KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 5
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ
Ο ΠΑΠΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 6
©
Copyright Δημήτρης Κουτσούκης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011
Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5360-0
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 7
Στην αγαπημένη μου κόρη Αιμιλία. Είθε οι ευλογίες του Υψίστου να συνοδεύουν κάθε βήμα της ζωής της.
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 8
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο ΓΕΡΑΚΙ έκοβε εδώ και ώρα βόλτες πάνω απ’ τον αγρό
Ταπ’τουτοναιωνόβιου Χάλεβ. Εκείνος, μισοξαπλωμένος κάτω ήσκιο μιας τεράστιας βελανιδιάς, τρεμόπαιζε τα
βλέφαρά του θέλοντας ν’ αποφύγει τη μεσημεριανή αντηλιά. Ήθελε τόσο πολύ να κοιμηθεί, ν’ αφεθεί σε όνειρα λησμονιάς, αλλά το νεύρο μέσα του δεν τον άφηνε να αναπαυθεί. Στα εκατό χρόνια της ζωής του δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να έχει αγωνία για όσα συνέβαιναν στη φαμίλια του και στη φυλή του. Και είχαν συμβεί πολλά. Ήταν ογδόντα πέντε χρόνων όταν έφτασε σε τούτα τα μέρη, μετά την έξοδο από την Αίγυπτο. Η ματιά του ήταν ακόμα καθαρή σαν του αετού και τα χέρια του κρατούσαν γερά το βαρύ ξίφος του, που δεν τ’ αποχωριζόταν ποτέ. Ακόμα και τώρα το ’χε πλάι στο προχειροφτιαγμένο ξύλινο κρεβάτι που του είχε στρώσει η Αχσάν, η κόρη του, κάτω απ’ τη σκιά του δέντρου, για ν’ αναπαύεται στις ζέστες του καλοκαιριού. Ανασηκώθηκε λίγο πάνω στα σκληρά τρίχινα στρωσίδια και έστρεψε το βλέμμα του στην πλαγιά του λόφου που α
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 10
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ
πείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σπιτικό του. Το στόμιο μιας σπηλιάς, που κάλυπτε ένα σκουρόχρωμο υφαντό, σημάδευε το ιερό σπήλαιο Μαχπελάχ. Είχε χρόνια να το επισκεφθεί. Τα πόδια του δεν βοηθούσαν πια. Έστελνε όμως συχνά τον Ιρού, τον Ηλά και τον Ναάμ, τους τρεις γιους του, να φροντίσουν τα λείψανα των προγόνων του λαού τους, που αναπαύονταν αιώνες τώρα στη Χεβρώνα, στα υπόγεια, σκοτεινά σπλάχνα εκείνου του λόφου. Ήταν η τελευταία κατοικία για τον Αβραάμ και τη Σάρρα, τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα, τον Ιακώβ και τη Λεία. Στα ίδια χώματα, σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος, βρίσκονταν και τα οστά του Αδάμ και της Εύας, των πρωτόπλαστων. Αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό που λίγοι γνώριζαν. Ένα μυστικό που είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο Ενώχ στους απογόνους του. Από δω, έλεγε η παράδοση, περνούσαν οι ψυχές των νεκρών για να εξαγνιστούν μέσα σε ένα δροσερό πυρ κι ύστερα να καταλήξουν στην ουράνια Εδέμ. Αυτό λοιπόν το χώμα της σπηλιάς σκέπαζε μαζί με τα οστά των προγόνων και την ιστορία του αρχαίου Ισραήλ. Πάντα αναρριγούσε όταν σκεφτόταν εκείνες τις μακρινές εποχές, που ο Θεός μιλούσε ξεκάθαρα στους ανθρώπους κι εκείνοι τηρούσαν με δέος τις εντολές του. Πέρασαν αιώνες από τότε κι ύστερα ήρθε η σκλαβιά στη χώρα του Νείλου. Τέσσερεις σχεδόν αιώνες κατατρεγμού. Οι Ισραηλίτες άγγιζαν τα έσχατα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Ώσπου έφτασε ο καιρός της λευτεριάς. Όχι με επανάσταση και βία, αλλά με την παρέμβαση του Θεού. Και μάλιστα σε χρόνους που η καταπίεση στην Αίγυπτο άνοιγε τη θύρα του ολέ
