Στο εσωτερικό έπεφτε σιωπή, στην οποία ακούγονταν τα τριζόνια και οι τζίτζικες να λένε τις δικές τους βαρυσήμαντες κουβέντες. Ο Νικίτα άκουγε τα τζιτζίκια και κοιτούσε, χαμογελώντας, τον κόσμο. Θαρρείς και τον κοιτούσε ΝΙΚΙΤΑ

13


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 14

από μακριά. Λες κι ήταν σε κάποια άλλη μορφή ζωής. Το τρένο όμως ήρεμα κατευθυνόταν στην Τοστσίχα... Ο Νικίτα συνήλθε. Με τα θολά μάτια του βαγονιού τρίτης θέσεως τον κοιτούσε η χώρα. Ο σβέρκος μάζευε ψείρες στον επενδύτη κάποιου, τα πόδια έφταναν στον στενό διάδρομο πάνω από ένα μπαούλο, από βαλίτσες και μπογαλάκια. Η χώρα προφανώς ετοιμαζόταν να περιλούσει τον Νικίτα με καυτό νερό, γέρνοντας στα πλάγια και προσπαθώντας να κρατηθεί από τις χειρολαβές, να τον ταΐσει με μούρα και σπιτικά πιροσκί, να τον πασαλείψει με λιωμένα γλυκίσματα, να τον μεθύσει με βότκα, να του δώσει τον μουντζούρη με λιγδιασμένα χαρτιά, όπου αντί για κυρίες απεικονίζονταν γυμνές κοπέλες. Η χώρα προσπαθούσε να έρθει σ’ επαφή με τον Νικίτα. Να αποκτήσει σχέσεις. Η χώρα δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, δεν τον άφηνε να σκεφτεί, δεν τον άφηνε στην ησυχία του. Η χώρα χασμουριόταν, ροχάλιζε, βρομούσε, έτρωγε, έπινε, ξάπλωνε στο πάνω κρεβάτι, πατώντας το χέρι κάποιου, έτρωγε σπόρια, έλυνε σταυρόλεξα, καθάριζε αυγά, έβριζε τη συνοδό του βαγονιού, η οποία στεκόταν μπροστά στην τουαλέτα, στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στα βαγόνια, και ταλαντευόμενη έλεγε: «Ποια είναι η επόμενη στάση;» – «Προσέξτε, ο πιτσιρικάς πάλι έχασε τις αισθήσεις του». – «Δεν δείχνει να έχει πιει». – «Μάλλον είναι ναρκομανής». – «Σήμερα πια όλοι, άλλοι τρυπιούνται, κι άλλοι σνιφάρουν!» – «Μανούλα, καλά θα έκανες να μη μιλάς αν δεν ξέρεις, μπορεί ο άνθρωπος απλά να είναι άρρωστος...» – «Μήπως να ψάξουμε για 14


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 15

γιατρό;» – «Και γιατί παρακαλώ να σωπάσω; Όλη μου τη ζωή μπροστά στον τόρνο στεκόμουν! Δεν θα μου κλείσεις το στόμα, είμαι ανάπηρη!» – «Σιωπή, γυναίκες, τα παιδιά κοιμούνται!» – «Τα παιδιά! Σα μεγαλώσουν θ’ αρχίσουν να σνιφάρουν κόλλα και να κλείνουν τα στόματα των γερόντων!» – «Γυναίκα, μην γκρινιάζεις! Έλα καλύτερα να πούμε ένα τραγουδάκι: ΣΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΑ ΤΑΝΚΣ ΜΟΥΓΚΡΙΖΑΝ! ΠΑΝΕ ΟΙ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ!...» Ο Νικίτα συνήλθε και βγήκε έξω να καπνίσει. Η χώρα πλησίαζε στον σταθμό Βυθός, ταλαντευόμενη πάνω στις ράγες και απλωνόταν καταθλιπτικά κατά μήκος των τεθλασμένων γραμμών. Στη συνέχεια τροχοπέδησε απότομα και σταμάτησε μπροστά στο φανάρι. «Έι, αδέλφι, μήπως ξέρεις πού είμαστε;» «Στο βυθό!» φώναξε χαρούμενα ο Νικίτα και κίνησε για την έξοδο. Η στάση Βυθός ήταν έρημη και γεμάτη υγρασία. Μόνο οι ελεγκτές συνομιλούσαν μεταξύ τους στη δική τους εξωγήινη γλώσσα, και αόρατοι τεχνικοί χτυπούσαν τα μεταλλικά μέρη του τρένου. «Για πού το ’βαλες, καψερέ;» τον ρώτησε ευγενικά η χοντρή συνοδός του βαγονιού, η οποία έμοιαζε με μάντισσα. «Τι στο καλό θέλεις πάλι. Πάλι θα σε τραβάω από τις γραμμές;» Ο Νικίτα χαμογέλασε στη μάντισσα και σήκωσε τους ώμους του. Μύριζε κάρβουνο, σάπια ξύλα και δρόμο. Το ψιλόβροχο τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Και όλα σαν να ’ξεραν το μυστικό. Για το οποίο απαγορευόταν να μιλήσεις. Γιατί δεν υπήρχε λόγος. 15