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 11
Ο ΠΑΠΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
θρου: τα αρσενικά νεογέννητα έπρεπε τώρα να θανατώνονται ώστε να μην αβγατίζουν οι Ισραηλίτες και γίνονται κρυφή απειλή για τον φαραώ. Κάθε Εβραία καταριόταν τη στιγμή που έβλεπε να φουσκώνει η κοιλιά της. Ήξερε πως αν ο καρπός της ήταν αγόρι, οι στρατιώτες θα έκοβαν βάναυσα το νήμα της ζωής του. Δεν υπήρχε σπίτι που να μη θρηνεί. Ή μάλλον υπήρχε: το σπίτι του Άμραμ και της Ιωχαβέδ. Εκεί συνέβαιναν παράξενα πράγματα. Σε όλη την εγκυμοσύνη της η Ιωχαβέδ πεταγόταν το βράδυ απ’ τον ύπνο της λουσμένη στον ιδρώτα. Τα όνειρά της είχαν την ίδια πάντα ιστορία: ο γιος που θα ’φερνε στον κόσμο θα ζούσε για να εκπληρώσει το πεπρωμένο του λαού Ισραήλ. Τα ίδια όνειρα έβλεπε και η κόρη της η Μύριαμ, ενώ ο τρίχρονος γιος της, ο Ααρών, αναζητούσε καταφύγιο στον πατέρα του, με τις παιδικές του απορίες να μένουν αναπάντητες. Και τα όνειρα βγήκαν αληθινά. Το νεογέννητο αρσενικό σώθηκε τελικά από τον ίδιο τον ιερό ποταμό. Το ήρεμο ρεύμα του Νείλου έφερε το καλαθάκι όπου το είχαν τοποθετήσει στα χέρια της κόρης του φαραώ. Η άτεκνη πριγκίπισσα αγάπησε το μωρό σαν δικό της. Του έδωσε το όνομα Μωυσής και το πήρε στο παλάτι με την άδεια του πατέρα της, παρά τις προειδοποιήσεις του μάγου της φαραωνικής αυλής ότι το μωρό εκείνο θα γινόταν στο μέλλον κίνδυνος μεγάλος για τη χώρα. Ο Μωυσής ανατράφηκε σαν πρίγκιπας και πολλοί ήταν εκείνοι που έλεγαν ότι θα διαδεχόταν τον φαραώ στον θρόνο. Ήταν ένα όμορφο και ρωμαλέο αγόρι, που αφομοίωνε με πάθος τις διδασκαλίες των ιερέων και των σοφών του παλατιού.
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 12
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ
Κι όταν ανδρώθηκε, απέδειξε περίτρανα ότι εκτός των άλλων είχε και μοναδικές στρατιωτικές αρετές. Με νίκες και λάφυρα γύριζε στο παλάτι κάθε φορά που ο φαραώ τον έστελνε να εξοντώσει εχθρούς της χώρας. Έφτασε μέχρι και τη μακρινή Αιθιοπία, όπου υπέταξε με αξιοζήλευτη στρατηγική τον στρατό του βασιλιά των Αιθιόπων. Ο νικημένος βασιλιάς στάθηκε μπροστά του ως ταπεινός πλέον σύμμαχος και η κόρη του τον ερωτεύτηκε τόσο, ώστε τον ακολούθησε στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου, τη Μέμφιδα. Ήταν ένας ατρόμητος κατακτητής, προορισμένος για δόξα και αξιώματα. Όμως στα τρίσβαθα της ψυχής του δεν είχε πάψει ποτέ να καίει μια παράξενη φλόγα που όρισε τελικά τη μοίρα του: η φλόγα ενός πεπρωμένου, που, μολονότι αγνοούσε σαράντα ολόκληρα χρόνια, άλλαξε στη συνέχεια ριζικά τη ζωή του αλλά και την πορεία ενός ολόκληρου έθνους. Η Αχσάν έφερε σ’ ένα μικρό πήλινο κιούπι νερό και λίγα καθαρισμένα φραγκόσυκα. «Πιες να δροσιστείς, πατέρα μου, και πάρε να γλυκάνεις λίγο το στόμα σου», είπε καθώς του στερέωνε την πλάτη σ’ ένα σκληρό μαξιλάρι. Το τρυφερό χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπο του Χάλεβ φανέρωνε την ιδιαίτερη αγάπη που είχε στην κόρη του. Ήπιε μερικές γουλιές και της έγνεψε να καθίσει πλάι του. «Όταν συλλογιέσαι περισσότερο το παρελθόν από το παρόν, είσαι πια γέρος. Κι όταν το ζεις σχεδόν κάθε στιγμή, τότε πλησιάζει το τέλος. Όλα έρχονται ολοζώντανα στον
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 13
Ο ΠΑΠΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
νου μου, λες και γίνονται τούτη τη στιγμή. Έζησα πολύ, έζησα όσο χρειαζόταν». Η Αχσάν κάθισε σε μια ψάθα πλάι στο προσκεφάλι του και έγειρε στον ώμο του. «Δεν θα σε πάρει ακόμα ο Θεός κοντά του, πατέρα μου. Σε χρειάζεται η φυλή σου κι έχεις να κάνεις πολλά για να στεριώσει εδώ στη Χεβρώνα», του είπε. «Συχνά τα βράδια έρχεται στα όνειρά μου ο Μωυσής και μου δείχνει τη δύση. Παλιά μου έδειχνε την ανατολή. Αμίλητος, με τη ράβδο στο χέρι», συνέχισε εκείνος σα να μην άκουσε τα λόγια της. «Όταν έρθει η ώρα, θα σου μιλήσει. Ησύχασε τώρα. Μην παιδεύεις το μυαλό σου». Το ρυτιδιασμένο χέρι του απλώθηκε αναζητώντας το δικό της κι όταν το βρήκε το ’σφιξε δυνατά. Έκλεισε τα μάτια και με φωνή απόμακρη, σχεδόν ψιθυριστή, λες και πάσχιζε να περιγράψει κάποιο φευγαλέο όραμα, είπε: «Τον βλέπω... τον βλέπω καθαρά, Αχσάν. Το βλέμμα του είναι φωτιά κεραυνού που φτάνει ίσαμε το ξεραμένο μεδούλι μου. Ίδιος όπως τότε που γύρισε απ’ το βουνό του Θεού και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να μας πει ότι πλησίαζε η ώρα που θα τέλειωνε η σκλαβιά μας». Είχε ακούσει κι άλλες φορές η Αχσάν την ίδια αφήγηση από τα χείλη του πατέρα της. Ιδίως τους τελευταίους μήνες. Κάθε φορά όμως την κατέκλυζε η ίδια συγκίνηση. Ήξερε ότι δεν ήταν ένα γεροντικό παραλήρημα, αλλά μια ιερή μνήμη γεμάτη δύναμη, πάθος, αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους.
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 14
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ
«Πολλοί τον απόπαιρναν», συνέχισε ο Χάλεβ. «Δεν πίστευαν. Σ’ ένα σπίτι τον χτύπησαν και τον πέταξαν έξω σαν άδειο σακί. Εκείνος όμως βράχος ακλόνητος. Όταν ήρθε στο φτωχικό μας, τα αίματα απ’ τα χτυπήματα είχαν ξεραθεί στο μέτωπο και στο αφτί του. Του ’δωσα ένα βρεγμένο πανί και σκουπίστηκε. “Είναι προσταγή Θεού. Δείλιασα κι εγώ στην αρχή, αλλά εκεί στο Χωρήβ μου άνοιξε τα μάτια και είδα”, μου είπε. “Τι είναι αυτά που λες;” τον ρώτησα. “Είδα και εννόησα. Είδα τη μεγάλη του δύναμη και εννόησα τη μοίρα μας”, αποκρίθηκε ο Μωυσής». Όσο προχωρούσε η εξιστόρηση, τόσο βούρκωνε η Αχσάν. Ο πατέρας της κουραζόταν και έπασχε εκείνες τις στιγμές, αλλά δεν τολμούσε να τον διακόψει. Ταξίδευε κι εκείνη μαζί του σε εποχές και τόπους που δεν γνώρισε, μαζί με τους ήρωες του λαού της. Ο Χάλεβ αναστέναξε βαθιά και συνέχισε: «“Μίλα καθαρά”, του είπα δίνοντάς του να πιει λίγο νερό. Καθίσαμε γύρω από τη φωτιά. Ήταν μαζί του ο Ααρών, ο αδελφός του, και ο νεαρός Αυσή, ο γιος του Ναυή, που αργότερα ο Μωυσής του ’δωσε το όνομα Ιησούς. Ο Ααρών είχε τα μάτια χαμηλά και δεν μιλούσε. Όλη την ώρα έμοιαζε να σκέπτεται, ποιος ξέρει τι. Ο γιος του Ναυή τον παρατηρούσε γεμάτος ενθουσιασμό. Τον είχε συνεπάρει. “Όρισε τη μέρα. Φτάνει να ορίσεις τη μέρα”, έλεγε και ξανάλεγε. “Η μέρα έρχεται, αλλά δεν έφτασε ακόμα”, του αποκρίθηκε κάποια στιγμή ο Μωυσής. “Πρώτα να γίνουμε λαός με πίστη και θέληση. Τώρα είμαστε ένα αποκαμωμένο κοπάδι. Ζώα πληγιασμένα και άρρωστα”».