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 16

ΔΥΟ

Σ

πλησίασε τον Νικίτα ένα παιδάκι. Τον έπιασε από το γόνατο και τον ρώτησε σοβαρά: «Έχεις κάποιο όνειρο;» Και δίχως να περιμένει απάντηση: «Εγώ έχω: θέλω να κρυφτώ στους θάμνους και να ζήσω εκεί». «Αυτό είναι όλο;» τον ρώτησε ο Νικίτα. «Δεν θέλεις τίποτ’ άλλο για να είσαι ευτυχισμένος;» Το παιδάκι έμεινε σκεπτικό, βάζοντας τη γροθιά του στο στόμα. «Εντάξει, θέλω κι ένα τρένο. Για να ταξιδεύω μ’ αυτό. Μετά όμως θα... κρυφτώ στους θάμνους! Και θα ζω εκεί!» «Και τι σ’ εμποδίζει να το κάνεις;» Ο Νικίτα έσκυψε, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του παιδιού. «Κάλτσες!» γκρίνιαξε το παιδάκι, και αφού βαρέθηκε, έτρεξε παρακάτω. «Καλτσούλες ζεστές, από αρνίσιο μαλλί, για πενήντα ρούβλια πουλάω, στο παζάρι κάνουν δυο φορές πιο ακριβά!» ανακοίνωσε, σκύβοντας μέσα από τη χαραμάδα του βαγονιού μια γυναίκα που κρατούσε μια τεράστια καρό τσάντα. «Πραγματικές μάλλινες, πάρτε, κορίτσια, δεν θα το μετανιώσετε!» 16

ΤΟ ΒΑΓΟΝΙ


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 17

Στην άκρη του βαγονιού η φωνακλού πωλήτρια καλτσών άρχισε να καβγαδίζει με τη συνοδό του βαγονιού, η μπάσα φωνή της οποίας σκέπαζε όλες τις απαντήσεις. «Πόσες φορές σ’ το είπα! Δεν είμαστε ο Ερυθρός Σταυρός! Αν θέλεις να ταξιδέψεις, πρέπει να πληρώσεις! Δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα, αλλά ο Ρωσικός! Σιδηρόδρομος! Και τι με νοιάζει για τα παιδιά σου! Εσύ τα γέννησες! Τώρα θα σε κατεβάσω κάτω! Την επόμενη φορά θα φωνάξω την αστυνομία!» Ο Νικίτα έπιασε το σακίδιο και τράβηξε για την έξοδο. Στην άδεια αποβάθρα κοιμόταν του καλού καιρού πάνω στην τσάντα με τις κάλτσες το αγοράκι, το οποίο ονειρευόταν να κρυφτεί στους θάμνους. Γύρω του όμως δεν υπήρχαν καθόλου θάμνοι. Μόνο κάποια τυφλά κτίρια και η σιδηροδρομική γραμμή που χάνονταν στο σκοτάδι. Ένα άλλο αγοράκι, λίγο μεγαλύτερο, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες, κοιτούσε σκεφτικό το φανάρι που έτριζε. Η γυναίκα κοιτούσε το τρένο που έφευγε και για κάποιο λόγο, που μόνο αυτή ήξερε, χαμογελούσε. Αυτό άρεσε στον Νικίτα. Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού Κιρζάτς ήταν σφραγισμένο. Ο Νικίτα άφησε την καρό τσάντα πάνω σε ένα βρεγμένο παγκάκι. «Τι να κάνουμε, θα διανυκτερεύσουμε εδώ. Μαθημένοι είμαστε. Θα αγκαλιαστούμε και δεν θα παγώσουμε», είπε η πωλήτρια καλτσών Αντονίνα Φιοντόροβνα, στρώνοντας στον πάγκο κομμάτια νάιλον. «Βγάλε τα παπούτσια σου, θα σου δώσω καλτσούλες, αλλιώς θα παγώσουν τα πόδια σου». «Μαμά, θέλω τσάι! Μαμά, πάγωσα ολόκληρος! Μα17 2 – Ρωσία: βαγόνι τρίτης θέσεως


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 18

μά, πονάει η κοιλιά μου!» κλαψούριζε ο μεγαλύτερος γιος Σέβα. «Τι λες εκεί! Χαμογέλασε! Τι σου έμαθα; Ίσιωσε την πλάτη σου και χαμογέλασε! Αύριο θα είμαστε πιο τυχεροί!» «Όλο αύριο κι αύριο! Τίποτα δεν θα γίνει αύριο». «Ούτε να το σκεφτείς αυτό! Μην τολμήσεις καν να το σκεφτείς! Πολύ περισσότερο δε να το πεις! Πρόσεξε, ο Λιόνκα, που είναι πιο μικρός από σένα, φέρεται σαν αληθινός άντρας!» Ο Λιόνκα κοιμόταν ατάραχος, έχοντας βάλει τις παλάμες του κάτω από το μάγουλο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι αύριο θα είναι καλύτερα από χθες. «Παλιά ήμουν σαν τον Σέβα», είπε η Αντονίνα Φιοντόροβνα. «Μόλις γινόταν κάτι αμέσως έβαζα τα κλάματα. Αμέσως έκανα διάφορες σκέψεις: τίποτα δεν θα γίνει, όλη η ζωή έτσι θα περάσει... καλύτερα να κρεμαστώ! Μετά, όμως, διάβασα σε ένα βιβλιαράκι αμερικάνικο ότι εγγύηση για την επιτυχία είναι η ίσια πλάτη και το χαμόγελο. Και τώρα, ό,τι κι αν συμβεί, θυμάμαι πάντα: το κυριότερο είναι να χαμογελάς και να μην καμπουριάζεις. Τότε θα σου πάνε καλά τα πράγματα!» «Και πώς πάνε;» ρώτησε προσεκτικά ο Νικίτα, «οι δουλειές;» «Προς το παρόν όχι και τόσο καλά», ομολόγησε αμέσως η Αντονίνα Φιοντόροβνα. «Δεν απογοητεύομαι όμως. Αφού ξέρω ότι κάποτε όλα θα αλλάξουν όπως και να ’χει».