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 15
Ο ΠΑΠΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Ένας στιγμιαίος σπασμός διαπέρασε το σώμα του Χάλεβ. Η Αχσάν πετάχτηκε ανήσυχη. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο γρήγορη και στο μέτωπό του είχαν σχηματιστεί κόμποι ιδρώτα. Τα δευτερόλεπτα σιωπής που ακολούθησαν της φάνηκαν ώρες ολόκληρες. Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να αντιδράσει. Αυτή τη φορά ήταν πολύ έντονο αυτό που του συνέβαινε. Περισσότερο από κάθε προηγούμενη φορά. Της ξανάσφιξε το χέρι σα να ήθελε να την καθησυχάσει. Έκλεισε τα μάτια του. Οι εικόνες μέσα στην οθόνη του νου του άρχισαν ξανά να τρέχουν. «Σηκώθηκε ο Μωυσής κι άρχισε να κόβει βόλτες γύρω απ’ τη φωτιά. Η μάνα σου είχε ζαρώσει σε μια γωνιά και δεν έβγαζε άχνα. Κάπου κάπου σφούγγιζε βιαστικά ένα δάκρυ. “Πες μας για τη δύναμη που είδες και για τη μοίρα του λαού μας που έμαθες”, του είπα εγώ και σηκώθηκα. Στάθηκα ορθός απέναντί του. Ο Μωυσής σταμάτησε απότομα τα βήματά του. Με κοίταξε στα μάτια κι ένα ανεξήγητο ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκκαλιά μου. “Εκεί στην έρημο αντίκρισα τη δόξα του Θεού κι άκουσα τη φωνή του. Μου είπε πως ήταν απόφαση κι εντολή του να οδηγήσω τον λαό μας έξω από την Αίγυπτο, στη Γη της Επαγγελίας. Μου είπε ακόμα ότι θα συντρίψει τις αλυσίδες του Ισραήλ και θα ταπεινώσει τον σκληρόκαρδο φαραώ. Η Αίγυπτος θα θρηνεί για χρόνους πολλούς”. Ο Ααρών είχε βουρκώσει. Η μάνα σου κρατούσε το κεφάλι της μέσα στις παλάμες της και το αδυνατισμένο κορμί της έτρεμε. “Εκεί στην έρημο”, συνέχισε ο Μωυσής, “μου φανέρωσε ετούτη τη ράβδο. Είναι η Βακτηρία του πρωτόπλαστου Αδάμ, φτιαγμένη από ξύλο του Δέντρου της
KOYTSOYKIS sel_DD filal_Layout 1 01/09/2011 1:13 ΜΜ Page 16
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ
Ζωής. Στο διάβα των αιώνων την κράτησαν ο αθάνατος Ενώχ, ο υπάκουος Νώε, ο προπάτοράς μας Σημ, ο πιστός Αβραάμ, ο γιος του ο ταπεινός Ισαάκ, ο σοφός Ιακώβ και ο ευλογημένος Ιωσήφ. Ύστερα πέρασε στα χέρια του Ιοθόρ, που, αφού την φύλαξε υπομονετικά χρόνια και χρόνια, την έδωσε σ’ εμένα, μετά από μήνυμα Θεού. Πάνω της είναι χαραγμένο το όνομα του Υψίστου. Όταν την κράτησα για πρώτη φορά στα χέρια μου, ένιωσα ότι ήταν πηγή καταιγίδας και ηρεμίας, θανατικού και ίασης, φωτιάς και ευλογίας, τρόμου και ελέους. Σ’ εσάς τα λέω αυτά, και σαν έρθει η στερνή ώρα φροντίστε να μην πέσει σε χέρια βέβηλα”. Ακολούθησε βαριά σιωπή. Ο Αυσή ήρθε αργά και στάθηκε στο πλάι μου. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Μόνο το τρίξιμο από τα λιγοστά κούτσουρα που σιγοκαίγονταν ακουγόταν. Κάποια στιγμή ο Μωυσής κοίταξε τριγύρω, λες και συνερχόταν από βαθιά έκσταση, και είπε απευθυνόμενος σ’ εμένα: “Μίλησε στους δικούς σου. Πες τους ότι ο θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ κρατά τις υποσχέσεις του”. Αγκαλιαστήκαμε. “Θα είμαι μαζί σου ως το τέλος”», του είπα. Ένας λυγμός στάθηκε σαν κόμπος στο λαρύγγι του Χάλεβ. Η φωνή του δεν έβγαινε πια. «Μη μιλάς άλλο, πατέρα. Μην κουράζεσαι. Αναπαύσου», είπε η Αχσάν. Του χάιδεψε απαλά το μέτωπο και κούρνιασε πλάι του. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι θρόισε τις φυλλωσιές της βελανιδιάς. Ο Χάλεβ έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε εξαντλημένος στον ύπνο.