18


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 19

Η Τόνια Κισελιόβα μεγάλωσε στο μικρό χωριουδάκι ανθρακωρύχων Χαλμέρ-Γιου. Είναι στη Βορκουτά, πέρα από τον Βορρά, προς τον Παγωμένο Ωκεανό, όπου μια σιδηροδρομική γραμμή, με στενές ράγες, μία φορά την εβδομάδα συνέδεε το ανθρακωρυχείο με τον υπόλοιπο κόσμο. Στα δεκαεπτά της παντρεύτηκε έναν οδηγό. Τις Κυριακές την έκανε βόλτα στην τούντρα με ένα ξεχαρβαλωμένο φορτηγό, το οποίο τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας κουβαλούσε σκουπίδια. Λίγο αργότερα γεννήθηκε ο Σέβα. Μετά όμως έκλεισαν το ανθρακωρυχείο. Ο κόσμος, μην έχοντας καμιά ελπίδα ότι κάποιος θα ενδιαφερθεί γι’ αυτό, άρχισε να εγκαταλείπει τον συνοικισμό. Ο σύζυγος της Τόνια δεν βιαζόταν να φύγει. «Οι άνθρωποι έχασαν εντελώς την πίστη!» έλεγε στη σύζυγό του. «Είναι δυνατόν να φέρονται έτσι! Το κράτος μας είναι κράτος των εργατών και των αγροτών! Κι εμείς ποιοι είμαστε; Είμαστε οι εργάτες! Κρίνε και μόνη σου: μπορεί να μας εγκαταλείψει στην τύχη μας; Να μας αφήσει στην τούντρα; Φυσικά όχι! Θα δεις, θα μας δώσουν διαμέρισμα κάπου στον Νότο, ενώ αυτοί, που σήμερα τρέχουν σαν τα ποντίκια, θα τρώνε μετά τα νύχια τους!» Η δεκαεννιάχρονη Αντονίνα πίστευε και στον σύζυγό της και στο κράτος. Και μετά τον Σέβα γέννησε και τον Λιόνκα, δίχως να ρωτήσει τίποτα. «Τι ηλίθια που είσαι!» της έλεγαν όλοι μαζί οι πρώην συμπατριώτες της, όταν εκείνη γύρισε πίσω στο ΧαλμέρΓιου από το μαιευτήριο της Βορκουτά. Η Τόνια όμως χαμογελούσε μυστηριωδώς. Εκείνη ήξερε ότι στο μέλλον θα 19


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 20

έχει ένα μεγάλο διαμέρισμα, τα παράθυρα του οποίου θα έβλεπαν στη θάλασσα του Νότου. Στο τρένο ήταν μόνη της. Ο σκυθρωπός μηχανοδηγός, πρώην φυλακισμένος, για κάποιο λόγο δεν βιαζόταν να κινήσει για την επιστροφή. Στη συνέχεια όμως μετά από δύο απότομα σφυρίγματα ξεκίνησε. Η Τόνια κουκουλώθηκε. «Μάνα, ακούς. Καλά θα ήταν. Με δυο λόγια, καλύτερα να φύγεις από δω. Γιατί καθυστερείς; Θα γίνουν άλλα δύο δρομολόγια. Και πάπαλα. Θα κλείσουν τη γραμμή». «Τι πάει να πει θα την κλείσουν;» ρώτησε έκπληκτη η Τόνια. «Κι εμείς; Πώς θα φέρνουν ψωμί; Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό! Έχετε μπερδευτεί». Ο μηχανοδηγός αποκάλεσε με τη σειρά του την Τόνια ηλίθια και έφυγε με την όπισθεν. Τότε η Αντονίνα Κισελιόβα για πρώτη φορά άρχισε να αμφιβάλλει. Μετά από μια εβδομάδα, δίχως καν να ξέρει το γιατί, έφερε το καροτσάκι με τον μικρό Λιόνκα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Και κοιτούσε πώς φορτώνει το βιος της η θορυβώδης οικογένεια των Καπέλκιν. Ο μηχανοδηγός, βοηθώντας να φορτωθούν στο τρένο τα κιβώτια και τα μπογαλάκια, κοίταξε προς το μέρος της και έφτυσε με την καρδιά του τους αιώνιους παγετώνες. Μετά την αναχώρηση των Καπέλκιν έμειναν μόνοι τους στο Χαλμέρ-Γιου. «Λέω στον άντρα μου: έλα να φύγουμε! Εκείνος όμως αντί να μου απαντήσει, άρχισε να με βρίζει. Άρχισε μάλιστα να σηκώνει και το χέρι του πάνω μου. Παλιά δεν το έκανε ποτέ, παρόλο που ήταν οδηγός. Άλλοτε πάλι έμενε 20


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 21

ξαπλωμένος μέρες ολόκληρες με το πρόσωπο προς τον τοίχο, σωπαίνοντας. Κι όταν αποκοιμιόταν, τότε έτριζε τόσο πολύ τα δόντια του, που μέσα στη σιωπή εκείνη... ήταν κάτι το τρομερό... »Τρώγαμε πλιγούρι από μαυροσίταρο. Δεν είχε απομείνει τίποτε άλλο. Στην αυλή άναβα φωτιά και μαγείρευα. Έκοψαν και το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο. Μαγείρευα, του έφερνα την κατσαρόλα στο κρεβάτι, ενώ εγώ ήμουν γεμάτη μαυρίλα και καπνιά. Το τραπέζι το είχα κάνει καυσόξυλα. »Του έβαζα να τρώει, κι εγώ έπαιρνα τα παιδιά και πήγαινα να κλάψω στον πρώην κινηματογράφο, εκεί όπου είχα γνωρίσει τον άντρα μου. Κάθε μέρα πήγαινα. Έκλαιγα και ξαλάφρωνα. Ο Σέβκα βλέποντας εμένα άρχισε να κλαψουρίζει. Ο Λιόνκα ξυπνούσε στο καρότσι κι άρχισε να φωνάζει. Έτσι κλαίγαμε κι οι τρεις μας. »Μετά ήρθε το τελευταίο τρένο. Στεκόμουν μόνη μου στον σταθμό μαζί με τα παιδιά. Είχα έρθει απλά να δω κάποιον ζωντανό άνθρωπο. Δεν είχα καμία σκέψη, όχι. Κρατούσα σφιχτά το καρότσι και κοίταζα. Κι εκείνος κοιτούσε. Από τη θέση του μηχανοδηγού. Με κατάμαυρο από την καπνιά πρόσωπο... »Στο χωριό είχαν πλακώσει κοπάδια αγριόσκυλων. Αγέλες ολόκληρες έτρεχαν εδώ κι εκεί στους δρόμους. Τα αφεντικά τους τα είχαν παρατήσει. Προχωρούσα, κι εκείνα σχεδόν ακριβώς από πίσω μου έτρεχαν. Και όλα κοιτούσαν το καρότσι. Τους πετούσα κάτι, εκείνα γρύλιζαν, έμεναν για λίγο πίσω, αλλά όχι για πολύ. »Να λοιπόν που στέκομαι μπροστά στο τρένο. Ξαφνι21


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 22

κά τα σκυλιά άρχισαν να αλυχτούν. Γυρίζω και βλέπω ότι έρχονται καταπάνω μου όλα μαζί. Ανεβαίνω στο βαγόνι. Ο μηχανοδηγός πήδηξε, με βοήθησε να ανεβάσω το καρότσι και μου είπε: “Δόξα τω, δόξα τω...” »Κι αμέσως έβαλε μπροστά για να μην προλάβω κι αλλάξω γνώμη. »Στη συνέχεια στη Βορκουτά ζήσαμε σπίτι του για κάποιο διάστημα. Μου είπε για ποιο λόγο έκανε φυλακή. Άλλη ιστορία κι αυτή. Ήταν από τη Βολογκντά. Ο επικεφαλής της περιοχής άφησε το χωριό τους να παγώσει. Έτσι που λες. Χάλασε ο λέβητας, εκείνος όμως τσέπωσε τα λεφτά για την επισκευή. Άρχισαν οι παγωνιές, ο κόσμος πήγε και τον βρήκε, εκείνος όμως όλο έλεγε: “Ναι, ναι, ναι, όλα είναι υπό έλεγχο, ναι, ναι, ναι, όλα θα τα φτιάξουμε!”. »Η κόρη όμως αυτού του μηχανοδηγού, του Νικολάι, στον παγωμένο παιδικό σταθμό έπαθε πνευμονία. Και πέθανε. Εκείνος πήγε στον επικεφαλής της περιοχής. Άνοιξε απλά την πόρτα του γραφείου του και του είπε: “Ναι, ναι, ναι” κι αυτό ήταν όλο. Δεν ξανάπε τίποτα. Ο Νικολάι τον πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια. Και έμεινε εκεί να περιμένει την αστυνομία...» «Και μετά;» ρώτησε ήρεμα ο Νικίτα την Αντονίνα Φιοντόροβνα, η οποία έμενε για ώρα πολλή σιωπηλή. Τότε όμως πρόσεξε ότι εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Χαμογελώντας όπως και πριν. Και με την πλάτη ίσια. Δίπλα τους πέρασε μια εμπορική αμαξοστοιχία. Οι στρογγυλές πλευρές των βαγονιών-δεξαμενών έμοιαζαν με τεράστια ζώα, με ρινόκερους ή ιπποπόταμους, οι ο22


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 23

ποίοι έτρεχαν προσηλωμένοι προς τα κάπου αναζητώντας την ευτυχία. Το πρωί ο Νικίτα αγόρασε από την Αντονίνα Φιοντόροβνα τις κάλτσες από αρνίσιο μαλλί, με τις οποίες είχε περάσει τη νύχτα του. «Να, βλέπεις, Σέβκα, σ’ το ’λεγα ότι αύριο θα είμαστε τυχεροί και δεν με πίστευες!» είπε εκείνη στον μεγαλύτερο γιο της, αγοράζοντας ψωμί και γάλα εβαπορέ από ένα καμένο μαγαζί, όπου πριν από ένα μήνα κάποιοι άντρες προσπάθησαν να κάψουν τον πωλητή, ο οποίος δεν ήθελε να τους δώσει αλκοόλ δίχως να πληρωθεί. Ο Λιόνκα χαιρέτησε διά χειραψίας τον θάμνο που βρήκε εκεί κοντά. Ο Σέβκα σκυθρωπός μασουλούσε, έχοντας γυρίσει από την άλλη πλευρά. Η Αντονίνα Φιοντόροβνα προσπαθούσε να πείσει τον πωλητή να αγοράσει από αυτήν «εξαιρετικές μάλλινες κάλτσες».

«Μετά όμως άρχισα να τρελαίνομαι», τη συνέχεια της ιστορίας ο Νικίτα την άκουσε προς το βράδυ, όταν η ακάματη Αντονίνα Κισελιόβα, έχοντας γυρίσει όλο το Κιρζάτς και πουλήσει όλες της τις κάλτσες, περίμενε το νυχτερινό τρένο. «Νόμιζα ότι με φωνάζει να γυρίσω πίσω. Με κατηγορούσε ότι τον παράτησα. Τόσο ξεκάθαρη ήταν η φωνή που άκουγα μέσα στο κεφάλι μου. Τότε άρχισα να μιλάω μαζί του φωναχτά. “Κόλια”, έλεγα, “κι εκείνον Νικολάι τον έλεγαν, εγώ δεν τρόμαξα για σένα, αλλά για τα παιδιά, Κόλια!” »Σκεφτόμουν να γυρίσω πίσω με τα πόδια. Να τον πά23


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 24

ρω από κει. Ή να του πάω, τουλάχιστον, τρόφιμα. Ο Νικολάι, ο μηχανοδηγός, άρχισε να με κλειδώνει μέσα. “Ηλίθια”, φώναζε, “πάει ο άνθρωπος χάθηκε, εσύ δεν πρέπει να γυρίσεις πίσω, είσαι μάνα!” Κι εγώ του έλεγα: “Έτσι κι αλλιώς θα ξεφύγω”. »Και λίγες ημέρες αργότερα τον βρήκα. Ούτε κι η ίδια δεν το περίμενα. Κρυφά από τη διεύθυνση πήρε τη νύχτα την ατμομηχανή, με έβαλε στην καμπίνα του οδηγού, και πήγαμε στο Χαλμέρ-Γιου, να ψάξουμε τον Νικολάι μου. Φοβήθηκα όμως και του λέω: “Μήπως δεν πρέπει; Μήπως να πάω με τα πόδια; Αυτό που κάνουμε σηκώνει δικαστήριο!”. Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να γνέψει με το χέρι του».

«Τον βρήκατε;» ο Νικίτα καθόταν στην αποβάθρα, ακουμπώντας με την πλάτη στον τοίχο του σταθμού, προσπαθώντας με τις τελευταίες του δυνάμεις να μη χάσει τις αισθήσεις του. «Δεν ξέρω. Εκεί, φυσικά, δεν υπήρχε κανείς. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Το διαμέρισμα συμμαζεμένο. Είχε πλύνει ακόμη και την κατσαρόλα τη μαυρισμένη... Γυρίσαμε όλο το χωριό, κοιτάξαμε μέσα σε κάθε σπίτι. Δεν τα είχαν κλειδώσει φεύγοντας. Πήγαμε και στο ανθρακωρυχείο. Δεν βρήκαμε κανέναν. Δηλαδή εγώ, κανέναν, ο Νικολάι δεν βρήκε τίποτα. Γιατί εκείνος έψαχνε να βρει το πτώμα, ενώ εγώ τον ζωντανό μου σύζυγο. Είχαν εξαφανιστεί ακόμα κι οι σκύλοι. Είχε τέτοια ησυχία που ήταν τρομακτικό ακόμα και να ψιθυρίζεις. 24


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 25

»Κι έτσι φύγαμε δίχως να βρούμε τίποτα. Όσο όμως ήμασταν εκεί είχα την αίσθηση ότι εκείνος με κοίταζε. Στον σβέρκο. Γυρνούσα όμως και δεν έβλεπα κανέναν. Μέχρι τώρα ακόμα νιώθω αυτό το βλέμμα. Ακόμα και τώρα με κοιτάζει...» «Και πώς σας επέτρεψε ο μηχανοδηγός σας να πουλάτε κάλτσες μαζί με τα παιδιά σας;» «Έφυγα από μόνη μου. Είπα ψέματα ότι τάχα θα πάω στην αδελφή μου στο Κουπάν, ότι μου βρήκαν δουλειά εκεί και σπίτι για να μείνω. Κι έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Αδελφή, βέβαια, εγώ δεν είχα». «Πώς κι έτσι;» «Δεν πρόλαβαν οι γονείς μου, πέθαναν νωρίς. Ο μπαμπάς μου σκοτώθηκε στο ανθρακωρυχείο, η μάνα μου τον ακολούθησε μετά από ένα χρόνο». «Δεν ρωτάω για την αδελφή σας, αλλά για τον μηχανοδηγό». «Α, α, ο μηχανοδηγός... Είχε αρχίσει να μ’ ερωτεύεται. Εδώ όμως δεν έχω καιρό για αγάπες, η καρδιά μου είχε μείνει εκεί, στο άδειο χωριό. Κρίμα τον άνθρωπο. Καλός άνθρωπος ήταν. Έτσι κι εγώ έφυγα. Όταν με ξεπροβόδιζε, άρχισε ξαφνικά να μου λέει για τη γυναίκα του. Τόνια την έλεγαν κι εκείνη. Κι έτσι βρεθήκαμε με τον γρίφο: δύο Νικολάι και δύο Τόνιες...» «Και τι έγινε με τη γυναίκα του;» «Όσο γινόταν η δίκη, ήταν μια χαρά. Τη μέρα όμως που τον καταδίκασαν αυτοκτόνησε. Κρεμάστηκε. Εκείνος το έμαθε μετά από ένα χρόνο. Γιατί εκείνη λίγο πριν πεθάνει του είχε γράψει μια ντουζίνα γράμματα. Τρυφερά 25


KLIOUTSAREVA_final_Layout 1 25/11/13 11:34 π.μ. Page 26

γράμματα, ότι, τάχα, όλα είναι μια χαρά, ζω ήρεμα, περιμένω, το χωριό έχει ξανά θέρμανση..., του τα έστελνε η γειτόνισσα, ένα κάθε μήνα, μέχρι που τελείωσαν. Επιτέλους, έρχεται το τρένο μας...»

26


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.